.
Ο Συμεών Α΄ ο Μέγας (Симео̀н I Велѝки, 864 - 27 Μαΐου 927) κυβέρνησε τη Βουλγαρία από το 893 έως το 927, κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Οι επιτυχίες των εκστρατειών του Συμεών κατά των Βυζαντινών, των Ούγγρων και των Σέρβων οδήγησαν τη Βουλγαρία στη μεγαλύτερη εδαφική επέκταση στην ιστορία της, καθιστώντας την το ισχυρότερο κράτος της Ανατολικής Ευρώπης εκείνη την εποχή[1]. Η βασιλεία του ήταν επίσης περίοδος απαράμιλλης πολιτιστικής ευημερίας και διαφώτισης, που αργότερα θεωρήθηκε ως η χρυσή εποχή του βουλγαρικού πολιτισμού[2].
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών η βουλγαρική επικράτεια εκτείνονταν από το Αιγαίο Πέλαγος ώς την Αδριατική και τον Εύξεινο Πόντο,[3][4] και η νέα βουλγαρική πρωτεύουσα, η Πρεσλάβα, ειπώθηκε ότι μπορούσε να ανταγωνιστεί την Κωνσταντινούπολη.[4][5] Η νεαρή ανεξάρτητη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγορεύτηκε σε πατριαρχείο, το πρώτο νέο μετά τα πέντε πρεσβυγενή, ενώ τα μεταφρασμένα στα βουλγαρικά και καταγραμμένα στο γλαγολιτικό αλφάβητο χριστιανικά κείμενα εξαπλώθηκαν σε όλο τον σλαβικό κόσμο.[6] Στα μέσα της βασιλείας του ο Συμεών έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα (τσάρου),[7] ενώ πρωτύτερα είχε τον τίτλο του ηγεμόνα (χάνου ή κνιαζ).[8]
Βιογραφία
Παιδικά χρόνια
Ο Συμεών γεννήθηκε το 864 ή 865 και ήταν ο τρίτος γιος του ηγεμόνα (χάνου) της Βουλγαρίας Βόριδος Α΄[8] της δυναστείας του Κρούμου.[9] Ο Βόρις ήταν ο ηγέτης που εκχριστιάνισε τη Βουλγαρία (βαπτίστηκε χριστιανός το 864 και πήρε το όνομα Μιχαήλ, όνομα του πνευματικού του πατέρα αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ΄). Ο Συμεών, αντίθετα, ήταν χριστιανός σε όλη του τη ζωή.[8][10] Επειδή ο μεγαλύτερος του αδερφός Βλαδίμηρος ορίστηκε διάδοχος του θρόνου, ο Βόρις-Μιχαήλ προόριζε τον Συμεών για ανώτατο κληρικό,[11] πιθανόν για Βούλγαρο αρχιεπίσκοπο, και όταν ο Συμεών ήταν 13 ή 14 χρονών, ο Μιχαήλ τον έστειλε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης για να μελετήσει θεολογία.[10] Έλαβε το εβραϊκό όνομα Συμεών[12] ως δόκιμος σε μοναστήρι της Κωνσταντινουπόλεως.[10] Κατά τη δεκαετία (878-888) παρέμεινε στη βυζαντινή πρωτεύουσα, έλαβε άριστη εκπαίδευση και σπούδασε ρητορική του Δημοσθένη και του Αριστοτέλη.[13] Επίσης έμαθε άπταιστα ελληνικά, γι' αυτό και αναφέρεται ως «μισός Έλληνας» στους Βυζαντινούς χρονοχράφους.[14] Πιθανολογείται ότι ήταν μαθητής του πατριάρχη Φώτιου Α΄,[15] αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλες πηγές.[10]
Το 888 ο Συμεών επέστρεψε στη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Πρεσλάβας στις εκβολές του ποταμού Τίκα,[16] όπου, υπό την καθοδήγηση του Ναούμ της Πρεσλάβας, ασχολήθηκε με τη μετάφραση θρησκευτικών κειμένων από τα ελληνικά στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβική (παλαιά βουλγαρική), μαζί με άλλους μαθητές από την Κωνσταντινούπολη.[10] Εν τω μεταξύ, ο Βλαδίμηρος διαδέχθηκε ως ηγεμόνας της Βουλγαρίας τον Μιχαήλ, ο οποίος αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Ο Βλαδίμηρος προσπάθησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία στην αυτοκρατορία και πιθανόν να υπογράψε αντιβυζαντινή συμμαχία με τον Αρνούλφο της Καρινθίας,[17]. Αυτή η πράξη ανάγκασε τον Μιχαήλ να επανέλθει στην εξουσία. Ο Μιχαήλ καταδίκασε τον Βλαδίμηρο σε τύφλωση και φυλάκιση, και ο Συμεών αναγορεύτηκε νέος ηγεμόνας.[18][19] Αυτό έγινε σε γενική συνέλευση του λαού στην Πρεσλάβα, όπου αποφασίστηκε πως τα βουλγαρικά θα είναι η μοναδική γλώσσα του κράτους και της εκκλησίας[20]. Με την ίδια απόφαση η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας μεταφέρθηκε από την Πλίσκα στην Πρεσλάβα.[21] Δεν είναι γνωστό γιατί ο Μιχαήλ έκανε διάδοχό του τον Συμεών και όχι τον δεύτερο γιο του, Γαβριήλ.[8]
Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει πως ο Συμεών, ο οποίος για τη μεγάλη του σοφία, για την εύνοια που έλαβε από τον ουρανό, θα οδηγούσε το βουλγαρικό έθνος στη δόξα, αυτός που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μισεί τη φαυλότητα, που τιμά το δίκαιο, που βδελύττεται την αδικία, που είναι ανώτερος από όλες τις αισθησιακές απολαύσεις...
