.
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΙ
Οι μακρόχρονες και συνεχείς προσπάθειες για αποτίναξη του περσικού ζυγού, ήταν άκαρπες και επεκτάθηκε η περσική κυριαρχία επί της Κύπρου μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τελικά η θυελλώδης προέλαση του Μακεδόνα στρατηλάτη προς την Ανατολή και η κατατρόπωση των Περσών, τερμάτισε οριστικά και την κυριαρχία τους πάνω στην Κύπρο.
Ο Μέγας Αλέξανδρος (Αλέξανδρος ο Μακεδών ή Αλέξανδρος Γ' της Μακεδονίας), γεννήθηκε στην Πέλλα το 356 π.Χ. και πέθανε στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. Γιος του βασιλιά Φίλιππου Β' και της Ολυμπιάδας, διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο της Μακεδονίας το 336 π.Χ. σε ηλικία 20 χρονών. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ίσως στρατηλάτης στην Ιστορία ο οποίος οδηγώντας το στρατό του σε μια σειρά από νικηφόρες μάχες, δημιούργησε μια αχανή αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ελλάδα μέχρι την Αίγυπτο στην Αφρική, μέχρι την Κασπία θάλασσα και την Ινδία στην Ασία. Η Κύπρος, με τα διάφορα βασίλειά της, υπήρξε σύμμαχος του Αλέξανδρου, συνεισέφερε δε στη νικηφόρα εκστρατεία του.
Η παρουσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία σήμαινε μια νέα περίοδο για την Κύπρο, ιδιαίτερα μετά τις διαδοχικές νίκες του στο Γρανικό (334 π.Χ.) και στην Ισσό (333 π.Χ.). Η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών παρουσίασε τα πρώτα συμπτώματα κατάρρευσης όταν έχασε τις ακτές της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Φοινίκης, όπου βρίσκονταν οι ναυτικές της βάσεις.
Οι Κύπριοι βασιλιάδες, μαθαίνοντας τη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ισσό, άλλαξαν ριζικά τη στάση τους απέναντι στο Μέγα Βασιλέα των Περσών. Αισθάνθηκαν πως αργά ή γρήγορα ο Αλέξανδρος θα ήταν ο νέος κυρίαρχος του νησιού τους, αφού η κατοχή της Κύπρου του ήταν αναγκαία (μαζί με εκείνη της Φοινίκης), προκειμένου να προχωρήσει απερίσπαστος προς την Αίγυπτο και, στη συνέχεια, την Ασία. Προκειμένου λοιπόν, να διατηρήσουν την εξουσία τους οι Κύπριοι βασιλιάδες αποφάσισαν, με τη θέλησή τους, να θέσουν στη διάθεση του Αλεξάνδρου το στόλο τους που προηγουμένως βρισκόταν στην υπηρεσία των Περσών, συντείνοντας με τον τρόπο αυτό στην αύξηση των ναυτικών δυνάμεων των αντιπάλων του. Πέρα από αυτό, οι Κύπριοι ήταν αρκετά έμπειροι στη ναυτική τέχνη και γι' αυτό το λόγο άλλωστε ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε πολλούς κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ινδική. Υπήρξε επομένως αμοιβαιότητα συμφερόντων: Ο Μέγας Αλέξανδρος θα αύξανε το δυναμικό του στόλου του, αλλά και οι Κύπριοι βασιλιάδες θα διατηρούσαν την πολιτική τους ανεξαρτησία.
Από την περιοχή της Φοινίκης, μόνο η Τύρος δεν είχε υποκύψει, και ο Αλέξανδρος την πολιόρκησε. Ο κυπριακός στόλος, μαζί με Κυπρίους μηχανικούς, συνέτειναν πολύ στην κατάληψη της άριστα οχυρωμένης αυτής πόλης. Μάλιστα οι βασιλιάδες Πνυταγόρας της Σαλαμίνας, Ανδροκλής της Αμαθούντας και Πασικράτης των Σόλων, πήραν μέρος προσωπικά στην πολιορκία της Τύρου και παρόλο που έχασαν τις πεντήρεις τους, πέτυχαν να κυριεύσουν το βορινό λιμάνι της πόλης, συμβάλλοντας στην άλωσή της. Η ευγνωμοσύνη του Αλεξάνδρου γι' αυτή τη συμμετοχή φαίνεται και από τις χειρονομίες του μετά τη νίκη: όχι μόνο άφησε τους Κυπρίους βασιλιάδες να διαχειρίζονται ελεύθερα τις υποθέσεις των βασιλείων τους αλλά και μπορούσαν να του ζητήσουν ότι ήθελαν. Στον Πνυταγόρα, για παράδειγμα, που φαίνεται να ήταν ο κύριος μοχλός της πρωτοβουλίας για υποστήριξη στον Αλέξανδρο, επέτρεψε να εντάξει το χωρικό έδαφος του βασιλείου της Ταμασσού σε εκείνο της Σαλαμίνας. Το βασίλειο της Ταμασσού ανήκε μέχρι τότε στο βασιλιά του Κιτίου Πουμιάθοντα, που το είχε αγοράσει για 50 τάλαντα από το βασιλιά του Πασίκυπρο.
