.
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (Ελευσίνα 1878 - 27 Φεβρουαρίου 1952 Κηφισιά Αθήνας) ήταν Έλληνας αξιωματικός του στρατού και πολιτικός. Συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στους Βαλκανικούς πολέμους, στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, στην Μικρασιατική εκστρατεία, στην επανάσταση του 1922 ενώ απο το 1925, με το Κίνημα της 25ης Ιουνίου ανέλαβε την πρωθυπουργία, ουσιαστικά ως δικτάτορας και στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένοντας στην εξουσία μέχρι το 1926, οπότε και ανατράπηκε. Απο το 1926 μέχρι τον θανατό του το 1952 αποσύρθηκε, με μερικά μικρά διαλείμματα, απο την πολιτική ζωή του τόπου. Εγγονός του είναι ο πολιτικός Θεόδωρος Πάγκαλος.
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (1920)
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε το 1878 στην Ελευσίνα και ήταν το πρώτο παιδί[i] του γυναικολόγου και πολιτευτή Δημητρίου Πάγκαλου και της Κατίγκως Χατζημελέτη, κόρη αρχοντικής οικογένειας[ii] της Ελευσίνας με αρβανίτικη καταγωγή. Η οικογένεια Πάγκαλου καταγόταν απο την Μικρά Ασία και εμφανίζεται ήδη απο τα βυζαντινά χρόνια. Ανάδοχος του Θεοδώρου ήταν ο στρατηγός και μακρινός συγγενής του Τιμολέοντας Βάσος - Μαυροβουνιώτης. Ο πατέρας του, Δημήτριος, ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Τρικουπικό κόμμα στις εκλογές του 1895, όταν και ο Χαρίλαος Τρικούπης καταποντίστηκε παρασέρνοντας βέβαια και τον ίδιο τον Πάγκαλο.
Το 1895, έκανε αίτηση για την σχολή ναυτικών δοκίμων, απο την οποία απορρίφθηκε. Τελικά κατέληξε να σπουδάζει στην ιατρική σχολή, λογικά λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, την οποία όμως παράτησε δύο χρόνια αργότερα για να εισαχθεί στην στρατιωτική σχολή Ευελπίδων.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Θεόδωρος Πάγκαλος τον παρακολούθησε ως πρωτοετής της σχολής Ευελπίδων. Τα συναισθήματα τα οποία ένιωσε μετα την ήττα της Ελλάδας περιγράφονται στα απομνημονευματά του και είναι τα ίδια με την πλειονότητα των άλλων αξιωματικών. Υπεύθυνοι για την ήττα σύμφωνα με τον Πάγκαλο ήταν οι πολιτικοί αλλά και ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Η πορεία του Πάγκαλου στην Ευελπίδων ήταν αρκετά αξιόλογη. Αρχηγός στην τάξη του όλες τις χρονιές με συμμαθητές όπως τον Αλέξανδρο Οθωναίο, πρίγκιπα Ανδρέα, Μαργαρίτη κ.α. Μάλιστα το 1899 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του συνταγματάρχη Ζορμπά, διοικητή της σχολής Ευελπίδων, και της βασιλικής Αυλής εξαιτίας της προαγωγής του Πάγκαλου σε επιλοχία σε αντίθεση με τον συμμαθητή του πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος έμεινε στο ίδιο βαθμό. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε απο την σχολή Ευελπίδων πρώτος στην τάξη του με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.[1]
Τον Οκτώβριο του 1908 στο σπίτι του Παγκάλου συγκεντρώθηκαν οι Πάσσαρης, Σιώχας, Γεωργακόπουλος, Σάρρος, Ψύχας, Πανάς, Κατσούλης, Φαληρέας, Καθενιώτης και Χατζημιχάλης για να συζητήσουν για την δημιουργία για τα προβλήματα του στρατού και της χώρας. Στο τέλος αυτής της συνάντησης ιδρύεται ένας στρατιωτικός σύνδεσμος, το οποίο θα αποτελέσει την βάση του κινήματος στο Γουδί. Εκείνη την εποχή ο Θεόδωρος Πάγκαλος υπηρετούσε στο 2ο λόχο του 7ου συντάγματος πεζικού υπο τον Σάρρο. Μέχρι το 1909 στην οργάνωση είχαν ενταχθεί και ανώτεροι αξιωματικοί όπως οι Νικόλαος Ζορμπάς, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, εγγονός του ομώνυμου οπλαρχηγού του 21΄, Γεώργιος Κονδύλης κ.α. Πολλές απο τις συνεδριάσεις του στρατιωτικού συνδέσμου πραγματοποιούντουσαν στο σπίτι του Πάγκαλου, στην Αριστοτέλους 37 ή σε αυτό στην Ελευσίνα.
