Ο Παναγιώτης Παπαναούμ, Καστοριά 1810- Λειψία Γερμανίας 1885, ήταν αξιωματικός του μηχανικού, συγγραφέας και διπλωμάτης.
Βιογραφικά στοιχεία
Μετά την αποφοίτησή του από το ελληνικό σχολείο του Νικολάου Πετρίτη στην Καστοριά σε ηλικία δώδεκα ετών εγκαταστάθηκε στην Λειψία, όπου ο αδελφός του Κωνσταντίνος ασκούσε την τέχνη της γουναρικής και στη συνέχεια σπούδασε οδοποιία, οχυρωματική και γεφυροποιία στη στρατιωτική σχολή του Βερολίνοu. Επανέκαμψε στο ελεύθερο τότε τμήμα της μετεπαναστατικής Ελλάδας, όπου παρέμενε για δώδεκα χρόνια (1834-1846). Αρχικά στην Αθήνα και στην Ιτέα όπου σχεδίασε την νέα πόλη και κατόπιν για δέκα ολόκληρα χρόνια στη Λιβαδειά.[1]. Συγκρούσθηκε με το περιβάλλον του Όθωνα σχετικά με τον προϋπολογισμό της απαιτουμένης δαπάνης για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τελικά με την ψήφιση του «νόμου περί ετεροχθόνων» το 1846 παύθηκε από τα καθήκοντά του και επέστρεψε στη Λειψία. Μετά την παραίτηση του αδελφού του Κωνσταντίνου 1852 διετέλεσε πρόξενος στο Βερολίνο και από το 1861 έως το 1862 πρόξενος και στη Θεσσαλονίκη.[2]
Συγγραφική δραστηριότητα
Εξώφυλλο του βιβλίου του που εκδόθηκε στη Λειψία το 1851
Δυστυχές εἰναι τό έθνος ἐκείνο, τό προσδοκῶν τήν πρόοδον καί τήν εὐημερίαν του παρά τῶν ξένων καί ἐναποθέτον τάς ἐλπίδας του εἰς τήν μεγαθυμίαν αὐτών. Τῶν ἀσθενῶν ἡ φωνή, ἀν καί δικαία, σπανίως ἀντηχεῖ εἰς τά δώματα τῶν δυνατῶν, ἀλλ΄οὐδέ τά δεινά τῶν κινούν ποτε εἰς συμπάθειαν αὐτούς, διό παρά μόνου τοῦ ΄Υψίστου ὁφείλομεν νά προσδοκῶμεν τῆς εἰμαρμένης ἡμών ἡμέρας αἱθριωτέρας καί παρά τἢς θείας αὐτού ἐπινεύσεως τόν φωτισμόν ἡμῶν πρός τά καλά καί λαοσῶα.
— Αυτοβιογραφία, Π.Π.Ναούμ 1873,
Το 1846 τυπώνεται στην Αθήνα μία μετάφρασή του από τα γαλλικά με τον τίτλο: «Ενιαύσιος περίοδος του ναπολεοντείου βίου».
«Διάλογος δύο φίλων περί των κοινών της Ελλάδος ιδίως της Ευρώπης πραγμάτων» 1851.
Αδαμάντινον δακτυλίδιον (1856).
Αυτοβιογραφία (1873).
Το 1851 τυπώνεται στη Λειψία το βιβλίο «Διάλογος δύο φίλων περί των κοινών της Ελλάδος ιδίως της Ευρώπης πραγμάτων». Το βιβλίο πικρόχολο και μαχητικό επιχειρεί να επισκοπήσει την πρόσφατη ελληνική ζωή και βρίσκει αμέσως το στόχο του:
«Μετάβασις τῆς Αντιβασιλείας εἰς τήν χώραν τῆς προσκαίρου διαμονῆς της καί ἀρξαμένης τῶν κυβερνητικῶν αὐτῆς καθηκόντων, συνέρρευσεν, ὡς παρακολούθημα αὐτῆς ἀπανταχόθεν καί ἰδίως ἀπό Βαυαρίας σμῆνος κηφήνων τό οποίον μή έχον παντάπασι τάς ἀρετάς καί τόν ἀληθῆ ὑπέρ τῶν κοινῶν μας πραγμάτων ἐνθουσιασμόν, ὡς οἱ ἐν τῷ ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας μας ἀγώνι αὐτόχρημα φιλέλληνες, κατέσχον ἀπάσας τάς δημοσίας θέσεις εὐνοίᾳ τε καί προστασίᾳ τῆς νέας ἐξουσίας καί ἀφᾐρεσαν, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ὑπάρξεως τόν ἄρτον ἀπό τοῦ στόματος τῶν Ἐλλήνων ἀγωνιστῶν».
