.
Ο Ανδρέας Μιαούλης-Βώκος (Ύδρα 20 Μαΐου 1769 - 11 Ιουνίου 1835 Πειραιάς) ήταν Έλληνας καραβοκύρης, δηλαδή πλοιοκτήτης, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση του 1821, ως διοικητής ναύαρχος του ελληνικού στόλου, αλλα και στην μετέπειτα πολιτική ζωή του τόπου με αποκορύφωμα την ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια, που είχε σαν αποτέλεσμα την πυρπόληση του εθνικού στόλου στον Πόρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τιμήθηκε πλείστες φορές απο το Οθωνικό καθεστώς. Γιος του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αθανάσιος Μιαούλης.
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1769 στην Ύδρα[i] και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος[ii]. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και κοτζαμπάση Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης οικογένειας, η οποία προερχόταν απο τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα απο το 1668. Οι Βώκοι εξαιτίας μιας διαμάχης με τον Τούρκο Γκεζαΐρ Πασά, γνωστό και ως Χαζναντράραγα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν αρχικά στην Δοκό και στη συνέχεια στην ημιαυτόνομη Ύδρα.[1] Η μητέρα του λεγόταν Ανδριανή και ήταν χήρα του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου.
Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει γράμματα· ο νεαρός τότε Ανδρέας στράφηκε στην ναυτιλία, στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση απο τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο. Ανέλαβε να παραδόσει σιτάρι στην Νίκαια, παραλιακή πόλη της Γαλλίας. Το κέρδος ήταν τεράστιο για την εποχή. Αμέσως μετά πούλησε το πλοίο της οικογένειας και αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το εμπορικό πλοίο Μιαούλ. Απο τότε εμφανίζεται με το επώνυμο Μιαούλης.
Στη συνέχεια, και αφού η περιουσία του συνεχώς αυξανόταν, ανέθεσε στον Υδραίο ναυπηγό Μαστρογεώργη την κατασκευή ενός νέου μεγάλου εμπορικού πλοίου. Η χωρητικότητα του νέου αυτού πλοίου ήταν 498 τόνοι, ήταν εφοδιασμένο με 22 κανόνια ενώ το πλήρωμα υπερέβαινε τα 100 άτομα. Με το ξέσπασμα του Αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους αγγλικούς αποκλεισμούς. Σε ένα ταξίδι όμως, περίπου το 1802, κοντά στο Κάδιξ συννελήφθη το πλοίο του από περιπολικό και ρυμουλκήθηκε στην ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα. Ο Ναύαρχος, ύστερα απο την ειλικρινή ομολογία του και θαυμάζοντας τη τόλμη του τον άφησε ελεύθερο.[iii] Μάλιστα έχει διασωθεί κατά την ναυτική παράδοση η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ ναυάρχου Νέλσωνα και Μιαούλη που πιθανώς έγινε στην ισπανική γλώσσα, την οποία μίλαγε ο Μιαούλης:[2]
-Είσαι Έλληνας;
-Μάλιστα Ναύαρχε!
-Το ξέρεις πως σ' αυτά
τα μέρη εφαρμόζω αποκλεισμό;
-Το γνωρίζω πολύ καλά
κύριε ναύαρχε!
-Και τότε γιατί τον
παραβιάζεις;
-Για το συμφέρον μου
ναύαρχε!
-Αν ήμουν εγώ στη θέση
σου και εσύ στη δική μου τι θάκανες;
-Θα σε κρεμούσα απ'
το λαιμό, στο πινό της μαΐστρας, Ναύαρχέ
μου! (=σημείο ανακρέμασης άγκυρας)
Είχε όμως την ατυχία λίγους μήνες αργότερα το πλοίο του να χτυπήσει σε ύφαλο κοντά στο Γιβραλτάρ και να βουλιάξει. Ύστερα απο αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στην Γένοβα και να ναυπηγήσει νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων και αξίας 160.000 πιάστρων, ποσό που του στέρησε την πρωτιά μεταξύ των Υδραίων πλοιοκτητών. Ο ιστορικός Yemeniz αναφέρει οτι σε ένα απο τα πρώτα του ταξίδια είχε συλληφθεί απο Μαλτέζους πειρατές, οι οποίοι αρχικά είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν, στη συνέχεια όμως τους έπεισε να τον πάνε στην Πελοπόννησο για να τους δώσει ένα χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Τελικά το πειρατικό, αφού αποβίβασε τον Μιαούλη και έξι πειρατές σε κάποιο χωριό αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφήνοντάς τον ελεύθερο, λόγω της εμφάνισης ελληνικού πλοίου που το καταδίωκε.
