.
Ο Ευτύχιος ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τις περιόδους 552-565 και 577-582.
Γεννήθηκε περί το 512 στο χωριό «Θεία Κώμη» της Φρυγίας. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός στο στρατό του Βελισάριου. Ο Ευτύχιος εκάρη μοναχός σε ηλικία 30 ετών από το Μητροπολίτη Αμασείας. Κατόπιν διέμεινε στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισάριος του Μητροπολίτη Αμασείας και έφτασε ως το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Τον Ευτύχιο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Πατριάρχης Μηνάς, μετά το θάνατο του οποίου ο Ευτύχιος εξελέγη Πατριάρχης, με υπόδειξη του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Επί των ημερών της πρώτης Πατριαρχίας του, και συγκεκριμένα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553, έλαβε χώρα η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος. Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 τέλεσε τα δεύτερα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας, μετά τις ζημιές που είχε πάθει στο σεισμό του 558. Το 564 ήρθε σε σύγκρουση με τον Αυτοκράτορα, αναφορικά με την αίρεση των αφθαρτοδοκητών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι το σώμα του Χριστού δεν μπορούσε να υποστεί καμία φθορά από τη σύλληψή του. Ο Ευτύχιος καταδίκαζε την αίρεση αυτή, παρά τις πιέσεις του Αυτοκράτορα. Στις 22 Ιανουαρίου του 565, και ενώ τελούσε τη λειτουργία για την εορτή του Αγίου Τιμοθέου, στρατιώτες τον συνέλαβαν.
Κατόπιν αυτού καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αρχικά στην Πρίγκηπο και κατόπιν στην Αμάσεια του Πόντου. Μετά το θάνατο του διαδόχου του, Πατριάρχη Ιωάννη του Σχολαστικού, ο νέος Αυτοκράτορας Ιουστίνος Β' κάλεσε ξανά στο θρόνο τον Ευτύχιο, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έτυχε λαμπρής υποδοχής και ανέλαβε και πάλι τον Οκτώβριο του 577.
Προς τα τέλη της ζωής του, φαίνεται να είχε υιοθετήσει τη γνώμη ότι μετά την ανάσταση των νεκρών, αυτοί θα έχουν σώμα άυλο, λεπτότερο από τον αέρα. Ο μετέπειτα Πάπας Γρηγόριος Α΄, τότε αποκρισάριος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αντέδρασε στην άποψη αυτή, επικαλούμενος χωρίο από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο[1]. Ο Αυτοκράτορας Τιβέριος Β' ανέλαβε μεσολαβητική προσπάθεια.
Ο Πατριάρχης Ευτύχιος εκοιμήθη ειρηνικά την Κυριακή του Θωμά, 5 Απριλίου του έτους 582. Αυτόπτες φίλοι του είπαν ότι λίγα λεπτά πριν πεθάνει, άγγιξε το δέρμα του χεριού του και είπε «Ομολογώ ότι σε αυτή τη σάρκα θα αναστηθούμε». Ετάφη κάτω από τη βάση της Αγίας Τράπεζας του Ναού των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στα λείψανα του Αποστόλου Ανδρέα, του Ευαγγελιστή Λουκά και του Αγίου Τιμοθέου. Η κάρα του βρίσκεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 6 Απριλίου.
Παραπομπές
1. ↑ Λουκ. κδ' 39
Πηγές
* Οικουμενικό Πατριαρχείο
* Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (Αγγλικά)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License