Η Τύρος η σπουδαιότερη από τις φοινικικές πόλεις, ήταν χτισμένη σε μικρό νησί που απείχε 700 μέτρα από την ακτή, και είχε δύο λιμάνια, το Αιγύπτιο στα νότια και το Σιδώνιο στα βόρεια. Οι Κύπριοι βασιλιάδες, με 120 πλοία και με πολύ έμπειρα πληρώματα, πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στον Αλέξανδρο και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου, η οποία είχε αντέξει μια πολιορκία 7 μηνών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, σε μια ξαφνική επίθεση των Τυρίων κατά του στόλου των Κυπρίων που πολιορκούσε την πόλη από τα βόρεια και βορειοανατολικά, κατόρθωσαν να καταβυθίσουν την πεντήρη του βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα, την πεντήρη του βασιλιά της Αμαθούντας Ανδροκλή και την πεντήρη του βασιλιά των Σόλων Πασικράτη. Η επίθεση των Τυρίων κατά του κυπριακού στόλου έγινε κατά το μεσημέρι όταν τα κυπριακά πληρώματα ξεκουράζονταν στην ακτή. Ο Αλέξανδρος, επιβαίνοντας φοινικικού πλοίου, επενέβη προσωπικά και έσωσε τον κυπριακό στόλο από περισσότερες καταστροφές. Κατά την τελική επίθεση ενάντια στην πόλη, οι Κύπριοι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Σιδώνιο λιμάνι και το βόρειο τμήμα της Τύρου, ενώ οι Φοίνικες κατέλαβαν το Αιγύπτιο λιμάνι. Ο Αλέξανδρος χτυπούσε επίσης την πόλη με πολιορκητικές μηχανές που πλησίασαν στα τείχη της από το "μώλο", λωρίδα χώματος που κατασκευάστηκε από την απέναντι της Τύρου ακτή, μέχρι το νησί όπου ήταν χτισμένη η πόλη. Στην όλη επιχείρηση ενάντια στην Τύρο, ο Αλέξανδρος βοηθήθηκε και από πολλούς Κυπρίους και Φοίνικες "μηχανοποιούς", οι οποίοι κατασκεύασαν για λογαριασμό του, και σε σύντομο χρόνο, πολλές πολιορκητικές μηχανές που χτυπούσαν την πόλη από το "μώλο" αλλά και από "ιππαγωγά" πλοία.
Το 331 π.Χ., επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος από την Αίγυπτο, έμεινε για λίγο διάστημα στην Τύρο. Οι Κύπριοι βασιλιάδες, θέλοντας να βεβαιώσουν και πάλι την εμπιστοσύνη και υποστήριξή τους, τον τίμησαν με την οργάνωση κυκλικών και τραγικών αγώνων, θυσιών και πομπών, τους οποίους και επιχορήγησαν.
Στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ινδική, ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του, εκτός από Φοίνικες και Αιγυπτίους, και Κυπρίους ναυτικούς και κωπηλάτες, αυτούς που είχαν τη μεγαλύτερη πείρα στη ναυτική τέχνη. Αυτοί οι πεπειραμένοι ναυτικοί είχαν αρχηγούς τοπικούς πρίγκιπες όπως το Νικοκλή, γιο του βασιλιά Πασικράτη των Σόλων, και το Νιφόθονα, γιο του βασιλιά Πνυταγόρα της Σαλαμίνας.
Επειδή ο Αλέξανδρος διατήρησε στο αχανές του κράτος το ίδιο διοικητικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε στην περσική αυτοκρατορία, ανέθεσε σπουδαιότατες ευθύνες σε Κυπρίους. Έτσι, αναφέρεται ότι ο Στασάνωρ των Σόλων διορίστηκε το 329 π.Χ. σατράπης των Αρείων και Δράγγων.
Η νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε με την παρουσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, παρουσία που προαναγγέλλει τη γέννηση του Ελληνιστικού κόσμου, δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, αργά ή γρήγορα την Κύπρο: Το κυπριακό νόμισμα, που ήταν πρόσθετη ένδειξη της ανεξαρτησίας των Κυπρίων βασιλιάδων, εντάσσεται προοδευτικά στο νόμισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνας και του Κιτίου άρχισαν να κόβουν νομίσματα για λογαριασμό του.
Όπως αναφέρεται, μεταξύ των Αλεξανδρειών, πόλεων που είχε κτίσει ο Μέγας Αλέξανδρος ή που είχαν μετονομάσει οι Διάδοχοι προς τιμή του μετά το θάνατό του, περιλαμβανόταν και μια πόλη Αλεξάνδρεια που όπως πιστεύεται, χτίστηκε ή μετονομάστηκε από το βασιλιά των Σόλων, φίλο και σύμμαχο του Αλεξάνδρου, Πασικράτη.
