.
Ο Κόμης Αυγουστίνος Καποδίστριας (1778- Μάιος 1857, πλήρες όνομα Αυγουστίνος Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας) ήταν ο μικρότερος αδερφός του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη
Καποδίστρια. Διετέλεσε συγκυβερνήτης και έπειτα κυβερνήτης της Ελλάδας για μικρό χρονικό διάστημα κατά την περίοδο 1831 - 1832.
Αρχική σταδιοδρομία
Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1778 στην Κέρκυρα και ήταν γιος του διπλωμάτη Αντώνιου Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας, κόρης του Χριστόδουλου Γονέμη. Έλαβε γενική μόρφωση παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας και γεωπονίας[1]. Αρχικά υπήρξε γραμματέας της πρεσβείας της Ιονίου Πολιτείας στην Κωνσταντινούπολη[1] και από το 1800 γραμματέας των αυτοκρατορικών Επιτρόπων για τη διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Όταν ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, έγινε αρχικά μέλος και στη συνέχεια έφορός της.
Τον Μάρτιο του 1828, μετά από πρόσκληση του αδελφού του και κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα ενώ λίγο καιρό αργότερα πολιτογραφήθηκε κάτοικος Ύδρας[1]. Το 1829 ανέλαβε κατ' εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια, την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Δυτικής Ελλάδας[2], αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για την ανακατάληψη των φρουρίων που βρίσκονταν ακόμη υπό τουρκικό έλεγχο. Αρχικά πολιόρκησε και κατέλαβε τη Ναύπακτο, απελευθέρωσε το Αντίρριο ενώ στη συνέχεια, παραδόθηκαν αμαχητί οι φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού[3][4]. Παράλληλα, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Τσωρτς για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή του Μακρυνόρους[1]. Αργότερα, τόσο ο ίδιος όσο και ο έτερος αδελφός του Βιάρος αναδείχτηκαν σε υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη, γεγονός που στηλιτεύτηκε από την αντιπολίτευση ως δείγμα νεποτισμού[5].
Συγκυβερνήτης της Ελλάδας
Αναρρίχηση και διακυβέρνηση
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, η Γερουσία ανέθεσε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, το σχηματισμό κυβέρνησης σε τριμελή επιτροπή υπό την ονομασία Διοικητική Επιτροπή. Ο Αυγουστίνος ορίστηκε ως πρόεδρος αυτής, στην οποία συμμετείχαν ως συγκυβερνήτες και οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Κωλέττης[6][7]. Η συγκεκριμένη επιτροπή θα είχε μεταβατικό χαρακτήρα ενόψει της εθνοσυνέλευσης που ήταν προγραμματισμένη από την περίοδο κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια[8].
Ο Καποδίστριας από την αρχή κράτησε δυναμική στάση απέναντι στην αντιπολίτευση, καθώς στις αρχές Οκτωβρίου απέπεμψε από το Ναύπλιο αντιπροσωπεία προερχόμενη από την Ύδρα και αποτελούμενη από τους Μιαούλη, Ζαΐμη και Τρικούπη[9]. Παράλληλα ενώ κατά την εκλογή των πληρεξουσίων ενόψει της εθνοσυνέλευσης αρκετές επαρχίες απέστειλαν στο Άργος τόσο καποδιστριακούς όσο και αντικυβερνητικούς εκπροσώπους, ελάχιστοι από τους αντικυβερνητικούς πληρεξούσιους κατάφεραν να μεταβούν στην πελοποννησιακή πόλη.
Όσον αφορά τους εκπροσώπους των σημαντικότερων αντικυβερνητικών επαρχιών, οι Υδραίοι εμποδίστηκαν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την πελοποννησιακή ακτή με αποτέλεσμα να ζητούσουν τις εγγυήσεις του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, αρκετοί από τους πληρεξούσιους της Μάνης συνελήφθησαν και άλλοι αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στις εστίες τους ενώ οι υποστηρικτές του Κωλέττη από την Στερεά ( Γρίβας, Μπότσαρης, Ίσκος, Δυοβουνιώτης κλπ ) έφτασαν στο Άργος συνοδευόμενοι από ένοπλους. Και εκεί όμως, η επιτροπή που συντάχτηκε από τη Γερουσία, απέκλεισε τους περισσότερους από τους αντικαποδιστριακούς πληρεξούσιους[10].
