Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Κ.Π. Καβάφης , Che fece .... il gran rifiuto
Ο Ιωάννης (Μιχαήλ) Μεταξάς (Ιθάκη 12 Απριλίου 1871 - 29 Ιανουαρίου 1941 Αθήνα) ήταν Κεφαλλονίτης στρατιωτικός και στη συνέχεια πολιτικός. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Εθνικό διχασμό. Διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ήταν ο δημιουργός του δικτατορικού καθεστώτος της «4ης Αυγούστου» του 1936. Έμεινε στην ιστορία τόσο για την ηρωική στάση του απέναντι στις απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας το 1940 όσο και για την ταχεία πολεμική προπαρασκευή της Χώρας στον επερχόμενο διεθνή πόλεμο.
Πρώϊμα χρόνια
Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του ήταν έπαρχος [1]. Ήταν γόνος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων ενώ η οικογένεια του διατηρούσε[2] τον τίτλο του Κόμη. Είχε δύο αδέρφια, τον Κωνσταντίνο[3] και την Μαριάνθη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα παρ'ολες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλλονιά. Εκεί ο Μεταξάς γράφτηκε στο γυμνάσιο της πόλης απ'οπου και αποφοίτησε με επιτυχία. Απο τότε είχε φανεί η ιδιαίτερη κλίση που είχε στα μαθηματικά.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στην στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, επιλέγοντας το Σώμα Μηχανικών. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς[4]. Το 1890 εξήλθε από την σχολή ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Τον Σεπτέμβριο του 1892 μπήκε στην σχολή Μηχανικών Στρατού και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου. Εκεί ζούσε με την οικογένεια του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Το 1897 μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά. Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκει είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά. Η συμμετοχή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 τού δίδαξε πολλά και τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά. Το 1889 κέρδισε υποτροφία από τον Βασιλιά και έτσι συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από την οποία και αποφοίτησε, το 1902, με ιδιαίτερες διακρίσεις[5], δεχόμενος εμφανείς επιρροές από τον πρωσικό μιλιταρισμό. Επανερχόμενος στην Ελλάδα το 1903 τοποθετήθηκε στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση του στρατού. Εκεί συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δουσμάνη για την σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στην Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1906, προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β'. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς τού δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική. Το 1909 παντρεύτηκε την Λέλα Χατζηϊωάννου[6], η οποία τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Με την έκρηξη του στρατιωτικού κινήματος το 1909, οι επαναστάτες μετέθεσαν τον Μεταξά στη Λάρισα αφού ήταν γνωστός για τις σχέσεις του με την βασιλική οικογένεια[7]. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Την ίδια μέρα ο Ιωάννης Μεταξάς έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί[8] τον Βενιζέλο στο ξενοδοχείο που διέμενε. Όταν τον συνάντησε, ο Βενιζέλος του πρόσφερε την θέση του πρώτου υπασπιστού του. Έτσι ο Μεταξάς έγινε ο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε ο διορισμός του ως υπασπιστή και στρατιωτικού συμβούλου του Βενιζέλου.
Το 1912 λίγο πριν την έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Στις 5 Οκτωβρίου η συνθήκη είχε υπογραφεί. Μετά την υπογραφή της συνθήκης αναχώρησε για το Βελιγράδι και τέλος στις 17 Οκτωβρίου έφτασε στη Λάρισα όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ο εγκέφαλός του. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου ενώ μαζί με τον Δουσμάνη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Taksin πασά. Το σχετικό πρωτόκολλο υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου 1912 δια του οποίου παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός Taksin Χασάν Πασάς με όλο το σώμα στρατού που διοικούσε. Τον Δεκέμβριο του 1912 ο Μεταξάς μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του τότε Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ο Μεταξάς ανακλήθηκε από την κυβέρνηση και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα. Θεωρείται[9] ο εμπνευστής και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου[10], ενώ ήταν ο αντιπρόσωπος των Ελλήνων στην παράδοση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε διοικητής του επιτελείου. Από αυτή τη θέση πήρε μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο, μετά δε το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και ως διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε απο τον Βασιλιά με τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στον Εθνικό Διχασμό του 1915 Ο Ιωάννης Μεταξάς υποστήριζε τον Βασιλιά και συνεπώς την απόφαση του για ουδετερότητα. Αναγκαστικά λοιπόν ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Τον Φεβρουάριο του 1915 ύστερα απο την απόταξη του Δουσμάνη, προήχθη σε αναπληρωτή αρχηγό του Επιτελείου. Η απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου για ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων εξόργισε τον Μεταξά. Αμέσως υπέβαλλε την παραίτησή του (Μάρτιος 1915 ) στον Βενιζέλο με το αιτιολογικό ότι δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο και επομένως δεν μπορούσε να παραμείνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Στις 6 Οκτωβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος διώχθηκε από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ενώ ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 26 Μαΐου του 1916 οι δυνάμεις του Άξονα επιτέθηκαν εναντίον του οχυρού Ρουπέλ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Μεταξάς, ύστερα από πιέσεις στον Βασιλιά, έδωσε εντολή να παραδοθεί το οχυρό χωρίς αντίσταση. Για τη στάση του αυτή επικρίθηκε πολλές φορές και χαρακτηρίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «αρχιπροδότης». Στις 27 Ιουνίου, ύστερα απο τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης. Με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη σε συνταγματάρχη. Αμέσως μετά οι απόστρατοι οργανώθηκαν σε ομάδες εφέδρων και έγιναν γνωστοί ως «οι Επίστρατοι». Ανεπίσημος αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Οι επίστρατοι κατάφεραν με την χρήση της βίας να επιβληθούν στην πολιτική ζωή της χώρας. Από το 1916 έως το 1917 ασκούσαν ουσιαστικά την εξουσία. Η δράση τους όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1920 οπότε και επανήλθαν στην εξουσία οι Βασιλικοί.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς ανακλήθηκε στον στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως.
Ο Ι. Μεταξάς δέχεται τον χιτλερικού τύπου χαιρετισμό στίς σκάλες της Παλαιάς Βουλής ενώπιον μελών των Ταγμάτων Εργασίας και της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας. Στην πόρτα της στέκονται επίσης και χαιρετούν ναζιστικά ο τότε υπουργός διοικητής πρωτευούσης Κ. Κοτζιάς και ο πρώην υπουργός Τουρκοβασίλης.
Εξορία
Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των προστάτιδων δυνάμεων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο με τους ανεπιθύμητους Βασιλικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής καθώς και τον συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Στις 20 Ιουνίου του 1917 επιβιβάστηκε στο ελληνικό ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Στο ίδιο πλοίο επενέβαιναν οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου κ.α. Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, η οποία αποτελείτο από τη σύζυγο του και τις δύο τους κόρες. Κατέλυσαν στο Grand Hotel μαζί με άλλους σημαντικούς εξόριστους. Στην Κορσική ο Μεταξάς μάθαινε γαλλικά ενώ μάθαινε στις κόρες του ελληνικά με ένα αλφαβητάριο που είχε συντάξει ο ίδιος. Τα νέα περί ανακωχής των κεντρικών δυνάμεων ανησύχησαν τους εξόριστους. Λίγο αργότερα έφτασε η είδηση ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους Βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν. Αυτή η είδηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Μεταξά και τον ανάγκασε να σκεφτεί για πρώτη φορά την περίπτωση της απόδρασης.
Στους επόμενους μήνες που ακολούθησαν ο Μεταξάς ήρθε σε επαφή με ληστές, μασόνους και πολιτικούς προκειμένου να καταφέρει να βρει τρόπο διαφυγής. Αποφασίστηκε να κλέψουν το αυτοκίνητο του νομάρχη γιατί ήταν το μοναδικό το οποίο μπορούσε να κυκλοφορεί το βράδυ. Στο σχέδιο συμμετείχαν ο Δημήτριος Γούναρης και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου ενώ ο Ιωάννης Σαγιάς αρνήθηκε να συμμετάσχει. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1918 οι τρεις εξόριστοι έφυγαν κρυφά από το ξενοδοχείο αφού διένυσαν μεγάλη απόσταση και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία. Μετά την αποβίβαση τους και ύστερα από πολύωρη πεζοπορία κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Τελικά στις οκτώ το βράδυ οι τοπικές αστυνομικές αρχές κατέφθασαν στο ξενοδοχείο και συνέλαβαν τους φυγάδες. Η ιταλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοση τους στη Γαλλία. Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Ρώμη για να συναντήσει τον πρωθυπουργό σχετικά με τις εδαφικές απαιτήσεις της Ελλάδας, οπότε συζητήθηκε και το θέμα των φυγάδων. Παρόλες τις πιέσεις του, ο Ιταλός πρωθυπουργός αρνήθηκε να εκδώσει τους φυγάδες στην Ελλάδα. Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού σχετικά με το θέμα των Δωδεκανήσων. Στις 21 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, το Κάλιαρι. Εκεί παρέμειναν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Ο Μεταξάς όντας μασόνος[11] ζήτησε την βοήθεια της ιταλικής μασονικής στοάς σχετικά με την ασφαλή επιστροφή τους στην πατρίδα και έλαβε ικανοποιητικές εγγυήσεις. Ύστερα από πιέσεις τον μασόνων στον υπουργό των εξωτερικών Tittoni, η ιταλική κυβέρνηση επέτρεψε στους φυγάδες να εγκατασταθούν σε μια από τις παρακάτω πόλεις: Την Περούτζια, τη Σιένα ή τη Λούκκα. Τελικά ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φύγει απο τη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα. Εκεί παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Εν τω μεταξύ στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του πρώην γενικού επιτελείου. Ο Μεταξάς και ο Δουσμάνης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 με απόφαση του ειδικού στρατοδικείου σε θάνατο. Τον Μάιο του 1920 οι τρείς εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένεια του μετακόμισαν στην Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και τον πρίγκηπα Ανδρέα.
