.
ΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Στην αρχαία Κύπρο αναφέρονται 12 συνολικά βασίλεια, το καθένα με αστικό και διοικητικό του κέντρο μια ομώνυμη πόλη. Τα βασίλεια αυτά ήταν:
- Μαρίου
- Ταμασσού
- Ιδαλίου
Από φιλολογικές, επιγραφικές και νομισματικές πηγές, μας είναι σήμερα γνωστοί διάφοροι αρχαίοι βασιλιάδες των πιο πάνω βασιλείων.
Ο θεσμός της βασιλείας στην αρχαία Κύπρο είναι ένα απ' τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της ιστορίας του νησιού, αλλά και της αρχαίας ιστορίας γενικότερα. Πραγματικά, ο θεσμός διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ουσιαστικά από την εποχή του ελληνικού αποικισμού κατά το 12ο π.Χ. αιώνα μέχρι το 312 π.Χ. περίπου, οπότε ο Πτολεμαίος Α' ο Λάγου, ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλιάς της Αιγύπτου και της Κύπρου, τον καταργεί εντάσσοντας το νησί στο σύνολο του βασιλείου του.
Εξάλλου, στην Κύπρο ο θεσμός παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν παρατηρούνται σε άλλα τμήματα του ελληνικού κόσμου όπου διατηρείται ο θεσμός της βασιλείας την ίδια περίοδο.
Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι ο θεσμός παρουσιάζει αρκετά προβλήματα στον ερευνητή, τα οποία μάλιστα δε βρίσκουν πάντοτε ικανοποιητικές απαντήσεις. Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- Προβλήματα γενικά, που σχετίζονται περισσότερο με την προέλευση, τη διατήρηση και την επιβίωση του θεσμού σε μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο όπως επίσης και ποια από τα στοιχεία του είναι καθαρά ελληνικής ή ανατολικής προέλευσης, ή ακόμη αν είναι αυτούσια κυπριακά κλπ.
- Προβλήματα ειδικά, όπως για παράδειγμα ο τρόπος λειτουργίας του θεσμού, π.Χ. ποιος ήταν ο ρόλος του βασιλιά και της Αυλής του, Οι εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις του βασιλείου, η κοινωνική και οικονομική διάρθρωση των βασιλείων, αν ο θεσμός ήταν ενιαίος σε όλες τις πόλεις-βασίλεια κλπ.
Δύο έργα του 4ου αι. π.Χ. που εξέταζαν ειδικά το θέμα της κυπριακής βασιλείας δεν έχουν δυστυχώς σωθεί. Το πρώτο ήταν η Πολιτεία Κυπρίων του Αριστοτέλη και το άλλο η βασιλεία Κυπρίων του Θεοφράστου. Γνωρίζουμε την ύπαρξη των έργων αυτών από μεταγενέστερους συγγραφείς. Στο έργο του Αριστοτέλη αναφέρονται τα λεξικά του Αρποκρατίωνα και του Σουίδα (ή Σούδα) στα λήμματα άνακτες, και άνασσαι. Οι λέξεις αυτές αναφέρονται στο λόγο του Ισοκράτη Ευαγόρας. Αναφέρουν οι δύο λεξικογράφοι: Φαίνεται πως ο ρήτορας (δηλ. ο Ισοκράτης) μνημονεύει κάποια συνήθεια στην Κύπρο. Ο Αριστοτέλης για παράδειγμα στο έργο του "Πολιτεία Κυπρίων" λέγει: "ονομάζονται οι γιοι και αδελφοί του βασιλιά άνακτες και οι αδελφές και γυναίκες του άνασσαι".
Ο πατριάρχης Φώτιος, εξάλλου, στο έργο του Λέξεων συναγωγή αναφέρει στο λήμμα τιάρα: κόσμημα της κεφαλής.. Το ίδιο το ονομάζουν και "κίταρις". Ωστόσο ο Θεόφραστος στο έργο του "Βασιλεία Κυπρίων" αναφέρει ότι η κίταρις ήταν κάτι διαφορετικό.
Οι τρεις Κυπριακοί λόγοι του Ισοκράτη, τέλος, (δηλαδή Ευαγόρας, Νικοκλής ή Κύπριοι, Προς Νικοκλέα) εκτός του ότι αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα μόνο κυπριακό βασίλειο, στο βασίλειο της Σαλαμίνας, από τον ίδιο τον εγκωμιαστικό τους χαρακτήρα δε μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε όσα θα θέλαμε χωρίς, ωστόσο, να παραγνωρίζουμε τη συμβολή τους.
Ύστερα και η ίδια αρχαιολογία, παρ' όλες τις σημαντικές ανακαλύψεις που έκανε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να συμβάλει παρά μερικά. Ίσως η σημαντικότερη προσφορά της είναι η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Σαλαμίνας που μας έκαναν γνωστά μερικά έθιμα (ταφικά και άλλα), όπως και την επιβεβαίωση του πλούτου των βασιλιάδων της Σαλαμίνας (ίσως και των άλλων βασιλείων) στη διάρκεια της ασσυριακής κατάκτησης του νησιού. Ωστόσο μέχρι σήμερα δε βρέθηκε το παλάτι κάθε βασιλείου. Πραγματικά εκτός από εκείνο του Βουνιού που βρίσκεται σ' ένα λόφο κοντά στους Σόλους, κανένα άλλο δεν αποκαλύφτηκε μέχρι σήμερα. Έτσι, το βασιλικό παλάτι της Σαλαμίνας που θα ήταν και το πιο σπουδαίο, ιδιαίτερα την εποχή της βασιλείας του Ευαγόρα Α' (411 - 374 π.Χ.), αυτού του υπέρμαχου του ελληνισμού στην Κύπρο, δεν είδε ακόμη το φως παρ' όλες τις συστηματικές ανασκαφές που διεξάγονταν εκεί από τον περασμένο αιώνα και στις οποίες έθεσε τέρμα η τουρκική εισβολή του 1974.
Ας έρθουμε τώρα στην εξέταση του ίδιου του θεσμού. Γιατί πρώτα- πρώτα κάθε πόλη ήταν και βασίλειο; Γιατί η Κύπρος ως νησί δεν αποτελούσε μια ενιαία κρατική οντότητα όπως συνέβαινε πριν από την παρουσία των Ελλήνων;
Σήμερα γενικά πιστεύεται ότι πριν από τον ελληνικό αποικισμό η Κύπρος αποτελούσε ένα ενιαίο βασίλειο εκείνο της Αλασίας που είχε ομοιότητες με τα μεγάλα βασίλεια της Ανατολής. Αυτό τουλάχιστον μας μαρτυρούν οι αιγυπτιακές και βορειοασσυριακές πηγές. Ο "βασιλιάς της Αλασίας" φαίνεται να ήταν ίσος με τους μεγάλους μονάρχες της Ανατολής αφού όταν ήταν υποχρεωμένος να επικοινωνήσει μαζί τους, τους προσφωνούσε ως ίσος. Εξάλλου μια κοινωνική και οικονομική ζωή παρόμοια μ' εκείνη της Ανατολής θα έπρεπε να επικρατούσε και στην Κύπρο την εποχή αυτή.
Άλλωστε τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στη μυκηναϊκή Ελλάδα όπως φάνηκε από την ανάγνωση της Γραμμικής Β' γραφής:
- Οικονομικό σύστημα με κέντρο το βασιλικό ανάκτορο.
- Συγκέντρωση όλων των εξουσιών, πολιτικών, διοικητικών, θρησκευτικών, στρατιωτικών στα χέρια του μονάρχη.
- Διατήρηση γραφέων, όπως στην Ανατολή και την Αίγυπτο, για την καταγραφή κάθε μορφής δραστηριότητας. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην Κύπρο έχουν διατηρηθεί παρόμοιοι γραφείς (ή αγορανόμοι;) ακόμη και στην Κλασική εποχή όπως μαρτυρούν αγαλμάτια που σώθηκαν. Με τη μετέπειτα διαίρεση του νησιού σε μικρά βασίλεια δεν καταργήθηκαν. Αντίθετα, ήταν απαραίτητοι για την καλύτερη διεκπεραίωση των βασιλικών υποθέσεων.
Η προέλευση, λοιπόν, του θεσμού οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, στην παρουσία των Ελλήνων στην Κύπρο. Αυτοί, όπως ήταν επόμενο, μεταφύτεψαν στο νησί τους δικούς τους πολιτικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς και άλλους θεσμούς. Άλλωστε πολλά ίχνη που είναι καθαρά μυκηναϊκής προέλευσης διατηρήθηκαν και αργότερα, στην Κλασική περίοδο, όταν ο θεσμός, κάτω από την επίδραση των ανατολικών κατακτήσεων του νησιού, έγινε αυταρχικός.
Τέτοια μυκηναϊκά κατάλοιπα είναι για παράδειγμα:
- Η χρήση της συλλαβικής γραφής (που διατηρείται μέχρι την Ελληνιστική εποχή) για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, κατ' ακρίβεια της αρκαδοκυπριακής διαλέκτου.
- Η χρήση ενός "αρχαϊκού" πολιτικού και θρησκευτικού λεξιλογίου.
- Η χρήση ταφικών εθίμων, όπως η ταφή του νεκρού με το άρμα και τ' άλογά του.
- Η χρήση πολεμικών τακτικών που στην ίδια την ηπειρωτική Ελλάδα καταργήθηκαν από πολύ καιρό. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη χρήση πολεμικών αρμάτων ακόμη και τον 5ο αι. π.Χ. ενώ στην Ελλάδα σταμάτησαν ήδη τον 7ο αι. με τη δημιουργία της φάλαγγας των οπλιτών.
Η γεωγραφική θέση του νησιού θα είχε βοηθήσει και συντείνει κατά πολύ στην επιβίωση του θεσμού. Όπως γνωρίζουμε σ' όλο αυτό το διάστημα η Κύπρος, εκτός από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν πάντα κάτω από την εξουσία των μεγάλων μοναρχιών της Ανατολής. Η μεγάλη στρατηγική σπουδαιότητα του νησιού, ο φυσικός, ορυκτός και γεωργικός πλούτος θα τράβηξαν επίσης την προσοχή τους. Παρόλο ότι αρκούνταν στην πληρωμή φόρου υποτέλειας αφήνοντας τους Κυπρίους δυνάστες να διαχειρίζονται τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα των βασιλείων τους και να διατηρούν ακόμη και δικό τους νόμισμα, ήταν ωστόσο επόμενο πως η παρουσία των μοναρχιών αυτών στο νησί θα επηρέασε το κεφάλαιο των θεσμών. Η διατήρηση επομένως της βασιλείας θα οφείλεται στη συνάρτηση των παραγόντων γεωγραφία / ιστορία.
Απ' όσα έχουν λεχθεί αντιλαμβάνεται κάποιος πόσο δύσκολο είναι να παρακολουθήσουμε, σ' όλες του τις λεπτομέρειες, το θεσμό της βασιλείας στην Κύπρο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας του, αλλά και ως προς την εξέλιξή του μέσα στο χώρο και το χρόνο. Κι αυτό γιατί όπως κιόλας αναφέρθηκε, εκτός του ότι οι πηγές στη διάθεσή μας είναι αποσπασματικές, δεν αναφέρονται σ' όλα τα βασίλεια. Η Σαλαμίνα, για παράδειγμα, παίρνει τη μερίδα του λέοντος σ' ότι αφορά τις λογοτεχνικές αλλά και τις αρχαιολογικές πηγές.
Έχοντας υπόψη τις δυσκολίες που αναφέραμε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα γενικό θεωρητικό διάγραμμα του θεσμού της βασιλείας όπως τον γνωρίζουμε στη Σαλαμίνα τον 5ο π.Χ. αι., κυρίως προβάλλοντας ωστόσο κάθε φορά, τις ενδεχόμενες διαφορές που υπήρχαν στις άλλες πόλεις- βασίλεια.
Κεντρική μορφή του συστήματος ήταν ο βασιλιάς, απόλυτος μονάρχης που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούσε το βασίλειο του Ιδαλίου. Οι βασιλικές εξουσίες εδώ ήταν μειωμένες γιατί και η ίδια η πόλη είχε ένα μέρος των ευθυνών, όπως φαίνεται ολοκάθαρα από την περίφημη χάλκινη επιγραφή του Ιδαλίου:... ο βασιλιάς Στασίκυπρος και η Πόλη είχαν καλέσει το γιατρό Ονάσιλο...
