.
Αγγλοκρατία ονομάζεται η περίοδος των 82 χρόνων (1878-1960) της νεότερης κυπριακής ιστορίας, κατά την οποία η Κύπρος βρισκόταν κάτω από αγγλική κατοχή. Η Μεγάλη Βρετανία είχε βλέψεις στην Κύπρο, οι οποίες χρονολογούνται τουλάχιστον από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η σημαντική γεωγραφική θέση του νησιού, σε συνάρτηση με τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στο δρόμο που οδηγούσε στις Ινδίες (κτήση της Μ. Βρετανίας) και στη Βόρεια και Ανατολική Αφρική, καθώς και ο φόβος από ενδεχόμενη κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, υπαγόρευαν την ανάγκη κατάληψης της Κύπρου. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878, που έληξε με ήττα της Τουρκίας και με την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και τη δημιουργία μιας ισχυρής Βουλγαρίας, οδήγησε στη σύγκληση της Διάσκεψης του Βερολίνου, τον Ιούνη-Ιούλη του 1878, που αναθεώρησε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Στη Διάσκεψη του Βερολίνου ανακοινώθηκε επίσημα (9 Ιούλη 1878) ότι η Υψηλή Πύλη και η Μ. Βρετανία είχαν υπογράψει μια "αμυντική συμφωνία" στην Κωνσταντινούπολη, στις 4 Ιούνη 1878. Με βάση τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, η Τουρκία εκχωρούσε την Κύπρο στην Αγγλία όπως κατέχεται και διοικείται υπ' αυτής. Η Αγγλία κατέλαβε ειρηνικά την Κύπρο. Οι κάτοικοι του νησιού δεν είχαν ερωτηθεί.
Κατάληψη της Κύπρου
Στις 28 Ιούνη 1878 κατέπλευσε στον όρμο Λεμεσού το πρώτο αγγλικό πολεμικό πλοίο, το "Παλλάς", από το οποίο αποβιβάστηκε μονάδα πεζοναυτών που παρέλαβε από την τουρκική φρουρά το κάστρο της πόλης. Η τουρκική σημαία υπεστάλη ύστερα από 307 χρόνια και στη θέση της υψώθηκε η αγγλική. Ο αγγλικός στόλος, υπό το ναύαρχο Τζον Χέϊ, κατέπλευσε την επομένη στη Λάρνακα, όπου και αποβίβασε τα πρώτα αγγλικά στρατεύματα. Η επίσημη τελετή μεταβίβασης της εξουσίας έγινε στο διοικητήριο της Λευκωσίας, στις 12 Ιούλη, μέρα Παρασκευή. Η αγγλική σημαία αντικατέστησε και εδώ την τουρκική και ο Σαμί πασάς, αντιπρόσωπος του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, παρέδωσε την εξουσία στο Γουόλτερ Βάριγκ, αντιπρόσωπο της βασίλισσας Βικτορίας.
Μετά δέκα μέρες, έφτασε στο νησί ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ. Οι Έλληνες της Κύπρου δέχτηκαν την αλλαγή με περιέργεια, αλλά κυρίως με αισθήματα ικανοποίησης, επειδή τους Οθωμανούς κυρίαρχους αντικαθιστούσαν Χριστιανοί κυρίαρχοι, καθώς και με πολλές προσδοκίες, που πρώτος και επίσημα εξέφρασε ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, καλωσορίζοντας στη Λάρνακα το σερ Γκάρνετ, στις 22 Ιούλη:.... Αποδεχόμεθα την αλλαγήν της κυβερνήσεως καθ' όσον πιστεύομεν ότι η Βρετανία θα βοηθήσει την Κύπρον, όπως έπραξε και με τας νήσους του Ιονίου πελάγους, ίνα ενωθεί μετά της μητρός Ελλάδος μετά της οποίας φυσικώς συνδέεται...
Σημαίνοντες Τούρκοι της Λευκωσίας επισκἐπτονται τον σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ
Καταλαμβάνοντας το νησί, οι Άγγλοι δεν ανέμεναν σοβαρές αντιδράσεις από τους κατοίκους του, όπως και δεν υπήρξαν. Φοβόντουσαν μόνο μικρής κλίμακας ταραχές από την πλευρά των Τούρκων κατοίκων της Κύπρου και για να τις αποφύγουν, διέδωσαν έγκαιρα ότι η νέα διοίκηση θα ξοφλούσε τα χρέη του λαού και θα πλήρωνε ικανοποιητικούς μισθούς. Όπως έγραψε αργότερα ένας Άγγλος αξιωματικός που συμμετείχε στην όλη επιχείρηση κατάληψης της Κύπρου, ο Ντίξον, φοβόντουσαν ότι μόνο στην επαρχία Πάφου δυνατό να είχαν δυσκολίες, γιατί εκεί οι ιθαγενείς ήταν φανατικοί και η πόλη και επαρχία ήταν σε αναρχία και όχι ασφαλείς... Ο Ντίξον πρόσθεσε ακόμη ότι:....Η Λεμεσός και η Αμμόχωστος μπορούν να διοικηθούν με δύο μαστίγια, η Λευκωσία δεν χρειάζεται παρά μόνο 50-60 άνδρες, η Λάρνακα εξασφαλίζεται με μια κανονιοφόρο και με φρουρά ενός δεκανέα, αλλά υποτίθεται ότι η Πάφος χρειάζεται ένα σύνταγμα...
Πολιτικά γεγονότα
Οι κυριότερες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στο νησί κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, είχαν σαν επίκεντρο ή και κίνητρο το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων για εθνική αποκατάσταση και ένωση με την Ελλάδα. Το ενωτικό αίτημα που είχε τεθεί ήδη, αμέσως, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, αναζωπυρώθηκε με την κατάληψη της Κύπρου από την Αγγλία και άρχισε να τίθεται απευθείας στην αγγλική κυβέρνηση, στην αρχή δειλά, με υποβολή υπομνημάτων και αποστολή αντιπροσωπειών στο Λονδίνο και στη συνέχεια με οργάνωση παγκυπρίων συλλαλητηρίων και με άλλους, περισσότερο μαχητικούς τρόπους, που έφτασαν μέχρι το αυθόρμητο κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 και την ένοπλη επανάσταση του 1955.
Υπόμνημα προς το Λονδίνο έστειλαν οι Έλληνες Κύπριοι το 1882, υπενθυμίζοντας ότι... ο μόνος των Κυπρίων πόθος είναι η μετά της Μητρός Ελλάδος Ένωσις...
Το 1887 όταν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία γιορταζόταν το χρυσό ιωβηλαίο της βασίλισσας Βικτορίας, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν την πρώτη ευκαιρία να δείξουν φανερά τη δυσφορία τους. Όχι μόνο απείχαν επιδεικτικά από τις εκδηλώσεις, αλλά και οργάνωσαν όλες τις μέρες των γιορτασμών εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης. Το 1889, ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, δεσπόζουσα φυσιογνωμία της πρώτης περιόδου της αγγλοκρατίας, πήγε στο Λονδίνο επικεφαλής αντιπροσωπείας από τους Θ. Περιστιάνη, Π. Κωνσταντινίδη και Α. Λιασίδη, όπου επέδωσε υπόμνημα στον υπουργό αποικιών λόρδο Νάτσφορτ:... Ο Χριστιανικός πληθυσμός της νήσου Κύπρου, μη λησμονών την καταγωγήν και τας παραδόσεις του, αποβλέπει πάντοτε προς ένα εθνικόν μέλλον...
Το 1895 οργανώθηκαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου συλλαλητήρια και νέο υπόμνημα στάλθηκε στον υπουργό αποικιών Τσάμπερλεν:...Ο ελληνικός λαός της νήσου πάντοτε μίαν μόνον λύσιν επόθησε, ποθεί και θα ποθεί, την οποίαν και σήμερον εξαιτείται πανδήμως, την όσον το δυνατόν προσεχή και ταχείαν ενωσίν του μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος...
Μεγάλα συλλαλητήρια οργανώθηκαν και το 1912 και νέα έντονα ψηφίσματα στάλθηκαν στο Λονδίνο:...Ουδεμία εγκόσμιος δύναμις δύναται να καταστρέψει ή να αλλοιώσει την θέλησίν του (του λαού) όπως η νήσος του προσαρτηθεί εις το ομόφυλον Βασίλειον της Ελλάδος...
Οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές παραιτήθηκαν και νέα αντιπροσωπεία στάλθηκε στο Λονδίνο ίνα μεταδώσει τον πόθον του Κυπριακού λαού εις όλους τους επισήμους Βρετανούς και πέτυχε να αποσπάσει μια δήλωση: Ο αρμόδιος υπουργός σέβεται τους εθνικούς πόθους του Κυπριακού λαού.
Το 1914 η Τουρκία αναμείχτηκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Γερμανίας και ενάντια στην Αγγλία. Η τελευταία κήρυξε, τότε, άκυρη τη συμφωνία του 1878 και στις 5 του Νοέμβρη, προσάρτησε την Κύπρο. Αλλά έτσι έχασε το επιχείρημά της ότι, με βάση τη συμφωνία του 1878, η Κύπρος κατεχόταν μεν από την Αγγλία, αλλά εξακολουθούσε να ανήκει στην Οθωμανική αυτοκρατορία και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί στην Ελλάδα.
Και πραγματικά, τον επόμενο χρόνο, το Λονδίνο πρόσφερε την Κύπρο στην Ελλάδα, ζητώντας σαν αντάλλαγμα να εγκαταλείψει η τελευταία την ουδέτερη στάση της και να πολεμήσει στο πλευρό της Αγγλίας.
Η τότε Ελληνική κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε την προσφορά (17 Οκτώβρη 1915), κρίνοντας πως δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας του η εγκατάλειψη της ουδέτερης στάσης που τηρούσε. Την ουδέτερη αυτή στάση εγκατέλειψε, έτσι κι αλλιώς, λίγο αργότερα, όμως στο μεταξύ η αγγλική προσφορά είχε αποσυρθεί. Ωστόσο, με την ελπίδα και το όραμα της εθνικής αποκατάστασης της πατρίδας τους, 11.000 Κύπριοι κατατάχτηκαν στον αγγλικό στρατό και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα.
Η απογοήτευση του 1915 μετατράπηκε πάλι σε ελπίδα το 1917, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οραματιστής της "Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών", επισκέφτηκε το Λονδίνο.
Τηλεγραφήματα και υπομνήματα μετέφεραν το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, να μεριμνήσει και για την εθνική αποκατάσταση του νησιού τους. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε για το Λονδίνο μια ακόμη κυπριακή αποστολή, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ' και με όλους τους Έλληνες βουλευτές του νησιού. Το ταξίδι της πρεσβείας, όπως τον ονόμασαν, κράτησε δύο χρόνια (1918-1920) και περιλάμβανε και το Παρίσι, όπου συνερχόταν η Διάσκεψη Ειρήνης.
Στο περιθώριό της, οι Ελληνοκύπριοι εκπρόσωποι είχαν συναντήσεις και συνομιλίες με το Βενιζέλο, ο οποίος και ανακοίνωσε τελικά (Αύγουστος 1920) στην πρεσβεία των Κυπρίων, την οριστική απόφαση του Λονδίνου να μη παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Το ίδιο ανακοίνωσε και επίσημα το αρμόδιο υπουργείο Αποικιών, στις 26 Οκτωβρίου 1920.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο. Δύο χρόνια αργότερα (1η Μάη 1925) η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο αποικία του στέμματος, ενέργεια που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από την πλευρά, κυρίως των Ελλήνων του νησιού.
Η μεν ηγεσία χαιρέτισε την εξέλιξη αυτή με υπόμνημα στο οποίο εξέφραζε την ικανοποίηση της δια την τελειωτικήν απαλλαγήν της πατρίδος ημών από της Τουρκικής κυριαρχίας, ο δε λαός διαμαρτυρήθηκε ζωηρά για την προσάρτηση. Προκάλεσε, μάλιστα μια δήλωση του τότε υπουργού αποικιών Έιμερι:... Οφείλετε να εννοήσετε σαφώς, όπως σας υπεδείχθη πολλές φορές, ότι το ζήτημα της ενώσεως είναι οριστικά κλειστό και δεν είναι δυνατόν ν' ανακινηθεί ξανά...
Στο μεταξύ, από το 1920, η αγγλική διοίκηση είχε αρχίσει να παίρνει δυναμικά μέτρα ενάντια στους πρωτεργάτες της ενωτικής κίνησης. Έτσι, το 1921 απέλασε από την Κύπρο, με εντολή του ύπατου αρμοστή Στίβενσον, το δυναμικό αγωνιστή Νικόλαο Καταλάνο και το συγγραφέα και ιστορικό Φίλιο Ζαννέτο, ο οποίος ήταν δήμαρχος Λάρνακας και βουλευτής.
Ο κυβερνήτης σερ Ρόναλντ Στορρς, ο οποίος έφτασε στην Κύπρο στις 30 Νοεμβρίου 1926, προσπάθησε να εξευμενίσει τους κατοίκους του νησιού, πετυχαίνοντας την κατάργηση του φόρου υποτελείας τον οποίο εξακολουθούσαν, μέχρι τότε, να πληρώνουν οι Κύπριοι.
Όμως, δύο χρόνια αργότερα, το 1928, οργάνωσε λαμπρές τελετές για τα 50 χρόνια της αγγλικής κατοχής, με αποτέλεσμα να προκαλέσει και πάλι την οργή των Ελλήνων.
Τις τελετές παρακολούθησαν οι Τούρκοι. Ο αρχιεπίσκοπος έστειλε και πάλι υπόμνημα στο Λονδίνο.
