Η Αγριππίνα (HWV 6) είναι όπερα σέρια σε τρεις πράξεις του Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ, από λιμπρέτο του Καρδινάλιου Vincenzo Grimani. Η σύνθεση έγινε για το Καρναβάλι της Βενετίας του 1709–10. Η όπερα αφηγείται την ιστορία της Αγριππίνας, της μητέρας του Νέρωνα, καθώς αυτή σχεδιάζει την πτώση του ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου και την τοποθέτηση του γιου της στη θέση του. Το λιμπρέτο του Grimani θεωρείται ένα από τα καλύτερα που ασχολήθηκε ο Χαίντελ, είναι μια "αντι-ηρωική σατιρική κωμωδία",[1] που βρίθει πολιτικών υπαινιγμών. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι αντανακλά τον ανταγωνισμό του Grimani με τον Πάπα Κλήμη ΙΑ'.
Ο Χαίντελ συνέθεσε την Αγριππίνα στο τέλος ενός τριετούς ταξιδιού στην Ιταλία. Εκανε πρεμιέρα στη Βενετία στο Teatro San Giovanni Grisostomo στις 26 Δεκεμβρίου 1709, και έγινε άμεσα επιτυχία. Από το βράδυ της πρεμιέρας δόθηκε μια άνευ προηγουμένου σειρά 27 συνεχόμενων παραστάσεων, και δέχτηκε πολλές θετικές κριτικές. Οι παρατηρητές ήταν γεμάτοι επαίνους για την ποιότητα της μουσικής—πολλή από την οποία, ακολουθώντας την τότε συνήθη τακτική, ήταν δανεισμένη και προσαρμοσμένη από άλλα έργα, ακόμη και άλλων συνθετών. Παρά τον εμφανή ενθουσιασμό του κοινού για το έργο, ο Χαίντελ δεν προχώρησε σε περισσότερες παραστάσεις. Υπήρξαν κατά καιρούς παραγωγές στα χρόνια που ακολούθησαν την πρεμιέρα, αλλά όταν οι όπερες του Χαίντελ βγήκαν εκτός μόδας γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, η όπερα αυτή όπως και άλλες του συνθέτη γενικά ξεχάστηκαν.
Τον 20ο αιώνα, άρχισε μια αναγέννηση για τις όπερες του Χαίντελ και μετά από παραγωγές στη Γερμανία, η Αγριππίνα έκανε πρεμιέρα στη Βρετανία και την Αμερική. Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει πιο συχνές οι εκτελέσεις του έργου, με πρωτοπόρες σκηνοθεσίες στο New York City Opera και το London Coliseum το 2007. Η μοντέρνα κριτική άποψη είναι ότι η Αγριππίνα είναι πρώτο αριστούργημα του Χαίντελ, γεμάτο φρεσκάδα και μουσικούς νεωτερισμούς που την καθορίζουν ως μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες στην συνεχή αναγέννηση του έργου του Χαίντελ.[2]
Υπόβαθρο
Οι πρώτες συνθέσεις για όπερα του Χαίντελ, στο γερμανικό στυλ, από τα χρόνια που ζούσε στο Αμβούργο, 1704–06, υπό την επιρροή του Johann Mattheson.[3] Το 1706 ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου έμεινε για τρία χρόνια, και ανέπτυξε τις ικανότητές του στη σύνθεση. Αρχικά, έμεινε στη Φλωρεντία, εκεί τον σύστησαν στους Αλεσσάντρο και Ντομένικο Σκαρλάτι, όπου και συνέθεσε και εκτέλεσε την πρώτη ιταλική του όπερα.[4] Αυτή ήταν ο Ροντρίγκο (όπερα) (1707, ο αρχικός τίτλος Vincer se stesso ê la maggior vittoria), στην οποία οι επιρροές από το Αμβούργο και τον Μattheson παρέμεναν έντονες.[3][4] Η όπερα δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αλλά αποτέλεσε μέρος την εξάσκησης του Χαίντελ στη σύνθεση όπερας με το ιταλικό στυλ και στη χρήση της ιταλικής γλώσσας στη μουσική.[4]
Μετά την Φλωρεντία, ο Χαίντελ πέρασε ένα διάστημα στη Ρώμη, όπου οι παραστάσεις όπερας ήταν απαγορευμένες με διάταγμα του Πάπα,[5] και στη συνέχεια στη Νάπολι. Εξασκήθηκε στη σύνθεση της καντάτας και του ορατορίου; εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά (πέρα από την αύξηση σε μέγεθος) μεταξύ της καντάτας, του ορατορίου και της όπερας, βασισμένα όλα σε παραλλαγές του ρετσιτατίβο και της άριας ντα κάπο.[6] Εργα αυτής της περιόδου αποτελούν το Dixit Dominus, και η δραματική καντάτα Ακης, Γαλάτεια και Πολύφημος, που γράφτηκε στη Νάπολι. Καθώς βρισκόταν στη Ρώμη, ο Χαίντελ γνωρίστηκε με τον Καρδινάλιο Vincenzo Grimani, πιθανότατα μέσω του Αλεσσάντρο Σκαρλάτι.[7] Ο Καρδινάλιος ήταν διακεκριμένος διπλωμάτης που έγραφε λιμπρέτα στον ελεύθερο χρόνο του, και λειτουργούσε ανεπίσημα ως θεατρικός ατζέντης για τις ιταλικές βασιλικές αυλές.[8][9] Προφανώς εντυπωσιάστηκε από τον Χαίντελ, και του ζήτησε να δουλέψει με το νέο του λιμπρέτο, την Αγριππίνα.[10] Ο Grimani σκόπευε να παρουσιάσει αυτή την όπερα στη Βενετία, στο θέατρο που αποτελούσε ιδιοκτησία της οικογενείας του, το Teatro San Giovanni Grisostomo, τη σαιζόν του Καρναβαλιού 1709–10.[2]
Ιστορία της συγγραφής
Σύνθεση
Σύμφωνα με τον John Mainwaring, του πρώτου βιογράφου του Χαίντελ, η Αγριππίνα συντέθηκε σε τρεις εβδομάδες, μετά την άφιξη του Χαίντελ στη Βενετία τον Νοέμβριο του 1709, μια θεωρία που στηρίζεται από το αυτόγραφο χειρόγραφο βενετσιάνικο χαρτί.[11] Κατά τη σύνθεση της όπερας ο Χαίντελ δανείστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα προηγούμενα έργα του, ορατόρια και καντάτες, και από άλλους συνθέτες συμπεριλαμβανομένων των Reinhard Keiser, Αρκάντζελο Κορέλι και Ζαν-Μπατίστ Λυλί.[12] Αυτή η τακτική της δανεικής και προσαρμοσμένης μουσικής ήταν κοινή εκείνη την εποχή, αλλά η έκτασή της στην Αγριππίνα είναι η μεγαλύτερη σχεδόν από όλα τα υπόλοιπα σημαντικά έργα του συνθέτη.[12] Η ουβερτούρα, η οποία είναι ένα κομμάτι σε δύο μέρη σε γαλλικό στυλ με ένα "συγκινητικό" αλέγκρο,[13] και όλα, εκτός από πέντε φωνητικά μέρη, είναι βασισμένα σε προηγούμενα έργα, σε πολλές περιπτώσεις μετά από σημαντικές μετατροπές και επεξεργασία.[14]
