.
Ως οικουμενική σύνοδος μπορεί να οριστεί μία σύνοδος οι αποφάσεις της οποίας γίνονται αποδεκτές από την παγκόσμια εκκλησιαστική κοινότητα. Στο χαρακτηρισμό της δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το μέγεθος του αριθμού των συμμετεχόντων επισκόπων, λόγω του ότι αυτός μπορεί να ποικίλλει σε κάθε σύνοδο, ούτε η αντιπροσωπευτικότητα την οποία έχει έναντι των κατά τόπους εκκλησιών. Μέτρο για την ανάδειξη μιας Συνόδου ως Οικουμενικής είναι η επακόλουθη αποδοχή των αποφάσεών της και η παγκόσμια αναγνώριση της οικουμενικότητάς της. Όλες οι οικουμενικές σύνοδοι έλαβαν χώρα από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα.
Οι οικουμενικές σύνοδοι ήταν σύννομα συγκαλούμενες συνελεύσεις εκκλησιαστικών αξιωματούχων και θεολόγων εμπειρογνωμόνων με σκοπό τη συζήτηση και τη ρύθμιση θεμάτων δόγματος και εκκλησιαστικής διοίκησης. Ο αυτοκράτορας αναλάμβανε να συγκαλέσει, μετά από πρόταση των επισκόπων, να διευθύνει και να φροντίσει για την εφαρμογή των αποφάσεων των συνόδων[1]. Σκοπός τους ήταν η αντιμετώπιση των θεωρούμενων αιρετικών κακοδοξιών και η υποστήριξη των ορθών Βιβλικών δογμάτων[2]. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων έχουν πάντοτε ερμηνευτικό χαρακτήρα και ποτέ εισηγητικό, ενώ «γνώμων της πίστεως» θεωρείται «ο Κανών, τουτέστιν η Αγία Γραφή»[3].
Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.
Η φράση «οἰκουμενικὴ σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Πρώτης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (Β' Οικουμενική) το 381. Ο όρος «οικουμένη» σημαίνει όλη την κατοικημένη γη, και, με πιο ειδική έννοια, τη γη που κατοικείται από τους Έλληνες σε αντίθεση με τις χώρες που κατοικούνται από βαρβάρους. Αργότερα, οι Ρωμαίοι αναφέρονταν με τη φράση «orbis Romanus» στα πολιτικά όρια τα οποία συνέπιπταν με εκείνα της αρχαίας ελληνολατινικής εκκλησίας. Όταν στη συνέχεια υπήρξαν επίσκοποι από τις χώρες των βαρβάρων, οι οικουμενικές σύνοδοι αντιπροσώπευαν το σύνολο του χριστιανικού κόσμου[4].
Οι Επτά Οικουμενικές Σύνοδοι
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
Βλέπε κύριο άρθρο Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συγκλήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διακήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ τον Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι, οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος («πνευματομάχοι») και, για ακόμη μια φορά, τον Άρειο, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη.
Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).
Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Εν Τρούλλω Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε' και ΣΤ' Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη.
Σύνοδοι με αξία Οικουμενικών για την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Η «Εν Αγία Σοφία» Σύνοδος
Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προέδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872 - 882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 - 867, 877 - 886). Επικύρωσε τις αποφάσεις της Z΄ Οικουμενικής Συνόδου. Kαταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).
Οι Σύνοδοι των ετών 1341 - 1351
Σειρά συνόδων (1341,1349,1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις Ησυχαστικές Έριδες. Η Σύνοδος του 1341 δογμάτισε για την Άκτιστη Ουσία και την Άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον Βαρλαάμ Καλαβρό. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) συμμετείχε Θεούμενος (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου για τους Ορθοδόξους. Επίσης καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε πηγή έμπνευσης τη δυτική σχολαστική θεολογία.
Σύνοδοι που η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ως Οικουμενικές
Δ΄ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως
Η Δ΄ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως συγκλήθηκε το έτος 869 (5 Οκτωβρίου 869 – 28 Φεβρουαρίου 870) από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ Μακεδόνα με τη συμμετοχή 102 επισκόπων και επικυρώθηκε από τον Πάπα Ανδριανό Β’. Αυτή η Σύνοδος καταδίκασε και καθαίρεσε το Μέγα Φώτιο και μάλιστα προκειμένου οι αποφάσεις της να έχουν ιδιαίτερο κύρος υπεγράφησαν από τους επισκόπους με Θεία Ευχαριστία πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αυτή τους την πράξη, η οποία θεωρήθηκε βλάσφημη, μετανόησαν πολλοί επίσκοποι αργότερα επιζητώντας την καταστροφή των πρακτικών της Συνόδου.