Πολιτική καριέρα
Ύστερα απο την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία, ο Μεταξάς αποφάσισε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι για να επισκεφθεί μερικούς φίλους. Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Γούναρη, με τον πρωθυπουργό Ράλλη, με τον πρώην πρωθυπουργό Σκουλούδη, τον φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ επισκέφθηκε και τον τάφο του δολοφονημένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Ύστερα από αυτές τις συναντήσεις αναχώρησε από την Αθήνα για την Κεφαλλονιά με σκοπό να επισκεφθεί τα πάτρια εδάφη. Στο λιμάνι της Σάμης έτυχε μεγάλης υποδοχής από τους κατοίκους του νησιού αλλά και τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου του 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι, όπου η πόλη είχε ετοιμάσει ενθουσιώδη υποδοχή. Τις επόμενες μέρες πραγματοποίησε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη. Πριν αναχωρήσει από την Κεφαλλονιά ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού.
Τις επόμενες μέρες η οικογένεια Μεταξά έφυγε από την πόλη των Μεδίκων και εγκαταστάθηκε στο Φάληρο. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στην συνάντηση παρευρίσκετο ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Στην αρχή, αφού συζήτησαν τα περί Μικρασιατικής εκστρατείας, του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου. Μετά την άρνηση του Μεταξά, ο Πρωτοπαπαδάκης δεν δίστασε να του προσφέρει την ίδια την θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Παρόλα αυτά ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη σε ήττα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στο Γενικό Επιτελείο όπου προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού στρατού σε περίπτωση επέμβασης στην Μικρά Ασία. Ακολούθησε και δεύτερη συνάντηση στις 29 Μαρτίου χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά η μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του ελληνισμού στην Μικρά Ασία. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Βασιλιάς τον κάλεσε στα ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Μεταξά να συντάξει την επιστολή παραίτησης του προς τον ελληνικό λαό. Η κατάσταση ήταν και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για την ζωή του.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1922 ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο παρουσιάστηκε ως τρίτη λύση μεταξύ Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών. Το κόμμα του δε βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί και να συμμετάσχει στο φιλομοναρχικό κίνημα των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Έτσι τα μεσάνυχτα της 21 Οκτωβρίου του 1923 ξέσπασε η επανάσταση εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Το κίνημα των στρατιωτικών το καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς. Στην αρχή φάνηκε ότι υπερείχαν, αφού ειχαν καταληφθεί όλες οι πόλεις εκτός από την Αθήνα, αλλά ύστερα απο τις συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη και Πάγκαλου κατάφεραν να τους περιορίσουν στην Κόρινθο. Τελικά η επανάσταση έληξε άδοξα στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει αμέσως μετά από την καταστολή του κινήματος με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία.