Στις 14 Αυγούστου ο Πάγκαλος απελευθέρωσε με την βία αξιωματικούς του στρατού που κρατούνταν φυλακισμένοι λόγω της τότε πολιτικής κατάστασης. Η αποστολή πέτυχε και ο Πάγκαλος με τους συνεργάτες του και τους δραπέτες κατέφυγε στο σπίτι Παπαμαλέκου στην Καστέλλα. Το πρωί όλοι μαζί πήγαν στο Γουδί, όπου είχε δοθεί εντολή να ξεκινήσει η επανάσταση. Το ίδιο πρωί συνέβη ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Πάγκαλο και τον Παπούλα αρκετά παράξενο αν σκεφτεί κανείς την διαφορά στην ιεραρχία που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι δύο. Ο Παπούλας μαζί με τον Σπυρίδωνα Μερκούρη έφτασαν νωρίς το πρωί ως απεσταλμένοι του Ράλλη για να διαπραγματευτούν. Τότε ένας στρατιώτης ρώτησε τον Πάγκαλο αν θα έπρεπε να πάρουν εκτος απο τα όπλα και το σπαθί του Παπούλα. Τότε ο Πάγκαλος απάντησε: «Όχι ας το κρατήσει όπως ο Ναπολέων στο Σεντάν». Το επεισόδιο δεν είχε συνέχεια.
Το Ιανουάριο του 1910 ο Πάγκαλος αντικατέστησε τον ανθυπολοχαγό Λιδωρίκη στην θέση του γραμματέα στην διοικητική επιτροπή του στρατιωτικού συνδέσμου. Αξίζει να σημειωθεί οτι ήταν απο τους πρώτους που υποστήριξαν τον ερχομό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τον Μάρτιο του 1910 και μετά την ανάληψη της εξουσίας απο τον Βενιζέλο, ο στρατιωτικός σύνδεσμος διαλύθηκε.
Το 1911 εισάχθηκε στη σχολή πολέμου και στη συνέχεια στάλθηκε για σπουδές μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς στο Παρίσι και συγκεκριμένα στην Γαλλική ακαδημία πολέμου.[2] Το 1912 τον βρίσκει διοικητή του λόχου του 7ου συντάγματος πεζικού. Με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στέλνεται στο Ναύπλιο και λίγο αργότερα στη Λάρισα. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στην μάχη των Γιαννιτσών στις 19 & 20 Οκτωβρίου του 1912. Ήταν απο τους πρώτους που μπήκε στη Θεσσαλονίκη, απο την οποία όμως αναχώρησε λίγο μετά με το 18ο σύνταγμα πεζικού. Στις 24 Νοεμβρίου καταλαμβάνει τη Φλώρινα και επτά μέρες αργότερα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Απο εκεί φεύγει για το οχυρό του Μπιζανίου, το οποίο όπως εξομολογείται στα απομνημονευματά του δεν θα καταλαμβανόταν χωρίς την συμβολή του Ιωάννη Μεταξά. Τον Μάρτιο του 1913 επιστρέφει μαζί με όλα τα άλλα τάγματα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί και αφού οι πολεμικές συγκρούσεις σταματάνε πετυχαίνει να πάρει ολιγοήμερη άδεια για να επισκεφθεί την οικογένειά του. Στην Αθήνα έρχεται σε επαφή με τον Βενιζέλο, με το οποίο συζητά θέματα πολεμικής φύσεως.
Στις 16 Ιουνίου 1913 ξεσπάει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας. Συμμετείχε στη μάχη του Λαχανά, όπου μάλιστα εν μέσω εχθρικών πυρών οδήγησε τις πυροβολαχίες μέσα απο τη περιοχή των συγκρούσεων με ελάχιστες απώλειες. Τις επόμενες μέρες θα αναλάβει το 9ο ευζωνικό τάγμα το οποίο και θα το οδηγήσει στο Μπέλες, όπου διεξήχθη νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό μάχη. Στις 27 Ιουνίου καταλαμβάνει το Σιδηρόκαστρο και στις 10 Αυγούστου ο σύντομος αυτός πόλεμος έληξε. Ο Πάγκαλος λόγω των διαφωνιών που αντιμετώπιζε με τον Χατζανέστη μετατέθηκε στο 1/38 τάγμα ως υπασπιστής.
Το Φθινόπωρο του 1914 αναχωρεί για την Γαλλία, για να σπουδάσει στην Ανώτατη σχολή πολέμου μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, όταν και εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε επιτελάρχης της 8ης μεραρχίας στην Πρέβεζα. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε στην 4η μεραρχία Ναυπλίου. Το Καλοκαίρι του 1916 θα είναι καθοριστικό για την πολιτική ζωή του τόπου. Ο Πάγκαλος μαζί με τον Φικιώρη συστήνουν κρυφή ομάδα αξιωματικών με σκοπό την είσοδο της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου είχαν μυηθεί πάνω απο 60 αξιωματικοί του στρατού. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης ξεσπά και αμέσως η ομάδα Πάγκαλου σπεύδει να το ενισχύσει.
Στις 12 Σεπτεμβρίου αναχωρεί μαζί με άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς με πλοίο απο τον Πειραιά και εγκαθίσταται στη Μυτιλήνη, όπου διορίζεται απο την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης διοικητής Αιγαίου. Στη συνέχεια διορίζεται στρατιωτικός διοικητής του Ηρακλείου και τον Μάρτιο του 1917 προάγεται σε αντισυνταγματάρχη αναλαμβάνοντας παράλληλα την διοίκηση του 9ου Συντάγματος.