Αξίζει να σημειωθεί οτι ο Μιαούλης λόγω της γενναιότητας του αλλά και της ισχυρογνωμοσύνης του είχε εμπλακεί σε πολλές διαμάχες. Η πιο διάσημη ήταν αυτή με ένα γαλλικό πλοίο λίγο έξω απο τις ακτές της Ιταλίας. Η ναυμαχία διήρκησε τρείς ολόκληρες μέρες και τελικά είχε σαν αποτέλεσμα την υποχώρηση του γαλλικού πλοίου.[3]
Το 1807 αναγκάστηκε να διαμείνει στην Αθήνα για θεραπεία λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και του υπερβολικού καπνίσματος. Απο τότε σταμάτησε να πίνει και να καπνίζει. Το ίδιο έτος πρωταγωνίστησε στην εμφύλια διαμάχη που παραλίγο να ξεσπάσει στην Ύδρα. Αιτία ήταν η πρόσκληση των Ρώσων στους Υδραίους να επαναστατήσουν κατα των Τούρκων, κάτι που μεγάλη μερίδα των κοτσαμπάσηδων και των πλοιοκτητών αποστρεφόταν. Ο Γεώργιος Βούλγαρης, διοικητής του νησιού, κατέφυγε στην Αθήνα και έδωσε εντολή στον Μιαούλη να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα και να ανακαταλάβει την εξουσία. Ο Μιαούλης, όντας άνθρωπος με επιρροή, κατάφερε μυστικά να συγκεντρώσει Υδραίους στρατιώτες και να παραδώσει πάλι την εξουσία στον Βούλγαρη.[4]
Μετά την πτώση του
Ναπολέοντα ο Μιαούλης από το 1816 έπαψε
να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα
όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο
παραδίδοντας ουσιαστικά την ναυτιλιακή
επιχείρηση στον γιό του, Δημήτριο.
Παράλληλα τα πλοία του ταξίδευαν στις
Ευρωπαϊκές ακτές.[5]
Ύδρα, Ανδρέας
Μιαούλης
Συμμετοχή στην επανάσταση του 1821
Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε οτι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό. Ήταν απολύτως λογικό να φοβάται λοιπόν μια επικείμενη επανάσταση αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, πλην όμως είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιού του στη θέση του μοίραρχου - αρχηγού των υδραίικων πλοίων.
Σημασία έχει οτι στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ουσιαστικά ανάγκασε κάτω απο την πίεση του λαού τους κοτζαμπάσηδες, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Την επόμενη μέρα ο Μιαούλης προσέφερε υπερ της ανεξαρτησίας 3.625 σπανικά τάλιρα ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βοκού την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού. Ύστερα απο αυτή την εξέλιξη ουσιατικά αποσύρθηκε στην οικία του και απλά παρακολουθούσε τα γεγονότα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς δεν φαίνεται να ενεπλάκη καθόλου στην δολοφονία του Οικονόμου ενώ τον πρώτο χρόνο δεν πήρε μέρος σε καμία ναυμαχία σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη (1782-1829), ο οποίος ήταν πλοίαρχος και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο, στις Σπέτσες κ.λπ.[6]
Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβώτο έθεσαν με έγγραφο τους τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στην διάθεση της πατρίδας.[7] Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης απλώς προστάτευε τα ευρωπαϊκά πλοία και παρατηρούσε τις κινήσεις των τουρκικών. Στις 19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 21 Υδραϊκών πλοίων να συναντηθεί με 9 Σπετσιώτικα για να κατευθυνθούν όλα μαζί στο Νιόκαστρο. Πράγματι στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασαν και δύο μέρες αργότερα συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στόλο. Όμως ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφού τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε απο τα Ιόνια νησιά. Μετά απο αυτή τη ναυμαχία ο Μιαούλης επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα.
Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος πια, ξεκίνησε για την Ζάκυνθο. Εκεί συναντήθηκε με τα Ψαριανά και τα Σπετσιώτικα και στις 20 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία των Πατρών, όπου ο τουρκικός στόλος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Η ιδέα της ναυμαχίας ανήκε στον Μιαούλη και σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο η νίκη ήταν δικό του επίτευγμα. Επίσης προσθέτει οτι από τότε αναγνωρίστηκε από όλους ως αρχηγός του ελληνικού στόλου.[8]
Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, και αφού είχε λάβει μέρος σε μερικές αψιμαχίες στην Χίο, βρέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία το στόλο του Καπιτάν πασά που αριθμούσε πάνω απο 80 πλοία, σε αντίθεση με τον ελληνικό που είχε μόλις 60. Παρόλα αυτά ο Μιαούλης σε συνεργασία και με τους άλλους πλοιάρχους, και κυρίως με τον Υδραίο Αντώνη Κριεζή, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τον τουρκικό στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό του τουρκικού φρουρίου του Ναυπλίου, το οποίο πολιορκούνταν απο τους Έλληνες. Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και ο Μιαούλης παρέλαβε τον τουρκικό πληθυσμό για να τον μεταφέρει στην Μικρά Ασία, απ' όπου επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1823.