από τις επιστολές του πατριάρχη Νικόλαου Μυστικού στον Συμεών[22]
Εμπορικός πόλεμος με το Βυζάντιο και οι ουγγρικές εισβολές
Κύρια λήμματα: Βυζαντινο-Βουλγαρικοί Πόλεμοι και Βουλγαρο-Ουγγρικοί Πόλεμοι
Με τον Συμεών στο θρόνο, η μακροχρόνια ειρήνη η οποία υπογράφτηκε από τον πατέρα του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Η σύγκρουση άρχισε όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ', υπό την πίεση της ερωμένης του Ζωής, και του πατέρα της Στυλιανού, μετέφερε τους Βούλγαρους εμπόρους από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη,[11] όπου οι Βούλγαροι πλήρωναν βαρύ φόρο. Οι Βούλγαροι ζήτησαν προστασία από τον Συμεών, ο οποίος με τη σειρά του παραπονήθηκε στον Λέοντα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αγνόησε την πρεσβεία του Συμεών.[23][24]
Περιλάμβανε τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, μέρος της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Χάρτης της βουλγαρικής εδαφικής επέκτασης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών Α΄
Αναγκασμένος να λάβει μέτρα, το φθινόπωρο του 894, ο Συμεών εισέβαλε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το βορρά, συναντώντας ελάχιστη αντίσταση[25] λόγω του ότι οι περισσότερες βυζαντινές δυνάμεις βρισκόταν στη Μικρά Ασία για να αντιμετωπίσουν αραβική εισβολή.[26] Ο Λέων, όταν έμαθε για τη βουλγαρική επίθεση, έκπληκτος έστειλε μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς και άλλα στρατεύματα από τη φρουρά της Κωνσταντινούπολης για να σταματήσουν τους Βουλγάρους, αλλά ο στρατός του κατατροπώθηκε[11][27] κάπου στο θέμα της Μακεδονίας.[4] Οι Βούλγαροι αιχμαλώτισαν πολλούς Χαζάρους μισθοφόρους και σκότωσαν πολλούς άρχοντες, μεταξύ αυτών και το διοικητή του στρατού. Ωστόσο, αντί να συνεχίσουν την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, υποχώρησαν για να αντιμετωπίσουν την ουγγρική εισβολή από τα βόρεια.[28] Αυτά τα γεγονότα οι Βούλγαροι ιστορικοί τα ονόμασαν πολύ αργότερα «Πρώτο εμπορικό πόλεμο στη μεσαιωνική Ευρώπη».[27]
Μη μπορώντας να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στη βουλγαρική επίθεση, λόγω του ότι πολεμούσαν τους Άραβες, οι Βυζαντινού ζήτησαν από τους Μαγυάρους (Ούγγρους) να επιτεθούν στη Βουλγαρία,[11] υποσχόμενοι να τους βοηθήσουν να διασχίσουν τον Δούναβη με τη βοήθεια του βυζαντινού στόλου.[27][29] Παράλληλα ο Λέων Στ΄ σύναψε συμφωνία με τον Αρνούλφο, έτσι ώστε οι Φράγκοι να μη βοηθήσουν τον Συμεών στον πόλεμο με τους Ούγγρους.[30] Επιπλέον, ο έμπειρος στρατιωτικός ηγέτης Νικηφόρος Φωκάς ο Πρεσβύτερος ανακλήθηκε από την Ιταλία, για να ηγεθεί το 895 άλλης στρατιάς που θα κινούνταν εναντίον της Βουλγαρίας με σκοπό να κατατρομάξει τους Βούλγαρους.[31] Ο Συμεών αγνόησε την εισβολή από το βορρά, και αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Φωκά, αλλά οι δύο στρατοί δεν συναντήθηκαν σε μάχη.[32] Αντ' αυτού οι Βυζαντινοί προσέφεραν ειρήνη, ανακοινώνοντας στον τσάρο τις κινήσεις του στρατού τους από ξηρά και θάλασσα, αφήνοντάς όμως σκόπιμα στο σκοτάδι όσον αφορούσε τη σχεδιαζόμενη ουγγρική επίθεση. Ο Συμεών δεν πίστεψε τον απεσταλμένο και, αφού τον φυλάκισε, διέταξε να εμποδίσουν την πλεύση του βυζαντινού στόλου στο Δούναβη με αλυσίδες και σκοινιά, μέχρι ο ίδιος να αντιμετωπίσει τον Φωκά.[33]
Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν λόγω των κωλυμάτων στο Δούναβη, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διαπεραιώσουν τα ουγγρικά στρατεύματα, υπό την ηγεσία του Λιούντικα (γιου του Αρπάντ), στην απέναντι όχθη του Δούναβη,[34] πιθανόν στο σημερινό Γαλάτσι,[35] και τους βοήθησαν να λεηλατήσουν βουλγαρικά εδάφη. Ο Συμεών κατευθύνθηκε στο βορρά για να σταματήσει τους Μαγυάρους, αφήνοντας λίγα στρατεύματα στο νότο, για αποτροπή πιθανής επίθεσης του Φωκά.[36] Σε δύο μάχες κατά του Συμεών οι Ούγγροι βγήκαν νικητές,[11] και ανάγκασαν τους Βούλγαρους να υποχωρήσουν στηνΔρίστρα.[36][37] Οι Οϋγγροι, αφού λεηλάτησαν μεγάλο μέρος των βουλγαρικών εδάφων, μεταξύ αυτών και την Πρεσλάβα, επέστρεψαν στα εδάφη τους.[38] Ήδη όμως, το καλοκαίρι του 895, ο Συμεών είχε συνάψει ανακωχή με το Βυζάντιο.[31] Η σύναψη πλήρους ειρήνης καθυστέρησε, καθώς ο Λέων ζήτησε την απελευθέρωση των Βυζαντινών αιχμαλώτων του «εμπορικού πολέμου».[39]
Αντι-ουγγρική εκστρατεία και πόλεμοι με το Βυζάντιο
Σκηνή μάχης από εικονογραφημένο χειρόγραφο.