Στις 26 Γενάρη 1930, πραγματοποιήθηκε στην αρχιεπισκοπή μεγάλη συνέλευση, η οποία αποφάσισε την ίδρυση της Ε.Ο.Κ. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων), σκοπός της οποίας ήταν η επίτευξη της εθνικής αποκαταστάσεως της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος. Την ηγεσία της Ε.Ο.Κ. αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο ηγούμενος Κύκκου, αντιπρόσωποι των άλλων μοναστηριών, οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές και άλλοι παράγοντες. Η οργάνωση ίδρυσε και γραφείο διαφώτισης στο Λονδίνο. Στις 25 Μάρτη οργάνωσε σε όλο το νησί εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης, κατά τις οποίες σχετικά ψηφίσματα υπογράφτηκαν από το λαό και στάλθηκαν στο Λονδίνο. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου, εκλέχτηκαν βουλευτές όλοι όσοι είχαν βάλει υποψηφιότητα με το σύνθημα ένωσις και μόνον ένωσις.
Τον Οκτώβρη του 1931 και με αφορμή την επιβολή δασμολογικού νόμου, εκδηλώθηκε το κίνημα των Οκτωβριανών που έφτασε μέχρι και την πυρπόληση του κυβερνείου.
Τελικά, το κίνημα καταπνίγηκε, οι Έλληνες κήδευσαν μερικούς νεκρούς και αναγκάστηκαν να επωμιστούν ένα μεγάλο οικονομικό βάρος που αντιπροσώπευε τις υλικές ζημιές.
Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του κινήματος εξορίστηκαν και ανάμεσά τους οι μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς και Κυρήνειας Μακάριος, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β'.
Η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή σκληρά έκτακτα μέτρα που ισοδυναμούσαν με επιβολή στυγνού δικτατορικού καθεστώτος και που συνεχίστηκαν μέχρι και την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή σαν παλμεροκρατία από το όνομα του κυβερνήτη Πάλμερ.
Ας δούμε λεπτομερέστερα τα γεγονότα του κινήματος του 1931.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην εξέγερση
θα πρέπει από την αρχή να τονιστεί ότι το κίνημα του Οκτώβρη του 1931 δεν ήταν επαναστατική εκδήλωση που είχε προετοιμαστεί και σχεδιαστεί προσεκτικά. Αντίθετα, ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη ενέργεια που στρεφόταν κατά των Άγγλων κυριάρχων και της όλης πολιτικής τους απέναντι στην Κύπρο και του ελληνικού πληθυσμού της που αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία (γύρω στο 80% περίπου) του κυπριακού λαού. Ήταν ένα ξέσπασμα οργής που δεν είχε οργανωθεί, γι' αυτό εξάλλου και καταπνίγηκε από τις αγγλικές αρχές πολύ εύκολα. Οι διάφοροι οικονομικοί λόγοι που συνθέτουν τη μια πτυχή της κρίσης του Οκτώβρη του 1931, δεν είναι οι σοβαρότεροι. Στην πραγματικότητα το κίνημα ήταν καθαρά εθνικό.
Είναι γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου είχε καλωσορίσει με χαρά την άφιξη των Άγγλων στο νησί το καλοκαίρι του 1878 και είχε αποδεχτεί με ανακούφιση τον τερματισμό της μακρόχρονης τουρκικής κατοχής. Η αναίμακτη (δι' ενοικιαγοράς) κατάληψη της Κύπρου από τους (Χριστιανούς) Άγγλους θεωρήθηκε από πολλούς ως ευτυχές γεγονός γιατί τερμάτιζε τη σκοτεινή περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Αλλά και γιατί έχοντας υπόψιν το παράδειγμα της Επτανήσου) ερμηνεύτηκε ότι αποτελούσε το απαραίτητο μεταβατικό στάδιο για τον τελικό σκοπό, που ήταν η απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κύπρος ευεργετήθηκε από τις νέες συνθήκες της αγγλικής κατοχής γιατί άρχισε να μπαίνει κάποια τάξη στη διοίκηση, άρχισαν να γίνονται κάποια έργα υποδομής, άρχισε να απονέμεται ορθότερα η δικαιοσύνη, άρχισαν να δημιουργούνται προοπτικές καλύτερης εκπαίδευσης και οικονομικής ανέλιξης - ίσως το πιο σοβαρό - γιατί και πολιτιστικά η Κύπρος ξαναενώθηκε με την Ευρώπη.
Έτσι, παρά την ύπαρξη σοβαρότατων προβλημάτων (οικονομικών και άλλων), αφού, έστω και αν γίνονταν αρκετά έργα, οι Άγγλοι δεν έπαυαν να είναι και αυτοί κατακτητές που εκμεταλλεύονταν το νησί, ωστόσο ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου μια άλλη κατάσταση δεν μπορούσε να αποδεχτεί: τη μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών του για εθνική αποκατάσταση, δηλαδή για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων είχε ήδη εκφραστεί αμέσως μετά το σχηματισμό Ελληνικού κράτους, μετά την ελληνική επανάσταση του 1821. Το αίτημα αυτό επανήρθε και φούντωσε μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Άγγλους. Επανειλημμένες αποστολές Ελλήνων Κυπρίων στάλθηκαν στην Αγγλία για να θέσουν επίσημα το αίτημα στην αποικιοκρατική μητρόπολη, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα.
Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων του τέλους του 19ου αιώνα και στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, αποτελούσε έκφραση της πεποίθησης για κοινή μοίρα και κοινή πορεία.
Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούσε έκφραση της πεποίθησης ότι θα υπήρχε και "κυπριακό μερίδιο" κατά τη "διανομή των κερδών" μετά τη νίκη . Εξάλλου την απόδοση της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα είχε διαπραγματευτεί στο Λονδίνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Όμως οι ελπίδες - που είχαν πληρωθεί και με αίμα με τη συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους πολέμους - γρήγορα διαψεύστηκαν.
Κατά τη "διανομή των κερδών" στη διάσκεψη του Παρισιού μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, δεν υπήρξε "κυπριακό μερίδιο", αν και η ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων βρισκόταν εκεί, παρακαλώντας και ικετεύοντας. Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) δια της οποίας η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα επί της Κύπρου δικαιώματά της, γεννήθηκαν κάποιες νέες ελπίδες γιατί έτσι είχε αρθεί ένα σοβαρότατο εμπόδιο στην απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα.
Ωστόσο με την άρση του εμποδίου αυτού, η Αγγλία προχώρησε όχι στην εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα αλλά στην προσάρτησή της με την ανακήρυξη του νησιού (1.5.1925) ως αποικίας του Στέμματος. Είχε δε τότε γίνει απόλυτα σαφές στους Έλληνες Κυπρίους, από Άγγλους επισήμους (όπως ο υπουργός Αποικιών Έιμερι) ότι ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα δεν υπήρχε και ότι τέτοιο θέμα ήταν οριστικά κλειστό.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κατά την πρώτη περίοδο της αγγλοκρατίας (1878-1925) υπήρχε μια συνεχής εναλλαγή αναπτέρωσης και διάψευσης των προσδοκιών των Ελλήνων Κυπρίων για επίτευξη του ιδανικού της ενώσεως. Έτσι, από ψυχολογική άποψη, το αυθόρμητο κίνημα του Οκτώβρη του 1931 ήταν μια φυσιολογική αντίδραση ενός καταπιεσμένου και υπόδουλου πληθυσμού ενάντια στους καταπιεστές του.
Τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αφορμή
Το κίνημα το Οκτώβρη του 1931 εκδηλώθηκε στα χρόνια της κυβέρνησης του σερ Ρόναλντ Στορρς (1926- 1932). Στην αρχή της θητείας του ο σερ Ρόναλντ προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Κυπρίων. Στις ημέρες του καταργήθηκε ο απεχθής όσο και βαρύτατος φόρος υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο στην Τουρκία. Την κατάργηση του φόρου αυτού ανήγγειλε ο κυβερνήτης τον Αύγουστο του 1927.
Τον επόμενο όμως χρόνο προκάλεσε τα αισθήματα των Ελλήνων Κυπρίων με τη διοργάνωση στο νησί λαμπρών γιορτασμών με τη συμπλήρωση 50 χρόνων αγγλικής κατοχής. Στο τέλος του 1929 (7 του Δεκέμβρη) εισήγαγε νέο νόμο για την εκπαίδευση, βάσει του οποίου οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων θα διορίζονταν πια από την αποικιοκρατική κυβέρνηση του νησιού και θα ήταν κυβερνητικοί υπάλληλοι. Το μέτρο αυτό στόχευε στον έλεγχο της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως από την αποικιοκρατική κυβέρνηση και προκάλεσε την έντονη αντίδραση του λαού. Μέχρι τότε η όλη ευθύνη για την εκπαίδευση ανήκε στις κοινότητες και στην Εκκλησία και οι μεν Ελληνόπαιδες δέχονταν καθαρά ελληνική παιδεία ενώ οι Τουρκόπαιδες τουρκική. Στο μεταξύ υπήρχαν από καιρό σοβαρά προβλήματα οικονομικής φύσης που αποτελούσαν αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων στο Νομοθετικό Συμβούλιο τόσο κατά τις συζητήσεις των Προϋπολογισμών όσο και σε άλλες ευκαιρίες.
Μια σοβαρή εξέλιξη σημειώθηκε το Γενάρη του 1930, όταν σε ευρεία συνέλευση που συνεκλήθη στην αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε από τους Έλληνες Κυπρίους η Εθνική Οργάνωσις Κυπριών (Ε.Ο.Κ), που βασικός σκοπός της ήταν η επίτευξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το ενωτικό κίνημα είχε αρχίσει να φουντώνει. Η Ε.Ο.Κ οργάνωσε στις 25 του Μάρτη του 1930 ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου έγιναν εκλογές βουλευτών του Νομοθετικού Συμβουλίου.
Ελληνικά μέλη του Νομοθετικού εκλέχτηκαν όλοι οι υποψήφιοι που είχαν κατέλθει στις εκλογές με σύνθημά τους την ένωση με την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, αδιάλλακτος ενωτικός και κύριος εμπνευστής της ιδρύσεως της Ε.Ο.Κ. Μετά τις εκλογές, η αντιδικία των ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου με τον κυβερνήτη Στορρς συνεχίστηκε και εντάθηκε με την ευκαιρία της συζήτησης για τον Προϋπολογισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνιμη πρόκληση στα αισθήματα των Ελλήνων Κυπρίων αποτελούσε η εικονική μόνο πλειοψηφία τους στο Νομοθετικό Συμβούλιο.
Τα αιρετά μέλη του Νομοθετικού ήταν 12 Έλληνες και 3 Τούρκοι βουλευτές.
Υπήρχαν όμως και 9 διοριζόμενα μέλη, που ήταν Άγγλοι, έτσι, οι μόνιμα (εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις) ενωμένες ψήφοι Άγγλων και Τούρκων ισοβαθμούσαν με τις ψήφους των Ελλήνων, οπότε ο κυβερνήτης είχε τη νικήτρια ψήφο που τη διέθετε όπως ήθελε. Το Νομοθετικό Συμβούλιο ήταν, δηλαδή, ένα σώμα μέσω του οποίου προωθούνταν και νομιμοποιούνταν οι οποιεσδήποτε αποφάσεις του κυβερνήτη έστω και παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις των Ελλήνων βουλευτών και εκπροσωπούσαν το 80% περίπου του κυπριακού λαού.
Έτσι, ιδίως κατά το 1931, οπότε ο κυβερνήτης Στορρς "πέρασε" από το Νομοθετικό διάφορες αποφάσεις του, οι Έλληνες βουλευτές δέχονταν πια ισχυρές πιέσεις από το λαό για να παραιτηθούν, αφού η συνέχιση της συμμετοχής τους στο όργανο αυτό του κυβερνήτη ήταν χωρίς νόημα.
Η κατάσταση σχετικά με το Νομοθετικό Συμβούλιο είχε επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Προϋπολογισμού του 1931. Ο Προϋπολογισμός προέβλεπε έσοδα 739.000 λιρών και δαπάνες 801.000 λιρών, παρουσίαζε δηλαδή έλλειμμα 62.000 λιρών. Το έλλειμμα αυτό η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι θα κάλυπτε με τα πιθανά περισσεύματα το 1930, που τα υπολόγιζε σε 21.000 λίρες, καθώς και με ποσό 40.000 λιρών περίπου που ζήτησε να εξασφαλίσει από το πενιχρό αποθεματικό του νησιού που, ας σημειωθεί, δεν ξεπερνούσε τις 90.000 λίρες. Τελικά ο Προϋπολογισμός ψηφίστηκε με τις ενωμένες αγγλοτουρκικές ψήφους, η αντίδραση όμως των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα έντονη επειδή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν χρήματα του αποθεματικού, που υποτίθεται ότι θα αξιοποιούνταν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (θεομηνία, οικονομική κρίση κλπ. ). Μπροστά στη λαϊκή αντίδραση, η αποικιοκρατική κυβέρνηση προσπάθησε να βρει χρήματα καταφεύγοντας στην άμεση φορολογία με την τροποποίηση του τελωνειακού δασμολογίου. Οι Έλληνες βουλευτές εισηγούνταν την εξοικονόμηση χρημάτων με την κατάργηση διαφόρων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία (που τις κατείχαν Άγγλοι) και μείωση των μισθών των Άγγλων ανωτέρων υπαλλήλων (όσον ο μισθός υπερέβαινε τις 120 λίρες το μήνα). Ας σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο είχε καταψηφιστεί στο Νομοθετικό Συμβούλιο (28.4.1931) επειδή απουσίαζαν την ημέρα της ψηφοφορίας τα τρία τουρκικά μέλη, ενώ παραβρίσκονταν έντεκα ελληνικά μέλη. Αυτό που γράφει ο Στορρς στο βιβλίο του Orientations, ότι το νομοσχέδιο είχε καταψηφιστεί επειδή Τούρκος βουλευτής είχε συμπράξει με τους Έλληνες βουλευτές, δεν αληθεύει.
Ωστόσο, έστω και μετά την καταψήφιση του νομοσχεδίου από το Νομοθετικό, ο κυβερνήτης το έθεσε σε εφαρμογή (11.8.1931) με ειδικό αυτοκρατορικό "διάταγμα εν συμβουλίω", πράγμα που επιτάχυνε τη σύγκρουση.