Στις 11 Ιανουαρίου
ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με
τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων και λαού.
Στη συνέχεια απέπλευσε για την
Σαμοθράκη, όπου απλώς παρακολουθούσε
τις κινήσεις του τουρκικού στόλου.
Επιστρέφοντας, τα πλοία του δέχθηκαν
επίθεση στο Άγιο Όρος ενώ στις 20
Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία
στην Σκιάθο. Εκεί ο ελληνικός στόλος
αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή
προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο
μεγάλες ζημιές. Στις 4 Ιουλίου του
1824 ο Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα
στα Ψαρά, όπου βρήκε μια μικρή μοίρα
του τούρκικου στόλου, την οποία και
κατέστρεψε. Στις 24 Αυγούστου του 1824
ενεπλάκη με τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό
στόλο, τον οποίο παρέσυρε στον κόλπο
του Γέροντα. Στις 29 Αυγούστου
πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του
Γέροντα, στην οποία ο εχθρικός στόλος
έχασε 27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης
επιτέθηκε στον τουρκοαιγυπτιακό
στόλο, ο οποίος αριθμούσε 101 πλοία και
50.000 ναύτες, και τον ανάγκασε να
υποχωρήσει, αποτρέποντας έτσι τους
Τούρκους από το να αποβιβαστούν στην
Σάμο. Επι 20 ημέρες ο ελληνικός στόλος
παρενοχλούσε τον εχθρικό με αποτέλεσμα
ο τουρκικός να αποχωρήσει για τον
Ελλήσποντο και ο Αιγυπτιακός να
καθυστερήσει να αποβιβάσει στρατιωτικά
σώματα στην Πελοπόννησο.[9]
Ακρόπρωρο , Άρης του Ανδρέα Μιαούλη
Τους επόμενους μήνες πραγματοποιήθηκαν διάφορες ναυμαχίες ήσσωνος σημασίας κοντά στην Χίο, στην Ικαρία κ.α. Την 1η Νοεμβρίου του 1824 ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον Αιγυπτιακό κοντά στην Κρήτη. Η σφοδρότητα της μάχης ήταν μεγάλη και ο Αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσε έχοντας τεράστιες απώλειες. Ο Παναγιώτης Ι. Καρατζάς γράφει απο την Πίζα στον Μιαούλη για την επιτυχία του: «Μόνος ο Μιαούλης ειναι ο μη θαυμάζων τον Μιαούλην».[10]
Τους πρώτους μήνες του 1825 ο Μιαούλης βρισκόταν μεταξύ Πελοποννήσου- και Κρήτης ανήμπορος να εμποδίσει την απόβαση στρατιωτικών σωμάτων απο τον Αιγυπτιακό στόλο. Στις 2 Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο ενώ λίγες μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός κατατροπώθηκε στη Σφακτηρία εξαιτίας της αδυναμίας του ελληνικού στόλου να τον ενισχύσει. Τις επόμενες μέρες όμως ο ελληνικός στόλος υπο τον Μιαούλη αιφνιδίασε τον Αιγυπτιακό στην Μεθώνη. Οι καταστροφές που προκάλεσε ήταν μεγάλες και καθυστέρησαν αρκετά τον Ιμπραήμ. Η σημασία της νίκης ήταν τεράστια για τους Έλληνες αφού ανυψώθηκε το ηθικό τους και παράλληλα κέρδισαν χρόνο για να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ.
Στις 31 Μαΐου συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο στην Σούδα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Ύδρα. Στις 14 και 25 Νοεμβρίου συναντήθηκε με τον τουρκικό στόλο στην Γλαρέντζα και στο Μεσολόγγι αντίστοιχα, στον οποίο προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Στην πρώτη σύγκρουση φονεύθηκε και ο καπετάνιος Θεόδωρος Βώκος.