Οι Ούγγροι κατατροπώνουν βουλγαρικό στρατό
Έχοντας αντιμετωπίσει προσωρινά την πίεση των Ούγγρων και των Βυζαντινών, ο Συμέων ήταν ελεύθερος να σχεδιάσει τιμωρητική εκστρατεία κατά των Ούγγρων. Διαπραγματεύτηκε με τους ανατολικούς γείτονες των Ούγγρων, τους Πετσενέγους, και φυλάκισε τον Βυζαντινό απεσταλμένο Λέοντα Χοιροσφάκτη για να καθυστερήσει την απελευθέρωση των αιχμαλώτων.[40] Αυτό θα του επέτρεπε να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους ειρήνης υπέρ του. Σε ανταλλαγή επιστολών, ο Συμεών αρνήθηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους και χλεύασε τις αστρολογικές ικανότες του Λέοντα Στ΄.[11][41]
Χρησιμοποιώντας την ουγγρική επίθεση στους Σλάβους γείτονες τους, το 896, ως αφορμή πολέμου, ο Συμεών επιτέθηκε κατά των Ούγγρων με τη βοήθεια των Πετσενέγων και τους κατατρόπωσε[42] στη Μάχη του Νοτίου Μπουγκ (νυν Ουκρανία). Οι Ούγγροι υποχρεώθηκαν να φύγουν για πάντα από το Ετελκιόζ και να εγκασταθούν στην Παννονία.[4][11] Μετά τη νίκη κατά των Ούγγρων, ο Συμεών απελευθέρωσε τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους τους οποίους είχε φυλακίσει το 895.[11]
Εικονογραφημένο χειρόγραφο με σκηνή από μάχη
Η νίκη των Βουλγάρων στη μάχη του Βουλγαρόφυγου
Το καλοκαίρι του 896[42] ο Συμεών εισέβαλε στο Βυζάντιο και επιτέθηκε στην Κωνσταντινούπολη.[43] Ο στρατός του συνάντησε αντίσταση στη Θράκη από τους Βυζαντινούς, αλλά ο Συμεών τους εκμηδένισε στη μάχη του Αρτεσκού (στο σημερινό Μπαμπάεσκι, της Τουρκίας).[11][44] Χάρη στη βοήθεια των Αράβων αιχμαλώτων, τους οποίος όπλισαν οι Βυζαντινοί, ο Λέων κατάφερε να αποκρούσε την επίθεση των Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη.[11][45] Ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βουλγάρων και Βυζαντινών, η οποία τηρήθηκε μέχρι το θάνατο του Λέοντα Στ΄, το 912,[4] και βάσει της οποίας οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν ετήσιο φόρο.[46] Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι Βυζαντινοί παραχώρησαν εδάφη από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την οροσειρά της Στράντζας στη βουλγαρική ηγεμονία.[47] Εν τω μεταξύ, ο Συμεών επέκτεινε την εξουσία του στη Σερβία, όπου την ηγεσία ανέλαβε ο Πέτρος Γκοϊνίκοβιτς.[48]
Ο Συμεών συχνά παραβιάζε τη συνθήκη με τους Βυζαντινούς, επιτιθέμενος επανειλημμένα σε βυζαντινά εδάφη,[49] όπως το 904, όταν οι βουλγαρικές επιδρομές έδωσαν την ευκαιρία στους Άραβες, υπό την ηγεσία του Λέοντα Τριπολίτη, να επιτεθεί από θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη.[50] Μετά την αραβική λεηλασία, η Θεσσαλονίκη θα γινόταν εύκολος στόχος για τους Βουλγάρους και τους Σλάβους γείτονές τους,[11][51] και ο Λέων Στ΄ αναγκάστηκε να κάνει περαιτέρω εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Βουλγάρους στην περιοχή της σημερινής Μακεδονίας. Κατά τους όρους της συνθήκης του 904 όλες οι κατοικημένες από Σλάβους περιοχές της νότιας Μακεδονίας και της νότιας Αλβανίας έγιναν εδάφη της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.[4][52][53]
Αναγνώρισή του ως αυτοκράτορα
Ο θάνατος του Λέοντα Στ΄, στις 11 Μαΐου 912, και η διαδοχή του από τον γιο του Κωνσταντίνο, υπό την καθοδήγηση του θείου του Αλέξανδρου, ο οποίος έδιωξε την Ζωή από το αυτοκρατορικό παλάτι, έδωσαν στον Συμεών νέα ευκαιρία να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, η κατάληψη της οποίας αποτελούσε το όνειρό του. Την άνοιξη του 913 οι απεσταλμένοι του Συμεών έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη για να ανανεώσουν την ειρήνη του 896, αλλά ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο, προτρέποντας τον Συμεών να ετοιμαστεί για πόλεμο.[54]
Προτού όμως ξεκινήσει ο Συμεών την επίθεση, ο Αλέξανδρος πέθανε στις 6 Ιουνίου 913, και την εξουσία ανέλαβε συμβούλιο αντιβασιλείας με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό[55]. Πολλοί από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης δεν αναγνώρισαν τον νεαρό αυτοκράτορα και υποστήριξαν τον ανταπαιτητή Κωνσταντίνο Δούκα.[56] Οι εξεγέρσεις στη Νότια Ιταλία καθώς και η σχεδιαζόμενη αραβική εισβολή στην ανατολική Μικρά Ασία έδιναν το πλεονέκτημα στον Συμεών.[57] Ο Νικόλαος Μυστικός απεγνωσμένα ζητούσε σε μακρά σειρά επιστολών ειρήνη από τον Συμεών, αλλά ο Βούλγαρος ηγέτης εκστράτευσε στα τέλη Ιουλίου ή Αυγούστου του 913, επιτέθηκε με πολλές δυνάμεις και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρή αντίσταση.[58] Ωστόσο η αναρχία στη βυζαντινή πρωτεύουσα έπαψε μετά τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Δούκα και την ανάδειξη νέας κυβερνητικής ομάδας με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο.[59] Αυτό έκανε τον Συμεών να σταματήσει την πολιορκία και να κλείσει ειρήνη.[59] Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ έπρεπε να παντρευτεί μία από τις κόρες του Συμεών[60][11][58] και ο Συμεών αναγνωρίστηκε επίσημα ως αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Νικόλαο στο παλάτι των Βλαχερνών.[61][62]
Λίγο μετά την επίσκεψη του Συμεών στην Κωνσταντινούπολη, η Ζωή, μητέρα του Κωνσταντίνου, επέστρεψε στο παλάτι και ανέλαβε την εξουσία, αφού κατάργησε την εξουσία του πατριάρχη Νικόλαου, τον Φεβρουάριο του 914. Η Ζωή δεν αναγνώρισε τον Συμεών ως αυτοκράτορα[63] και αρνήθηκε να παντρέψει τον γιο της με κόρη του.[64] Το καλοκαίρι του 914 ο Συμεών εισέβαλε στη Θράκη και κατέλαβε την Αδριανούπολη. Η Ζωή του έστειλε πολλά δώρα για να τον καλοπιάσει και κατάφερε να τον κάνει να αφήσει την Αδριανούπολη και να αποσύρει τα στρατεύματά του. Τα επόμενα χρόνια ο Συμεών ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο στο Δυρράχιο και στη Θεσσαλονίκη, και γι' αυτό δεν επιτέθηκε στη βυζαντινή πρωτεύουσα.[65]
Νίκη στην Αγχίαλο και ήττα στους Κατασύρτες
Σκηνή μάχης από εικονογραφημένο χειρόγραφο.
