ART

EVENTS

ΕλλάδαΕλλάδα

Περιφέρεια : Νοτίου Αιγαίου
Νομός : Νομός Δωδεκανήσου

Grafik1

Η Ρόδος είναι ένα νησί της Ελλάδας που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Βρίσκεται περίπου 350 χλμ νοτιοανατολικά της Αθήνας και 18 χλμ νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Με έκταση 1.400,684 τ. χλμ. είναι το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων, το τέταρτο σε σειρά ολόκληρης της χώρας[σημ. 1] και το ένατο της Μεσογείου[1]. Βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος. Διαθέτει ακτογραμμή μήκους 253 χλμ.[2] και το υψηλότερο σημείο της είναι η κορυφή του όρους Αττάβυρος σε ύψος 1.215 μ.[3] Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός του νησιού ανέρχεται σε 115.490 κατοίκους,[4] γεγονός που καθιστά τη Ρόδο το τρίτο πολυπληθέστερο ελληνικό νησί[σημ. 2].

Στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού βρίσκεται η πρωτεύουσά του, η πόλη της Ρόδου, που με πληθυσμό περίπου 55.000 κατοίκους αποτελεί και τον μεγαλύτερο οικισμό του. Εντός των ορίων της πόλης της Ρόδου, βρίσκεται η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ή Παλιά Πόλη, όπως αποκαλείται από τους ντόπιους, μια από τις καλύτερα διατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις του κόσμου, που έχει αναγνωριστεί από το 1988 ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Εντός των τειχών της Παλιάς Πόλης βρίσκονται αξιόλογα μνημεία από τη Βυζαντινή εποχή, την Τουρκοκρατία και την περίοδο της Ιταλοκρατίας, με επιβλητικότερο το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου.

Στα βορειοδυτικά και σε απόσταση περίπου 12 χλμ από την πόλη, βρίσκεται o Κρατικός Αερολιμένας Ρόδου «Διαγόρας», που αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου των επισκεπτών στο νησί. Το γεγονός ότι κατατάσσεται σταθερά τέταρτο σε αφίξεις σε εθνικό επίπεδο[σημ. 3], καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι επισκέπτες που καταφτάνουν στο νησί με κάποιο κρουαζιερόπλοιο απαριθμούνται σε δεκάδες χιλιάδες ανά έτος, αποδεικνύουν πως η Ρόδος είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος τουριστικός προορισμός με ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία.

Μυθολογία

Ο Πίνδαρος αναφέρει για τη Ρόδο: όταν ο Δίας και οι άλλοι θεοί αποφάσισαν να μοιράσουν τη γη, ξέχασαν να κρατήσουν έναν κλήρο για τον θεό Ήλιο, που έλειπε, καθώς εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα. Όταν ο Ήλιος ανέφερε την αδικία, ο Δίας ήταν έτοιμος να ξανακάνει την κλήρωση, αλλά ο Ήλιος δεν τον άφησε, καθώς, μέσα από τη θάλασσα είδε να αναδύεται μια εύφορη χώρα. Τότε ζήτησε από τη Λάχεση και τον Δία να δώσουν όρκο, πως όταν το νησί αυτό τελικά αναδυθεί θα είναι δικό του για πάντα, όπως και έγινε.[7]

Ο Διόδωρος Σικελιώτης λέει, πως οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Τελχίνες, σπουδαίοι τεχνίτες και εφευρέτες, που κατείχαν μαγικές ικανότητες. Στο νησί ο Δίας έσμιξε με την ντόπια νύμφη Ιμαλία, που του έκανε τρεις γιους[σημ. 5] και ο Ποσειδώνας με την αδελφή των Τελχινών, την Αλία, που του έκανε έξι γιους και μια κόρη, τη Ρόδο[σημ. 6]. Όταν, μια φορά η θεά Αφροδίτη ταξίδευε από τα Κύθηρα στην Κύπρο, οι γιοι του Ποσειδώνα την εμπόδισαν να σταματήσει εκεί. Οργισμένη η θεά τους τρέλανε και αυτοί βίασαν τη μητέρα τους και προκάλεσαν πολλά κακά στον τόπο. Όταν ο Ποσειδώνας έμαθε τι είχε γίνει, έθαψε τους γιους του στη γη. Η Αλία έπεσε εκούσια στη θάλασσα και οι ντόπιοι της απέδωσαν θεϊκές τιμές, ονομάζοντάς τη Λευκοθέα. Οι Τελχίνες έζησαν στο νησί ωσότου να αντιληφθούν τον επερχόμενο κατακλυσμό, οπότε το εγκατέλειψαν.[8]

Μετά τον κατακλυσμό, ο θεός Ήλιος έσμιξε με τη Ρόδο στο νησί, χαρίζοντας του το όνομά της, και εξαφάνισε τα νερά της πλημμύρας. Ο Ήλιος με τη Ρόδο γέννησαν εφτά γιους, τους Ηλιάδες: Όχιμο, Κέρκαφο, Μάκαρα, Ακτίνα, Τενάγη, Τρίοπα, Κάνδαλο και μια κόρη την Ηλεκτρυώνη, που πέθανε παρθένα. Όταν οι Ηλιάδες ανδρώθηκαν, ο Ήλιος τους αποκάλυψε ότι οι πρώτοι που θα τελούσαν θυσία στη θεά Αθηνά, θα είχαν για πάντα την εύνοιά της. Πράγματι, οι Ηλιάδες θυσίασαν πρώτοι στη θεά, αλλά πάνω στη βιασύνη τους δεν έκαψαν τα θύματά τους πριν τα προσφέρουν στους βωμούς.[σημ. 7] Για αυτό το λόγο παρέμεινε η παράδοση των άπυρων θυσιών στη θεά Αθηνά στο νησί. Οι Ηλιάδες ξεχώριζαν στη μάθηση και περισσότερο στην αστρολογία, εισήγαγαν νέες πρακτικές στη ναυτιλία και διέταξαν τον διαχωρισμό της μέρας σε ώρες. Ο πιο ευφυής από αυτούς ήταν ο Τενάγης και τα αδέλφια του τον σκότωσαν από τη ζήλια τους. Αλλά, μόλις η πράξη τους έγινε γνωστή διέφυγαν σε άλλα μέρη. Μόνο ο Όχιμος και ο Κέρκαφος, που δε μετείχαν στον φόνο, έμειναν στο νησί και έχτισαν την Αχαΐα. Ο Όχιμος, ως μεγαλύτερος, έγινε ηγεμόνας και πήρε για σύζυγό του μια ντόπια νύμφη, την Ηγητορία, από την οποία απέκτησε μια κόρη, την Κυδίππη. Ο Κέρκαφος παντρεύτηκε την Κυδίππη και διαδέχθηκε τον Όχιμο. Οι τρεις γιοι τους, ο Κάμειρος, ο Ιάλυσος και ο Λίνδος μοίρασαν το νησί σε τρία μέρη και ο καθένας έκτισε μια πόλη με το όνομά του.[9]

Όταν ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο με τις κόρες του, κατέπλευσε στη Λίνδο, όπου έγινε δεκτός με θέρμη από τους κατοίκους. Εκεί έχτισε το ιερό της Λινδίας Αθηνάς και αφιέρωσε ένα άγαλμα στη θεά, πριν εκπλεύσει για το Άργος. Αργότερα, ο Κάδμος αναζητώντας την αδελφή του, Ευρώπη, αναγκάστηκε να σταματήσει και αυτός στο νησί λόγω της κακοκαιρίας. Έχτισε ένα τέμενος αφιερωμένο στον Ποσειδώνα και τίμησε και τη Λινδία Αθηνά. Φεύγοντας άφησε μερικούς από τους Φοίνικες συντρόφους του στην Ιαλυσό, που αναμείχθηκαν με τους ντόπιους και από τους οποίους γινόταν η κληρονομική επιλογή των ιερέων της Ιαλυσού.[10] Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης στο έργο του Δειπνοσοφισταί παραθέτει έναν μύθο από τον Ρόδιο ιστορικό Εργεία, που αναφέρει πως τους Φοίνικες αυτούς πολιόρκησε ο Ίφικλος. Αυτοί όμως υπό τον αρχηγό τους, τον Φάλανθο, ήταν καλά οχυρωμένοι στην Αχαΐα και είχαν επάρκεια νερού. Υπήρχε μάλιστα χρησμός πως θα έφευγαν από τη χώρα «όταν τα κοράκια γίνουν λευκά και εμφανισθούν ψάρια στους κρατήρες του κρασιού». Ο Ίφικλος λοιπόν, έστησε ενέδρα στον Λάρκα, τον υπηρέτη του Φάλανθου και τον έπεισε να ρίξει στον κρατήρα από τον οποίο έπινε κρασί ο Φάλανθος, νερό από την υδρία που του έδωσε εκείνος και περιείχε ψάρια. Επίσης, ο Ίφικλος έβαψε με γύψο κοράκια και τα άφησε ελεύθερα. Ο Φάλανθος όταν είδε τα λευκά κοράκια και μετά τα ψάρια μέσα στον κρατήρα με το κρασί του, αποφάσισε να συνθηκολογήσει. Η συμφωνία των δύο ήταν ο Ίφικλος να παράσχει πλοία για να φύγουν με ασφάλεια ο Φάλανθος και οι δικοί του και εκείνοι να πάρουν μόνο ότι έχουν στην κοιλιά τους. Ο Φάλανθος γέμισε τις κοιλιές των ιερειών με χρυσό και άργυρο, όμως ο Ίφικλος τους εμπόδισε να φύγουν. Όταν ο Φάλανθος παραπονέθηκε, θυμίζοντάς του τη συμφωνία τους, ο Ίφικλος ανταποκρίθηκε πως τότε θα αφαιρέσει και αυτός τα πηδάλια και τα κουπιά και τα ιστία, διότι υποσχέθηκε μόνο τα πλοία και τίποτα άλλο. Έτσι οι Φοίνικες έθαψαν πολλά από τα χρήματά τους στη γη, για να τα βρουν αν ξανάρθουν και πολλά τα έδωσαν στον Ίφικλο. Ο Αθήναιος παραθέτει και μια παραλλαγή του μύθου από έναν άλλο Ρόδιο ιστορικό, τον Πολύζηλο, ο οποίος στα Ροδιακά του αναφέρει πως τον χρησμό τον ήξεραν μόνο ο Φακάς και η κόρη του η Δορκία. Αυτή, επειδή ερωτεύτηκε τον Ίφικλο, έπεισε την τροφό της να βάλει τον υπηρέτη να ρίξει τα ψάρια στον κρατήρα του Φάλανθου και η ίδια έβαψε τα κοράκια.[11]

Σε μια άλλη περίοδο, όταν οι Ρόδιοι υπέφεραν εξαιτίας μεγάλων φιδιών που σκότωναν τους ντόπιους, απέστειλαν στη Δήλο άνδρες για να ρωτήσουν τον θεό Απόλλωνα πώς θα απαλλαγούν από το κακό αυτό. Ο θεός τους πρόσταξε να φέρουν στη Ρόδο τον Φόρβαντα, τον γιο του Λαπίθη, μαζί με τους συντρόφους του. Οι Ρόδιοι τον κάλεσαν, όπως όριζε ο χρησμός και ο Φόρβαντας σκότωσε τα φίδια απαλλάσσοντας το νησί από τον φόβο. Κατοίκησε στη Ρόδο μαζί με τους συντρόφους του και αφού απέδειξε ότι ήταν σπουδαίος άνδρας, έλαβε ηρωικές τιμές μετά τον θάνατό του.[10] Και στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου παρατίθεται ένας μύθος που αφορά τον Φόρβαντα, όπως τον αναφέρει ο Διευχίδας στα Μεγαρικά του. Όταν ο Τρίοπας πέθανε μεταξύ Κνιδίας και Σύμης, κάποιοι από αυτούς που είχαν εκστρατεύσει μαζί του ακολούθησαν τον Φόρβαντα στην Ιαλυσό, ενώ άλλοι ακολούθησαν τον Περίεργο (τον αδελφό του Φόρβαντα) και κατέλαβαν την Καμιρίδα. Ο Φόρβαντας και η αδελφή του η Παρθενία ναυάγησαν και βγήκαν στην ακτή της Ιαλυσού σε έναν τόπο που τον έλεγαν Σχεδία. Εκεί τους βρήκε ένας κυνηγός, ο Θαμνέας, που έχοντας σκοπό να τους φιλοξενήσει έστειλε έναν υπηρέτη να ειδοποιήσει τη γυναίκα του να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες. Όμως όταν έφτασε σπίτι του τίποτα δεν ήταν έτοιμο, οπότε έφτιαξε μόνος του το φαγητό που τους προσέφερε. Ο Φόρβαντας ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που, όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει ζήτησε από τους φίλους του η νεκρική τελετή να γίνει από ελεύθερους και όχι δούλους· έτσι παρέμεινε η παράδοση στις θυσίες υπέρ του Φόρβαντα να μη μετέχουν δούλοι.[12]

Σε έναν άλλο μύθο, ο βασιλιάς της Κρήτης Κατρέας, ζήτησε χρησμό για το πώς θα πέθαινε και έλαβε απάντηση πως θα πέθαινε από τα χέρια ενός παιδιού του. Ο Κατρέας προσπάθησε να κρύψει τον χρησμό, αλλά ο γιος του, ο Αλθαιμένης, τον έμαθε και θέλοντας να αποφύγει να γίνει πατροκτόνος, έφυγε από την Κρήτη μαζί με την αδελφή του, την Απημοσύνη. Κατέφτασαν σε μια περιοχή της Ρόδου την οποία ονόμασαν Κρητηνία. Και όταν ο Αλθαιμένης ανέβηκε στο βουνό Αττάβυρος, αγναντεύοντας τα γύρω νησιά είδε από μακριά την πατρίδα του την Κρήτη· και ενθυμούμενος τους θεούς των προγόνων του έχτισε τον ναό του Ατταβυρίου Διός. Λίγο αργότερα, ο θεός Ερμής ερωτεύτηκε την Απημοσύνη και άρχισε να την καταδιώκει. Όμως ήταν ταχύτερή του και δεν μπορούσε να την πιάσει. Έτσι ο θεός έριξε φρέσκο χορτάρι στον δρόμο της και εκείνη γλίστρησε και έχασε την παρθενία της. Όταν αφηγήθηκε στον Αλθαιμένη τι είχε συμβεί, δεν την πίστεψε και οργισμένος την κλώτσησε μέχρι θανάτου. Χρόνια αργότερα, ο γερασμένος Κατρέας αποφάσισε να παραδώσει το βασίλειό του στον μοναδικό γιο του, τον Αλθαιμένη, και έπλευσε για τη Ρόδο. Φτάνοντας σε ένα έρημο μέρος του νησιού, κάποιοι βοσκοί νόμισαν ότι αυτός και το πλήρωμα του πλοίου του ήταν πειρατές και τους επιτέθηκαν. Ο Κατρέας προσπάθησε να τους εξηγήσει, όμως οι βοσκοί δεν άκουγαν εξαιτίας των γαβγισμάτων των σκύλων τους. Τότε, κατέφθασε και ο Αλθαιμένης και με ένα ακόντιο σκότωσε, εν αγνοία του, τον πατέρα του. Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, ο Αλθαιμένης προσευχήθηκε και χάθηκε σε ένα χάσμα.[13][σημ. 8]

Λίγο πριν τον Τρωικό Πόλεμο, ο Τληπόλεμος, ο γιος του Ηρακλή, σκότωσε τον Λικύμνιο, τον νόθο αδελφό της γιαγιάς του, της Αλκμήνης και έλαβε χρησμό να φύγει από το Άργος. Ακολουθούμενος από αρκετούς άλλους Αργείους κατέφθασε στη Ρόδο, όπου έγινε ηγεμόνας ολόκληρου του νησιού.[14] Μετά την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι, ο Τληπόλεμος μετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των Αχαιών[15][16], καθώς ήταν ένας από τους μνηστήρες της[17]. Τελικά, βρέθηκε αντιμέτωπος σε μάχη με τον Σαρπηδόνα, τον οποίο τραυμάτισε μεν σοβαρά, αλλά ο ίδιος δέχτηκε ένα θανάσιμο πλήγμα[18]. Σύμφωνα με μία παράδοση, οι Ρόδιοι, αποχωρώντας από την Τροία, μετέφεραν τα οστά του Τληπολέμου στη Ρόδο, διότι δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα χωρίς τον ηγέτη τους. Λέγεται μάλιστα, πως υπήρχε ιερό και τάφος του Τληπόλεμου στη Ρόδο και ότι τελούνταν προς τιμήν του αγώνες για παίδες και ενήλικες, τα Τληπολέμια, στα οποία το βραβείο ήταν ένα στεφάνι από λεύκη.[19] Ένας άλλος μύθος λέει, πως μετά το τέλος του πολέμου οι σύντροφοι του Τληπόλεμου έφτασαν στην Κρήτη και από εκεί παρασύρθηκαν από τους ανέμους ως τις Γυμνησίες νήσους, όπου έκαναν αποικία[20][21].