Ο στρατηγός Νίδερ και, αριστερά του, ο συνταγματάρχης Θεόδωρος Πάγκαλος σε παρατηρητήριο κοντά στο Στρυμόνα ποταμό.
Με το 9ο σύνταγμα εισέρχεται στην Αθήνα και εγκαθίσταται στο στρατώνα του Ρουφ αμέσως μετά την έξωση του Κωνσταντίνου. Στις 15 Μαρτίου του 1917 ο Πάγκαλος έχοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του Βενιζέλου γίνεται προσωπάρχης του υπουργείου στρατιωτικών, το χαρτουφυλάκειο του οποίου είχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Κατα τη διάρκεια της θητείας του δημιουργήθηκε παρεξήγηση με τον βασιλιά Αλέξανδρο, η οποία όμως έληξε. Ο Πάγκαλος ήταν ο κύριος εισηγητής και εκτελεστής του νόμου με τον οποίο όλοι οι λιποτάκτες θα έπρεπε εντος 48ωρου να επιστρέψουν στις θέσεις τους αλλιώς θα εκτελούνταν, νόμο που αργότερα ο Βενιζέλος πήρε πίσω. Στις 18 Ιανουαρίου του 1918 παύθηκε απο την θέση του προσωπάρχη. Λίγες μέρες αργότερα μετατέθηκε στη μεραρχία Σερρών και τον Μάϊο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής της 1ης μεραρχίας.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε διάφορες μάχες για τις οποίες τιμήθηκε με εύφημη μνεία και πολεμικό σταυρό. Απότοκος όλων αυτών των διακρίσεων ήταν και η επιλογή του απο τον αρχιστράτηγο του στρατού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο ως γενικό επιτελάρχη της στρατιάς.
Τον Μάϊο του 1919 αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε εκεί ως αρχηγός του επιτελείου. Οι συγκρούσεις του με τον Στεργιάδη, αρμοστή της Σμύρνης, ήταν αρκετές με αποτέλεσμα να προταθεί απο αυτόν και τον Παρασκευόπουλο η αντικαταστασή του. Ο Πάγκαλος εκείνη την εποχή αναχώρησε για το Παρίσι για κατ'ιδίαν συζητήσεις με τον Βενιζέλο και τους Ευρωπαίους στρατηγούς. Η καλή συνεργασία που είχαν είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του στην θέση του αρχηγού του επιτελείου.
Χάρις την εξυπνάδα του ο ελληνικός στρατός προέλασε στην Μικρά Ασία και μάλιστα έφτασε να καταλάβει την Προύσα και να σώσει τους Άγγλους στρατιώτες που βρισκόντουσαν σε δεινή θέση. Η κίνηση αυτή όμως εξόργισε τον Βενιζέλο αφού η Προύσα δεν εντασσόταν στο σχέδιο δράσης. Στις 22 Αυγούστου του 1920 και ύστερα απο διαμάχη του Βενιζέλου με τον Παρασκευόπουλο λόγω της κατάληψης της Προύσας, ο δεύτερος παραιτείται. Ο Πάγκαλος παρών στο επεισόδιο δηλώνει και αυτός την παραιτησή του. Τελικά δεν γίνονται δεκτές. Τις επόμενες μέρες ο Πάγκαλος προάγεται σε υποστράτηγο.
Με την άνοδο φιλοβασιλικής κυβέρνησης ο Πάγκαλος ανακαλείται απο το μέτωπο και αποστρατεύεται τον Νοέμβριο του 1920. Μέχρι τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής ο Πάγκαλος είχε αποσυρθεί στην Ελευσίνα απ'όπου παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, παράλληλα με το στρατιωτικό κίνημα της Χίου, ο Πάγκαλος έχοντας συστήσει απο καιρό μια ομάδα αξιωματικών σχηματίζει την επιτροπή Αθηνών, η οποία προχωρεί κατευθείαν σε συλλήψεις πολιτικών και απελευθερώσεις φιλελεύθερων προσωπικοτήτων. Με την έλευση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Φωκά-Γονατά, ο Πάγκαλος διορίζεται διοικητής της σχολής Ευελπίδων.