Η βουλγαρική νίκη στην Αγχίαλο
Το 917 ο Συμεών ετοίμασε ακόμα ένα πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου. Προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με τους Πετσενέγους, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς οι Βυζαντινοί δωροδόκησαν με περισσότερα χρήματα τους Πετσενέγους.[66] Οι Βυζαντινοί ετοίμασαν μεγάλο στρατό για επίθεση κατά της Βουλγαρίας, και προσπάθησαν να πείσουν τον ηγέτη της Σερβίας Πέτρο Γκοϊνίκοβιτς να επιτεθεί κατά της Βουλγαρίας μαζί με τους Ούγγρους.[67]
Το 917 ισχυρός βυζαντινός στρατός υπό την ηγεσία του δομέστικου των Σχολών Λέοντα Φωκά, γιου του Νικηφόρου Φωκά, επιτέθηκε στη Βουλγαρία μαζί με τον βυζαντινό στόλο, υπό την ηγεσία του Ρωμανού Λακαπηνού, ο οποίος έπλευσε στα βουλγαρικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο. Στον δρόμο για την Μεσημβρία (σημερινήΝέσεμπαρ), όπου έπρεπε να συναντηθούν ο στρατός και ο στόλος, οι δυνάμεις του Φωκά σταμάτησαν στον ποταμό Αχελώο, κοντά στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας[68][69]. Μόλις έμαθε για τη βυζαντινή επίθεση, ο Συμεών αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει και τους επιτέθηκαν, καθώς αυτοί χαλάρωναν. Στη μάχη της Αγχιάλου της 20ης Αυγούστου του 917, μία από τις μεγαλύτερες μάχες της μεσαιωνικής ιστορίας[70], οι Βούλγαροι κατέσφαξαν τους Βυζαντινούς. Έπεσαν πολλοί διοικητές του στρατού, αλλά ο Φωκάς κατάφερε να ξεφύγει στη Μεσημβρία.[71] Δεκαετίες αργότερα ο Λέων ο Διάκονος έγραψε: «Ακόμα και σήμερα, τα οστά των Βυζαντινών κοιτούνται στην Αγχίαλο, όπου κατακόπηκε ο στρατός των Ρωμαίων».[72]
Χάρτης της μάχης της Αγχιάλου[73]
Η επίθεση των Πετσενέγων επίσης απέτυχε, λόγω διαφωνίας τους με τον ναύαρχο Ρωμανό Λακαπηνό, ο οποίος αρνήθηκε να τους μεταφέρει από τον Δούναβη για να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς.[68] Οι Βυζαντινοί δεν έλαβαν τη βοήθεια των Σέρβων και των Ούγγρων: οι Ούγγροι κατευθύνθηκαν στη Δυτική Ευρώπη, ως συμμάχοι των Φράγκων, ενώ οι Σέρβοι αρνήθηκαν να επιτεθούν στη Βουλγαρία.[74]
Ο στρατός του Συμεών, με αναπτερωμένο ηθικό μετά τη νίκη στην Αγχίαλο, διέσχισε τη Θράκη και προχώρησε νοτιότερα.[58] Οι Βούλγαροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου στα περίχωρά της, στην τοποθεσία Κατασύρτες διεξήχθη μάχη. Αρχηγός των Βυζαντινών ήταν ο Λέων Φωκάς.[75] Οι Βυζαντινοί απέκρουσαν με επιτυχία επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων, [76] και εκείνοι αποσύρθηκαν στη Βουλγαρία.[77]
Καταστολή της σερβικής αναταραχής και οι μετέπειτα πόλεμοι με το Βυζάντιο
Αμέσως μετά την εκστρατεία ο Συμεών αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σέρβο ηγέτη Πέτρο Γκοϊνίκοβιτς για την προδοσία του και τη συμμαχία που επιχείρησε να κάνει με τους Βυζαντινούς.[4] Έστειλε στρατό υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Σιγρίτζη και του Μαρμαή στη Σερβία. Αυτοί οι δύο έπεισαν τον Πέτρο να παραστεί σε προσωπική συνάντηση μαζί τους, στη διάρκεια της οποίας τον συνέλαβαν και τον απήγαγαν στη Βουλγαρία, όπου βρήκε το θάνατοστη φυλακή. Ο Συμεών διόρισε διοικητή της Σερβίας τον Παύλο Μπρανόβιτς, αποκαθιστώντας τη βουλγαρική εξουσία στη Σερβία.[78]
Εν τω μεταξύ οι αποτυχίες των Βυζαντινών στα πεδία των μαχών έφεραν αλλαγές στα όργανα διακυβέρνησης: ο ναύαρχος Ρωμανός Λακαπηνός αντικατέστηκε τη Ζωή και έγινε αντιβασιλέας του νεαρού Κωνσταντίνου Ζ΄ το 919, στέλνοντας τη Ζωή σε μοναστήρι. Ο Ρωμανός αρραβώνιασε την κόρη του Ελένη Λακαπηνή με τον Κωνσταντίνο Ζ΄ και ανήλθε στην εξουσία ως συναυτοκράτορας τον Δεκέμβριο του 920.[79][80][81] Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ρωμανό έβαζε τέλος σε ένα ακραία φιλόδοξο όνειρο του Συμεών, να υποκαταστήσει εκείνος τους κηδεμόνες του ανήλικου αυτοκράτορα και να ενώσει υπό το σκήπτρο του τις δύο επικράτειες.
Αφού δεν κατάφερε να ανεβεί στον βυζαντινό θρόνο με διπλωματικό τρόπο, ο Συμεών αποφάσισε να επιβάλλει με πόλεμο τη θέλησή του. Μεταξύ 920 και 922 επιτέθηκε στο Βυζάντιο, εκστρατεύοντας αφενός στη δύση, και φτάνοντας μέχρι τη δυτική Θεσσαλία και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, και αφετέρου στην ανατολική Θράκη, όπου διέσχισε τον Ελλήσποντο και πολιόρκησε την πόλη της Λάμψακου.[11][82] Τα στρατεύματα του Συμεών έφθασαν κοντά στη βυζαντινή πρωτεύουσα το 921, οπότε κατέλαβαν την Αδριανούπολη (και έδωσαν την ευκαιρία στον Συμεών να απαιτήσει την καθαίρεση του Ρωμανού), και το 922, όταν νίκησαν στις Πηγές, κατέκαψαν μεγάλο μέρος του Κεράτιου κόλπου και κατέστρεψαν τη Βιζύη.[83][84] Εν τω μεταξύ, οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να πείσουν τους Σέρβους να κινηθούν κατά της Βουλγαρίας, αλλά ο Συμεών αντικατέστησε τον Παύλο με τον Ζαχαρία Πριμπισάβλιεβιτς, που είχε κάποτε καταφύγει στην αυλή της Κωνσταντινούπολης αλλά τώρα βρισκόταν υποχείριός του.[11][83]
Σκηνές διαπραγματεύσεων από εικονογραφημένο χειρόγραφο.