Ο Τληπόλεμος άφησε στη Ρόδο μια σύζυγο, την Πολυξώ. Μια αφήγηση, που βασίζεται στην παραλλαγή του μύθου που η Ελένη βρισκόταν στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, λέει πως όταν ο Μενέλαος και η Ελένη επέστρεφαν από την Αίγυπτο, αναγκάστηκαν να σταματήσουν στη Ρόδο. Η Πολυξώ, που ακόμα πενθούσε για τον σύζυγό της, θέλησε να τους εκδικηθεί. Έτσι μάζεψε όσους άντρες και γυναίκες μπορούσε και με φωτιές και με πέτρες επιτέθηκαν στα πλοία. Επειδή ο άνεμος δεν επέτρεπε τον απόπλου των πλοίων, ο Μενέλαος αποφάσισε να κρύψει την Ελένη κάτω από το κατάστρωμα και να ντύσει την πιο όμορφη από τις ακολούθους της με βασιλικά ενδύματα και διάδημα. Οι Ρόδιοι, θεωρώντας ότι είναι η Ελένη, επιτέθηκαν στην άτυχη κοπέλα σκοτώνοντας την. Τότε, ικανοποιημένοι με την εκδίκηση που (νόμιζαν ότι) πήραν, αποχώρησαν επιτρέποντας στον Μενέλαο και την Ελένη να συνεχίσουν το ταξίδι τους με ασφάλεια.[22]

Μια άλλη παραλλαγή του ίδιου μύθου λαμβάνει χώρα μετά τον θάνατο του Μενελάου. Τότε οι νόθοι γιοι του, Νικόστρατος και Μεγαπένθης, εξόρισαν την Ελένη και εκείνη κατέφυγε στη Ρόδο θεωρώντας την Πολυξώ φίλη της. Εκείνη όμως, κάποια στιγμή που η Ελένη λουζόταν, έστειλε κάποιες υπηρέτριες της μεταμφιεσμένες ως Ερινύες που την έπιασαν και την κρέμασαν σε ένα δέντρο. Και για αυτό, λέει ο Παυσανίας, οι Ρόδιοι είχαν το ιερό της Ελένης Δενδρίτιδας.[23]

Grafik2

Κολοσσός της Ρόδου

Ιστορία

Ρόδος Τετράδραχμο, Ρόδος,

Προϊστορική και Μυκηναϊκή εποχή

Τα παλαιότερα ευρήματα στη Ρόδο προέρχονται από την ανατολική – βορειοανατολική πλευρά του νησιού. Στο σπήλαιο Ερημόκαστρο στις Καλυθιές οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν απολιθωμένα οστά νάνων ελεφάντων της Λίθινης εποχής.[24] Η πρώτη ανθρώπινη δραστηριότητα μαρτυρείται στο σπήλαιο Κούμελο στον Αρχάγγελο και το σπήλαιο Αγίου Γεωργίου στις Καλυθιές. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν ακονισμένες πέτρες και οστά ζώων (που χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία κοπής ή/και όπλα), θραύσματα αγγείων με υπολείμματα δημητριακών, σκεύη μαγειρικής, εργαλεία για το γνέσιμο του μαλλιού κ.α. Η χρονολόγηση των ευρημάτων αυτών δείχνει ότι το νησί κατοικείται τουλάχιστον από την Ύστερη Νεολιθική εποχή (5300 - 4800 π.Χ.)[24]. Γενικώς αποδεκτή θεωρία είναι πως οι πρώτοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στο νησί από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές.

Στην περιοχή Ασώματος Κρεμαστής, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, βρέθηκε ο παλαιότερος Νεολιθικός οικισμός, που χρονολογείται στο 2400 - 1950 π.Χ.[24]. Δεν είναι ξεκάθαρο αν υπήρξε Μινωική αποίκιση στη Ρόδο, όμως ευρήματα αποδεικνύουν ότι υπήρχαν, τουλάχιστον, εμπορικές επαφές με τους Μινωίτες. Η γεωγραφική θέση της Ρόδου την κατέστησε, από νωρίς, κόμβο εμπορίου, με προϊστορικά ευρήματα να υποδεικνύουν εμπορικές επαφές, πέρα από τη Μινωική Κρήτη, με την Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη και φυσικά τον Ελλαδικό χώρο.

Η αποίκιση της Ρόδου από τους Μυκηναίους χρονολογείται τον 15ο αι. π.Χ. Τα ευρήματα αυτής της περιόδου προέρχονται από τάφους, με ενδιαφέροντα κτερίσματα, όπως διάφορα αγγεία τελετουργικής χρήσης, ξίφη, δόρατα, χάλκινα εργαλεία καθημερινής χρήσης, αλλά και κοσμήματα υψηλής τεχνικής. Εκτιμάται πως τη Μυκηναϊκή εποχή χτίστηκε η αρχαιότερη πόλη της Ρόδου, η Αχαΐα, γνωστή από φιλολογικές πηγές. Κατά τις μετακινήσεις των ελληνικών φύλων τον 11ο αι. π.Χ., η Ρόδος αποικίστηκε από τους Δωριείς.
Γεωμετρική, Αρχαϊκή και Κλασική εποχή
Ξυλογραφία του Κλεοβούλου, στο έργο του Guillaume Rouillé Promptuarii Iconum Insigniorum (1553).

Η άφιξη των Δωριέων στη Ρόδο σηματοδοτεί και τον διαχωρισμό του νησιού σε τρία κράτη, που είχαν κέντρο τις πόλεις: Ιαλυσός στα βορειοδυτικά, Κάμειρος στα δυτικά και Λίνδος στα ανατολικά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για εντάσεις και διενέξεις μεταξύ των τριών πόλεων της Ρόδου. Αντιθέτως, οι τρεις τους σχημάτισαν τη λεγόμενη Δωρική Εξάπολη[σημ. 9], μαζί με την, επίσης νησιωτική, πόλη της Κω και τις πόλεις της Κνίδου και της Αλικαρνασσού από τις κοντινές μικρασιατικές ακτές. Επρόκειτο για ένα θρησκευτικό κοινό με κέντρο τον ναό του Τριόπιου Απόλλωνος που βρισκόταν στη χερσόνησο της Κνίδου.[25]

Τους επόμενους αιώνες οι Ρόδιοι ταξιδεύουν και χτίζουν αποικίες: τη Ρόδη στη μακρινή Ιβηρία[21][σημ. 10] και στην Ιταλία· την Παρθενόπη[21][σημ. 11] και, μαζί με τους Κώους, τις Ελπίες στη Δαυνία[21]. Οι Σόλοι στην Κιλικία χτίστηκαν από Λινδίους και Αχαιούς[26]. Λίνδιοι έχτισαν και τη Φασηλίδα στη Λυκία [27], ενώ περίπου το 688 π.Χ. Λίνδιοι μαζί με Κρήτες αποίκους έχτισαν τη Τζέλα στη Σικελία[28][29]. Σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου, οι Λίνδιοι έλαβαν μέρος στον αποικισμό της Κυρήνης και της Σύβαρης[30][σημ. 12]. Ο Διόδωρος ο Σικελός λέει πως το Λίπαρι αποικίστηκε από Κνιδίους και Ροδίους[31], το ίδιο και η Σύμη[32], ενώ η Νίσυρος αποικίστηκε από Ροδίους, μετά από μια επιδημία που αφάνισε τους Κώους αποίκους[32]. Τέλος, περίπου το 550 π.Χ. Ρόδιοι μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες χτίζουν τη Ναυκράτιδα στην Αίγυπτο[33].

Κατά τον 6ο αι. π.Χ. έζησε και κυβέρνησε τη Λίνδο ως τύραννος ο Κλεόβουλος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.[34] Τον ίδιο αιώνα οι Καμίριοι κόβουν το πρώτο τους νόμισμα και οι Ιαλύσιοι και οι Λίνδιοι κάνουν το ίδιο κατά τον 5ο αιώνα.[34] Στους Περσικούς Πολέμους, μετά την ατελέσφορη εκστρατεία του Μαρδόνιου το 492 π.Χ, οργανώθηκε μια νέα εκστρατεία με επικεφαλής τους Δάτη και Αρταφέρνη. Οι Πέρσες, αφού συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στράτευμα στην Κιλικία, ξεκίνησαν μια εισβολή από θαλάσσης. Σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου, οι Πέρσες πολιόρκησαν την πόλη της Λίνδου ανεπιτυχώς το 490 π.Χ. Ωστόσο, όταν ο Ξέρξης απαριθμούσε τον στρατό του στην πόλη Δορίσκος της Θράκης, οι Ρόδιοι, μαζί με τους Κώους και τους άλλους Δωριείς της Καρίας συμμετείχαν με 40 πλοία[35]. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων και οι τρεις πόλεις της Ρόδου συμμετείχαν στη Δηλιακή Συμμαχία αποδίδοντας φόρο[σημ. 13] στο ταμείο υπέρ της εκστρατείας κατά των Περσών[36].

Ο αυξανόμενος αυταρχισμός των Αθηναίων και στη συνέχεια ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, που έφερε τους Ροδίους, ως μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας, ενάντια στους ομόφυλους (Δωριείς) Σπαρτιάτες, προκάλεσαν έντονες εσωτερικές αναταραχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Ερατίδες[σημ. 14], μια αριστοκρατική οικογένεια της Ιαλυσού, που πρωτοστάτησε κατά των Αθηναίων. Μάλιστα, ο Δωριέας, γιος του περίφημου ολυμπιονίκη πύκτη Διαγόρα, ολυμπιονίκης και ο ίδιος[37], εκδηλώθηκε υπέρ των Σπαρτιατών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να καταδικάσουν αυτόν και ολόκληρη την οικογένειά του σε θάνατο, αναγκάζοντάς τους να γίνουν φυγάδες[38] και να καταφύγουν στους Θουρίους.

Παρόλα αυτά, οι Ρόδιοι συμμετείχαν στη Σικελική εκστρατεία του 415 - 413 π.Χ. με 2 πεντηκοντόρους και 700 σφενδονήτες[39], κατά την οποία αναγκάστηκαν μάλιστα να πολεμήσουν ενάντια στους ίδιους τούς τους αποίκους, τους Τζελώους[40]. Η αποτυχία της εκστρατείας άλλαξε την κατάσταση και οι παλιοί σύμμαχοι στράφηκαν κατά των Αθηναίων.

Το 412 π.Χ, λοιπόν, ο Δωριέας (ο οποίος είχε διωχθεί από τους Αθηναίους πριν μερικά χρόνια[38]) με 10 πλοία από τους Θουρίους (που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Αθηναίων στη Σικελική εκστρατεία[41]) θα επανέλθει ως σύμμαχος των Σπαρτιατών και θα καταπλεύσει στην Κνίδο[42]. Εκεί, οι Σπαρτιάτες, αφού δέχτηκαν προσκλήσεις από τους ολιγαρχικούς της Ρόδου και θέλοντας να προσεταιρισθούν ένα νησί με πολλούς ναύτες και πεζούς στρατιώτες, που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν έναν ισχυρό στόλο χωρίς τη βοήθεια των Περσών, αποφάσισαν να επέμβουν. Έτσι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με επικεφαλής τον Αστύοχο, έπλευσαν με 94 πλοία κατά της Καμείρου και προκάλεσαν τόσο τρόμο στους κατοίκους, που άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη, καθώς ήταν ατείχιστη. Τελικά, τους κάλεσαν να επιστρέψουν και έπεισαν αυτούς, αλλά και τους πολίτες της Ιαλυσού και της Λίνδου να αποστατήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Σπαρτιάτες ενισχύθηκαν οικονομικά με 32 τάλαντα από τους Ροδίους, ενώ παράλληλα αποφάσισαν να ανασύρουν τα πλοία τους στην ξηρά και να παραμείνουν αδρανείς για 80 ημέρες.[43]

Στο διάστημα αυτό, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αντιδράσουν και, με επικεφαλής τους Λέοντα και Διομέδοντα, έκαναν μια επιτυχημένη απόβαση και νίκησαν τους Ροδίους που έτρεξαν να τους αντιμετωπίσουν· τελικά επέστρεψαν στη Χάλκη, που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριό τους κατά του Σπαρτιατικού στόλου.[44] Εν τω μεταξύ, ο Πέρσης σατράπης Τισσαφέρνης κατάφερε να επισυνάψει συνθήκη συμμαχίας με τους Σπαρτιάτες, παρέχοντάς τους χρήματα για τη συντήρηση του στόλου τους[45]. Ο Σπαρτιατικός στόλος έφυγε από τη Ρόδο και έπλευσε στη Μίλητο[46], που ανήκε στην επικράτεια του Τισσαφέρνη. Όμως, κατά την παραμονή του στόλου εκεί, υπήρξε έντονη δυσαρέσκεια κατά του Τισσαφέρνη, που φαίνεται πως κωλυσιεργούσε στην πληρωμή των μισθών. Σε ένα περιστατικό, κάποιοι σύμμαχοι στρατιώτες στράφηκαν κατά του Αστυόχου, απαιτώντας την καταβολή των μισθών τους. Εκείνος αντέδρασε έντονα, τους απείλησε και ύψωσε μάλιστα τη ράβδο του να χτυπήσει τον Δωριέα, που συνηγορούσε υπέρ των στρατιωτών του. Οι στρατιώτες εξαγριώθηκαν και κινήθηκαν εναντίον του, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει σε έναν βωμό για να γλυτώσει από τον θυμό τους. Ευτυχώς για τον ίδιο, η θητεία του Αστυόχου έληγε και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το συμβάν αυτό, έφτασε στη Μίλητο ο αντικαταστάτης του, ο Μίνδαρος.[47]

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (411 π.Χ.), ο Μίνδαρος με τον Σπαρτιατικό στόλο εξέπλευσε προς τον Ελλήσποντο[48], στέλνοντας παράλληλα τον Δωριέα με 13 πλοία στη Ρόδο για να καταστείλει την εκεί προσπάθεια εξέγερσης[49]. Και αφού ξεκαθάρισε την κατάσταση στη Ρόδο[50], εξέπλευσε και αυτός προς τον Ελλήσποντο στην αρχή του χειμώνα[51]. Όμως φτάνοντας εκεί, έγινε αντιληπτός από τους Αθηναίους, και από κοινού με τον στόλο του Μινδάρου, που ήρθε προς ενίσχυσή του, ενεπλάκησαν στη ναυμαχία της Αβύδου[51][50]. Και την ερχόμενη άνοιξη (410 π.Χ.) διεξάχθηκε η, ολέθρια για τους Σπαρτιάτες, ναυμαχία της Κυζίκου[51][52]. Χωρίς να ανησυχούν πλέον για τον Σπαρτιατικό στόλο, οι Αθηναίοι κέρδισαν την υπεροχή στη θάλασσα και έτσι ο Αλκιβιάδης, αφού εξεστράτευσε στην Άνδρο, επέδραμε στην Κω και στη Ρόδο, απ' όπου συνέλεξε πολλά λάφυρα για τους στρατιώτες του (409 π.Χ.)[53].