... ο βασιλιάς και η Πόλη συμφώνησαν να δώσουν στον Ονάσιλο και στ' αδέλφια του... από τον Οίκο του βασιλιά και από την Πόλη ένα τάλαντο αργύρου...
Η πολύ σημαντική αυτή πινακίδα, που βρέθηκε παλαιότερα, αποτελούσε κείμενο συμφωνίας που είχε συναφθεί από τη μια μεριά από το βασιλιά και την πόλη του Ιδαλίου και από την άλλη από ένα γιατρό, τον Ονάσιλο. Η συμφωνία είχε γίνει όταν η πόλη του Ιδαλίου πολιορκιόταν από τους Φοίνικες του Κιτίου και από Πέρσες συμμάχους τους. Ο γιατρός Ονάσιλος είχε αναλάβει την ευθύνη για περίθαλψη των τραυματιών, ενώ ο βασιλιάς και η πόλη του Ιδαλίου αναλάμβαναν την υποχρέωση να του πληρώσουν όχι μόνο χρήματα αλλά και ακίνητη περιουσία .
Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο το γεγονός ότι τη σύμβαση αυτή, που έγινε μάλιστα σε κρίσιμη στιγμή πολέμου, σύναψαν με το γιατρό Ονάσιλο όχι μόνο ο ανώτατος άρχοντας αλλά ο βασιλιάς και η πόλη. Η συχνή αναφορά σ' ολόκληρο το κείμενο της επιγραφής στο βασιλιά και στην πόλη ως το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, φανερώνει ότι στο Ιδάλιο ο βασιλιάς δε συγκέντρωσε από μόνος του όλες τις εξουσίες, ούτε καν σε ώρες έκτακτης ανάγκης. Ήταν μ' αυτή τη βάση που υποστηρίχτηκε η άποψη ότι στην πόλη του Ιδαλίου είχαν εισχωρήσει δημοκρατικά στοιχεία που οφείλονταν στην επιρροή των Αθηνών.
Αν και δεν έχουμε άλλες παρόμοιες αναφορές, είναι ωστόσο δυνατό να υποστηριχτεί ότι παρόμοια κατάσταση ίσως επικρατούσε και σε μερικά άλλα από τα κυπριακά βασίλεια, ιδίως σ' εκείνα που είχαν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με τον ελληνικό κόσμο (όπως για παράδειγμα το βασίλειο των Σόλων).
Η βασιλεία ήταν κληρονομική, όπως μαρτυρούν οι πηγές ότι ίσχυε στις πόλεις Σαλαμίνα, Σόλους και Πάφο. Πράγματι ο βασιλιάς Νικοκλής, όταν απευθύνεται στους Σαλαμινίους, αναφέρει:...Κατέχω αυτή την εξουσία όχι σαν σφετεριστής ή ενάντια στο δίκαιο αλλ' εξαιτίας των αρχαίων μου προγόνων και του πατέρα μου.
Ο βασιλιάς ήταν η προσωποποίηση του κράτους. Οι εξουσίες του ήταν απεριόριστες, σε αντίθεση με άλλες περιοχές του ελληνισμού όπου διατηρήθηκε ο ίδιος θεσμός , πράγμα που μας κάνει να στραφούμε προς τις ανατολικές μοναρχίες.
Ήταν αρχηγός του στρατού και συμμετείχε προσωπικά στις εκστρατείες και στον πόλεμο. Απένεμε επίσης τη δικαιοσύνη, όπως μαρτυρείται και πάλι από το Νικοκλή:... Τα δικά μου λόγια να τα θεωρείτε σαν νόμους και να προσπαθείτε να τους τηρείτε. Να γνωρίζετε πως εκείνοι από μας που θα εκτελέσουν καλύτερα τις επιθυμίες μου θα έχουν πιο πολύ τη δυνατότητα να ζουν σύμφωνα με την επιθυμία τους. Συγκεφαλαιώνω όσα είπα. Τα αισθήματα που κατά τη γνώμη σας οι άρχοντες πρέπει να έχουν απέναντι στους υπηκόους τους, τα ίδια πρέπει κι εσείς ν' αναγνωρίζετε για τη δική μου εξουσία.
Στο βασίλειο της Πάφου τουλάχιστον, ο βασιλιάς ήταν επίσης και αρχιερέας της Αφροδίτης .
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο βασιλιάς ήταν επίσης ο μόνος υπεύθυνος. Υπενθυμίζουμε απλώς τις σχέσεις του Ευαγόρα Α' της Σαλαμίνας με την Αθήνα, ή με τον Άκορι, βασιλιά της Αιγύπτου. Ο ίδιος επέτρεπε την εγκατάσταση ξένων στη χώρα του ή μάλλον στο έδαφος του βασιλείου του. Όσοι είχαν το προνόμιο αυτό αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της Αυλής του. Τους παραχωρούσε γη για εκμετάλλευση με βάση το σύστημα των δωρεών. Αναφέρουμε την περίπτωση του Ευαγόρα όπως τη μαρτυρεί ο Ισοκράτης:... Μα να η μεγαλύτερη απόδειξη του ήθους και του σεβασμού του προς τους θεούς. Πολλοί Έλληνες, άριστοι πολίτες, εγκατέλειψαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για να έρθουν να κατοικήσουν στην Κύπρο, θεωρώντας πως η βασιλεία του Ευαγόρα ήταν πιο ανεκτή και πιο έντιμη παρά εκείνη των πολιτευμάτων της πατρίδας τους. Να τους αναφέρω όλους θα ήταν μεγάλη προσπάθεια. Αλλά ποιος δεν ξέρει τον Κόνωνα ο οποίος πρώτευσε απ' όλους τους Έλληνες στην αρετή, πως όταν ηττήθηκε η πόλη του, διάλεξε απ' όλους τους άλλους και ήρθε στον Ευαγόρα; Πίστευε πως κοντά του η προσωπική του ασφάλεια ήταν καλύτερα εξασφαλισμένη και πως ο Ευαγόρας πολύ γρήγορα θα γινόταν στήριγμα για την πόλη του... Ο βασιλιάς επίσης ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας, και το μεγαλύτερο μέρος της γης που βρισκόταν στην περιοχή του βασιλείου του, όπως και ο δασικός και ορυκτός πλούτος, ήταν δική του περιουσία. Τούτο φυσικά δεν απέκλειε και την ύπαρξη ιδιωτικής γης. Χαρακτηριστικό είναι ένα κείμενο του Ερατοσθένη όπως μας το παραδίδει ο Στράβων : Ο Ερατοσθένης λέει πως την παλαιά εποχή οι πεδιάδες της Κύπρου ήταν καλυμμένες με δάση και δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν. Τα δέντρα που έκοβαν για τη καύση του χαλκού και του αργύρου στα μεταλλεία, λίγο ωφελούσαν . Ούτε και αργότερα, όταν τα χρησιμοποιούσαν για τη ναυπήγηση των στόλων ταξιδεύοντας άφοβα στη θάλασσα και με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις. Βλέποντας πως δεν τα εξολόθρευαν, επέτρεψαν σ' όσους επιθυμούσαν και μπορούσαν να κόβουν δέντρα, να έχουν ιδιόκτητη και χωρίς φόρους τη γη που καθάριζαν.
Η βασιλική οικογένεια πιθανό να έπαιζε ενεργό ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις ορισμένων βασιλείων, όπως εκείνου της Σαλαμίνας. Πραγματικά, όταν ο Ευαγόρας αναγκάστηκε να πάει στην Αίγυπτο προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από το σύμμαχό του Άκορι (383/81 π.Χ.) τον αντικατέστησε ο γιος του Πνυταγόρας που χειριζόταν όλες τις υποθέσεις: Όμως επειδή (ο Ευαγόρας) έκρινε καλό να συνεχίσει τον πόλεμο, άφησε το γιο του Πνυταγόρα γενικό υπεύθυνο για όλες τις υποθέσεις στην Κύπρο, κι αυτός με δέκα τριήρεις χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εχθροί, απέπλευσε από τη Σαλαμίνα και ήρθε στην Αίγυπτο... .
Όπως έχουμε κιόλας αναφέρει, εξάλλου, οι γιοι και αδελφοί του βασιλιά ονομάζονταν άνακτες και οι θυγατέρες και γυναίκες άνασσαι. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι η βασιλική οικογένεια αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα είδος συμβουλίου με τη στενή έννοια του όρου. Διαφορετικά η προσφώνηση θα αφορούσε μόνο μια κατηγορία συγγενών, π.Χ. μόνο τα τέκνα.
Εκτός από το ρόλο της βασιλικής οικογένειας δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίσουμε και το ρόλο των ευγενών. Όπως συνέβαινε με παρόμοια καθεστώτα, ο Κύπριος μονάρχης στηριζόταν στις αριστοκρατικές οικογένειες που απολάμβαναν κάθε είδους προνόμια. Ήταν από το περιβάλλον τους που επέλεγε τους συνεργάτες του όπως μαρτυρεί ο Ισοκράτης :... Να μη ζηλεύετε εκείνους που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στο περιβάλλον μου, αλλά να προσπαθείτε να τους συναγωνιστείτε και να εξισωθείτε μαζί τους. Θεωρείτε σαν υποχρέωσή σας ν' αγαπάτε και να τιμάτε εκείνους που αγαπά και ο βασιλιάς σας, ώστε να έχετε και από μένα την ίδια συμπεριφορά,..
Στην Πάφο, μάλιστα, όπως μαθαίνουμε από μια συλλαβική επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στα Κούκλια, η παφιακή αριστοκρατία έδινε όρκο πίστεως στο βασιλιά και τους δικούς του.
Για το ρόλο της αριστοκρατίας έχουμε μια πολύτιμη μαρτυρία του Κυπρίου συγγραφέα της αριστοτελικής σχολής Κλεάρχου από τους Σόλους. Το απόσπασμα διασώθηκε από τον Αθήναιο και αναφέρει τα ακόλουθα: Όλοι οι μονάρχες της Κύπρου έχουν παραδεχτεί σον χρήσιμη την τάξη των κολάκων ευγενικής καταγωγής. Γιατί η απόκτησή τους είναι σύμφωνη με το πνεύμα της απολυταρχίας. Όπως και για μερικούς Αεροπαγίτες έτσι και γι' αυτούς κανείς δε γνωρίζει ούτε τα πρόσωπα ούτε τον πραγματικό αριθμό, εκτός από τους πιο διάσημους. Οι κόλακες στη Σαλαμίνα, από τους οποίους έχουν την αρχή τους εκείνοι της άλλης Κύπρου, είναι χωρισμένοι σύμφωνα με τη συγγένειά τους, στους Γεργίνους και τους Προμάλαγγες. Απ' αυτούς οι Γεργίνοι που αναμειγνύονται με το πλήθος μέσα στην πόλη, στα μαγαζιά και τις αγορές, ωτακουστούν, παίρνοντας θέση κατασκόπων. Ότι ακούσουν κάθε μέρα το αναφέρουν στους λεγόμενους άνακτες. Οι Προμάλαγγες πάλι εξετάζουν αν κάτι απ' αυτό που ανέφεραν οι Γεργίνοι φαίνεται άξιο να ελεγχθεί - γιατί αυτοί είναι ένα είδος ανακριτών. Και η συναναστροφή τους μ' όλο τον άλλο κόσμο γίνεται με τόση τέχνη και πειστικότητα, ώστε μου φαίνεται, όπως κι αυτοί ισχυρίζονται, πως απ' αυτούς έχει διαδοθεί κι έξω από την Κύπρο ο σπόρος των διασήμων κολάκων. Και γι' αυτό το επάγγελμα νιώθουν υπερβολική υπερηφάνεια γιατί τους δίνει τιμές κοντά στους βασιλιάδες.
Το απόσπασμα αυτό του Κλεάρχου μπορεί να μας δώσει ανάγλυφη την εικόνα της δημόσιας ζωής των βασιλείων. Ο φόβος και η καχυποψία είχαν γίνει συνηθισμένο φαινόμενο.
Παράλληλες συνήθειες μπορούμε φυσικά να εντοπίσουμε κι έξω από την Κύπρο, εκεί που ίσχυαν οι ίδιες συνήθειες. Για παράδειγμα ο Ιέρων, ο τύραννος των Συρακουσών εφάρμοζε παρόμοιες μεθόδους. Μάλιστα για τη συλλογή πληροφοριών χρησιμοποιούσε γυναίκες! Αλλά προπάντων είναι ανάμεσα στους Πέρσες, και τούτο δεν είναι τυχαίο, που συναντούμε την ίδια τακτική. Αυτοί, κυρίως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ευνοούσαν αυτού του είδους τις συνήθειες.