Το 1924 θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα αποδεχθεί την νέα πολιτική σκηνή. Η κατάσταση που συνάντησε ήταν πραγματικά δραματική, αφού το κόμμα του είχε διαλυθεί και λεηλατηθεί από τους Βενιζελικούς. «Κατεστράφη το κόμμα μου» γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του. Στο δημοψήφισμα του 1924 για την αβασίλευτη δημοκρατία ο Μεταξάς και ο Τσαλδάρης θα εκπροσωπήσουν τον Βασιλικό κόσμο. Προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτικό του κόμμα, ξεκινάει περιοδείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Με την δικτατορία Πάγκαλου φυλακίζεται και εκτοπίζεται. Επιστρέφει όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926 οπου συγκεντρώνει 151.044 ψήφους και καταλαμβάνει 51 έδρες από τις 286. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου διορίζεται υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Τον Φεβρουάριο όμως του 1928 πολλά μέλη του κόμματος αποχωρούν με αποτέλεσμα να χάσει την εκλογική του δύναμη. Έτσι στις γερουσιαστικές εκλογές του 1929 οι Ελευθερόφρονες θα αποσπάσουν μόνο 22.518 ψήφους και θα αναδείξουν δύο γερουσιαστές. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και στις βουλευτικές εκλογές όπου το κόμμα των Ελευθεροφρόνων θα συγκεντρώσει 18.591 ψήφους και θα καταλάβει τρεις έδρες. Παρόλα αυτά θα καταφέρει να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, καταλαμβάνοντας την θέση του υπουργού Εσωτερικών. Το 1935 το κόμμα του αναδεικνύει επτά βουλευτές, με 152.285 ψήφους ενώ το 1936 κατέλαβε πάλι επτα έδρες, με 50.137 ψήφους. Η απελπισία του ήταν έκδηλη. Στο ημερολόγιο του έγραψε: «ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει. Με απέβαλεν»[12]. Όλα έδειχναν ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Μεταξά έφτανε στο τέλος της. Ο Βασιλιάς όμως είχε διαφορετική άποψη.
Το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου
Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 οι Βενιζελικοί και οι Αντι-Βενιζελικοί ισοψήφισαν, με αποτέλεσμα ο Γεώργιος Β΄ να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Στις 9 Μαρτίου ο βασιλιάς διόρισε υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Η αρχή για την δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχε αρχίσει ήδη. Κανένα κόμμα, εκτός από το Κ.Κ.Ε., δεν αποδοκίμασε τον συγκεκριμένο διορισμό. Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Έναν μήνα μετά πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Το τραγικό συμβάν έδωσε την ευκαιρία στον Μεταξά να αναρριχηθεί στην εξουσία. Έτσι στις 13 Απριλίου ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον ίδιο πρωθυπουργό. Ο δρόμος είχε ανοίξει για τον Μεταξά. Και όμως πολλές εξέχουσες προσωπικότητες του τόπου είχαν επισημάνει τον κίνδυνο. Ο Σοφούλης, πρόεδρος της Βουλής, διατήρησε τις επιφυλάξεις του για τον διορισμό του Μεταξά, παρόλα αυτά έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή παραχώρησε με ψήφισμα[13] απόλυτη ελευθερία στον Μεταξά. Επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς εγκαθιδρύει δικτατορία[14] με τη συγκατάθεση του Γεωργίου Β', ο οποίος διαλύει τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές και αναστέλλει πολλά άρθρα του Συντάγματος. Η δικτατορία του Μεταξά ακολούθησε το φασιστικό πρότυπο, τόσο σε επίπεδο ιδεολογικής συγκρότησης όσο και σε επίπεδο πρακτικής, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να αποκτήσει τη συνέπεια και τη συνοχή που χαρακτήριζαν την Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Μεταξάς δημιούργησε και διέδωσε την ιδεολογία του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στην οποία στηρίχτηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Οι Μεταξικοί θεωρούσαν οτι είναι οι συνεχιστές[15] του Αρχαίου[16] (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και οτι είχαν ως στόχο την φυλετική ενότητα του έθνους καθώς και την διατήρηση των παραδόσεων. Ουσιαστικά ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως την μοναδική ελπίδα σωτηρίας για το Ελληνικό Έθνος γι'αυτό καθώς και την μοναδικότητα του Ελληνικού πολιτισμού απέναντι στα ξένα πρότυπα. Οι βασικές διαφορές με το Γ΄ Ράιχ έγκεινται στο οτι η Ελλάδα δεν εφάρμοσε μια ιμπεριαλιστική πολιτική, σε αντίθεση με την Γερμανία, η οποία προκάλεσε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και στο ότι η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε την πλατιά απήχηση στις μάζες που βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δικτατορίας ήταν η αστυνομική τρομοκρατία, η οποία στράφηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα τόσο κατά των κομμουνιστών, όσο και κατά των συντηρητικών πολιτικών, οι οποίοι, έχοντας επαφές με την Αυλή, επιδίωκαν την ανατροπή του Ιωάννη Μεταξά. Τα κόμματα απαγορεύτηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή τέθηκαν σε κατ' οίκον περιορισμό, τα συνδικάτα διαλύθηκαν ενώ οι βασανισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο στα αστυνομικά τμήματα. Οι συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων ήταν τόσο άσχημες που μερικοί πέθαιναν από αρρώστιες. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο πατρινός πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας είναι οτι η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και αναπληρώθηκε απο την Εθνική Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον ίδιο τον υπουργό εργασίας. Επιπλέον με βασιλικά διατάγματα πέτυχε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος να γίνεται από τον Βασιλιά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, προσπαθώντας να κατευνάσει την κοινωνική αναταραχή, προώθησε κάποια φιλολαϊκά μέτρα, όπως το 8ωρο και κάποιες υποχρεωτικές βελτιώσεις στο εργατικό περιβάλλον, ενώ επένδυσε στην άμυνα, όσο αυτό του επιτρεπόταν από τις μεγάλες δυνάμεις. Τέλος τα αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα και ελευθερώθηκαν τα χρέη πάνω στη γη. Από πλευράς επενδύσεων η περίοδος της 4ης Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή, αφού την περίοδο 1936-1938 ιδρύθηκαν 567 εργοστάσια. Ο προϋπολογισμός έδινε βάση στην στρατιωτική οργάνωση γι' αυτό ήταν και ιδιαίτερα αυξημένος.