Στις 5 Οκτωβρίου συστήθηκε ανακριτική επιτροπή για την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με πρόεδρο τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Στην επιτροπή κατέθεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι και στις 24 Οκτωβρίου εκδόθηκε το πόρισμα αυτής με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες στους κατηγορουμένους. Στη συνέχεια συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, του οποίου τα μέλη, σε μεγάλο βαθμό, ορίστηκαν απο τον Πάγκαλο. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην ουσιαστική αθώωση του πρίγκιπα Ανδρέα, συμμαθητή του στη σχολή Ευελπίδων, τον οποίο μάλιστα συνόδευσε ο ίδιος στο Φάληρο απ'οπου αναχώρησε για το εξωτερικό. Εδώ αξίζει να συμπληρώσουμε έναν χαρακτηριστικό διάλογο μεταξύ των δύο κατα τη διάρκεια της Ανάκρισης. Στο ερώτημα του Πάγκαλου προς τον πρίγκιπα Ανδρέα αν έχει παιδιά, ο δεύτερος του απάντησε καταφατικά. Τότε ο Πάγκαλος αποκρίθηκε: «κρίμα που θα μείνουν ορφανά».[3]
Μετά απο χρόνια ο ίδιος ο Πάγκαλος δήλωσε οτι «οι έξι εκτελεστέντες υπήρξαν μοιραία κατ'ανάγκην θύματα στον βωμό της πατρίδας σε κρίσιμες στιγμές».[4]
Το θαύμα του Έβρου
Στις 14 Νοεμβρίου διορίστηκε υπουργός εξωτερικών στη κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη έχοντας έκτακτες εξουσίες. Για να διευκολυνθεί στο έργο του η κυβέρνηση κατόπιν βέβαια υποδειξεώς του εξέδοσε δύο νόμους σύμφωνα με τους οποίους, η κλοπή υλικού απο τον στρατό και η εκ δόλου έκδοση απαλλακτικού σε στρατιώτη απο αξιωματικό της υγειονομίας θα τιμωρείτο με εκτέλεση. Οι δύο αυτοί νόμου καθώς και οι φήμες περι δεκάδων εκτελέσεων που επίτηδες άφησε να διαρεύσουν ο ίδιος ο Πάγκαλος επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό την πειθαρχία στο καταπονημένο στράτευμα.
Σύντομα κατάφερε να μετατρέψει μια διασκορπισμένη μάζα στρατού με χαμηλό ηθικό σε ισχυρό και αξιόμαχο ετοιμοπόλεμο στρατό 115.000 ατόμων. Στην αντίθετη πλευρά ο τουρκικός στρατός της Θράκης δεν ήταν ικανός σε σχέση με αυτόν του Έβρου. Ο Πάγκαλος πίστευε οτι μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη αφού οι συνθήκες τον ευνοούσαν. Η ελληνική διπλωματία γνωρίζοντας το αξιόμαχο του στρατού χρησιμοποίησε αυτόν ως όπλο προκειμένου να συνθηκολογήσει με την Τουρκία. Πράγματι στις 24 Ιουλίου του 1923 υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάννης.
Η συνθηκολόγηση αυτή δεν ικανοποίησε τον Πάγκαλο αφού θεωρούσε οτι η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης δεν θα ήταν δύσκολη για έναν τέτοιο στρατό. Οι απόψεις του, οι οποίες αντιτίθετο με την επαναστατική κυβέρνηση επέφεραν σύγκρουση μεταξύ της επαναστατικής κυβέρνησης και του Πάγκαλου. Απότοκος αυτής ήταν η παραίτησή του απο την αρχιστρατηγία. Οι προτάσεις περι προσπάθειας πραξικοπήματος που του προτάθηκαν απορρίφθηκαν.
Πολιτική καριέρα
Μετα την παραίτησή του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναχώρησε για το εξωτερικό όπου επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ελβετία. Στη Βέρνη ήρθε μάλιστα σε επαφή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε στενή επαφή.
Το κύρος που είχε αποκτήσει ο Πάγκαλος καθώς και η μεγάλη απήχηση που είχε στους κύκλους των προσφύγων, τον οδήγησε στην απόφαση να συμμετάσχει στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923. Πριν απο αυτές όμως θα λάβει ενεργό συμμετοχή στην κατάπνιξη του κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Το χρονικό διάστημα απο το κίνημα μέχρι τις εκλογές ο Πάγκαλος με συνεχείς δηλώσεις και άρθρα προσπαθεί να συσπειρώσει τον δημοκρατικό κόσμο και παράλληλα να πετύχει την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για τον καθορισμό του πολιτειακού καθεστώτος.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1923 το κόμμα των Φιλελευθέρων κερδίζει τις εκλογές. Ο ίδιος ο Πάγκαλος εκλέγεται έχοντας μάλιστα δική του κοινοβουλευτική ομάδα δεκαπέντε βουλευτών. Οι διαμάχες εντός και εκτός της Βουλής με φόντο το πολιτειακό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και οτι ο Βενιζέλος είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1924 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του Πάγκαλου και το βουλευτή Άρτας Τζώνη, όταν ο δεύτερος επιτέθηκε στον πρώτο στο προαύλιο της βουλής.
Σε μια κατάσταση έντονων πολιτικών συγκρούσεων ο δημοκρατικός συνασπισμός διαλύεται. Ο Βενιζέλος παραιτείται απο πρωθυπουργός ενώ ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος τον έχει αντικαταστήσει, πράττει το ίδιο λίγες εβδομάδες μετά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγείται πια του κόμματος των Δημοκρατικών Φιλελευθέρων. Στις 24 Μαρτίου η κυβέρνηση Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανακηρύσσει την Δημοκρατία, η οποία θα επικυρωνόταν λίγες μέρες αργότερα με δημοψήφισμα, και στις 31 Μαρτίου ο Πάγκαλος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκειο του υπουργείου εννόμου τάξεως.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους αναλαμβάνει και το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 19 Ιουλίου όμως η κυβέρνηση παραιτείται και εντολή σχηματισμού παίρνει ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται μέχρι και το τέλος του χρόνου. Απο τα τέλη του 1924 η φήμη περι ανατροπής της κυβέρνησης απο τον Πάγκαλο έχει κυκλοφορήσει. Ήδη αρκετοί στρατιωτικοί του έχουν φανερώσει την υποστήριξή τους. Οι απεργίες καθώς και οι προκλήσεις της Τουρκίας επιδεινώνουν και άλλο το σκηνικό. Η κυβερνητική διαφθορά, η καθυστέρηση της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης και η κυβερνητική αστάθεια έχουν διαμορφώσει κατάλληλο σκηνικό για μια επικείμενη επιβολη δικτατορίας.