Το έτος της 93ης Ολυμπιάδας (408 π.Χ.)[54] αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της Ρόδου, καθώς οι πολίτες της Ιαλυσού, της Καμείρου και της Λίνδου πραγματοποιούν τον λεγόμενο συνοικισμό χτίζοντας την πόλη της Ρόδου, η οποία εφεξής γίνεται το κέντρο μιας νέας, ισχυρότερης Πολιτείας που δημιουργείται με την ένωση των τριών παλαιών κρατών.

Την ίδια περίοδο, οι Ρόδιοι συμμετείχαν στην προσπάθεια των Σπαρτιατών να ισχυροποιήσουν και πάλι τον στόλο της συμμαχίας, παρέχοντας πλοία στον Λύσανδρο[38][55] και αργότερα, ενισχύοντας με ναύτες τον αντικαταστάτη του, τον Καλλικρατίδα για να επανδρώσει περισσότερα πλοία[56]. Και στη νικηφόρα ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς διακρίθηκαν οι Ρόδιοι Τίμαρχος και Διαγόρας[57].

Αλλά η λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου μόνο ηρεμία δε φέρνει στη Ρόδο, καθώς τα επόμενα χρόνια η δημοκρατική (φιλοαθηναϊκή) μερίδα και η ολιγαρχική (φιλοσπαρτιατική) μερίδα συνεχίζουν τις έριδες. Και το 395 π.Χ, έχοντας τη βοήθεια του Κόνωνα, που ήταν επικεφαλής του Περσικού στόλου πλέον, η δημοκρατική μερίδα κατάφερε να πάρει το πάνω χέρι και να εκδιώξει τους ολιγαρχικούς[58]. Οι Σπαρτιάτες οργισμένοι από την εξέλιξη αυτή, ξέσπασαν στον Δωριέα, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο· τον συνέλαβαν, τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον καταδίκασαν σε θάνατο[59] (η ειρωνεία είναι πως ο Δωριέας είχε αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του, τους Αθηναίους το 407 π.Χ, αλλά εκείνοι αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο χωρίς να τον πειράξουν[51][59]).

Εκείνη την περίοδο, που η Ρόδος ήταν στο πλευρό του Κόνωνα και των Περσών, έδρασε και ο Τιμοκράτης, ο οποίος έχοντας στη διάθεση του 50 αργυρά τάλαντα από τους Πέρσες, γυρνούσε στην Ελλάδα και προσπαθούσε με δωροδοκίες να κάνει διάφορους Έλληνες ηγέτες να κηρύξουν τον πόλεμο στους Σπαρτιάτες[60][61].

Λίγα χρόνια αργότερα (391 - 390 π.Χ.), η Ρόδος σπαράζεται και πάλι από τις διαμάχες των δυο πολιτικών παρατάξεων. Η ολιγαρχική μερίδα ζητά τη βοήθεια των Σπαρτιατών, που ανταποκρίνεται θέλοντας να προσεταιριστεί τη Ρόδο, αλλά και οι Αθηναίοι προσπαθούν να εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες και να βοηθήσουν την δημοκρατική μερίδα να υπερισχύσει. [62][63]

Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.) η Ρόδος είναι μεν αυτόνομη, παραμένει δε υπό Σπαρτιατική κηδεμονία. Τα επόμενα χρόνια, η δυσαρέσκεια κατά των Σπαρτιατών αυξάνεται διαρκώς, μέχρι που η έξωση της Σπαρτιατικής φρουράς από την Καδμεία γίνεται ο καταλύτης για νέες μεταβολές. Οι Αθηναίοι στέλνουν απεσταλμένους σε διάφορες πόλεις που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Σπαρτιατών και καταφέρνουν να σχηματίσουν τη λεγόμενη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία κατά της Σπάρτης, με τη συμμετοχή και της Ρόδου (478 - 477 π.Χ.)[64].

Τα επόμενα χρόνια είναι χρόνια σχετικής ηρεμίας για τη Ρόδο. Και ενώ η Θήβα αποκτά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή στην ξηρά, μετά τις νίκες κατά των Σπαρτιατών, οι Θηβαίοι αποφασίζουν να δημιουργήσουν και ισχυρό στόλο. Για το λόγο αυτό ζητούν τη βοήθεια των Ροδίων, των Χίων και των Βυζαντινών[65]. Τα σχέδια τους όμως θα παγώσουν απότομα με τον θάνατο του Επαμεινώνδα το 362 π.Χ.

Αυτή η ηρεμία θα λήξει με την έναρξη του Πρώτου Συμμαχικού Πολέμου (357 π.Χ.), κατά τον οποίο η Ρόδος, η Χίος, η Κως και το Βυζάντιο πολέμησαν κατά των Αθηναίων, έχοντας την υποστήριξη του δυνάστη της Καρίας Μαυσώλου.[66] Στο τέλος του πολέμου, η Αθήνα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την έξοδο της Ρόδου από τη συμμαχία, όμως αυτό έδωσε τον απαραίτητο χώρο στον Μαύσωλο, που εγκατέστησε μια φιλοκαρική, ολιγαρχική κυβέρνηση στο νησί (π. 355 π.Χ.). Με τον θάνατο του Μαυσώλου, οι Ρόδιοι προσπάθησαν να εκθρονίσουν τη διάδοχό του, την Αρτεμισία, αλλά απέτυχαν (351 π.Χ). Έτσι παρέμειναν υπό καρική εξουσία ως το 344/343 π.Χ., όταν μια δυναστική διαμάχη τους έδωσε την ευκαιρία να εκδιώξουν την καρική φρουρά από την πόλη.[67]

Η ανάκτηση της ελευθερίας της Ρόδου ήρθε την εποχή που ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄ βρισκόταν σε σύγκρουση με άλλα ελληνικά κράτη. Και έτσι, όταν πολιορκούσε το Βυζάντιο, η Ρόδος ήταν μια από τις πόλεις που απέστειλαν ενισχύσεις προς βοήθεια των Βυζαντινών.[68] Όταν τελικά ο γιος και διάδοχος του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ξεκίνησε την εκστρατεία του κατά των Περσών, ήταν ένας Ρόδιος στην υπηρεσία του «Μεγάλου Βασιλέως», ο Μέμνων, που αποτέλεσε τη σοβαρότερη απειλή για τον Μακεδόνα στρατηλάτη. Ευτυχώς για τον Αλέξανδρο, ο Μέμνωνας αρρώστησε και πέθανε πριν καταφέρει να ολοκληρώσει το σχέδιό του, που ήταν να μεταφέρει τον πόλεμο από την Ασία στην Ευρώπη, επιτιθέμενος σε συμμαχικές προς τον Αλέξανδρο πόλεις και υποκινώντας εξεγέρσεις, με απώτερο σκοπό να τον αναγκάσει να σταματήσει την προέλασή του.[69]

Πιθανότατα ήταν κατά την προέλαση του Αλεξάνδρου στην Καρία, που η Ρόδος δέχτηκε μακεδονική φρουρά. Στη συνέχεια αναφέρεται πως οι Ρόδιοι συμμετείχαν στην εκστρατεία του ως σύμμαχοι. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στη μάχη των Γαυγαμήλων, ο Αλέξανδρος φορούσε έναν μανδύα που του δώρισαν οι Ρόδιοι, ενώ σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου και ο Αλέξανδρος τίμησε τους Ροδίους αφιερώνοντας «βουκέφαλα» στον ναό της Λινδίας Αθηνάς.[70]
Ελληνιστική εποχή - Η εποχή της μεγάλης ακμής
Δείτε επίσης: Πολιορκία της Ρόδου (305–304 π.Χ.)
Ανάγλυφο τριημιολίας, έργο του Πυθόκριτου στην ακρόπολη της Λίνδου.
Κολοσσός του Ήλιου, γκραβούρα του Μάρτεν φαν Χέενσκερκ (16ος αιώνας).
Ροδιακό νόμισμα με τη μορφή του θεού Ήλιου.
Η Νίκη της Σαμοθράκης θεωρείται πιθανό έργο Ροδίων γλυπτών (Μουσείο του Λούβρου).

Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου οι Ρόδιοι εκδίωξαν τη μακεδονική φρουρά και απελευθέρωσαν την πόλη από τη μακεδονική κηδεμονία[71]. Μερικά χρόνια αργότερα (316 π.Χ.) η πόλη της Ρόδου έπαθε μεγάλη καταστροφή, καθώς μια ανοιξιάτικη χαλαζοθύελλα προκάλεσε πλημμύρα, που κατέστρεψε πολλά κτίρια και οδήγησε στον θάνατο περισσότερα από 500 άτομα [72].

Στους πολέμους των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Ρόδος εμπλέκεται για πρώτη φορά το 315 π.Χ. αναλαμβάνοντας την κατασκευή πλοίων για τον Αντίγονο[73]. Αλλά και το 313 π.Χ. οι Ρόδιοι συμμάχησαν με τον Αντίγονο παρέχοντάς του 10 πλήρως εξοπλισμένα πλοία για την εκστρατεία απελευθέρωσης των Ελληνικών πόλεων[74]. Όμως το 307 π.Χ., οι Ρόδιοι δεν εισάκουσαν την εντολή του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου, που τους καλούσε να συμμετάσχουν στον πόλεμο κατά του Πτολεμαίου, καθώς προτιμούσαν να παραμείνουν σε ειρήνη με όλους[75].

Ήταν πολιτική στάση του κράτους των Ροδίων να κάνει συμφωνίες φιλίας με όλους τους ηγεμόνες και να παραμένει ουδέτερη στους μεταξύ τους πολέμους. Ωστόσο, είχε ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο - πάνω σε αυτούς τους δεσμούς βασιζόταν ένα μεγάλο μέρος των εσόδων της - ενώ παράλληλα η Αίγυπτος ήταν ο βασικός τροφοδότης της Ρόδου. Ήταν λοιπόν αδιανόητο για τους Ροδίους να στραφούν «ελαφρά τη καρδία» κατά του Πτολεμαίου. Όταν οι Ρόδιοι αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο του Αντιγόνου κατά του Πτολεμαίου, ο Αντίγονος έστειλε έναν στόλο στην περιοχή, με την εντολή να συλλαμβάνεται κάθε εμπορικό πλοίο που κινείται από τη Ρόδο στην Αίγυπτο και να κατάσχεται το φορτίο του. Οι Ρόδιοι, όπως ήταν φυσικό, τον εκδίωξαν, όμως αυτό προκάλεσε την οργή του Αντιγόνου, που τους απείλησε ότι θα πολιορκήσει την πόλη. Οι Ρόδιοι ψήφισαν τότε να τιμήσουν τον Αντίγονο και του απέστειλαν πρέσβεις, παρακαλώντας τον να μην τους εξαναγκάσει να κηρύξουν τον πόλεμο στον Πτολεμαίο, παραβιάζοντας τις συνθήκες τους. Ο Αντίγονος όμως, τους έδωσε μια πολύ σκληρή απάντηση και απέστειλε τον Δημήτριο με ισχυρό στρατό στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Η κίνηση αυτή φόβισε τους Ροδίους, που αποδέχτηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό του. Όμως τότε, ο Δημήτριος ζήτησε 100 επιφανείς πολίτες ως ομήρους και να γίνει δεκτός ο στόλος του στα λιμάνια της Ρόδου. Οι Ρόδιοι υποπτεύθηκαν τον πραγματικό σκοπό αυτής της απαίτησης και θεωρώντας την ως μια δολοπλοκία κατά της πόλης τους, αποφάσισαν να προετοιμαστούν για μια πολιορκία.[76]

Αυτά λοιπόν ήταν τα γεγονότα που οδήγησαν στη μεγάλη πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ. Η πολιορκία διήρκεσε έναν χρόνο, κατά τον οποίο το στράτευμα του Δημητρίου χρησιμοποίησε κάθε είδους πολιορκητική μηχανή και πολιορκητική τεχνική, αλλά οι Ρόδιοι με σθένος και αποφασιστικότητα κατάφεραν να ανταπεξέλθουν. Πολύ σημαντική ήταν η συμβολή του ροδιακού ναυτικού, που χάρη στην ικανότητά του κατάφερε πολλές φορές να ισοσταθμίσει την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Σε αυτόν τον αγώνα η Ρόδος έλαβε βοήθεια από τους άλλους Διαδόχους - Πτολεμαίο, Κάσσανδρο, Λυσίμαχο - κυρίως όμως από τον Πτολεμαίο. Τελικά με την παρότρυνση πολλών ελληνικών πόλεων οι δυο πλευρές τελικά συνθηκολόγησαν.

Οι όροι ήταν οι εξής:[77]

η Ρόδος θα παρέμενε αυτόνομη και αφρούρητη και θα είχε τις δικές της προσόδους.
οι Ρόδιοι θα ήταν σύμμαχοι του Αντιγόνου· εκτός αν πολεμούσε κατά του Πτολεμαίου.
οι Ρόδιοι θα έδιναν 100 ομήρους της επιλογής του Δημητρίου[σημ. 15], εξαιρουμένων των αξιωματούχων.

Με το τέλος της πολιορκίας οι Ρόδιοι τίμησαν όσους διακρίθηκαν και απελευθέρωσαν και έκαναν πολίτες τους δούλους που πολέμησαν με γενναιότητα. Έστησαν ανδριάντες για τον Κάσσανδρο και τον Λυσίμαχο. Τον Πτολεμαίο θέλησαν να τον τιμήσουν ακόμα περισσότερο. Έστειλαν ιερή πρεσβεία στο μαντείο του Άμμωνα ρωτώντας αν τους συμβούλευε να τον τιμήσουν ως θεό. Όταν πήραν θετική απάντηση, έχτισαν προς τιμήν του το Πτολεμαίον, ένα τεράστιο τετράγωνο τέμενος, μήκους ενός σταδίου σε κάθε πλευρά.[78] Και εφεξής ο Πτολεμαίος έλαβε από τους Ροδίους το επίθετο ο Σωτήρ[79].

