.
Ο Παναγιώτης Πιπινέλης (21 Μαρτίου 1899 - 19 Ιουλίου 1970)[2] ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας. Διατέλεσε βουλευτής της ΕΡΕ και υπουργός. Από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 1963 χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας σε «πολιτικο-υπηρεσιακή» κυβέρνηση, η οποία εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω των πιέσεων του Γεωργίου Παπανδρέου και της δυναμικής του Ανένδοτου Αγώνα.[3]
Μετά την 21η Απριλίου 1967 συνεργάστηκε με την δικτατορία, αναλαμβάνοντας υπουργός Εξωτερικών από τον Νοέμβριο του 1967 ως τον θάνατό του.
Εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελευθερία» αναγγέλλει την φυγή του Καραμανλή και την Κυβέρνηση Πιπινέλη
Κόλλια), θέση που κράτησε και στην κυβέρνηση του ίδιου του Γ. Παπαδόπουλου έως το 1970 που πέθανε.
Πρώτα χρόνια
Ο Παναγιώτης Πιπινέλης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1899 στον Πειραιά. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από την Κύμη της Εύβοιας και πολλά μέλη της είχαν διακριθεί στην ναυτιλία και το εμπόριο. Ο πατέρας του, Νικόλαος Πιπινέλης, ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου εμπορικού οίκου εισαγωγών και εξαγωγών και το πατρικό σπίτι του βρισκόταν στην Ακτή Μουτσοπούλου, σε μέγαρο όπου αργότερα στεγάστηκε με ενοίκιο το
Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Ζυρίχης στην Ελβετία και του Φράϊμπουργκ στην Γερμανία.
Διπλωματική σταδιοδρομία
Το 1922 εισήλθε στο Διπλωματικό Σώμα, σε ηλικία 23 ετών. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στο Παρίσι (1927-28), στα Τίρανα (1928-29) και στην μόνιμη ελληνική αντιπροσωπεία στην Κοινωνία των Εθνών (1931-32). Το 1933 ανέλαβε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του υπουργού Εξωτερικών Δημητρίου Μάξιμου στην κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Παναγή Τσαλδάρη, έως το 1935.
Στη συνέχεια διατέλεσε πρέσβης στην Βουδαπέστη (1936-40) και ακολούθως στην Σόφια (1940-41) μέχρι την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα όπου επέστρεψε στην Αθήνα ακολουθώντας την κυβέρνηση Τσουδερού στη Κρήτη και από εκεί στην Μέση Ανατολή και την Αγγλία. Τότε τοποθετήθηκε για μερικούς μήνες στην πρεσβεία της Μόσχας (1941-42) και στη συνέχεια επέστρεψε στο Λονδίνο όπου και υπηρέτησε στα ανώτατα συμμαχικά όργανα. Τον Ιούνιο του 1945 ανέλαβε διευθυντής του Πολιτικού Οίκου του βασιλιά Γεωργίου Β΄.
Από τον Ιούνιο του 1947 έως τον Νοέμβριο του 1948 χρημάτισε υφυπουργός Εξωτερικών, και αργότερα υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη το 1950. Το 1952 ανέλαβε μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ αλλά έναν χρόνο μετά, το 1953, παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα.
Πολιτική σταδιοδρομία
Μετά την παραίτησή του από το διπλωματικό σώμα τον Μάιο του 1953, αναμείχθηκε με την πολιτική αρχικά με τον Ελληνικό Συναγερμό και στη συνέχεια με την ΕΡΕ. Το 1958 και το 1961 ήταν υποψήφιος βουλευτής Αθηνών, αλλά απέτυχε να εκλεγεί και τις δύο φορές. Παρ' όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον διόρισε υπουργό Εμπορίου τον Νοέμβριο του 1961, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1963
Μετά την παραίτηση του Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963, έλαβε εντολή από τον βασιλιά Παύλο και στις 19 Ιουνίου σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, αποσπώντας ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Στις 5 Ιουλίου δέχθηκε τον υπουργό Εξωτερικών της Εθνικιστικής Κίνας (Ταϊβάν) Σεν Σανγκ Χουάν, ο οποίος συνοδευόταν από τον πρεσβευτή της χώρας του στην Αθήνα.[4]
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1963, ύστερα από έντονες πιέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου στον βασιλιά, ο Πιπινέλης εξανγκάστηκε σε παραίτηση και παρέδωσε στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Μαυρομιχάλη.[5]
Στις εκλογές του 1963 και του 1964, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών της ΕΡΕ. Στις 3 Απριλίου του 1967 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον διόρισε υπουργό Συντονισμού στη κυβέρνησή του, θέση που διατήρησε για 18 ημέρες, λόγω της επιβολής της χούντας στις 21 Απριλίου του 1967.