Όπως αναφέρει ο Αρριανός και ο Στράβων, ο Κύπριος ιστορικός Άριστος ο Σαλαμίνιος είχε γράψει σύγγραμμα στο οποίο εξιστορούσε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το βιβλίο αυτό δε σώθηκε.
Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Αλέξανδρος είχε μάχαιραν θαυμαστήν βαφή και κουφότητι, δωρησαμένου του Κιτιέων βασιλέως... ησκημένος τα πολλά χρήσθαι μαχαίρα παρά τας μάχας... Δηλαδή " Ο Αλέξανδρος είχε μάχαιρα θαυμάσια στην κόψη και ελαφρή, που ήταν δώρο προς αυτόν από το βασιλιά του Κιτίου... κι ήταν πολύ εξασκημένος στο να χρησιμοποιεί μάχαιρα κατά τις μάχες".
Ο βασιλιάς του Κιτίου που έκανε στον Αλέξανδρο το δώρο αυτό ήταν ο Φοίνικας Πουμιάθων (361 -312 π.Χ.), που προσπαθούσε και αυτός να κερδίσει την εύνοια του Μακεδόνα στρατηλάτη, χωρίς όμως να το κατορθώσει.
Η πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου σχετικά με την Κύπρο και τους βασιλιάδες της, ήταν σαφής: τους απάλλαξε από την περσική κυριαρχία (αν και μερικοί από τους βασιλιάδες ήταν, μέχρι τότε, καθαρά περσόφιλοι), αλλά προσάρτησε την Κύπρο στο κράτος του. Στα εσωτερικά των κυπριακών βασιλείων δεν επενέβη άμεσα και οι βασιλιάδες διατήρησαν την αυτονομία τους, επέφερε όμως μερικές ανακατατάξεις, όπως την απόδοση της Ταμασσού και των μεταλλείων της στο βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα. Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο του νησιού, και αυτό εκφράστηκε και υπογραμμίστηκε με την κατάργηση των νομισμάτων των κυπριακών βασιλείων και την καθιέρωση άλλων, δικών του, που κόβονταν στα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνας, του Κιτίου και της Πάφου.
Σύμφωνα με τις πηγές όταν ο Αλέξανδρος ετοίμασε το εκστρατευτικό σώμα που θα συνέχιζε στην Ινδία και επειδή η χώρα αυτή είχε πολλούς πλωτούς ποταμούς, περιέλαβε και σημαντικό αριθμό ναυπηγών και κωπηλατών από την Κύπρο, Αίγυπτο, Φοινίκη και Καρία.
Ο πρόωρος θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., έθεσε τέρμα στις ελληνικές φιλοδοξίες για παγκόσμια κυριαρχία. Η αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών και διαδόχων του, που αμέσως άρχισαν και τις μεταξύ τους διαμάχες που ακολουθήθηκαν από πολέμους, προκειμένου να κερδίσει ο καθένας από αυτούς κάτι περισσότερο. Με το θάνατο του Αλεξάνδρου αρχίζει και η Ελληνιστική περίοδος της κυπριακής ιστορίας.
Στη διαμάχη και στους πολέμους των διαδόχων, μοιραία περιπλέχθηκε και η Κύπρος, την οποία διεκδικούσαν κυρίως δύο από αυτούς. Ο Αντίγονος (ενισχυμένος και από το γιο του, το Δημήτριο τον Πολιορκητή) και ο Πτολεμαίος ο Λάγου. Ο πρώτος κατείχε τη Συρία και ο δεύτερος την Αίγυπτο. Αρχικά σημείωσαν επιτυχίες στην Κύπρο ο Αντίγονος και ο γιος του.
Οι Κύπριοι βασιλιάδες που ως τώρα είχαν διατηρήσει την αυτονομία στα βασίλειά τους, βρέθηκαν ξαφνικά σε δύσκολη θέση. Και αυτό γιατί, εφ' όσον η Κύπρος αποτέλεσε το "μήλο της έριδος" μεταξύ Πτολεμαίου και Αντιγόνου, έπρεπε και οι βασιλιάδες του νησιού να κάνουν τώρα τις νέες τους επιλογές και συμμαχίες. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει διχογνωμία και αντιπαράθεση γιατί άλλα από τα κυπριακά βασίλεια επέλεξαν τη συμμαχία με τον Πτολεμαίο, άλλα τάχθηκαν με το μέρος του Αντιγόνου και άλλα προσπάθησαν να παραμείνουν ουδέτερα. Σημαντικότερη πόλη - βασίλειο της Κύπρου φαίνεται ότι ήταν τότε η Σαλαμίνα, της οποίας βασιλιάς ήταν ο Νικοκρέων.
Ο Νικοκρέων τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του Πτολεμαίου. Όπως γράφει ο Αρριανός, υπέρ του Πτολεμαίου είχαν ταχθεί εκτός από το Νικοκρέοντα της Σαλαμίνας, και οι υπ' αυτώ γενόμενοι Πασικράτης των Σόλων, Νικοκλής της Πάφου και Ανδροκλής της Αμαθούντος.