Αξιωματικοί απο την Μακεδονία όπως ο Αλέξανδρος Οθωναίος κ.α. έχουν ήδη αρχίσει να οργανώνονται. Χαρακτηριστική και η συζήτηση του Γόντικα με τον Πάγκαλο. «Αλήθεια Θόδωρε θα κάμης κίνημας;» ρωτάει ο Γόντικας, υπουργός των στρατιωτικών, για να εισπράξει την απάντηση του Πάγκαλου: «Και βέβαια θα κάμω κίνημα. Θα σας φοβηθώ;».
Κίνημα της 25ης Ιουνίου 1925
Το βράδυ της 24ης Ιουνίου, ο Πάγκαλος πληροφορείτει οτι επίκειται σύλληψής του. Αμέσως διατάζει τους μυημένους αξιωματικούς να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο, το οποίο λειτουργούσε και ως φυλακή, εκδηλώνεται αρχικά το κίνημα. Στη Θεσσαλονίκη ο στόλος θα προσχωρήσει στο κίνημα ενώ το Αβερωφ θα καταληφθεί απο μυημένους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού. Στη συνέχεια ακολουθεί και η Καβάλα. Σύντομα η Θράκη και η Μακεδονία ελέγχεται απο τους κινηματίες.
Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος συγκαλεί σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς Καφαντάρη και Κονδύλη. Ακολουθεί νέα σύσκεψη υπο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Ο Μιχαλακόπουλος δεν φαίνεται διατεθειμένος να παραιτηθεί αλλά ζητάει την συμμετοχή του Καφαντάρη και του Κονδύλη στην κυβέρνηση. Και οι δύο αρνούνται. Ο Μιχαλακόπουλος παραιτείται. Στις 10 π.μ. της 25ης Ιουνίου ο Θεόδωρος Πάγκαλος στέλνει τελεσίγραφο στον πρόεδρο της δημοκρατίας με το οποίο ζητάει την παραίτηση της κυβέρνησης. Η χλιαρή στάση που επέδειξε ο Μιχαλακόπουλος ήταν καθοριστική για την επιτυχία του κινήματος.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ύστερα απο σύσκεψη μεταξύ του προέδρου της δημοκρατίας κ.α., παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και κατευθύνεται στο στρατόπεδο Ρουφ για να συναντήσει τον Πάγκαλο. Ο Πάγκαλος αρχικά φάνηκε διατεθειμένος να πάρει μέρος στην κυβέρνηση αλλά στη συνέχεια, και αφού έχει βεβαιωθεί οτι το κίνημα έχει επικρατήσει, του διαμηνύσε οτι μόνο ως πρωθυπουργός θα έπαιρνε μέρος σε κυβέρνηση. Σε νέα συγκέντρωση που γίνεται ο Παπαναστασίου καταθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Έτσι ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία την 26η Ιουνίου του 1925. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο ίδιος κράτησε το υπουργείο στρατιωτικών. Στην βουλή παρουσιαστήκε ως πρωθυπουργός και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης απο όλους τους βουλευτές, πλην δεκατεσσάρων βουλευτών. Τα κόμματα Μιχαλακόπουλου και Καφαντάρη απείχαν. Με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1925 κατήργησε την βουλή με το αιτολογικό οτι είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έθνους. Οι πολιτικοί αρχηγοί πιστεύοντας στις δεσμεύσεις Πάγκαλου, του επέτρεψαν ουσιαστικά να αναλάβει αναίμακτα τα ηνία της χώρας.[5]
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκαν δημοτικές εκλογές. Στη Θεσσαλονίκη εξελέγη δήμαρχος ο Μηνάς Πατρίκιος, ο οποίος όμως καθαιρέθηκε με ειδικό νόμο επειδή είχε υποστηριχθεί απο την αριστερά και το Εργατικό Κέντρο της πόλης. Τον Δεκέμβριο οι εκλογές επαναλήφθηκαν, ο Πατρίκιος επανεξελέγη και ο Πάγκαλος μη θέλοντας να διώξει τον δήμαρχο, εξόρισε τους φίλα προσκείμενους δημοτικούς συμβούλους αντικαθιστώντας τους με δικούς του.[6]
Στις 3 Ιανουαρίου 1926 παραιτήθηκε ο ναύαρχος Χατζηκυριάκος απο το υπουργείο των ναυτικών, ένας απο τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Πάγκαλου. Τον Φεβρουάριο αποτράπηκε η πραγματοποίηση κινήματος απο τον Κονδύλη. Στις 15 Μαρτίου παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαιρεσίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Ο Πάγκαλος αμέσως προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου, προερχόμενου αυτή τη φορά απο τον λαό. Τα δημοκρατικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλευθούν αυτή την ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τον οποίο πρότειναν για την προεδρία, δεν είχα μεγάλη απήχηση στο λαό ενώ η αποχή που προκήρυξαν δεν είχε αντίκρισμα. Ο Πάγκαλος άνετα εκλέγεται πρόεδρος της Δημοκρατίας λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Έτσι στις 18 Απριλίου ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας διατηρώντας παράλληλα το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Στις 19 Ιουλίου του 1926 πρωθυπουργός διορίστηκε ο Αθανάσιος Ευταξίας. Για μια απο τις πράξεις που επικρήθηκε αλλά και σχολιάστηκε ειρωνικά ο Πάγκαλος απο τους σύγχρονους ιστορικούς ήταν η απονομή στον ευατό του του μεγαλοσταυρού του Σωτήρος.[7]
Εσωτερική πολιτική
Η δικτατορία Πάγκαλου έμεινε στην ιστορία κυρίως για δύο πράγματα όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, για την αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στις γυναίκες να φοράνε φούστες που απέχουν πάνω απο 30 πόντους απο το έδαφος και για τα σκάνδαλα, στα οποία αναμείχθηκαν μέλης της κυβέρνησης.
