.
Κυκλαδικός πολιτισμός | (3η χιλιετία π.Χ.) |
Μινωικός πολιτισμός | (3000-1450 π.Χ.) |
Μυκηναϊκός πολιτισμός | (1600-1100 π.Χ.) |
Γεωμετρική εποχή | (1100-800 π.Χ.) |
Αρχαϊκή εποχή | (800-500 π.Χ.) |
Κλασική εποχή | (500 π.Χ.- 323 π.Χ.) |
Ελληνιστική εποχή | (323-146 π.Χ.) |
Ρωμαϊκή περίοδος | (146 π.Χ.-330 μ.Χ.) |
Βυζαντινή περίοδος | (330-1453) |
Οθωμανική περίοδος | (1453-1821) |
Νεότερη Ελλάδα | (1821 έως σήμερα) |
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναφέρεται στήν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη η οποία ήταν κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [1]. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές, αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το "Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής" με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην "Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής" και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεννήθηκε η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[2].
Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και παραδόσεων[3] και της ελληνικής γλώσσας,[4] με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, της χριστιανικής πίστης[5] και της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της[6].
Ιστορία
Δείτε το κυρίως άρθρο Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Πρωτοβυζαντινή περίοδος
Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένας νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις τετράρχες είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν πόλεμοι μεταξύ τους. Από τους πολέμους αυτούς νικητής αναδείχθηκε το 324 ο Κωνσταντίνος. Το 330 με απόφαση του μονοκράτορα πλέον Κωνσταντίνου, που θεωρείται ιδρυτής της αυτοκρατορίας, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, που μετονομάστηκε σε "Κωνσταντινούπολη", προς τιμήν του κτίστη της, ή "Νέα Ρώμη". Η ιστορία της Πόλης ταυτίστηκε με εκείνη της αυτοκρατορίας. Οι χρόνοι που ακολουθούν έως τον 6ο αιώνα ονομάζονται "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), η οποία θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Η μεταφορά της αυτοκρατορικής έδρα στην ανατολή συνοδεύτηκε από αλλαγή της αντιμετώπισης του Χριστιανισμού. Το 313 το Διάταγμα των Μεδιολάνων επέτρεψε την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας και το 325 ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια για τον καθορισμό του χριστιανικού δόγματος.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της επί Ιουστινιανού.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας "ανακτήσεως" (reconquista).
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Οι εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς. Η ήττα στο Μαντζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε[7][8], ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[9]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά.
Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφοριών. Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις και η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη.
Το λεγόμενο «βασιλικό φλάμουλο» επί Παλαιολόγων, στα μέσα του 14ου αιώνος, όπως περιγράφεται από τον ψευδο-Κωδινό και τον ισπανικό άτλαντα Conoscimento de todos los reinos.[10][11]
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.
Οι τελευταίοι αυτοκράτος είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πολιτική θεωρία
Η αυτοκρατορική ιδέα
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
Κρατική οργάνωση
Άμυνα
Δείτε και το άρθρο Βυζαντινός στρατός
Δικαιοσύνη
Δείτε και το άρθρο Βυζαντινό δίκαιο
Κοινωνική δομή
Γενικά χαρακτηριστικά
Επέκταση
Αυτή η ενότητα του λήμματος χρειάζεται επιπλέον πληροφορίες. Μπορείτε να βοηθήσετε στην περαιτέρω ανάπτυξή της.
Μοναχισμός
Για τον μοναχισμό ως κίνημα βλ. και λήμμα Μοναχισμός
Πολιτισμός
Παιδεία
Κύριο λήμμα: Βυζαντινή παιδεία
Γραμματεία
Κύριο λήμμα: Λόγια βυζαντινή γραμματεία
Δείτε επίσης: Βυζαντινή ιστοριογραφία
Φιλοσοφία
Κύριο λήμμα: Βυζαντινή φιλοσοφία
Τέχνη
Κύρια λήμματα: Βυζαντινή τέχνη και Βυζαντινή μουσική
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικόυ κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία.