Στον απόηχο της μεγάλης πολιορκίας, οι Ρόδιοι πήραν μια απόφαση που άφησε το σημάδι της, όχι μόνο στην ιστορία της Ρόδου, αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Εκποίησαν τις πολιορκητικές μηχανές που άφησε ο Δημήτριος στη Ρόδο μετά την πολιορκία και, με τα 300 τάλαντα που συγκέντρωσαν, αποφάσισαν να τιμήσουν τον προστάτη του τόπου τους, τον θεό Ήλιο. Ανέθεσαν λοιπόν, σε έναν μαθητή του Λυσίππου, τον γλύπτη Χάρη τον Λίνδιο τη δημιουργία ενός γιγαντιαίου χάλκινου αγάλματος του θεού, τον Κολοσσό του Ήλιου.

Οι πληροφορίες σχετικά με τη Ρόδο τα επόμενα χρόνια είναι αποσπασματικές. Οι Ρόδιοι βοήθησαν οικονομικά τους κατοίκους της Πριήνης στον αγώνα τους ενάντια στον τύραννο Ιέρωνα· έδωσαν άτοκο δάνειο 100 χρυσών ταλάντων στους Αργείους για να επισκευάσουν τα τείχη τους· στα χρόνια αυτά αφιέρωσε «βουκέφαλα» και όπλα στον ναό της Λινδίας Αθηνάς ο βασιλιάς Πύρρος· στον Χρεμωνίδειο Πόλεμο η Ρόδος συνασπίστηκε με την Αθήνα, την Σπάρτη και τον βασιλιά Πτολεμαίο Β΄ κατά του βασιλιά της Μακεδονίας, Αντιγόνου Β΄· κατά τη διάρκεια του Β΄ Συριακού πολέμου ο Ρόδιος ναύαρχος Αγαθόστρατος νίκησε στη ναυμαχία της Εφέσου τον ναύαρχο του Πτολεμαίου, τον Χρεμωνίδη.[80]

Περίπου το 226 π.Χ. η Ρόδος συγκλονίστηκε από έναν μεγάλο σεισμό, που κατέστρεψε τον Κολοσσό, το μεγαλύτερο μέρος των τειχών και τα νεώρια. Όπως λέει όμως ο Πολύβιος, οι Ρόδιοι μετέτρεψαν την ατυχία σε ευκαιρία: απέστειλαν πρεσβείες σε άλλα κράτη που περιέγραφαν με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση, καταφέρνοντας έτσι να κερδίσουν τη συμπόνια των ακροατών τους, που ανταποκρίθηκαν με γενναιοδωρία:[81]

Ο Ιέρων και ο Γέλων ανταποκρίθηκαν με οικονομική βοήθεια συνολικής αξίας 100 ταλάντων· 75 τάλαντα για το λάδι που χρησιμοποιούταν στο γυμνάσιο, αργυρές υδρίες και λέβητες με τις βάσεις τους, και 10 τάλαντα για την αύξηση του πληθυσμού. Επιπλέον, έδωσαν φοροαπαλλαγές στους Ροδίους εμπόρους στα λιμάνια τους, ενώ δώρισαν επίσης και 50 καταπέλτες. Και αφού έδωσαν αυτά, έστησαν ένα άγαλμα στο Δείγμα της Ρόδου που παρίστανε τον Δήμο Συρακουσίων να στεφανώνει τον Δήμο Ροδίων.
Ο Πτολεμαίος Γ΄ ανταποκρίθηκε με 300 αργυρά τάλαντα, 1 εκατομμύριο αρτάβες σιτηρών, ξυλεία για 10 πεντήρεις και 10 τριήρεις, 1.000 τάλαντα χάλκινων νομισμάτων, 3.000 στουπιά, 3.000 κομμάτια υφασμάτων για ιστία, 3.000 τάλαντα για την επισκευή του Κολοσσού, 100 τεχνίτες και 350 εργάτες και 14 τάλαντα ετησίως για τους μισθούς τους. Επίσης, έδωσε 12.000 αρτάβες σιτηρών για τους αγώνες και τις θυσίες, καθώς και 20.000 αρτάβες για την τροφοδοσία 10 τριήρεων.
Ο Αντίγονος Β΄ προσέφερε 10.000 κομμάτια ξυλείας, 5.000 δοκούς, 3.000 τάλαντα σιδήρου, χίλια τάλαντα πίσσας και 1.000 αμφορείς ωμής πίσσας καθώς και 100 αργυρά τάλαντα. Η γυναίκα του, η Χρυσηίδα, προσέφερε 100.000 αρτάβες σιτηρών και 3.000 τάλαντα μολύβδου.
Ο Σέλευκος Γ΄ προσέφερε φοροαπαλλαγές για τους Ροδίους εμπόρους στα λιμάνια του, 10 έτοιμες πεντήρεις, 200.000 αρτάβες σιτηρών, 10.000 πήχεις ξυλείας και 1.000 τάλαντα ρετσίνας και τρίχας.
Ανάλογη βοήθεια προσέφεραν και ο Προυσίας Α΄, ο Μιθριδάτης Β΄ και δυνάστες όπως ο Λυσανίας, ο Ολύμπιχος και ο Λυμναίος. Και πάρα πολλές πόλεις προσέφεραν βοήθεια, κάθε πόλη ανάλογα με τις δυνατότητές της.

Τα επόμενα χρόνια πάντως η Ρόδος συνεχίζει να ακμάζει. Ενδεικτική μαρτυρία αυτής της ακμής αποτελεί το γεγονός ότι ήταν ο ροδιακός στόλος που τερμάτισε τις πειρατικές επιδρομές του Δημητρίου του Φάριου στο Αιγαίο[82]. Το ίδιο έτος (220 π.Χ.) περιγράφεται ένα ακόμα περιστατικό που μαρτυρεί αυτήν την ακμή, με την εμπλοκή της Πολιτείας της Ρόδου στην απόφαση της πόλης του Βυζαντίου να επιβάλει φόρο στα αγαθά που προέρχονταν από τον Εύξεινο Πόντο. Όσοι θίγονταν από αυτήν την απόφαση ζήτησαν την παρέμβαση της Ρόδου, που αναγνωριζόταν ως θαλασσοκράτειρα δύναμη. Οι Ρόδιοι και οι σύμμαχοί τους απέστειλαν πρέσβεις στο Βυζάντιο, αλλά οι Βυζαντινοί επέμειναν στην απόφασή τους. Μετά την επιστροφή της πρεσβείας, ψηφίστηκε αμέσως η κήρυξη πολέμου κατά του Βυζαντίου. Οι Ρόδιοι κάλεσαν τον βασιλιά Προυσία Α΄ της Βιθυνίας να συμμετάσχει στον πόλεμο και αυτός άρπαξε αμέσως την ευκαιρία να επιτεθεί στους γείτονές του. Βυζαντινοί και Βιθύνιοι ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες στα πεδία των μαχών, ενώ οι Ρόδιοι, κινούμενοι στο πεδίο της διπλωματίας, κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη φιλία του Σελευκίδη ηγεμόνα Αχαιού, τον οποίο φιλοδοξούσαν να κάνουν σύμμαχό τους στον πόλεμο οι Βυζαντινοί. Τελικά, η παρέμβαση του Γαλάτη βασιλιά Καβάρου κατάφερε να οδηγήσει σε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών.[83] Περίπου στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Δ΄ κήρυξε τον πόλεμο στη Σινώπη και οι πολίτες της στράφηκαν στη Ρόδο για βοήθεια. Οι Ρόδιοι ανταποκρίθηκαν παραδίδοντας στην πρεσβεία των Σινωπίων εφόδια αξίας 140.000 δραχμών.[84]

Στον λεγόμενο Δεύτερο Συμμαχικό Πόλεμο οι Ρόδιοι αναλαμβάνουν ρόλο μεσολαβητή και από κοινού με άλλους προσπαθούν να πείσουν τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε΄ να κάνει ειρήνη με τους Αιτωλούς[85]· τον ίδιο ρόλο ανέλαβαν και στον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο απευθυνόμενοι στους Αιτωλούς[86].

Περί το 205/204 π.Χ. οι Ρόδιοι ενεπλάκησαν στον Κρητικό πόλεμο, πολεμώντας ενάντια σε Κρήτες πειρατές που διατάρασσαν το εμπόριο στην περιοχή[87]. Οι Κρήτες είχαν τη μυστική υποστήριξη του βασιλιά Φιλίππου Ε΄, που απέστειλε προς ενίσχυσίν τους 20 πλοία υπό τον Δικαίαρχο τον Αιτωλό[88]. Σε μια άλλη πράξη δολοπλοκίας κατά των Ροδίων ο Φίλιππος, απέστειλε τον Ηρακλείδη τον Ταραντίνο στη Ρόδο με σκοπό να καταστρέψει τον ροδιακό στόλο[89]. Ο Ηρακλείδης κατάφερε να κάμψει την αρχική καχυποψία των πρυτάνεων της Ρόδου αποκαλύπτοντας την υποστήριξη του Φιλίππου στους Κρήτες πειρατές και όταν η επιτήρησή του χαλάρωσε, κατάφερε να διεισδύσει στον φρουρούμενο πολεμικό λιμένα και με εμπρησμό να καταστρέψει ένα τμήμα του ροδιακού στόλου[90]. «Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» ήταν η κατάληψη της Κίου (202 π.Χ.) από τον στρατό του Φιλίππου· η πράξη αυτή θεωρήθηκε προδοσία από τους Ροδίους που άρχισαν να αντιμετωπίζουν τον Μακεδόνα βασιλιά ως εχθρό[91]. Έτσι, βρέθηκαν να πολεμούν εναντίον του στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο· σε αυτόν τον πόλεμο κατάφεραν νίκες - όπως στη ναυμαχία της Χίου - αλλά και υπέστησαν και απώλειες - ο Φίλιππος εκστράτευσε στην Καρία και κατάφερε να καταλάβει αρκετές πόλεις της Ροδιακής Περαίας[92]. Μετά την εμπλοκή των Ρωμαίων στον πόλεμο αυτόν (200 π.Χ.) έγινε μια προσπάθεια συνθηκολόγησης σε μια σύνοδο στην πόλη Νίκαια της Λοκρίδας, στην οποία ο ναύαρχος Ακεσίμβροτος εκπροσώπησε τη Ρόδο (198/197 π.Χ.)[93]. Η αποτυχία της συνόδου οδήγησε στην ήττα του Φιλίππου στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) και την κήρυξη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας όλων των Ελληνικών πόλεων στα Ίσθμια (Ιούλιος 196 π.Χ.)[93].

Η συρρίκνωση της δύναμης του Φιλίππου έδωσε τον απαραίτητο χώρο στον Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ΄ να επεκταθεί· αρχικά στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια και στην Ελλάδα. Αυτή η επέκταση οδήγησε στον Γ΄ Συριακό πόλεμο, στον οποίο έλαβε μέρος και η Ρόδος, συμμαχώντας με τον βασιλιά της Περγάμου Άτταλο Α΄ και τους Ρωμαίους. Ο τερματισμός του πολέμου, που επικυρώθηκε με τη συνθήκη της Απάμειας (189/188 π.Χ.), είχε ως αποτέλεσμα η Πολιτεία της Ρόδου να φτάσει στο σημείο της μεγαλύτερης εδαφικής της έκτασης, επεκτεινόμενη στη Μικρά Ασία, όπου πέρα από την Περαία, που αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του κράτους της, έλαβε τη διοίκηση όλων των πόλεων της Καρίας και της Λυκίας[94][95].

Ωστόσο, οι νέες κτήσεις φέρνουν μεγάλα προβλήματα για τη Ρόδο. Υποκινούμενοι και από εξωτερικούς παράγοντες οι Λύκιοι αρνούνται να δεχτούν τη ροδιακή κυριαρχία και εξεγείρονται. Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια οι Ρόδιοι θα πρέπει να καταστέλλουν διαρκώς τις εξεγέρσεις των Λυκίων, γεγονός που θα εξαντλήσει οικονομικά το κράτος τους. Μάλιστα, ο Πολύβιος σχολιάζει πως οι Ρωμαίοι φαίνεται να επιθυμούσαν, μέσω αυτής της διαμάχης με τους Λυκίους, να εξασθενίσουν οικονομικά τη Ρόδο.[96][97][98]

Και κατά τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο ο Ρόδιοι υποστήριξαν τους Ρωμαίους με τον στόλο τους. Ωστόσο, ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας κατάφερε να δημιουργήσει μια φιλομακεδονική μερίδα στους πολιτικούς της Ρόδου. Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου οι Ρόδιοι αποφάσισαν να αποστείλουν πρέσβεις στη Ρώμη και στη Μακεδονία για να εισηγηθούν την ειρήνη. Ωστόσο, η πρεσβεία έφτασε στη Ρώμη μετά την ήττα του Περσέα και δέχτηκαν μια ψυχρολουσία από τη Σύγκλητο, που γνώριζε τη δράση της φιλομακεδονικής μερίδας στη Ρόδο και τους δήλωσε «πως δεν επιθυμούσαν πραγματικά το τέλος του πολέμου, αλλά ήθελαν μόνο να σώσουν τον Περσέα».[99][100][101][102] Τα επόμενα χρόνια οι Ρόδιοι προσπαθούν επανειλημμένα να κατευνάσουν τους Ρωμαίους, που αντιμετωπίζουν τους Ροδίους με ψυχρότητα[σημ. 16]. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, ο πραίτορας Μάρκος Ιουβέντιος Θαλνάς κάλεσε τον λαό σε εκκλησία και πρότεινε την κήρυξη πολέμου στη Ρόδο. Ευτυχώς, ο τριβούνος Αντώνιος τον κατέβασε από το βήμα, όμως η Σύγκλητος πήρε αυστηρές αποφάσεις κατά της Ρόδου. Αρχικά, έχασε τις πόλεις τις Καρίας και της Λυκίας που της είχαν παραχωρηθεί με τη συνθήκη της Απάμειας. Το πιο σημαντικό πλήγμα ήταν η κήρυξη ατέλειας για το λιμάνι της Δήλου, γεγονός που οδήγησε αμέσως σε μαρασμό το εμπόριο της Ρόδου. Στη συνέχεια, όταν έμαθαν για τις εξεγέρσεις στην Καύνο[σημ. 17] και τη Στρατονίκεια, οι Ρωμαίοι διέταξαν την απομάκρυνση των ροδιακών φρουρών, παρότι οι δυο πόλεις ανήκαν στη Ροδιακή Περαία. Μετά από αλλεπάλληλες πρεσβείες των Ροδίων, με τη θετική μαρτυρία του Τιβέριου Γράκχου, που βεβαίωσε ότι οι Ρόδιοι είχαν υπακούσει όλες τις προσταγές της Συγκλήτου και ότι όλοι οι υποστηρικτές του Περσέα συνελήφθησαν και θανατώθηκαν, η Σύγκλητος αποδέχτηκε να αναγνωρίσει τη Ρόδο ως σύμμαχο της Ρώμης.[103][104][105] Έτσι λοιπόν το 164 π.Χ., η Ρόδος, που μέχρι τότε διατηρούσε φιλικές σχέσεις με όλα τα ισχυρά κράτη χωρίς να δεσμεύεται από όρκους συμμαχίας μαζί τους, αναγνωρίζεται ως φίλη και σύμμαχος της Ρώμης. Αποδεχόμενη πως στο εξής θα έχει «κοινούς φίλους και εχθρούς» με τη Ρώμη, χάνει εκ των πραγμάτων την ανεξαρτησία της, αν και θα διατηρήσει την αυτονομία της για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Προσπαθώντας να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να ανακάμψει από την καταστροφή που υπέστη τα προηγούμενα χρόνια, η Ρόδος ζητά την άδεια της Συγκλήτου για να βοηθήσει την Κάλυνδα που είχε εξεγερθεί και πολιορκούταν από την Καύνο. Επίσης ζητά να επιτραπεί στους Ροδίους που έχουν περιουσία στην Καρία και τη Λυκία να τη διατηρήσουν όπως πριν· για να «καλοπιάσουν» τους Ρωμαίους ψήφισαν να στήσουν ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Δήμου της Ρώμης ύψους 30 πήχεων στο ναό της Αθηνάς. Με τη θετική απάντηση της Συγκλήτου, η Ρόδος έστειλε στρατό και οι Καύνιοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία· έτσι η Κάλυνδα πέρασε υπό την προστασία της Ρόδου.[106] Το 155 π.Χ. η πάλαι θαλασσοκράτειρα Πολιτεία των Ροδίων προσπαθώντας να προστατέψει το εμπόριό της από τη δράση των πειρατών εμπλέκεται στον Δεύτερο Κρητικό Πόλεμο, όμως μετά από μια ολέθρια ναυμαχία αναγκάζεται να ζητήσει τη συνδρομή της Ρώμης για τη λήξη του πολέμου[107][108].