Α΄ Λατερανή Σύνοδος
Η Α’ Λατερανή Σύνοδος συγκλήθηκε στη Ρώμη το 1123 στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού υπό την προεδρία του Πάπα Καλλίστου Β’. Στα ζήτηματα που εξέτασε περιλαμβανόταν η διένεξη μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Η Σύνοδος επικύρωσε το Κονκορδάτο της Βορμς (Pactum Calixtinum) που είχε υπογραφεί ένα έτος πριν, μεταξύ του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ και του Πάπα Καλλίστου Β΄. Αυτό εξασφάλιζε ότι όλες οι εκλογές ιεραρχών και ηγουμένων θα γίνονταν από τις εκκλησιαστικές αρχές με την έγκριση του Αυτοκράτορα μόνο στο έδαφος της Γερμανίας. Επίσης έλαβε την απόφαση για την υποχρεωτική αγαμία του λατινικού κλήρου.
Β΄ Λατερανή Σύνοδος
Η Β΄ Λατερανή Σύνοδος συγκλήθηκε και επικυρώθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Β’ στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη Λατερανού το έτος 1139 με συμμετοχή χιλίων περίπου ιεραρχών. Αιτία σύγκλησης ήταν το Παπικό Σχίσμα στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος ακύρωσε τις πράξεις του Αντίπαπα Αντίκλητου Β΄ βάζοντας τέλος στο Σχίσμα. Καταδίκασε τη νέο – μανιχαϊστική διδασκαλία του Πέτρου Μπρούις (Petrus von Bruis) καθώς και τη διδασκαλία του Αρνόλδου της Βρέσια, ο οποίος υποστήριζε την κατάργηση της ιδιοκτησίας για την Εκκλησία. Κυρίαρχο ρόλο στη Σύνοδο διαδραμάτισε ο Λατίνος Εκκλησιαστικός Πατέρας Άγιος Βερνάρδος.
Γ΄ Λατερανή Σύνοδος
Η Γ΄ Λατερανή Σύνοδος έλαβε χώρα, όπως και οι δύο προηγούμενες, στον Καθεδρικό Ναό της Ρώμης υπό τον Πάπα Αλέξανδρο Γ΄ το 1179 με 302 συμμετέχοντες επισκόπους προκειμένου να ορίσει το τυπικό της εκλογής Ποντίφηκα. Επίσης ακύρωσε τις πράξεις τριών Αντιπαπών, του Αντίπαπα Βίκτορα και των δύο διαδόχων του. Καταδίκασε και αναθεμάτισε ως αιρετικούς τους Αλβιγιανούς και τους Βαλδιανούς.
Δ΄ Λατερανή Σύνοδος
Η Δ΄ Λατερανή Σύνοδος συγκροτήθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ το 1215 και θεωρείται η σημαντικότερη των μεσαιωνικών Συνόδων για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εξέδωσε ομολογία πίστεως ενάντια στους Αλβιγιανούς (Firmiter Credimus), καθιέρωσε τον όρο "μετουσίωση" για τη μεταβολή της Θείας Ευχαριστίας, καταδίκασε τα λάθη στην τριαδολογία του ηγουμένου Ιωακείμ και εξέδωσε 70 μεταρρυθμιστικούς κανόνες.
Α΄ Σύνοδος της Λυώνος
Η Α΄ Σύνοδος της Λυώνος συγκλήθηκε στη Λυών της Γαλλίας από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄ το 1245 και συμμετείχαν περίπου 140 επίσκοποι. Αναθεμάτισε τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους Φρειδερίκο Β΄, εγγονό του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα, για την προσπάθεια ελέγχου της Εκκλησίας και ξεκίνησε την 6η Σταυροφορία, υπό το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ΄.
Β΄ Σύνοδος της Λυώνος
Η Β΄ Σύνοδος της Λυώνος συγκλήθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Ι΄ το 1274 και σε αυτήν, για πολιτικούς λόγους, απέστειλε αντιπροσωπεία ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, υπό τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό. Δογμάτισε τη διπλή εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (Filioque) και προσπάθησε την ένωση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι αποφάσεις της και η συμμετοχή της βυζαντινής αντιπροσωπείας αποδοκιμάστηκε από τον λαό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σύνοδος της Βιέν
Η Σύνοδος της Βιέν συγκλήθηκε από τον Πάπα Κλήμεντα Ε΄ (πρώτο Πάπα της Αβινιόν) στην πόλη Βιέν (Vienne) της Γαλλίας το 1311 κατά τη διάρκεια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας των Παπών και διήρκεσε δύο χρόνια. Η Σύνοδος απαγόρευσε τη δράση του Τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών, αποφάνθηκε την ανάγκη μεταρρύθμισης στις τάξεις του κλήρου και καταδίκασε ποικίλες διδασκαλίες, που θεώρησε αιρετικές.