Οι βασιλιάδες περνούσαν μια ζωή γεμάτη από απολαύσεις και κάθε είδους χαρές. Το διαπιστώνουμε από μια σειρά ανέκδοτα που μας έχουν παραδώσει διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς και μας φανερώνουν τη ζωή της Αυλής. Αναφέρουμε για παράδειγμα πώς ζούσαν οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες στην Πάφο: Στη συνέχεια διηγείται (ο Κλέαρχος ο Σολεύς) για κάποιο νεαρό Πάφιο την καταγωγή και βασιλιά στην τύχη και λέει: αυτός ο νέος ήταν πλαγιασμένος από την υπερβολική του μαλθακότητα πάνω σε κρεβάτι που είχε τα πόδια ασημένια και που ήταν στρωμένο από κάτω με απαλό χαλί από τα πιο ακριβά που φτιάχνουν στις Σάρδεις. Είχε στηριγμένο πάνω του ένα κόκκινο μαλλιαρό χαλί ντυμένο από τις δυο πλευρές μ' ένα κάλυμμα της Αμοργού. Για προσκεφάλι είχε τρία λινά μαξιλάρια, με πορφύρα στις άκρες. Αλλάζοντας το ένα με τ' άλλο απέφευγε τη ζέστη. Είχε και δυο μαξιλάρια στα πόδια απ' αυτά που λεν δωρικά. Ήταν πλαγιασμένος πάνω σ' αυτό φορώντας μια άσπρη πουκαμίσα...
Ξακουστές, άλλωστε, είχαν γίνει οι αντιδικίες του βασιλιά της Σιδώνας Στράτωνος και του Νικοκλή της Σαλαμίνας για το ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο σε πολυτέλεια και ασωτία. Ας μη ξεχνούμε πως κι ο ίδιος ο Ευαγόρας βρήκε το θάνατο σ' ένα επεισόδιο χαρεμιού και δολοφονήθηκε από ένα ευνούχο. Αυτά τουλάχιστον μας αναφέρει ο ιστορικός Θεόπομπος και παραδίδει ο Φώτιος στην ιστορική του βιβλιοθήκη:... Περιέχει ο δωδέκατος λόγος ... και για το Νικοκρέοντα, με ποιο τρόπο συνωμότησε, πώς αποκαλύφτηκε και πως διέφυγε. Και πως πλάγιαζε με την κόρη του ο Ευαγόρας καθώς κι ο γιος του Πνυταγόρας, κρυφά ο ένας με τον άλλον. Με ποιο τρόπο ο Θρασυδαίος ο ευνούχος, που καταγόταν από την Ηλεία, τους κανόνιζε με τη σειρά την ακολασία τους με τη νέα. Και πώς αυτή η ακολασία τους είχε γίνει αφορμή της καταστροφής τους, γιατί ο Θρασυδαίος κατάφερε να τους σκοτώσει και τους δύο...
Από καιρό σε καιρό οι Κύπριοι βασιλιάδες προσκαλούσαν στα συμπόσιά τους Έλληνες καλλιτέχνες και φιλοσόφους. Πολλές φορές τα συμπόσια αυτά τέλειωναν με μια σειρά από παρεξηγήσεις. Αναφέρουμε μια μαρτυρία του Διογένη Λαερτίου : Για την παρρησία του (ο Μενέδημος ο φιλόσοφος) κινδύνευσε στην Κύπρο κοντά στο Νικοκρέοντα μαζί με το φίλο του Ασκληπιάδη. Γιατί, όταν ο βασιλιάς έκανε γιορτή στην αρχή του μήνα, τους προσκάλεσε κι αυτούς μαζί με άλλους φιλοσόφους και είπε ο Μενέδημος πως, αν ήταν ωραίο να συγκεντρώνονται τέτοιοι άνθρωποι (δηλαδή φιλόσοφοι) τότε έπρεπε η γιορτή να γίνεται καθημερινά. Αλλιώτικα ήταν περιττή και τώρα. Σ' αυτό ο βασιλιάς απάντησε πως μόνο αυτή τη μέρα μπορεί ν' ακούει φιλοσόφους. Τότε εκείνος (ο Μενέδημος) επέμενε ν' αποδείξει πως έπρεπε σε κάθε ευκαιρία ν' ακούει φιλοσόφους. Όμως παρά λίγο να έχαναν τη ζωή τους αν ένας αυλητής δεν τους έδιωχνε. Για τούτο, όταν τους έπιασε τρικυμία μέσα στο πλοίο, λένε πως είπε ο Ασκληπιάδης ότι ενώ η αγάπη του αυλητή προς τις Μούσες τους έχει σώσει, η ελευθεροστομία του Μενέδημου τους έχει θανατώσει.
Το παλάτι του Βουνιού που κτίστηκε, όπως πιστεύεται, μετά την επανάσταση του 499/98 π.Χ. μπορεί να μας δώσει μια εικόνα της βασιλικής κατοικίας. Οι ανατολικές επιδράσεις στην κατασκευή του καθώς και η αρχιτεκτονική του σύλληψη, που είναι βασισμένη στις αρχές της αξονικότητας, της μετωπικότητας και της συμμετρίας, αντικατοπτρίζουν το χαρακτήρα του θεσμού. Η αρχιτεκτονική των "βασιλικών τάφων" επίσης. Από τη μνημειακή κατασκευή τους, τη μορφή και τα πλούσια κτερίσματά τους ξεχωρίζουν από εκείνους των "κοινών" ανθρώπων. Αυτό μας βοηθά να αντιληφθούμε καλύτερα τη θέση του βασιλιά μέσα στην κοινωνική ιεραρχία. Τέτοιοι μνημειακοί τάφοι βρέθηκαν στην Αμαθούντα, στο Κίτιον, στην Ταμασσό, στην Ξυλοτύμπου, στο Κούριον, στον Τράχωνα (περιοχή Καρπασίας), στο Ιδάλιον και φυσικά στη Σαλαμίνα. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα υπήρχαν δύο διαφορετικές νεκροπόλεις: η μια ήταν αποκλειστικά για την ταφή των βασιλιάδων και των ευγενών και η άλλη για τον απλό κόσμο. Ο διαχωρισμός αυτός μας δίνει ανάγλυφα το κοινωνικό χάος που χώριζε το μονάρχη και το περιβάλλον του από τον απλό λαό. Είναι εξάλλου, γι' αυτό το λόγο που σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης των βασιλείων δε μαθαίνουμε τίποτε για τον απλό λαό, σαν να ζούσε χωριστά, σ' ένα δικό του κόσμο.
Η άγνοιά μας εκτείνεται επίσης και στον τομέα της δουλείας, που θάπρεπε ν' αποτελεί όπως παντού άλλωστε στον αρχαίο κόσμο, μια από τις θεμελιακές βάσεις της κυπριακής κοινωνίας στην αρχαιότητα. Εκτός από μερικές νύξεις σ' ελάχιστες λογοτεχνικές πηγές, τίποτε άλλο δε μας παραδόθηκε.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ
Με το τέλος της εποχής του Χαλκού, τερματίζονται χρονολογικά και οι Προϊστορικοί χρόνοι. Το χαλκό, ή σωστότερα, τον ορείχαλκο, αντικατέστησε ένα νέο μέταλλο, σκληρότερο και ανθεκτικότερο, που παρείχε νέες δυνατότητες: ο σίδηρος. Γι' αυτό και το μεγάλο διάστημα των Ιστορικών χρόνων είναι γνωστό και ως εποχή του Σιδήρου. Η πρώτη υποδιαίρεση της νέας αυτής εποχής είναι η Κυπρογεωμετρική (1050-725 π.Χ.), που κι αυτή χωρίζεται σε τρεις μικρότερες υποπεριόδους: την Κυπρογεωμετρική Ι (1050-950 π.Χ.), την Κυπρογεωμετρική ΙΙ (950-850 π.Χ.) και την Κυπρογεωμετρική ΙΙΙ (850-725 π.Χ.).
Το σημαντικότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο αυτή, ήταν η άφιξη και εγκατάσταση Φοινίκων στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό τοποθετείται χρονικά στον αιώνα από το 950 μέχρι το 850 π.Χ., δηλαδή κατά την Κυπρογεωμετρική ΙΙ περίοδο. Είναι φυσικό να θεωρήσουμε ότι η ευμάρεια την οποία είχε γνωρίσει κατά την εποχή του Χαλκού η Κύπρος, και που οφειλόταν ακριβώς στην εμπορία του χαλκού είχε προσελκύσει την προσοχή πολλών γειτονικών της λαών. Στην κούρσα όμως προς την Κύπρο, οι Έλληνες / Αχαιοί προηγήθηκαν. Όταν έφτασαν στο νησί οι Φοίνικες, όταν, δηλαδή, ήταν σε θέση να δημιουργήσουν εδώ αποικίες, οι Αχαιοί είχαν ήδη ριζώσει και εξελιχθεί σε άρχουσα τάξη. Τώρα, μάλιστα, ήταν η περίοδος της τελικής οργάνωσης των κυπριακών βασιλείων. Ωστόσο οι Φοίνικες, αν και δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σ' ολόκληρο το νησί και να το επηρεάσουν ριζικά, κατόρθωσαν όμως να ιδρύσουν ισχυρή παροικία σ' αυτό. Ικανοί ναυτικοί και έμποροι, είχαν πολλές δυνατότητες και μεταξύ των πλεονεκτημάτων που είχαν ήταν και η σχετικά μικρή απόσταση που χώριζε την Κύπρο από τη Φοινίκη και τη φοινικική μητρόπολη, την Τύρο.
Οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, κυρίως σε παράλια, αργότερα δε επέκτειναν την κυριαρχία τους και προς τα ενδότερα του νησιού, όπως προς το βασίλειο του Ιδαλίου κι εκείνο της Ταμασσού. Στη Σαλαμίνα και στο Κίτιον, πόλεις πλησιέστερες προς την Φοινίκη που εκτεινόταν ακριβώς απέναντί τους, οι Φοίνικες έμποροι είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη. Ιδιαίτερα στην πόλη του Κιτίου οι Φοίνικες έγιναν σε σύντομο διάστημα τόσο ισχυροί ώστε απέκτησαν εύκολα και την εξουσία. Η άρχουσα τάξη και οι μελλοντικοί βασιλιάδες του Κιτίου θα ήταν Φοίνικες, η δε επιρροή τους επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε μερικές μελλοντικές περιπτώσεις θα κυριαρχούσαν για σύντομα διαστήματα και σε ισχυρές πόλεις Ελλήνων, όπως η Σαλαμίνα.
Από τις υπόλοιπες πόλεις του νησιού, αρχίζουν ήδη να γνωρίζουν ακμή η Σαλαμίνα, η Πάφος, το Κούριον, οι Σόλοι. Αρχίζει επίσης ν' αναπτύσσεται η Αμαθούς. Όλες αυτές οι πόλεις ήταν παραθαλάσσιες, όπως εξάλλου και η Λάπηθος και το Μάριον. Στα ενδότερα του νησιού, υπάρχουν οι Χύτροι (Κυθρέα), η Λήδρα (Λευκωσία), το Ιδάλιον (Δάλι) και η Ταμασσός. Στα ενδότερα επίσης του νησιού θα αναπτυχθούν και άλλες πόλεις, όχι όμως τόσο σημαντικές και όχι οργανωμένες σε κράτη-βασίλεια . Τέτοιες πόλεις ήταν οι Γόλγοι (Αθηένου), η Ασίνη, οι Θύμες κ.ά. Στην Αμαθούντα ιδιαίτερα, υπάρχει η εντύπωση ότι είχε συγκεντρωθεί και κατοικήσει το ετεοκυπριακό στοιχείο, ή τουλάχιστον είχαν συγκεντρωθεί εκείνοι από τους Ετεοκυπρίους που δεν προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα και στην κυριαρχική παρουσία των Αχαιών.