Και παρότι τα επόμενα χρόνια περιορίζεται να βοηθά στρατιωτικά τη Ρώμη στους πολέμους της, η Ρόδος εξακολουθεί να διατηρεί την αίγλη ενός μεγάλου πνευματικού κέντρου· από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. δραστηριοποιούνται στη Ρόδο μερικοί από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους και ρήτορες της εποχής: Ίππαρχος ο Ρόδιος, Παναίτιος, Ποσειδώνιος ο Ρόδιος, Απολλώνιος ο Μαλακός, Απολλώνιος ο Μόλων, Ανδρόνικος ο Ρόδιος και Γέμινος ο Ρόδιος. Στη Ρόδο σπούδασαν πολλοί Ρωμαίοι, όπως ο ρήτορας Κικέρωνας, ο ποιητής Λουκρήτιος, ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος.

Η συμμαχία της Ρόδου με τη Ρώμη θα αποτελέσει την αιτία της δεύτερης μεγάλης πολιορκίας της ιστορίας της από τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ (88 π.Χ.) στα πλαίσια του Α΄ Μιθριδατικού Πολέμου. Για άλλη μια φορά, οι Ρόδιοι θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν σε μια πολιορκία από έναν αντίπαλο που διαθέτει μεγαλύτερο στρατό και θα τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Και στη συνέχεια, θα βοηθήσουν τους Ρωμαίους με το ναυτικό τους, μέχρις ότου να αναγκαστεί ο Πόντιος βασιλιάς να συνθηκολογήσει (86/85 π.Χ.). Αλλά και μερικά χρόνια αργότερα, οι Ρόδιοι θα σταθούν αρωγοί του Ρωμαίου ανθυπάτου Πομπήιου στην εκστρατεία του για την εκκαθάριση της Μεσογείου από τους πειρατές (67 π.Χ.).[109]

Ο ρωμαϊκός εμφύλιος μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα έγινε η αιτία της μεγαλύτερης λαφυραγώγησης στην ιστορία της Ρόδου (42 π.Χ.). Οι Ρόδιοι έδωσαν πλοία στον Ρωμαίο Δολαβέλλα που πολεμούσε στο πλευρό των τριάνδρων Μάρκου Αντωνίου, Λέπιδου και Οκταβιανού. Λίγο αργότερα αρνήθηκαν να κάνουν το ίδιο για τον Κάσσιο Λογγίνο, που μετά τη νίκη του επί του Δολαβέλλα, κινήθηκε οργισμένος κατά της Ρόδου. Οι Ρόδιοι απέστειλαν τον Αρχέλαο, που ήταν δάσκαλος του Κάσσιου τον καιρό που σπούδαζε στη Ρόδο, για να τον κατευνάσει και να τον πείσει να μην επιτεθεί στη Ρόδο. Αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό και μετά από την ήττα των Ροδίων στη ναυμαχία της Μύνδου, ο Κάσσιος πολιόρκησε τη Ρόδο από ξηρά και θάλασσα. Αυτήν τη φορά όμως, η Ρόδος ήταν παντελώς απροετοίμαστη για να ανταπεξέλθει σε μια πολιορκία και έτσι οι Ρόδιοι παραδόθηκαν. Ο Κάσσιος μπήκε στην πόλη, καταδίκασε σε θάνατο 75 άτομα, άδειασε όλους τους ναούς από όσο χρυσό και άργυρο είχαν και διέταξε τους ιδιώτες να του παραδώσουν τα χρήματά τους.[110]

Οργάνωση της Ροδιακής Πολιτείας
Δείτε επίσης: Ροδιακή Περαία
Τετράδραχμο με την κεφαλή του θεού Ήλιου και το «ρόδον», το λαλούν σύμβολο της Ρόδου.

Ήδη από τη γεωμετρική/αρχαϊκή εποχή, οι τρεις πόλεις της Ρόδου - Ιαλυσός, Κάμειρος και Λίνδος - είχαν επεκτείνει την επικράτειά τους πέρα από το νησί της Ρόδου και είχαν ενσωματώσει στο κράτος τους γειτονικά νησιά - η Κάμιρος την Χάλκη, η Λίνδος την Κάρπαθο και την Κάσο, η Ιαλυσός τη Σύμη - καθώς και εκτάσεις στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας, σε μια περιοχή που έγινε αναπόσπαστο έδαφος της μετέπειτα Ροδιακής Πολιτείας και το οποίο οι Ρόδιοι αποκαλούσαν Πέρας (Περαία). Καθεμιά από τις τρεις πόλεις είχε χωρίσει τα εδάφη της - τόσο αυτά που βρίσκονταν πάνω στο νησί της Ρόδου, όσο και αυτά που βρίσκονταν στα γύρω νησιά και την Περαία - σε δάμους που υποδιαιρούνταν περαιτέρω σε κτοίνες και καθεμιά από αυτές έπρεπε να εκλέξει έναν μαστρό που συμμετείχε στη διοίκηση της πόλης.[111]

Μετά τον συνοικισμό του 408/407 π.Χ. η πόλη της Ρόδου έγινε η πρωτεύουσα ενός ενιαίου κράτους που παράχθηκε από την ένωση των εδαφών και των δήμων των τριών παλαιών πόλεων. Στην κεφαλή της κεντρικής εξουσίας της Πολιτείας βρίσκονταν οι Πρυτάνεις. Επρόκειτο για 5 αξιωματούχους που εκλέγονταν για εξάμηνη θητεία (με έναν από αυτούς να έχει ρόλο προεδρεύοντα) και έδρευαν στο Πρυτανείον. Οι πρυτάνεις ήταν επιφορτισμένοι με την ακρόαση ξένων πρεσβειών και τη διαπραγμάτευση μαζί τους, ελέγχοντας, σε πρώτο βαθμό τουλάχιστον, την εξωτερική πολιτική της Ρόδου. Όσον αφορά τα εσωτερικά του κράτους, διαχειρίζονταν καθημερινά διαδικαστικά ζητήματα της πόλης και διεύθυναν το έργο της Βουλής (ένα σώμα που είχε επίσης εξάμηνη θητεία), που με τη σειρά της καθόριζε τα θέματα που θα τίθονταν σε ψήφιση από τον Δάμο (δηλαδή τον λαό). Τέτοια θέματα ήταν η κήρυξη πολέμου, η σύναψη συμμαχιών, η εκλογή αξιωματούχων κ.ά.

Μερικοί από τους σημαντικούς αξιωματούχους της Ροδιακής Πολιτείας ήταν:

Ο ιερέας του Ήλιου, που εκλεγόταν κάθε έτος και είχε τον ρόλο του επώνυμου άρχοντος του κράτους.
Ο ναύαρχος, που ήταν αρχηγός του στόλου. Επειδή η Ρόδος ήταν ένα ναυτικό κράτος αυτό θα πρέπει να ήταν το σημαντικότερο στρατιωτικό αξίωμα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές το άτομο που εκλεγόταν ναύαρχος επιφορτιζόταν και τον ρόλο του πληρεξούσιου πρέσβη της Ρόδου στις διαπραγματεύσεις.
Οι στραταγοί (στρατηγοί), που ήταν συνολικά 10 έως 12. Μεταξύ άλλων υπήρχαν στρατηγοί για τη νήσο (επί ταν χώραν) και για την Περαία (εις το Πέραν).
Ο αγεμών (ηγεμόνας). Έτσι ονομαζόταν ο ανώτατος αξιωματούχος που αναλάμβανε τη διοίκηση μιας περιοχής που δεν ήταν ενσωματωμένη στο Ροδιακό κράτος, λ.χ. υπήρχε ηγεμόνας της Λυκίας την περίοδο που η περιοχή είχε περάσει υπό τον έλεγχο της Ρόδου.
Ο άρχων ἐπί τε τῶν νήσων καὶ τῶν πλοίων τῶν νησιωτικῶν ήταν ο Ρόδιος ανώτατος διοικητής του Κοινού των Νησιωτών όταν αυτό πέρασε υπό τον έλεγχο των Ροδίων.

Οι τρεις παλιές πόλεις της Ρόδου συνέχισαν να έχουν έναν βαθμό τυπικής αυτοδιοίκησης, αφού οι μαστροί και ο λαός της κάθε πόλης ελάμβαναν αποφάσεις για διαδικαστικά ζητήματα, όπως η εκλογή ιερέων, ιεροθυτών/ιεροποιών κτλ. Μια ανάλογη τυπική αυτοδιοίκηση σε εσωτερικά θέματα φαίνεται πως είχαν και τα νησιά που ανήκαν στην επικράτεια της Ρόδου (λ.χ. Κάρπαθος). Αξίζει να σημειωθεί πως νησιά, όπως η Κως, η Αστυπάλαια κ.ά., δεν ανήκαν στην επικράτεια της Ρόδου, αλλά ήταν σύμμαχοί της· ήταν ανεξάρτητα κράτη που διαχειρίζονταν μόνα τους τα εσωτερικά ζητήματά τους, όμως μέσω της συμμαχίας ακολουθούσαν τη Ρόδο στην εξωτερική πολιτική. Οι ιστορικοί εκτιμούν πως περί το 220/200 π.Χ. η Ρόδος σχημάτισε τέτοιου είδους συμμαχίες με πολλά από τα νησιά των Κυκλάδων ανασυστήνοντας μερικώς το λεγόμενο Κοινό των Νησιωτών.

Η μεγαλύτερη γιορτή του Ροδιακού κράτους ήταν τα Αλίεια που τελούνταν προς τιμήν του θεού Ήλιου, του προστάτη της Ρόδου. Τα (Μικρά) Αλίεια τελούνταν κάθε έτος, ενώ τα (Μεγάλα) Διπανάμια Αλίεια τελούνταν τον εμβόλιμο μήνα Πάναμο Β΄ του ροδιακού ημερολογίου και φαίνεται πως είχαν πανελλήνια εμβέλεια, αφού σε αυτά παρευρίσκονταν θεωροί από άλλες ελληνικές πόλεις.

Ο Στράβωνας μιλώντας για τη Ρόδο το πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., λέει πως οι Ρόδιοι είναι «δημοκηδείς» και όχι «δημοκρατούμενοι» και εξηγεί πως το κράτος φροντίζει για τη σίτιση των φτωχότερων, έτσι ώστε να έχει τον απαραίτητο πληθυσμό για να υπηρετήσει το στόλο της. Και τα νεώριά της είναι απρόσιτα για το πλήθος και όποιος προσπαθήσει να κατασκοπεύσει ή αν εισέλθει σε αυτά θα τιμωρηθεί με θάνατο.[112]

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή

Στα χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη η Ρόδος από τον Κάσσιο Λογγίνο, ο Οκταβιανός αναδείχθηκε μοναδικός κυρίαρχος του Ρωμαϊκού κράτους και έλαβε το όνομα Αύγουστος, εγκαινιάζοντας την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ευτυχώς για τη Ρόδο, ο αυτοκράτορας Αύγουστος επέτρεψε στη Ρόδο να διατηρήσει την τυπική αυτονομία της. Από το 6 π.Χ. έως το 4 μ.Χ. έζησε στο νησί, ως αυτοεξόριστος, ο διάδοχος του Αυγούστου, ο Τιβέριος.[113]

Το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι μια περίοδος που η Ρόδος χάνει πολλές φορές την αυτονομία της με απόφαση του εκάστοτε αυτοκράτορα. Η αρχή γίνεται το 44, όταν ο Κλαύδιος στερεί την ελευθερία των Ροδίων, επειδή καταδίκασαν σε σταυρικό θάνατο κάποιους Ρωμαίους πολίτες. Όμως το 52, ο Νέρων τους επέτρεψε και πάλι να διοικούνται σύμφωνα με τα πατρώα έθιμα. Και ξανά, το 70 ο Βεσπασιανός στερεί την ελευθερία της Ρόδου, για να την επαναφέρει ο Τίτος το 79. Τέλος, ο Δομιτιανός τη στερεί το 81, προτού ανακαλέσει την απόφασή του.[114] Κατά την παράδοση, στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. πέρασε από το νησί ο Απόστολος Παύλος και έθεσε τον θεμέλιο λίθο της Χριστιανικής εκκλησίας στη Ρόδο.