Σημαντική ήταν και η προσφορά του στην ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου. Ο Μιαούλης κατα την πρώτη πολιορκία κατάφερνε συνεχώς να διασπά τον ναυτικό αποκλεισμό. Τον Ιανουάριο του 1826 βρέθηκε στην πόλη την οποία και ανεφοδίασε. Η εντύπωση που σχημάτισε ήταν θλιβερή. Σε γράμμα προς την κυβέρνηση ανέφερε οτι το Μεσολόγγι δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό ακόμα. Λόγω έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκε να φύγει αλλά επανήλθε στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Στις 5 Απριλίου σε γράμμα του προς τους προκρίτους της Ύδρας αναφέρει: «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι». Πράγματι, πέντε μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η ηρωϊκή έξοδος. Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου ο Μιαούλης αναχώρησε για το Αιγαίο, όπου στις 28-30 Αυγούστου, κοντά στην Μυτιλήνη συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο. Στη συγκεκριμένη ναυμαχία και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες.
Απο πολιτικής πλευράς ο Μιούλης υποστήριζε ανοιχτά απο το 1825 την Αγγλία. Μάλιστα ήταν ένας απο αυτούς που υπέγραψαν την επιστολή, την οποία είχε συντάξει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, με την οποία ζητούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος την προστασία της Αγγλίας. Σύμφωνα με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη ο Μιαούλης αναφέρόταν μεσα στο έγγραφο «ως πρόεδρος της θαλάσσης».[11] Η αγγλική επιρροή, συγκεκριμένα αυτή του Μαυροκορδάτου, θα τον οδηγήσει και στην ανταρσία της Ύδρας. Ενδεικτικό της σχέσης του με το αγγλικό κόμμα είναι οτι την επιστολή της κυβέρνησης προς τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών ανέλαβε να την παραδόσει ο Δημήτριος Μιαούλης. Σε τοπικό επίπεδο ο Μιαούλης είχε εναντιωθεί στην οικογένεια Κουντουριώτη. Η κόντρα μεταξύ των δύο οικογενειών ανάγκασε τον πρώτο στις 22 Νοεμβρίου του 1826 να εγκαταλείψει την Ύδρα ενώ το σπίτι του δεχόταν επίθεση απο τον λαό, ο οποίος είχε υποκινηθεί από τους Κουντουριώτηδες.
Κατα τη διάρκεια της επανάστασης διαδραματίζονταν σε παρασκηνιακό επίπεδο διπλωματικά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας αλλά και εις βάρος διαφόρων αγωνιστών. Ένα απο αυτά είχε σχέση και με τον διορισμό του Κόχραν στη θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου. Η Αγγλία εκβιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα του δανείου, την ανάγκασε να διορίσει τον Κόχραν αντιναύαρχο του ελληνικού στόλου, διορισμός που επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 1827 απο την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Κόχραν ήδη απο τις αρχές Μαρτίου είχε φθάσει στην Ελλάδα και συμπεριφερόταν σαν αρχηγός του στόλου με αποτέλεσμα ο Μιαούλης, προβλέποντας την απομάκρυνση του, να υποβάλλει την παραίτηση του χωρίς όμως να αφήσει τον παραμικρό υπαινιγμό για την πράξη της κυβέρνηση. Μετά την παραίτηση του περιορίστηκε στην διοίκηση του πολεμικού πλοίου Ελλάς.
Έλευση Καποδίστρια
Με τον ερχομό του Καποδίστρια, ο Μιαούλης αντικατέστησε τον Κόχραν, ο οποίος είχε φύγει κρυφά για το Λονδίνο. Η κύρια αποστολή που του ανατέθηκε ήταν η πάταξη της πειρατίας, η οποία βασάνιζε την ελληνική κυβέρνηση αφού η Ελλάδα γι'αυτο το θέμα γινόταν συχνά στόχος των εφημερίδων στο εξωτερικό. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες κατάφερε να καταστήσει ασφαλή τα ελληνικά χωρικα ύδατα πατάσσοντας την πειρατία.
Αρχικά ο Μιαούλης κατάφερε να πείσει τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου να σταματήσουν την πειρατία και να υπακούσουν στην ανώτατη αρχή. Στη συνέχεια αφού συνέλλαβε μερικά πειρατικά αναχώρησε για την Χίο με σκοπό να βοηθήσει στην υπεράσπιση της. Τον Ιανουάριο του 1828 φτάνει στη Χίο όπου η κατάσταση είναι τραγική. Οι στρατιώτες λιποτακτούν ενώ ο τουρκικός στρατός ενισχύεται ακόμα περισσότερο. Ο Μιαούλης λόγω του περιορισμένου αριθμού πολεμικών που είχε υπο την διοίκηση του δεν είχε την δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον τουρκικό στόλο. Τελικα στις 5 Μαρτίου ο Φαβιέρος και οι στρατιώτες του επιβιβάστηκαν στο πλοίο του Μιαούλη και μεταφέρθηκαν στα Ψαρά και στη Σύρο.