Η εποχή της εντατικής εκμετάλλευσης του χαλκού πέρασε, αν και το μέταλλο αυτό συνέχισε να παράγεται από την κυπριακή γη και να εμπορεύεται κατά την περίοδο της Αρχαιότητας. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου της έδινε πολλά πλεονεκτήματα εμπορικών δραστηριοτήτων και σχέσεων τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση. Εξακολουθούσε έτσι, η ανοδική πορεία που ήταν και αποτέλεσμα οικονομικής ευρωστίας. Σοβαρή πλουτοπαραγωγική πηγή αποτέλεσαν τώρα τα πυκνά κυπριακά δάση. Η κυπριακή ξυλεία χρησίμευε και για ναυπήγηση καραβιών που ήταν απαραίτητα τόσο για τη διεξαγωγή του εμπορίου, όσο και για την ύπαρξη πολεμικών στόλων που προστάτευαν το εμπόριο. Η Κύπρος είναι νησί που απέχει αρκετά από τις γύρω ακτές (τουλάχιστον με τα δεδομένα της ναυσιπλοΐας των αρχαίων χρόνων). Έτσι, δεν ήταν αρκετή η κατασκευή σκαφών για παράκτια ναυσιπλοΐα, δηλαδή για μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο με το να παραπλέουν τα καράβια τις ακτές. Ήταν απαραίτητη και η κατασκευή σκαφών για πιο επικίνδυνα και τολμηρά ταξίδια, που να μπορούν να ταξιδεύουν σε γιγάντιες αποστάσεις όπως μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. Προϋπόθεση αποτελούσε, βέβαια, και η ικανότητα των Κυπρίων ως ναυτικών, μια ικανότητα που μαρτυρείται από αρχαίους συγγραφείς. Αναφέρεται μάλιστα ότι για ένα διάστημα η Κύπρος είχε καταστεί θαλασσοκράτειρα.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο νησιώτικος χαρακτήρας της Κύπρου και η εξάρτησή της σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη θάλασσα, επέδρασε σημαντικά τόσο στον τρόπο διαβίωσης και εργασίας, όσο και στην ιδιοσυγκρασία των κατοίκων του νησιού, αλλά και γενικότερα, στην όλη ιστορική του πορεία.
Κατά την Αρχαιότητα, ο μύθος για τη γέννηση της θεάς Αφροδίτης από τον αφρό της θάλασσας και η άμεση σύνδεση της θεάς αυτής με την Κύπρο ίσως να έδινε και το μέτρο της σχέσης, ή καλύτερα της εξάρτησης της Κύπρου από τη θάλασσα που την περιβάλλει. Σαν μια εκπληκτική σύμπτωση μπορούμε να θεωρήσουμε τον αρχαίο μύθο της αναδυομένης από τα κύματα Αφροδίτης (θεάς της Κύπρου) με την σύγχρονη επιστημονική επιβεβαίωση της ανάδυσης (δηλαδή της δημιουργίας) της ίδιας της Κύπρου από τη θάλασσα.
Η φυσιολογική σύνδεση των Κυπρίων με τη θάλασσα και η, μέχρι ένα μεγάλο βαθμό, εξάρτησή τους από αυτήν αποδεικνύεται από τα προϊστορικά χρόνια. Οι Κύπριοι της Νεολιθικής εποχής ήταν κυνηγοί και ψαράδες (οι οικισμοί τους βρίσκονταν κυρίως κοντά ή και πολύ κοντά στις ακτές) και, βέβαια, γεωργοί. Σε μερικούς τέτοιους οικισμούς που βρίσκονταν κτισμένοι στα βράχια της ακτής όπου ο χώρος δεν προσφερόταν για καλλιέργειες (όπως για παράδειγμα ο οικισμός στην τοποθεσία Κάστρος στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα), είναι φανερό ότι ζούσαν άνθρωποι που βασική ασχολία τους είχαν το ψάρεμα. Σε άλλους νεολιθικούς οικισμούς κοντά στη θάλασσα, η αγροτική γεωργική τους οικονομία συμπληρωνόταν από το κυνήγι και το ψάρεμα. Το ψάρεμα γινόταν με οστέινα ή ξύλινα εργαλεία. Αργότερα αυτά αντικαταστάθηκαν με μεταλλικά. Στον οικισμό στην τοποθεσία Μυλούθκια της Κισσόνεργας (Χαλκολιθική εποχή) βρέθηκε σε ανασκαφές το πρώτο χάλκινο αγκίστρι.
Οι επαφές των Κυπρίων με τους γειτονικούς λαούς, κυρίως εμπορικές που αυξήθηκαν κατακόρυφα με την ανακάλυψη, επεξεργασία και εμπορία του χαλκού, γίνονταν βέβαια από τη θάλασσα. Γενικότερα, η οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία της Κύπρου με τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν πάντα με καράβια, μέχρι και την εντελώς πρόσφατη εποχή οπότε εμφανίστηκε το αεροπλάνο που, ωστόσο, δεν υποκατέστησε το πλοίο παρά σ' ένα μόνο βαθμό. Αφού η Κύπρος είναι νησί, η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, η ναυπήγηση καραβιών για τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων και το ναυτικό επάγγελμα ήταν τομείς επιβεβλημένοι από ανάγκη. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές αναφέρουν την εκτεταμένη ναυπήγηση καραβιών από την άφθονη κυπριακή ξυλεία, καθώς και ναυτικές δραστηριότητες των Κυπρίων. Σαν νησιώτες, οι Κύπριοι ήταν ικανοί ναυτικοί και σαν τέτοιοι χρησιμοποιήθηκαν σε πλείστες περιπτώσεις και σε ευρείες θαλασσινές πολεμικές επιχειρήσεις. Μεταξύ των γνωστότερων περιπτώσεων αναφέρονται: η συμμετοχή κυπριακού στόλου στις πολεμικές επιχειρήσεις των Περσών και ιδιαίτερα στην εκστρατεία του Ξέρξη (ναυμαχία της Σαλαμίνας) κατά της Ελλάδας και η σημαντική όσο κι αποφασιστική συμμετοχή κυπριακού στόλου σε πολεμικές επιχειρήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πολιορκία και άλωση της Τύρου). Ο Αλέξανδρος πήρε μάλιστα μαζί του, μέχρι και τα βάθη της Ασίας, έμπειρους ναυτικούς και καραβομαραγκούς από την Κύπρο.
Η ικανότητα των Κυπρίων στη θάλασσα κατά την Αρχαιότητα, που μαρτυρείται από ιστορικά γεγονότα, έκανε πολλούς σύγχρονους μελετητές ν' αποδεχτούν χωρίς αμφιβολίες τα γραφόμενα του Ευσέβιου ότι σε κάποια περίοδο η Κύπρος υπήρξε θαλασσοκράτειρα. Κατά τον Ευσέβιο (Χρονικόν, όπως σώζεται αποσπασματικά στην Εκλογήν Χρονογραφίας του Γεωργίου Συγκέλλου), μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου θαλασσοκράτησαν κατά σειράν οι Λυδοί για 92 χρόνια, οι Πελασγοί για 85 χρόνια, οι Θράκες για 79 χρόνια, οι Ρόδιοι για 23 χρόνια, οι Φρύγες για 25 χρόνια, οι Κύπριοι για 33 χρόνια και οι Φοίνικες για 45 χρόνια. Υπολογίζεται ότι η θαλασσοκρατορία των Κυπρίων αναφέρεται γύρω στα μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα. Εξ' άλλου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και η θαλασσοκρατορία των Φοινίκων που ακολούθησε την κυπριακή για 45 χρόνια, σχετιζόταν άμεσα σε ένα μεγάλο βαθμό και με την Κύπρο, αφού η Κύπρος υπήρξε ναυτική τους βάση και οι αποικίες τους στο νησί αποτελούσαν βασικό σκαλοπάτι για την εξάπλωσή τους στην δυτική Μεσόγειο.
Σχετικοί αντικατοπτρισμοί του γεγονότος αυτού απαντούν στον αρχαίο μύθο της περιβόητης Διδούς.
Η Διδώ (ή Ελίσσα) ήταν μυθικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά των Τυρίων Mutto (Μεττήνου), αδελφή του Πυγμαλίωνα, σύζυγος του θείου της ιερέα Ακέρβαντα. Πρόκειται για τη θρυλική γυναίκα που, σύμφωνα με την παράδοση, ίδρυσε την Καρχηδόνα όταν, μετά το θάνατο του πατέρα της ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό της και εγκατέλειψε την Τύρο.
Ο Βιργίλιος τοποθετεί τα γεγονότα στην εποχή του Τρωικού πολέμου και συνδέει τη Διδώ με τον Τρώα ήρωα Αινεία ο οποίος είχε φτάσει στην Καρχηδόνα φεύγοντας από την Τροία, στο δρόμο προς την Ιταλία. Η Διδώ ερωτεύτηκε τον Αινεία, κι όταν αυτός την εγκατέλειψε, εκείνη αυτοκτόνησε (τέταρτο άσμα της Αινειάδας). Οι περιπέτειες της Διδούς καθώς και η σχέση της με τον Αινεία, ενέπνευσαν εκτός από το Βιργίλιο, και πολλούς άλλους συγγραφείς, ζωγράφους κλπ.
Κατά το Βιργίλιο, πατέρας της Διδούς ήταν ο Βήλος, βασιλιάς της Σιδώνας, με τη Βοήθεια του οποίου ο Τεύκρος κατέλαβε την Κύπρο και θεμελίωσε τη Σαλαμίνα.
Σύμφωνα με το Λατίνο ιστορικό Pompeius Τrogus του οποίου το αποτελούμενο από 44 βιβλία σύγγραμμα σώθηκε ως Επιτομή από τον Ιουστίνο, η Διδώ σχετίστηκε και με την Κύπρο: Όταν η Διδώ εγκατέλειψε κρυφά την Τύρο, ακολουθούμενη από τους πιστούς της υπηκόους, αναζητώντας μια νέα πατρίδα, έφτασε αρχικά σε ένα λιμάνι της Κύπρου που δεν κατονομάζεται, αλλά που μπορεί, από την περιγραφή ενός εθίμου, να ταυτιστεί με την Πάφο. Σύμφωνα με τη διήγηση, η Διδώ και οι συνοδοί της βρήκαν στο λιμάνι πολλά κορίτσια τα οποία στέλνονταν εκεί από τους γονείς τους για να ασκήσουν την πορνεία, προσφορά στη θεά Αφροδίτη, πριν από το γάμο τους.
Οι άντρες που συνόδευαν τη Διδώ άρπαξαν από την παραλία πολλά κορίτσια, που τα πήραν μαζί τους, σύμφωνα πάντα με την Επιτομή του Ιουστίνου. Τα κορίτσια αυτά ήταν ανάμεσα σ' εκείνα που κατοίκησαν την Καρχηδόνα, την πόλη που η Διδώ οικοδόμησε αργότερα, όταν έφυγε από την Κύπρο και κατέληξε στα βόρεια παράλια της Αφρικής. Η μυθολογική αυτή αφήγηση πιθανό να σημαίνει ότι στον αποικισμό που οδήγησε στο κτίσιμο της Καρχηδόνας πήραν μέρος, εκτός από τους Φοίνικες και Κύπριοι, αφού μέσω Κύπρου είχαν διακινηθεί οι Τύριοι προς την Αφρική.
Η ίδρυση της Καρχηδόνας τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα. Κατά το διάστημα της ακμής της, όταν η Καρχηδόνα διατηρούσε συνεχείς επαφές με τη φοινικική μητρόπολη, την Τύρο, ενδιάμεσος σταθμός για τις επαφές αυτές ήταν η Κύπρος, ιδίως δε η πόλη του Κιτίου στην οποία σημαντικό ήταν το φοινικικό στοιχείο. Τούτο προκύπτει και από σχετική αναφορά του βιβλικού προφήτη Ησαΐα (8ος π.Χ. αιώνας) που θρηνεί για την αιχμαλωσία της Τύρου και, μεταξύ άλλων, αναφέρει:...Ολολύξατε, πλοία Καρχηδόνος, ότι απώλετο (η Τύρος), και ουκέτι έρxονται εκ γης Κιτιαίων.... Δηλαδή:
Θρηνήσατε δυνατά, καράβια της Καρχηδόνας, γιατί εχάθη η Τύρος και πλέον δεν έρχονται από τη χώρα των Κιτιαίων (δηλαδή την πόλη του Κιτίου, στην Κύπρο).
Από το πιο πάνω απόσπασμα του προφήτη Ησαΐα, συνάγεται ότι στις εμπορικές δραστηριότητες των Φοινίκων η Κύπρος, ιδίως δε το Κίτιον, ήταν διαμετακομιστικός σταθμός.