Οικονομικό ήταν και το ζήτημα της επιμονής της Αγγλίας να εισπράττει ακόμη από την Κύπρο ειδικούς φόρους, προκειμένου να καλυφθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους κεφαλαιούχους το 1855! Για το ζήτημα αυτό πραγματοποιήθηκε, με πρωτοβουλία του Νικοδήμου Μυλωνά, μυστική σύσκεψη των Ελλήνων βουλευτών στο Σαϊτά (12.9.1931) προκειμένου να αποφασιστεί η στάση που θα τηρούσαν στο σοβαρό αυτό θέμα. Η σύσκεψη του Σαϊτά αποφάσισε την άρνηση των Ελλήνων της Κύπρου στην πληρωμή των ειδικών φόρων και την υποβολή των παραιτήσεών τους. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η Ε.Ο.Κ δεκαπέντε μέρες αργότερα.
Η παραίτηση του Νικοδήμου Μυλωνά αρχή της κρίσης
Στις 18 Οκτώβρη του 1931 ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα διάγγελμά του προς τον κυπριακό λαό με επαναστατικό περιεχόμενο. Το διάγγελμα είχε ημερομηνία 17 Οκτώβρη του 1931, ημέρα κατά την οποία ο επίσκοπος είχε υποβάλει την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα. Είναι γνωστό πως ο Νικόδημος τασσόταν μέχρι τότε (και παρά τη σύσκεψη του Σαϊτά και την υιοθέτηση των αποφάσεών της από την Ε.Ο.Κ) κατά της αποχωρήσεως των ελληνικών μελών από το Νομοθετικό Συμβούλιο. Για το λόγο αυτό η ξαφνική παραίτησή του προκάλεσε έκπληξη στο λαό που δεν μπορούσε να την εξηγήσει και που άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε. Ούτε και σήμερα είναι γνωστοί οι λόγοι της ξαφνικής αυτής ενέργειας του αρχηγού των Ελλήνων βουλευτών του Νομοθετικού. Πιστεύεται πάντως ότι ο επίσκοπος πήρε την απόφαση αυτή εξαιτίας των πιέσεων που δεχόταν από το λαό και από ηγετικούς παράγοντες που πίστευαν πως δεν έπρεπε να συνεχίζεται η συμμετοχή Ελλήνων στο Νομοθετικό, αφού αυτή η συμμετοχή δεν είχε ουσιαστικό περιεχόμενο. Μάλιστα από πολλούς είχε θεωρηθεί ότι η συμμετοχή Ελλήνων εκπροσώπων στο Νομοθετικό συνιστούσε συμπαιγνία και σύμπλευση με τους κυριάρχους Άγγλους σε βάρος των δικαίων του ελληνικού κυπριακού λαού. Ο Νικόδημος, που φιλοδοξούσε να διαδεχτεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το γηραιό ήδη τότε αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ', φαίνεται ότι προτίμησε την παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή παρά την αντιπαράθεση με μερίδα έστω του λαού με κίνδυνο να χαρακτηριστεί ακόμη και προδότης. Είναι εξάλλου γνωστό ότι εκείνες τις ημέρες πολιτικοί αντίπαλοί του προγραμμάτιζαν εκδηλώσεις καταδίκης της πολιτικής του Νικοδήμου Μυλωνά και, γενικότερα, των μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου.
Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι ο επίσκοπος Νικόδημος κατέληξε στην απόφαση παραιτήσεως και στην έκδοση του επαναστατικού διαγγέλματός του με την παρότρυνση και υποστήριξη και του τότε προξένου της Ελλάδος στην Κύπρο Αλέξη Κύρου. Ο Κύρου, κυπριακής καταγωγής, ήταν φανατικός ενωτικός και- σύμφωνα και με κατηγορίες των ιδίων των Βρετανών - είχε διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στην όλη υπόθεση των Οκτωβριανών, ξεσηκώνοντας τους Έλληνες Κυπρίους με την εθνική πολιτική που ακολουθούσε.
Είχε μάλιστα κατηγορηθεί για τούτο ανοικτά από τον κυβερνήτη Στορρς, με αποτέλεσμα να ανακληθεί αμέσως στην Αθήνα από τον Ελ. Βενιζέλο (22 Οκτώβρη του 1931, με υπερεπείγον τηλεγράφημα). Ο Κύρου διατηρούσε πολύ στενούς δεσμούς με τον επίσκοπο Νικόδημο τον οποίο και αποκαλούσε "νέο Παπαφλέσσα". Στενές σχέσεις διατηρούσε ο Κύρου και με την Ε.Ρ.Ε.Κ. (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου) που είχε ιδρυθεί πρόσφατα, καθώς και με άλλους παράγοντες, των οποίων τον ενωτικό αγώνα είχε ενισχύσει και οικονομικά. Η Ε.Ρ.Ε.Κ ιδρύθηκε τις παραμονές της κρίσεως (18 Οκτώβρη του 1931) και η σχετική προκήρυξή της, με την οποία διαλαλούσε την μετά φανατισμού επιδιώξιν της μετά του Ελληνικού πολιτειακού συνόλου ενώσεως της Κύπρου, κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το διάγγελμα του Κιτίου Νικοδήμου. Σε γραπτά κείμενά τους μερικά από τα ιδρυτικά μέλη της Ε.Ρ.Ε.Κ. τοποθετούν την ίδρυση της οργάνωσης μήνες πιο πριν. Η πρώτη της διακήρυξη πάντως, κυκλοφόρησε στις 18 του Οκτώβρη του 1931.
Το πλήρες κείμενο του διαγγέλματος του Νικοδήμου Μυλωνά, που στάθηκε η αρχή της κρίσεως, έχει ως εξής:
"Έλληνες αδελφοί, Πενήντα και τρία χρόνια Αγγλικής κατοχής έπεισαν όλους και διεπίστωσαν περιτράνως:
* Ότι οι δούλοι λαοί δεν ελευθερούνται με τας ικεσίας και παρακλήσεις και τας εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων.
* Ότι η μόνη σωτηρία μας από πάσης απόψεως είναι η εθνική απολύτρωσις και ότι οι ξένοι είναι εδώ δια να θεραπεύσουν τα γενικά και ειδικά συμφέροντα των με κατάντημα βέβαιον την ηθικήν και υλικήν μας εξαθλίωσιν.
* Δια ταύτα, με το βλέμμα υψωμένον σταθερώς προς τον φωτεινόν αστέρα Νέας Βηθλεέμ του Εθνικού Σωτηρίου, ένα δρόμον έχομεν και μόνον να βαδίσωμεν, τον δρόμον που είναι στενός και τεθλιμμένος μεν αλλ' οδηγεί προς την Σωτηρίαν. Να υψώσωμεν υπό το φως της ημέρας την σημαίαν της Ενώσεως και μέσα εις τας καμίνους των συνεχών προσπαθειών συσπειρωμένοι γύρω της, ομονοούντες και λησμονούντες τας διχονοίας, με πάσαν θυσίαν και με παν μέσον να επιδιώξωμεν την εθνικήν μας λύτρωσιν δια της μετά της Μητρός Ελλάδος Ενώσεώς μας.
Εν ονόματι του Θεού, προστάτου του Δικαίου, της Ηθικής και της Ελευθερίας, αγαθών υβριζομένων από τον ξένον τύραννον, εν ονόματι της αιώνιας ιδέας της Ελληνικής Πατρίδος, πειθαρχήσωμεν προς την Φωνήν - Νόμον, Φωνήν - Πρόσταγμα, που καταβαίνει από το Σινά των εθνικών νομοδοσιών.
Πειθαρχήσωμεν πιστεύοντες προς τον θρίαμβον του Δικαίου υπέρ την βίαν. Τι και αν οι ξένοι τύραννοι στηρίζωνται επί κολοσσών κτηνώδους βίας και ισχύος; Προς την βίαν ας αντιτάξωμεν το δίκαιόν μας, που θα θριαμβεύση στο τέλος, μάλιστα όταν εμπνέεται με όλην την δύναμιν της ψυχής. Προς την κτηνώδη βίαν ας αντιταχθούν τα αδάμαστα όπλα της ψυχής, τα εμπνεόμενα και κραταιούμενα από την χαλυβδίνην ισχύν των αδουλώτων πίστεων, που ξεύρουν και δύναται πάντα να νικούν, να νικούν, ακόμη και τα ασάλευτα όρη των ακατορθώτων.
Πειθαρχήσωμεν προς την Φωνήν αυτήν, που είναι Φωνή της Πατρίδος, είναι Φωνή που αναβαίνει από τους τάφους εκείνων, όσοι επτά αιώνες έσπειραν τα οστά των εις τους κόλπους της Κυπριακής γης, χωρίς η πραγμάτωσις των πόθων και ονείρων των δια μίαν εθνικήν λύτρωσιν να γλυκάνη τας αθλίας ημέρας της πολυστενάκτου ζωής των. Πολίται ψυχικώς της Ελευθέρας Ελληνικής πατρίδος, προδίδομεν εκείνους πειθαρχικώς προς τους νόμους και προστάγματα του Ξένου Δυνάστου, προς τον οποίον και προς τους ανόμους νόμους του ουδεμίαν υπακοήν χρεωστούμεν.
Αντιτάξωμεν λοιπόν ανυπακοήν προς τας αδίκους και αυθαιρέτους θελήσεις του, και καταβάλωμεν κάθε προσπάθειαν δια να λείψη από τον τόπο μας, προς εξαγνισμόν του, το άγος και όνειδος του ανθρωπίνου πολιτισμού, που λέγεται Αγγλική κατοχή και Διοίκησις της Κύπρου.
Είπον ότι ο δρόμος είναι στενός και τεθλιμμένος και οδηγεί δια των θυσιών προς την σωτηρίαν της απολυτρώσεως. Τέκνα της φυλής που έστησε δίπλα από τους θριάμβους των ηρωισμών τα ολοκαυτώματα του Μεσολογγίου και του Αρκαδίου, ας μη ανακόψωμεν τον δρόμον, όστις μόνος οδηγεί προς τας τραχείας κορυφάς της επιτυχίας της νίκης.
Εμπρός όλοι, και μάλιστα οι νέοι, ας γίνουν η πρωτοπορία του αγώνος. Ας δείξουν ότι δεν είναι μόνον νέοι το σώμα, αλλά και την ψυχήν έχουν νεάζουσαν και ορμώσαν προς τας σκληράς επιδιώξεις και τους τραχείς αγώνας δια μίαν ελευθέραν Πατρίδα, δια μίαν ευτυχή αύριον, η οποία τους ανήκει περισσότερον ή εις ημάς. Εμπρός και ο Θεός, που δεν έπλασε τους λαούς Του και τα πλάσματά Του να είναι δούλοι των άλλων, είναι μαζί μας."
Τρεις άλλοι βουλευτές ακολούθησαν το παράδειγμα του Κιτίου Νικοδήμου και υπέβαλαν αμέσως τις παραιτήσεις τους: οι Ν. Κλ. Λανίτης, Φ. Κυριακίδης και Γ. Αραδιπιώτης. Οι υπόλοιποι οκτώ (από σύνολο 12 Ελλήνων βουλευτών) αποφάσισαν ύστερα από συζήτηση να μη παραιτηθούν επειδή δεν έβλεπαν σε τι θα εξυπηρετούσε η παραίτησή τους και επειδή δεν ήθελαν να δοθεί η εντύπωση ότι παρασύρθηκαν ακολουθώντας τον Νικόδημο. Οι βουλευτές αυτοί, που εξέδωσαν και σχετική ανακοίνωση στις 20 του Οκτώβρη ήταν: Στ. Σταυρινάκης, Θ. Θεοδότου, Γ. Χατζηπαύλου, Μ. Σιακαλλής, Δ. Σεβέρης, Κ. Π. Ρωσσίδης, Χρ. Γαλατόπουλος και Χαρ. Νικολαΐδης.
Η εξέλιξη των γεγονότων
Η εξέγερση στη Λευκωσία: Την ίδια μέρα κατά την οποία κυκλοφόρησε την προκήρυξή του, ο επίσκοπος Νικόδημος έκαμε επαναστατική ομιλία στη Λάρνακα (18 του Οκτώβρη) κατά την οποία, μεταξύ άλλων, κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους κυριάρχους, τάχτηκε για άλλη μια φορά υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και είπε πως για την ένωση εν ανάγκη να χύσωμεν το αίμα μας.
Δύο μέρες αργότερα (20 του Οκτώβρη) ο Νικόδημος πήγε στη Λεμεσό όπου έγινε ογκώδες ενωτικό συλλαλητήριο στο στάδιο της πόλης. Μίλησαν εκτός από τον επίσκοπο, οι Ν. Κλ. Λανίτης και Ζήνων Ρωσσίδης. Στη συνέχεια έγινε διαδήλωση στους δρόμους της πόλης.
Στη Λευκωσία έγινε γνωστό το απόγευμα της επόμενης μέρας ότι τα υπόλοιπα οκτώ ελληνικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου είχαν αναθεωρήσει την προηγούμενη θέση τους και είχαν αποφασίσει να παραιτηθούν. Η ρήξη μεταξύ της αποικιοκρατικής κυβέρνησης της Κύπρου και των Ελλήνων βουλευτών είχε οριστικοποιηθεί.
Στο μεταξύ έφτασε στην πρωτεύουσα και η είδηση για το ογκώδες συλλαλητήριο της Λεμεσού όπως και το νόημα της ομιλίας του επισκόπου Νικοδήμου Μυλωνά που ουσιαστικά καλούσε σε ξεσηκωμό. Από τη Λεμεσό ο Ν. Κλ. Λανίτης τηλεγράφησε στη Λευκωσία τα γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη του. Το τηλεγράφημα αυτό ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Το τηλεγράφημα αναρτήθηκε από τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη (ανταποκριτή αθηναϊκής εφημερίδας και πολιτικό παράγοντα της Λευκωσίας) στην "Εμπορική Λέσχη" στο τέλος της κεντρικής οδού Λήδρας, κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης. Πολύς κόσμος άρχισε τότε να συρρέει προς τα εκεί για να διαβάσει το τηλεγράφημα και να πληροφορηθεί τις εξελίξεις. Η είδηση για παραίτηση και των υπολοίπων Ελλήνων βουλευτών άρχισε να διαδίδεται. Το συγκεντρωμένο πλήθος όλο και μεγάλωνε. Κάποιοι άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες της Φανερωμένης, με αποτέλεσμα να προστρέξουν προς τα εκεί και άλλοι πολλοί. Κατά τον βοηθό διοικητή Λευκωσίας, στην έκθεσή του για τα γεγονότα, το πλήθος που συγκεντρώθηκε μετά την έναρξη των κωδωνοκρουσιών ανερχόταν στις 3.000. Άλλες πηγές ανεβάζουν το πλήθος σε 6.000-8.000.