Το έτος 155 οι πόλεις της Καρίας, της Λυκίας, η Κως και η Ρόδος καταστράφηκαν τελείως από έναν μεγάλο σεισμό. Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος δαπάνησε μεγάλα ποσά για την ανοικοδόμησή τους.[115] Η επόμενη πληροφορία που έχουμε για τη Ρόδο είναι πως το 269 η Ρόδος ήταν μια από τις πόλεις που δέχτηκε επιδρομή από Γότθους. Μερικά χρόνια αργότερα, το 279, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ένωσε οριστικά τη Ρόδο με την επαρχία των Νήσων, που υπαγόταν στη Διοίκηση της Ασίας.[116]

Έτσι, σαν μια επαρχιακή πόλη[σημ. 18] του Ρωμαϊκού κράτους, η Ρόδος περνάει στον Μεσαίωνα. Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Ρόδο από εδώ και πέρα είναι αποσπασματικές, αφού το ενδιαφέρον των ιστορικών επικεντρώνεται στην Κωνσταντινούπολη. Το 344/345 η Ρόδος υπέστη μεγάλες καταστροφές από σεισμό· το 469/470 λεηλατήθηκε από τη φυλή των Ισαύρων· το 515 χτυπήθηκε και πάλι από σεισμό, πιο καταστρεπτικό από τον προηγούμενο. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έκανε μεγάλες δωρεές για την ανακούφιση των επιζώντων και μερίμνησε για την ανοικοδόμησή της πόλης. Μια θετική αφήγηση αναφέρει πως η Ρόδος παρήγαγε καλής ποιότητας, ελαφρά βήσσαλα (τούβλα) που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του τρούλου του ναού της Αγιά Σοφιάς.[117]

Στις αρχές του 7ου αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε μια πολυετή και εξουθενωτική πολεμική σύγκρουση με την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Σε μια περίοδο που οι Σασσανίδες Πέρσες προέλαυναν, σημειώνοντας απανωτές νίκες κατά των Βυζαντινών, η Ρόδος δέχτηκε επίθεση και λεηλατήθηκε από τις δυνάμεις του Χοσρόη Β΄ (620). Η αυτοκρατορία έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όμως, εν τέλει, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος κατάφερε να επιβληθεί στους αντιπάλους του. Από την εξασθένιση των δυο μεγάλων αυτοκρατοριών επωφελήθηκαν οι Άραβες, που από την Αραβική χερσόνησο ξεκίνησαν την εξάπλωση του Ισλάμ.[118] Έτσι λοιπόν, αφού είχε καταλυθεί το κράτος των Σασσανιδών, ο Άραβας διοικητής της Συρίας Μωαβίας ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας ο ύπαρχος του Μωαβία, ο Αβουλαβάρ, κατέλαβε τη Ρόδο (περ. 653). Ήταν τότε, που τα κομμάτια του κατεστραμμένου Κολοσσού πουλήθηκαν σε έναν Ιουδαίο έμπορο από την Έδεσσα της Συρίας, που μετέφερε τον χαλκό σε 900 καμήλες.[118][119] Η Ρόδος παρέμεινε στην κυριαρχία των Αράβων ως το 679/680, όταν μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674-678) οι Άραβες συνθηκολόγησαν με τους Βυζαντινούς. Τότε, πρέπει να ενσωματώθηκε στο ναυτικό θέμα Καραβησιάνων. Το νησί υπέφερε μια ακόμη λεηλασία από τους Άραβες πριν τη νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (717-718), χωρίς να καταληφθεί αυτή τη φορά. Το ίδιο έγινε και στις αρχές του 9ου αιώνα, που λεηλατήθηκε πρώτα από τον χαλίφη των Αββασιδών Χαρούν αλ-Ρασίντ (807) και στη συνέχεια από τον γιο του Αλ-Μαμούν.[118]

Περίπου το 1089, ένας Σελτζούκος Τούρκος πρώην πειρατής, που βρισκόταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών, ο Τζαχάς, στράφηκε κατά της αυτοκρατορίας και, με τη Σμύρνη ως αρχικό του ορμητήριο, δημιούργησε ένα ανεξάρτητο κράτος καταλαμβάνοντας νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ρόδος). Τελικά μια δύναμη υπό τον Μέγα Δούκα Ιωάννη Δούκα, αφού πρώτα τον πολιόρκησε στη Μυτιλήνη κατάφερε να καταστρέψει τον στόλο του (1092). Ίσως ως αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ή εξαιτίας του θανάτου του Τζαχά, που συνέβη μερικούς μήνες μετά από αυτό το γεγονός, η Ρόδος απελευθερώθηκε.[120]

Από τον 10ο αιώνα η αυτοκρατορία είχε παραχωρήσει πολλά εμπορικά προνόμια σε ναυτικά κράτη των Λατίνων, όπως η Βενετία, η Γένοβα, η Πίζα κ.ά., επιζητώντας τη συμβολή του στόλου τους στους πολέμους της. Τα προνόμια αυτά είχαν τελικά μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο παρά θετικό, αφού, αφενός εξουθένωσαν την οικονομία της και αφετέρου επέτρεψαν στους Λατίνους να λειτουργούν ως «κράτος εν κράτει». Και όταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να ανακαλέσουν τα προνόμια αυτά, οι Λατίνοι (πρωτίστως οι Βενετοί) άρχισαν να λεηλατούν τα νησιά (ανάμεσά τους και τη Ρόδο) για να ασκήσουν πίεση στον εκάστοτε αυτοκράτορα, που τελικά υποχωρούσε. Αξιοσημείωτο γεγονός για τη Ρόδο είναι πως το 1191, ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και ο Γάλλος βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος στην πορεία τους για τους Αγίους Τόπους σταμάτησαν στο νησί και συγκέντρωσαν τρόφιμα και μισθοφόρους.[121]

Η διείσδυση των Λατίνων στην αυτοκρατορία μοιραία οδήγησε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204). Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν επακόλουθο της άλωσης ή αν είχε προηγηθεί αυτής, όμως οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως η Ρόδος έγινε κέντρο ενός ανεξάρτητου κράτους, που εκτεινόταν και σε κάποια από τα γύρω νησιά. Ηγεμόνας του κράτους αυτού ήταν ο Λέων Γαβαλάς, που χρησιμοποιούσε τον τίτλο «Καίσαρ»· και πάλι δεν είναι ξεκάθαρο αν ο τίτλος του απονεμήθηκε από κάποιον αυτοκράτορα ή αν ο Λέων τον έλαβε μόνος του[σημ. 19]. Τότε ιδρύθηκε στη Ρόδο νομισματοκοπείο - κάτι που δεν επέτρεπαν οι αυτοκράτορες - και κόπηκαν χάλκινα νομίσματα. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης εξαπέλυσε μια εκστρατεία κατά της Ρόδου υπό τον Μέγα Δομέστικο Ανδρόνικο Παλαιολόγο αναγκάζοντας τον Λέοντα να δεχτεί την επικυριαρχία του Βατάτζη, διατηρώντας όμως τον τίτλο του Καίσαρα[σημ. 20]. Τον Αύγουστο του 1234 ο Γαβαλάς έκανε συνθήκη συμμαχίας με τους Βενετούς στην οποία δεσμεύονταν για αμοιβαία υποστηριξη αν δέχονταν επίθεση από τον Βατάτζη. Ωστόσο, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη ο Λέων Γαβαλάς ήταν αρχηγός του στόλου και πολέμησε κατά των Βενετών.[122]

Οι ιστορικοί εκτιμούν πως ο Λέων Γαβαλάς πέθανε περίπου το 1240 και πως τότε τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, ο Ιωάννης Γαβαλάς. Ο Ιωάννης Γαβαλάς φαίνεται πως δεν είχε τις τάσεις ανεξαρτησίας του αδελφού του, αφού χρησιμοποιούσε τον τίτλο Αυθέντης της Ρόδου[σημ. 21], ενώ, ενδεχομένως, ο Ιωάννης Γαβαλάς είχε γίνει γαμβρός του αυτοκράτορα[σημ. 22]. Το έτος 1248, ενώ ο Ιωάννης Γαβαλάς πολεμούσε τους Λατίνους με τον στρατό του αυτοκράτορα κοντά στην Νικομήδεια, η πόλη της Ρόδου καταλήφθηκε αιφνιδίως από τους Γενουάτες. Αμέσως, ο αυτοκράτορας απέστειλε στο νησί τον Δούκα των Θρακησίων Ιωάννη Καντακουζηνό, που με λιγοστές δυνάμεις κατέλαβε τα φρούρια της Λίνδου και του Φιλερήμου· και μόλις έλαβε ενισχύσεις άρχισε να πολιορκεί την πρωτεύουσα στην οποία είχαν κλειστεί οι Γενουάτες. Εκτιμάται πως οι Γενουάτες ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, όταν κατέφθασε στο νησί ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αναγκάζοντας τον Καντακουζηνό να λύσει την πολιορκία και να υποχωρήσει στον Φιλέρημο (Μάιος 1249). Ο Βιλλεαρδουίνος κατέληξε σε συμφωνία με τους Γενουάτες, αφήνοντάς τους ενισχύσεις προτού αποχωρήσει. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης αντέδρασε στέλνοντας τον πρωτοσέβαστο Θεόδωρο Κοντοστέφανο με ενισχύσεις και σαφείς οδηγίες. Με την άφιξή τους, αιφνιδίασαν τους Λατίνους που λεηλατούσαν την ύπαιθρο και τους θανάτωσαν όλους. Οι Γενουάτες παρέμειναν κλεισμένοι στην πόλη, όμως αναγνωρίζοντας πως δε θα άντεχαν σε άλλη πολιορκία αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρησή τους.[123]

Η απελευθέρωση της πόλης της Ρόδου από τους Γενουάτες συμπίπτει, κατά την εκτίμηση των ιστορικών, με τον θάνατο του Ιωάννη Γαβαλά και το τέλος της δυναστείας τους στη Ρόδο (1250). Έκτοτε, η Ρόδος πέρασε υπό την άμεση κυριαρχία των αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο και την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Μιχαήλ παραχώρησε ως ιδιωτικές κτήσεις τη Ρόδο και τη Λέσβο στον αδελφό του Ιωάννη (1261). Από το 1275 έως το 1278 διοικητής της Ρόδου ήταν κάποιος Κριβικιώτης· στα 1278 η Ρόδος και τα γύρω νησιά διοικούνταν από τον Γενουάτη κουρσάρο Τζοβάννι ντε λο Κάβο - εκείνη την περίοδο Σελτζούκοι Τούρκοι από τις απέναντι ακτές κατάφεραν να καταλάβουν ένα μερος της Ρόδου· περί το 1305 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος παραχώρησε τη Ρόδο, την Κάρπαθο και την Κάσο στον Γενουάτη κουρσάρο Αντρέα Μορίσκο και τον αδελφό του Λουντοβίκο ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους στις μάχες του αυτοκράτορα κατά των Καταλανών και των Τούρκων. Όμως, ήδη από το 1306 η Κάρπαθος και η Κάσος θα περάσουν στον έλεγχο της Βενετικής οικογένειας Κορνάρο· ο Αντρέα Μορίσκο συνέχισε να μάχεται στο πλευρό των Βυζαντινών ενάντια στους Καταλανούς και τους Βενετούς μέχρι την αιχμαλώτισή του και την εκτέλεσή του στην Κύπρο (1308). Την ίδια περίοδο ένας άλλος Γενουάτης, ο Βινιόλο Βινιόλι έκανε συμφωνία με τους Οσπιτάλιους Ιππότες για την κατάληψη της Ρόδου, που τελικά θα χρειαζόταν αρκετά χρόνια για ολοκληρωθεί (1306-1309).[124]

Grafik3

Ιπποτοκρατία

Στην πολυτάραχη περίοδο των αρχών του 14ου αιώνα για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Γενουάτης Βινιόλο Βινιόλι (Vignolo Vignoli), που κατείχε κτήματα στην Κω, τη Λέρο και στη Λάρδο της Ρόδου, έκανε συμφωνία με τον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών Ιπποτών Φουλκ ντε Βιλαρέ για να καταλάβουν μαζί τη Ρόδο και τα γύρω νησιά (17 Μαΐου 1306). Η συμφωνία προέβλεπε πως ο Βινιόλι θα παραχωρούσε τα κτήματα του σε Κω και Λέρο στους Ιππότες, θα διατηρούσε όμως τη Λάρδο και ένα ακόμα κτήμα της επιλογής του στη Ρόδο. Επίσης, οι φόροι θα διανέμονταν κατά 1/3 στον Βινιόλι και κατά 2/3 στους Ιωαννίτες. Έτσι λοιπόν, στις 23 Ιουνίου 1306 οι δυνάμεις των Ιωαννιτών απέπλευσαν από την Λεμεσό της Κύπρου - όπου βρισκόταν το Τάγμα από το 1291 - και κατέλαβαν πρώτα το Καστελλόριζο. Οι πρώτες τους επιχειρήσεις σε Ρόδο και Κω δεν ήταν επιτυχείς. Στις 20 Σεπτεμβρίου κατέλαβαν το κάστρο Φαρακλού και στις 11 Νοεμβρίου το φρούριο του Φιλερήμου. Μέχρι τον Μάρτιο/Απρίλιο του 1307 οι Ιππότες είχαν επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, τρεις φορές να καταλάβουν την πόλη της Ρόδου. Οι Ιωαννίτες ζήτησαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ να τους παραχωρήσει τη Ρόδο αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του και σε αντάλλαγμα εκείνοι θα του παρείχαν ιππότες όποτε εκείνος τους ζητούσε - ο αυτοκράτορας όμως αρνήθηκε και διέταξε την προετοιμασία ενισχύσεων για τη Ρόδο. Ο Βιλαρέ έφυγε από τη Ρόδο τον Αύγουστο του 1307 και ταξίδεψε στη Δύση εξασφαλίζοντας υποστήριξη για το σκοπό του. Παρέμεινε στη Δύση για 2 χρόνια - στο διάστημα αυτό οι Ιωαννίτες είχαν κατακτήσει όλη την ύπαιθρο, αλλά όχι την πόλη της Ρόδου και επιστρέφοντας έφερε μαζί του μεγάλες ενισχύσεις. Τελικά, η πόλη της Ρόδου παραδόθηκε στις 15 Αυγούστου 1309.[σημ. 23][125]

Τη Ρόδο κυβέρνησαν, από το 1309 έως το 1522, 19 συνολικά Μεγάλοι Μάγιστροι, οι ακόλουθοι[126]: Φουλκ ντε Βιλλαρέ, Ελιόν ντε Βιλλενέβ, Θεόδοτος ντε Γκοζόν, Πέτρος ντε Κορνελιάν, Ρογήρος ντε Πεν, Ραϋμόνδος Μπερανζέ, Ροβέρτος ντε Ζιλλιάκ, Φερδινάνδος ντε Ερέντια, Φιλιμπέρ ντε Ναλλιάκ, Αντώνιος Φλουβιάν, Ιωάννης ντε Λαστίκ, Ιάκωβος ντε Μιλλύ, Πέτρος Ραϋμ. Ζακώστα, Ιωάννης Μπατίστα Ορσίνι, Πέτρος ντ' Ομπουσόν, Εμερύ ντ' Αμπουάζ, Γκυ ντε Μπλανσεφόρ, Φαμπρίκιος Καρρέττο, και Φίλιππος Βιλλιέ ντε Λίσλ-Αντάμ.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και συνεχώς ενισχύονταν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια τα οποία ανεγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα της Γοτθικής και Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Παρ' όλες τις προστριβές που υπήρχαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το θαλάσσιο εμπόριο αποτελούσε πηγή πλούτου και οι αγορές της πόλης ήταν ακμάζουσες. Την περίοδο της κατοχής των Ιπποτών το νησί της Ρόδου διήγε περίοδο ακμής και οι σχέσεις μεταξύ των Ιπποτών και των ντόπιων χαρακτηρίζονταν από ανοχή και συχνά από στενή συνεργασία. Οι περισσότεροι από τους δρόμους της μεσαιωνικής πόλης συμπίπτουν με τους δρόμους της αρχαίας πόλης ενώ διατηρήθηκε η διαίρεση της πόλης σε δύο ζώνες. Το τάγμα στη Ρόδο διατηρούσε ένα πολύ καλά οργανωμένο αρχείο το οποίο περιλάμβανε έγγραφα που είχαν εκδοθεί από τις διοικητές αρχές, αλληλογραφία, νομικά έγγραφα κ.ά. Το αρχείο αυτό διατηρείται έως τις μέρες μας και σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μάλτας. Το αρχείο αυτό αποτελεί μια αξιόλογη πηγή πληροφόρησης για την περίοδο αυτή.