Είναι φυσικό ότι η ευρεία διεξαγωγή εμπορίου κατά την αρχαιότητα απαιτούσε την ύπαρξη εμπορικού στόλου, ενώ οι διάφοροι κίνδυνοι που υπήρχαν απαιτούσαν και την ύπαρξη πολεμικού στόλου που προστάτευε τον εμπορικό. Κατά την αρχαιότητα αναφέρονται σημαντικοί αριθμοί κυπριακών πολεμικών πλοίων: στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας η συμμετοχή των Κυπρίων αριθμούσε 150 πλοία, ενώ τον Αλέξανδρο οι Κύπριοι βασιλιάδες ενίσχυσαν με 120 πλοία. Για ισχυρές ναυτικές δυνάμεις των Κυπρίων, που ταξίδευαν άφοβα στη θάλασσα, κάνει λόγο κι ο Στράβων. Ο Ευστάθιος αναφέρει ότι οι Κύπριοι ήταν κάποτε θαλασσοκράτορες, και τους ονομάζει ευτυχέστατους από όλους τους νησιώτες. Η φήμη των Κυπρίων ως ειδικών στη ναυπήγηση καραβιών ήταν πολύ μεγάλη, αφού ακόμη και η Σεμίραμις, η περίφημη βασίλισσα των Ασσυρίων (18ος π.Χ. αιώνας) προσκάλεσε τεχνίτες από την Κύπρο, τη Φοινίκη και τη Συρία για να της φτιάξουν καράβια όπως αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης. Μέχρι και την Ελληνιστική εποχή, αναφέρεται ότι Πτολεμαίοι βασιλιάδες κατασκεύαζαν πολεμικά πλοία στην Κύπρο.
Αργότερα, από την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και έπειτα, οι Κύπριοι έχασαν σταδιακά τη μεγάλη τους ικανότητα στη θάλασσα αφού οι καινούργιες μεγάλες αυτοκρατορίες (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή) δεν είχαν πια τόση ανάγκη των ναυτικών τους υπηρεσιών και της πείρας τους. Η Κύπρος, σαν μικρή και σχετικά ασήμαντη πια επαρχία, και αργότερα κτήση μεγάλων ναυτικών δυνάμεων , χρησιμοποιήθηκε σαν ναυτικός σταθμός ξένων στόλων. Κι αφού οι μεγάλοι κυρίαρχοι ενδιαφέρονταν πια για την εκμετάλλευση περισσότερο των πλουτοπαραγωγικών πόρων του ίδιου του νησιού, οι κάτοικοί του απομακρύνθηκαν σταδιακά από τη θάλασσα.
Κατά την αρχαιότητα, αφού η θάλασσα αποτελούσε πάντοτε σημαντικότατο στοιχείο για τους κατοίκους της Κύπρου, ήταν φυσικό ν' αποτελεί αντικείμενο πολλών παραδόσεων και θρύλων. Ακόμη, με τη θάλασσα σχετίζονταν κατά την αρχαιότητα, και σχετίζονται ακόμη, θρησκευτικές και άλλες τελετές.
Σήμερα, η κυπριακή θάλασσα εξακολουθεί ν' αποτελεί ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο, όχι μόνο ως πηγή πλουτοπαραγωγική αλλά και ως σημαντικό στοιχείο για ψυχαγωγία και για αθλητικές δραστηριότητες. Εξάλλου η ανεπτυγμένη τουριστική βιομηχανία της Κύπρου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην όμορφη θάλασσα και τις θαυμάσιες ακτές του νησιού που εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες απολαμβάνουν κάθε χρόνο.
Κατά την αρχαιότητα, οι δραστήριοι Κύπριοι ναυτικοί είχαν την δική τους προστάτιδα θεότητα που ήταν κατά κύριο λόγο η θεά του νησιού, η Κυπρία Αφροδίτη, παρά ο Ποσειδών που στην αρχαία ελληνική μυθολογία ήταν ο κυρίαρχος των θαλασσών.
Η Αφροδίτη, γεννημένη από τον αφρό της θάλασσας κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, είχε άμεση σχέση με το υγρό στοιχείο και λατρευόταν με πολλά λατρευτικά επίθετα που φανερώνουν τις θαλασσινές της ιδιότητες, όπως: Αφρογένεια, Ειναλία, Λιμενία, Ποντία, Πελαγία, Ευπλοία κλπ. Ιδιαίτερα, επίθετα όπως Ευπλοία φανερώνουν ιδιότητα της θεάς ως προστάτιδας του καλού θαλασσινού ταξιδιού, κατά συνέπεια δε ως προστάτιδας των ναυτιλλομένων.
Γι' αυτή, εξάλλου, την ιδιότητα της θεάς, υπάρχουν αρκετές φιλολογικές αναφορές στις αρχαίες γραπτές πηγές. Σε απόσπασμα, για παράδειγμα, ποιήματος της Σαπφούς, γίνεται επίκληση στην Αφροδίτη να χαρίσει καλό θαλασσινό ταξίδι:...Λίσσομοί σε, Κύπρι, θεά... δος ευπλόησαι...
Σε επίγραμμα πάλι, της Ανύτης, αναφέρεται η ιδιότητα της θεάς να χαρίζει ασφαλή ταξίδια στους ναύτες:...όφρα φίλον ναύτησι τελή πλόον...
Στο ίδιο επίγραμμα, αναφέρεται ότι το πέλαγος τρέμει όταν βλέπει το αλειμμένο με μύρα άγαλμα της θεάς:...αμφί δε πόντος δειμαίνει, λιπαρόν δερκόμενος ξόανον...
Μικρά αγαλματάκια της θεάς Αφροδίτης φαίνεται ότι συνήθιζαν να έχουν στα καράβια τους οι ναυτικοί, τα οποία και επικαλούνταν σε ώρες κινδύνου, όπως αργότερα και μέχρι σήμερα συνηθίζουν οι ναυτικοί να έχουν μαζί τους στα σκάφη εικόνες του Χριστιανού προστάτη των θαλασσινών, του αγίου Νικολάου. Μια τέτοια περίπτωση όπου το πλήρωμα ενός εμπορικού καραβιού σώθηκε από βέβαιο χαμό όταν επικαλέστηκε το αγαλματάκι της Αφροδίτης που βρισκόταν στο καράβι, αναφέρει ο Αθήναιος που αντλεί από τον Πολύχαρμο το Ναυκρατίτη.
Άλλο σχετικό επεισόδιο αναφέρει ο Πλούταρχος στα Ηθικά του, και αφορά σωτήρια επέμβαση της Αφροδίτης σε μια περίπτωση όπου πολλοί ναυτικοί κινδύνευαν να πεθάνουν από δίψα γιατί τους είχε σωθεί το πόσιμο νερό στη μέση του πελάγους.
Κοινό κι άξιο προσοχής χαρακτηριστικό των δυο επεισοδίων που σώζονται σε διηγήσεις αρχαίων συγγραφέων, είναι ότι και τα δύο επεισόδια αναφέρονται σε σωτηρία ναυτικών που είχαν ξεκινήσει τα ταξίδια τους από την Κύπρο. Στο πρώτο επεισόδιο, οι ναυτικοί σώθηκαν αφού προσευχήθηκαν σε αγαλματάκι της θεάς που αγοράστηκε λίγο πιο πριν στην Πάφο (απ' όπου και άρχισε το θαλασσινό τους ταξίδι). Στο δεύτερο επεισόδιο, η ίδια η Αφροδίτη είχε εμφανιστεί σε ιδιοκτήτη καραβιού που φόρτωνε εμπορεύματα στην Κύπρο, και τον διέταξε να γεμίσει το καράβι του μόνο με πόσιμο νερό, πριν αναχωρήσει.
Κατά την αρχαιότητα θα πρέπει, ασφαλώς, να υπήρχαν και πολλές άλλες παρόμοιες παραδόσεις, πέρα από τις δύο που σώθηκαν.
ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ
Την Κυπρογεωμετρική εποχή διαδέχεται η Κυπροαρχαϊκή εποχή (725-475 π.Χ.), που και αυτή διαχωρίζεται σε δύο υποπεριόδους: την Κυπροαρχαϊκή Ι (725-600 π.Χ.) και την Κυπροαρχαϊκή ΙΙ (600-475 π.Χ.). Κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής είναι από τη μια μεριά η συνέχιση της ύπαρξης των διαφόρων ανεξάρτητων κυπριακών βασιλείων και από την άλλη η κυριαρχία πάνω σε αυτά και σε ολόκληρη την Κύπρο ξένων ισχυρών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές ήταν, κατά σειρά, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι δύο πρώτες δυνάμεις κυριάρχησαν στην Κύπρο για σύντομα μόνο διαστήματα.
Οι Ασσύριοι
Η Ασσυρία ήταν τμήμα της Μεσοποταμίας, μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Πριν από την άνοδο των Ασσυρίων, στον χώρο εκείνο κυριαρχούσαν οι Σουμέριοι, που άρχισαν να εκτοπίζονται μετά την κατάρρευση της δυναστείας των Ουρ. Οι Ασσύριοι έγιναν μεγάλη δύναμη κατά τον 9ο και 8ο π.Χ. αιώνα, με κυριότερα κέντρα τους την Ασούρ, την Αγάδη και την Νινευή. Όπως ήταν επόμενο, όταν οι Ασσύριοι απέκτησαν μεγάλη δύναμη επιδίωξαν να επεκταθούν προς τα παράλια της ευρωπαλαιστινιακής ακτής. Μεταξύ των πολλών μερών που κατέλαβαν, περιλαμβάνονταν η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος. Η Κύπρος, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης κυρίως, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα περνούσε κάτω από την κυριαρχία τους, όπως και πέρασε για ένα σύντομο σχετικά διάστημα. Το ασσυριακό κράτος άρχισε να εξασθενεί μετά το θάνατο του βασιλιά Ασσουρπανιπάλ (Σαρδανάπαλου), και τελικά διαλύθηκε το 605 π.Χ. από το βασιλιά των Περσών Κύρο.
Από επιγραφή που βρέθηκε στο ανάκτορο του Khorshabad, μαθαίνουμε πως ο βασιλιάς των Ασσυρίων Σαργών Β' (περ.724/21 - 7Ο5 π.Χ.), κατέλαβε την Κύπρο το 7Ο9 π.Χ. και ανάγκασε τους βασιλιάδες της να του προσκυνήσουν το πόδια, δηλαδή να υποταχτούν σ' αυτόν. Στην κατάκτηση της Κύπρου από το Σαργώνα Β' αναφέρεται και μια επιγραφή που βρέθηκε το 1845 στη Λάρνακα και που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Η επιγραφή αυτή αναφέρει πως 7 Κύπριοι βασιλιάδες προσκύνησαν το βασιλιά Σαργώνα και ανάμεσα σε άλλα δώρα του είχαν στείλει στη Βαβυλώνα χρυσάφι, ασήμι, έβενο και ξυλεία.
Ο διάδοχος του Σαργώνα Β', Σενναχερίμ (705-681 π.Χ.), χρησιμοποίησε μετά την έκτη εκστρατεία του ναυτικούς από την Τύρο, τη Σιδώνα και την Κύπρο για να εργαστούν στον ποταμό Τίγρη.
Άλλη επίσης μαρτυρία για την κατάκτηση της Κύπρου από τους Ασσυρίους υπάρχει στο περίφημο πρίσμα του βασιλιά Εσσαρχαδώνος ( ή Ασσαρχαδώνος) (680-669 π.Χ.) που αναφέρεται στην κατασκευή του ανακτόρου της Νινευή.
Δέκα Κύπριοι βασιλιάδες φαίνεται ότι πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Στο πρίσμα του Εσσαρχαδώνος, που χρονολογήθηκε στο 673/2 π.Χ., αναφέρονται οι ακόλουθες κυπριακές πόλεις (σύμφωνα με την ταύτιση που έγινε από τους μελετητές) καθώς και τα ακόλουθα ονόματα βασιλιάδων τους:
- Ιδάλιον, με βασιλιά τον Ekistura (Ακέστωρ;).
- Χύτροι, με βασιλιά τον Πυλαγόρα
- Πάφος, με βασιλιά τον Ετέανδρο
- Κούριον, με βασιλιά το Δάμασο
- Ταμασσός, με βασιλιά τον Atmesu (Ατμεσού).