Έτσι, το απόγευμα είχε σχηματιστεί στην πρωτεύουσα ένα συλλαλητήριο που δεν είχε προγραμματιστεί. Στο χώρο της συγκέντρωσης άρχισαν τότε να καταφτάνουν και οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες που βρίσκονταν στη Λευκωσία. Το πλήθος απαιτούσε να ακούσει ομιλίες. Μίλησαν ο Στέλιος Κλυτίδης της Ε.Ρ.Ε.Κ., ο βουλευτής Γ. Χατζηπαύλου, ο επίσης βουλευτής Δ. Δεοδότου, ο επίσης βουλευτής δικηγόρος Σταύρος Σταυρινάκης, ο οικονόμος της εκκλησίας Φανερωμένης Διονύσιος Κυκκώτης , ο βουλευτής Μιλτιάδης Σιακαλλής. Μετά τις ομιλίες. που αρκετές είχαν ως στόχο τους τον κυβερνήτη Στορρς που κατηγορήθηκε για αυταρχική διακυβέρνηση, ακούστηκε το σύνθημα: "Στο κυβερνείο!".
Οι παρευρισκόμενοι βουλευτές είδαν ότι τα πράγματα οδηγούνταν σε επικίνδυνη κατεύθυνση και κατέβαλαν προσπάθειες να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί. Όμως το πλήθος επέμενε πια να μεταβεί στο κυβερνείο για να επιδώσει αμέσως ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Έτσι, στις 18.30' ξεκίνησε μια πορεία λαού προς το κυβερνείο, με επικεφαλής την ελληνική σημαία. Κατά τη διαδρομή, και άλλοι έμπαιναν στο πλήθος που συνεχώς μεγάλωνε.
Επικεφαλής, εκτός από το Διονύσιο Κυκκώτη που έγινε σημαιοφόρος, ετέθησαν οι βουλευτές. Στην περιοχή του σταδίου της Λευκωσίας, μικρή αστυνομική δύναμη προσπάθησε να ανακόψει την πορεία, χωρίς να πετύχει τίποτα. Ακριβώς επειδή το συλλαλητήριο ήταν αυθόρμητο και όχι προσχεδιασμένο, οι αρχές ασφαλείας δεν είχαν προβλέψει την εξέλιξή του και καταλήφτηκαν εξ απροόπτου.
Στο κυβερνείο, έξω από τη Λευκωσία, το πλήθος έφτασε γύρω στις 20.00. Κατέφτασαν στο μεταξύ στον ίδιο χώρο και πολλοί μαθητές και σπουδαστές. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να εισέλθουν στο κυβερνείο, και σημειώθηκαν οι πρώτες συγκρούσεις. Εκεί οι βουλευτές προσπάθησαν και πάλι να πείσουν το λαό να διαλυθεί. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί να ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών, η προσπάθεια ενός Τούρκου αστυνόμου να κατεβάσει μια ελληνική σημαία που είχε υψωθεί, οι διαξιφισμοί μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών, η αργοπορία των βουλευτών μέσα στο κυβερνείο : ήταν επεισόδια που όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Μερικοί θέλησαν να κατεβάσουν την αγγλική σημαία από το κυβερνείο και να υψώσουν στη θέση της την ελληνική, πράγμα που έπραξαν. Έτσι ο ενθουσιασμός των συγκεντρωθέντων πολλαπλασιάστηκε. Σύντομα άρχισε να λιθοβολείται το κτίριο, ενώ αποστελλόταν εκεί από τη Λευκωσία ένοπλο στρατιωτικό απόσπασμα, καθώς και αστυνομική ενίσχυση. Σε λίγο η σύγκρουση γενικεύθηκε. Μερικά αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών. Οπότε έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, που σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες. Ο κυβερνήτης Στορρς το εγκατέλειψε, και όταν άρχισαν πια οι δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολούν αδιάκριτα, το άοπλο πλήθος υποχώρησε. Ωστόσο στη Λευκωσία και τα προάστια η κατάσταση ήταν εκρηκτική μέχρι αργά το βράδυ.
Στο μεταξύ ο Στορρς ζήτησε στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο, που του στάλθηκαν αεροπορικώς γιατί φοβόταν γενίκευση των επεισοδίων σε ολόκληρη την Κύπρο.
Από τους πυροβολισμούς στο κυβερνείο τραυματίστηκαν 15 διαδηλωτές. Ένας από αυτούς, ο Ονούφριος Κληρίδης, 17 χρόνων, πέθανε την άλλη μέρα.
Τα γεγονότα στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο
Στην Αμμόχωστο ο αναβρασμός άρχισε όταν έφτασαν στην πόλη οι ειδήσεις για τα γεγονότα στην πρωτεύουσα. Στο μεταξύ οι αρχές της πόλης τέθηκαν σε συναγερμό και πήραν προληπτικά μέτρα ασφαλείας, εφιστώντας και την προσοχή των ηγετών των κατοίκων της πόλης. Στις 23 του Οκτώβρη έγινε συλλαλητήριο και εκφωνήθηκαν ομιλίες. Μεγάλο συλλαλητήριο, με συμμετοχή 8.000 περίπου, έγινε και την επόμενη (24 του Οκτώβρη) το απόγευμα. Αποφασίστηκε να υιοθετηθεί το μέτρο της παθητικής αντίστασης στην πόλη και στην επαρχία. Την Κυριακή (25 του Οκτώβρη) σημειώθηκαν στην πόλη συγκρούσεις ύστερα από επιθέσεις διαδηλωτών κατά αστυνομικών σταθμών και άλλων εγκαταστάσεων. Έπεσαν πυροβολισμοί και βρήκε το θάνατο ο 18χρονος Χαράλαμπος Φιλίππου από το Λευκόνοικο, ενώ υπήρξαν και τραυματίες. Στο λιμάνι της πόλης έφτασαν στο μεταξύ αγγλικά πλοία μεταφέροντας στην Κύπρο στρατιωτικές ενισχύσεις, ενώ ο Στορρς ενέτεινε τα μέτρα που είχε πάρει. Στην Αμμόχωστο ο λαός βρισκόταν σε κατάσταση εξέγερσης μέχρι και τις 29 του Οκτώβρη, αν και οι συλλήψεις πολιτών από τους Άγγλους συνεχίστηκαν και αργότερα.
Η Λάρνακα βρισκόταν σε αναβρασμό ήδη από τις 18 του Οκτώβρη οπότε είχε εκφωνήσει εκεί την επαναστατική του ομιλία ο Νικόδημος Μυλωνάς. Στις 22 Οκτώβρη, στις 17.00, έγινε συλλαλητήριο στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου, ενώ εκδηλώσεις έγιναν και τις επόμενες μέρες, που εξελίχτηκαν σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας και υπήρξαν τραυματισμοί. Η Λάρνακα βρισκόταν σε κατάσταση εξέγερσης μέχρι την 1η του Νοέμβρη.
Στην Κερύνεια τα πράγματα ήταν σχετικά ήσυχα μέχρι τις 25 του Οκτώβρη. Το πρωί της ημέρας αυτής ο επίσκοπος Κυρηνείας Μακάριος προσπάθησε να μεταβεί στη Λευκωσία αλλά εμποδίστηκε να εισέλθει στην πόλη, με εντολή του κυβερνήτη. Επέστρεψε τότε στην Κερύνεια, όπου βρήκε συγκεντρωμένο εκκλησίασμα στην εκκλησία του Αρχαγγέλου. Μίλησε τότε προς τους συγκεντρωθέντες, καταγγέλλοντας τη βρετανική τυραννία. Στη συνέχεια κάλεσε το λαό να τον ακολουθήσει, και ξεκίνησε μια πορεία προς το σπίτι του Άγγλου διοικητή στο οποίο και υψώθηκε η ελληνική σημαία. Το μεσημέρι έφτασε στην πόλη στρατιωτικό απόσπασμα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας έγινε συλλαλητήριο, ενώ στην πόλη κατέφταναν και διαδηλωτές από τα κοντινά χωριά. Σημειώθηκαν συγκρούσεις, ρίχτηκαν πυροβολισμοί και μερικά άτομα τραυματίστηκαν. Ένα από αυτά, ο Μιχαήλ Ιωάννου από τον Καραβά, πέθανε στις 27 του Οκτώβρη. Ο στρατός κατέλαβε τη μητρόπολη και συνέλαβε τον επίσκοπο.
Στην Πάφο η δραστηριότητα και οι ομιλίες του επισκόπου Λεοντίου κρατούσαν το λαό σε αναβρασμό ήδη αρκετά πριν από τα γεγονότα. Όταν όμως ξέσπασε η εξέγερση, ο Λεόντιος απουσίαζε στο εξωτερικό. Στις 22 του Οκτώβρη, το απόγευμα, πλήθη λαού από την πόλη και την επαρχία συγκεντρώθηκαν σε συλλαλητήριο, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν συνεχώς. Το πλήθος διαλύθηκε το βράδυ. Το πρωί της επομένης έφτασε στη θαλάσσια περιοχή της Πάφου ένα πολεμικό πλοίο. Οι εκδηλώσεις του λαού ωστόσο συνεχίστηκαν. Το Σάββατο πραγματοποιήθηκε νέο μεγάλο συλλαλητήριο. Στην πόλη κηρύχτηκε ο στρατιωτικός νόμος. Την Κυριακή οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν από νωρίς το πρωί, ενώ το πλήθος άρχισε και πάλι να συγκεντρώνεται στην περιοχή της μητρόπολης. Σημειώθηκαν επεισόδια και έγιναν συλλήψεις που συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες και ιδίως το Σάββατο, 31 του Οκτώβρη.
Στη Λεμεσό η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από την Τρίτη, 20 του Οκτώβρη, όταν ο επίσκοπος Κιτίου είχε κάνει στην πόλη επαναστατική ομιλία. Συγκεντρώσεις λαού, επεισόδια και συγκρούσεις έγιναν το απόγευμα και το βράδυ της Πέμπτης 22 του Οκτώβρη οπότε πολιορκήθηκε και καταλήφτηκε το σπίτι του Άγγλου διοικητή της πόλης. Ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει μαζί με την οικογένεια και τα δύο σκυλιά του και να καταφύγει στο αρχηγείο της αστυνομίας. Το σπίτι πυρπολήθηκε. Στις 23 του Οκτώβρη έφτασε στη Λεμεσό βρετανικό πολεμικό πλοίο που αποβίβασε στην πόλη ενισχύσεις. Η κατάσταση στην πόλη ήταν εκρηκτική ιδίως επειδή μαθεύτηκε ότι είχε εκδοθεί διάταγμα για σύλληψη του επισκόπου Νικοδήμου Μυλωνά, που τον φρουρούσε πλήθος λαού έξω και μέσα στο μητροπολιτικό κτίριο. Τελικά η σύλληψη του Νικοδήμου έγινε τα ξημερώματα της 24ης του Οκτώβρη, όταν ο λαός κοιμόταν. Ωστόσο, όταν οι Βρετανοί στρατιώτες μπήκαν στη μητρόπολη, τη βρήκαν γεμάτη από κόσμο που όμως ήταν άοπλος και δεν μπόρεσε να προβάλει σοβαρή αντίσταση. Όταν όμως το επόμενο πρωί ο λαός πληροφορήθηκε τη σύλληψη του Μυλωνά, συγκεντρώθηκε με το σύνθημα των καμπάνων που χτυπούσαν όλες μαζί. Σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Ρίχτηκαν πυροβολισμοί και υπήρξαν τραυματίες, από τους οποίους πέθανε ένας. Στην πόλη επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός, ενώ στάλθηκαν και πρόσθετες στρατιωτικές ενισχύσεις. Τότε άρχισαν και οι συλλήψεις, που συνεχίστηκαν μέχρι την 1η του Νοέμβρη.
Σοβαρές ταραχές έγιναν και στην κυπριακή ύπαιθρο, ιδίως δε στα μεγάλα αγροτικά κέντρα. Στη Μόρφου έγιναν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ιδίως στις 23 του Οκτώβρη. Στο χωριό Κάμπος συστάθηκε σώμα εθελοντών κατοίκων που οπλίστηκε με κυνηγετικά όπλα. Αργότερα έγιναν στο χωριό συλλήψεις. Στη Ζώδια οι κάτοικοι επιτέθηκαν κατά στρατιωτικού αποσπάσματος που περνούσε από το χωριό. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κατά του πλήθους και τραυμάτισαν μερικά άτομα, μεταξύ των οποίων και ένα παιδί 10 χρόνων. Ένας από τους τραυματίες πέθανε. Παρόμοια επεισόδια, με τραυματίες, έγιναν και στο χωριό Αργάκι, όπως και στην Ψημολόφου και στην Καλοπαναγιώτη. Στο Παραλίμνι έγινε επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού, που πυρπολήθηκε. Πυρπολήθηκε επίσης ο αστυνομικός σταθμός στο Μπογάζι Αμμοχώστου, όπως και εκείνος στην Κώμη Κεπίρ, όπου έγιναν αργότερα συλλήψεις. Σε άλλα χωριά όπως στη Βάσα, στο Όμοδος, στη Λόφου, στη Ζωοπηγή, ο λαός αφόπλισε αστυνομικούς. Στο Άρσος και στη Μαλιά σημειώθηκαν επίσης επεισόδια, όπως και στον Αγρό, στις Κιβίδες και αλλού. Εξάλλου πολλοί μουκτάρηδες υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους.