Στον οικονομικό τομέα, η δικτατορία Πάγκαλου αναγκάστηκε να συνάφθεί εσωτερικό δάνειο, διχοτωμώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ σημαντικό αν σκεφτούμε πόσοι πρόσφυγες στην Ελλάδα βρίσκοντουσαν εκείνη την εποχή.[8] Αυξημένο είναι και το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα καθώς και και πολλών ξένων εταιρειών όπως η αγγλική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού Πάουερ.
Η δικτατορία Πάγκαλου επιδόθηκε σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων καθώς και των κομμουνιστών. Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγονται οι Ιωάννης Μεταξάς, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου, Κύρος Κύρου, διευθυντής της Εστίας, Γεώργιος Βεντήρης, δημοσιογράφος κ.α. Κατα τη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύθηκε και η λειτουργία της εφημερίδας Καθημερινή και του Ριζοσπάστη. Επίσης είχε ιδρυθεί και ειδικό δικαστήριο, το οποίο είχε καταδικάσει σε θάνατο δια απαγχονισμού δύο καταχραστές αξιωματικούς, τους Δρακάτο και Ζαρειφόπουλο, οι οποίοι και κρεμάστηκαν στο Γουδί.
Στα θετικά της δικτατορίας είναι η ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών και η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου.
Εξωτερική πολιτική
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατα τη διάρκεια της εξουσίας του υιοθέτησε εθνικιστική ρητορεία δημιουργώντας συγκρούσεις με τα άλλα γειτονικά κράτη. Η εμμονή του στην ιδέα περι εκδίκησης των Τούρκων για την Μικρασιατική καταστροφή, τον οδήγησαν σε απαράδεκτα διπλωματικά λάθη.
Τον Οκτώβριο του 1926 δημιουργήθηκε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών σωμάτων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Πάγκαλος αμέσως διέταξε την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων όπως ήταν φυσικό αναχαιτίστηκε απο την Κοινωνία των Εθνών, η οποία με ψήφισμά της δικαίωσε την Βουλγαρία και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση 30 εκατομμύρια βουλγαρικά λέβα, δηλαδή 50 χιλιάδες χρυσές λίρες.[9] Το περιστατικό αυτό είναι χαρακτηριστικό της κακού χειρισμού της δικτατορίας Πάγκαλου στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και έμεινε στην ιστορία ως «Επεισόδιο του Πετριτσίου».
Το μεγαλύτερο όμως ατόπημα του Πάγκαλου ήταν η σύναψη συνθήκης με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία επισπεύθηκε προκειμένου να επικεντρωθούν τα επιτελεία του στρατού στην απειλή της Τουρκίας. Στις 17 Αυγούστου 1926 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών, για την οποία αντέδρασε όλος ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος. Υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας εκείνη την περίοδο ήταν ο Λουκάς Κανακάρης Ρούφος. Μεταξύ των άλλων η συνθήκη προέβλεπε την συγκυριαρχία της Γιουγκασλαβίας στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα Αξιού, την παραχώρηση του ελέγχου της σερβικής μονής στο Άγιο Όρος καθώς την μετατροπή της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής σε ελληνοσερβική, με την προυπόθεση όμως οτι οι υπάλληλοι θα μιλούσαν την σερβική γλώσσα. Η συνθήκη αυτή προξένησε επίσης έντονη δυσαρέσκεια και στους κύκλους των στρατιωτικών, δυσαρέσκεια η οποία θα φανεί στην πορεία. Μετα την πτώση του Πάγκαλου, η κυβέρνηση έσπευσε να ακυρώσει την συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών.