Σύνοδος της Κωνσταντίας
Η Σύνοδος της Κωνσταντίας έλαβε χώρα στη γερμανική πόλη Κωνσταντία (Constance) υπό τον Αυτοκράτορα Σιγισμούνδο και τον Πάπα Γρηγόριο ΙΒ΄. Κατά τη διάρκειά της παραιτήθηκαν ο Πάπας Γρηγόριος και οι Αντίπαπες Βενέδικτος ΙΓ΄ και Ιωάννης ΚΓ΄ χάριν της ενότητας της Εκκλησίας και εκλέχθηκε νέος Πάπας ο Μαρτίνος Ε΄. Η Σύνοδος καταδίκασε για τη διδασκαλία τους τον Ιωάννη Γουίκλιφ (John Wycliffe) και τον συνεχιστή του Ιωάννη Χους (John Huss).
Σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας ή Φεράρας – Φλωρεντίας συγκλήθηκε το 1431 αρχικά στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας από τον Πάπα Μαρτίνο Ε΄ με αντικείμενο την παύση της εκκλησιαστικής αναταραχής στη Βοημία. Η Σύνοδος μεταφέρθηκε το 1438 στη Φεράρα, από τον Πάπα Ευγένιο Δ΄, και το 1439 στη Φλωρεντία. Εκεί έλαβε μέρος βυζαντινή αντιπροσωπεία, υπό τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο με σκοπό την ένωση των εκκλησιών. Αν και υπεγράφη ένωση με αποδοχή από τους ανατολικούς των παπικών αξιώσεων, αυτή ποτέ δεν έγινε πράξη, λόγω των λαϊκών αντιδράσεων στο Βυζαντινό κράτος. Σ' αυτή τη Σύνοδο επιβεβαιώθηκε η παπική υπεροχή έναντι των συνόδων.
Ε΄ Λατερανή Σύνοδος
Η Ε΄ Λατερανή Σύνοδος είχε επικεφαλής δύο Πάπες κατά τα πέντε έτη της διάρκειάς της (1512 – 1517), τον Πάπα Ιούλιο Β΄ και τον Πάπα Λέοντα Ι΄. Προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη διδασκαλία του Μαρτίνου Λούθηρου και το ρεύμα της Μεταρρύθμισης των Διαμαρτυρομένων, που τότε γεννιόταν. Επίσης συζητήθηκε η πιθανότητα νέας σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών αλλά χωρίς την απόφαση πραγμάτωσης. Τέλος επαναβεβαιώθηκε η παπική αυθεντία έναντι της συνοδικής.
Σύνοδος του Τριδέντου
Η Σύνοδος του Τριδέντου (Trent) υπήρξε η πλέον μακροχρόνια σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Διήρκεσε δεκαοκτώ έτη (13 Δεκεμβρίου 1545 – 4 Δεκεμβρίου 1563) υπό πέντε Πάπες (Παύλος Γ΄, Ιούλιος Γ΄, Μαρκέλλος Β΄, Παύλος Δ΄, Πίος Δ΄) και ως κύριο αντικείμενο είχε τις προτεσταντικές διδασκαλίες. Αναθεματίστηκαν, ως αιρετικοί, ο Μαρτίνος Λούθηρος και ο Καλβίνος και θεσπίστηκε πλήθος κανόνων για τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Α΄ Βατικάνεια Σύνοδος
Η Α΄ Βατικάνεια Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Πάπα Πίο Θ΄ στις 8 Δεκεμβρίου 1869 στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη και ανέστειλε τις εργασίες της, χωρίς να τις ολοκληρώσει, τον Ιούλιο του 1870. Δογμάτισε το αλάθητο του Πάπα όταν αυτός μιλά από καθέδρας (ex cathedra).
Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος
Η Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ στις 11 Οκτωβρίου 1962 και έκλεισε τις εργασίες της υπό το διάδοχό του Πάπα Παύλο ΣΤ΄ στις 8 Δεκεμβρίου 1965. Τα θέματα που εξετάστηκαν σ' αυτή τη Σύνοδο ήταν ποιμαντικής και όχι δογματικής φύσης. Αποφασίστηκαν οικουμενικά ανοίγματα προς άλλες εκκλησίες και η Καθολική Εκκλησία εισήλθε σε πορεία εξωστρέφειας και διαλόγου.