Στα τέλη Μαΐου ο
ελληνικός στόλος υπο τον Μιαούλη
συγκρούστηκε στη Μυτιλήνη με τον
τουρικό. Ο τουρκικός στόλος νικήθηκε
και τράπηκε σε φυγή αφήνοντας αφύλαχτα
μερικά τουρκικά εμπορικά πλοία, τα
οποία και μεταφέρθηκαν στην Αίγινα.
Η νίκη όμως αυτή ήταν σημαντική γιατί
έτσι απετράπηκε η απόβαση 8.000 Τούρκων
στρατιωτών στην Σάμο. Ύστερα και απο
αυτή τη νίκη ο Καποδίστριας για να
τον τιμήσει όρισε να του δοθούν 2.000
γρόσια για να καλύψει τις τυχόν ανάγκες
του. Τον Ιανουάριο του 1829 συνάντησε
τον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν για να του
επιδώσει ευχαριστήρια επιστολή. Τον
Μάρτιο απέπλευσε για τη Ναύπακτο και
το Μεσολόγγι αποκλείοντας τα. Μετά
απο λίγες μέρες και τα δύο φρούρια
παραδόθηκαν με συνθήκη. Αξίζει να
σημειωθεί οτι ο Μιαούλης φρόντισε να
τηρηθεί η συνθηκή και όλοι οι Τούρκοι
να φτάσουν ασφαλείς στις Τουρκικές
ακτές.[12]
Στις 14 Αυγούστου
εκλέχθηκε γερουσιαστής πρώτου
τμήματος, θέση όμως απο την οποία
παραιτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του
ίδιου χρόνου. Στις 18 Μαρτίου του 1830
παραχωρήθηκε στον Δημήτριο Μιαούλη,
ύστερα απο απαίτηση του Ανδρέα και
παρέμβαση του Καποδίστρια, εθνική γή
στην Γλυκεία του Ναυπλίου.[13]
Προτομή του Ανδρέα Μιαούλη στο Πεδίο του Άρεως, στην Αθήνα
Η ανταρσία της Ύδρας
Η προσπάθεια του
Καποδίστρια να ανασυγκροτήσει το
κράτος κυβερνώντας δικτατορικά και
περαγκωνίζοντας απο τις θέσεις
εξουσίας προσωπικότητες της επανάστασης
είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία
χάσματος μεταξύ των μεγάλων πολιτικών
οικογενειών και του Καποδίστρια.
Κυρίως στις μεταρρυθμίσεις και στον
τρόπο διακυβέρνησης του κράτους
αντιτάχθηκαν οι οικογένειες των
Μαυρομιχαλέων και των Κουντουριωτέων
καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός
της φατριάς των Μαυρομιχαλέων
αντιπροσώπευε την γαλλική παράταξη
ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και
ο Λάζαρος Κουντουριώτης την αγγλική.
Και οι δύο όμως παρατάξεις συνεργάστηκαν
προκειμένου να διώξουν τον Ρωσόφιλο,
όπως τον χαρακτήριζαν, Ιωάννη
Καποδίστρια.[14]
Γρήγορα λοιπόν η
Μάνη, προπύργιο της οικογενείας
Μαυρομιχάλη, και η Ύδρα, προπύργιο
της οικογένειας Κουντουριώτη,
εξελίχτηκαν σε αντικαποδιστριακά
κέντρα. Στην Ύδρα και στην Μάνη οι
πρόκριτοι ξεκίνησαν τις επαφές και
με προκρίτους άλλων περιοχών για την
προετοιμασία εξέγερσης. Ο Μιαούλης
παρ'ολου που είχε ευεργετηθεί απο τον
Καποδίστρια, προσχώρησε στην ομάδα
των Υδραίων προκρίτων.
Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει. Την 14η Ιουλίου οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο. Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει αφού στήριξη απο το ναυτικό δεν υπήρξε. Ο Μιαούλης μαζί με τον Μαυροκορδάτο προσπάθησαν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Κανάρη να συνταχθεί μαζί τους χωρίς όμως επιτυχία. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Ο Μιαούλης στις συναντήσεις αυτές ως διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου πια, είχε βαρύνουσα γνώμη. Ήταν όμως χαρακτηριστική η εμπάθεια με την οποία αντιμετώπιζε τον Ρώσο αντιπρόσωπο, εμπάθεια που δεν είχε διαφανεί τα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον γάλλο πλοίαρχο Vaillant που βρισκόταν εκείνη την εποχή στον Πόρο σε κατ'ιδίαν συνάντηση του με τον Μιαούλη, ο δεύτερος αποκάλεσε τον Καποδίστρια, Ρώσο και τύραννο.[15]
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους τάχθησαν υπερ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι οι Αγγλικοί, Γαλλικοί και Ρωσικοί στόλοι είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας έτσι ωστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπο την αρχηγία του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπο την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες.