Εικόνα του Ευγγγελισμού από την Αχρίδα, πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους. Tην περίοδο της εικονομαχίας πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Την περίοδο της ύφεσης διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Η γλυπτική τέχνη είναι άρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυγες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η βυζαντινή μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία.[12] Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.[13][14] Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας
Ονομασία
Δείτε επίσης: Ονομασίες των Ελλήνων
Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές, κατά τη διάρκεια των 11 και πλέον αιώνων ζωής της "Βυζαντινής" αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους "Βυζαντινή Ιστορία" και "Βυζαντινός" να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους μόνο Ρωμαίους, ενώ η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσά τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντοτε το όνομα "Ρωμαίων κράτος" ή "Ρωμαίων πολιτεία" και ονόματα όπως "Ρώμη" και "Ρωμανία" υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνησή τους μένουν σήμερα οι όροι "Ρωμιός" και "Ρωμιοσύνη". Ο εκάστοτε αυτοκράτορας έφερε τον τίτλο του Βασιλέως Ῥωμαίων.
Ο όρος "βυζαντινός" είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Κατόπιν, τον όρο "βυζαντινός" καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας "της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για τη μακροχρόνιά της διάρκεια".
Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματευόταντην ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.
Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα "Βυζάντιο" υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στον Βόσπορο, που ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου "Βυζάντιο", δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η "Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία" μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι "η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453 [15]"
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.
Βυζάντιο και Δύση
Κύριο λήμμα: Βυζάντιο και Δύση
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας[16].
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα "Βυζάντιο", συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[17] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης[18]. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας[19].
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη[20], τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές[21]. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
Εθνολογική σύνθεση
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός[22]. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.
Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
Κύριο λήμμα: Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Νεοέλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεοτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του "εθνικού" ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα [23], καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Εντούτοις η γλώσσα της πολιτείας από τα μέσα του 6ου αιώνα δεν υπήρξε ούτε η σλαβική ούτε η λατινική. Υπήρξε επισήμως η ελληνική (που ήταν εξάλλου η lingua franca αν όχι ολόκληρης της αυτοκρατορίας, πάντως των παραλίων της, των εμπορικών πόλεων και η γλώσσα της εκκλησίας των χριστιανών). Επισης οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνορωμαϊκές (επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα έγιναν κυρίως ελληνικές. Κατά συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη "'Ελλην" ήταν ταυτισμένη τους πρώτους αιώνες με την ειδωλολατρεία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος.
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες[24], εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Οι βυζαντινές σπουδές
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.
Βεβαίως, ο όρος "Μεσαίωνας" είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν "μεσαίωνας", δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το "σκοτεινό" και παροδικό[25].
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701-1778, "Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος "Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας".
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί[26] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες[27], εχθρικές[28] και ιστορικά αστήρικτες[29], εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
"Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του..."[30]
Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.
Κληρονομιά
Βυζαντινοί λόγιοι είχαν μεγάλη συμβολή στη διατήρηση και αντιγραφή κλασικών χειρογράφων που εμπλούτισαν την Αναγέννηση στη δυτική Ευρώπη.
Η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος που αναβίώσε τους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κινήματος κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. [31].
Δείτε επίσης
Βυζαντινή ιστοριογραφία
Βυζαντινή μουσική
Βυζαντινές πολεμικές τακτικές
Βυζαντινός Στρατός
Βυζαντινή τέχνη
Κατάλογος των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου
Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Βυζαντινές Δυναστείες (Οίκοι - Οικογένειες)
Βυζαντινή αρχαιολογία
Βυζαντινό νόμισμα
Παραπομπές
↑ Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 6
↑ Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 5
↑ Gabriel 2002, σ. 277. Οι ελληνιστικές παραδόσεις του Βυζαντίου.
↑ Millar 2006, σσ. 2, 15; James 2010, σ. 5: "Η βυζαντινή αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από τον Χριστιανισμό, και την μεσαιωνική ελληνική γλώσσα"
↑ Georg Ostrogorsky 2002, τόμ. Α', σελ. 84
↑ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ 1992, σ.σ. 39,41,73
↑ Paul Markham, The Battle of Manzikert: Military Disaster or Political Failure?, 2005. Ανακτήθηκε 15/2/2009
↑ Julius Norwich, Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου, 1988, μτφρ. Δ. Κωστελένου (Αθήνα: Γκοβόστης, 1999), σελ. 378-379
↑ Vasiliev 1954, σελ. 442
↑ Γεώργιος Κωδινός, Περί των Οφφικίων, Bonn Ed. 1839, σελ. 28
↑ Other Byzantine flags shown in the "Book of All Kingdoms" (14th century). Flags of the World. Ανακτήθηκε στις 07-08-2010.