Καρικατούρα της Margherita Durastanti, πρώτης Αγριππίνας, από το 1709 έως το 1712
Παραδείγματα ανακύκλωσης υλικού αποτελούν το "Col raggio placido" του Πάλλαντος, το οποίο βασίζεται στην άρια του Λούσιφερ από την Ανάσταση (1708), "O voi dell' Erebo", το οποίο είναι προσαρμογή από την όπερα του Reinhard Keiser's Οκτάβια του 1705. Η άρια της Αγριππίνας "Non ho cor che per amarti" είναι σχεδόν αυτούσια από το "Se la morte non vorrà" στην πρότερη δραματική καντάτα του Χαίντελ Qual ti reveggio, oh Dio (1707); Το "Spererò" του Ναρκίσσου είναι προσαρμογή από το "Sai perchè" από μία άλλης καντάτα του 1707, Clori, Tirsi e Fileno; και μέρη της άριας του Νέρωνα στην τρίτη πράξη "Come nube che fugge dal vento" είναι δανεισμένες από το ορατόριο του Χαίντελ Il trionfo del tempo (όλα του 1707).[15] Αργότερα, κάποια από τη μουσική της Αγριππίνας χρησίμευσε στον Χαίντελ στη σύνθεση της όπερας του Λονδίνου Rinaldo (1711) και της έκδοσης του 1732 του έργου Ακης και Γαλάτεια, σε κάθε περίπτωση με λίγες ή καθόλου αλλαγές.[16] Η πρώτη μουσική του Χαίντελ που ακούστηκε στο Λονδίνο πιθανόν να ήταν το "Non ho cor che" από την Αγριππίνα, μετατεθειμένο στην όπερα του Αλεσάντρο Σκαρλάτι Πύρρος και Δημήτριος που εκτελέστηκε στο Λονδίνο στις 6 Δεκεμβρίου 1710.[17] Η ουβερτούρα της Αγριππίνας και άλλες άριες της όπερας εμφανίζονται σε παστίτσιο που παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο μεταξύ 1710 και 1714, με πρόσθετη μουσική από άλλους συνθέτες.[18] Αντήχηση του "Ti vo' giusta" (μία από τις λίγες άριες που συντέθηκε ειδικά για την Αγριππίνα) ακούγεται στο "He was despised", στον Μεσσία του Χαίντελ (1742).[19]
Δύο από τους κύριους ανδρικούς ρόλους, του Νέρωνα και του Ναρκίσσου, γράφτηκαν για καστράτους, τους "σουπερστάρ της ημέρας" στην ιταλική όπερα.[2] Η όπερα υπέστη σημαντική αναθεώρηση πριν και πιθανώς κατά τη διάρκεια των παραστάσεων.[20] Για παράδειγμα, στην Τρίτη Πράξη ο Χαίντελ είχε αρχικά τον Όθωνα και την Ποππαία να τραγουδούν ένα ντουέτο, "No, no, ch'io non apprezzo", αλλά ήταν δυσαρεστημένος με τη μουσική και αντικατέστησε το ντουέτο με δύο σόλο άριες πριν την πρώτη παράσταση.[21] Πάλι, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων η άρια της Ποππαίας "Ingannata" αντικαταστάθηκε από μία άλλη που απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία,"Pur punir chi m'ha ingannata", είτε για να δώσει έμφαση στην πρωτόγνωρη απόφαση της Ποππαίας σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της όπερας ή, όπως φαίνεται πιο πιθανό, για να κολακέψει την Scarabelli δίνοντάς της περισσότερες ευκαιρίες να εκδηλώσει τις φωνητικές της ικανότητες.[20]
Η ενορχήστρωση της μουσικής για την όπερα του Χαίντελ ακολουθεί πιστά αυτές των προηγούμενων έργων του για όπερα, και αποτελείται από δύο recorders, δύο όμποε, δύο τρομπέτες, τρία βιολιά, δύο τσέλο, βιόλα, τύμπανα, κόντρα φαγκότο και τσέμπαλο.[22] Σύμφωνα με τα μεταγενέστερα δεδομένα για τις όπερες του Χαίντελ στο Λονδίνο αυτή η ενοργάνωση είναι ελαφριά, αλλά παρόλα αυτά υπάρχουν, όπως περιγράφουν οι Dean και Knapp "στιγμές μεγαλείου όταν ο Χαίντελ χρησιμοποιεί το πλήρες concerto grosso."[23] Η Αγριππίνα, η δεύτερη ιταλική όπερα του Χαίντελ, ήταν πιθανώς και η τελευταία του σύνθεση στην Ιταλία.[14]
Λιμπρέτο
Το λιμπρέτο του Grimani βασίζεται κατά πολύ στην ίδια ιστορία που χρησιμοποιήθηκε ως θέμα στην όπερα του Κλαούντιο Μοντεβέρντι του 1642 L'incoronazione di Poppea. Το λιμπρέτο του Grimani επικεντρώνεται στην Αγριππίνα, ένα χαρακτήρα που δεν εμφανίζεται στην σκοτεινότερη έκδοση του Μοντεβέρντι.[8] Ο Grimani αποφεύγει την τάση να "ηθικολογεί" όπως συνηθίζεται στα λιμπρέτα των έργων όπερα σέρια που γράφτηκαν αργότερα από καταξιωμένους μουσικούς, όπως οι Metastasio και Zeno.[14] Σύμφωνα με τον κριτικό Donald Jay Grout, "η ειρωνεία, η εξαπάτηση και η μηχανορραφία είναι διάχυτη στις κωμικές παρεκτροπές των καλά καθορισμένων χαρακτήρων της."[3] Ολοι οι κύριοι χαρακτήρες, με μόνη εξαίρεση τον Λέσβο, υπηρέτη του Καύδιου, είναι ιστορικά πρόσωπα, και το ευρύτερο πλαίσιο του λιμπρέτου βασίζεται κατά πολύ στα Χρονικά του Τάκιτου και στη Ζωή του Κλαύδιου, έργο του Σουητώνιου.[14] Εχει γραφτεί ότι ο κωμικός, ερωτικός χαρακτήρας του Αυτοκράτορα Κλαύδιου είναι μια καρικατούρα του Πάπα Κλήμη ΙΑ', με τον οποίο ο Grimani ήταν πολιτικά αντίθετος.[24] Ορισμένες όψεις της αντιπαράθεσης αυτής αντανακλώνται στην πλοκή: ο ανταγωνισμός μεταξύ του Νέρωνα και του Οθωνα κατοπτρίζει απόψεις της αντιπαράθεσης για τον Πόλεμο της ισπανικής διαδοχής, στην οποία ο Grimani υποστήριξε τους Αψβούργους, και ο Πάπας Κλήμης ΙΑ' τη Γαλλία και την Ισπανία.[8]