Ο Συμεών στέλνει απεσταλμένους στο Χαλιφάτο των Φατιμιδών
Επιμένοντας στην εκπλήρωση του ονείρου του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο Συμεών ετοίμαζε μεγάλη εκστρατεία το 924 και έστειλε απεσταλμένους στον Ουμπαΐντ Αλλάχ αλ-Μαχντί Μπιλλάχ, χαλίφη των Φατιμιδών, ο οποίος κατείχε ισχυρό στόλο, τον οποίο χρειαζόταν ο Συμεών. Ο χαλίφης συμφώνησε και έστειλε τους εκπροσώπους του να συνάψουν συμμαχία με τους Βούλγαρους. Ωστόσο οι απεσταλμένοι του χαλίφη συνελήφθησαν από τους Βυζαντινούς στη Καλαβρία. Ο Ρωμανός πρότεινε ειρήνη στους Άραβες, συμπληρώνοντας τις προτάσεις του με άφθονα δώρα, και συνέτριψε κάθε ελπίδα συμμαχίας των Αράβων με τους Βουλγάρους.[11][85]
Στη Σερβία οι Βυζαντινοί υποκινούσαν τον Ζαχαρία να επαναστατήσει κατά του Συμεών. Ο Ζαχαρίας δέχτηκε την υποστήριξη πολλών Βούλγαρων, οι οποίοι ένιωθαν εξαντλημένοι από τις εκστρατείες του Συμεών εναντίον του Βυζαντίου.[86] Ο Συμεών έστειλε στρατεύματα με αρχηγούς τον Σιγρίτζη και τον Μαρμαή, αλλά αυτά κατατροπώθηκαν και οι διοικητές αποκεφαλίστηκαν. Αυτό υποχρέωσε τον Συμεών να ζητήσει ειρήνη από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, πάντα την ίδια χρονιά (924), ο Συμεών έστειλε στρατό υπό τη διοίκηση του Τσάσλάβ Κλονιμίροβιτς για ν' αντιμετωπίσει τον Ζαχαρία, ο οποίος αναγκάστηκε να διαφύγει στην Κροατία. Μετά από αυτή τη νίκη, η Σερβία ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία.[11][87]
Το καλοκαίρι του 924 ο Συμεών έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον Πατριάρχη και τον αυτοκράτορα. Συναντήθηκε με τον Ρωμανό στις 9 Σεπτεμβρίου 924, και σύναψε συμφωνία με την οποία το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στη Βουλγαρία, αλλά η Βουλγαρία θα παραχωρούσε κάποια από τα εδάφη της στον Εύξεινο Πόντο.[88] Κατά τη διάρκεια της συζήτησης των δύο ηγεμόνων, στον ουρανό εμφανίστηκαν δύο αετοί, ο ένας από τους οποίους έδειχνε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο άλλος στη Θράκη, ως ένδειξη του ασυμβίβαστου των δύο ηγεσιών.[89] Στην περιγραφή του γι' αυτή τη συνάντηση, ο Συνεχιστής του Θεοφάνη αναφέρει πως «οι δύο βασιλείς συζητούσαν», έκφραση που ίσως υπονοεί την αναγνώριση των αυτοκρατορικών αξιώσεων του Συμεών από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα.[90]
Πόλεμος με την Κροατία και θάνατος
Πιθανόν μετά (ή ίσως ταυτόχρονα με) το θάνατο του πατριάρχη Νικόλαου το 925, ο Συμεών αναβάθμισε το καθεστώς της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε πατριαρχείο.[91] Αυτό μπορεί να συνδέεται με τις διπλωματικές σχέσεις του Συμεών με τους πάπες μεταξύ του 924 και του 926, στη διάρκεια των οποία αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ιωάννη Ι΄ ως αυτοκράτορας των Ρωμαίων (όπως ήταν ο τίτλος του Βυζαντινού αυτοκράτορα), και επιβεβαιώθηκε η πατριαρχική αναβάθμιση για τον επικεφαλής της Βουλγαρικής Εκκλησίας.[92]
Το 926 στρατεύματα του Συμεών εισέβαλαν στην Κροατία, τότε συμμάχο του Βυζαντίου, αλλά κατατροπώθηκεαν από τον στρατό του βασιλιά Τομισλάβου στη Μάχη του Οροπεδίου της Βοσνίας.[4] Φοβούμενος βουλγαρική ανταπόδοση, ο Τιμοσλάβος δέχθηκε να διαλύσει τη συμμαχία του με το Βυζάντιο και υπέγραψε ειρήνη με βάση το στάτους κβο με τον παπικό απεσταλμένο Μανδαλβέρτο.[93][94] Κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Συμεών ετοίμαζε ακόμα μια πολιορκία της Κωνσταντινούπολης[82] παρά τις απελπισμένες εκκλήσεις του Ρωμανού για ειρήνη.[95]
Στις 27 Μαΐου 927 ο Συμεών πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στο παλάτι του στην Πρεσλάβα. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι συνδύασαν τον θάνατο του με ένα θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ρωμανός αποκεφάλισε ένα είδωλο, που αποτελούσε το άψυχο υποκατάστατο του Συμεών, και την ίδια ώρα ο Συμεών πέθανε[96][97]
Τον διαδέχτηκε ο γιος του Πέτρος ο Α΄, μαζί με τον Γεώργιο Σουρσουβούλη, ο οποίος αρχικά ασκούσε την εξουσία ως αντιβασιλιάς.[82] Σύμφωνα με τους όρους της βουλγαροβυζαντινής συνήθηκης η οποία υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 927, και του γάμου του Πέτρου με την εγγονή του Ρωμανού Μαρία, επιβεβαιώθηκαν τα υφιστάμενα σύνορα μεταξύ των δύο κρατών, όπως επίσης και η αξίωση του ηγεμόνα των Βουλγάρων στον τίτλο του αυτοκράτορα και του αρχιεπισκόπου Βουλγαρλιας στο τίτλο του πατριάρχη.[98]
Πολιτιστική ακτινοβολία και θρησκεία
Εικόνα του Αγίου Θεόδωρου του Στρατηλάτη σε κεραμικό πλακίδιο, της εποχής του Συμεών Α΄
Ένας νέος Πτολεμαίος, όπως παρουσίαζε τον εαυτό του σε εκείνους,
όχι όμως στην πίστη μα πρώτ' απ' όλα στην επιθυμία του,
και χάρη στη συλλογή όλων των
θείων και πολύτιμων βιβλίων,
με τα οποία γέμιζε τα παλάτια του,
κέρδισε ο ίδιος αιώνια μνήμη.