Εκτός από αστυνομικούς σταθμούς σε διάφορες περιοχές της Κύπρου που καταλήφτηκαν, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, έγιναν επιθέσεις και εναντίον άλλων κυβερνητικών εγκαταστάσεων, ενώ σε μερικές περιπτώσεις καταστράφηκαν γεφύρια προκειμένου να παρεμποδιστούν οι μετακινήσεις του αγγλικού στρατού στην ύπαιθρο. Σε αρκετές περιπτώσεις, πάλι, χτυπήθηκαν και εκδιώχτηκαν οι φοροεισπράκτορες που εργάζονταν σε χωριά, όπως και άλλοι κυβερνητικοί υπάλληλοι.
Σοβαρά επεισόδια, που περιλάμβαναν πυρπόληση αστυνομικού σταθμού, έγιναν και στο Ριζοκάρπασο, όπου κάηκε και η τοπική φυλακή. Πυρπολήσεις έγιναν και στη Γιαλούσα, όπου καταστράφηκαν αποθήκες αλατιού, όπως και στην Κώμα του Γιαλού, στο Πραστειό και αλλού. Σε διάφορα άλλα χωριά πυρπολήθηκαν τα κτίρια του δασονομείου. Σε αρκετά χωριά όπου επίσης σημειώθηκαν ταραχές, όπως στη Μύρτου, στη Λάπηθο, στο Δίκωμο, στον Άγιο Αμβρόσιο, στον Κορμακίτη κ.ά., επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός.
Γενικά, σοβαρότερης ή μικρότερης έκτασης ταραχές έγιναν στα περισσότερα κυπριακά χωριά σε ολόκληρη την Κύπρο. Έτσι, κατά το διάστημα από την 21 η μέχρι την 28η του Οκτώβρη η εξέγερση είχε πάρει παγκύπρια μορφή. Όμως με την εσπευσμένη άφιξη στρατιωτικών αποσπασμάτων, που στάλθηκαν στην Κύπρο από την Αίγυπτο και από τη ναυτική βάση της Σούδας στην Κρήτη και που έφτασαν τόσο αεροπορικώς όσο και με πολεμικά πλοία, η κατάσταση ξαναπέρασε στον έλεγχο της αποικιοκρατικής κυβέρνησης και το κίνημα καταπνίγηκε μέχρι το τέλος του Οκτώβρη.
Δεν υπήρχε, εξάλλου, πιθανότητα επιτυχίας του κινήματος, αφού τούτο ούτε προετοιμασμένο ήταν, ούτε και είχε σχεδιαστεί για να αποβλέπει σε κάποιους στόχους.
Η αντίδραση των Άγγλων
Με τις στρατιωτικές και ναυτικές ενισχύσεις που στάλθηκαν στην Κύπρο επιβλήθηκε στο νησί ο στρατιωτικός έλεγχος. Πάρα πολλά άτομα συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και οι πολιτικοί ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων.
Μια άμεση αντίδραση των Βρετανών ήταν να διατάξουν την εξορία πολιτικών ηγετών, των οποίων ο αριθμός ανήλθε σε 10. Συγκεκριμένα συνελήφθησαν και στάλθηκαν αμέσως στην εξορία οι ακόλουθοι:
* Επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς
* Επίσκοπος Κυρηνείας Μακάριος
* Οικονόμος Διονύσιος Κυκκώτης
* Θεοφάνης Θεοδότου
* Θεοφάνης Τσαγγαρίδης
* Σάββας Λοϊζίδης
* Θεόδωρος Κολοκασίδης
* Γεώργιος Χατζηπαύλου
* Χαράλαμπος Βατυλιώτης
* Κώστας Χριστοδουλίδης
Οι δύο τελευταίοι ήταν ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Μόνο μερικοί από αυτούς κατόρθωσαν να επιστρέψουν πολύ αργότερα στην Κύπρο. Αργότερα εξορίστηκε ένας ακόμη, ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης, που είχε για ένα διάστημα εντοπιστεί στο χωριό Λεύκα.
Στις 22 του Οκτώβρη η αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου έθεσε σε ισχύ κανονισμούς, που τους ονόμασε "Κανονισμούς περί αμύνης της Κύπρου"(!) και που ήταν πολλοί. Μεταξύ άλλων, ο κυβερνήτης αναλάμβανε έκτακτες εξουσίες που του έδιναν το δικαίωμα να εξορίζει Κυπρίους, να διορίζει λογοκριτές κλπ. Δινόταν επίσης η εξουσία σε οποιοδήποτε όργανο της τάξεως να συλλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γίνονταν αντικείμενο αυστηρού ελέγχου οι αφίξεις και αναχωρήσεις. Λογοκρισία επιβλήθηκε στις εφημερίδες, στο ταχυδρομείο και στο τηλεγραφείο.
Μερικοί πρόσθετοι κανονισμοί απαγόρευαν τη συνάθροιση πάνω από 5 άτομα και έδιναν την εξουσία σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο να διαλύει συναθροίσεις. Επίσης απαγόρευαν την έκδοση και κυκλοφορία εντύπων χωρίς γραπτή άδεια.
Στις 27 του Οκτώβρη δημοσιεύτηκαν και άλλοι πρόσθετοι κανονισμοί με τους οποίους επιβάλλονταν στο λαό της Κύπρου καταπιεστικά δικτατορικά μέτρα. Φυσικά απαγορεύτηκε και οποιαδήποτε ανάρτηση ή εμφάνιση ελληνικής σημαίας.
Αργότερα θεσπίστηκαν και άλλοι κανονισμοί. Έτσι, η Κύπρος πέρασε πια σε ένα στάδιο σκληρής δικτατορικής διακυβέρνησης που διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Η περίοδος αυτή παρέμεινε γνωστή στη νεότερη Ιστορία της Κύπρου με την ονομασία Παλμεροκρατία (από το όνομα του μετέπειτα κυβερνήτη Πάλμερ).
Με τα νέα δικτατορικά μέτρα διαλύθηκαν διάφορες οργανώσεις, περιλαμβανομένων της Ε.Ο.Κ και της Ε.Ρ.Ε.Κ, καθώς και σωματεία, ενώ άλλων η λειτουργία τέθηκε σε έλεγχο. Φυσικά δεν επιτρεπόταν πια ούτε η ύπαρξη και δράση πολιτικών κομμάτων.
Εξάλλου, οι Άγγλοι υπολόγισαν τις ζημιές από την πυρπόληση του κυβερνείου στη Λευκωσία, καθώς και τις καταστροφές στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο, που κατά επαρχία είχαν ως εξής:
* Λευκωσία λίρες 25.618
* Λεμεσός λίρες 3.054
* Αμμόχωστος λίρες 3.317
* Λάρνακα λίρες 30
* Πάφος λίρες 6
Διάφορες άλλες ζημιές (όπως το αλάτι που είχε κλαπεί) προστέθηκαν, ώστε ανέβασαν το συνολικό ποσό στις λίρες 34.316. Το ποσό ήταν υπέρογκο για την εποχή, και η κυβέρνηση αποφάσισε ότι έπρεπε να πληρωθεί από τους Έλληνες της Κύπρου.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε άρχισαν και οι δίκες όλων εκείνων που είχαν συλληφθεί. Μέχρι το τέλος του Μάρτη του επόμενου χρόνου (1932), είχαν δικαστεί 346 άτομα από τα οποία 5 αθωώθηκαν. Τα υπόλοιπα καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές: από πρόστιμο μέχρι και φυλάκιση. Σε φυλάκιση καταδικάστηκαν 168 άτομα από τα οποία 28 άτομα σε 10 χρόνια, 3 άτομα σε 8 χρόνια, 5 άτομα σε 7 χρόνια και τα άλλα σε μικρότερες ποινές. Ταυτόχρονα από τα πταισματοδικεία δικάστηκαν άλλα 2.211 άτομα από τα οποία 179 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μέχρι 18 μήνες, 1.754 άτομα καταδικάστηκαν σε πρόστιμο, 27 άτομα σε φυλάκιση και πρόστιμο μαζί και άλλα αθωώθηκαν.
Ένα άλλο μέτρο που είχε παρθεί από τους Βρετανούς ήταν εκείνο του εντοπισμού διαφόρων προσώπων. Αρκετοί Έλληνες Κύπριοι αναγκάστηκαν να μεταβούν και να ζήσουν για διάφορα χρονικά διαστήματα απομονωμένοι σε μικρά και μακρινά χωριά, χωρίς δικαίωμα μετακινήσεώς τους. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε αργότερα και για τον επίσκοπο Πάφου Λεόντιο, που αναγκάστηκε να περιοριστεί στην Πάφο.
Οι νεκροί
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης έχασαν τη ζωή τους 9 συνολικά Έλληνες Κύπριοι:
* Ονούφριος Κληρίδης, 17 χρόνων. Σκοτώθηκε στη Λευκωσία.
* Κυριάκος Παπαδόπουλος, 35 χρόνων. Σκοτώθηκε στη Λευκωσία στις 25 του Οκτώβρη.
* Σάββας Μασούρης. Σκοτώθηκε στη Ζώδια στις 26 του μήνα.
* Γεώργιος Δ. Μούτσος, 36 χρόνων. Τραυματίστηκε στο Ακάκι στις 26 του Οκτώβρη και πέθανε στις 29.
* Παναγιώτης Δημήτρη. Σκοτώθηκε στη Λεμεσό.
* Χαράλαμπος Φιλή, 18 χρόνων. Τραυματίστηκε στην Αμμόχωστο και πέθανε στις 23 του Οκτώβρη
* Μιχαήλ Ιωάννου, από τον Καραβά. Πληγώθηκε στις 25 του Οκτώβρη και πέθανε στις 27
* Λοΐζος Λοϊζίδης, από το Δίκωμο, αδελφός του Σάββα Λοϊζίδη που εξορίστηκε. Βρέθηκε νεκρός στην Κερύνεια στις 27 το Οκτώβρη.
* Σαλούμης, γέρος από τα Μαντριά. Πέθανε ύστερα από λογχισμό από στρατιώτες.
Οι τραυματίες ήταν 30, τουλάχιστον επίσημα, δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς δεν παρουσιάστηκαν για περίθαλψη στα νοσοκομεία.
Η αντίδραση της Ελλάδας και της Αγγλίας
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης αυτής κρίσης στην Κύπρο, πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η κυβέρνησή του βρέθηκε σε δύσκολη θέση έναντι της Μεγάλης Βρετανίας κυρίως εξαιτίας της ανάμειξης στα γεγονότα του προξένου της Ελλάδας στη Λευκωσία Αλέξη Κύρου.
Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε αμέσως τον Κύρου από την Κύπρο, ο δε ίδιος ο Βενιζέλος είχε δηλώσει ότι η κυβέρνησή του είχε δεχτεί ράπισμα σημαντικόν.
Επίσημα η κυβέρνηση Βενιζέλου αποδοκίμασε τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην Κύπρο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, μιλώντας στη βουλή κατά τη διάρκεια συζήτησης για τα γεγονότα της Κύπρου (18 του Νοέμβρη) καταδίκασε με δριμύτητα αυτά που είχαν συμβεί. Η στάση αυτή του Βενιζέλου δεν φαίνεται να είχε υπαγορευθεί από υποχρέωσή του να φανεί αρεστός στη Μεγάλη Βρετανία, ιδίως ύστερα από τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί κατά του Κύρου. Περισσότερο η θέση του αυτή κατά των γεγονότων συμβάδιζε με τη γενικότερη πάνω στο Κυπριακό ζήτημα πολιτική του.
Η στάση του Βενιζέλου απέναντι στο κίνημα στη Κύπρο προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις στην ίδια την Ελλάδα, αλλά και από τη μεριά των Ελλήνων Κυπρίων. Στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού με ποικίλες εκδηλώσεις όχι μόνο διαφώνησε με την επίσημη θέση του Βενιζέλου αλλά και εξέφρασε συμπαράσταση και υποστήριξη στον κυπριακό Ελληνισμό. Εξάλλου ο Τύπος υποστήριξε θερμά τον αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων, ενώ πολιτικές, στρατιωτικές και πνευματικές προσωπικότητες της χώρας εκφράστηκαν ζωηρά υπέρ του κινήματος. Μάλιστα, παρά τις εκκλήσεις του Βενιζέλου, ακόμη και παρά τις απαγορεύσεις, έγιναν στην Ελλάδα ποικίλες εκδηλώσεις συμπαράστασης στους Έλληνες της Κύπρου.
Ωστόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε ένα σημείο είχε δίκαιο: πως με τέτοιες ενέργειες, όπως το αυθόρμητο κίνημα του Οκτώβρη του 1931, το Κυπριακό δεν μπορούσε να βρει την καλύτερη λύση του. Τα γεγονότα, πάντως, που συνέβησαν, μπορούσαν να αποτελέσουν καλή ευκαιρία για το Βενιζέλο να επαναφέρει το ζήτημα της Κύπρου σε συζήτηση με την αγγλική κυβέρνηση (υπενθυμίζεται ότι πριν από τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ο Βενιζέλος συζητούσε με τους Άγγλους θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα). Την ευκαιρία αυτή αρνήθηκε να δει η ελληνική κυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος είχε δηλώσει πως η κατάσταση στην Κύπρο ήταν αποκλειστικά εσωτερική υπόθεση της Μεγάλης Βρετανίας!
Η θέση του αυτή ικανοποίησε βέβαια το Λονδίνο. Στο αγγλικό κοινοβούλιο έγιναν επανειλημμένες ζωηρές συζητήσεις για τα γεγονότα, συζητήσεις που συνεχίστηκαν και μέσα στο 1932. Ωστόσο η αγγλική κυβέρνηση θεώρησε ότι είχε βγει κερδισμένη από την κρίση, γιατί εκτίμησε ότι της είχε δοθεί η ευκαιρία να αποκεφαλίσει την ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων και να καταφέρει έτσι πλήγμα κατά του ενωτικού αγώνα. Για το λόγο αυτό διατήρησε τα σκληρά δικτατορικά μέτρα που είχαν επιβληθεί στην Κύπρο, μέχρι το 1940. Τότε, αν και δεν είχαν επίσημα ανασταλεί, τα μέτρα αυτά παρασύρθηκαν στη δίνη του πολέμου.
Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων
Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων στο κίνημα του Οκτώβρη του 1931 δεν ήταν αυτή την οποία ανέμεναν οι Άγγλοι. Βέβαια διατύπωσαν κατηγορίες κατά της ηγεσίας των Ελλήνων Κυπρίων ότι θα κατέστρεφαν την αρμονία που υπήρχε στο νησί και καταδίκασαν τα γεγονότα, διακηρύσσοντας και την πλήρη αντίθεσή τους στη λύση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Υπήρξαν επίσης κατηγορίες κατά της αγγλικής διοίκησης, ότι ενθάρρυνε την πολιτική των Ελλήνων για ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Τέτοιες θέσεις διατυπώνονταν κυρίως σε άρθρα των τουρκοκυπριακών εφημερίδων. Γενικά, η στάση των Τουρκοκυπρίων απέναντι στα γεγονότα ήταν χλιαρή μέχρι αδιάφορη, πράγμα που δεν άρεσε στους Βρετανούς.
Γενικές παρατηρήσεις
Αναμφίβολα ο Ελληνισμός της Κύπρου πλήρωσε πολύ ακριβά- και τότε και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν - την σπασμωδική εξέγερση του Οκτώβρη του 1931. Η εκτίμηση όμως - και μάλιστα εκτίμηση της τότε εποχής - ήταν πως η θυσία άξιζε να καταβληθεί επειδή είχε αρκετά θετικά στοιχεία. Το βασικότερο από αυτά ήταν η διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος, αφού η μεγάλη κρίση του 1931 το τοποθέτησε στο κέντρο της διεθνούς προσοχής. Ένα άλλο γεγονός, που είχε καταχωρηθεί στα "κέρδη" του κινήματος, ήταν η αφύπνιση του Ελληνισμού και η στράτευσή του υπέρ του κυπριακού αγώνα. Και πραγματικά, το κίνημα είχε βαθιά απήχηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου όπου υπήρχαν ελληνικές και κυπριακές παροικίες. Ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, όπου ανθούσε τότε και ελληνική και κυπριακή παροικία, ο αντίκτυπος των γεγονότων ήταν μεγάλος. Οι διάφορες μάλιστα εκδηλώσεις που έγιναν στην Αίγυπτο, θορύβησαν ιδιαίτερα τους Άγγλους που, μεταξύ άλλων, άσκησαν πιέσεις ώστε να περιοριστούν ενέργειες όπως η διεξαγωγή εράνου και αποστολή χρημάτων στην Κύπρο, να ματαιωθούν μνημόσυνα για τους νεκρούς της εξέγερσης κλπ.
Εκτός από την Αίγυπτο, Έλληνες και Κύπριοι οργάνωσαν εκδηλώσεις και σε αρκετές άλλες χώρες, όπως στο Σουδάν, στη Συρία, στην Αβησσυνία, στο Λίβανο κ.α.
Στην ίδια την Κύπρο, πάντως, ο Ελληνισμός του νησιού παρέμεινε χωρίς ηγεσία. Μάλιστα μετά και από το θάνατο του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ' το 1933, μόνος ιεράρχης που έμεινε στο νησί ήταν ο Πάφου Λεόντιος που και αυτός δρούσε υπό αυστηρούς περιορισμούς ενώ επανειλημμένα είχε συρθεί και στα δικαστήρια. Η ύπαρξη και δράση κομμάτων απαγορευόταν, το δε Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου πέρασε στην παρανομία. Μόνο μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μπόρεσε να ανασυγκροτηθεί και στελεχωθεί η εθναρχούσα Εκκλησία και να δραστηριοποιηθούν τα νέα κόμματα που ιδρύθηκαν, να γίνουν διάφορες εκλογές (εκκλησιαστικές, δημαρχιακές κλπ. ) και να αρχίσει μια νέα πορεία που δεν ξέφυγε από τον τελικό στόχο, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Πάντως, όπως και να δούμε το κίνημα του Οκτώβρη του 1931, τούτο παραμένει μια δυναμική εκδήλωση σκλάβων, ενάντια στους καταπιεστές τους.
Μετά την έναρξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και όταν έφτασε στο νησί η είδηση της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο (28.10.1940), ο ενθουσιασμός του λαού ήταν τέτοιος στην Κύπρο, ώστε παρέσυρε στην ορμή του κάθε περιορισμό. Τα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους. Αυτόματα καταργήθηκαν τα έκτακτα μέτρα και ξεδιπλώθηκαν οι ελληνικές σημαίες που είχαν απαγορευτεί. Οι Βρετανοί κάλεσαν τους Έλληνες της Κύπρου να καταταγούν στον αγγλικό στρατό και να πολεμήσουν "για την Ελλάδα και την ελευθερία". Ανταποκρίθηκαν πάνω 30.000, που κατατάχθηκαν και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Το 1941, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την Αθήνα, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' της Ελλάδας και ο πρωθυπουργός Κορυζής ζήτησαν από το Λονδίνο να τους επιτρέψει να εγκατασταθούν στην Κύπρο και όπως θεωρηθεί έστω και προσωρινώς εν τμήμα της Κύπρου ως ελληνικόν, ίνα ο βασιλεύς και η ελληνική κυβέρνησις (...) μεταβούν εις Κύπρον...
Οι Άγγλοι δίνουν την άδεια, με την προϋπόθεση, όμως, οι ελληνικές αρχές να θεωρηθούν φιλοξενούμενες στο νησί, με τους ίδιους όρους που και άλλες κυβερνήσεις χωρών που είχαν κατακτηθεί από τους Γερμανούς, φιλοξενούνταν στο Λονδίνο. Μετά την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Κορυζή (18 Απρίλη 1941), ο βασιλιάς Γεώργιος ξανάθεσε το θέμα από την Κρήτη, όπου είχε καταφύγει. Οι Άγγλοι, τώρα, αρνήθηκαν να του επιτρέψουν να έρθει στην Κύπρο, με τη δικαιολογία πως θα προκαλούσαν γερμανική επίθεση κατά του νησιού. Ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του κατέφυγαν στην Αίγυπτο.
Το 1946, ο μητροπολίτης Λεόντιος πήγε στο Λονδίνο, για να ζητήσει ακόμη μια φορά την απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Η αγγλική κυβέρνηση αντιπρότεινε ένα σύνταγμα αυτοκυβέρνησης. Και ενώ η κυπριακή Αριστερά άρχισε να προσανατολίζεται προς μια καινούρια γραμμή, εκείνη της αυτοκυβέρνησης-ένωσης, ο Λεόντιος παρέμεινε ανένδοτος στη γραμμή της ενώσεως και μόνον ενώσεως. Η διασκεπτική συνέλευση που συγκάλεσαν οι Άγγλοι απέτυχε.
Μετά τον τραγικό θάνατο του Λεόντιου, που πέθανε λίγες μόνο μέρες μετά την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ανέβηκε ο μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, που επέστρεψε από την εξορία. Και αυτός ακολούθησε πεισματικά την ίδια γραμμή. Η εθναρχούσα Εκκλησία αναδιοργανώθηκε και στελεχώθηκε (αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος ο Β' και μητροπολίτες, Πάφου ο Κλεόπας Κιτίου ο Μακάριος και Κυρηνείας ο Κυπριανός). Στις 15 του Γενάρη του 1950 διενεργήθηκε ενωτικό δημοψήφισμα με εντυπωσιακά αποτελέσματα: Σε σύνολο 224.757 ψηφοφόρων, ψήφισαν 215.108, δηλαδή ποσοστό 96%. Από αυτούς μόνο 5 (πέντε) άτομα ψήφισαν ενάντια στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μια νέα πρεσβεία, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, ξεκίνησε για να παραδώσει τους τόμους του δημοψηφίσματος στις κυβερνήσεις Ελλάδας και Αγγλίας, καθώς και στην έδρα του Ο.Η.Ε. Το ενωτικό δημοψήφισμα είχε οργανωθεί από την εθναρχούσα Εκκλησία, παρά την αντίδραση των Άγγλων, μάλιστα δε υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είχαν ψηφίσει και μερικοί Τουρκοκύπριοι.
Τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β', που πέθανε στις 28 Ιούνη 1950, διαδέχτηκε ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, που εγκαινίασε αμέσως μια διεθνή σταυροφορία για προώθηση του κυπριακού ζητήματος, το οποίο προώθησε δυναμικά προς κάθε κατεύθυνση, ενώ παράλληλα οργάνωσε το λαό με την προοπτική ενός δυναμικού αγώνα. Και ο Μακάριος Γ' ακολούθησε τη γραμμή της "ενώσεως και μόνον ενώσεως" και παράβλεψε και αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, τον παράγοντα Τουρκοκύπριοι. Στράφηκε απαιτητικά προς την Ελλάδα, από την οποία ζήτησε επιτακτικά να υιοθετήσει και προωθήσει το ζήτημα της Κύπρου, ενώ απαίτησε και την εγγραφή του θέματος και συζήτησή του στα Ηνωμένα Έθνη. Η Αθήνα δεν έδειξε προθυμία, γιατί δεν ήταν σε θέση να αντιδικεί με την Αγγλία, σύμμαχο και προστάτιδά της. Προκλήθηκαν καυγάδες μεταξύ του Μακαρίου και διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων. Τελικά, η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου ενέγραψε το Κυπριακό στην 8η γενική συνέλευση του ΟΗΕ, το 1954. Η συζήτηση του προβλήματός έγινε στις 14 Δεκέμβρη στην πολιτική επιτροπή του Διεθνούς Οργανισμού, η οποία αποφάσισε "όπως μη εξετάσει περαιτέρω το θέμα".
Λίγο αργότερα, την 1η Απριλίου 1955, άρχισε στην Κύπρο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας με στόχο την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Τον αγώνα ανέλαβε η μυστική οργάνωση της δεξιάς Ε.Ο.Κ.Α., της οποίας στρατιωτικός αρχηγός ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, με το ψευδώνυμο Διγενής, ενώ πολιτικός αρχηγός ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, με το ψευδώνυμο Γενικός. Νωρίς το 1956, οι Άγγλοι υπέβαλαν μέσω του κυβερνήτη σερ Τζον Χάρτιγκ προτάσεις για αυτοκυβέρνηση, σαν μεταβατικό στάδιο και ανεξαρτησία. Οι συνομιλίες Μακαρίου-Χάρτιγκ κατέληξαν σε αποτυχία και ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες.
Ο ένοπλος αγώνας κράτησε 4 χρόνια και κατάληξή του ήταν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, με τις οποίες η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Οι συμφωνίες εκείνες, που υπογράφηκαν από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, καθώς και από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο από τη μεριά των Ελληνοκυπρίων και το δρα Φαζίλ Κουτσιούκ από την μεριά των Τουρκοκυπρίων, δεν ανταποκρίνονταν στους πόθους και στις επιδιώξεις των Ελλήνων. Η αγγλική διπλωματία κατόρθωσε να περιπλέξει το Κυπριακό ζήτημα, εκμεταλλευόμενη την απειρία των Ελληνοκυπρίων στα πολεμικά παιγνίδια, καθώς και την ανικανότητα διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων που κατά καιρούς χειρίστηκαν το πρόβλημα. Οι Άγγλοι, πιστοί στην αρχή του "διαίρει και βασίλευε" κινητοποίησαν τους Τουρκοκυπρίους, και τους έστρεψαν κατά των Ελληνοκυπρίων. Κατόρθωσαν έτσι να αναμείξουν ενεργά την ίδια την Τουρκία στην υπόθεση της Κύπρου.
Η αγγλική κατοχή τερματίστηκε επίσημα στις 16 Αυγούστου 1960 με την παράδοση της εξουσίας από το σερ Χιου Φουτ, τελευταίο Άγγλο κυβερνήτη, στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, πρώτο Κύπριο πρόεδρο.
Για τον αγώνα του 1955-1959 γίνεται αναφορά σε άλλο λήμμα.
Οργάνωση-Διοίκηση
Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας η Κύπρος διοικούταν από αποικιακή κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο ύπατος αρμοστής, ο οποίος, μετά το 1925, πήρε τον τίτλο του κυβερνήτη. Ο ύπατος αρμοστής υπαγόταν αρχικά στο βρετανικό υπουργείο εξωτερικών. Από το Δεκέμβρη του 1880, την ευθύνη για τις κυπριακές υποθέσεις ανέλαβε το υπουργείο αποικιών. Όλες οι εξουσίες βρίσκονταν στα χέρια του ύπατου αρμοστή κυβερνήτη, ενώ κάτω από αυτόν βρισκόταν ο αρχιγραμματέας και μια ομάδα Άγγλων ανώτερων αξιωματούχων. Η Κύπρος ήταν διαιρεμένη σε 6 επαρχίες, εκείνες της Λευκωσίας, Λεμεσού, Πάφου, Αμμοχώστου, Λάρνακας και Κερύνειας, με Άγγλο διοικητή η καθεμιά. Σταδιακά οργανώθηκε η δημόσια υπηρεσία, που ήταν χωρισμένη σε τμήματα με διευθυντές Άγγλους. Οι Κύπριοι δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίζουν την κυβέρνησή τους. Ψήφιζαν μόνο τους δημάρχους των πόλεων και κωμοπόλεων, καθώς και τα δημοτικά συμβούλια. Ακόμη, ψήφιζαν τους βουλευτές τους, Έλληνες και Τούρκους, για το Νομοθετικό Συμβούλιο. Για την εκλογή των βουλευτών, το νησί διαιρέθηκε σε τρεις εκλογικές περιφέρειες και η κάθε μια από αυτές εξέλεγε 4 βουλευτές ένα Μωαμεθανό και τρεις Χριστιανούς. Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι άρρενες κάτοικοι πάνω από 21 χρόνων. Οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονταν κάθε τρία χρόνια.
Ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο είχε αρμοδιότητες καθαρά συμβουλευτικές για υποβοήθηση του έργου του ύπατου αρμοστή. Τα μέλη του που ήταν ανώτεροι Άγγλοι υπάλληλοι, διορίζονταν από το Λονδίνο. Μετά το 1897, στο Εκτελεστικό Συμβούλιο συμμετείχαν και τρεις Κύπριοι πολίτες, διορισμένοι από τον αρμοστή.
Το Νομοθετικό Συμβούλιο εγκαθιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1878 με σχετική εκτελεστική απόφαση του αρμοστή, αλλά πήρε την τελική του μορφή του 1882. Στο Συμβούλιο αυτό, οι Έλληνες Κύπριοι είχαν εικονική πλειοψηφία. Αντιπροσωπεύονταν με 9 εκλεγμένους βουλευτές, έναντι 3 Τούρκων και 6 άλλων που ήταν Βρετανοί και διορίζονταν από τον αρμοστή. Στην ουσία οι ενωμένες ψήφοι των διορισμένων μελών και των Τούρκων βουλευτών ισοβαθμούσαν με τις ψήφους των Ελλήνων βουλευτών (9-9).
Τη νικώσα ψήφο διέθετε ο πρόεδρος του Σώματος, που ήταν ο αρμοστής. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του στέμματος (1925) ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών αυξήθηκε σε 12, ενώ των Τούρκων παρέμεινε ο ίδιος. Αυξήθηκε, όμως, από 6 σε 9 ο αριθμός των διορισμένων μελών και έτσι η αναλογία μεταξύ των ελληνικών ψήφων από τη μια και των υπολοίπων από την άλλη διατηρήθηκε (12-12), με νικώσα ψήφο και πάλι εκείνη του κυβερνήτη. Συνήθως οι Τούρκοι βουλευτές συντάσσονταν με τους Άγγλους. Οι ελάχιστες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ψήφος ή ψήφοι Τούρκων βουλευτών προσθέτονταν στις ψήφους της ελληνικής πλειοψηφίας, θορυβούσαν τους Άγγλους. Μια τέτοια περίπτωση συνέβη λίγο πριν το κίνημα των Οκτωβριανών, όταν Τούρκος βουλευτής ψήφισε, μαζί με τους Έλληνες συναδέλφους του ενάντια στην έγκριση του νομοσχεδίου για τελωνειακούς δασμούς. Ουσιαστικά, το Νομοθετικό Συμβούλιο αποτελούσε ένα Σώμα, μέσω του οποίου παίρνονταν αποφάσεις σύμφωνες με τη θέληση του αρμοστή / κυβερνήτη.
Η Δικαιοσύνη οργανώθηκε πάνω σε πολύ καλή βάση και έθεσε τέρμα στην αυθαιρεσία που χαρακτήριζε την απονομή της Δικαιοσύνης επί τουρκοκρατίας. Οι Άγγλοι δικαστές, που αντικατέστησαν τους Τούρκους καδήδες, εισήγαγαν σταδιακά το αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα, ενώ διακρίνονταν και για την αμεροληψία τους. Υπήρχε ένα ανώτατο δικαστήριο (εφετείο) που έδρευε στη Λευκωσία με Άγγλο αρχιδικαστή. Στις πόλεις λειτουργούσαν τα επαρχιακά δικαστήρια με Άγγλο πρόεδρο και δύο μέλη, έναν Έλληνα δικαστή και έναν Τούρκο, το καθένα. Λειτουργούσαν ακόμα και τα πταισματοδικεία ή κωμοδικεία στα μεγάλα χωριά.
Μέχρι και την ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία, οι Κύπριοι εξακολουθούσαν να θεωρούνται Οθωμανοί υπήκοοι και δεν είχαν δικαίωμα να αποχτούν αγγλικό διαβατήριο, αλλά τους παραχωρούνταν ένα ταξιδιωτικό έγγραφο που τους χαρακτήριζε απλά σαν "κατοίκους Κύπρου". Το έγγραφο αυτό, ωστόσο, δεν τους εξασφάλιζε την προστασία των αγγλικών προξενικών αρχών στις ξένες χώρες.
Πληθυσμός
Ο πληθυσμός της Κύπρου στην αρχή της Αγγλοκρατίας, φαίνεται από την πρώτη απογραφή που έκαναν οι Άγγλοι το 1881 ότι ανερχόταν στις 186.173 κατοίκους. Από αυτούς:
* Έλληνες: 137.631(73,9%)
* Τούρκοι: 45.438(24,4%)
* Άλλοι: 3.084(1,7%)
Ο πληθυσμός των πόλεων, σύμφωνα με την ίδια απογραφή, ήταν ο ακόλουθος:
* Λευκωσία: 11.536
* Λάρνακα: 7.833
* Λεμεσός: 6.131
* Αμμόχωστος: 2.564
* Πάφος: 2.204
* Κερύνεια: 1.192
Το κύριο χαρακτηριστικό στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Κύπρου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας ήταν η σταθερή αύξηση αναλογίας των Ελλήνων και η ανάλογη μείωση της αναλογίας των Τούρκων. Μια και οι αγγλικές αρχές έκαναν απογραφές του πληθυσμού συνήθως κάθε 10 χρόνια, έχουμε τα σχετικά στοιχεία. Ενδεικτικός είναι ο πιο κάτω πίνακας, που καλύπτει το πρώτο μισό της περιόδου της Αγγλοκρατίας.
χρόνος Έλληνες Τούρκοι Άλλοι
1881 73,9% 24,4% 1,7%
1891 75,8% 22,9% 1,3%
1901 77,1% 21,6% 1,3%
1911 78,2% 20,6% 1,2%
1921 78,8% 19,8% 1,4%
* Το 1911 ο συνολικός πληθυσμός του νησιού ανερχόταν στις 274.108 κατοίκους.
* Το 1946 ο πληθυσμός ανήρθε στους 450.114 κατοίκους.
* Το 1955, σε 511.000 από τους οποίους:
*
o Έλληνες: 409.822 (80,2%)
o Τούρκοι: 97.090 (19%)
o Άλλοι: 4.088 (0,8%)
Όπως φαίνεται στους πίνακες, η αύξηση του ελληνικού πληθυσμού υπήρξε συνεχής αλλά και σταθερή, παρά το ότι κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας και μέχρι το 1910 παρατηρήθηκε ένα συνεχές μεταναστευτικό ρεύμα, κυρίως προς την Αίγυπτο, ενώ στη δεκαετία που ακολούθησε υπήρξε μετανάστευση προς την Αμερική και μετά, μέχρι το τέλος της Αγγλοκρατίας, προς την ίδια την Αγγλία.
Υπήρξε βέβαια και κάποια φυγή Μουσουλμάνων προς την Τουρκία, αμέσως μετά, την κατάληψη της Κύπρου από την Αγγλία, καθώς και μετανάστευση Τούρκων, αργότερα όμως, η αύξηση του ελληνικού στοιχείου οφείλεται κυρίως στο ότι με τον τερματισμό της Τουρκοκρατίας τερματίστηκαν η καταπίεση, η ανασφάλεια και οι διώξεις, πράγμα που επέτρεψε την ομαλότερη ανάπτυξη.
Οικονομία
Η Τουρκοκρατία είχε κληροδοτήσει στην Αγγλοκρατία μια Κύπρο φτωχή και σε άθλια οικονομική κατάσταση. Οι φόροι που αναγκάζονταν να πληρώ ουν οι Κύπριοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ήταν τόσοι πολλοί και τόσο υψηλοί, ώστε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είχαν επανειλημμένα ενώσει τις δυνάμεις των Ελλήνων και των Τούρκων αγροτών σε κοινές εξεγέρσεις που, συνήθως, πνίγονταν στο αίμα. Ο τερματισμός της Τουρκοκρατίας δεν τερμάτισε, ωστόσο, τη φορολογική καταπίεση και απομύζηση του κυπριακού λαού.
Πολλοί από τους φόρους που ίσχυαν κατά την προηγούμενη περίοδο, διατηρήθηκαν για αρκετά χρόνια και από τους Άγγλους, όπως για παράδειγμα ο φόρος της δεκάτης, ο φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική υπηρεσία, ο φόρος επαγγέλματος, ο φόρος ενοικίων. Αυτοί οι φόροι καταργήθηκαν σταδιακά, ενώ άλλοι, όπως η φορολογία της ακίνητης ιδιοκτησίας και η φορολογία στη μεταβίβασή της, διατηρήθηκαν.
Επιβλήθηκαν ακόμη νέοι φόροι, όπως ο σχολικός, καθώς και έμμεσοι φόροι, που είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και κατ' ακολουθία, αποτέλεσαν πλήγμα για τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις του λαού. Αν και ο φόρος εισοδήματος άρχισε να εισπράττεται στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο και χωρίς αυτόν η φορολογία εξακολουθούσε να είναι πολύ υψηλή και αποτέλεσε λόγο για σοβαρές διαμαρτυρίες, μαζί με την απαίτηση των Κυπρίων να απαλλαγούν από την παράλογη καταβολή φόρου υποτέλειας στο σουλτάνο.
Αυτός ο φόρος υποτέλειας, προβλεπόταν από τη συμφωνία του 1878: Αν και η Κύπρος μεταβιβάστηκε στην Αγγλία, ωστόσο η Κύπρος έπρεπε να πληρώσει ένα ετήσιο φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη, που ανερχόταν στο τεράστιο για την εποχή ποσό των 92.799 λιρών. Το ποσό αυτό είχε υπολογιστεί με βάση το μέσο όρο του πλεονάσματος στις εισπράξεις επί των δημοσίων δαπανών κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το ποσό αναλογούσε σε αναγκαστική εισφορά μισής λίρας για κάθε Κύπριο, άντρα, γυναίκα και παιδί, αφού ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν τότε στις 186.000 κατοίκους. Στην πραγματικότητα, το τεράστιο ετήσιο αυτό ποσό που αφαίμασσε την Κύπρο, ουδέποτε δόθηκε στο σουλτάνο, αλλά το κατακρατούσε η Αγγλία για αποπληρωμή ενός ομολογιακού αγγλογαλλικού δανείου που είχε πάρει η Τουρκία το 1855 για τις ανάγκες της κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856). Το παράλογο της αφαίμαξης αυτής διαπίστωσε και ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν επισκέφτηκε την Κύπρο το 1907 και δήλωσε στο Λονδίνο πως "... δεν υπάρχει θέαμα πιο μισητό από την καταπίεση μιας μικρής κοινότητος από μια μεγάλη δύναμη με σκοπό το χρηματικό κέρδος..."
Γεγονός είναι ότι ο Τσόρτσιλ εργάστηκε για την κατάργηση αυτής της άδικης φορολογίας. Από το 1907 και ύστερα, η Αγγλία κατέβαλλε στους Αγγλογάλλους ομολογιούχους ένα ετήσιο ποσό 50.000 λιρών και η επιβάρυνση προς τους Κυπρίους κατήλθε στις 42.800 λίρες ετησίως, ενώ από το 1927 και ύστερα η φορολογία αυτή τερματίστηκε και αντικαταστάθηκε με μια άλλη, ύψους 10.000 λιρών ετησίως, σαν συνεισφορά στην "αυτοκρατορική άμυνα".
Για να αντιληφθεί καλύτερα κανένας τι σήμαινε για τη φτωχή Κύπρο η καταβολή αυτού του φόρου υποτελείας που ανερχόταν στο ύψος των 92.799 λιρών Αγγλίας ετησίως, είναι αρκετό να ρίξει μια ματιά στα ποσά των δημοσίων εσόδων και των δημοσίων δαπανών εκείνης της περιόδου. Κατά την
* 5ετία 1879-1883, τα δημόσια έσοδα ήταν 170.315 λίρες και τα δημόσια έξοδα 125.371 λίρες
* Κατά την 5ετία 1884-1888, τα αντίστοιχα ποσά ήταν 165.251 και 111.848 λίρες.
* Την επόμενη 5ετία, ήταν 190.716 και 111.143 λίρες.
Κατά την ίδια περίοδο, το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου παρουσίαζε την ακόλουθη εικόνα:
Περίοδος Εισαγωγές Εξαγωγές
1879-1883 311.127 253.014
1884-1888 311.432 261.339
1889-1893 287.524 382.264
1894-1898 272.288 281.190
1899-1903 340.243 311.978
(Σημ: Τα ποσά υπολογισμένα σε λίρες)
Η Κύπρος ήταν και παρέμεινε σε όλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας γεωργική, βασικά, χώρα, με κύρια προϊόντα τα δημητριακά, τα εσπεριδοειδή, τα χαρούπια, το κρασί , το μαλλί, το μετάξι και σε λιγότερες ποσότητες τον καπνό και το βαμβάκι. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ωστόσο, επισημάνθηκε ο ορυκτός πλούτος της Κύπρου και άρχισε η εκμετάλλευση, κυρίως του αμίαντου και του χαλκοπυρίτη.
Η αγγλική διοίκηση, παρά το ότι δεν επένδυε σε έργα ανάπτυξης το σύνολο των εσόδων από τους πόρους του νησιού και από τη βαριά φορολογία, ωστόσο επιτέλεσε αξιόλογο έργο σε διάφορους τομείς, όπως εκείνο της αποτελεσματικής καταπολέμησης των ασθενειών, που μάστιζαν τον τόπο , της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ακρίδας που προκαλούσε μεγάλες ζημιές και σε έργα υποδομής. Αποξηράνθηκαν διάφορα έλη που αποτελούσαν εστίες μολύνσεων, μερικές εκτάσεις, αναδασώθηκαν, κατασκευάστηκαν αντιπλημμυρικά έργα, ενώ προωθήθηκε με γοργό ρυθμό η δημιουργία ικανοποιητικού οδικού δικτύου.
Ενώ το 1878 υπήρχε ένας μόνο αμαξιτός δρόμος, μέχρι το 1904 είχε συμπληρωθεί ένα οδικό δίκτυο που κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο, από την Καρπασία μέχρι το Τρόοδος και την Πάφο. Από το 1905 άρχισε να λειτουργεί σιδηρόδρομος μεταξύ Αμμοχώστου - Λευκωσίας -Μόρφου. Λιμάνι κατασκευάστηκε στην Αμμόχωστο, ενώ λειτούργησαν και ταχυδρομικές, τηλεγραφικές και άλλες υπηρεσίες. Ακόμα, καθιερώθηκαν τακτικές ατμοπλοϊκές επικοινωνίες με το εξωτερικό, ενώ άρχισε και ο σταδιακός ηλεκτροφωτισμός των πόλεων και της υπαίθρου.
