.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β΄ γεννήθηκε στην Καλλιμασιά Χίου το 1802. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Κοκκώδης. Αφού έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στη Χίο συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη εργαζόμενος παράλληλα ως αρτεργάτης και ως κανονάρχης στο ναό του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά. Υπηρέτησε το Μητροπολίτη Χαλκηδόνος και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Αγαθάγγελο και το Μητροπολίτη Σόφιας Ιωακείμ, ο οποίος τον χειροτόνησε και Διάκονο. Έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Βενεδίκτου. Στα Ιωάννινα μαθήτευσε υπό τους διδάσκαλους Αθανάσιο Ψαλίδα και Αναστάσιο Σακελλάριο. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως το 1827, μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1835, παύτηκε τον Αύγουστο του 1838 εξοριζόμενος στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους. Τον Αύγουστο του 1840 ανέλαβε πάλι τη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Μετατέθηκε τον Απρίλιο του 1845 στη Μητρόπολη Κυζίκου. Διοίκησε με σύνεση και κατέλειπε μεν μνήμη αρχιερέως πολύπειρου, αλλά φάνηκε φιλοχρήματος.
Η εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο έγινε την 4 Οκτωβρίου 1860 έχοντας συνυποψήφιους του τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Καλλίνικο και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο τον Κουταληνό. Διοίκησε την Εκκλησία μέχρι την 9 Ιουλίου 1863, και υπέβαλε παραίτηση στις 18 Αυγούστου του ίδιου έτους, μετά από καταγγελίες κατώτερων κληρικών και λαϊκών, αναχωρώντας στην Αρτάκη. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1872 διεκδικώντας εκ νέου τον Πατριαρχικό θρόνο.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Κοκκώδης ήταν ενάντιος του, διά των νέων κανονισμών, εγκαινιασθέντος διοικητικού συστήματος. Επί των ημερών του η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε πολεμική από μέρους των Ιησουϊτών και των στασιαστών Βουλγάρων αρχιερέων, τους οποίους ο Ιωακείμ καθήρεσε.
Στις 22 Μαΐου του 1863 ανασυστάθηκε η επισκοπή Λάμπης στην Κρήτη, και την 27 Μαΐου η επισκοπή Βελλάς καί Κονίτσης, συγχρόνως δε καταργήθηκε η αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής. Στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους συνέστησε την Αρχιεπισκοπή Ροδουπόλεως από τις εξαρχίες Σουμελά, Βαζελών, καί Περιστερεώτα, διότι κατά τους νέους κανονισμούς οι πατριαρχικές εξαρχίες έπρεπε να καταργηθούν.
Επί της πατριαρχίας του Ιωακείμ Β', το 1861, ο Γεώργιος Μπίκας ο εκ Τσεπελόβου της Ηπείρου με δαπάνη εκατό χιλιάδων φράγκων ανοικοδόμησε τη γέφυρα του Λυκοστόμου (της επαρχίας Ιωαννίνων), αφήνοντας στην Εθνική Τράπεζα και 30.000 φράγκα, για τυχόν επιδιόρθωσή της. Στις 17 Ιουλίου 1862 καταστράφηκε από πυρκαγιά ο επισκοπικός οίκος τής Αχρίδος, τον οποίο ανήγειρε με ίδιες δαπάνες ο Ιωάσαφ Αρχιεπίσκοπος Αχριδών μεταξύ των ετών 1730 - 1735.
Στις 23 Νοεμβρίου 1873, έχοντας συνυποψήφιους τους Μητροπολίτες Ηράκλειας Πανάρετο και Χαλκηδόνος Γεράσιμο, εξελέγη δεύτερη φορά Πατριάρχης. Το 1876 ίδρυσε ιερατική σχολή στο Μουχλιό του Φαναρίου, μετέφερε σε καλύτερα κτίρια τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τον πατριαρχικό οίκο και το φρενοκομείο, ενώ δώρισε την ιδιωτική του κατοικία μαζί με 2.000 χρυσές λίρες για να στεγασθεί το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, το οποίο λειτούργησε από το 1882 και για ενενήντα χρόνια.
Πατριάρχευσε μέχρι του θανάτου του, την 5 Αυγούστου 1878. Ετάφη στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλίου.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License