Ρόλοι
Ρόλος | Τύπος φωνής | Πρώτο καστ, 26 Δεκεμβρίου 1709 (Διευθυντής: Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ) |
---|---|---|
Αγριππίνα | σοπράνο | Margherita Durastanti[25] |
Νέρων (ιταλικά: Nerone) |
σοπράνο καστράτος | Valeriano Pellegrini |
Πάλλας (Pallante) |
μπάσος | Giuseppe Maria Boschi[26] |
Νάρκισσος (Narciso) |
άλτο καστράτος | Giuliano Albertini |
Λέσβος (Lesbo) |
μπάσος | Nicola Pasini[27] |
Οθων (Ottone) |
κοντράλτο | Francesca Vanini-Boschi |
Ποππαία (Poppea) |
σοπράνο | Diamante Maria Scarabelli |
Κλαύδιος (Claudio) |
μπάσος | Antonio Francesco Carli[28] |
Γιούνο (Giunone) |
κοντράλτο | Francesca Vanini-Boschi |
Σύνοψη
Πράξη πρώτη
Ακούγοντας τα νέα ότι ο σύζυγός της, Αυτοκράτορας Κλαύδιος, πέθανε εξαιτίας καταιγίδας στη θάλασσα, η Αγριππίνα σχεδιάζει να εξασφαλίσει το θρόνο για τον Νέρωνα, γιο της από προηγούμενο γάμο. Η αποδοχή του σχεδίου από τον Νέρωνα είναι χλιαρή, αλλά συναινεί στις επιθυμίες της μητέρας του ("Con saggio tuo consiglio"). Η Αγριππίνα εξασφαλίζει την υποστήριξη δύο Ελλήνων απελεύθερων, Πάλλαντος και Ναρκίσσου, που χαιρετίζουν τον Νέρωνα ως νέο Αυτοκράτορα παρουσία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Προτομή του Αυτοκράτορα Κλαύδιου
Με την συγκατάθεση της Συγκλήτου η Αγριππίνα και ο Νέρων αρχίζουν να ανέρχονται στο θρόνο, αλλά η τελετή διακόπτεται από την είσοδο του Λέσβου, υπηρέτη του Κλαύδιου. Ανακοινώνει ότι ο κύριός του είναι ζωντανός ("Allegrezza! Claudio giunge!"), καθώς γλύτωσε το θάνατο με τη βοήθεια του Οθωνα, διοικητή του στρατού. Ο ίδιος ο Οθων επιβεβαιώνει την ιστορία, και αποκαλύπτει ότι ο Κλαύδιος του υποσχέθηκε το θρόνο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Η Αγριππίνα είναι συντετριμμένη, έως ότου ο Οθων της εμπιστεύεται ότι είναι ερωτευμένος με την όμορφη Ποππαία περισσότερο απ' ό,τι επιθυμεί τον θρόνο. Η Αγριππίνα, όμως, γνωρίζει επίσης ότι και ο Κλαύδιος είναι ερωτευμένος με την Ποππαία, και βλέπει μια ευκαιρία να προωθήσει τις φιλοδοξίες που έχει για τον Νέρωνα. Πηγαίνει στην Ποππαία και της λέει, ψευδώς, ότι ο Οθων έχει κάνει μια συμφωνία με τον Κλαύδιο, με την οποία παίρνει ο ίδιος το θρόνο, αλλά δίνει την Ποππαία στον Κλαύδιο. Η Αγριππίνα συμβουλεύει την Ποππαία να αντιστρέψει τους όρους λέγοντας στον Αυτοκράτορα ότι ο Οθων της υπέδειξε να αρνηθεί το ενδιαφέρον που της δείχνει ο Κλαύδιος. Ετσι, πιστεύει η Αγριππίνα, ότι ο Κλαύδιος θα ανακαλέσει την υπόσχεση που έδωσε στον Όθωνα για το θρόνο.
Η Ποππαία πιστεύει την Αγριππίνα. Οταν ο Κλαύδιος φθάνει στην οικία της Ποππαίας καταγγέλλει αυτό που πιστεύει ότι είναι προδοσία του Οθωνα. Ο Κλαύδιος φεύγει θυμωμένος, ενώ η Αγριππίνα παρηγορεί κυνικά την Ποππαία δηλώνοντας ότι η φιλία τους δεν θα καταστραφεί ποτέ από καμιά απάτη ("Non ho cor che per amarti").
Πράξη δεύτερη
Ο Πάλλας και ο Νάρκισσος αντιλαμβάνονται ότι η Αγριππίνα τους ξεγέλασε για να υποστηρίξουν τον Νέρωνα, και αποφασίζουν να διακόψουν κάθε επαφή μαζί της. Ο Οθων φθάνει έχοντας αγωνία για την επικείμενη στέψη του ("Coronato il crin d'alloro"), ακολουθούμενος από την Αγριππίνα, τον Νέρωνα και την Ποππαία, που έχουν έρθει για να χαιρετήσουν τον Κλαύδιο. Ολοι ενώνονται σε μια θριαμβική χορωδία ("Di timpani e trombe"), καθώς κάνει την είσοδό του ο Κλαύδιος. Ο καθένας με τη σειρά του αποτίει φόρο τιμής στον Αυτοκράτορα, αλλά ο Οθων αντικρούεται με ψυχρότητα, καθώς ο Κλαύδιος τον καταγγέλλει ως προδότη. Ο Οθων όντας σε απόγνωση, κάνει έκκληση στην Αγριππίνα, την Ποππαία και τον Νέρωνα να τον υποστηρίξουν, αλλά όλοι τον απορρίπτουν, αφήνοντάς τον αμήχανο και απελπισμένο ("Otton, qual portentoso fulmine" ακολουθούμενο από "Voi che udite il mio lamento").
Ωστόσο, η Ποππαία συγκινείται από τη θλίψη του πρώην αγαπημένου της, και αναρωτιέται εάν δεν είναι αθώος ("Bella pur nel mio diletto"). Καταστρώνει ένα σχέδιο, όπου προσποιείται ότι κοιμάται και όταν ο Οθων την πλησιάζει, παριστάνει ότι μιλάει στον ύπνο της γι' αυτά που της είπε πρωτύτερα η Αγριππίνα. Ο Οθων, όπως προβλεπόταν, την ακούει και διαμαρτύρεται έντονα υπέρ της αθωότητάς του. Πείθει την Ποππαία ότι η Αγριππίνα την εξαπάτησε. Η Ποππαία ορκίζεται εκδίκηση ("Ingannata una sol volta", εναλλασσόμενη άρια "Pur punir chi m'ha ingannata") αλλά αποσπάται όταν ο Νέρων προβαίνει στην αποκάλυψη ότι την αγαπάει. Εν τω μεταξύ, η Αγριππίνα έχοντας χάσει την υποστήριξη των Πάλλαντος και Ναρκίσσου, καταφέρνει να πείσει τον Κλαύδιο ότι ο Οθων συνεχίζει να συνωμοτεί για να πάρει το θρόνο. Συμβουλεύει τον Κλαύδιο να τερματίσει τις φιλοδοξίες του Οθωνα δια παντός παραιτούμενος του θρόνου υπέρ του Νέρωνα. Ο Κλαύδιος συμφωνεί, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταφέρει να κερδίσει την Ποππαία.