Η φράση: και οι υπ' αυτώ γενόμενοι, υποδηλώνει ότι οι τρεις άλλοι βασιλιάδες (Σόλων, Πάφου και Αμαθούντος) βρίσκονταν υπό την επιρροή του Νικοκρέοντα της Σαλαμίνας. Ποιας εκτάσεως και τι είδους ήταν αυτή η επιρροή δε γνωρίζουμε. Φαίνεται όμως ότι μετά την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ίσως εξαιτίας δικών του ρυθμίσεων και διευθετήσεων, η πόλη της Σαλαμίνας είχε κάποιο αυξημένο (διοικητικό;) ρόλο στην Κύπρο, και ο βασιλιάς της πιθανότατα την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των Κυπρίων μοναρχών.
Ωστόσο μερικοί άλλοι βασιλιάδες της Κύπρου, ο Πράξιππος της Λαπήθου - Κυρηνείας, ο Πουμιόθων (Πυγμαλίων) του Κιτίου και ο Στασίοικος του Μαρίου, είχαν συμμαχήσει με τον Αντίγονο.
Εναντίον αυτών, ο Νικοκρέων και οι λοιποί φιλοπτολεμαϊκοί βασιλιάδες διεξήγαγαν πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Πτολεμαίος ενίσχυσε μάλιστα στρατιωτικά τους συμμάχους του βασιλιάδες της Κύπρου, στέλνοντας σε αυτούς και στρατιωτική δύναμη υπό τους Σέλευκο και Μενέλαο. Η Κυρήνεια και η Λάπηθος καταλήφθηκαν ύστερα από πολιορκία το δε Μάριον συνθηκολόγησε. Ο Διόδωρος δίνει και την πληροφορία ότι η Αμαθούς είχε επίσης εξαναγκαστεί να τοποθετηθεί υπέρ του Πτολεμαίου, δίνοντας μάλιστα και ομήρους ως εγγύηση, ενώ το Κίτιον πολιορκήθηκε στενά (γύρω στο 315 π.Χ.).
Τελικά και ο ίδιος ο Πτολεμαίος ήρθε στην Κύπρο με περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις, το 312 π.Χ., και ξεκαθάρισε την κατάσταση: Κατέλαβε το Κιτίον και σκότωσε το βασιλιά του, ενώ συνέλαβε και τους φιλοαντιγονικούς βασιλιάδες του Μαρίου και της Λαπήθου - Κυρηνείας. Επί πλέον, κατέστρεψε πλήρως την πόλη του Μαρίου. Έτσι ο Πτολεμαίος κατάργησε τα περισσότερα από τα βασίλεια της Κύπρου που υπήρχαν μέχρι τότε και ...ταύτα διαπραξάμενος της μεν Κύπρου κατέστησε στρατηγόν Νικοκρέοντα, παραδούς τας τε πόλεις και τας προσόδους των εκπεπτωκότων βασιλέων.
Γνωρίζουμε ότι με την καίρια και αποφασιστική επέμβαση του Πτολεμαίου το 312 π.Χ., διατήρησαν για λίγο ακόμη την εξουσία τους οι βασιλιάδες των Σόλων και της Πάφου. Ιδιαίτερα δε ο Νικοκρέων της Σαλαμίνας, τον οποίο ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι εκτιμούσε και εμπιστευόταν πλήρως, κέρδισε τις πόλεις και τα έσοδα των έκπτωτων βασιλιάδων. Άρα η Σαλαμίνα επέκτεινε την εξουσία της σε ολόκληρη την ανατολική, βόρεια και κεντρική Κύπρο αφού περιλήφθηκαν σε αυτήν και το Κίτιον και η Λάπηθος, ενώ η Ταμασσός της ανήκε από πριν. Ακόμη, ο Νικοκρέων της Σαλαμίνας ανέλαβε και άλλο ύψιστο αξίωμα: έγινε, με την ευλογία του Πτολεμαίου, στρατηγός της Κύπρου. Δηλαδή κυβερνήτης ολόκληρου του νησιού. Η κατάσταση όμως ήταν ρευστή και γνωρίζουμε από τις πηγές ότι είχαν διατηρηθεί στην εξουσία (στα βασίλειά τους) οι ηγεμόνες των Σόλων και της Πάφου. Ωστόσο πολύ σύντομα ο Πάφιος βασιλιάς Νικοκλής θεωρήθηκε ύποπτος, πολιορκήθηκε και αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει, ακολουθούμενος και από ολόκληρη την οικογένειά του στο θάνατο (312 π.Χ.).
Τον επόμενο χρόνο (311 π.Χ.) πέθανε και ο Νικοκρέων της Σαλαμίνας, σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία (Πάριον Μάρμαρον) που αναφέρει ότι: "από τότε που είχε πεθάνει ο Νικοκρέων και ο Πτολεμαίος είχε γίνει κύριος της Κύπρου, πέρασαν 47 χρόνια όταν στις Αθήνες ήταν άρχων ο Σιμωνίδης". Η αναφορά είναι για το έτος 264 π.Χ., συνεπώς προσθέτοντας τα 47 χρόνια που είχαν περάσει, βρίσκουμε ότι ο Νικοκρέων πέθανε το 311 π.Χ.