Η κατασκευή μικρών υδατοφραχτών και διαφόρων αρδευτικών έργων ακολούθησε, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ιδρύθηκε η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, ταυτόχρονα με την εμφάνιση και λειτουργία των πρώτων βιομηχανιών, όπως ένα μεταξουργείο (απασχολούσε 190 εργάτες), έξι καπνοβιομηχανίες (με 450 εργάτες), πέντε βυρσοδεψεία (με 180 εργάτες), κεραμουργεία, αλευρόμυλοι, γυψοποιεία, καθώς και εργοστάσια οινοπνευματωδών ποτών.
Από την αρχή του 20ου αιώνα διαφάνηκαν και οι μεγάλες δυνατότητες τουριστικής αξιοποίησης της Κύπρου και η τουριστική βιομηχανία άρχισε να λειτουργεί με επίκεντρο τα ορεινά θέρετρα του νησιού, όπως οι Πλάτρες.
Η ανάπτυξη είχε αρχίσει, αλλά προχωρούσε με αργό ρυθμό. Ένας Άγγλος αρχιγραμματέας που υπηρέτησε στην Κύπρο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, σε σχετικό με την Κύπρο βιβλίο του (εκδ.1918) περιγράφει ως εξής την κατάσταση του Κύπριου αγρότη: "... Η αγροτική ζωή στην Κύπρο κατά τον 20ο αιώνα, ελάχιστα διαφέρει από ότι τούτη υπήρξε κατά τις προηγούμενες χιλιετηρίδες. Τα πλίνθινα σπίτια, τα λιθόστρωτα αλώνια, τα πρωτόγονα γεωργικά εργαλεία, αναπολούν το ζοφερό παρελθόν, τις μέρες του πρώιμου πολιτισμού...".
Εκπαίδευση
Σοβαρότατο πρόβλημα εκπαίδευσης υπήρχε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν πολύ ψηλό. Το 1878, όταν δηλαδή τερματίστηκε η Τουρκοκρατία, υπολογίζεται ότι λειτουργούσαν στην Κύπρο μόνο 83 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης και από αυτά ελάχιστα μόνο στην ύπαιθρο. Σε ότι αφορούσε την ανώτερη εκπαίδευση, λειτουργούσαν σχολές μόνο στη Λευκωσία, Λεμεσό, Λάρνακα και Πάφο, ενώ μερικοί Κύπριοι μαθητές φοιτούσαν και σε ορισμένα ξένα σχολεία που λειτουργούσαν στη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Εκπαίδευση παρεχόταν επίσης και σε μερικά μοναστήρια. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, η εκπαίδευση γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη. Χαρακτηριστικός είναι ο πιο κάτω πίνακας που δείχνει τον αριθμό των σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης, από το 1878 μέχρι το 1910.
Χρόνος Αριθμός Σχολείων
1878 83
1885 176
1890 223
1900 264
1910 322
Βέβαια, παρά την πρόοδο που δείχνουν οι αριθμοί του πιο πάνω πίνακα, πρέπει να λεχτεί ότι η παιδεία πολύ απείχε από το να θεωρείται ικανοποιητική. Στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με αγγλικούς υπολογισμούς, μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 38% των παιδιών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, φοιτούσαν σε σχολεία κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό, ιδιαίτερα για την μέση εκπαίδευση. Το 1901 φοιτούσαν στη μέση εκπαίδευση οι ακόλουθοι μαθητές:
Σχολή Αριθμός μαθητών
Παγκύπριο Γυμνάσιο 200
Ελλην. Σχολή Λάρνακας 90
Ελλην. Σχολή Λεμεσού 85
Ελλην. Σχολή Πάφου 24
Ελλην. Σχολή Αμμοχώστου 20
Το Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία, που το 1893 αντικατέστησε την Ελληνική Σχολή της πόλης, στάθηκε το σπουδαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κύπρου και ένα κεντρικό όργανο εθνικής παιδείας, αναγνωρίστηκε δε από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας σαν ισότιμο των αντίστοιχων ελληνικών σχολείων.
Το 1897 ιδρύθηκε, σωστότερα, προστέθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Παγκύπριο Διδασκαλείο, που πρόσφερε 2ετή παιδαγωγική κατάρτιση στους αποφοίτους του Γυμνασίου, για να εργαστούν ως δάσκαλοι. Το 1906 αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό υπουργείο και οι Σχολές Λεμεσού και Πάφου, που μετατράπηκαν σε ημιγυμνάσια, ενώ εκείνη της Λάρνακας μετατράπηκε το 1911, σε Εμπορικό Λύκειο. Το 1912 ιδρύθηκαν οι σχολές Πεδουλά και Λεμύθου στα αντίστοιχα χωριά.
Οι Έλληνες μαθητές έπαιρναν ελληνική παιδεία, τα δε εκπαιδευτήρια ακολουθούσαν τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων της Ελλάδας. Παράλληλα, οι Τούρκοι μαθητές έπαιρναν τουρκική παιδεία. Τα ελληνικά και τουρκικά εκπαιδευτήρια συντηρούνταν από εισφορές των δύο αντίστοιχων κοινοτήτων οι οποίες επιβαρύνονταν και με τη μισθοδοσία των δασκάλων και των καθηγητών. Καθηγητές έρχονταν στην Κύπρο από την Ελλάδα και την Τουρκία για να υπηρετήσουν στα σχολεία των δύο κοινοτήτων. Επανειλημμένες προσπάθειες των Άγγλων να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους την εκπαίδευση προσέκρουσαν στην άμεση αντίδραση του λαού και, για τα ελληνικά εκπαιδευτήρια, της Εκκλησίας, η οποία είχε και την ευθύνη λειτουργίας τους. Ωστόσο, από το 1923 η ευθύνη για τη στοιχειώδη εκπαίδευση πέρασε στα χέρια της αποικιακής κυβέρνησης και οι δάσκαλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.
Πολιτιστική ζωή
Η περίοδος της Αγγλοκρατίας ακολούθησε τη σκοτεινή εποχή της Τουρκοκρατίας και προηγήθηκε της νέας εποχής κατά την οποία η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Στάθηκε, δηλαδή, η μεταβατική περίοδος από τη στυγνή τυραννία στην ελευθερία. Ακόμα, κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας τερματίστηκε ο 19ος αιώνας και ήρθε ο 20ος, με τις τόσες του επιτεύξεις. Ήταν λοιπόν φυσιολογικό κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής να αναπτυχθεί και η σχεδόν ανύπαρκτη πνευματική ζωή στον τόπο. Τον ίδιο χρόνο της αλλαγής (1878), λειτούργησε στην Κύπρο το πρώτο τυπογραφείο, που σήμανε και τη γέννηση της κυπριακής δημοσιογραφίας.
Τον Αύγουστο του 1878 κυκλοφόρησε στη Λάρνακα η πρώτη εφημερίδα, που είχε τίτλο "Cyprus" και ήταν εβδομαδιαία. Εκδότης της ο λόγιος Θεόδουλος Κωνσταντινίδης. Η εφημερίδα, που αργότερα μετονομάστηκε σε "Κίτιον" και σε "Νέον Κίτιον" κυκλοφορούσε μέχρι το 1884. Από το 1880 εκδιδόταν στη Λεμεσό η "Αλήθεια", από το 1891 στη Λάρνακα το "Έθνος", από το 1890 στη Λευκωσία ο "Ευαγόρας" και ο "Κυπριακός Φύλαξ", από το 1906. Επίσης, από το 1906 άρχισε να κυκλοφορεί και η "Ελευθερία" που η έκδοσή της συνεχίστηκε μέχρι το 1974. Ακόμα, πολλές άλλες εφημερίδες, τοπικές κυρίως, εμφανίστηκαν σε όλες τις πόλεις, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν και αρκετά φιλολογικά-λογοτεχνικά περιοδικά.
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, δημοσίευσαν έργα τους αρκετοί ποιητές, που έγραφαν σε καθαρεύουσα και ήταν επηρεασμένοι από τον αθηναϊκό ρομαντισμό, όπως οι Ο. Ιασονίδης, Θρ. Ρώπας, Χρ. Παπαδόπουλος, Πολυξένη Λοϊζιάς, Ι. Καραγεωργιάδης κ.ά. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές, όπως οι Στ. Χουρμούζιος, Ι. Περδίος, Χρ. Περιστιανίδης κ.ά. Το 1898 κυκλοφόρησαν τα "Κυπριακά Διηγήματα" του Δημοσθένη Σταυρινίδη, ενώ το τέλος του αιώνα σφραγίζεται με την ποιητική δημιουργία του Βασίλη Μιχαηλίδη, κυρίως στην κυπριακή διάλεκτο. Ο άλλος μεγάλος διαλεκτικός ποιητής ο Δημήτρης Λιπέρτης, κυριαρχεί κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και οι τέσσερις τόμοι των "Τζυμπριώτικων Τραουδκιών" του κυκλοφορούν από το 1923 μέχρι το 1937.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται ο Γλαύκος Αλιθέρσης με το αξιόλογο ποιητικό του έργο, καθώς και ο Τεύκρος Ανθίας, ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς. Στον τομέα της πεζογραφίας ξεχωρίζει ο Νίκος Νικολαΐδης, ενώ αξιόλογοι πεζογράφοι του μεσοπολέμου είναι και οι Μελής Νικολαΐδης και Λουκής Ακρίτας.
Από το 1923 μέχρι το 1927 εκδιδόταν στη Λάρνακα το αξιόλογο περιοδικό "Κυπριακά Χρονικά", από μια πνευματική ομάδα με επικεφαλής τον καθηγητή Ιωάννη Συκουτρή και με την υποστήριξη του μητροπολίτη Νικόδημου Μυλωνά. Τη χρονιά που διέκοψε την έκδοσή του το περιοδικό, ιδρύθηκε η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών που εξέδιδε και το ομώνυμο επιστημονικό δελτίο. Από το 1934 μέχρι το 1956 εκδιδόταν στη Λευκωσία το αξιόλογο φιλολογικό περιοδικό "Κυπριακά Γράμματα".
Στον τομέα του θεάτρου, αρκετοί ερασιτεχνικοί θίασοι έδιναν παραστάσεις, άλλοι τακτικά και άλλοι σποραδικά, ήδη από την αρχή της αγγλοκρατίας, ενώ μερικοί υπήρχαν και πιο παλιά. Τέτοιοι θίασοι ήταν ο " Άρης" στη Λεμεσό, Ο "Αριστοφάνης", ο "Ερασιτεχνικός Όμιλος Λευκωσίας", ο "Θεατρικός Θίασος Σοφοκλής" στη Λάρνακα κ.ά. Οι θίασοι αυτοί παρουσίαζαν έργα ιστορικά και κοινωνικά κυρίως. Ταυτόχρονα άρχισαν να καταφτάνουν για παραστάσεις στο νησί και θίασοι από την Ελλάδα, κάποτε αξιόλογοι με κορυφαίους καλλιτέχνες, κάποτε ανεκδιήγητα μπουλούκια, ενώ σε μερικές περιπτώσεις βρέθηκαν να περιοδεύουν στο νησί ακόμα και θίασοι από την Ιταλία. Το Παγκύπριο Γυμνάσιο άρχισε να ανεβάζει αρχαίες ελληνικές τραγωδίες από το 1909. Το 1918 εμφανίζεται η επιθεώρηση, που εισάχθηκε από την Αθήνα, στην αρχή στην Πάφο.
Οι πάμπολλοι ερασιτεχνικοί θίασοι, που εμφανίζονταν κατά διαστήματα σε όλες τις πόλεις για να σβήσουν σε λίγο και πάλι να αναγεννηθούν με άλλο όνομα ή και άλλη σύνθεση, έδιναν παραστάσεις μέχρι και τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα συγκλονιστικά γεγονότα του πολέμου έθρεψαν το θέατρο, που μετατράπηκε σε επαγγελματικό ή ημιεπαγγελματικό με την εμφάνιση θιάσων, όπως την " Ένωση Καλλιτεχνών", το "Λυρικό", τον "Ορφέα", κ.ά., ενώ παράλληλα αρκετοί πνευματικοί δημιουργοί στράφηκαν προς τη θεατρική συγγραφή (Κώστας Μόντης, Λ. Γιαννίδης, Τ. Στεφανίδης, Α. Λυμπουρίδης, Κ. Μαρκίδης κ.ά.).
Μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν νέοι θίασοι: Το "Κυπριακό Θέατρο", οι "Ενωμένοι Καλλιτέχνες", ο "Προμηθέας".
Γενικά
Η Αγγλοκρατία διάρκεσε 82 χρόνια. Ήταν και αυτή μια περίοδος σκλαβιάς για την Κύπρο, όπως τόσες άλλες στη μακρά ιστορία του τόπου. Όμως, παρά τα πάμπολλα όσο και σημαντικά αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλες τις σκλαβιές, η εποχή της Αγγλοκρατίας είχε και μερικά ευεργετικά για το νησί αποτελέσματα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ότι διαδέχτηκε μια μεγάλη περίοδο σκοταδιού, την Τουρκοκρατία, κατά την οποία η Κύπρος είχε βυθιστεί στην ανέχεια, στην αμορφωσιά, στη δυστυχία, στην εγκατάλειψη και στην ερήμωση και έφερε πίσω τον αέρα και τη νοοτροπία της Ευρώπης. Εισήγαγε ξανά στην Κύπρο τον πολιτισμό, από τον οποίο οι Κύπριοι είχαν αποκοπεί για περισσότερους από τρεις αιώνες.
Επαρχίες της Κύπρου Αμμόχωστου | Κερύνειας | Λάρνακας | Λεμεσού | Λευκωσίας | Πάφου |
Κατάλογος δήμων και κοινοτήτων Κύπρου
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org , LivePedia.gr . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License