Πράξη τρίτη
Η Ποππαία τώρα σχεδιάζει τη δική της απάτη, σε μια προσπάθεια να εκτρέψει την οργή του Κλαύδιου από τον Οθωνα, με τον οποίο έχει πλέον συμφιλιωθεί. Κρύβει τον Όθωνα στο δωμάτιό της συμβουλεύοντάς τον να ακούσει προσεκτικά. Σε λίγο φθάνει ο Νέρων για να δηλώσει πιεστικά την αγάπη του προς αυτήν ("Coll'ardor del tuo bel core"), αλλά τον ξεγελάει ώστε να κρυφτεί και αυτός. Στη συνέχεια μπαίνει ο Κλαύδιος; Η Ποππαία του λέει ότι την παρεξήγησε προηγουμένως: δεν ήταν ο Οθων που της ζήτησε να απορρίψει τον Κλαύδιο, αλλά ο Νέρων. Για να του το αποδείξει ζητάει από τον Κλαύδιο να υποκριθεί ότι φεύγει, στη συνέχεια καλεί τον Νέρωνα, ο οποίος νομίζοντας ότι ο Κλαύδιος έχει φύγει, συνεχίζει να τη διεκδικεί με πάθος. Ο Κλαύδιος ξαφνικά εμφανίζεται πάλι, και διώχνει θυμωμένος τον κατατροπωμένο Νέρωνα. Μετά την αναχώρηση του Κλαύδιου, η Ποππαία βγάζει από την κρυψώνα τον Οθωνα και οι δύο εκφράζουν τον αιώνιο έρωτά τους σε ξεχωριστές άριες.[29]
Στο παλάτι, ο Νέρων λέει στην Αγριππίνα τα βάσανά του και αποφασίζει να απαρνηθεί τον έρωτα για τις πολιτικές του φιλοδοξίες ("Come nube che fugge dal vento"). Αλλά οι Πάλλας και Νάρκισσος έχουν πια αποκαλύψει το αρχικό σχέδιο της Αγριππίνας στον Κλαύδιο, οπότε όταν αυτή παροτρύνει τον Αυτοκράτορα να παραχωρήσει το θρόνο στον Νέρωνα, αυτός την κατηγορεί για προδοσία. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι οι προσπάθειές της να εξασφαλίσει το θρόνο στον Νέρωνα ήταν από την αρχή ένα τέχνασμα για να περιφρουρήσει το θρόνο του Κλαύδιου ("Se vuoi pace"). Ο Κλαύδιος την πιστεύει; ωστόσο όταν φτάνουν η Ποππαία, ο Οθων και ο Νέρων, ο Κλαύδιος ανακοινώνει ότι ο Νέρων θα παντρευτεί την Ποππαία, και ότι ο Οθων θα πάρει το θρόνο. Κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτή την εξέλιξη, καθώς οι επιθυμίες όλων έχουν αλλάξει, οπότε ο Κλαύδιος σε πνεύμα συμφιλίωσης αντιστρέφει την απόφασή του, δίνοντας την Ποππαία στον Οθωνα και το θρόνο στο Νέρωνα.[30] Στη συνέχεια καλεί τη θεά Γιούνο, η οποία κατέρχεται για να δώσει μια συνολική ευχή ("V'accendano le tede i raggi delle stelle").
Ιστορικό παραστάσεων
Πρεμιέρα
Σελίδα τίτλων της πρωτότυπης τυπωμένης έκδοσης
Η ημερομηνία της πρώτης παράστασης της Αγριππίνας, γύρω από την οποία υπήρχε αβεβαιότητα κάποτε, επιβεβαιώθηκε από μία χειρόγραφη αναφορά στην ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1709.[11] Το καστ αποτελούνταν από ορισμένους από τους καλύτερους για την εποχή τραγουδιστές της Βόρειας Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένου και του Antonio Carli στον πρωταγωνιστικό ρόλο του μπάσου; της Margherita Durastanti, που είχε πρόσφατα τραγουδήσει το ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής στην La resurrezione του Χαίντελ; και του Diamante Scarabelli, του οποίου η μεγάλη επιτυχία στη Μπολόνια το 1697 στο παστίτσιο Περσέας ενέπνευσε τη δημοσίευση ενός τόμου εγκωμιαστικών στίχων με τίτλο La miniera del Diamante.[31][32]
Η Αγριππίνα αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημοφιλής, και χάρισε στον Χαίντελ διεθνή φήμη.[32] Η αρχική παραγωγή είχε προγραμματιστεί για 27 παραστάσεις, εξαιρετικά πολλές για την εποχή.[31] Ο βιογράφος του Χαίντελ John Mainwaring έγραψε για την πρώτη παράσταση: "Το θέατρο σχεδόν σε κάθε παύση αντηχούσε με κραυγές Viva il caro Sassone! ('Ζήτω ο αγαπημένος Σάξων!') Ηταν κεραυνοβολημένοι από το μεγαλείο και την ομορφιά του στυλ του Χαίντελ, διότι δεν γνώριζαν έως τότε όλες τις δυνατότητες της αρμονίας και της μετατροπίας συνδυασμένες τόσο στενά και δεμένες τόσο ισχυρά."[33] Πολλοί άλλοι κατέγραψαν υπερβολικά θετικές αντιδράσεις για το έργο.[13]
Ύστερες παραστάσεις
Μεταξύ 1713 και 1724 υπήρξαν παραγωγές της Αγριππίνας στη Νάπολη, το Αμβούργο, και τη Βιέννη, αν και ο ίδιος ο Χαίντελ ποτέ δεν αναβίωσε την όπερα μετά από την αρχική της παρουσίαση.[34] Η παραγωγή της Νάπολης περιελάμβανε πρόσθετη μουσική του Francesco Mancini.[35] Στα τέλη του 18ου και όλο το 19ο αιώνα, οι όπερες του Χαίντελ έπεσαν σε αφάνεια, και μεταξύ 1754 και 1920 δεν δόθηκε καμία παράσταση.[36] Ωστόσο, όταν αναγεννήθηκε το ενδιαφέρον για τις όπερες του Χαίντελ τον 20ο αιώνα, η Αγριππίνα έτυχε πολλών αναβιώσεων, με αρχή την παραγωγή του 1943 στη γενέτειρα του Χαίντελ, την πόλη Χάλλε, υπό την διεύθυνση του Richard Kraus στην Οπερα του Χάλλε. Σε αυτή την εκτέλεση ο άλτο ρόλος του Οθωνα, του οποίου η σύνθεση είχε γίνει για γυναίκα, άλλξε σε μπάσο συνοδευόμενος από αγγλικό κόρνο, "με καταστροφικά αποτελέσματα στην ευαίσθητη ισορροπία και υφή του έργου", σύμφωνα με τον Winton Dean.[37] Το τηλεοπτικό RAI έκανε μια ζωντανή ραδιοφωνική παραγωγή της όπερας στις 25 Οκτωβρίου 1953, μεταδίδοντας έτσι την Αγριππίνα για πρώτη φορά με την εκπομπή του από ένα μέσο πέρα από τη ζωντανή παράσταση σε μία σκηνή. Το καστ περιελάμβανε τη Magda László στον ομώνυμο ρόλο και τον Mario Petri στο ρόλο του Κλαύδιου, και την παράσταση διηύθυνε ο Antonio Pedrotti.[38]
