.
Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (Σαλαμίνα, 1848 – Αθήνα, 1913) από τους σημαντικότερους έλληνας ζωγράφους της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ρωμαλέος καλλιτέχνης, άφησε λιγοστή παραγωγή, εκατό περίπου πίνακες. Ζωγράφισε κυρίως πρόσωπα, αλλά και τοπία, νεκρές φύσεις και θέματα από την καθημερινή ζωή,όπως το ορφανό, παιδιά που κλέβουν μήλα (1884), χωρική σε γαϊδουράκι (1888), αγρόκτημα με γαλοπούλες (1891) κ.α.
Ως αγιογράφος εργάστηκε στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, των Αγίων Θεοδώρων στο Α΄Νεκροταφείο, του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, στην Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας κ.α. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό.[1]
Βιογραφία
"«Στα γελαστά ακρογιάλια και στις ήρεμες πευκόφυτες πλαγιές της Σαλαμίνας, κοντά στο κοπάδι του πατέρα του πέρασε τα πρώτα χρόνια του ο μικρός Πολυχρόνης. Όχι λιγότερο αποφασιστικό ρόλο έπαιξε στα πρώτα βήματά του και το μεγάλο προσκύνημα του νησιού του, το μοναστήρι της Φανερωμένης, που ήταν τότε ανδρικό μοναστήρι με μεγάλη ακτινοβολία. Κάπου εκατό χρόνια νωρίτερα (1735) ο τελευταίος αξιόλογος τεχνίτης της βυζαντινής παράδοσης, ο Γεώργιος Μάρκου από το Άργος, είχε ιστορήσει στους τοίχους του καθολικού χιλιάδες μορφές αγίων αποθησαυρίζοντας σ΄αυτό ολάκερη σχεδόν την ορθόδοξη εικονογραφία». «Στα γελαστά ακρογιάλια και στις ήρεμες πευκόφυτες πλαγιές της Σαλαμίνας, κοντά στο κοπάδι του πατέρα του πέρασε τα πρώτα χρόνια του ο μικρός Πολυχρόνης. Όχι λιγότερο αποφασιστικό ρόλο έπαιξε στα πρώτα βήματά του και το μεγάλο προσκύνημα του νησιού του, το μοναστήρι της Φανερωμένης, που ήταν τότε ανδρικό μοναστήρι με μεγάλη ακτινοβολία. Κάπου εκατό χρόνια νωρίτερα (1735) ο τελευταίος αξιόλογος τεχνίτης της βυζαντινής παράδοσης, ο Γεώργιος Μάρκου από το Άργος, είχε ιστορήσει στους τοίχους του καθολικού χιλιάδες μορφές αγίων αποθησαυρίζοντας σ΄αυτό ολάκερη σχεδόν την ορθόδοξη εικονογραφία».[2]
"« Μια μέρα η μάνα του Πολυχρόνη γέμισε ένα καλάθι με βρουβοβλάσταρα, αυγά, χταπόδι και πλατέστι (λαδόπιτα άζυμη), έβαλε στο ταγάρι της τις αλλαξιές του γιου της κι ανέβηκε στην Αθήνα. Από το Πέραμα μέχρι τη χώρα ποδαρόδρομο κουράστηκε και κάθισε στα σκαλοπάτια του σχολείου του Πολυχρόνη να ξεκουραστεί. Εκεί την είδε ο Υδραίος Πολιτικός Δημήτριος Βούλγαρης, ο λεγόμενος «Τζουμπές», γνώρισε την καταγωγή τής Λεμπέσαινας από τη φορεσιά της και τη ρώτησε αρβανίτικα τι ήθελε εκεί. Η μάνα του Χρόνη είπε το λόγο που την έφερε από το νησί της. Ο Βούλγαρης τότε της είπε πως ήξερε το γιό της γιατί ήταν υπόδειγμα στην τάξη. Στην ίδια τάξη φοιτούσε κι ο δικός του γιος, αλλά δεν ήταν καλός μαθητής σαν το δικό της. Γι’ αυτό της είπε πως αναλαμβάνει αυτός τη φροντίδα για τον Πολυχρόνη ώστε και ο γιος του να παρακινείται να διαβάζει. Της ζήτησε μονάχα να του φέρνει τα αγαπημένα του βρουβοβλάσταρα της Σαλαμίνας». »[3]
Σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα αρχικά. Με την υποστήριξη του πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη ή Τζουμπέ Παύλος Νιρβάνας</ref> έλαβε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου. Στο Μόναχο έγινε φίλος με τον ήδη γνωστό Νικόλαο Γύζη. Μαθήτευσε επίσης στα εργαστήρια του Βίλχελμ Λίντενσμιτ του Νεότερου (Wilhelm Lindenschmidt dJ.) και του Λούντβιχ φον Λοφτς (Ludwig von Löfftz).