Υποσημειώσεις
1. ↑ «Εκ του αυτοκράτορος εξηρτάτο η εκλογή των επισκόπων και μάλιστα των πατριαρχών, η ίδρυσις και συγχώνευσις επισκοπών και αρχιεπισκοπών και η ανύψωσις αυτών εις μητροπόλεις, η ανακήρυξις αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εις τον αυτοκράτορα εγίνοντο εκ των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εφέσεις. Ο αυτοκράτωρ συνεκάλει τας οικουμενικάς συνόδους, διήυθηνεν αυτάς προσωπικώς ή δι' αντιπροσώπων, τας συνοδικάς αποφάσεις καθίστα νόμους του κράτους και εκ των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών αυτός ενίοτε ώριζε, τίς θα επικρατήσει. [...] Ο αυτοκράτωρ είχεν ιερατικόν χαρακτήρα. Ήδη οι εθνικοί αυτοκράτορες είχον τοιούτον χαρακτήρα (ο ρωμαίος αυτοκράτωρ ήτο άκρος αρχιερεύς του εθνισμού, pontifex maximus). Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτωρ είπεν· «ἐγὼ δὲ τῶν ἐκτὸς ὑπὸ θεοῦ καθεσταμένος ἐπίσκοπος ἂν εἴην» (Ευσεβίου, Βίος του Μεγ. Κωνσταντίνου 4,24), ο δε Ευσέβιος περί αυτού σαφέστερον είπεν· «οἷά τις κοινὸς ἐπίσκοπος ἐκ θεοῦ καθεσταμένος» (αυτ. 1,44). Εν ταις συνόδοις ο αυτοκράτωρ επευφημείτο ως αρχιερεύς. [...] Δια των λέξεων τούτων οι αυτοκράτορες ανακηρύχθησαν ισαπόστολοι και θεόπνευστοι. Επί του αυτοκράτορος εχρησιμοποιείτο το επίθετον "άγιος", εξ αυτού δε παρέλαβον αυτό οι επίσκοποι μέχρι σήμερον. [...] Η Εκκλησία από του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήλθεν εις στενήν σύνδεσιν μετά της πολιτείας και κατ' ανάγκην εις περισσοτέρας, ή πρότερον, σχέσεις μετά του κόσμου. Τούτο συνετέλεσεν, ίνα η γενική ηθική κατάστασις των χριστιανών υποστή δευτέραν κατάπτωσιν». (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181)
2. ↑ «-Τίνες οι λόγοι οι παρορμήσαντες την εκκλησίαν προς συγκρότησιν Οικουμενικών Συνόδων; -Αι διάφοροι αιρέσεις αι κατά καιρούς εμφανισθείσαι, αίτινες δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα. -Οποίον τινα προετίθετο σκοπόν η συγκρότησις των οικουμενικών Συνόδων; - α) Όπως αποκρούση τας κακοδιδασκαλίας, και β) όπως υποστηρίξη και περιφρουρήση τας πολεμουμένας Ευαγγελικάς αληθείας». (Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 1899, Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, σελ. 189)
3. ↑ «Ο Κανών [της Αγίας Γραφής] είνε δια την Εκκλησίαν ο γνώμων της πίστεως, και ό,τι προσκρούει εις αυτόν δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας. Έξω του Κανόνος δεν υπάρχει άλλη αποκάλυψις της θείας αλήθειας, και αύται δε αι οικουμενικαί Σύνοδοι αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και ουδέποτε εισηγητικώς, πάντοτε δηλαδή ερμηνεύουν, ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον». (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στέργιος Σάκκος, Διδάκτωρ Θεολογίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β' Έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 16, 17)
4. ↑ Το Συνοδικό Σύστημα. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι (Φίλιπ Σαφ (Philip Schaff), History of the Christian Church, Volume III: Nicene and Post-Nicene Christianity. A.D. 311-600, 5η εκδ., Αναθεωρημένη, Τόμ. 3ος) (Αγγλικά).
Πρόσθετη ανάγνωση
* Δρόμοι της Πίστης – Ψηφιακή Πατρολογία: Πληροφορίες ("Γενικά") και υλικό ("Διαθέσιμα αρχεία") για τις Οικουμενικές Συνόδους σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
* Καθολική Εγκυκλοπαίδεια: «Οι 21 Οικουμενικές Σύνοδοι» σύμφωνα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (Αγγλικά).
* Οι Εφτά Οικουμενικές Σύνοδοι (The Seven Ecumenical Councils), του Φίλιπ Σαφ (Philip Schaff) (Αγγλικά).
* Το Πηδάλιο (The Rudder), (μετάφραση στα αγγλικά του D. Cummings [Chicago: Orthodox Christian Educational Society, 1957]: Οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων με ερμηνεία σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία (Αγγλικά).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License