Στις 20 Νοεμβρίου του 1967 διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη χουντική κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια, θέση που διατήρησε και στην κυβέρνηση του ίδιου του Γεωργίου Παπαδόπουλου μέχρι τον θάνατό του (19 Ιουλίου 1970) από καρκίνο. Την εξωτερική πολιτική της δικτατορίας ανέλαβε στη συνέχεια ο ίδιος ο αρχηγός της, Γεώργιος Παπαδόπουλος.[6]
Πολιτικές θέσεις
Ο Παναγιώτης Πιπινέλης διατηρούσε στενές σχέσεις με την βασιλική οικογένεια, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πλέον ένθερμους «Ατλαντιστές» Έλληνες πολιτικούς.[7] Μετά την απελευθέρωση, το 1946, πρωτοστάτησε στην παλινόρθωση της Βασιλείας στην Ελλάδα με την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ (άλλωστε, διατέλεσε και διευθυντής του Πολιτικού Οίκου του βασιλιά).[8] Υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες στις συνομιλίες για το σχέδιο Μάρσαλ, ενώ συμμετείχε συχνά στις συνεδριάσεις της πολυσυζητημένης Λέσχης Μπίλντερμπεργκ.[7]
Μετά την φυγή του Κ. Καραμανλή, μέσα στο κόμμα της ΕΡΕ έξι προσωπικότητες άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους υπό διαφορετικές συνθήκες.[9] Μεταξύ αυτών ήταν ο Παναγιώτης Πιπινέλης και ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ροδόπουλος που επιζητούσαν «κοινοβουλευτική εκτροπή», ή «αντικοινοβουλευτική λύση» της πολιτικής κρίσης[10] που είχε επέλθει το 1965, μετά την Αποστασία και την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ειδικότερα, ήδη από το 1964 ο Πιπινέλης πίστευε ότι έπρεπε «πάση θυσία» να εμποδιστεί ενδεχόμενη άνοδος στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου.[11]
Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συνεδρίασε το διήμερο 1 - 2 Σεπτεμβρίου 1965, στο οποίο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρατηρώντας ότι «είμεθα στο όριο των καιρών» είχε αποδεχθεί την άμεση προκήρυξη εκλογών μέσα σε 45 ημέρες όπως ζητούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Πιπινέλης που συμμετείχε (ως πρώην πρωθυπουργός), είχε διαφωνήσει έντονα με τον κομματικό αρχηγό του, υποστηρίζοντας ότι η διενέργεια εκλογών την περίοδο εκείνη ήταν αδύνατη διότι «ενθύμιζε εκείνα που συνέβησαν εις την Πράγαν ολίγους μήνας προ του Φεβρουαρίου του 1948» (τότε που οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στην Τσεχοσλοβακία).[12]
Αλλά και αργότερα όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου τον Δεκέμβριο του 1966 μετά από συμφωνία Παπανδρέου - Κανελλόπουλου, ο Πιπινέλης σε ομιλία του στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΕΡΕ στις 23 Δεκεμβρίου του 1966, χαρακτήριζε ανίκανη τη νέα κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει «την επαναστατικήν διαδικασίαν την οποίαν εξαπέλυαν τα κηρύγματα του κυρίου Παπανδρέου». Ακολουθώντας δε την ίδια πορεία συμπλήρωνε τότε και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος σε επιστολές του «...αυτές οι εκλογές θα οδηγήσουν σε κατάλυση του ελεύθερου πολιτεύματος».[13]
Τιμές
Ο Π. Πιπινέλης τιμήθηκε από τρεις βασιλείς, με τον Μεγαλόσταυρο Γεωργίου του Α΄ και του Φοίνικα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος καθώς και με ένα πολύ μεγάλο αριθμό ξένων παρασήμων, πολιτικών, στρατιωτικών, καθώς και θρησκευτικών (Πατριαρχείων).