Εγκώμιο στον τσάρο Συμεών από ένα ανώνυμο της εποχής.[99]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών η Βουλγαρία έγινε λογοτεχνικό και πνευματικό κέντρο της σλαβικής Ευρώπης[100]. Από αυτή την άποψη ο Συμεών συνέχισε την πολιτική του πατέρα του, Μιχαήλ, την ανάδειξη και την εξάπλωση του σλαβικού πολιτισμού και την προσέλκυση ξένων συγγραφέων. Στη λογοτεχνική σχολή της Πρεσλάβας και στην αντίστοιχη της Αχρίδας, που είχαν συσταθεί και οι δύο από τον Μιχαήλ, δημιουργήθηκαν τα λαμπρότερα έργα της βουλγαρικής γραμματείας στη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών Α΄.[101]
Τα τέλη του 9ου και οι αρχές του 10ου αιώνα ήταν η πρώτη και η πιο παραγωγική περίοδος ανάπτυξης της μεσαιωνικής βουλγαρικής λογοτεχνίας.[101] Αφού πέρασε την παιδική του ηλικία στην Κωνσταντίνουπολη, ο Συμεών εισήγαγε τον βυζαντινό πολιτισμό στη βουλγαρική αυλή, αλλά δεν επέτρεψε την αφομοίωση του στρατού και της εκκλησίας.[101] Οι μαθητές του Κύριλλου και του Μεθόδιου, όπως ο Κλήμης της Αχρίδας, ο Ναούμ και ο Κωνσταντίνος της Πρεσλάβας, συνέχισαν το εκπαιδευτικό τους έργο στη Βουλγαρία, μεταφράζοντας κείμενα της Βίβλου, του Ιωάννη του Χρυσόστομου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του Μεγάλου Αθανάσιου, καθώς επίσης και τα ιστορικά χρονικά του Ιωάννη Μαλάλα και του Γεωργίου του Μοναχού στα βουλγαρικά.[101] Στη διάρκεια της βασιλεία του Συμών επίσης γράφτηκε ένας αριθμός πρωτότυπων θεολογικών αλλά και μη θρησκευτικών έργων, όπως το Εξαήμερον του Ιωάννη Εξάρχου (Šestodnev), η Αλφαβητική Προσευχή και η Διακήρυξη του Ιερού Ευαγγελίου του Κωνσταντίνου της Πρεσλάβας, και η Έκθεση των γραμμάτων του Χράμπαρ του Μελανείμονος (Černorizec Hrabǎr).[101] Η συνείσφορα του Συμεών στην άνθηση της λογοτεχνίας υμνήθηκε από πολλούς συγχρόνους του, όπως στο Εγκώμιο στον τσάρο Συμεών, το οποίο εμφανίζεται στη συλλογή Zlatostruj και στη Συλλογή του Συμεών,[100] για την οποία ο τσάρος έγραψε ο ίδιος ένα παράρτημα.[102]
Ο Συμεών μετέτρεψε τη νέα βουλγαρική πρωτεύουσα Πρεσλάβα σε ένα μεγαλοπρεπές θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, προοριζόμενο ως πηγή ακτινοβολίας της ακμής του βασιλείου του και ως βασιλική κατοικία παρά ως στρατιωτικό οχυρό.[100] Με περισσότερες από 20 εκκλησίες και μοναστήρια, το εντυπωσιακό βασιλικό παλάτι και τη Χρυσή Εκκλησία, η Πρεσλάβα έγινε μια αληθινή αυτοκρατορική πρωτεύουσα.[100] Απόδειξη της ανάπτυξης της βουλγαρικής τέχνης αποτελεί η σωζόμενη εικόνα του αγίου Θεόδωρου του Στρατηλάτη σε κεραμικό πλακίδιο καθώς και τα ζωγραφιστά κεραμικά σε ρυθμό Πρεσλάβας.[103]
Οικογένεια
Ο Συμεών είχε παντρευτεί δύο φορές. Από την πρώτη σύζυγό του (αγνώστου ονόματος) απέκτησε έναν γιο, τον Μιχαήλ,[104] ο οποίος γεννήθηκε πριν το 913. Το 927 ο Συμεών τον αποκλήρωσε και ο Μιχαήλ στάλθηκε σε μοναστήρι. Ο Μιχαήλ πέθανε το 931, αφού πρώτα οργάνωσε εξέγερση.[82]
Από τη δεύτερη σύζυγο του, κόρη του επιφανούς ευγενή Γεωργίου Σουρσουβούλη, απέκτησε τρεις γιους: τον Πέτρο, τσάρο της Βουλγαρίας από το 927 μέχρι το 969, τον Ιβάν, ο οποίος επαναστάτησε κατά του Πέτρου το 928 και κατέφυγε στο Βυζάντιο[82], και τον Βενιαμίν (Βαζάν), ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό Λιουτπάνδο της Κρεμόνας, «είχε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε λύκο ή άλλο παράξενο ζώο».[105]
Ο Συμεών είχε αρκετές κόρες. Το 913 αποφασίστηκε να γίνει κανονισμένος γάμος μεταξύ μιας κόρης του και του Κωνσταντίνου Ζ΄.[82] Ο γάμος ακυρώθηκε από τη μητέρα του Κωνσταντίνου Ζωή.[106]
Γενεαλογικό δένδρο του Συμεών Α΄[107]
Βόρις Α΄
(πέθανε το 907, ηγεμόνας από το 852 μέχρι το 889) Μαρία
Βλαδίμηρος της Βουλγαρίας
(ηγεμόνας από το 889 μέχρι το 893) Γαβριήλ Ιακώβ Ευπραξία Άννα
1
άγνωστη σύζυγος Συμεών Α΄
(γεν. 864/865, πεθ. 927,
ηγέτης από το 893 μέχρι το 927) 2
κόρη του
Γεωργίου Σουρσουβούλη
1 2 2 2 ?
Μιχαήλ
(πεθ. 931) Πέτρος Α΄
(γεν. μετά το 912, πεθ. 970,
ηγέτης από το 927 μέχρι το 969) Ιβάν Βενιαμίν κόρες
Κληρονομιά
Ο τσάρος Συμεών Α΄ παραμένει μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Βουλγαρίας. Απόδειξη ότι ένα δημοφιλές τηλεοπτικό πρόγραμμα στη Βουλγαρία Μεγάλοι Βούλγαροι (βουλ. Великите българи), τον Φεβρουάριο του 2007, μετά από ψηφοφορία, τοποθέτησε τον Συμεών Α΄ στη 4 θέση των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων της Βουλγαρίας σε όλη την ιστορία της χώρας.[108] Ο τελευταίος Βουλγάρος μονάρχης, ο Συμεών Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα πήρε το όνομα του προς τιμήν του Συμεών Α΄.[109] Μια ποτοποιία που κατασκευάζει ρακή, η Car Simeon Veliki, έλαβε επίσης το όνομα της από αυτόν,[110] όπως και μια κορυφή στο Νησί Λίβινγκστον της Ανταρκτικής.[111]
Ο Βούλγαρος εθνικός συγγραφές Ιβάν Βάζοφ έγραψε ένα παιδικό πατριωτικό ποίημα προς τιμή του Συμεών Α΄, ενώ αργότερα έγραψε το τραγούδι "Kraj Bosfora šum se vdiga" ("Κραυγές υψώονονται από το Βόσπορο").[112] Το 1984 κυκλοφόρησε η ταινία Zlatnijat vek (Χρυσός Αιώνας), η οποία επαναλαμβάνει την ιστορία της βασιλείας του Συμεών. Τον Συμεών υποδυόταν ο Μαριούς Ντόνκιν.[113] Τον Δεκέμβριο του 2006 κυκλοφόρησε το δράμα Car Simeon — Zlatnijat vek, όπου τον Συμεών υποδύθηκε ο Ιβάν Σαμοκόβλιεφ.[114]
Χρονολόγιο
Παραπομπές
Bulgaria MSN Encarta
Nancy Hart, Bulgarian Art and Culture: Historical and Contemporary Perspectives, σελ. 21, University of Texas at Austin
Weigand, Gustav (1924). «1 Istoriko-geografski obzor: 4 Srednovekovie». Etnografija na Makedonija (στα Βουλγαρικά). trans. Elena Pipiševa. Leipzing: Friedrich Brandstetter. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2010.CS1 maint: Unfit url (link)
Bakalov, Istorija na Bǎlgarija, "Simeon I Veliki".