Την 1η Αυγούστου κατέφθασε και ο Ρωσικός στόλος στο λιμάνι του Πόρου, όπου και απαίτησε την άμεση εγκατάλειψη των πλοίων. Το βράδυ της ίδιας μέρας εκρήξεις ακούστηκαν απο την πλευρά των επαναστατών ενώ με την ανατολή του ηλίου ανατινάχθηκε το πολεμικό πλοίο «Ελλάς». Στη συνέχεια ανατινάχθηκαν και τα υπόλοιπα πλοία. Υπαίτιος για αυτή την καταστροφή ήταν ο άλλοτε δοξασμένος απο τον ελληνικό λαό Ανδρέας Μιαούλης. Ο Μιαούλης είχε απειλήσει τις ξένες δυνάμεις να μην επιχειρήσουν έφοδο γιατί θα κατέστρεφε τον ελληνικό στόλο. Τελικά ύστερα και απο πιέσεις του Μαυροκορδάτου και των Υδραίων προκρίτων, έκανε πράξη τις απειλές του. Μετά την έκρηξη και του τελευταίου πλοίου διέφυγε με λέμβο μαζί με τον Μαυροκορδάτο στην Ύδρα.
Με εγκύκλιο του ο Καποδίστριας πληροφορεί τον ελληνικό λαό για τα γεγονότα στον Πόρο ενώ ο Κωνσταντίνος Κανάρης ανέφερε σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια: «Εν Πόρω 1 Αυγούστου 10 1/2 ώρας προς μεσημβρίας. Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την Ελλάδα και την κορβέτταν η Ύδρα είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εις αιώνιον ανάθεμα! Τα στρατεύματα κατέλαβον την πόλιν, το φρούριον και τα διασωθέντα ατμοκίνητα. Ευρέθησαν δε εις τ'ατμοκίνητα αυτά εις τον ναύσταθμον και εις τας αποθήκας φιτύλια εις τα υπονόμους, αι οποία έμελλον να αποκαταστήσουν τον Πόρον σωρόν ερειπίων και φαίνεται οτι ολίγον έλειψεν ώστε να τελειώσουν ο Μιαούλης και οι συναίτιοι του τοιαύτην πράξιν καταστροφής και ερημώσεως».[16]
Η πράξη του Μιαούλη ξεσήκωσε την γενική κατακραυγή όλων των σημαίνοντων προσωπικοτήτων εκτός βέβαια απο αυτών της Μάνης και της Ύδρας. Η αλήθεια είναι οτι ο Μιαούλης άθελα του έγινε όργανο του Μαυροκορδάτου[iv] και των συμφερόντων του, χωρίς όμως αυτό δεν δικαιολογεί την πράξη του, δηλαδή την πυρπόληση του στόλου. Ο Κωνσταντίνος Κούμας θα σημειώσει: «Αγαθέ ποτέ Μιαούλη κοσμοπεριβόητε δια τας κατά των εχθρών ανδραγαθίας σου πως έστερξας να γείνης όργανον αδικίας ανηκούστου και να περικαλύψης με όνειδος την μέχρι τούδε με κλέος στεφανωμένην κεφαλήν σου;».[17] Σίγουρη είναι πάντως η μεταμέλεια του Μιαούλη αφού σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη, ο Μιαούλης είχε πει στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1833: «Αν σε είχα σιμά μου εις τον Πόρον να με συμβουλεύσης οταν αποφάσισα να καύσω την φρεγάτα δεν θα την έκαια».[18]
Στις 13 Αυγούστου παραπέμφθηκαν σε δίκη, αν και δεν είχαν συλληφθεί, ενώ στις 14 Αυγούστου ο Καποδίστριας τους διεμήνυσε οτι σε περίπτωση που σταματήσουν τις εχθρικές τους ενέργειες προς την κυβέρνηση, «η κυβέρνησις είναι έτοιμη να λησμονήση τα παρελθόντα προς χάριν αυτών». Τελικά όλα έληξαν με την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Τελευταία χρόνια και προσωπική ζωή
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Τον Μάϊο του 1832 αρνήθηκε την θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου χωρίς ουσιαστικά να δικαιολογεί πειστικά την απόφαση του. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν οτι η άρνηση του να αναλάβει στόλαρχος ήταν συνέπεια των τύψεων που τον βασάνιζαν για την πυρπόληση του στόλου και δεν μπορεί να οφείλεται στο αίσθημα της μετριοφροσύνης.[19]
Τον Οκτώβριο του 1832 επιλέχθηκε απο την Βαυαρική αυλή ως ένας απο τους τρείς Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα.[v] Η τριμελής επιτροπή αποτελείτο απο τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη. Το 1833 με βασιλικό διάταγμα διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της επανάστασης, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γή, περιλήφθηκε στους ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τέλος δόθηκε το όνομα του σε πολεμικό πλοίο.