Εμφύλια σύγκρουση και πτώση
Στις 5/17 Ιανουαρίου, ξεκίνησαν οι εργασίες της εθνοσυνέλευσης, με τις δύο αντίπαλες παρατάξεις να συνεδριάζουν σε διαφορετικούς χώρους. Τρεις ημέρες αργότερα[6][11], ο Καποδίστριας εξελέγη από την προσκείμενη σε αυτόν εθνοσυνέλευση πρόεδρος της κυβέρνησης έπειτα από πρόταση του Κολοκοτρώνη, με επακόλουθο την αντίδραση της αντιπολίτευσης και την έναρξη τριήμερων εμφύλιων συγκρούσεων μέσα στο Άργος ανάμεσα στις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις ( τις αποτελούσαν οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Τζαβέλας, Καλλέργης ) και τους αντικαποδιστριακούς οπλαρχηγούς της Στερεάς[12][13]. Στις 12/24 Ιανουαρίου, ο Καποδίστριας ήρθε σε προσωρινό συμβιβασμό με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Κωλέττη, με επακόλουθο την εκκένωση της περιοχής από τα αντίπαλα στρατεύματα, τα οποία υπό τον Κωλέττη κατέφυγαν βόρεια του Λουτρακίου, στην Περαχώρα Κορινθίας[12]. Με αυτό τον τρόπο, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, διατήρησε υπό τον έλεγχό του το Ναύπλιο στηριζόμενος στην στρατιωτική δύναμη του Κολοκοτρώνη και στην ναυτική υποστήριξη του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ[14], παρέμεναν όμως εκτός της δικαιοδοσίας του η Μάνη, η Ύδρα και σημαντικό μέρος της Στερεάς.
Έπειτα από προτροπή του Βρετανού απεσταλμένου Στράτφορντ Κάννινγκ, ξεκίνησε με αρκετή επιφυλακτικότητα η προσπάθεια διαπραγματεύσεων του Καποδίστρια με τις αντιπολιτευόμενες περιοχές μέσω των διορισμένων αντιπρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα καθώς απέρριψε τα αιτήματα που ζητούσαν ριζικές αλλαγές που έφταναν μέχρι και στην απομάκρυνσή του από την εξουσία[15].
Λίγο καιρό αργότερα, κοινοποιήθηκε και στην Ελλάδα η απόφαση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 7ης Ιανουαρίου 1832, σύμφωνα με την οποία, αναγνωριζόταν προκαταβολικά ως κυβέρνηση, αυτή που θα προέκυπτε από την Ε' Εθνοσυνέλευση, η οποία στο ενδιάμεσο είχε ολοκληρωθεί με την απουσία της αντιπολίτευσης. Παράλληλα, μερικοί παράγοντες της αντιπολίτευσης, όπως οι Ζαΐμης και Τρικούπης, έκαναν χρήση της χορηγούμενης αμνηστίας, ενώ και οι Μανιάτες ανέστειλαν την προετοιμαζόμενη εκστρατεία τους κατά της κυβέρνησης, καθώς έπειτα από τη μεσολάβηση του Θείρσιου αποφυλακίστηκαν οι Πετρόμπεης και Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Ένεκα όμως της αμοιβαίας καχυποψίας και αδιαλλαξίας δεν επιτεύχθηκε ομαλοποίηση στις σχέσεις με την πλευρά του Κωλλέτη[16].
Παρά το γεγονός πως ο Αυγουστίνος έδωσε στον Κολοκοτρώνη την εντολή για το σχηματισμό δέκα ταγμάτων που θα αναλάμβαναν το βάρος της αντιμετώπισης μιας επερχόμενης εισβολής των δυνάμεων του Κωλλέτη[17], τα οικονομικά προβλήματα αλλά και άλλοι παράγοντες ( λ.χ. η αίσθηση των ατάκτων στρατευμάτων πως αδικούνται σε σχέση με τα αντίστοιχα τακτικά ) οδήγησαν αρκετούς οπλαρχηγούς ( Χατζή Χρήστος, Γενναίος Κολοκοτρώνης ) να ταχθούν εναντίον του και πλήθος στρατιωτών να αποσκιρτήσουν προς τους αντικυβερνητικούς[18].
Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, ο Καποδίστριας απέρριψε την πρόταση του Θείρσιου που τον καλούσε να παραιτηθεί. Ακολούθησε στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου εισβολή των ρουμελιώτικων δυνάμεων του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, τα οποία ανέτρεψαν τις ισχνές δυνάμεις του Καποδίστρια στον Ισθμό και έφτασαν στα πρόθυρα του Ναυπλίου[19]. Υπό το βάρος των εξελίξεων, και παρά το ότι λίγες ημέρες νωρίτερα η, ελεγχόμενη από αυτόν, εθνοσυνέλευση τον είχε ανακηρύξει σε κυβερνήτη, ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε να παραιτηθεί[20][21]. Την παραίτησή του, την ανακοίνωσε επίσημα στην Γερουσία στις 28 Μαρτίου/9 Απριλίου[22].