Μία παράσταση το 1958 στη Λειψία, και αρκετές ακόμη στην Γερμανία, προηγήθηκαν της βρετανικής πρεμιέρας στο Abingdon, Oxfordshire, το 1963.[2][39]Το 1983 η όπερα επέστρεψε στη Βενετία, για μία παράσταση υπό τη διεύθυνση του Christopher Hogwood στο Teatro Malibran.[39] Στις ΗΠΑ δόθηκε μία παράσταση κονσέρτο στις 16 Φεβρουαρίου 1972 στην Academy of Music στη Φιλαδέλφια,[40] αλλά η πρώτη πλήρως σκηνοθετημένη παράσταση της όπερας στην Αμερική ήταν στο Φορτ Γουόρθ (Τέξας) το 1985.[41] Την ίδια χρονιά έφτασε στη Νέα Υόρκη, με μια παράσταση κονσέρτο στο Alice Tully Hall, με την όπερα ακόμη να περιγράφεται ως "γνήσια σπανιότητα".[42] Την παράσταση στο Φορτ Γουόρθ ακολούθησαν γρήγορα κι άλλες στην πόλη της Αϊοβα και της Βοστώνης.[39] Η τάση που ονομάστηκε "κίνημα αναβίωσης της πρώιμης μουσικής", που υποστηρίζει ιστορικά ακριβείς εκτελέσεις του Μπαρόκ και παλαιότερων έργων, προώθησε δύο μεγάλες παραγωγές της Αγριππίνας το 1985 και το 1991 αντίστοιχα. Και οι δύο ήταν στη Γερμανία, η πρώτη στο Schlosstheater Schwetzingen, και η δεύτερη στο Göttingen International Handel Festival.[8]
Αναβιώσεις στον 21ο αιώνα
Εγιναν πολλές παραγωγές τον 21ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένης και της "υπερμοντέρνας" σκηνοθεσίας το 2002 "ultramodern" από τον διευθυντή Lillian Groag στη New York City Opera. Αυτή η παραγωγή, που επαναλήφθηκε το 2007, περιγράφηκε από κριτικό των New York Times ως "περίεργη ... παρουσιασμένη ως γενική σάτυρα, μια Ανοιξη για τον Χίτλερ σε έκδοση Εγώ, ο Κλαύδιος", αν και οι μουσικές επιδόσεις γενικώς επαινέθηκαν.[43] Στη Βρετανία, η English National Opera (ENO) σκηνοθέτησε μία παραγωγή στην αγγλική γλώσσσα τον Φεβρουάριο του 2007, υπό τη διεύθυνση του David McVicar, ο οποίος δέχτηκε μια ευρύτατη θετική κριτική, παρόλο που η κριτικός Fiona Maddocks εντόπισε χαρακτηριστικά της παραγωγής που υποβαθμίζουν το έργο: "Μουσική τόσο πνευματώδης, εφευρετική και ανθρώπινη δεν χρειάζεται επιπλέον να επιχρυσωθεί".[44] Οι πρόσφατες αναβιώσεις του έργου χρησιμοποίησαν κόντρα-τενόρους στους ρόλους των καστράτων.[43]
Η Αγριππίνα θεωρείται το πρώτο αριστούργημα του Χαίντελ;[1] σύμφωνα με τον Winton Dean έχει ελάχιστο ανταγωνισμό στην "λεπτή δροσιά της μουσικής εφευρετικότητας".[19] Το λιμπρέτο του Grimani δέχτηκε επίσης πολλές εγκωμιαστικές κριτικές: Ο οδηγός The New Penguin Opera Guide το περιγράφει ως ένα από τα καλύτερα που προσάρμοσε ο Χαίντελ, και εγκωμιάζει το "ελαφρύ άγγιγμα" με το οποίο απεικονίζονται ζωηρά οι χαρακτήρες.[1] Η Αγριππίνα στο σύνολό της είναι, κατά την άποψη του ακαδημαϊκού John E. Sawyer, "ένα από τα πιο πειστικά δραματικά έργα του συνθέτη".[12]
Μουσική
Στυλ
Στυλιστικά, η Αγριππίνα ακολουθεί στο στερεότυπο της εποχής εναλλάσσοντας of the era by alternating ρετσιτατίβα και ντα κάπο άριες. Σε συμφωνία με τις συνήθειες στις όπερες του 18ου αιώνα η πλοκή εξελίσσεται κυρίως στα ρετσιτατίβα, ενώ το μουσικό ενδιαφέρον και η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται στις άριες—αν και κατά περίπτωση ο Χαίντελ σπάει αυτό το στεγανό χρησιμοποιώντας τις άριες για να προωθήσει τη δράση.[45] Με μία εξαίρεση τα ρετσιτατίβα είναι secco ("ξηρά"), όπου μία μόνη φωνή συνοδεύεται μόνο από κοντίνουο.[46] Η ανωμαλία είναι το "Otton, qual portentoso fulmine" του Οθωνα, όπου βρίσκεται ο ίδιος στερημένος από το θρόνο και εγκαταλελειμμένος από την αγαπημένη του Ποππαία; εδώ το ρετσιτατίβο συνοδεύεται από την ορχήστρα, ως μέσω ανάδειξης του δράματος. Οι Dean και Knapp το περιγράφουν αυτό, καθώς και την άρια του Οθωνα που ακολουθεί, ως "το κορύφωμα της όπερας".[47] Ο μουσικός θεωρητικός του 19ου αιώνα Ebenezer Prout ξεχωρίζει και επαινεί ιδιαίτερα το "Non ho cor che per amarti" της Αγριππίνας. Επισημαίνει το εύρος των οργάνων που χρησιμοποιούνται για ειδικά εφέ, και γράφει ότι "μια εξέταση της μουσικής του έργου αυτού του ύφους πιθανότατα να εκπλήξει κάποιους που πιστεύουν ότι η ενορχήστρωση του Χαίντελ στερείται ποικιλίας."[48]
