.
O Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο
Ο Γεννάδιος Σχολάριος (κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος) ήταν ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1400 με 1405 και ανήκε σε οικογένεια ευκατάστατη με θεσσαλική καταγωγή. Το όνομα Σχολάριος θεωρείται ότι προέρχεται από αξίωμα μέλους της οικογενείας του στο στρατό ή στα ανάκτορα.
Το γεγονός ότι η οικογένειά του ήταν εύπορη, του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση. Δεν έχουμε μαρτυρίες για το εάν σπούδασε σε κάποια σχολή. Σε επιστολή του ο ίδιος αναφέρει ότι υπήρξε αυτοδίδακτος. Παρά ταύτα, πρέπει να μαθήτευσε κοντά σε κάποιον δάσκαλο της εποχής του, όπως τον Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρητορική, την τακτική, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τη νομική και εντρύφησε ιδιαίτερα στο έργο του Αριστοτέλη. Ήταν επίσης γνώστης της λατινικής γλώσσας. Σε νεαρή ηλικία, άνοιξε σχολή, έγραψε ελληνική γραμματική και μετέφρασε φιλοσοφικά έργα της Δύσης.
Είχε ιδιαίτερο δεσμό με το Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό, του οποίο έγινε πνευματικό τέκνο και τον διαδέχτηκε στον αγώνα που εκείνος είχε ξεκινήσει κατά της Ένωσης των Εκκλησιών.
Γρήγορα απέκτησε φήμη, και διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο «Καθολικός Κριτής των Ρωμαίων» (δικαστικό αξίωμα) και «Καθολικός Σεκρετάριος του Βασιλέως». Με τα αξιώματα αυτό συνόδευσε τον Αυτοκράτορα στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, όπου συζητήθηκε η Ένωση των Εκκλησιών.
Το 1444 πέθανε ο Μάρκος ο Ευγενικός και ο Γεώργιος Σχολάριος τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά της Ένωσης, όπως του είχε υποσχεθεί. Φαίνεται ότι μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄ και την άνοδο στο Θρόνο του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ο Σχολάριος απογοητεύτηκε, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας αμφιταλαντευόταν για το θέμα της Ένωσης. Έτσι το 1450 αποφασίζει να μονάσει, γνωστοποιεί την απόφασή του στον Αυτοκράτορα (σώζεται σχετική επιστολή του) και κείρεται μοναχός στη Μονή Χαρσιανείτου, παίρνοντας το όνομα Γεννάδιος.
Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης συνελήφθη από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε ως σκλάβος στην Αδριανούπολη. Εκεί τον βρήκε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής όταν εξελέγη από τη Σύνοδο στο αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη στις 6 Ιανουαρίου 1454. Ο Σουλτάνος του παραχώρησε το Ναό των Αγίων Αποστόλων, προκειμένου να εγκατασταθεί εκεί το Πατριαρχείο, στο οποίο παραχώρησε και προνόμια, ως θεσμού που εκπροσωπούσε πλέον τους υπόδουλους Χριστιανούς.
Την άνοιξη του 1454 παραιτήθηκε για λόγους υγείας και υπό το βάρος των προβλημάτων. Αποσύρθηκε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και κατόπιν στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου κοντά στις Σέρρες. Εκλήθη δύο ακόμη φορές στον Οικουμενικό Θρόνο, το 1462 και το 1464, χωρίς όμως να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι ξαναάσκησε τα καθήκοντα του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Πέθανε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, όπου είχε αποσυρθεί, μετά το 1472. Η Πατριαρχεία του, αν και σύντομη, θεωρείται σπουδαιότατη, καθώς έθεσε τα θεμέλια για τη συνέχιση της ύπαρξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα πλαίσια πλέον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License