↑ [The Columbia Electronic Encyclopedia, 6th ed. 2007] Βυζαντινή Μουσική
↑ Οικουμενικό Πατριαρχείο, Επίσημη Ιστοσελίδα.
↑ Κέντρο Μουσικής Πληροφόρησης
↑ J. Β. Bury, A History of the Later Roman Empire, τόμ. 1 (London: Macmillan, 1889), σελ. V
↑ Ιωάννης Καραγιαννόπουλος 1988, σελ. 225
↑ Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16
↑ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ 1992, σελ. 22
↑ Ζακ Λε Γκοφ στο Βυζάντιο και Ευρώπη (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σελ. 93
↑ Μάριος Μπέγζος 2004, σελ. 65
↑ Νίκος Α. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2001), σελ. 292
↑ Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969), σελ. 202 κ.εξ.
↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 10
↑ "Είναι αληθές ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες το Βυζάντιο ησθάνθη εαυτόν περισσότερον ελληνικόν από οποτεδήποτε άλλοτε, αφού μάλιστα περιωρίσθη γεωγραφικώς εις τον Βαλκανικόν χώρον και τας νήσους" (Ν. Τωμαδάκης, Οι Λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του βασιλείου της Νικαίας (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1993, σελ. 8)
↑ Μάριος Μπέγζος 2004, σελ. 187
↑ Encyclopedie de la Pleiade, τόμ. Δ' (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ) 1980), στο λήμμ. "Ιστορία και μέθοδοί της", σελ. 56
↑ Heinz-Günther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννη Αναστασίου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1997), σελ. 450
↑ UNESCO: Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 12 (Αθήνα: Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., 1970), σελ. 4137
↑ Georg Ostrogorsky 2002, σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: "...παρά την ζωηρή του περιγραφή...δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει [...] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζουνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. [...] "Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος", παρατηρεί ο J. Β. Bury "ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς" [...] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων."
↑ Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου 1971-72, σελ. 201
↑ Norman H. Baynes και Η.St.L.B. Moss 2004, σελ. 102
Βιβλιογραφία
Βαλτέρ, Ζεράρ. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180). Αθήνα: Παπαδήμας, 1990.
Baynes, Norman H. και H. St. L. B. Moss. Βυζάντιο, εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό. Μτφρ. Δημήτριος Ν. Σακκάς. Αθήνα: Παπαδήμας, 1986.
Ζακυθηνός, Διονύσιος Α. Βυζαντινή Ιστορία 327-1071. Αθήναι: 1977.
Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ελένη. Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μτφρ. Τούλα Δρακοπούλου. Αθήνα: Ψυχογιός, 1992.
Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος Ζ'. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1978.
Καραγιαννόπουλος, Ι. Το Βυζαντινό Κράτος. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1996.
Mango, Cyril. Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1988.
Μπέγζος, Μάριος. Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας. Αθήνα: Γρηγόρης, 2004.
Nicol, Donald M. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996.
Nicol, Donald M. Βυζάντιο και Βενετία. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.
Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.
Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. Βυζαντινή Ιστορία, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.
Vasiliev, Α.Α. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453. Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη. Αθήνα: Μπεργαδής, 1954.
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, α) Γεωργίου Φραντζή, Πρωτοβεστιαρίου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, "Το χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης", Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Ιωάννης Α. Μελισσείδης & Ρίτα Ζαβολέα Μελισσείδου. β) "Συνοπτική Ιστορία των Γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1440-1453", Μελέτη/Κείμενο: Ιωάννης Α. Μελισσείδης (1998/2004), έκδοση Ε΄επηυξημένη, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004. ISBN 9607171918 (βάση δεδομένων ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Commons logo
Τα Κοινά έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Μέση Βυζαντινή περίοδος
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Ύστερη Βυζαντινή περίοδος
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Η Εποχή του Ιουστινιανού
Dumbarton Oaks
Fordham University
The Society for the promotion of Byzantine Studies
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου και πλήρεις γενεαλογικοί κατάλογοι των αυτοκρατόρων του, στα αγγλικά
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License