Το 1880, ο Λεμπέσης επέστρεψε στην Αθήνα, για να εγκατασταθεί στην περιοχή του Θησείου. Παρότι ήταν εξαιρετικός τοπιογράφος, σύντομα έγινε γνωστός για το ταλέντο του ως προσωπογράφος. Δέχθηκε αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από ευκατάστατους αστούς της εποχής του (Καψάλης, Σανταρόζας, Σερπιέρης, Λεβίδης, κ.ά.). Παράλληλα δε δίδαξε ζωγραφική στα παιδιά του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη. Μένει στο κελί του στη Σαλαμίνα χωρίς σχεδόν δουλειά ή στο σπιτάκι του στο Θησείο, όπου, γερασμένος πρόωρα περνάει τις ώρες του στα μικρά καφενεδάκια της γραφικής αλλά παράμερης πλατείας. Εκεί τον «ανακάλυψε» στα 1911 ο Παύλος Νιρβάνας. Τα μαλλιά τού Λεμπέση είναι άσπρα. Πίνει τον καφέ του το δειλινό με κάνα-δύο απλοϊκούς γείτονες. «Κανένας δεν μαντεύει ποιος είναι», σχολιάζει ο Νιρβάνας, που τον ρωτάει: «Ζεις Λεμπέση;»
— «Ζω» (...)
— Και τι κάνεις τώρα;
— Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ!
Έτσι σιγοσβήνει, άγνωστος, φτωχός, μονάχος ο Λεμπέσης στα 1913.[4] «Απέθανεν ένας των ικανοτέρων ζωγράφων μας, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής «… περί του εκλιπόντος εν αφανεία αλλά και εν αφανεία ζήσαντος καλλιτέχνου».[5] Για να βρεθούν χρήματα για την κηδεία του πουλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ΄ένα ψαρά και σ΄έναν μπακάλη, όσα έργα του υπήρχαν στο εργαστήρι για 2 ή 5 δραχμές το καθένα. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εξήντα δραχμές. Η είδηση του θανάτου του μόλις δημοσιεύτηκε στα ψιλά κάποιας πειραιώτικης εφημερίδας και στα δύο καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής.[6] Είναι άλλωστε η εποχή των θριαμβικών αγώνων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για θλίψη για το ζωγράφο που πάντα έζησε «έξω από τους κύκλους των αγώνων και των προστριβών των ομοτέχνων του – αντιτέχνων θα έλεγε ο Λουκιανός μακρυά από τα χαλκεία της εφήμερης φήμης που είναι τα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό. Με επίγνωση της αξίας του, αλλά ταπεινός και από ένα σημείο και πέρα αποτραβηγμένος, θυμίζει πολύ τον άλλο «Κοσμοκαλόγερο», τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Λέγεται, πάντως, ότι η εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Νικηφόρο Λύτρα. Διάφορες ιστορίες, που ίσως δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, δίνουν κάποια ιδέα της ατμόσφαιρας αυτής. Κάποτε ο Φερδινάνδος Σερπιέρης κάλεσε τον Λεμπέση να του κάνει ένα πορτρέτο (ανήκει σήμερα στη Συλλογή Ε.Κουτλίδη). Ο Λεμπέσης ζήτησε και πήρε για το έργο 2800 δραχμές. Ζωγράφισε το Σερπιέρη όπως ακριβώς ήταν, αρκετά παχύ και ογκώδη. Ο Σπερπιέρης έδειξε στο Λύτρα το πορτρέτο του για να κρίνει τη δουλειά του νεοφερμένου ζωγράφου. Ο Λύτρας παρατήρησε ότι ήταν μεν καλό αλλά δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό. Την κρίση αυτή, που κολάκευε τον εικονιζόμενο, μετέφερε ο Σερπιέρης στο Λεμπέση. Ο Λεμπέσης θύμωσε, έδωσε πίσω στο Σερπιἐρη τα λεφτά, πήρε το πορτρέτο, το έκοψε και το έκανε μικρότερο. Ας σημειωθεί ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης και ορισμένοι κριτικοί βρίσκουν ότι έχει αναλογίες με την αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν. Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει.