- Κιτίον, με βασιλιά τον Bususu (;).
- Σαλαμίς, με βασιλιά τον Kisu (;).
- Σόλοι, με βασιλιά τον Eresu (;).
- Λήδρα, με βασιλιά τον Unasagusu (Ονασαγόρας).
- Αμαθούς, με βασιλιά τον Damusi (;).
Ο βασιλιάς των Ασσυρίων Ασσουρπανιπάλ (ή Σαρδανάπαλος) (668-633) κατά τη διάρκεια του πολέμου που έκανε εναντίον του Τaharqua, βασιλιά της Νουβίας (το 667 π.Χ.), ζήτησε βοήθεια και από τους βασιλιάδες της Κύπρου, της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Δεν είναι απόλυτα ακριβής η χρονική διάρκεια της κυριαρχίας των Ασσυρίων πάνω στην Κύπρο. Κατά προσέγγιση η κυριαρχία τους τοποθετείται από το 709 μέχρι το 669 π.Χ.
Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία για το χρόνο έναρξης της κυριαρχίας των Ασσυρίων, που τοποθετείται στο 709 π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Ασσύριου βασιλιά Σαργώνος Β'. Σε επιγραφή που βρέθηκε και χρονολογήθηκε στο 667 π.Χ., ο βασιλιάς Ασσουρπανιπάλ ισχυρίζεται ότι εξακολουθούσε να παίρνει φόρο υποτέλειας από 22 βασιλιάδες της Κύπρου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, και τούτο είχε οδηγήσει αρχικά τους μελετητές να θεωρήσουν ότι η υποταγή της Κύπρου στους Ασσύριους είχε συνεχιστεί και στις ημέρες του Ασσουρπανιπάλ. Η αντιπαραβολή όμως της επιγραφής του Ασσουρπανιπάλ με το πρίσμα του Εσσαρχαδώνος απέδειξε πως τα ονόματα των βασιλιάδων και στα δύο κείμενα ήταν πανομοιότυπα. Η λογική υπόθεση ότι ήταν πολύ απίθανο να μην είχε αλλάξει ούτε ένας βασιλιάς στην Κύπρο στο διάστημα που χωρίζει τις δύο επιγραφές, οδήγησε στην αντίληψη ότι ο κατάλογος του Ασσουρπανιπάλ ήταν απλώς αντιγραφή του καταλόγου του Εσσαρχαδώνος. Γι' αυτό θεωρείται πιο πιθανό ότι η ασσυριακή κυριαρχία πάνω στην Κύπρο τερματίστηκε το 669 π.Χ., με το θάνατο του Εσσαρχαδώνος.
Συνεπώς υποθέτουμε ότι η ασσυριακή κυριαρχία διάρκεσε 40 χρόνια (από το 709 μέχρι το 669 π.Χ.). Από το 669 π.Χ. η Κύπρος είχε καταστεί και παραμείνει ανεξάρτητη για έναν περίπου αιώνα, μέχρι το 565, οπότε υποτάχτηκε στους Αιγυπτίους και, στη συνέχεια, στους Πέρσες.
Ο Ηρόδοτος αγνοεί την κυριαρχία των Ασσυρίων στην Κύπρο, γράφοντας πως ο Αιγύπτιος βασιλιάς Άμασις ήταν ο πρώτος που υπέταξε το νησί. Είτε ο μεγάλος ιστορικός θεωρούσε την ασσυριακή κυριαρχία μόνο τυπική αφού η Κύπρος δεν υποτάχτηκε στους Ασσυρίους μετά από πολεμική ήττα αλλά απλώς είχε συμφωνήσει να καταβάλλει φόρο υποτέλειας διατηρώντας τα αυτόνομα βασίλεια και τους βασιλιάδες της, είτε δε γνώριζε το γεγονός.
Όπως συνέβαινε κατά κανόνα στην αρχαιότητα με όλες τις κατακτήσεις, οι Ασσύριοι όταν υπέταξαν την Κύπρο αρκέστηκαν στην είσπραξη φόρου υποτέλειας από το νησί και δε δοκίμασαν να αλλάξουν ή να διαφοροποιήσουν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές. Άφησαν ελεύθερους τους Κυπρίους βασιλιάδες να διαχειρίζονται οι ίδιοι τις υποθέσεις των βασιλείων τους και ν' απολαμβάνουν κάποιας μορφής πολιτική ανεξαρτησία. Αυτό άλλωστε έγινε και με τους κατακτητές που ακολούθησαν, Αιγυπτίους και Πέρσες.
Συνέπεια της τακτικής αυτής ήταν η ακμή της κυπριακής τέχνης την εποχή αυτή, και ιδίως στον αιώνα της ανεξαρτησίας που ακολούθησε την ασσυριακή κυριαρχία. Η ακμή αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή από τα μοναδικά ευρήματα των βασιλικών τάφων της Σαλαμίνας, που ήταν τότε το πιο σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Κύπρου. Τα ευρήματα αυτής της εποχής από τη Σαλαμίνα αντικατοπτρίζουν το ψηλό επίπεδο στο οποίο έφτασε η τέχνη στην Κύπρο, αλλά ταυτόχρονα και τον πλούτο και τη χλιδή των Κυπρίων βασιλιάδων.
Πέρα όμως από αυτά, και το εμπόριο είχε αναπτυχθεί και κατ' επέκταση διευρύνθηκαν οι σχέσεις της Κύπρου με τον έξω κόσμο.
Οι Αιγύπτιοι
Ενώ κατά τους Ιστορικούς χρόνους το εμπόριο στην Κύπρο όλο και επεκτείνεται με κατεύθυνση προς και από το Αιγαίο και την Ελλάδα γενικότερα, εξακολουθεί ωστόσο ν' αναπτύσσεται και με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, με τη συμβολή και των Φοινίκων. Ταυτόχρονα η αυτοκρατορία των Ασσυρίων αρχίζει να παρακμάζει και να καταρρέει, ενώ η Αίγυπτος εξελίσσεται σε ισχυρή δύναμη στην περιοχή. Μετά την κυριαρχία των Ασσυρίων στην Κύπρο (τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα), κι αφού το νησί παρέμεινε για έναν περίπου αιώνα ανεξάρτητο, δέχτηκε στη συνέχεια αιγυπτιακές επιδρομές. Ο βασιλιάς Χόφρα της Αιγύπτου ο Απρίης στους Έλληνες ιστορικούς (588-569 π.Χ.), επιτέθηκε κατά της Κύπρου και παρά το ότι νίκησε τον ενωμένο στόλο Κυπρίων και Φοινίκων, ωστόσο δεν μπόρεσε να κατακτήσει την Κύπρο.
Την κατάκτηση του νησιού πέτυχε, γύρω στα 560 π.Χ., ο διάδοχός του βασιλιάς της Αιγύπτου Άμασις (569-525 π.Χ.), που ήρθε όμως περισσότερο σαν προσκυνητής παρά σαν σκληρός κατακτητής. Κατά το Διόδωρο Σικελιώτη, ο Άμασις υπέταξε τις πόλεις της Κύπρου και στόλισε με αξιόλογα αφιερώματα πολλά από τα ιερά τους . Οι Κύπριοι βασιλιάδες έγιναν φόρου υποτελείς στον Άμασι , διατήρησαν όμως τους τίτλους και τα βασίλειά τους σε ένα καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Η σύντομη σχετικά αιγυπτιακή κυριαρχία άφησε έκδηλες τις επιδράσεις της στη ζωή των Κυπρίων, επιδράσεις που αντικατοπτρίζονται στα αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής, ιδιαίτερα στη γλυπτική. Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο έγχρωμος διάκοσμος στο εσωτερικό του συμμετρικά διαμορφωμένου τάφου 80 στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας, με σχηματοποιημένους παπύρους και λωτούς, που φανερώνουν καθαρά αιγυπτιακή επίδραση από την εσωτερική διακόσμηση αιγυπτιακής σαρκοφάγου της εποχής του Ραμσή Β'. Ο Βάσος Καραγιώργης υποθέτει πως πρόκειται για τάφο που μοιάζει με τάφο Αιγυπτίου ηγεμόνα της περιοχής. Ο τάφος 80 χρονολογείται στην Κυπρο-Αρχαϊκή ΙΙ (600-475 π.Χ.) Κυπρο-Κλασική Ι (475-400 π.Χ.) εποχή.
Η ευμενής μεταχείριση των κυπριακών βασιλείων από τον Άμασι αποδίδεται σε διάφορους λόγους κι ασφαλώς ένας σημαντικός από αυτούς ήταν ότι τη δύναμή του τη στήριζε σε ένα μεγάλο βαθμό σε Έλληνες μισθοφόρους στρατιώτες που τον υπηρετούσαν. Όταν οι Έλληνες και οι Κύπριοι εξεγέρθηκαν κατά των Ασσυρίων στην Αshdod της Φοινίκης, ο Νουβός βασιλιάς της Αιγύπτου Shabako, της ΧΧV αιθιοπικής δυναστείας, που βασίλεψε από το 715 ως το 664, παρέδωσε τους Κυπρίους και τους Έλληνες υποκινητές στους Ασσυρίους. Οι Κύπριοι και Ελλαδίτες μέχρι τότε επάνδρωσαν ασσυριακούς στόλους που στρέφονταν κατά της Αιγύπτου, και η παράδοση των επαναστατών από το Shabako ήταν προφανώς πράξη εκδίκησης γι' αυτή την μέχρι τότε ναυτική τους δραστηριότητα κατά της Αιγύπτου.
Επίσης τα κυπριακά λιμάνια διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο ως κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Αιγύπτου και δυτικού κόσμου, τα χρησιμοποιούσαν δε τακτικά τα ελληνικά καράβια που επισκέπτονταν την Ναυκράτιδα, νέα ελληνική αποικία στην ίδια την Αίγυπτο. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η σύζυγος του Φαραώ Άμασι ήταν η Ελληνίδα Λαοδίκη από την Κυρήνη. Η εγκατάσταση Κυπρίων τεχνιτών και εμπόρων στην Αl Mina στη Β. συριακή ακτή και στη Ναυκράτιδα, στη Ρόδο κ.α. κατά τους 8ο-6ο π.Χ. συνέβαλε στην εισβολή ξένων καλλιτεχνικών αντιλήψεων στην Κύπρο, ανάμεσά τους και αιγυπτιακών, που σταδιακά εξελληνίζονται.
Μερικές αιγυπτιακές επιδράσεις στην ελλαδική και στην κυπριακή γλυπτική εισδύουν μέσω Φοινίκης, που βαθιά είχε μπολιαστεί από το αιγυπτιακό πνεύμα στην τέχνη της. Ο τάφος 1 της Σαλαμίνας, του 8ου αι. π.Χ., έχει πρόσοψη αιγυπτιάζουσα και τα περιεχόμενά του - σκύφοι, δίσκοι κλπ-χαρακτηρίστηκαν ως η προίκα μιας Ελληνίδας πριγκίπισσας που παντρεύτηκε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαλαμίνας .Ο τάφος 79, που χρησιμοποιήθηκε στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και λίγο αργότερα, ο πιο πλούσιος "βασιλικός" τάφος της πόλης, πλάι στον "Ομηρικό" θρόνο και άλλα όμοια κατάλοιπά του περιείχε θρόνους και ελεφάντινες πλάκες με παραστάσεις μορφών από την αιγυπτιακή εικονογραφία, όπως του Bes, θεού της οικίας και θεραπευτή, και του Heh, η τεχνοτροπία τους όμως μοιάζει με εκείνη των ελεφάντινων πλακών της ασσυριακής Nimrud και εισήλθε μέσω Φοινίκης.
Στο Κούριον, σε Κυπρο-Αρχαϊκό ορειχάλκινο situla (= κάδος) στο ναό του Απόλλωνα υπάρχει επιγραφή στην κυπριακή συλλαβική και στην αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή. Ειδικότερα, όμως, στη γλυπτική το Κυπρο- Αιγυπτιακό ύφος πέρασε στην Κύπρο σε σημαντική έκταση: τα κυπριακά αγάλματα και γλυπτά φορούν αιγυπτιακή στολή και κάλυμμα της κεφαλής και έχουν έκφραση στο πρόσωπο, όπως τα αιγυπτιακά.