Απεβίωσε το απόγευμα της Κυριακής της 11ης Ιουνίου του 1835 απο αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε μέρες. Λίγες μέρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές και μάλιστα την πρώτη του είχε επιδώσει τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Η νεκρόσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης παρουσία της Ιεράς Συνόδου, της κυβέρνησης, αρκετών ξένων διπλωματούχων και πλήθους λαού. Την πομπή προς την τελευταία του κατοικία συνόδευε ιππικό και πεζικό ενώ προπορευόντουσαν και έξι κανόνια. Τον επικήδιο λόγο εκφώνησε ο πολιτικός και καθηγήτης του πανεπιστημίου Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος. Ενταφιάστηκε στην ακτή του Πειραιά, η οποία απο τότε ονομάστηκε Ακτη Μιαούλη. Ο τόπος ταφής δεν ήταν τυχαίος αφού σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρισκόταν και ο τάφος του Θεμιστοκλή.[20] Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη σχολή ναυτικών δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821.[21]
Αριστείο Αγώνα απονεμημένο από τον Όθωνα και το ρολόϊ του Μιαούλη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. (*)
Ήταν παντρεμένος απο το 1792 με την Ειρήνη Μπίκου, κόρη του ιερέα Ιωάννη. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά την Ευαγγελίδου και το 1823 σε τρίτο γάμο την χήρα του Κωνσταντίνου Γκιούστου. Παιδιά του απο τον πρώτο γάμο ήταν:
- ο Δημήτριος Μιαούλης (1794-1836), αγωνιστής του 1821 και πλοίαρχος
- ο Αντώνιος Μιαούλης (1800-1836), υπασπιστής του Όθωνα
- ο Ιωάννης Μιαούλης (1803-1830), αγωνιστής του 1821, απεβίωσε στην Αθήνα απο τύφο
- ο Αθανάσιος Μιαούλης (1815-1867), πρωθυπουργός της Ελλάδας και ναύαρχος
- ο Εμμανουήλ Μιαούλης (1812-1871), αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, γιος του οποίου ήταν ο ζωγράφος Νικόλαος Βώκος
- ο Νικόλαος Μιαούλης (1818-1872), αξιωματικός του βασιλικού ναυτικόυ και υπασπιστής του Όθωνα
η Μαρία, σύζυγος του Θεόδωρου Γκίκα και μετέπειτα του Λαζάρου Πινότση
Σημειώσεις
i. ^ Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με τον ακριβή τόπο γέννησης του Ανδρέα Μιαούλη. Πολλοί ιστορικοί με βάση τοπικές παραδόσεις υποστηρίζουν οτι γεννήθηκε στα Φύλλα Ευβοίας.[22] Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο αφού οι Βώκοι παρουσιάζονται μόνιμα εγκαταστημένοι στην Ύδρα απο το 1668. Έτσι θεωρείται πιθανότερο, αν όχι σίγουρο, να έχει γεννηθεί στην Ύδρα. Την τελευταία άποψη ενστερνίζονται και οι Γεώργιος Κριεζής, Αντώνιος Σαχίνης, Κωνσταντίνος Ράδος κ.α.[23] Αξίζει να σημειωθεί οτι ο Ανδρέας Μιαούλης σε επιστολή προς τον Καποδίστρια σχετικά με γράμμα δημογερόντων της Εύβοιας αναφέρει: «Αυτής» εννοώντας την Εύβοια «ως ούσης γής της γεννήσεως των πατέρων μου, λογίζομαι πατριώτης». Αναγνωρίζει λοιπόν την Εύβοια ως τόπο γέννησης των προγόνων του αλλά οχι δικό του.[24]
ii. ^ Το οικογενειακό επώνυμο του Μιαούλη ήταν Βώκος ή Βόκος. Γιατί όμως ο Ανδρέας αποφάσισε να άλλαξει το επώνυμο του δεν είναι γνωστό. Εικάζεται οτι το επώνυμο Μιαούλης το απέκτησε απο το τουρκικό πλοίο «Μιαούλ» που αγόρασε στην Χίο.[25] Μια άλλη εκδοχή κάνει λόγο για προσωνύμιο που του κόλλησαν οι άνδρες του πληρώματός του επειδή συνήθιζε να τους φωνάζει με «μια ούλοι», δηλαδή με «μιας όλοι μαζί».[26] [27]. Αυτό όμως αμφισβητείται από το γεγονός ότι τότε ο Μιαούλης δεν μπορούσε να δώσει τέτοιο παράγγελμα αφού τα πληρώματά του μιλούσαν και καταλάβαιναν μόνο αλβανικά.[28]
iii. ^ Αξίζει να αναφερθεί και η άποψη του Κορδάτου, ο οποίος υποστηρίζει οτι ο Μιαούλης ήταν μασόνος με αρκετά μεγάλο βαθμό. Έτσι ο Νέλσων, ο οποίος ήταν διάσημος μασόνος, λόγω της κοινής τους ιδιότητας τον άφησε ελεύθερο σε αντίθεση με τους δύο άλλους Σπετσιώτες που είχε συλλάβει και οι οποίοι δεν είχαν πραγματικά καμία σχέση με τους Γάλλους.[29]