Από την άλλη πλευρά, το εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη σημαντική οπισθοδρόμηση, καθώς κύριος προσανατολισμός της Μεταξικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η τόνωση της ΕΟΝ και ο εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Τα παιδιά αναγκάζονταν να δίνουν όρκο ότι θα διαφύλασσαν την πίστη στον Θεό, στον Βασιλέα, στην Πατρίδα, στον διάδοχο, στον κυβερνήτη και στον Γενικό Επιθεωρητή. Ήταν μια οργάνωση ναζιστικού τύπου, στην οποία μάλιστα τα παιδιά χαιρετούσαν χιτλερικά. Στην οργάνωση ήταν αναγκασμένοι να συμμετέχουν όλοι οι νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών, γι' αυτο και ο Μεταξάς ανάγκασε τους προσκόπους να ενταχθούν στην ΕΟΝ. Κάθε Τετάρτη οι μαθητές ήταν αναγκασμένοι με απόφαση της κυβέρνησης να πηγαίνουν στα γραφεία της ΕΟΝ και να πραγματοποιούν σχηματισμούς. Η κυβέρνηση έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ορθόδοξη πίστη καθώς και στον θεσμό της οικογένειας, τον οποίο πίστευε ότι προωθούσε μέσα από την συγκεκριμένη οργάνωση. Είχε εφαρμοστεί χωρίς να κατονομάζεται το τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια».
Κατά τη δικτατορία Μεταξά σημαντική αντίσταση προέβαλαν οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων Παπαναστασίου, Παπανδρέου, Σοφούλης, Καφαντάρης κ.α. με επίσημα διαβήματα στον Γεώργιο Β΄. Στις 30 Ιουνίου του 1938 αποκαλύφθηκε στρατιωτική ομάδα υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά ενώ λίγες μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου του 1938, σημαντική επαναστατική κίνηση συνέβη στην Κρήτη από τους κατοίκους και τους πολιτικούς αρχηγούς της Ελλάδας. Τελικά δώδεκα ημέρες αργότερα το κίνημα κατέρρευσε με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι αρχηγοί του και να επιβληθεί κλίμα τρομοκρατίας στο νησί. Οι σημαντικότερες αντιδικτατορικές οργανώσεις που έδρασαν ήταν οι: Φιλική Εταιρεία[17], Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, Λαϊκή Πρόνοια, Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Ένωση των Νέων της Ελλάδος καθώς και οι ομάδες του Κ.Κ.Ε.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά, και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί[18]. Όμως, όπως αποδεικνύει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, ήδη από το 1939 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς, οι οποίοι αποδέχονταν την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των στενών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι το γεγονός οτι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά αφού δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει σχετικά με την στάση της Ελλάδας σε επικείμενο πόλεμο. Αντίθετα, με τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα. Παρόλα αυτά η πολιτική της ουδετερότητας απέτρεψε τον Μεταξά από τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Ελληνοϊταλικός πόλεμος
Ο Μεταξάς αρχικά επέδειξε καρτερικότητα απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις, προετοιμαζόμενος όμως ταυτοχρόνως για μια στρατιωτική αναμέτρηση στο πλευρό των Συμμάχων. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 3 μ.μ., ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε τον Μεταξά και του έδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει[19] στο ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν οτι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ελλάδα το Νοέμβριο του 1940 υπήρξε αποδέκτης προτάσεων εκ μέρους της Γερμανίας για παρέμβασή της προς ειρήνευση με την Ιταλία, τις οποίες ο Μεταξάς απέρριψε συνεπής με την στρατηγική της ευθυγράμμισης με την Μ. Βρετανία. Με την άρνησή[20] του να υποκύψει στους Ιταλούς απέκτησε, έστω και προσωρινά, τη γενική αποδοχή, γεγονός που υποβοήθησε σημαντικά στην πανεθνική προσπάθεια για απόκρουση και απώθηση των Ιταλών[21].
Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του ανέλυσε εκτενώς την απόφαση του εκείνο το βράδυ. Αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο, θα επαναλαμβανόταν ο Εθνικός Διχασμός του 1916, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στον πόλεμο αποδυναμωμένη και με τις δυνάμεις της διασπασμένες. Φυσικά η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Αγγλία και η Τουρκία θα εκμεταλλεύονταν το γεγονός και θα καταλάμβαναν αμφισβητούμενες περιοχές όπως τη Μακεδονία, το Αιγαίο, τη Θράκη κ.α. Ήταν λοιπόν κατα την άποψή του η ύστατη λύση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Πατρίδας του. Επιπλέον πίστευε στην σίγουρη νίκη των αγγλοσαξονικών δυνάμεων και οτι η Ελλάδα θα αποκόμιζε τα δωδεκάνησα.
Δυστυχώς ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε[22] στις 29 Ιανουαρίου του 1941 και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής. Στην κηδεία του παρέστη πλήθος κόσμου προκειμένου να του αποδώσουν τον ύστατο αποχαιρετισμό. Το πλήγμα ήταν μεγάλο για την χώρα αφού η έλλειψη ισχυρής προσωπικότητας επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία του στρατού με αποτέλεσμα να γίνει και η διάσπαση του.
Η διαμάχη του με τον Βενιζέλο
Η σύγκρουση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν αναπόφευκτη λόγω της διαφορετικής τους νοοτροπίας και ιδεολογίας. Ο μέν Μεταξάς ήταν φιλομοναρχικός και πίστευε στην υπεροχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, ο δε Βενιζέλος προτιμούσε την κυβέρνηση αυτόνομη και πέρα απο τις παρεμβάσεις του Βασιλιάς και πίστευε στην στρατιωτική και οικονομική υπεροχή της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ήταν λοιπόν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Την εποχή της γνωριμίας τους ο Βενιζέλος ήταν πανίσχυρος ενώ ο Μεταξάς ένας παραγκωνισμένος βασιλικός στρατιωτικός. Παρ'ολα αυτά κατάφερε λόγω των σπουδαίων του στρατιωτικών γνώσεων πάνω σε στρατιωτικές τακτικές να διοριστεί πρώτος υπασπιστής του Βενιζέλου και να αναμειχθεί παρασκηνιακώς στα μεγάλα γεγονότα της εποχής.
Η ρίξη ήρθε το 1915 , όταν και ο Μεταξάς εκμεταλλευόμενος το αξίωμα του αναμείχθηκε σε πολιτικά ζητήματα. Με την παραίτηση του κατάφερε να μεταπείσει τον Βασιλιά ως προς την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων. Έτσι ουσιαστικά δημιουργήθηκε ο Εθνικός διχασμός που ταλαιπώρησε για χρόνια την Ελλάδα. Την κίνηση αυτή ο Βενιζέλος δεν του την συγχώρεσε ποτέ με αποτέλεσμα όταν ανήλθε στην εξουσία ως πρωθυπουργός το 1917 να τον εξορίσει στην Κορσική. Με δικές του μάλιστα ενέργειες τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο.
Στις 11 Οκτωβρίου του 1934 ο Βενιζέλος, απο τα Χανιά όπου κατοικούσε, αποφάσισε να εγκαινιάσει μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» σχετικά με τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Ύστερα απο μερικές μέρες ο Μεταξάς απάντησε στις μυθοπλασίες, κατα τον Μεταξά, του Βενιζέλου εγκαινιάζοντας δικιά του σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Καθημερινή». Η αρθρογραφία των δύο μεγάλων αντρών τελείωσε στις 23 Ιανουαρίου του 1935, με το τελευταίο άρθρο του Μεταξά. Συνολικά ο Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα ενώ ο Μεταξάς 70. Μέσα απο την αρθρογραφία φαίνεται το μίσος που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς οι ισχυρισμοί του Μεταξά κρίνονται περισσότερο αξιόπιστοι. Χαρακτηριστικό είναι οτι ο Μεταξάς αναφέρει ένα έγγραφο της Γερμανικής κυβέρνησης, με το οποίο έδινε εγγυήσεις στον Βασιλιά σε περίπτωση παραμονής της χώρας στην ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος το αρνήθηκε αλλα οι σύγχρονες μελέτες στα γερμανικά αρχεία απέδειξαν οτι πράγματι το έγγραφο υπήρξε.