Μετά την επέμβαση του Πτολεμαίου στην Κύπρο, στον οποίο υποτάχτηκε το νησί, αντέδρασαν ο Αντίγονος και ο γιος του, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Μάλιστα ο δεύτερος ηγήθηκε μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης στην Κύπρο.
Ο Δημήτριος γεννήθηκε το 336 π.Χ. και αρχικά πολέμησε κάτω από τις διαταγές του πατέρα του, για πρώτη φορά το 317 π.Χ. εναντίον του Ευμένη, όπου ιδιαίτερα διακρίθηκε. Το 307 π.Χ. ανέλαβε και πέτυχε να ελευθερώσει την Αθήνα, εκδιώκοντας το Δημήτριο το Φαληρέα και αποκαθιστώντας τη δημοκρατία. Το 306 π.Χ. ηγήθηκε του πολέμου κατά των Πτολεμαίων. Λίγο αργότερα δοκίμασε να καταλάβει τη Ρόδο, αλλά μετά από πολιορκία 2 χρόνων πέτυχε συμφωνία με τους Ροδίους που τους έκαμε συμμάχους του (304 π.Χ.). Νικήθηκε στη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) από τις ενωμένες δυνάμεις του Κασσάνδρου του Πτολεμαίου και του Λυσιμάχου. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο πατέρας του Αντίγονος Μονόφθαλμος. Ο Δημήτριος, αφού αναδιοργάνωσε το στρατό του, ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Μακεδονίας, αλλά εκδιώχτηκε από το Λυσίμαχο και τον Πύρρο. Στη Μικρά Ασία νικήθηκε από το Σέλευκο. Ο τελευταίος τον συνέλαβε και τον έκλεισε στο φρούριο της Απάμειας, όπου και πέθανε το 282 π.Χ. Την προσωνυμία Πολιορκητής πήρε ο Δημήτριος γιατί κατά τις διάφορες πολιορκίες πόλεων χρησιμοποιούσε προηγμένες τεχνολογικά πολιορκητικές μηχανές.
Όταν ο Δημήτριος ελευθέρωσε την Αθήνα από το Δημήτριο το Φαληρέα, αποφάσισε να επέμβει στην Κύπρο που βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Πτολεμαίου, προκειμένου να χρησιμοποιήσει το νησί ως βάση για επιθέσεις του εναντίον της δυτικής Ασίας.
Από την Κιλικία λοιπόν ξεκίνησε για την Κύπρο μαζί με ένα σημαντικό αριθμό πεζικών δυνάμεων, ιππικού και πολεμικών πλοίων. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση αποβιβάστηκε στη χερσόνησο της Καρπασίας και κατέλαβε τις πόλεις Ουρανία και Καρπασία. Στο μεταξύ ο Μενέλαος, αδελφός του Πτολεμαίου Α' Σωτήρος, που ήταν ο νέος στρατηγός του νησιού μετά το θάνατο του Νικοκρέοντα, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Σαλαμίνα.
Ο Δημήτριος αφού άφησε σε ασφάλεια το στόλο του, προχώρησε εναντίον του. Η πρώτη μάχη δόθηκε έξω από τη Σαλαμίνα. Ο Μενέλαος ηττήθηκε και ένα μέρος του στρατού του τράπηκε σε φυγή προς την πόλη, ενώ το υπόλοιπο αιχμαλωτίστηκε.
Το επόμενο βήμα του Δημητρίου ήταν να πολιορκήσει την πόλη. Ο Μενέλαος όμως που είχε προβλέψει τα σχέδιά του, ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού του Πτολεμαίου, που βρισκόταν στην Αίγυπτο. Αμέσως έφτασε στην Πάφο με σημαντικές δυνάμεις, στις οποίες προστέθηκαν και εκείνες που του πρόσφεραν οι κυπριακές πόλεις. Ξεκίνησε για τη Σαλαμίνα παραπλέοντας τη νότια ακτή της Κύπρου. Στο Κίτιον προστέθηκαν ακόμη 60 πλοία του Μενελάου που πιο πριν βρίσκονταν στο λιμάνι της Σαλαμίνας. Τα σκάφη αυτά ήρθαν να προστεθούν στις 140 τριήρεις και πεντήρεις καθώς και στα 200 μεταφορικά πλοία του στρατού του Πτολεμαίου.
Ο Δημήτριος αφού άφησε μέρος των δυνάμεών του στη Σαλαμίνα, εφοδίασε τις πρώρες των πλοίων του με βαλλίστρες (πολεμικές μηχανές που εκσφενδόνιζαν πέτρες και βλήματα) καθώς και καταπέλτες, και ξεκίνησε να συναντήσει τον Πτολεμαίο και το Μενέλαο, που στο μεταξύ έπλεαν για τη Σαλαμίνα. Έξω από το λιμάνι της πόλης πραγματοποιήθηκε το 305 π.Χ., μεγάλη ναυμαχία στην οποία ο Πτολεμαίος και ο Μενέλαος νικήθηκαν. Το ιστορικά των δραματικών εκείνων γεγονότων εξιστορείται από τον ιστορικό Διόδωρο και τον Πλούταρχο . Ο Δημήτριος έγινε κύριος του νησιού, ενώ ο Πτολεμαίος με τον αδελφό του αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αίγυπτο.