iv. ^ Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν παραδέχθηκε ποτέ την εμπλοκή του στην λήψη της απόφασης του Μιαούλη να πυρπολήσει τον εθνικό στόλο. Χαρακτηριστικά σε ομιλία του στη βουλή αναφέρει: 'Σας είπαν, Κύριοι, οτι εγώ εσυμβούλευσα τον εμπρησμόν του εθνικού στόλου· δεν είναι αληθές [..] «αν τα πλοία δεν εκαίοντο τότε, η Ελλάς ήθελε θρηνεί σήμερον το γενικόν των ελευθεριών της ναυάγιον». [30] Βλέπουμε οτι στο τέλος της ομιλίας του ενώ αρνείται την κατηγορία περι συνενοχής δικαιολογεί ως πολιτικός σύμβουλος του Μιαούλη απολύτως την πράξη του.
v. ^ Η απόφαση της Βαυαρικής αυλής να συμπεριλάβει τον Μιαούλη στην τριμελή επιτροπή προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια σε μεγάλη μερίδα αγωνιστών της επανάστασης αλλά και στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος απέρριψε την πρόταση να αντικαταστήσει ο γιος του, Ιωάννης Γενναίος Κολοκοτρώνης, τον Νικηταρά στην τριμελή επιτροπή. Ύστερα και απο αυτή την άρνηση την κενή θέση κάλυψε ο Δημήτρης Πλαπούτας.
Παραπομπές
- ↑ Ιστοσελίδα sansimera.gr, βιογραφία Ανδρέα Μιαούλη
- ↑ Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου", τόμος 13, σελ. 544
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.44-45, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Αντώνιος Λιγνός, Ιστορία της νήσου Ύδρας, τόμος Α΄, σελ.60-67
- ↑ Ιστοσελίδα sansimera.gr, βιογραφία Ανδρέα Μιαούλη
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.48, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο κοινότητος Ύδρας, τόμος 7, Πειραιάς 1826, σελ.301
- ↑ Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος Β΄, Αθήνα 1968, σελ.481
- ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Α΄,εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1997, σελ.144, ISBN:960-600-524-0
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.125, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1959, σελ.129
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.262, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Ιωάννης Λαζαρόπουλος, Το πολεμικόν ναυτικόν της Ελλάδος απο ανεξαρτησίας μέχει βασιλείας Όθωνος, Αθήνα 1936, σελ.265
- ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Α΄,εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1997, σελ.227, ISBN:960-600-524-0
- ↑ Επιτομαί εγγράφων, του βρεταννικού υπουργείου εξωτερικών, σελ.510
- ↑ Αρχεία Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, 4, σελ.493-494
- ↑ Κωνσταντίνος Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τόμος ΙΒ΄, σελ.741-742
- ↑ Νικόλαος Δραγούμης, ιστορικές αναμνήσεις, τόμος Α΄, σελ.193
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.344, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Μάρω Βουγιούκα-Βασίλης Μεγαρίδης, Οδωνυμικά του Πειραιά, Αθήνα 1996, σελ.351
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.361, ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Εμμανουήλ Δ. Σαγκριώτης, Ευβοϊκά, τεύχος Α΄, Χαλκίδα 1909, σελ.13
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.31-32 ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Δημήτριος Σταμέλος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σελ.29-30 ISBN:960-05-1089-X
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδ. Δομή, Αθήνα 1996, τόμος 22, σελ.145
- ↑ Ιστοσελίδα sansimera.gr, βιογραφία Ανδρέα Μιαούλη
- ↑ Εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, Ανδρέας Μιαούλης, Κυριακή 6 Ιουλίου 2003
- ↑ Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου, τόμος 13, σελ.543
- ↑ Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, τόμος Β΄, Αθήνα 1957, σελ.589
- ↑ Αρχείο κοινότητας Ύδρας, 15, σελ.495-497
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License