Παραπομπές
1 ↑ Η μητέρα του λεγόταν Ελένη Τριγώνη και καταγόταν απο το Αγρίνιο
2 ↑ Στις 10 Φεβρουαρίου του 1841 η ενετική γερουσία αποφάσισε οτι οι απόγονοι της οικογένειας Μεταξά είχαν το δικαίωμα να απολαμβάνουν τον τίτλο του "Κόμη", τον οποίο διατηρούσαν απο το 1691.
3 ↑ Ο Κωνσταντίνος σπούδασε νομικά αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι'αυτό και ο Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
4 ↑ Μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών.
5 ↑ Οι συμμαθητές του τον φώναζαν «Μικρο Moltke». Υπάρχει ένας μύθος σχετικά με την διαμονή του στο Βερολίνο που έλεγε ότι οι συμμαθητές του είχαν κρεμάσει ένα πανό, το οποίο έγραφε: ουδέν πρόβλημα άλυτο δια τον Ιωάννη Μεταξά.
6 ↑ Με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Η μία λεγόταν Λουκία και παντρεύτηκε τον Γεώργιο Μαντζούφα.
7 ↑ Μάλιστα η Βασίλισσα Σοφία τον αποκαλούσε Γιαννάκη.
8 ↑ Είχε ανακληθεί απο τη Λάρισα στην Αθήνα
9 ↑ Υπάρχουν πολλές διαφωνίες σχετικά με τον εμπνευστή του σχεδίου. Οι περισσότερες ενδείξεις δείχνουν τον Ιωάννη Μεταξά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του υποδεικνύει τον Μεταξά.
10 ↑ Ήταν ο μεγαλύτερος βομβαρδισμός μέχρι τότε στην ιστορία του κόσμου
11 ↑ Είχε φτάσει στον τριακοστό βαθμό. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα(βλ. εξωτερικοί σύνδεσμοι) της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδας ανήκε στην Στοά «Ισίοδος»
12 ↑ Συγκεκριμένηα έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ' όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα.»
13 ↑ Το ψήφισμα 1) διέκοπτε τις εργασίες της βουλής ως τις 30.9.36 και 2) παρείχε εξουσιοδότηση στην Εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας 40μελούς επιτροπής, η οποία τελικά δεν λειτούργησε.
14 ↑ ΔIAΓΓEΛMA ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΟΛΗΝ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936
Προς τον Eλληνικόν Λαόν,
Eνώ η Bουλή η εκλεγείσα μετά τας μακράς εσωτερικάς περιπετείας του Έθνους τον Iανουάριον του 1936, όπως αποκαταστήση την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν, απεδείχθη ευθύς εξ αρχής ανίκανος και εις τούτο και εις το να δώση Kυβέρνησιν εις την χώραν, και η ανικανότης αύτη απεδείχθη και κατόπιν και τελευταίως ακόμη ένεκα των αθεράπευτων κομματικών αντιθέσεων και προσωπικών ερίδων, αίτινες ελάχιστα ενδιέφερον την μεγίστην μάζαν του εργαζομένου λαού, ο κομμουνισμός επωφελούμενος και της περιστάσεως ταύτης και της προς αυτόν δοθείσης υποστηρίξεως διαφόρων πολιτικών μερίδων ήγειρε θρασυτάτην την κεφαλήν του, απειλών σοβαρώτατα το κοινωνικόν καθεστώς της Eλλάδος... H Kυβέρνησίς μου, η τελείως ακομμάτιστος, κληθείσα εις την αρχήν τον Aπρίλιον του έτους τούτου και διαγνώσασα ευθύς εξ αρχής τους κινδύνους τους οποίους διέτρεχεν η Eλληνική κοινωνία και ευθύς εξ αρχής αποφασισμένη να λάβη άπαντα τα μέτρα... τα αποσκοπούντα εις την ηθικήν και υλικήν βελτίωσιν απάσης της κοινωνίας και ιδιαιτέρως των αγροτών, των εργατών και των πενεστέρων εν γένει τάξεων... Eπικαλούμαι πλήρη και αμέριστον την συνδρομήν όλων των Eλλήνων, οίτινες πιστεύουν ότι πρέπει να παραμείνουν αλώβητοι αι εθνικαί ημών παραδόσεις και ο ελληνικός μας πολιτισμός... Προς τούτο ζητώ από πάντας πλήρη πειθαρχία προς το Kράτος, απαραίτητον δια την σωτηρίαν της Eλληνικής κοινωνίας και άνευ της οποίας πειθαρχίας πραγματική ελευθερία δεν δύναται να υπάρξη. Oφείλω όμως να δηλώσω επίσης κατηγορηματικώς ότι οιανδήποτε αντίστασιν κατά του εθνικού τούτου έργου της εθνικής αναγεννήσεως είμαι αποφασισμένος να την εξουδετερώσω δια του τραχυτέρου τρόπου.