«About Bulgaria» (PDF). U.S. Embassy Sofia, Bulgaria. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 30 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2007.
Castellan, Georges (1999). Istorija na Balkanite XIV–XX vek (στα Βουλγαρικά). trans. Liljana Caneva. Plovdiv: Hermes. σελ. 37. ISBN 954-459-901-0.
"Цѣсарь Блъгарѡмъ". Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 367.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 280.
Dimitrov, Božidar. «Hramǎt "Sveti Četirideset mǎčenici"» (στα Βουλγαρικά). National Historical Museum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2007.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 132.
Delev, Bǎlgarskata dǎržava pri car Simeon.
Στα εβραϊκα «שִׁמְעוֹן», το οποίο σημαίνει υπάκουος - Campbell, Mike. «Biblical Names». Behind the Name. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2007.
"Hunc etenim Simeonem semiargon, id est semigrecum, esse aiebant, eo quod a puericia Bizantii Demostenis rhetoricam Aristotelisque sillogismos didicerit". Liutprand of Cremona. Antapodosis, cap. 29, σ. 66. Cited in Drinov, Marin (1876). Južnye slavjane i Vizantija v X veke (στα Ρωσικά). σελ. 374.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 132.
* Delev, Bǎlgarskata dǎržava pri car Simeon.
* Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 282.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 281.
Nikolova, Bistra (2002). «Veliki Preslav». Pravoslavnite cǎrkvi prez Bǎlgarskoto srednovekovie (στα Βουλγαρικά). Sofia: Bulgarian Academy of Sciences. σελ. 88. ISBN 954-430-762-1.
Annales Fuldenses, σ. 408. Cited in Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 133.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 283.
Todt, Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon.
Crampton, R.J. (2005). «The Reign of Simeon the Great (893–927)». A Concise History of Bulgaria. Cambridge University Press. σελίδες 16–17. ISBN 0521850851.
Kalojanov, Ančo (11 Μαΐου 2005). «Slavjanskata pravoslavna civilizacija» (στα Βουλγαρικά). Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2007.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 133.
John Skylitzes. Skylitzes–Kedrenos, II, σ. 254.4–16
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 144–145.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 289.
Theophanes Continuatus, σ. 312., cited in Vasil'ev, A. (1902). Vizantija i araby, II (στα Ρωσικά). σελίδες 88, σ. 104, και 108–111.
Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 198.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 289–291.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 145.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 294–295.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 146.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 295.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 296–297.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 297.
Kuun, Géza (1895). Relationum Hungarorum cum oriente gentibusque originis historia antiquissima (στα Λατινικά). σελ. 23.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 298–299.
Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 199.
Bakalov, Istorija na Bǎlgarija, "Simeon I Veliki".
* Delev, Bǎlgarskata dǎržava pri car Simeon.
* Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 199.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 301–304.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 304.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 304–311.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 147.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 315.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 316.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 317.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 148.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 318–321.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 141.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 321.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 324.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 152.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 334–337.
Uspenskij, F.I. (1898). «Pograničnyj stolb meždu Vizantiej i Bolgariej pri Simeone» (στα Ρωσικά). Izvestija russkogo arheologičeskogo instituta v Konstantinopole: 184–194.
Todt, Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon.
* Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 155.
* Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 352.
* Bǎlgarite i Bǎlgarija, 1.2.
Todt, Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon.
* Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 155.
* Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 212.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 156.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 353.
Bǎlgarite i Bǎlgarija, 1.2.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 359.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 157.
Fine, The Early Medieval Balkans, σσ. 144–148.
Ostrogorsky, George (1935). «Avtokrator i samodržac» (στα Serbian). Glas Srpske kraljevske akademije (CLXIV): 95–187.
Loud, G.A. (1978). «A re-examination of the ‘coronation’ of Symeon of Bulgaria in 913». The Journal of Theological Studies (Oxford University Press) xxix (XXIX): 109–120. doi:10.1093/jts/XXIX.1.109.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 367–368.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 158–159.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 159.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 375–376.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 160–161.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 376–377.
Dimitrov, Bulgaria: illustrated history.
Theophanes Continuatus, trans. Paul Stephenson. «Symeon of Bulgaria wins the Battle of Acheloos, 917». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2007.
«και νύν εστιν οράν εισέτι σωρείας οστών παρά την Αγχίαλον, καθ’ ην ακλεώς συνεκόπη τότε φεύγον των Ρωμαίων το στράτευμα». Λέων ο Διάκονος, 124.10-12
Čolpanov, Boris (1988). Slavata na Bǎlgarija: istoriko-hudožestven očerk (στα Βουλγαρικά). Sofia: Voenno izdatelstvo. OCLC 22276650.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 370.
De Boor, Carl Gothard (1888). Vita Euthymii. Berlin: Reimer. σελ. 214.
Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου. «Η βυζαντινοβουλγαρική σύγκρουση στους Κατασύρτες (917)», ΕΕΦΣΠΘ 21 (1983), σσ. 121-148.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 382.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 385–386.
Alexander Kazhdan, επιμ. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 163.
Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 217.
Cawley, Charles (2006–2007). «Bulgaria: Symeon I 893–927». Medieval Lands. Foundation for Medieval Genealogy.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 164–165.
Vita S. Mariae Junioris.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 168–169.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 446–447.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 459.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 169–172.
Theophanes Continuatus, σσ. 405–407.
Stephenson, Paul. «The peace agreed between Romanos Lekapenos and Symeon of Bulgaria, AD 924 (translation of Theophanes Continuatus)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2007.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 156.
Mladjov, Ian (1999). «Between Byzantium and Rome: Bulgaria and the West in the Aftermath of the Photian Schism». Byzantine Studies/Études Byzantines: 173–181.
Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 225.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σ. 176.
Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σσ. 489–491.
Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 176–77.
Canev, Bǎlgarski hroniki, σ. 226–227.
Fine, The Early Medieval Balkans.