Η πόλη είχε διαιρεθεί σε δύο ζώνες με ένα εσωτερικό τείχος. Το βόρειο τμήμα το οποίο ήταν γνωστό ως Chastel, Chateau, Castrum, Castellum ή Conventus, όπου βρισκόταν το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ο καθολικός καθεδρικός ναός και η κατοικία του καθολικού επισκόπου, τα καταλύματα των «γλωσσών», οι κατοικίες των Ιπποτών, ένα νοσοκομείο κ.ά. Το νότιο τμήμα γνωστό ως ville, burgus ή burgum ήταν η περιοχή όπου ζούσαν οι λαϊκοί και περιλάμβανε την αγορά, συναγωγές, εκκλησίες καθώς και δημόσια και εμπορικά κτίρια. Το 1522 η πόλη κατακτήθηκε από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή.

Οθωμανική κυριαρχία

Ρόδος

Η Τουρκοκρατία στη Ρόδο τυπικά ξεκινάει την 1η Ιανουαρίου 1523, με την αποχώρηση των Ιπποτών από το νησί, και λήγει την 5η Μαΐου 1912, με την κατάληψη της πόλης από τους Ιταλούς, διαρκώντας σχεδόν τέσσερις αιώνες.

Τον Δεκέμβριο του 1522, οι Ιππότες ανίκανοι να αντεπεξέλθουν στην πολύμηνη πολιορκία, που επέβλεπε προσωπικά ο ίδιος ο Οθωμανός σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν την παράδοση της Ρόδου και των υπολοίπων κτήσεων τους στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Παρότι κάποιοι γενίτσαροι παραβίασαν τις εντολές του σουλτάνου και εισέβαλαν στην πόλη στις 25 Δεκεμβρίου πραγματοποιώντας αρπαγές, λεηλασίες και βιασμούς, η τιμωρία των παραβατών περιόρισε τα έκτροπα κατά την παράδοση της πόλης. Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν μπήκε στην πόλη δύο μέρες αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου[σημ. 24] και αμέσως ξεκίνησε η διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δύο πλευρές για το τι θα πάρουν οι Ιππότες μαζί τους και τι θα παραμείνει στο νησί. Την 1η Ιανουαρίου 1523 οι Ιππότες επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και ακολουθούμενοι από 3.000 – 4.000 Ροδίους αποχώρησαν από το νησί.[127]

Την ίδια ημέρα ο Σουλεϊμάν προσευχήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και διαβάστηκε το «Χάττι Σεριφί» με το οποίο ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί. Ο σουλτάνος παρέμεινε στο νησί έως τις 25 Ιανουαρίου και σε αυτό το χρονικό διάστημα προσπάθησε να οργανώσει τη νέα του κτήση. Όρισε το χαράτσι, ίδρυσε μεντρεσέ, ιμαρέτ, διόρισε ιμάμηδες και καθόρισε τα βακούφια. Μερίμνησε για τους τραυματίες του πολέμου, έδωσε αμοιβές και μοίρασε τιμάρια στους αξιωματούχους. Φεύγοντας άφησε διοικητή του νησιού τον γενίτσαρο Ιμπραήμ Αγά.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μαζί με τους Ιππότες αποχώρησαν από τη Ρόδο 3.000 – 4.000 Έλληνες. Όσοι παρέμειναν στην πόλη εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν έξω από το οχυρωμένο τμήμα της. Έτσι γύρω από τα τείχη δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα «μαράσια»[σημ. 25] · επρόκειτο για συνοικίες που στην καρδιά τους είχαν μια ενορία, μπροστά από την οποία περνούσε μια οδός που κατέληγε στο οχυρωμένο τμήμα της πόλης και τα σπίτια βρίσκονταν γύρω από την ενορία σε στενά «σοκάκια». Μέσα στο οχυρωμένο τμήμα της πόλης επιτρεπόταν να ζουν σε δικές τους ξεχωριστές συνοικίες οι Εβραίοι και οι Τούρκοι έποικοι που ήρθαν τα επόμενα χρόνια να καλύψουν το κενό των Ελλήνων.

Παρόλο που δεν επιτρεπόταν στους Έλληνες να κατοικούν μέσα στο τειχισμένο τμήμα της πόλης, τους επιτρεπόταν η είσοδος κατά τη διάρκεια της ημέρας για να εργαστούν. Κάποιοι μάλιστα διατηρούσαν και καταστήματα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το βράδυ έπρεπε να περάσουν έξω από τα τείχη πριν κλείσουν οι πύλες, διότι υπήρχε φρουρά που απειλούσε με σκληρή τιμωρία τους παραβάτες.

Στην ύπαιθρο πέρα από την πόλη της Ρόδου, ο πληθυσμός κατοικούσε σε χωριά και ήταν αμιγώς ελληνικός. Οι Τούρκοι έποικοι τελικά δημιούργησαν συνοικισμούς και έξω από τα τείχη, στα περίχωρα της πόλης[σημ. 26].

Πολύ σημαντικό στοιχείο για τον Ελληνισμό της Ρόδου και όλων των υπόλοιπων νησιών ήταν η εξαίρεση των χριστιανών από το παιδομάζωμα, που φαίνεται πως ήταν ένας από τους όρους της συνθηκολόγησης. Σε μια προσπάθεια να ανακοπεί το κύμα φυγής Ελλήνων και ξένων από τα νησιά ο σουλτάνος αποφάσισε μια πενταετή απαλλαγή από την καταβολή φόρων, ενώ εξειδικευμένοι τεχνίτες αλλά και πολεμιστές δέχονταν δελεαστικές προτάσεις από τους Τούρκους αξιωματούχους για να μην αποχωρήσουν.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Ρόδος αποτέλεσε έδρα ξεχωριστής επαρχίας, του Σαντζακίου της Ρόδου.

Νεότερα χρόνια

Το 1912 ιταλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Ρόδο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Οι Ιταλοί γίνονται δεκτοί ως ελευθερωτές από τους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι ελπίζουν ότι η κατοχή θα είναι προσωρινή. Όμως οι Ιταλοί απέβλεπαν σε προσάρτηση της Ρόδου και των άλλων νησιών στην Ιταλία και εμπόδισαν κάθε ενωτική κίνηση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Αντάντ υπόσχεται στην Ιταλία την επίσημη αναγνώριση της κατοχής ως μόνιμης, γεγονός που επισφραγίζεται με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, Οι διοικητές Μάριο Λάγκο αρχικά και ντε Βέκκι στη συνέχεια εφαρμόζουν πολιτική εξιταλισμού των νησιών. Η διοικητική και δικαστική εξουσία ασκείται από Ιταλούς, επίσημη γλώσσα είναι η ιταλική, η διδασκαλία της ελληνικής καταργείται, το εμπόριο και η βιομηχανία βρίσκονται σε ιταλικά χέρια. Βέβαια για λόγους τουριστικής αξιοποίησης του νησιού πραγματοποιείται πλήθος δημόσιων έργων. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ιταλία ηττημένη συνθηκολογεί και την ιταλική κατοχή ακολουθεί η γερμανική.

Διοικητική διαίρεση

Η Ρόδος χωρίζεται διοικητικά στους Δήμους (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους κατά την απογραφή του 2001):

Μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού η πόλη της Ρόδου με πληθυσμό 52.318 κατοίκους. Επίσης είναι πρωτεύουσα του Νομού Δωδεκανήσων.


Grafik4

Αρχαιολογικό Μουσείο Ρόδου

Τιμαχίδης ο Ρόδιος

Ακουσίλαος ο Ρόδιος

Αριστομένης ο Ρόδιος

Δαμάγητος ο Ρόδιος

Διαγόρας ο Ρόδιος

Δωριεύς ο Ρόδιος

Λεωνίδας ο Ρόδιος

Νικαγόρας ο Ρόδιος

Σημειώσεις

Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τη νήσο Ρόδο παρέχει ο 4ος τόμος του ελληνικού πλοηγού και ιδιαίτερα ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-453 που καλύπτει και τη νήσο Χάλκη Δωδεκανήσου, αλλά και ο χάρτης ΧΕΕ-452 που καλύπτει όλο τον θαλάσσιο χώρο μέχρι Καστελλόριζο και τις έναντι ακτές της Μικράς Ασίας.

Υποσημειώσεις

Μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο.
Μετά μετά την Κρήτη και την Εύβοια.
Μετά τους αερολιμένες Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου.
Στην εποχή μας η λέξη ρόδο παραπέμπει στο τριαντάφυλλο. Ωστόσο, η τριανταφυλλιά δεν είναι γηγενές φυτό στη Ρόδο, αλλά η καλλιέργειά του ξεκίνησε μετά τον Μεσαίωνα, οπότε είναι αδύνατο το αρχαίο όνομα του νησιού να προέρχεται από αυτό το φυτό. Από την άλλη, στα αρχαία ροδιακά νομίσματα εμφανίζεται με τεράστια συχνότητα ένα άνθος, το οποίο ταυτοποιείται με ένα είδος ιβίσκου, το οποίο είναι γηγενές στη Ρόδο. Πολλοί λοιπόν θεωρούν ότι αυτό το άνθος ιβίσκου είναι το «ρόδον» από το οποίο πήρε το όνομα της η Ρόδος. Κάποιοι άλλοι πάλι, το σχετίζουν με τη ροδιά και πιστεύουν ότι από εκεί πήρε το όνομά του το νησί.
Τα ονόματά τους: Σπαρταίος, Κρόνιος και Κύτος.
Ο Ψευδο-Απολλόδωρος αναφέρει μια άλλη εκδοχή: ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη απέκτησαν έναν γιο, τον Τρίτωνα και μια κόρη τη Ρόδη, η οποία παντρεύτηκε τον Ήλιο. (Ψευδο-Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη - Βιβλίο Α΄, § 4,5.)
Την ίδια πληροφορία είχε δώσει ο Ήλιος και στους κατοίκους της Αττικής. Ο βασιλιάς των Αθηναίων, Κέκροπας, έκανε θυσία στη θεά με τη χρήση φωτιάς, αλλά οι Ηλιάδες είχαν ήδη κάνει πρώτοι τη δική τους θυσία.
Η αφήγηση του Διόδωρου του Σικελού για τον ίδιο μύθο έχει ως εξής: Ο Αλθαιμένης, ο γιος του ηγεμόνα της Κρήτης, Κατρέα, έλαβε χρησμό πως θα σκότωνε τον πατέρα του. Προσπαθώντας να αποφύγει αυτή τη μοίρα, εξέπλευσε εκούσια μαζί με άλλους από την Κρήτη και κατέπλευσε στην περιοχή της Καμείρου. Εκεί έχτισε το ιερό του Ατταβυρίου Διός και έγινε αποδεκτός από τους ντόπιους. Όμως, ο Κατρέας μην έχοντας άλλους γιους, αποφάσισε να ξαναπάρει τον γιο του στην Κρήτη. Φτάνοντας νύχτα στη Ρόδο, ο Κατρέας με τους συντρόφους του συνεπλάκησαν με τους ντόπιους. Ο Αλθαιμένης σπεύδοντας να τους βοηθήσει, σκότωσε, εν αγνοία του, τον πατέρα του. Όταν τελικά κατάλαβε τι έγινε, απομονώθηκε από τον κόσμο και πέθανε από τη θλίψη του. Οι Ρόδιοι αφού έλαβαν χρησμό άρχισαν να τιμούν τον Αλθαιμένη ως ήρωα. (Διόδωρος ο Σικελός, Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο Ε΄, § 55.)
Αποκαλείτο Δωρική Πεντάπολη μετά την αποβολή της Αλικαρνασσού από το κοινό.
Ο Στράβωνας αναφέρει ρητά πως οι Ρόδιοι έχτισαν την πόλη, που αργότερα κατέλαβαν οι Μασσαλοί.
Υπάρχουν παραδόσεις που αναφέρουν άλλους Έλληνες ως ιδρυτές της πόλης αυτής.
Και ο Στράβωνας αναφέρει πως «κάποιοι Ρόδιοι κατοίκησαν κοντά στη Σύβαρη». (Στράβων, Γεωγραφικά - Βιβλίο ΙΔ΄, § 2.10.)
Τα μέλη της συμμαχίας χωρίζονταν σε «φορολογικές περιφέρειες» και πλήρωναν τον αντίστοιχο φόρο. Αρχικά, η Ιαλυσός, η Κάμιρος και η Λίνδος πλήρωναν τον «Καρικὸ φόρο», όμως από το 438 π.Χ. ο φόρος αυτός καταργήθηκε και όλες οι πόλεις της περιφέρειας πλήρωναν τον «Ἰωνικὸ φόρο».
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ερατίδες κατάγονταν από τον τον βασιλιά του Άργους Έρατο.
Περίπου το 302 π.Χ., ο Πρεπέλαος, ένας στρατηγός του Λυσίμαχου, αφού κατέλαβε την Έφεσο, βρήκε αυτούς τους ομήρους και τους επέστρεψε στη Ρόδο. (Διόδωρος ο Σικελός, Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο Κ΄, § 107.)
Για τον κατευνασμό των Ρωμαίων, οι Ρόδιοι τους προσέφεραν δώρα τεράστιας οικονομικής αξίας: αρχικά έναν στέφανο αξίας 10.000 χρυσών στατήρων.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Ρωμαίος δικτάτορας Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας έθεσε ξανά την Καύνο υπό τον έλεγχο των Ροδίων σε αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφεραν στον Α΄ Μιθριδατικό Πόλεμο. (Παπαχριστοδούλου, Χριστόδουλος (1994). Ιστορία της Ρόδου: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948) (2 έκδοση). Αθήνα: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου (Σειρά αυτοτελών εκδόσεων αρ. 1, σελ. 131)
Την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού η επαρχία των Νήσων περιλαμβάνει τις κάτωθι πόλεις: Ρόδος, Κως, Χίος, Μυτιλήνη, Μήθυμνα, Πέτελος, Τένεδος, Προσελήνη, Άνδρος, Τήνος, Νάξος, Πάρος, Σίφνος, Μήλος, Ίος, Θήρα, Αμοργός, Αστυπάλαια. Η Ρόδος ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας και ο διοικητής είχε τον τίτλο ηγεμών.
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης λέει πως η εξουσία του Λεόντα προέρχεται από πατρική κληρονομιά.
Τα νομίσματα αυτής της περιόδου επιβεβαιώνουν το γεγονός αυτό: στην πρόσθια όψη φέρουν την επιγραφή ΚΑΙΣΑΡ Ο ΓΑΒΑΛΑΣ και στην οπίσθια την επιγραφή Ο ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ.
Τα νομίσματα της περιόδου του Ιωάννη Γαβαλά φέρουν στην πρόσθια όψη την επιγραφή ΩΙ Ο ΓΑΒΑΛΑΣ (ΩΙ=Ιωάννης) και στην οπίσθια την επιγραφή Ο ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ.
Το ενδεχόμενο αυτό προκύπτει από μια επιστολή του 13ου αιώνα που αναφέρει: «... σεβαστέ μέγα δούκα και περιπόθητε γαμβρέ του κραταιού και αγίου βασιλέως και μέγα εξουσιαστά της θεοφρουρήτου νήσου Ρόδου και των Κυκλάδων νήσων, ...». Η επιστολή δε φέρει ονόματα, όμως θεωρείται πως αναφέρεται στον Ιωάννη Γαβαλά.
Η χρονολόγηση των γεγονότων της κατάληψης της Ρόδου από τους Ιωαννίτες έχει προβληματίσει πολύ τους ιστορικούς. Στο σημείο της παράδοσης/κατάληψης της πόλης ειδικότερα, ενώ η 15 Αυγούστου θεωρείται βάσιμη ημερομηνία λόγω της θρησκευτικής σημασίας της, η εξακρίβωση του ακριβούς έτους είναι πιο δύσκολη. Το έτος 1309 είναι το πιο ευρέως αποδεκτό από τους σύγχρονους ιστορικούς, με μερίδα ιστορικών να υποστηρίζουν εναλλακτικές προτάσεις για τα έτη 1308 και 1310.
Λέγεται πως ο Σουλεϊμάν μπήκε στην πόλη από την πύλη του Αγίου Αθανασίου και διέταξε αυτή η είσοδος να σφραγιστεί. Η πύλη παρέμεινε κλειστή έως το 1922, όταν ξανανοίχτηκε από τους Ιταλούς. Έτσι οι Ροδίτες της απέδωσαν το όνομα «Καινούρια Πόρτα».
Πάνω Μαράσια: Άη Γιάννης, Άγιοι Ανάργυροι. Κάτω Μαράσια: Αγία Αναστασία, Μητρόπολη, Άη Γιώργης (Άνω), Άη Νικόλας, Άη Γιώργης ο Κάτω ή Καμένος. Μετά το 1600 δημιουργείται το «Νέο Μαράσι» ή «Νιοχώρι», σε μια περιοχή που αρχικά βρίσκονταν μόνο μερικές προξενικές οικίες.
Τούρκικοι συνοικισμοί: Καναμάτ, Ζιμπουλί (Ροδίνι), Οσγούρ (τα Σγουρού), Σαντουρλί, Κανδηλί, Μίξη (Ιξιά), Μάντρα Μπαγαζί, Τσαΐρι.