Για να αποθανατίσει τη μεγάλη νίκη του στη Σαλαμίνα, ο Δημήτριος έκοψε ένα αργυρό τετράδραχμο: Στη μια όψη εικονίζεται η Νίκη που κάθεται στην πρώρα ενός πλοίου και παίζει σάλπιγγα. Στην άλλη ο Ποσειδώνας κουνά απειλητικά την τρίαινά του.
Λίγο αργότερα, ο Δημήτριος και ο πατέρας του Αντίγονος, προσπάθησαν να καταλάβουν την Αίγυπτο χωρίς όμως επιτυχία.
Επίσης για την πολιορκία της Ρόδου η Κύπρος χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο. Εξ' άλλου ο Κύπριος θωρακοποιός Ζωίλος πρόσφερε στο Δημήτριο δύο σιδερένιους θώρακες.
Κατά τη διάρκεια της μάχης της Ιψού στη Φρυγία, το 301 π.Χ., ο Αντίγονος βρήκε το θάνατο, ενώ ο Δημήτριος, μαζί με το κατάλοιπα του στρατού του, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κύπρο μαζί με τη μητέρα του Στρατονίκη. Για ένα διάστημα έμειναν στη Σαλαμίνα.
Είναι εδώ που ο Πτολεμαίος όταν αργότερα έγινε και πάλι κύριος του νησιού το 294 π.Χ. συνέλαβε τη Στρατονίκη μαζί με τα παιδιά του Δημητρίου.
Το 296 π.Χ. μετά το θάνατο του Κασσάνδρου, ο Δημήτριος αποφασίζει να επέμβει στην Ελλάδα. Σκοπός του ήταν η κατάληψη των Αθηνών όπου ο Λαχάρης, με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, έγινε τύραννος της πόλης. Ξεκίνησε για την Αττική με ένα σημαντικό αριθμό πλοίων. Στην πρώτη του επίθεση απέτυχε, γι' αυτό και αναγκάστηκε να στραφεί στην Πελοπόννησο προσπαθώντας να ανασυντάξει και ενισχύσει τις δυνάμεις του στις οποίες προστέθηκαν και πλοία από την Κύπρο . Τελικά, το 294 π.Χ., κατάφερε να γίνει κύριος των Αθηνών. Ωστόσο αφήνοντας την Κύπρο απροστάτευτη, έδωσε την ευκαιρία στον Πτολεμαίο να την ξαναπάρει μετά από 12 χρόνια. Από το 294 π.Χ. και για τρεις περίπου αιώνες οι Πτολεμαίοι θα παραμείνουν οι αδιαφιλονίκητοι κυρίαρχοί της. Η Κύπρος των μικρών πόλεων - βασιλείων ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Οι Πτολεμαίοι έφεραν και εδώ τις ίδιες πολιτικο - κοινωνικές δομές που ίσχυαν στην υπόλοιπη αυτοκρατορία τους.
Με την κατάργηση του θεσμού των πολλών μικρών βασιλείων, άρχισε μια νέα περίοδος κατά την οποία οι κυπριακές πόλεις απέκτησαν δημοκρατικά πολιτεύματα και σχετική αυτονομία, με την εισαγωγή των θεσμών της Βουλής και του Δήμου, ολόκληρο δε το νησί βρισκόταν υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού . Άρχισε έτσι να δημιουργείται μια νέα συνείδηση στο λαό για μια ενιαία και ενωμένη Κύπρο και όχι πια για μια χώρα διαχωρισμένη σε πολλά μικρά κράτη. Τη νέα αυτή συνείδηση εξέφραζε και το Κοινόν Κυπρίων, σώμα που ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων και διατηρήθηκε και στα χρόνια των Ρωμαίων.
Το Κοινόν Κυπρίων ήταν θρησκευτική βασικά οργάνωση που ιδρύθηκε και λειτούργησε κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, αρχικά για τη λατρεία θεοποιημένων βασιλιάδων και βασιλισσών της Πτολεμαϊκής δυναστείας αργότερα δε της Αφροδίτης και, επίσης θεοποιημένων, Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η οργάνωση αυτή διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και φαίνεται ότι διαλύθηκε με την πλατιά διάδοση της χριστιανικής θρησκείας στο νησί.