Ύστερα χρόνια
Στις 28 Μαρτίου του 1832, παρέλαβε τη ταριχευμένη σορό του αδελφού του, την αλληλογραφία του και κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα και επιβιβαζόμενος σε ρωσική φρεγάτα έφυγε για την Κέρκυρα[6][23][24][25]. Από εκεί μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε. Μέχρι το θάνατό του συνταξιοδοτούταν από τη ρωσική κυβέρνηση ενώ η Ιόνιος Πολιτεία στις 16 Ιουλίου 1840, τελούσα ακόμη υπό αγγλική επικυριαρχία, του αναγνώρισε τον τίτλο του κόμη[2].
Απεβίωσε τον Μάιο του 1857 δίχως να αφήσει απογόνους. Σήμερα, ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα μαζί με αυτούς του αδελφού του, Ιωάννη και του πατέρα του Αντώνιου - Μαρία[26].
Κριτική
Σύμφωνα με τον Στράτφορντ Κάννινγκ, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας δεν διέθετε ούτε το κύρος ούτε την πολιτική πείρα του αδελφού του Ιωάννη από την άλλη πλευρά όμως δεν υπήρχε, σύμφωνα πάντα με την κρίση του Βρετανού διπλωμάτη, κάποιος ικανότερος από εκείνον για να αναλάβει το ρόλο του κυβερνήτη[27]. Αρνητικές ήταν και οι γνώμες διάφορων συγχρόνων του όπως του περιηγητή Thomas Alcock, ο οποίος τον θεωρούσε άτομο δίχως μεγάλη αντίληψη, υπερόπτη, πολυέξοδο και επιρρεπή στις κολακείες, του Μακρυγιάννη αλλά και του Περραιβού[28]. Κατά μεταγενέστερους επικριτές του, συγκέντρωνε όλο τα ελαττώματα του αδελφού του και κανένα από τα προτερήματά του, προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του ώστε να γίνει δικτάτορας[29], ήταν στενόμυαλος, επιρρεπής στην κολακεία και αυταρχικός[11].
Παραπομπές
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια - Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, τ. 4, σ. 261.
Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τ. 13ος, σ. 252.
Κάρπου Παπαδοπούλου, Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου, 1861, σ. 87 - 99.
Επτά Ημέρες, Ιωάννης Καποδίστριας - Πορεία δόξας και τραγωδίας, ένθετο εφημερίδας «Η Καθημερινή», 25 - 26 Μαρτίου 1995, σ. 5.
Κ. Παπαρρηγοπούλου - Π. Καρολίδου, Ιστορία του ελληνικού έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930, τ. 6ος, β' μέρος, Ελευθερουδάκης, Εν Αθήναις, χ.χ., σ. 212.
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδ. Πυρσός, 1934, Τ. δέκατος, σ. 576.
Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 6.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 251–252.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 253.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 253–254.
Γιάννη Γ. Μπενέκου, Κωλέτης - Ο πατέρας των πολιτικών μας ηθών, Κυψέλη, Αθήνα 1961, σ. 176.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 254.
Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 7.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 261.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 257–258.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 261–265.
Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 8.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 265.
Στην ήττα των καποδιστριακών δυνάμεων συνετέλεσε και η ολιγωρία των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων, τα οποία παρά το γεγονός πως είχαν την υποχρέωση να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Καποδίστρια, δεν συμμετείχαν στη σύγκρουση (Δείτε Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 265).
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 268.
Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 11.
Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2008, τόμος 22, σ. 217 - 218.
Δημήτρη Φωτιάδη, Όθωνας - Η μοναρχία, εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα, 1963, σ. 56.
Ανδρέα Σπ. Σκανδάμη, Η Τριακονταετία της Βασιλείας του Όθωνος, τ. Α', Αθήναι, 1961, σ. 68.
Μιχαήλ Σχινά, Επιστολαί Ι. Α. Καποδίστρια - κυβερνήτου της Ελλάδος, Αθήνησιν 1841, τ. Α' , σ. 89.
Μητρόπολη Κέρκυρας: Ανδρικές ιερές μονές.
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 257.
Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Αθήνα 1984, τ. 5ος, σ. 286 - 287.
Φωτιάδη, 1963, σ. 55.
Βιβλιογραφία
Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ελένη (1985). «Ο ρόλος της Διάσκεψης του Λονδίνου στην πτώση του Αυγουστίνου Καποδίστρια» (pdf). Μνήμων (Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού) 10: 248–269. doi:10.12681/mnimon.338.
Φιλαδελφεύς, Χ.Ν., επιμ. (1855). Διάφορα έγγραφα και επιστολαί εκ της συλλογής του υποστρατήγου Γενναίου Κολοκοτρώνη, αφορώντα τας κατά το 1832 μετά τον θάνατον του Κυβερνήτου Ι. Καποδίστρια συμβάσας κατά την Ελλάδα ανωμαλίας και αναρχίας. Αθήνησι.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License