Έργο
Τα έργα του που είναι γνωστά στο κοινό — μαζί με τις αγιογραφίες του σε εκκλησίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Σαλαμίνας δεν ξεπερνούν τα εκατό. Ορισμένα από τα πιο γνωστά του έργα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη (Γυμνό, Το αγόρι με τα κουνέλια, Η ανηψιά του καλλιτέχνη, Προσωπογραφία του αδελφού του, κ.ά.), στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο (Το κορίτσι με τα περιστέρια) και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στην Θεσσαλονίκη (Το αλητόπαιδο). Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει. Ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, τη Γέννηση στη Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας και την Πλατυτέρα των ουρανών (όπου διακρίνονται η λιτότητα, η σεμνότητα της βρεφοκρατούσας Παναγίας) και η παρθενική αβρότητα των δυο αγγέλων που την περιστοιχίζουν με την ωραία πτυχολογία τους.
Αναγνώριση και κριτική
Αναδρομική έκθεση των έργων του οργάνωσε τον Μάρτιο του 1963 στη Σαλαμίνα ο εκεί σύλλογος "Ευριπίδης". Γενικά το ζωγραφικό του έργο διακρίθηκε για την χρωματική του ακρίβεια και την καθαρότητα του σχεδίου.Ιδιαίτερα αξιόλογες θεωρούνται οι προσωπογραφίες του στις οποίες κατόρθσε ν΄αποδώσει με ειλικρίνεια και μεγάλη συνθετική και εκφραστική ελευθερία την ψυχογραφία των προσώπων που εικονίζει: Ο στρατιώτης, ο Παπάς, προσωπογραφία κοριτσιού, Φερδινάδος Σερπιέρης (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη)... Στα τοπία του ο Λεμπέσης απέδωσε με μεγαλύτερη αμεσότητα το «ελληνικό στοιχείο» και το φως της ελληνικής υπαίθρου χωρίς να διαλύει τις μορφές και τα αντικείμενα στο χώρο και χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιαδινακεύσεις: Λόφος του Αρείου Πάγου, Μικρούλα στα χορτάρια (Αθήνα, Συλλογή Καλκάνη). Οι θρησκευτικές του συνθέσεις όμως είναι γενικά μικρότερης αξίας από τα άλλα έργα του, καθώς ξέφυγε από την παραδοσιακή αντίληψη και ακολούθησε δυτικότροπες τάσεις για «βελτιωμένη βυζαντινή ζωγραφική» Η πιο φτασμένη σύνθεσή του θεωρείται η Πλατυτέρα των Ουρανών στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Τα τελευταία χρονολογημένα έργα του είναι ο Άγιος Μηνάς και η Αγία Λαύρα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στη Σαλαμίνα που φέρουν την ημερομηνία 1909.
Υποσημειώσεις
↑ Αφιέρωμα στην ελληνική ζωγραφική
↑ Πολυχρόνης Λεμπέσης 1848-1913, Νίκος Ζίας
↑ Περιοδικό Πανδώρα, Π.Νιρβάνας
↑ Βιβλιογραφία Α΄, Π.Νιρβάνας
↑ Παναθήναια ΙΓ΄, 1913.σ.12
↑ Παναθήναια 15-28 Φεβρουαρίου 1913 σ.192
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Έλληνες ζωγράφοι στο Sotheby's
Biography (in Greek)
«Πολυχρόνης Λεμπέσης (1848-1913)» — Βιογραφικό από τον Αρβανίτικο Σύνδεσμο Ελλάδας.
-Polychronis_Lembesis
-Αveroffmuseum/Metsovo
National Gallery
ESK Το κορίτσι με τα περιστέρια
Το παιδί με το κουνέλι
Τραγικότητα χωρίς μύθο
Πηγές
Με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννηση (1848) του Πολυχρόνη Λεμπέση ο Νίκος Ζίας γράφει στο ΒΗΜΑ για τη ζωή και το έργο του.
"Πειραϊκόν Ημερολόγιον" Αρχείο Πειραϊκών Σπουδών (1966) τομ.1ος σελ.67
" Έλληνες Ζωγράφοι", Τόμος Α΄Εκδοτικός οίκος Μέλισσα.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License