Ο θεσμός των "Κοινών", που υπήρχε και σε άλλα ελληνικά μέρη, άκμασε στην Κύπρο κατά τα Ελληνιστικά χρόνια και άρχισε όταν τα διάφορα μισθοφορικά στρατεύματα που στάθμευαν στο νησί ίδρυσαν το καθένα το δικό του "Κοινόν", δηλαδή τη δική του οργάνωση. Δημιουργήθηκαν έτσι διάφορες οργανώσεις όπως το "Κοινόν Κρητών", το "Κοινόν Κιλίκων", το "Κοινόν Λυκίων" κλπ. Τέτοια "Κοινά" μαρτυρούνται από επιγραφές που έχουν βρεθεί.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν και "Κοινά" από διάφορους επαγγελματίες, δηλαδή οργανώσεις που δρούσαν ως συντεχνίες. Σαν τέτοιες, αναφέρουμε το "Κοινόν των περί τον Διόνυσον τεχνιτών", δηλαδή το επαγγελματικό συνδικάτο των ηθοποιών και των λοιπών λειτουργών του θεάτρου και το "Κοινόν των κατά Κύπρον γραμματέων", δηλαδή το επαγγελματικό συνδικάτο των γραμματέων των βουλών και των δήμων των πόλεων της Κύπρου.
Ακόμη, τέτοια "Κοινά" είχαν ιδρύσει για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και Κύπριοι σε παροικίες εκτός Κύπρου. Από επιγραφή που έχει βρεθεί γνωρίζουμε την ύπαρξη κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα "Κοινού Σαλαμινίων" στην Αττική , Στην Αττική ζούσαν κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα πολλοί Κύπριοι, από διάφορες πόλεις του νησιού κυρίως εμπορευόμενοι.
Πέρα από όλα αυτά τα "Κοινά", εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τα Ελληνιστικά χρόνια και μια παγκύπρια θρησκευτική οργάνωση, το "Κοινόν Κυπρίων", που αρχικά φαίνεται ότι ονομαζόταν απλώς "Κοινόν" . Ήταν μια οργάνωση που έδρευε στην Πάφο, η οποία πιθανότατα αρχικό σκοπό είχε το συντονισμό των διαφόρων παγκύπριου χαρακτήρα θρησκευτικών εκδηλώσεων. Η ίδρυση της οργάνωσης αυτής ήταν τώρα φυσιολογική επειδή, μετά την κατάργησή των κυπριακών βασιλείων το 312 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α' τον Λάγου και ενταγμένη πια ολόκληρη η Κύπρος κάτω από ενιαία διοίκηση, αποκτούσε τώρα και ενιαία συνείδηση.
Το "Κοινόν" ιδρύθηκε από τις κυπριακές πόλεις αρχικά για τη λατρεία των Πτολεμαίων βασιλιάδων. Αργότερα όμως, με το τέλος των Ελληνιστικών χρόνων και την υπαγωγή της Κύπρου στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρά το ότι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ενθάρρυναν τη λατρεία τους στο νησί, όπως πιο πριν οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου, ωστόσο η λατρεία αυτή δεν είχε πια τόση σημασία, γι' αυτό και το "Κοινόν" που εμφανίζεται τώρα ως "Κοινόν Κυπρίων" αναπτύσσει δραστηριότητες μετά την αναβίωσή του το 30/29 π.Χ., γύρω από τη λατρεία της Αφροδίτης. Έδρα ήταν πάντοτε η Πάφος και επίκεντρο ο εκεί φημισμένος ναός της Κύπριδας. Στην Πάφο γίνονταν οι ετήσιες συνεδριάσεις των μελών του "Κοινού Κυπρίων" που ήταν, βέβαια, οργάνωση των πλουσίων αστών των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετούσε.
Ωστόσο, χάρη στην παγκύπρια αλλά και ακόμη ευρύτερη λατρεία της Αφροδίτης, το "Κοινόν" μονοπώλησε τελικά κατά κάποιο τρόπο τη θρησκευτική δραστηριότητα στο νησί και εξελίχτηκε σε ένα ζωντανό πνευματικό οργανισμό με σημαντική επιρροή στην εθνική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Κύπρου. Πέρα από τις θρησκευτικές, ανέπτυξε και άλλες δραστηριότητες σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα η διοργάνωση αγώνων. Δεν παρέλειπε όμως να κολακεύει, με απόδοση τιμών, ανώτερους αξιωματούχους ή και οργανώσεις που παρουσιάζονταν ως ευεργέτες του. Η δύναμη που απέκτησε ήταν μεγάλη και, μεταξύ άλλων, δόθηκε στο "Κοινόν Κυπρίων" το 43/44 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο το δικαίωμα να κόβει δικά του νομίσματα. Τα νομίσματα κόβονταν με την ευκαιρία των αγώνων που οργάνωνε το "Κοινόν" τόσο στην Πάφο όσο και στη Σαλαμίνα. Στην μια από τις όψεις των νομισμάτων αναγράφονται οι λέξεις ΚΟΙΝΟΝ ΚΥΠΡΙΩΝ μέσα σε πλαίσιο από κλαδιά δάφνης. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στα νομίσματα αυτά χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα, αν και ανήκουν στη Ρωμαϊκή περίοδο. Τούτο φανερώνει τη σημασία που είχε αποδοθεί στο "Κοινόν".