Ο Χαίντελ χρησιμοποίησε περισσότερο την ορχηστρική συνοδεία στις άριες απ' ότι συνηθιζόταν την εποχή, αλλά από άλλες απόψεις η Αγριππίνα είναι κατά πολύ όμοια με παλαιότερες όπερες. Στο μεγαλύτερο μέρος οι άριες είναι σύντομες, υπάρχουν μόνο δύο μικρά ανσάμπλ, και στο κουαρτέτο και το τρίο οι φωνές δεν ακούγονται μαζί.[45][49] Ωστόσο, το στυλ του Χαίντελ θα αλλάξει πολύ λίγο τα επόμενα 30 χρόνια,[36] ένα χαρακτηριστικό που επισημαίνεται στις κριτικές της παράστασης της Αγριππίνας στο Tully Hall το 1985, όπου αναφέρεται ως "μια σειρά από μελωδικές άριες και ανσάμπλ, καθένα από τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν έργα των ώριμων χρόνων του στο Λονδίνο".[42]
Απεικόνιση του Χαίντελ που δέχεται δάφνινο στεφάνι από την Αγία Σεσίλια, προστάτιδα των μουσικών
Χαρακτήρας
Από τους κύριους χαρακτήρες, μόνο ο Όθων δεν είναι ηθικά αξιοκαταφρόνητος. Η Αγριππίνα είναι μία αδίστακτη ραδιούργα, Ο Νέρων, αν και όχι ακόμη το τέρας που αργότερα θα γινόταν, είναι χαϊδεμένος και υποκριτής, ο Κλαύδιος είναι πομπώδης, αυτάρεσκος, και κάπως γελοίος, ενώ η Ποππαία, η πρώτη από τις σέξι γατούλες του Χαίντελ, είναι ψεύτρα και της αρέσει να φλερτάρει.[50] Οι απελεύθεροι Πάλλας και Νάρκισσος είναι ιδιοτελείς και πρόστυχοι.[51] Ολοι, ωστόσο, έχουν λυτρωτικά χαρακτηριστικά, και όλοι έχουν άριες που εκφράζουν γνήσια συναισθήματα. Οι καταστάσεις που βρίσκονται είναι κάποιες φoρές κωμικές, αλλά ποτέ φαιδρές—όπως στου Μότσαρτ στις όπερες του Da Ponte, ο Χαίντελ αποφεύγει να γελοιοποιεί τους χαρακτήρες του.[51]
Στην Αγριππίνα η ντα κάπο άρια είναι η μορφή της μουσικής που χρησιμοποιείται για να αναδείξει χαρακτήρα στο περιεχόμενο της όπερας.[52] Οι πρώτες τέσσερις άριες του έργου αποτελούν παράδειγμα: το "Con raggio" του Νέρωνα, σε έλασσον κλειδί και σε μία κατιούσα μελωδία στη βασική φράση "il trono ascenderò" ("θα ανέλθω στο θρόνο") τον χαρακτηρίζουν ως αδύναμο και αναποφάσιστο.[52] Η πρώτη άρια του Πάλλαντος "La mia sorte fortunata", με τα "μεγάλα μελωδικά άλματα" τον εισάγει ως μια τολμηρή, ηρωική φιγούρα, που έρχεται σε αντίθεση με τον ανταγωνιστή του, Νάρκισσο, του οποίου η συνεσταλμένη φύση απεικονίζεται στην ευαίσθητη άρια "Volo pronto" που ακολουθεί αμέσως μετά.[52] Η εισαγωγική άρια της Αγριππίνας "L'alma mia" έχει μία ψευδο-στρατιωτική μορφή που αντικατοπτρίζει την φαινόμενη δύναμή της, ενώ διακριτικές μουσικές φράσεις την αποδεικνύουν την πραγματική της συναισθηματική κατάσταση.[52] Οι άριες της Ποππαίας είναι ομοιόμορφα απαλές και ρυθμικές, ενώ το σύντομο ερωτικό τραγούδι του Κλαύδιου "Vieni O cara" δίνει μια φευγαλέα ματιά των εσώψυχών του, και θεωρείται ένα κόσμημα για το έργο.[53]
Ειρωνεία
Το λιμπρέτο του Grimani είναι γεμάτο ειρωνεία, την οποία ο Χαίντελ αντανακλά στη μουσική του. Οι συνθέσεις του ορισμένες φορές εικονογραφούν τόσο το επιφανειακό νόημα, καθώς οι χαρακτήρες προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλο, όσο και την κρυμμένη αλήθεια. Για παράδειγμα, στην άρια της Πρώτης Πράξης "Non ho cor che per amarti" η Αγριππίνα υπόσχεται στην Ποππαία ότι η εξαπάτηση ποτέ δεν θα καταστρέψει τη νέα τους φιλία, καθώς την ξεγελάει για να ακυρώσει τα σχέδια που έχει ο Οθων για το θρόνο. Η μουσική του Χαίντελ φωτίζει την απάτη της στη μελωδία και σε κλειδιά ελάσσονων τρόπων, ενώ μια απλή, τονισμένη ρυθμική υπόκρουση υπονοεί σαφήνεια και ειλικρίνεια.[54] Στην Τρίτη Πράξη, η ανακοίνωση του Νέρωνα ότι το πάθος του έχει λήξει και δεν είναι πια δέσμιος αυτού (στο "Come nube che fugge dal vento") πλαισιώνεται από γλυκόπικρη μουσική που υπονοεί ότι αυταπατάται.[55] Στο "Coronato il crin" του Οθωνα η ταραχώδης φύση της μουσικής είναι το αντίθετο απ' ό,τι δηλώνει ο τόνος "ευφορίας" του λιμπρέτο.[45] Οι αντιθέσεις μεταξύ της έντασης του λιμπρέτο και των συναισθηματικών χρωμάτων της μουσικής του Χαίντελ εξελίσσονται στη μετέπειτα πορεία των έργων του ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στις όπερες που συνέθεσε κατά την παραμονή του στο Λονδίνο.[45]
Κατάλογος με άριες και μουσικά κομμάτια
Το ευρετήριο στην έκδοση του Chrysander (βλέπε παρακάτω) καταγράφει τα παρακάτω κομμάτια, εξαιρώντας τα σέκο ρετσιτατίβο. Σημειώνονται επίσης παραλλαγές από το λιμπρέτο.