Ivanova, "Pohvala za car Simeon", Tǎržestvo na slovoto.
Delev, Zlatnijat vek na bǎlgarskata kultura.
Ivanova, "Introduction[νεκρός σύνδεσμος]", Tǎržestvo na slovoto.
Ivanova, "Pribavka ot samija hristoljubiv car Simeon", Tǎržestvo na slovoto.
«Risuvana keramika». Muzej Preslav. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2007.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 160.
Antapodosis, σ. 309.
Fine, The Early Medieval Balkans, σ. 148.
Cawley, Medieval Lands.
* Zlatarski, Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo, σ. 280, σ. 495.
* Runciman, A history of the First Bulgarian Empire, σσ. 133, και 177.
«Vasil Levski beše izbran za naj-velikija bǎlgarin na vsički vremena» (στα Βουλγαρικά). Velikite Bǎlgari. 18 Φεβρουαρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«Simeon Sakskoburggotski (Car Simeon Vtori)» (στα Βουλγαρικά). OMDA.bg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«Grozdova rakija: Car Simeon Veliki» (στα Βουλγαρικά). Vinex. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«Bulgarian Antarctic Gazetteer: Simeon Peak». Antarctic Place-names Commission. Republic of Bulgaria, Ministry of Foreign Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«Večnite pesni na Bǎlgarija» (στα Βουλγαρικά). Novoto vreme. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«"Zlatniyat vek" (1984)». IMDb. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007.
«Tazi večer v Silistra e premierata na grandioznija istoričeski spektakǎl "Zlatnijat vek — Car Simeon Veliki"» (στα Bulgarian). bTV Novinite. 2006-12-07. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-28. Ανακτήθηκε στις 2007-03-25.
Βιβλιογραφία
Bakalov, Georgi· Milen Kumanov (2003). Elektronno izdanie – Istorija na Bǎlgarija (στα Βουλγαρικά). Sofia: Trud, Sirma. OCLC 62020465.
Bogdanov, Ivan (1973). Simeon Veliki — epoha i ličnost (στα Βουλγαρικά). Sofia. OCLC 71590049.
Bozhilov, Ivan (1983). Car Simeon Veliki (893–927) — zlatnijat vek na srednovekovna Bǎlgarija (στα Βουλγαρικά). Sofia: Izdatelstvo na Otečestvenija front. OCLC 1323835.
Tsanev, Stefan (2006). «10 (889–912) Zlatnijat vek. Knjaz Rasate-Vladimir, car Simeon Veliki; 11 (912–927) Kǎrvavijat vek. Simeon — car na bǎlgari i romei». Bǎlgarski hroniki (στα Βουλγαρικά). Sofia, Plovdiv: Trud, Žanet 45. ISBN 954-528-610-5.
Delev, Petǎr· Valeri Kacunov· Plamen Mitev· Evgeniya Kalinova· Iskra Baeva· Boian Dobrev (2006). «9 Bǎlgarskata dǎržava pri Car Simeon; 10 Zlatnijat vek na bǎlgarskata kultura». Istorija i civilizacija za 11. klas (στα Βουλγαρικά). Trud, Sirma. ISBN 9549926729.
Dimitrov, Bozhidar (1994). «Bulgaria — a predominant power in the European East 893–967 AD». Bulgaria: illustrated history. Sofia: Borina. ISBN 9545000449.
Fine, Jr., John V.A. (1991). «5 Bulgaria under Simeon, 893–927». The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century. Ann Arbor: University of Michigan Press. ISBN 978-0472081493.
Ivanova, Klimentina· Svetlina Nikolova (1995). Tǎržestvo na slovoto. Zlatnijat vek na bǎlgarskata knižnina (στα Βουλγαρικά). Sofia: Agata-A. ISBN 9789545400056.
Lalkov, Milcho (1997). «Tsar Simeon the Great (893–927)». Rulers of Bulgaria. Kibea. ISBN 954-474-098-8.
Runciman, Steven (1930). «Emperor of the Bulgars and the Romans». A history of the First Bulgarian Empire. London: George Bell & Sons. OCLC 832687.
Todt, Klaus-Peter (1996). «Symeon, Zar und bedeutendster Herrscher des ersten bulgarischen Reiches». Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon (στα Γερμανικά). Traugott Bautz. ISBN 3-88309-064-6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2010.
Zlatarski, Vasil (1971) [1927]. «2 Ot slavjanizacijata na dǎržavata do padaneto na Pǎrvoto carstvo (852–1018): 4 Borba s Vizantija za političesko nadmoštie». Istorija na bǎlgarskata dǎržava prez srednite vekove. Tom I. Istorija na Pǎrvoto bǎlgarsko carstvo (στα Βουλγαρικά) (2η έκδοση). Sofia: Nauka i izkustvo. OCLC 67080314.
«1.2 Bǎlgarite stavat hristijani. Izborǎt na knjaz Boris I». Bǎlgarite i Bǎlgarija (στα Βουλγαρικά). Ministry of Foreign Affairs of Bulgaria, Trud, Sirma. 2005.
Μεγάλη Βουλγαρία (632–681) Kubrat · Batbayan 1η Βουλγαρική Αυτοκρατορία (681–1018) Asparukh · Tervel · Kormesiy · Sevar · Kormisosh · Vinekh · Telets · Sabin · Umor · Toktu · Pagan · Τελερίγ · Kardam · Κρούμος · Ομούρταγ · Μαλαμίρ · Presian ·Μπορίς Α΄ · Vladimir · Συμεών Α' · Πέτρος ο Α' (Καλόγηρος) · Μπορίς Β',· Ρωμανός · Σαμουήλ · Γαβριήλ Ράντομιρ · Ιβάν Βλαντισλάβος ·Πρεσιανός Β', 2η Βουλγαρική Αυτοκρατορία (1186–1396) Ιβάν Ασέν Α΄ · Πέτρος Δ' · Ιβάν Α', · Καλογιάννης · Μπορίλ · Ιβάν Άσεν Β' · Καλιμάν - Ασέν Α' · Μιχαήλ - Ασέν Α' · Καλιμάν - Ασέν Β' · Μήτσο - Ασέν · Κωνσταντίνος Τίκη · Ιβαήλος · Ιβάν Άσεν Γ' · Γεώργιος Τέρτερ Α' · Σμίλετς · Τσάκας · Θεόδωρος Σβετοσλάβ · Γεώργιος Τέρτερ Β'· Μιχαήλ - Σισμάν · Ιβάν Στεφάν · Ιβάν Αλεξάντερ · Ιβάν Σισμάν · Ιβάν Σρατσιμίρ Βασίλειο της Βουλγαρίας (1908–1946) Αλέξανδρος Α΄ · Φερδινάνδος Α΄· Μπορίς Γ΄ ·Συμεών Γ΄ |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License