Ανατροπή
Ύστερα απο την ελληνογιουγκοσλαβική συνθήκη και το «Επεισόδιο του Πετριτσίου», το οποίο προκάλεσε οργή στους κύκλους των αξιωματικών και των πολιτικών, η θέση του Πάγκαλου ήταν δύσκολη. Επίσης οι συνεχής διώξεις των πολιτικών είχαν προκαλέσει δυσφορία στον λαό. Η απαξίωση του πολιτικού λόγου και των θεσμών, η αυθαιρεσία καθώς και η έλλειψη σεβασμού στην δημοκρατία επέφεραν την ανατροπή της δικτατορίας Πάγκαλου.[10]
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αν και γνώριζε για ύποπτες κινήσεις αξιωματικών δεν έδωσε σημασία, συνεχίζοντας την περιοδία του στην επαρχία όπου ετύγχανε ενθουσιώδης υποδοχής. Στις Σπέτσες τον βρήκε το κίνημα του Κονδύλη, ο οποίος σε συνεργασία με άλλους αξιωματικούς (Ντερτιλή, Κατσώτας, Κοκκαλάς) επιχείρησε να ανατρέψει τον Πάγκαλο.
Το βράδυ της 22ας Αυγούστου οι κινηματίες κατέλαβαν το υπουργείο στρατιωτικών και το φρουραρχείο ενώ στη συνέχεια όλα τα τάγματα προσχώρησαν στο κίνημα. Αμέσως στάλθηκαν 70 άντρες με ακτοπλοϊκό για να συλλάβουν τον Πάγκαλο που παραθέριζε στις Σπέτσες. Ο Πάγκαλος επιβιβάστηκε στο τορπιλοβόλο «Πέργαμος» και προσπάθησε να διαφύγει απο τον Ισθμό με σκοπό να ενωθεί με την μοίρα του πλοιάρχου Κολιαλέξη, ο οποίος βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Μην μπορώντας όμως να περάσει απο τον Ισθμό επιχείρησε να κάνει τον περίπλου της Πελοποννήσου. Το τορπιλοβόλο «Πέργαμος» παρα τους βομβαρδισμούς που δέχθηκε δεν παραδόθηκε και συνέχισε κανονικά την πορεία του. Όμως κοντά στα Κύθηρα το πολεμικό πλοίο «Λέων» πλεύρισε την Πέργαμο επιβιβάζωντας στρατιώτες. Μπροστά στο φάσμα της αιματοχυσίας και πληροφορούμενος παράλληλα την παραίτηση του Κολιαλέξη λόγω στάσης των πληρωμάτων μερικών πλοίων της μοίρας του, παραδόθηκε στους κινηματίες αντιλαμβανόμενος πια οτι όλα είχαν τελειώσει. Μετά την σύλληψή του αποβιβάστηκε στο Κερατσίνι όπου και οδηγήθηκε, ύστερα απο μερικές μερές, στις φυλακές Ιτζεντίν της Κρήτης.
Η κράτησή του δημιούργησε πολλές αντιδράσεις αφού δεν υπήρχαν επαρκείς κατηγορίες που να δικαιολογούν την παραμονή του στην φυλακή. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αναλάβει την εξουσία ο Πάγκαλος ήταν συνταγματικός, τουλάχιστον επιφανειακά, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Κονδύλη να προσπαθεί να τον επιβαρύνει με σκάνδαλα που συνέβησαν επι εξουσίας του όπως αυτό με το καζίνο Ελευσίνας, για την προμήθεια 512 γερμανικών αυτοκινήτων κ.α., κατηγορίες που αρνήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Ανακριτικού Συμβουλείου. Ο Πάγκαλος δεν προσήχθε σε δίκη και τελικά με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1928 της κυβέρνησης Βενιζέλου αποφυλακίστηκε. Αξίζει να σημειωθεί οτι το χρονικό όριο προφυλάκισης είχε παρέλθει και ουσιαστικά κρατείτο παράνομα.
Τα τελευταία χρόνια
Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε στις εκλογές της 23ης Αυγούστου 1928 ως αρχηγός της Εθνικής Ενώσεως αλλά απέτυχε να εκλεγεί. Στις 16 Μαΐου του 1929 συνελλήφθη πάλι για τα αδικήματα της δικτατορίας. Στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με εγγύηση και στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθει σε δίκη περι ευθύνης υπουργών, στην οποία και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για το σκάνδαλο του καζίνου της Ελευσίνας. Παράλληλα οι οπαδοί του Πάγκαλου στο στράτευμα εκτοπίστηκαν στην Μακεδονία.
Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνελλήφθει και φυλακίστηκε στις φυλακές Συγγρού για οργάνωση υποτιθέμενου πραξικοπήματος. Λίγους μήνες αργότερα αποφυλακίζεται και εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελευσίνα. Ένα χρόνο αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσία για το κίνημα του 1930 ενώ στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου εκτοπίστηκε στην Αιδηψό. Το 1935 έλαβε μέρος στις εκλογές ως επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος μόνο στην περιφέρεια Δράμας αλλά απέτυχε πάλι να εκλεγεί. Όλη αυτή την περίοδο ο ίδιος αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες.