Ηχογραφήσεις
Ετος | Διανομή ρόλων Κλαύδιος, Αγριππίνα, Νέρων, Ποππαία, Όθων |
Διευθυντής και Ορχήστρα | Εταιρεία |
---|---|---|---|
1992 | Lisa Saffer, Capella Savaria, |
Nicholas McGegan, Capella Savaria |
3 CDs: Harmonia Mundi, Cat. No. 907063/5[56] |
1997 | Alastair Miles, Della Jones, |
John Eliot Gardiner, English Baroque Soloists |
3 CDs: Philips, Cat. No. 438 009-2 |
2000 | Gunther Von Kannen, Margarita Zimmerman, |
Christopher Hogwood, Orchestra Giovanile del Veneto "Pedrollo" di Vicenza |
3 CDs: Mondo Musica, Cat. No. MFOH 10810 |
2004 | Nigel Smith, Véronique Gens, |
Jean-Claude Malgoire, La Grande Ecurie et la Chambre du Roy |
3 CDs: Dynamic, Cat. No. CDS431 |
2006 | Piotr Micinski, Annemarie Kremer, |
Jan Willen de Vriend, Combattimento Consort Amsterdam |
2 DVD: Challenge Records (1994), Cat. No. CCDVD 72143 |
2008 | Hiroshi Matsui, Susanne Geb, |
Konrad Junghänel, Saarbrücken State Theater Orchestra |
2 DVD:Intergroove Classics Cat:IGC59[58] |
2011 | Alexandrina Pendatchanska, Jennifer Rivera |
René Jacobs, Akademie für Alte Musik Berlin |
3 CDs: Harmonia Mundi, Cat. No. HMC952088/90 |
Εκδόσεις
Οι αυτόγραφες παρτιτούρες του Χαίντελ σώζονται, αν και λείπουν η Συμφωνία και τα πρώτα ρετσιτατίβα, αλλά εμφανίζει σημαντικές διαφορές από το λιμπρέτο, λόγω των αλλαγών που έγιναν στις πρώτες παραστάσεις.[60][61] Οι παρτιτούρες του Χαίντελ για την παράσταση έχουν χαθεί. Τρία πρώιμα αντίγραφα του χειρόγραφου, πιθανότατα από το 1710, βρίσκονται στη Βιέννη; ένα από τα οποία πιθανώς να ήταν δώρο του Grimani στον μελλοντικό Αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[60] Τα αντίγραφα αυτά, πιθανώς βασισμένα στις χαμένες παρτιτούρες της παράστασης, εμφανίζουν ακόμη περισσότερες αλλαγές από το αυτόγραφο. Ενα χειρόγραφο από τη δεκαετία του 1740 γνωστό ως "η Ανθισμένη παρτιτούρα" περιγράφεται από τον Dean ως "μια ποικιλία σε τυχαία σειρά".[60]
Το 1795 περίπου ο βρετανός συνθέτης Samuel Arnold έφτιαξε μια έκδοση με βάση τα πρώιμα αντίγραφα; η έκδοση αυτή, παρόλο που έχει λάθη και ανακρίβειες, θεωρήθηκε "πιθανότατα μια λογική απεικόνιση των πρώτων παραστάσεων".[61] Η έκδοση Chrysander του 1874 έχει μια τάση να "παραμερίζει τον Arnold όταν είναι σωστός και να τον ακολουθεί όταν είναι λάθος."[60] Ο μουσικολόγος Anthony Hicks την αποκαλεί "μια ατυχής προσπάθεια να συμβιβάσει το αυτόγραφο με τον Arnold και το κείμενο, με αποτέλεσμα μια μεικτή έκδοση χωρίς κύρος."[61]
Το 1950 ο Barenreiter δημοσίευσε την έκδοση Hellmuth Christian Wolff, που προετοιμάστηκε για την αναβίωση του Χάλλε το 1943 και που αντανακλά την απόδοση των ρόλων του Οθωνα και του Ναρκίσσου σε μπάσους, ακόμη κι αν τραγουδούν αυτό που σε άλλη περίπτωση θα ήταν το άλτο κομμάτι στην τελευταία χορωδία.[62] Παρουσιάζει μια γερμανική προσαρμογή των ρετσιτατίβων και των στολισμών για τις da capo άριες καθώς και πολλών άλλων μετατροπών. H φούγκα σε σι ύφεση G 37 εμφανίζεται ως ουβερτούρα στη Δεύτερη Πράξη μαζί με άλλη ορχηστρική μουσική.[63]
Αναφορές
Brown, pp. 357–58
"Agrippina by George Frideric Handel".
Grout & Weigel, pp. 184–85
Boyden et al., p. 56
Dean (1980), p. 86
Dean (1997), p. 1 c.2
Lang, p. 91
Neef, pp. 196–97
Bianconi et al., pp. 12–13
Dean and Knapp, p. 82
Dean & Knapp, p. 128
Sawyer, p. 531
Boyden et al., pp. 57–58
Dean (1997), p. 2 c.1
Sawyer, pp. 533–41
Dean (1997), p. 5 c.2
Warrack, p. 336
Hicks (1982)
Dean (1997), p. 5 c.1
Dean (1997), p. 3 c.2
Sawyer, p. 554
Dean & Knapp, Appendix B
Dean & Knapp, p. 127
Dean p.2 c.2
According to Hicks, writing in Grove, evidence would suggest that for some performances Durastanti was replaced by Elena Croce, a soprano who had previously sung for Scarlatti and later sang in London, though not for Handel.
In modern terms, Boschi's voice was that of a baritone.
According to Dean (1997), Pasini was a priest.
Carli evidently was able to utilise an exceptionally wide range; the part descends to C below the stave.
Otho in "Pur ch'io ti stringa" and Poppaea with "Bel piacere"; the final versions of these arias are "No, no, ch'io non apprezzo" and "Sì Sì ch'il mio diletto"
In the printed argument Grimani reminds his audience of Poppaea's later change of affections.
Dean (1997) p. 1 c.1
Hicks (Grove Music Online)
Mainwaring, John (1760), Memoirs of the Life of the Late George Frederic Handel London.
Dean (1997) p. 5
Dean & Knapp, p. 130
Dean (1980), p. 110
Dean, Handel Tercentenary Collection, p. 9
Casaglia, Gherardo.
Dean & Knapp, Appendix F
Casaglia, Gherardo.
Brown, p. 418
Menahan, Donal (12 February 1985).
Kozinn, New York Times 26 October 2007 Retrieved on 3 March 2009
Maddocks, Fiona: Handel's Dark Comedy of Passion and Intrigue.
Dean, p. 4 c.2
"Recitative", Encyclopædia Britannica, Vol. 9, p 978: "Accompaniment [to secco recitative], usually by continuo (cello and harpsichord), is simple and chordal."
Dean & Knapp, p. 123
Prout, p. 70
Brown, p. 419
Dean & Knapp, pp. 118–19 and p. 124
Dean & Knapp, p. 119
La Rue, pp. 112–13
Dean & Knapp, pp. 122–25
Sawyer, pp. 532–34
Sawyer, p. 534
"George Frideric Handel: Opera Discography" Αρχειοθετήθηκε 2009-03-18 στο Wayback Machine. (PDF).
"Agrippina by George Frideric Handel performed in Italian".
"Recordings of Agrippina".
"Handel: Agrippina".
Dean & Knapp, pp. 135–39
Hicks, Anthony, "Agrippina" in Grove Music Online Retrieved on 8 March 2009
Wolff, Barenreiter edition, Act III.
Wolff, Barenreiter edition, Act II
Πηγές
"Agrippina by George Frideric Handel", vaopera.org (2006). Virginia Opera, Richmond, Va. Ανακτημένο στις 5 Μαρτίου 2009.
Bianconi, Lorenzo; and Giorgio Pastelli (1997), Opera Production and its Resources, tr. Lydia G. Cochrane. Chicago University Press, Chicago. ISBN 0-226-04590-0.
Boyden, Matthew; Nick Kimberley; and Joseph Staines (2007), The Rough Guide to Opera. Rough Guides, London. ISBN 1-84353-538-6.
Brown, David J (2001), "George Frideric Handel", in The New Penguin Opera Guide, ed. Amanda Holden. Penguin Putnam, New York. ISBN 0-14-051475-9.
Casaglia, Gherardo. "Agrippina". amadeusonline. Ανακτημένο στις 20 Οκτωβρίου 2009.
Dean, Winton (1980). "George Frideric Handel". New Grove Dictionary of Music and Musicians (British special edition), τόμος 8. Λονδίνο: Macmillan. σσ. 85–138. ISBN 0-333-23111-2.