Συγγραφικό έργο
Ο Π. Πιπινέλης υπήρξε ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού «Πολιτικά Φύλλα» το 1954. Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:
«Die sozialpolitische und staatsrechtliche Stellung des Konigtums in Griechenland» (1920),
«Πολιτική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» 1928,
«Η Μοναρχία εν Ελλάδι» 1932,
«Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, 1923-1941» 1948,
«Γεώργιος Β΄» 1952,
«Απομνημονεύματα» 1958,
«Το Στέμμα εις το πλαίσιον των δημοκρατικών θεσμών» 1960
«Περισσότερον φως» 1961.
«Europe and the Albanian Question», Νέα Υόρκη (χωρίς χρονολογία).
Εκτός των παραπάνω ο Π. Πιπινέλης έγραψε μεγάλο αριθμό μονογραφιών επί θεμάτων που αφορούσαν διεθνείς σχέσεις, όπως για τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, το Αιγαίο, το Αλβανικό ζήτημα, τη Δυτική Θράκη, τις ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις κ.ά.
Παραπομπές
Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2019.
Νίκος Μακρυγιάννης, Οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδος 1843-1979, 1979, σελίδα 306
[http://www.kathimerini.gr/856203/article/epikairothta/ellada/oi-ekloges-ths-3hs-noemvrioy-1963 Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ]
Ιστορικό Λεύκωμα 1963, σελ. 86-87, Καθημερινή (1997)
Ιστορικό Λεύκωμα 1963, σελ. 86-87, Καθημερινή (1997)
Ο Χ. Τάσκα έρχεται, ο Κ. Τσαλδάρης και ο Π. Πιπινέλης φεύγουν, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 94, Καθημερινή (1998)
Το κλαμπ των ελίτ και οι θεωρίες συνωμοσίας
"ΕΡΕ" Ιστορικά (περιοδικό Ελευθεροτυπίας) τ.297 (4-8-2005), σελ.32.
Τα πρόσωπα αυτά ήταν ο επί 10ετία πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, ο βουλευτής Αθηνών Παναγιώτης Πιπινέλης, ο βουλευτής Κορινθίας Παναγής Παπαληγούρας, ο βουλευτής Ιωαννίνων Ευάγγελος Αβέρωφ, ο βουλευτής Φθιώτιδας Λάμπρος Ευταξίας και ο βουλευτής Φλώρινας Τάκος Μακρής (Ε Ιστορικά τ. 297, σελ.20)
Για την κρίση της εποχής εκείνης δείτε Η. Ηλιού «Η Κρίση εξουσίας», Εκδ. Θεμέλιο Αθήνα 1966
«Ε» Ιστορικά τεύχος 297, σελ.20
Τα Πρακτικά του Συμβουλίου δημοσιεύτηκαν, περιλαμβάνονται και στο βιβλίο του Περικλή Ροδάκη «Οι δίκες της Χούντας» Αθήναι 1975 τόμος 4ος, σελ. 1742-1825.
Επιστολή προς Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 1967. Περιλαμβάνεται στο υπό Κ. Σβολόπουλου "Κ. Καραμανλής - Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα" τομ.6ος, σελ.275
Πηγές
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica τομ.49ος, σελ.242.
Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια του Νεωτέρου Ελληνισμού 1830-2010 - Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας, Εκδόσεις Μέτρον, τόμος Γ΄.
"ΕΡΕ" Ιστορικά (περιοδικό Ελευθεροτυπίας) τ.297 (4-8-2005)
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.98
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License