Εκτός από τα νομίσματα, το "Κοινόν Κυπριών" μαρτυρείται και σε αρκετές επιγραφές που έχουν βρεθεί και αφορούν κυρίως την απόδοση τιμών σε διάφορες προσωπικότητες.
Σε τελευταία ανάλυση, το Κοινόν Κυπρίων ήταν ένα είδος συνομοσπονδίας όλων των κυπριακών πόλεων, όμως πάντοτε στο πλαίσιο του πτολεμαϊκού βασιλείου με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Τα σώματα της Βουλής και του Δήμου ασκούσαν αποτελεσματικό έλεγχο στις πόλεις τους. Σύντομα ολόκληρη η Κύπρος άρχισε να βαδίζει προς μια μεγαλύτερη οικονομική, πολιτιστική και γενικότερη ανάπτυξη. Στα χρόνια των Πτολεμαίων ιδρύθηκαν σε όλες τις πόλεις λαμπρά δημόσια οικοδομήματα όπως γυμνάσια, θέατρα, ναοί, αγορές και άλλα, ενώ γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη και τα γράμματα, οι τέχνες, ο αθλητισμός, η βιοτεχνία. Ελληνικές θεότητες λατρεύονταν τώρα ιδιαίτερα στο νησί, ειδικότερα δε τα σχετικά με τη λατρεία της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο αποτέλεσαν ευθύνη του Κοινού των κυπριακών πόλεων. Οι πόλεις, εκτός από βουλευτήρια και άλλα δημόσια οικοδομήματα, απέκτησαν και βιβλιοθήκες. Από τις κυπριακές πόλεις, ιδιαίτερα αναπτύχθηκε τώρα η Νέα Πάφος και που λίγο πιο πριν, κάπου στο τέλος του θεσμού των βασιλείων, είχε αντικαταστήσει την Παλαίπαφο (που βρισκόταν εκεί όπου το σημερινό χωριό Κούκλια), ως νέα έδρα του βασιλείου της Πάφου. Η Νέα Πάφος, επειδή βρισκόταν πιο κοντά στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, έγινε τώρα μητρόπολις δηλαδή πρωτεύουσα του νησιού και έδρα της διοίκησης. Η Παλαίπαφος διατήρησε για λίγο ακόμη την αίγλη της ως χώρος λατρείας της Αφροδίτης, για να τη χάσει όμως οριστικά μερικούς αιώνες αργότερα, με το θρίαμβο του Χριστιανισμού.
Η Κύπρος παρέμεινε κάτω από την πτολεμαϊκή διοίκηση από την αρχή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, δηλαδή από τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, μέχρι και το τέλος της δυναστείας της Κλεοπάτρας της Ωραίας το 30 π.Χ.(αν και η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Κύπρο αρχίζει λίγο πιο πριν).
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Πτολεμαίοι έκτισαν νέες πόλεις. Στην Κύπρο το Μάριον (σημερινή Πόλη Χρυσοχούς) που είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τον πρώτο Πτολεμαίο το 312 π.Χ., ξανακτίστηκε με την ονομασία Αρσινόη. Την ονομασία αυτή, προς τιμή της Αρσινόης, βασίλισσας της Αιγύπτου, πήραν και δύο άλλες πόλεις που κτίστηκαν και που βρίσκονταν η μια κοντά στην Πάφο και η δεύτερη κοντά στην Αμμόχωστο. Τόσο η Αρσινόη όσο και άλλοι Πτολεμαίοι, θεοποιήθηκαν και λατρεύτηκαν στην Κύπρο όπου κτίστηκαν και ναοί προς τιμή τους.
Κατά τους τρεις περίπου αιώνες της πτολεμαϊκής κυριαρχίας η Κύπρος γνώρισε χρόνια συνεχούς ειρήνης (αν εξαιρέσουμε τα διάφορα επεισόδια που συνέβαιναν κατά καιρούς εξαιτίας των αντιζηλιών και των παθών μεταξύ των ιδίων των Πτολεμαίων, που ωστόσο δεν είχαν γενικότερες σοβαρές επιπτώσεις). Έτσι, το νησί ευημερούσε κυρίως εξαιτίας του εμπορίου (το λιμάνι της Αμαθούντος που ερευνήθηκε πρόσφατα, ανήκει στην περίοδο αυτή) και των τεχνών, όπως η ναυπηγική. Στο νησί στάθμευαν αξιωματούχοι του πτολεμαϊκού κράτους αλλά και ισχυρές πεζικές και ναυτικές στρατιωτικές δυνάμεις που περιλάμβαναν και αρκετούς ξένους μισθοφόρους. Η ευημερία ήταν, ακόμη, αποτέλεσμα του δημοκρατικότερου πολιτεύματος και της άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου από τη Βουλή και το Δήμο της κάθε κυπριακής πόλης.
Επαρχίες της Κύπρου Αμμόχωστου | Κερύνειας | Λάρνακας | Λεμεσού | Λευκωσίας | Πάφου |
Κατάλογος δήμων και κοινοτήτων Κύπρου
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org , LivePedia.gr . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License