Dean, Winton (1997), Humour with Human Commitment: Handel's "Agrippina". Εκθεση που συνοδεύει την ηχογράφηση της Philips 438 009-2 από την Philips Classical Productions.
Dean, Winton (1988), "Scholarship and the Handel Revival", στο Handel Tercentenary Collection, εκδ. Stanley Sadie and Anthony Hicks. Boydell & Brewer, Rochester, NY. ISBN 0-8357-1833-6.
Dean, Winton; and J. Merrill Knapp (1995), Handel's Operas, 1704–1726 (Revised edition). Clarendon Press, Oxford. ISBN 0-19-816441-6.
"George Frideric Handel: Opera Discography", Gfhandel.org. Ανακτημένο στις 14 Μαρτίου 2009.
"George Frideric Handel: Agrippina - libretto di Vincenzo Grimani Αρχειοθετήθηκε 2012-02-17 στο Wayback Machine.", Haendel.it. Ανακτημένο στις 11 Μαρτίου 2009.
Grout, Donald J.; and Hermione Weigel (1947), A Short History of Opera Vol. 1. Columbia University Press, New York.
Hallische Händelausgabe Handel-Haus Ανακτημένο στις 22 Μαρτίου 2009.
"Handel, George Frideric" in Encyclopædia Britannica, 15η έκδοση (2002). Encyclopædia Britannica Inc., Λονδίνο, τόμος 5, σσ. 678–80. ISBN 0-85229-787-4.
Handel, George Frideric; and Vincenzo Grimani (1874) "Agrippina: Libretto and Score, Friedrich Chrysander edition". Handel-Gesellschaft, Halle (Germany) Ανακτημένο στις 4 Μαρτίου 2009
Handel, George Frideric; and Vincenzo Grimani (1985), Αγριππίνα: Παρτιτούρα μινιατούρα. Alfred Publishing. ISBN 0-7692-6890-0.
Handel, George Frideric; and Vincenzo Grimani (1950), Αγριππίνα Φωνητικές παρτιτούρες. (Hellmuth Christian Wolff ed.) Barenreiter, Wolfenbüttel-Berlin.
Hicks, Anthony, "Agrippina" in Grove Music Online. Oxford University Press, Oxford. Ανακτημένο στις 3 Μαρτίου 2009. (πρόσβαση με συνδρομή)
Hicks, Anthony (August 1982). "Handel on the London Stage". The Musical Times 123 (1674): p. 530.
Hogwood, Christopher (1988), Handel. Thames and Hudson, London. ISBN 0-500-27498-3.
Lang, Paul Henry (1994), George Frideric Handel. Dover Publications, New York. ISBN 0-486-29227-4.
LaRue, C. Steven (1997), "Handel and the Aria" στο The Cambridge Companion to Handel, εκδ. Donald Burrows. Cambridge University Press, Cambridge. ISBN 0-521-45613-4.
Kozinn, Allan (16 Οκτωβρίου 2007), "Pushy Mother Plots to Win Her Son the Top Spot" στο The New York Times. Ανακτημένο στις 3 Μαρτίου 2009.
Maddocks, Fiona (6 February 2007), "Handel's dark comedy of passion and intrigue" στο London Evening Standard. Ανακτημένο στις 3 Μαρτίου 2009.
Menahan, Donald (12 Φεβρουαρίου 1985). "The Opera: Agrippina presented at Tully Hall" στο The New York Times. Ανακτημένο στις 5 Μαρτίου 2009.
Neef, Sigrid (εκδ.) (2000), Opera: Composers, Works, Performers (English edition). Könemann, Cologne. ISBN 3-8290-3571-3.
Picard, Anna (11 Φεβρουαρίου 2007), Agrippina, "The Coliseum, London" στο The Independent. Ανακτημένο στις 5 Μαρτίου 2009.
Prout, Ebenezer (Φεβρουάριος 1884), "Handel's Orchestration (Continued)", στο The Musical Times and Singing Class Circular 25 (492): 69–70.
"Recitative", στην Encyclopædia Britannica 15η έκδοση (2002). Encyclopædia Britannica Inc., Λονδίνο. τόμος 9, σσ. 977–78. ISBN 0-85229-787-4.
Sawyer, John E (Νοέμβριος 1999). "Irony and Borrowing in Handel's 'Agrippina'". Music and Letters 80 (4): 531–559. (πρόσβαση με συνδρομή)
Warrack, John; and Ewan West (1992), The Oxford Dictionary of Opera. Oxford University Press, Oxford. ISBN 978-0-19-869164-8.
Περαιτέρω ανάγνωση
Harris, Ellen T. (εκδ.) (1989), The Librettos of Handel's Operas (13 vols). Garland Publishing, Inc. ISBN 0-8240-3863-0.
Meynell, Hugo (1986), The Art of Handel's Operas. The Edwin Mellen Press. ISBN 0-88946-425-1
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Η έκδοση του Friedrich Chrysander (Λειψία 1874), βασισμένη στην έκδοση του Samuel Arnold το 1795 και το τυπωμένο λιμπρέτο, καθώς και στο αυτόγραφο του Χαίντελ, που είναι διαθέσιμα από τις Kalmus Reprints, καθώς και οι παρακάτω διαδικτυακές συλλογές, όλες με διαφορετικούς πλοηγούς:
Agrippina score, Indiana University School of Music συλλογή
Agrippina score, Bavarian State Library συλλογή
Agrippina: Ελεύθερες παρτιτούρες στο International Music Score Library Project.
Aria Database δίνει περιγραφή για τις 15 άριες της όπερας
Κατάλογος των upcoming performances of Agrippina[νεκρός σύνδεσμος] από την Operabase.
Όπερες του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ Αλμίρα (1705) | Νέρων (1705) | Φλορίντο (1708) | Ροντρίγκο (1707) | Αγριππίνα (1709) | Ρινάλντο (1711) | Ο πιστός ποιμένας (1712) | Θησέας (1713) | Άμαδις της Γαλατίας (1715) | Άκις και Γαλάτεια (1718) | Ραντάμιστο (1720) | Μούκιος Σκαιβόλας (1721) | Φλοριντάντε (1721) | Όθων (1723) | Φλάβιος (1723) | Ιούλιος Καίσαρ (1724) | Ταμερλάνος (1724) | Ροντελίντα (1725) | Σκιπίων (1726) | Αλέξανδρος (1726) | Άδμητος (1727) | Ριχάρδος Α' (1727) | Σιρόης (1728) | Πτολεμαίος (1728) | Λοθάριος (1729) | Παρθενόπη (1730) | Πώρος (1731) | Έτζιο (1732) | Σωσάρμης (1732) | Ορλάνδος (1733) | Αριάδνη εν Κρήτη (1734) | Ορέστης (1734) | Αριοδάντης (1735) | Αλτσίνα (1735) | Αταλάντη (1736) | Αρμίνιο (1737) | Ιουστίνος (1737) | Βερενίκη (1737) | Αλέξανδρος Σέβηρος (1738) | Φαραμόντο (1738) | Ξέρξης (1738) | Ο Ζευς στο Άργος (1739) | Ιμενέο (1740) | Δηιδάμεια (1741) |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License