Η προοδευτική αυτή αιγυπτιάζουσα τεχνοτροπία έγινε για 150 χρόνια σταθερό χαρακτηριστικό της κυπριακής γλυπτικής, αν και παράλληλα και σύγχρονα παρουσιάστηκε και η ιωνική επίδραση, που παρήγαγε την Κυπρο- Ιωνική τεχνοτροπία στη διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα χρόνια εκείνα (750-475 π.Χ.) η κυπριακή καλλιτεχνική παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο αιγυπτιακός λεγόμενος κανόνας στη γλυπτική κυριάρχησε και στην Κύπρο αλλά κάποτε και διαμέσου της Κύπρου και της Φοινίκης επηρέασε και την ελληνική γλυπτική και πλαστική.
Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. εμφανίζεται αντίστροφα η κυπριακή επίδραση στην Αίγυπτο, ειδικά στην ελληνική αποικία Ναυκράτιδα, όπου βρίσκονται πολλά κυπριακά αγγεία και άλλα αντικείμενα και όπου το άγαλμα της Αφροδίτης στον εκεί ναό της ήταν κυπριακής προέλευσης. Κύπριοι μετείχαν στο στρατό Ελλήνων μισθοφόρων που διοικούσε ο Αιγύπτιος ναύαρχος Χας την εποχή του Φαραώ Ψαμμήτιχου Β' (595-589 π.Χ.), πιθανώς απόγονοι των μισθοφόρων που είχαν υπηρετήσει τον Ψαμμήχιτο Α' (664-610 π.Χ.) που είχε καταλάβει την εξουσία με τη βοήθειά τους.
Τα παλαιότερα και ωραιότερα λίθινα ειδώλια που βρέθηκαν στη Ναυκράτιδα παράγονταν, σύμφωνα με τις πρόσφατες ειδικές έρευνες, από Έλληνες τεχνίτες της Ανατολής που εμπνεύστηκαν από τα προϊόντα των κυπριακών εργαστηρίων, είτε στη Ναυκράτιδα, όπου ζούσαν και αρκετοί Κύπριοι έμποροι, είτε στην Κύπρο.
Όλα πάντως ανήκουν στην εποχή της αιγυπτιακής κατοχής της Κύπρου . Ο κυπριακός ρόλος στις ελληνο- αιγυπτιακές εμπορικές σχέσεις στους 7ο- 6ο αι. π.Χ. και ιδίως γύρω στα 550 π.Χ., ήταν πολύ σημαντικός και πάντως σπουδαιότερος από εκείνον των Φοινίκων, κι απ' αυτόν προέκυψε κι ο Κυπρο-Αιγυπτιακός ρυθμός στη γλυπτική , που έργα της εξάγονταν στη Ρόδο, Πάρο, Σάμο, Χίο, Μήλο και άλλα μέρη της Ελλάδας. Από όσα τέτοια έργα (180) βρέθηκαν μέχρι σήμερα στην ίδια την Κύπρο, το πιο σημαντικό είναι φυσικού μεγέθους ανδριάντας του Τιμαγόρα (600-550 π.Χ.) κατασκευασμένος σύμφωνα με το σαϊτικό αιγυπτιακό κανόνα αλλά με κάποιες διαφορές στη δομή, που οφείλονται στην αφομοίωση και εξελληνισμό μερικών βασικών στοιχείων του κατά, το πρότυπο των αρχαϊκών ελληνικών κούρων. Οι ίδιοι οι κούροι είχαν εξάλλου αρχικά επηρεαστεί από την Κυπρο-Αιγυπτιακή τεχνοτροπία του 7ου π.Χ. αι. Οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι και άλλα αντικείμενα φαγεντιανής που εισαχθήκανε στο Κίτιον και σε άλλες πόλεις της Κύπρου, μεταξύ 625-575 π.Χ. καθώς και στη Ρόδο και αλλού, προέρχονταν κυρίως από τη Ναυκράτιδα, χώρο διασταύρωσης ελληνικών, αιγυπτιακών, και φοινικικών καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Τελικά όμως οι επιδράσεις αυτές δεν μπόρεσαν να δαμάσουν τις καθαρά ελληνικές ιδέες της αισθητικής συμμετρίας, που επιβάλλεται στους στυγνούς μαθηματικούς κανόνες της αιγυπτιακής τέχνης.
Η γεωγραφική θέση της Αμαθούντας στο δρόμο προς τη Ναυκράτιδα, συνέβαλε στο να γίνει η κυπριακή αυτή πόλη κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, για τα ελληνικά πλοία που έπλεαν προς το Δέλτα, ιδίως αγγείων της Χίου, Ρόδου, Κορίνθου και της Ναυκράτιδος, που πουλιόντουσαν στην Αμαθούντα, στη Σαλαμίνα και στο Μάριο. Έτσι ενισχύθηκαν οι κυπρο-ιωνικές σχέσεις, εμπορικές και πολιτιστικές, κι έτσι αναπτύχθηκε πιο πολύ ο Κυπρο-Ιωνικός ρυθμός. Ανάμεσα στα αφιερωματικά ειδώλια του περίφημου αγροτικού ιερού της Αγίας Ειρήνης περιλαμβάνεται και μικρή τερακότα που παριστάνει όρθιο άνδρα με κυλινδρικό σώμα, που κρατεί το αιγυπτιακό σύμβολο Ankh (που βρίσκεται αποτυπωμένο και σε νομίσματα και άλλα αντικείμενα στην Κύπρο). Μοιάζει Αφρικανός στα χαρακτηριστικά του προσώπου του και προφανώς παριστάνει Αιγύπτιο ή Αιθίοπα λατρευτή της θεότητας του ιερού, ένα από τους Αιθίοπες ή και Αιγυπτίους που πέρασαν από, ή εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στη διάρκεια της αιγυπτιακής κατοχής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ζ,90).
Η παράξενη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, καθώς και η σχετική μυθολογία, είχαν όπως αποδεικνύεται προσβάσεις από πολύ νωρίς σε βορρά και δύση, κι είχαν επηρεάσει σε αρκετό βαθμό τις θρησκείες και τις μυθολογίες άλλων λαών, όπως των Ελλήνων.
Σε ότι αφορά την Κύπρο, ο επηρεασμός αυτός είχε δύο όψεις: α) Λατρεία καθαρά αιγυπτιακών θεοτήτων που εμφανίστηκε στην Κύπρο πιο πριν και που εντάθηκε, όπως ήταν φυσικό, κατά την εποχή της αιγυπτιακής κυριαρχίας (569-546 π.Χ.). Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι οι ναοί ήταν αφιερωμένοι σε (ή και σε) αιγυπτιακές θεότητες, ενώ αγάλματα, κύπελλα, κοσμήματα κ.ά. αντικείμενα που βρέθηκαν στην Κύπρο, ιδιαίτερα μεταξύ 7ου και 6ου αι. π.Χ., ήταν διακοσμημένα με παραστάσεις Αιγυπτίων θεών. Ανάμεσα στα ευρήματα περιλαμβάνεται κυπριακή παράσταση της θεάς Ίσιδος, αδελφής και συζύγου του πολύ δημοφιλή θεού Όσιρη, στο ανάκτορο του Βουνιού. Η θεά, με μορφή καθιστής γυναίκας, κρατεί στα γόνατά της το γιο της, το φτερωτό Αρποκράτη. Άλλο άγαλμα παριστάνει το θεό Όσιρη με στέμμα της Άνω Αιγύπτου, να κρατεί μαστίγιο και σκήπτρο. Αγάλματα του θεού Bes βρέθηκαν στον τάφο 79 της Σαλαμίνας του 8ου αι. π.Χ., στο βόθρο 6 του Κιτίου του 600-450 π.Χ., σε ελεφάντινη πλάκα στο άδυτο του ναού 4 του Κιτίου του τέλους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.), και στο ιερό της Αγίας Ειρήνης, όπως κι ένα αυγό στρουθοκαμήλου που είχε διακοσμηθεί και εισαχθεί από την Αίγυπτο κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Στην Αμαθούντα επίσης, η οποία είχε πυκνές εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο, βρέθηκε άγαλμα του θεού Bes. Ο θεός Bes, που παριστάνεται με κωμική μορφή, θεωρούνταν σύμβολο ευτυχίας. Βρέθηκε επίσης στην Κύπρο παράσταση της θεάς Αθώρ, θεάς του ουρανού της γης και του Άδη. Μια ακόμη παράσταση της θεάς Αθώρ βρέθηκε στην ακρόπολη της Αμαθούντας, στον εκεί ναό της Αφροδίτης, που αποκαλύφτηκε πρόσφατα. Είναι δε γνωστό ότι σε μερικές περιπτώσεις αιγυπτιακές θεότητες τιμούνταν στην Κύπρο μαζί με αντίστοιχες του ελληνικού πανθέου, όπως η Ίσις-Αφροδίτη με κοινό ναό.
Η δεύτερη μορφή επηρεασμού της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (και κατ' επέκταση και της κυπριακής) από την αντίστοιχη αιγυπτιακή, είναι η μεταφορά από την Αίγυπτο και η μεταφύτευση στην Ελλάδα στοιχείων, μύθων και μορφών, που χρησιμοποιήθηκαν σαν πρότυπα για τη δημιουργία, σε εξελληνισμένη μορφή, πολλών θεών. Αυτοί μεταφέρθηκαν αργότερα και στην Κύπρο, με την εγκατάσταση εδώ αποίκων από την Ελλάδα. Αν και η αρχαία ελληνική θρησκεία επηρεάστηκε και από άλλες εκτός της αιγυπτιακής (όπως π.Χ. η ινδική), ωστόσο οι μελετητές εύκολα ταυτίζουν τον ελληνικό Δία με το πρότυπο του αιγυπτιακού Ρά-Άμμωνα, τον Θώτ με τον Ερμή των Ελλήνων και ιδιαίτερα με τον Τρισμέγιστο Ερμή, τον αιγυπτιακό Ώρο, αδελφό του Όσιρι, με τον ελληνικό Απόλλωνα (ενώ άλλοι με τον Απόλλωνα ταυτίζουν τον ίδιο τον Όσιρι), η αιγυπτιακή Ίσιδα θεωρείται από πολλούς μελετητές σαν η πρόγονος της ελληνικής Αρτέμιδος κλπ.
Βέβαια ο επηρεασμός δεν ήταν μονόπλευρος. Μελετητές πιστεύουν ότι η Αθηνά των Ελλήνων στάθηκε το πρότυπο της αιγυπτιακής Νεΐθ που μεταφυτεύτηκε από την Ελλάδα, κυρίως στη Σαΐδα όπου βασικά λατρεύτηκε.
Οι Πέρσες
Κατά τη σύντομη αιγυπτιακή κυριαρχία αυτής της περιόδου, τα κυπριακά βασίλεια εξακολουθούσαν και πάλι να υπάρχουν, υποχρεώθηκαν όμως να πληρώνουν φόρους υποτέλειας. Γοργά όμως μια μεγαλύτερη ακόμη δύναμη άρχισε να εξαπλώνει την κυριαρχία της στην Εγγύς Ανατολή, και την Ανατολική Μεσόγειο, έτσι που κατέκτησε τόσο την Κύπρο όσο και την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία, για να ανακοπεί όμως από τους Έλληνες. Η δύναμη αυτή ήταν οι Πέρσες.
Τα κυπριακά βασίλεια αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την περσική κυριαρχία κατά το 546 π.Χ. Αρχίζει έτσι μια νέα φάση της κυπριακής ιστορίας που θα διαρκέσει περισσότερο από δύο αιώνες και θα χαρακτηρίζεται από επανειλημμένες προσπάθειες απελευθέρωσης. Οι απελευθερωτικές προσπάθειες, τόσο των ίδιων των Κυπρίων όσο και των Αθηναίων και των Ιώνων, δεν πέτυχαν την αποτίναξη του περσικού ζυγού στην Κύπρο. Τούτο έγινε κατορθωτό αρκετά αργότερα, με τη θυελλώδη προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών και τη διάλυση της αχανούς αυτοκρατορίας τους.
Κατά την διάρκεια της περσικής κυριαρχίας, τα κυπριακά βασίλεια που υπήρχαν διατήρησαν και πάλι την αυτοτέλεια και αυτονομία τους, αλλά ήταν υποχρεωμένα να πληρώνουν φόρους στους Πέρσες. Ήταν επίσης υποχρεωμένα να παρέχουν σε αυτούς και στρατιωτική βοήθεια, κυρίως ναυτική, την οποία οι Πέρσες χρησιμοποίησαν επανειλημμένα (όπως για παράδειγμα κατά της Ελλάδος το 480 π.Χ. οπότε κατατροπώθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, και το 525 π.Χ. κατά των Αιγυπτίων).