Αναφορές
Μια πληροφορία του Γεράσιμου Βώκου για τη ζωή του Γεωργίου Γενναδίου στη Λειψία το 1824 είναι αρκετά χαρακτηριστική: «Σκηνή συγκινητικότατη διαδραματίζεται εν τη οικία του Μακεδόνος Ναούμ, διαμένοντος εις Λειψίαν και όπου οι Έλληνες εώρταζον εορτήν τινα άδοντες και χορεύοντες. Ο Γεννάδιος εφαίνετο ο ευθυμότερος όλων, αλλ΄αιφνιδίως και εν μια στιγμή καταλαμβάνεται υπό οδυνηράς μελαγχολίας. Ο νους του εφέρετο προς το μαρτυρικόν διωγμόν των αγωνιζομένων ομοφύλων του. Μετ΄ολίγον δάκρυα επλημμύρησαν τους οφθαλμούς του .... Γεράσιμος Βώκος- Το Εικοσιένα (1906).
«Στην Ύδρα ο Λάζαρος Κουντουριώτης του αποκαλύπτει διαλογισμούς και στοχασμούς που κρατάει για πολλά χρόνια μέσα του : ... αλλ΄ ως έχειν σήμερον 1835 το ελληνικό κράτος με έκτασιν περιωρισμένην, με αραίωσιν πληθυσμών, πτωχόν, άστεγον και με αντιβασιλείαν ξένων, πως δύναταί τις να ελπίση την ταχείαν αυτού ανάπτυξιν και προς την μέλλουσαν ευημερίαν και την πρόοδον; Ο προϊστάμενος και διαχειριστής των δημοσίων πραγμάτων μας ξένος, όσον καλός και φιλέλλην και αν υποτεθή, την ατομικήν του προ παντός άλλου θα επιδιώξη ωφέλειαν και παντί σθένει θα κοπιάση να καταρτίση εκ των ιδρώτων και της ανεχείας μας ανεξάρτητον και περιφανή ύπαρξιν εν τη πατρίδι του, διότι ούτος κατά φυσικόν λόγον ουδεμίαν άλλην συμπάθειαν υπέρ της οθνείας (ξένης) γης δύναται να έχη, ειμή την του ατομικού συμφέροντος»[3]
Τον Οκτώβριο του 1850 ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, περαστικός απ΄τη Λειψία, δεν παραλείπει να περάσει από το σπιτικό των Ναούμ:
«Σχέσιν εν Λειψία ουδεμίαν είχον εγώ, πλην της γνωριμίας του κ. Παναγιώτη Ναούμ τον οποίον είχον ιδεί ότε επεδήμει εις Αθήνας, όπου νομίζω ότι και οικίαν προυτίθετο ν΄αγοράσει ή και αγόρασε και μετά ταύτα την εξεποίησεν».
Υποσημειώσεις-Παραπομπές
Εφημ Αθηνά, έτος Γ΄, αρ. 199, 24 Νοεμβρίου 1834, σ. 796
Παναγιώτης Μουλάς, Ένας Μακεδόνας απόδημος στην κεντρική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα.
Από την Αυτοβιογραφία του Π.Π.Ναούμ 1873
Πηγές
Γεράσιμος Βώκος, Το Είκοσι ένα (1906)
Γεώργιος Κρέμος, Επιστολαί Γ.Π.Κρέμου και Ηθική Στιχουγία Α.Κ. Βυζαντίου, εν Λειψία 1870.
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, τ.2, εν Αθήναις 1895 σ.262
Σπυρίδων Λάμπρος, Πρώτες εγκαταστάσεις Βιέννης σ.291.
Στρατιωτική Επιθεώρηση –Δελτίον ΝΟΕ-ΔΕΚ 2005
Περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ του Άγγελου Τερζάκη, Τεύχος 15, Ιούνιος 1964
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License