Eν Aθήναις τη 4η Aυγούστου 1936
O Πρόεδρος της Kυβερνήσεως
Iωάννης Mεταξάς
15 ↑ Η άποψη αυτή βασίζεται στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος πίστευε οτι η Νεότερη Ελλάδα είναι η πολιτισμική συνέχεια της Αρχαίας Ελλάδας δια μέσου του Βυζαντίου.
16 ↑ Το ιδανικό πολίτευμα κατα τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία αλλα η στρατοκρατική Σπάρτη.
17 ↑ Στις 15 Δεκεμβρίου του 1938 η οργάνωση ουσιαστικά διαλύθηκε ύστερα απο την σύλληψη του Κύρκου και την ανακάλυψη του τυπογραφείου της.
18 ↑ Χαρακτηριστικό είναι ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε αγοράσει το 40% των ελληνικών καπνών.
19 ↑ Είναι γνωστό οτι δεν κρατήθηκαν πρακτικά της κρίσιμης συνάντησης μεταξύ του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και τού πρέσβεως της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια τον διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών. Ο ίδιος ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι, από το βιβλίο του «Η αρχή του τέλους - η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» γράφει για τη μεγάλη εκείνη στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας: «Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors, c'est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).» Στην συνάντηση αυτή, κατά την θυγατέρα του Μεταξά, ακολούθησε και η εξής στιχομυθία που ο Γκράτσι δεν τήν αναφέρει: Γκράτσι: «Pas nécessaire, mon excellence» (όχι απαραίτητα εξοχότατε) Μεταξάς: «Non, c'est nécessaire» (όχι, είναι απαραίτητο) Ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς ανέπτυξε τη στρατηγική της Ελλάδας στην καταγεγραμμένη ("Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον - Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41 - Η Ιταλική εισβολή 28/10/1940 μέχρι 13/11/1940", έκδοσις ΓΕΣ/ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, 1960) ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο (ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρεταννία"), την 30ή Οκτωβρίου 1940. Από όλες πάντως τις πηγές, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα προ και μετά του Ελληνοϊταλικού πολέμου (η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είχε καθορισθεί και υπηρετούνταν με συνέπεια από την κυβέρνηση Μεταξά επί σειρά ετών· δεν ήταν απόφαση της στιγμής το ΟΧΙ), επιβεβαιώνεται η σαφής και υπερήφανη απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από τον Ι. Μεταξά, στάση την οποία ο λαός και η Ιστορία απαθανάτισαν εύστοχα με το λακωνικό "ΟΧΙ".
20 ↑ Διάγγελμα του Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν
28 Οκτωβρίου 1940
"Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ'εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγώνισθήτε δια την πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών".
21 ↑ Ο Γ. Σεφέρης θα γράψει έναν χρόνο αργότερα. «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου». (Χειρόγραφο Σεπτ. '41)
22 ↑ Πολλοί ερευνητές θεωρούν τον θάνατο του Μεταξά ύποπτο. Η κόρη του δύο μέρες πρίν τον θάνατο του είχε αφήσει υπαινιγμούς σχετικά με μία επικείμενη δολοφονία του πατέρα της.
Βιβλιογραφία
- Εγκυκλοπαίδεια Δομή
- 4η Αυγούστου: Ο Μεταξάς και η «αυτοκτονία» της δημοκρατίας, Ε΄ Ιστορικά, Αθήνα 2000
- Ιωάννης Μεταξάς, Ε΄ Ιστορικά, Αθήνα 2001
- Ιωακείμ Γ. Ιωακείμ, Ιωάννης Μεταξάς: Η ανοδική πορεία του απο τη στρατιωτική στην πολιτική δράση (1871-1922), εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2005, ISBN: 960-206-501-X
- Ιωάννης Μεταξάς & Ελευθέριος Βενιζέλος, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2003, ISBN: 960-7812-23-9
- Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά, Εκδόσεις Γκοβόστη
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?entypo=A&f=16625&m=N18&aa=1
- http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=13843&m=Y02&aa=1
- http://www2.fhw.gr/chronos/14/gr/1923_1940/domestic_policy/sources/metaxas.html
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License