Οι Κύπριοι βασιλιάδες, προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία και την αυτονομία τους, ήταν υποχρεωμένοι να συμπεριφέρονται συνεχώς με πολλή διπλωματικότητα και να είναι πολύ προσεκτικοί επειδή η επιβίωσή τους εξαρτώνταν από την εξισορρόπηση μεταξύ των συγκρουόμενων στην περιοχή δυνάμεων, ιδίως μεταξύ Περσών και Ελλήνων (βασικά των Αθηναίων). Ωστόσο μερικές φορές δε δίστασαν να δράσουν ανοικτά κατά των Περσών, με σκοπό την αποτίναξη της κυριαρχίας τους, με δικές τους απελευθερωτικές προσπάθειες ή συμμετοχή σ' αυτές, για τις οποίες πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα.
Αυτές ήταν:
- Επανάσταση των Κυπρίων με αρχηγό τον Ονήσιλο το 499 π.Χ., ενέργεια που ξέσπασε παράλληλα με την κατά των Περσών επανάσταση των Ιώνων της Μικράς Ασίας. Οι Ίωνες υποστήριξαν με στόλο την προσπάθεια των Κυπρίων που τελικά απέτυχε.
- Προσπάθεια των Αθηναίων να απελευθερώσουν την Κύπρο, με αποστολή εκστρατευτικού σώματος από 200 πλοία, το 461 π.Χ. Αρχηγός της εκστρατείας αυτής, που απέτυχε, ήταν ο Χαριτιμήδης.
- Δεύτερη προσπάθεια των Αθηναίων για απελευθέρωση της Κύπρου, την άνοιξη του 449 π.Χ., και πάλι με στόλο από 200 πλοία και με αρχηγό τον Κίμωνα. Απέτυχε και αυτή, μετά τον αναπάντεχο θάνατο του Κίμωνα ενώ πολιορκούσε το Κίτιον.
- Σε συνεργασία με τους Αθηναίους αλλά και με τους Αιγυπτίους, ξεκίνησε μεγάλη απελευθερωτική προσπάθεια και από τον Κύπριο βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α' (411 -374 π.Χ.). Οι Αθηναίοι αναφέρεται μάλιστα ότι του είχαν στείλει και μικρή στρατιωτική βοήθεια με αρχηγό το Φιλοκράτη, που όμως δεν κατόρθωσε να φτάσει στην Κύπρο, το 390 π.Χ. Μέσα δε στον ίδιο χρόνο έστειλαν και νέα βοήθεια με αρχηγό το Χαβρία, αποτελούμενη από 10 τριήρεις, 800 πελταστές και άλλες δυνάμεις. Όμως το 386 π.Χ. οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη με τους Πέρσες, τη λεγόμενη Ανταλκίδειο Ειρήνη, κι εγκατέλειψαν τον Ευαγόρα. Ο τελευταίος αναγκάστηκε έτσι να συνθηκολογήσει με τους Πέρσες, να διατηρήσει την εξουσία στο βασίλειό του, αλλά και να παραιτηθεί από το φιλόδοξο σχέδιό του για μια ελεύθερη Κύπρο, ενιαία κάτω από το σκήπτρο του.
Ο Ευαγόρας Α' ήταν όχι μόνο καλός στρατιωτικός αλλά και εξαίρετος πολιτικός νους που κατόρθωσε να αναδειχθεί σε μια από τις σπουδαιότερες ηγετικές μορφές όχι μόνο της Κύπρου των Κλασικών χρόνων, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού. Στις ημέρες του η Σαλαμίνα γνώρισε μεγάλη δόξα. Πέρα από τις πολλές ικανότητές του, ο Ευαγόρας ήταν και φιλόδοξος. Το σχέδιό του, ωστόσο, να ενώσει όλα τα βασίλεια της Κύπρου σε μια δύναμη, φανερώνει και βαθιά αντίληψη κι ενόραση. Μια ενωμένη Κύπρος θα ήταν, από τη μια μεριά, πολύ πιο ισχυρή έναντι των Περσών που αποτελούσαν το στόχο, και από την άλλη θα σταματούσαν οι εσωτερικές διαφορές και διχογνωμίες και το νησί θα μπορούσε ν' αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην αντιμετώπιση του εξωτερικού κινδύνου. Εκτός όμως από αυτά, ο Ευαγόρας πέτυχε τη συμμαχία και υποστήριξη μιας από τις πιο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, της Αθήνας, που όμως και αυτή βρισκόταν την ίδια περίοδο μπλεγμένη στις μακρόχρονες διαμάχες της με τη Σπάρτη. Ακόμη, στις κατά των Περσών ενέργειές του, ο Ευαγόρας συμμάχησε με τον Άκορι, το βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος επιδίωκε επίσης την εκδίωξη των Περσών από τη δική του χώρα. Ο Άκορις δεν μπόρεσε να προσφέρει πολύ σημαντική υποστήριξη στον Ευαγόρα, όμως ο Κύπριος βασιλιάς κατόρθωσε να εξασφαλίσει από την Αίγυπτο ότι ήταν δυνατό. Η μικρή βοήθεια των Αθηναίων δεν ήταν επίσης αρκετή κι εξάλλου τελικά αποσύρθηκε από την Κύπρο. Έτσι ο Ευαγόρας απέτυχε και στο να ενώσει ολόκληρη την Κύπρο και στο να αποτινάξει την περσική κυριαρχία. Με διπλωματικότητα, όμως, κατόρθωσε να πετύχει τη συνδιαλλαγή. Κι ακόμη περισσότερο, κατόρθωσε να πετύχει την παροχή περσικής στρατιωτικής βοήθειας, που μαζί με κυπριακή, κατόρθωσε να εξουδετερώσει τη σπαρτιατική απειλή κατά των Αθηνών και, στην ουσία, να απελευθερώσει και την ίδια την Αθήνα, δρώντας για το σκοπό αυτό μαζί με τον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα. Ο Κόνωνας είχε φιλοξενηθεί στην Κύπρο από τον Ευαγόρα. Γενικότερα, οι σχέσεις του τελευταίου με το "σχολείο της Ελλάδος" (όπως ονομάζει την Αθήνα ο Περικλής στον Επιτάφιό του) δεν ήταν απλώς φιλικές αλλά αδελφικές.
Η επιρροή της Αθήνας στον Ευαγόρα τον οδήγησε να καταστήσει την πόλη του, την κυπριακή Σαλαμίνα, πραγματικό προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή. Η ίδια η Αθήνα, εξάλλου, επανειλημμένα τίμησε τον Ευαγόρα με ψηφίσματα και με τοποθέτηση του αγάλματός του σε περίοπτη θέση, απονέμοντάς του έτσι τις ανώτατες τιμητικές της διακρίσεις. Ικανότατος ηγέτης ήταν κι ο γιος και διάδοχος του Ευαγόρα, ο Νικοκλής.
Και για τους δύο μιλούν με ενθουσιασμό κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της Ελλάδος, όπως ο Ισοκράτης. Για το έργο του Ευαγόρα στην Κύπρο, ο Ισοκράτης λέγει μεταξύ άλλων:... Όχι μόνο αύξησε τη σημασία της πόλης του, αλλά κι όλη τη γύρω χώρα και το νησί οδήγησε σε πραότητα και χρηστότητα. Πριν καταλάβει την εξουσία ο Ευαγόρας, οι κάτοικοι (της Κύπρου) ήταν τόσο απροσπέλαστοι και άγριοι, ώστε μεταξύ των αρχόντων θεωρούσαν άριστους εκείνους που επιδείκνυαν σκληρότατη στάση έναντι των Ελλήνων. Τώρα όμως σημειώθηκε τέτοια μεταβολή, ώστε να συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς το ποιοι από αυτούς θα φανούν περισσότερο φιλέλληνες και ν' αποκτούν οι περισσότεροι παιδιά παίρνοντας συζύγους Ελληνίδες, να αισθάνονται δε ευχαρίστηση με τα ελληνικά πράγματα και τις ελληνικές συνήθειες, παρά με τις δικές τους... και απ' όλους αυτούς οι πάντες ομολογούν πως για την κατάσταση τούτη αίτιος είναι ο Ευαγόρας... Πολλοί δε Έλληνες, καλοί και αγαθοί, αφού εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, ήρθαν να κατοικήσουν στην Κύπρο επειδή θεωρούσαν ότι η βασιλεία του Ευαγόρα ήταν ηπιότερη και νομιμότερη από τα πολιτεύματα της Ελλάδος...
Μεταξύ άλλων, έχουμε εδώ και μαρτυρία του Ισοκράτη ότι στις μέρες του Ευαγόρα είχαν έρθει και εγκατασταθεί στην Κύπρο αρκετοί Έλληνες, ιδίως Αθηναίοι που έφυγαν μετά την εγκαθίδρυση της εξουσίας των τριάκοντα τυράννων στην πόλη τους και την εκεί κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή την απαλλαγή της Αθήνας, εξάλλου, από την τυραννία, είχαν πετύχει ο Ευαγόρας κι ο Κόνωνας.
Το 351 π.Χ. σημειώθηκε νέα επαναστατική εξέγερση κατά των Περσών με τη συμμετοχή οκτώ συνολικά κυπριακών βασιλείων που ήταν: Σαλαμίνα, Κίτιον, Αμαθούς, Πάφος, Μάριον, Σόλοι, Λάπηθος (Κερύνεια) και Κούριον. Η εξέγερση ακολούθησε παράλληλες επαναστάσεις κατά των Περσών στην Αίγυπτο και στη Φοινίκη, αλλά κι αυτή έληξε χωρίς επιτυχία. Μάλιστα στις περσικές δυνάμεις που έφτασαν στην Κύπρο, για καταστολή της εξέγερσης, αρχηγός ήταν ένας Αθηναίος στρατηγός, ο Φωκίωνας.
Μια σχεδόν εικοσαετία αργότερα, πραγματοποιούνταν η ελληνική αντεπίθεση κατά των Περσών, με αρχηγό το Μέγα Αλέξανδρο. Μετά τις πρώτες θεαματικές νίκες του Αλέξανδρου στη Μικρά Ασία (μάχες Γρανικού, Ισσού), όλοι οι Κύπριοι βασιλιάδες μπόρεσαν ν' αποκηρύξουν την περσική επικυριαρχία και τάχθηκαν με το μέρος του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Αλέξανδρος περιέλαβε έτσι την Κύπρο στην αυτοκρατορία που άρχισε να δημιουργεί, αλλά δεν κατάργησε τα κυπριακά βασίλεια. Επέτρεψε στους Κυπρίους βασιλιάδες να διατηρήσουν την εξουσία στα βασίλειά τους, κι αυτοί τον τίμησαν με ποικίλες εκδηλώσεις και με δώρα. Ακόμη, τον ενίσχυσαν με στρατιωτικές δυνάμεις, ιδίως ναυτικό. Κι ακριβώς το κυπριακό ναυτικό διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την πολύμηνη πολιορκία και κατάληψη της Τύρου (που ήταν κτισμένη σε μικρό νησί) από τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια, πολλοί Κύπριοι, στρατιωτικοί και ναυτικοί αλλά και τεχνίτες, ιδίως δε καραβομαραγκοί, ακολούθησαν τον Αλέξανδρο στα βάθη της Ασίας. Μερικοί Κύπριοι ανέλαβαν μάλιστα και μεγάλα αξιώματα, όπως διοικητές επαρχιών σε κατακτημένα εδάφη της Ασίας.
Πριν όμως προχωρήσουμε χρονικά, θα πρέπει να δούμε λεπτομερέστερα τα πολύ σημαντικά γεγονότα της Κυπρο-αρχαϊκής και της Κυπρο-Κλασικής εποχής δηλαδή τους πολέμους με τους Πέρσες, τις σχέσεις της Κύπρου με τον ευρύτερο Ελληνικό κόσμο και ιδιαίτερα με την Αθήνα, καθώς και την προσωπικότητα του Ευαγόρα Α'.
Επαρχίες της Κύπρου Αμμόχωστου | Κερύνειας | Λάρνακας | Λεμεσού | Λευκωσίας | Πάφου |
Κατάλογος δήμων και κοινοτήτων Κύπρου
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org , LivePedia.gr . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License