Στις 19 Απριλίου 1941 προτάθηκε στον Βασιλιά Γεώργιο να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Πάγκαλο αλλά η πρόταση δεν καρποφόρησε. Κατα τη διάρκεια της κατοχής βοήθησε με διάφορους τρόπους την αντίσταση καθώς και διαφόρους συλληφθέντες Έλληνες αξιωματικούς, πολλούς απο τους οποίους έσωσε απο τουφεκισμό. Στις 16 Οκτωβρίου του ΄44 μέλη της ΕΑΜ αποπειράθηκαν να τον συλλάβουν αλλά η προσωπική του φρουτά τους εμπόδισε. Στις 26 του ίδιου μήνα συνελλήφθη απο την κυβέρνηση Παπανδρέου και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Δεκέμβριο του 1944 αποφυλακίστηκε.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1945 αθωώθηκε οριστικά με απαλλακτικό βούλευμα απο τις κατηγορίες που τον βάρυναν για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Η κατηγορία περι συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις στηριζόταν στο γεγονός οτι είχε συμμετάσχει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας επι κατοχής.[11] Στις εκλογές Μαρτίου του 1950 ο Πάγκαλος κατεβαίνει στις εκλογές ως επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος. Στις εκλογές το κόμμα του καταλαμβάνει πέντε έδρες, οι οποίες όμως κερδίθηκαν στην Ήπειρο με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην εκλεγεί.
Απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 1952 στην έπαυλή του στην Κηφισιά απο φυματίωση. Η κηδεία έγινε δημοσία δαπάνη.[12] Το 1950 είχαν εκδοθεί τα απομνημονεύματά του.
Προσωπική ζωή
Ήταν παντρεμένος[iii] απο το 1901 με την Αριάδνη Σκλιά-Σαχτούρη, κόρη Αιγυπτιώτη πολιτικού μηχανικού Υδραϊκής καταγωγής, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά:[13]
* τον Θησέα Πάγκαλο (1902-?), υποναύαρχο του πολεμικού ναυτικού
* τον Δημήτριο Πάγκαλο (1909-?)
* τον Γεώργιο Πάγκαλο (1914-?), αντιπτέραρχο της αεροπορίας και πατέρα του πολιτικού Θεόδωρου Πάγκαλου
* την Αμαλία Πάγκαλου, μετέπειτα σύζυγο του Γ. Δομεστίκου, διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Πάγκαλου
Σημειώσεις
i. ^ Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Γεώργιο και την Αθηνά, μετέπειτα σύζυγο Παπανικολάου. Ο Γεώργιος σταδιοδρόμισε ως αξιωματικός στην χωροφυλακή και μάλιστα διετέλεσε πρώτος διοικητής της σχολής χωροφυλακής.
ii. ^ Η Κατιγκώ Χατζημελέτη ήταν κόρη του Μελέτη Χατζημελέτη, πληρεξουσίου Μεγαρίδας στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, και της Βιρβιλή, κόρη του πλουσίου Αντώνη Βιρβιλή, στο σπίτι του οποίου πέθανε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Πατέρας του Μελέτη, ήταν ο Γιάννης Χατζημελέτης, πρόκριτος της Ελευσίνας, χρηματοδότης & υπαρχηγός του Καραϊσκάκη, ο οποίος διέθεσε όλη του την περιουσία στον αγώνα του 1821.[14]
iii. ^ Κουμπάρος στο γάμο ήταν ο στρατηγός Τιμολέων Βάσος - Μαυροβουνιώτης, ο οποίος ήταν και ανάδοχός του.
Παραπομπές
1. ↑ Ιστοσελίδα Σαν Σήμερα Βιογραφία Θεόδωρου Πάγκαλου
2. ↑ Ιστοσελίδα Σαν Σήμερα Βιογραφία Θεόδωρου Πάγκαλου
3. ↑ Εφημερίδα το Βήμα, Πρίγκιπας Ανδρέας
4. ↑ Ιωάννης Παπαφλωράτος, Περιοδικό Ιστορία:Η εκτέλεση των έξι, τεύχος 462 σελ. 51
5. ↑ Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, H δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου
6. ↑ Γεώργιος Αναστασιάδης, Ε΄ Ιστορικά: Οι δικτατορίες του 20ου αιώνα, τεύχος 130, σελ.41-42
7. ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, Τόμος Β΄, σελ.331, ISBN:960-600-525-9
8. ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, Τόμος Β΄, σελ.332, ISBN:960-600-525-9
9. ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, Τόμος Β΄, σελ.332, ISBN:960-600-525-9
10. ↑ Γεώργιος Αναστασιάδης, Ε΄ Ιστορικά: Οι δικτατορίες του 20ου αιώνα, τεύχος 130, σελ.43
11. ↑ Εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κατοχικές κυβερνήσεις - Τάγματα Ασφαλείας
12. ↑ Εφημερίδα Ελευθερία, Άρθρο: Κηδεύεται σήμερα ο Πάγκαλος, 28/2/1952
13. ↑ Γενεαλογικό Δέντρο οικογένειας Θ. Πάγκαλου [1]
14. ↑ Εφημερίδα Το Βήμα, Τα Ελευσίνια μυστήρια δύο υπουργών, 14 Σεπτεμβρίου 1997
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License