Ήταν ο εμπνευστής του τύπου «Καννάβου», που αποτέλεσε αργότερα το πρότυπο για τη δημιουργία πολλών νέων πόλεων.

Παραπομπές

Tsiros, σελ. 1.
Charami, σελ. 26.
Karakasis, σελ. 146.
«ΦΕΚ αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ πληθυσμού 2011», σελ. 10852 (σελ. 378 του pdf) και σε μορφή Excel «Πίνακας αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ Πληθυσμού-Απογραφής 2011» στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ. Αρχειοθετήθηκε 24/11/2017. Ανακτήθηκε 09/01/2018.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 64-65.
Στράβων, 14.2.7.
Πίνδαρος, Ζ΄.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.55-56.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.56-57.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.58.
Αθήναιος, 8.132.
Αθήναιος, 6.181-182.
Ψεύδο-Απολλόδωρος, 3.2.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.59.5-6.
Όμηρος, 2.653-658.
Ψεύδο-Απολλόδωρος, Επιτομή 3.13.
Γάιος Ιούλιος Υγίνος, 2.81.
Όμηρος, 5.627-670.
Drachmann 1964, σελίδες 209, 229-230.
Ψεύδο-Απολλόδωρος, Επιτομή 6.15β.
Στράβων, 14.2.10.
Πολύαινος, 1.13.
Παυσανίας, 3.19.9-10.
Leonard, σελ. 48.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 60.
Στράβων, 14.5.8.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 62.
Ηρόδοτος, 7.153.
Θουκυδίδης, 6.4.4.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 155.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.9.
Διόδωρος ο Σικελός, 5.53-54.
Ηρόδοτος, 2.178.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 63.
Διόδωρος ο Σικελός, 11.3.8.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 75.
Θουκυδίδης, 3.8.1.
Ξενοφών, 1.5.
Θουκυδίδης, 6.43.1.
Θουκυδίδης, 7.57.6.
Θουκυδίδης, 7.33.5-6.
Θουκυδίδης, 8.35.1.
Θουκυδίδης, 8.44.
Θουκυδίδης, 8.55.1.
Θουκυδίδης, 8.57.
Θουκυδίδης, 8.60.
Θουκυδίδης, 8.83-85.1.
Θουκυδίδης, 8.99.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.38.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.45.
Ξενοφών, 1.1.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.50-51.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.69.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.75.
Διόδωρος ο Σικελός, 13.70.
Ξενοφών, 1.6.
Παυσανίας, 10.9.9.
Διόδωρος ο Σικελός, 14.79.
Παυσανίας, 6.7.6.
Ξενοφών, 3.5.
Παυσανίας, 3.9.8.
Ξενοφών, 4.8.
Διόδωρος ο Σικελός, 14.97-99.
Διόδωρος ο Σικελός, 15.28.
Διόδωρος ο Σικελός, 15.79.
Διόδωρος ο Σικελός, 16.7.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 86-88.
Διόδωρος ο Σικελός, 16.77.
Διόδωρος ο Σικελός, 17.17-31.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 90-93.
Διόδωρος ο Σικελός, 18.8.
Διόδωρος ο Σικελός, 19.45.
Διόδωρος ο Σικελός, 19.57-58.
Διόδωρος ο Σικελός, 19.77.
Διόδωρος ο Σικελός, 20.46.
Διόδωρος ο Σικελός, 20.81-82.
Διόδωρος ο Σικελός, 20.99.
Διόδωρος ο Σικελός, 20.100.
Παυσανίας, 1.8.6.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 106-108.
Πολύβιος, 5.88-90.
Πολύβιος, 4.16.
Πολύβιος, 4.37-52.
Πολύβιος, 4.53.
Πολύβιος, 5.24-29, 100-103.
Πολύβιος, 11.24-29.
Διόδωρος ο Σικελός, 27.3.
Διόδωρος ο Σικελός, 28.1.
Πολύβιος, 13.24-29.
Πολύαινος, 5.17.
Πολύβιος, 15.20.
Πολύβιος, 16.4-10.
Πολύβιος, 18.1.
Διόδωρος ο Σικελός, 29.11.
Πολύβιος, 21.12.
Πολύβιος, 22.24-26.
Πολύβιος, 24.15.
Πολύβιος, 25.21.
Πολύβιος, 27.24.
Πολύβιος, 28.5.
Πολύβιος, 29.3.
Διόδωρος ο Σικελός, 30.4.
Διόδωρος ο Σικελός, 31.5.
Πολύβιος, 30.2.
Πολύβιος, 31.6.
Πολύβιος, 31.16-17.
Πολύβιος, 33.15-17.
Διόδωρος ο Σικελός, 31.37-38, 43.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 128-133.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 134-139.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 176-179.
Στράβων, 14.2.5.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 141.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 142.
Παυσανίας, 8.43.4.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 144.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 241-244.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 249-250.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 222.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελ. 253.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 251-255.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 256-259.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 259-261.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 262-265.
Παπαχριστοδούλου 1994, σελίδες 271-273.
Βασίλης Σ. Χατζηβασιλείου, "Ιστορία της νήσου Κω, Αρχαία-Μεσαιωνική-Νεότερη", έκδοση Δήμου Κω (1990), σελ. 246
Παπαδόπουλος Στέφανος, Απελευθερωτικοί Αγώνες των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Τεύχος Α', (1453-1669), Θεσσαλονίκη 1982. σελ. 52-55.
«ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ». www.pre.aegean.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017.
«Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού». www.pse.aegean.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017.
«Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών Πανεπιστημίου Αιγαίου». dms.aegean.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017.
Σάλακος
votaniki (26 Δεκεμβρίου 2018). «Ρόδος: Προφήτης Ηλίας – Επτά Πηγές – Πεταλούδες – Ρέματα (GR4210006) - Βοτανική» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2019.
«Rodos: Profitis Ilias - Epta Piges – Petaloudes - Remata». Protected Planet. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2019.

«N2K GR4210006 dataforms». natura2000.eea.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2019.

Αρχαίες Πηγές

Αθήναιος. Wikisource link to Δειπνοσοφισταί. Wikisource.
Αθήναιος. Wikisource link to Δειπνοσοφισταί. Wikisource.
Γάιος Ιούλιος Υγίνος. «Θρύλοι - Μνηστήρες της Ωραίας Ελένης».
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο Ε΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΑ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΓ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΔ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΕ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΣτ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΖ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΗ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΙΘ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο Κ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΚΖ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΚΗ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΚΘ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο Λ΄. Wikisource.
Διόδωρος ο Σικελός. Wikisource link to Βιβλιοθήκη Ιστορική - Βιβλίο ΛΑ΄. Wikisource.
Ηρόδοτος. Wikisource link to Ιστορίαι - (Βιβλίο Β΄) Ευτέρπη. Wikisource.
Ηρόδοτος. Wikisource link to Ιστορίαι - (Βιβλίο Ζ΄) Πολύμνια. Wikisource.
Θουκυδίδης. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Γ΄. Wikisource.
Θουκυδίδης. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Στ΄. Wikisource.
Θουκυδίδης. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Ζ΄. Wikisource.
Θουκυδίδης. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Η΄. Wikisource.
Ξενοφών. Wikisource link to Ελληνικά - Βιβλίο Α΄. Wikisource.
Ξενοφών. Wikisource link to Ελληνικά - Βιβλίο Γ΄. Wikisource.
Ξενοφών. Wikisource link to Ελληνικά - Βιβλίο Δ΄. Wikisource.
Όμηρος. Wikisource link to Ιλιάδα - Ραψωδία Β΄. Wikisource.
Όμηρος. Wikisource link to Ιλιάδα - Ραψωδία E΄. Wikisource.
Παυσανίας. Wikisource link to Ελλάδος Περιήγησις - (Βιβλίο Α΄) Αττικά. Wikisource.
Παυσανίας. Wikisource link to Ελλάδος Περιήγησις - (Βιβλίο Γ΄) Λακωνικά. Wikisource.
Παυσανίας. Wikisource link to Ελλάδος Περιήγησις - (Βιβλίο Στ΄) Ηλιακών Β΄. Wikisource.
Παυσανίας. Wikisource link to Ελλάδος Περιήγησις - (Βιβλίο Η΄) Αρκαδικά. Wikisource.
Παυσανίας. Wikisource link to Ελλάδος Περιήγησις - (Βιβλίο Ι΄) Φωκικά, Λοκρών Οζόλων. Wikisource.
Πίνδαρος. Wikisource link to Ολυμπιόνικοι - Z΄. Wikisource.
Πολύαινος. «Στρατηγήματα - Βιβλίο Α΄».
Πολύαινος. «Στρατηγήματα - Βιβλίο Ε΄».
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Δ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Ε΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΙΑ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΙΓ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΙΕ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΙΣτ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΙΗ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΑ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΒ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΔ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΕ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΖ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΗ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΚΘ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο Λ΄. Wikisource.
Πολύβιος. Wikisource link to Ιστορίαι - Βιβλίο ΛΓ΄. Wikisource.
Στράβων. Wikisource link to Γεωγραφικά - Βιβλίο ΙΔ΄. Wikisource.
Ψεύδο-Απολλόδωρος. Wikisource link to Βιβλιοθήκη - Βιβλίο Γ΄. Wikisource.
Ψεύδο-Απολλόδωρος. Wikisource link to Βιβλιοθήκη - Βιβλίο Επιτομή. Wikisource.

Σύγχρονη Βιβλιογραφία

«Ρόδος: Το όνομα της Ρόδου». Γεωτρόπιο 12 (Ιουλ. 2000): 20-31.
Τα οθωμανικά τεμένη στην παλαιά πόλη της Ρόδου: Σουλτάν Σουλεϊμάν τζαμί, Μουράντ Ρέις τζαμί, Σουλτάν Μουσταφά τζαμί, Μεχμέτ Αγά τζαμί (Ph.D.). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Σχολή Φιλοσοφική - Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης.
Charami, Olga. Swim, Skim or Fly?. «The Basics» (στα Αγγλικά). Greece Is. Rhodes (2017-2018).
Γουναρίδης, Πάρις. «Η τύχη της Ρόδου κατά τον ΙΓ΄ αιώνα». Σύμμεικτα 15 (2002): 177-182.
Drachmann, Anders Bjorn (1964). «Scholia Vetera in Pindari Carmina, Vol. 1 Scholia in Olympionicas». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ευθυμίου-Χατζηλάκου, Μαρία. «Γαλλική προξενική έκθεση για τη Ρόδο του 1731». Δωδεκανησιακά Χρονικά (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου) 13 (1989): 269-276.
Fintz Menascé, Esther (2000). Gli Ebrei a Rodi. Storia di un’ antica comunità annientata dai nazisti (στα Ιταλικά) (2 έκδοση). Mailand: Guerini e associati. ISBN 88-7802-312-4.
Karakasis, Yiannis. «Days of Wine and Rhodes» (στα Αγγλικά). Greece Is. Rhodes (2017-2018).
Leonard, John. Under the Watchful Eye of Helios. «History» (στα Αγγλικά). Greece Is. Rhodes (2017-2018).
Μπογιάννος, Θεοφάνης (2001). ΡΟΔΟγνωσία: Η Αληθινή Ιστορία της Ρόδου. Ρόδος.
Μπογιάννος, Θεοφάνης (2014). Οι Περιηγητές της Ρόδου. Ρόδος.
Παπαδόπουλος Στέφανος, Απελευθερωτικοί Αγώνες των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Τεύχος Α', (1453-1669), Θεσσαλονίκη 1982. σελ. 38-40 και 52-55.
Παπαχριστοδούλου, Χριστόδουλος (1994). Ιστορία της Ρόδου: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948) (2 έκδοση). Αθήνα: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου (Σειρά αυτοτελών εκδόσεων αρ. 1).
Σαββίδης, Αλέξης. «Η Ρόδος και δυναστεία των Γαβαλάδων». Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 24: 358-376.
Tsiros, Giorgos. «At a Crowded Crossroads» (στα Αγγλικά). Greece Is. Rhodes (2017-2018).
Τσιρπανλής, Ζαχαρίας Ν. (1991). Η Ρόδος και οι Nότιες Σποράδες στα χρόνια των Ιωαννιτών Iπποτών (14ος-16ος αιώνας). Ρόδος.
Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Μελέτες για την ιστορία της Ρόδου στα χρόνια των Ιπποτών, Θεσσαλονίκη 1970.
Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Στη Ρόδο του 16ου-17ου αιώνα. Από τους Ιωαννίτες Ιππότες στους Οθωμανούς Τούρκους, Ρόδος 2002.
Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Η ΡΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ (Από τα βυζαντινά χρόνια ως την Ενσωμάτωση με την Ελλάδα), Επιστημονική Επετηρίδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. τόμος 20, Ιωάννινα 1991.

Γεωγραφία της Ελλάδας

Γεωγραφία της Ελλάδας : Αλφαβητικός κατάλογος

Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω

Χώρες της Ευρώπης

Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία

Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν

1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License