.
Ο Πελίας - Παναγιώτης Ιωαννίδης (1889 - 1944) ήταν Έλληνας υποναύαρχος.
Βιογραφικά στοιχεία
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ήταν γιος του Δημοσθένη Ιωαννίδη, εφέτη, και της Φωτεινής Ροδίου. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την οικογένεια Κολοκοτρώνη και ήταν απευθείας απόγονος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Επίσης ήταν δισέγγονος του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Παναγιώτη Ρόδιου. Ακουλούθησε σταδιοδρομία αξιωματικού στο Βασιλικό Ναυτικό αποφοιτώντας από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1908 με τον βαθμό του Σημαιοφόρου. Συμπλήρωσε τις σπουδές του φοιτώντας στην Ναυτική Σχολή Πολέμου την διετία 1928 - 1929. Ως σημαιοφόρος έλαβε μέρος στο κίνημα στο Γουδί ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου καθώς και στο κίνημα του Αλφονσάτου - Τυπάλδου.[1] Το 1913 προήχθη σε ανθυποπλοίαρχο, το 1914 σε υποπλοίαρχο και το ίδιο έτος σε υποπλοίαρχο α΄ τάξης.
Βαλκανικοί πόλεμοι και μεσοπόλεμος
Υπηρέτησε κατά τους βαλκανικούς πολέμους ενώ κατά την τριετία 1917 - 1920 βρέθηκε εκτός στρατεύματος λόγω πολιτικών φρονημάτων.[2] Συγκεκριμένα το 1917 τέθηκε σε τετράμηνη διαθεσιμότητα και προφυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Καταδικάστηκε[1] από στρατοδικείο σε επτάμηνη φυλάκιση ως ένοχος δυσμενείας κατά του καθεστώτος και τον Νοέμβριο του 1918 αποτάχθηκε. Επαναφέρθηκε το 1920, προήχθη σε πλωτάρχη και το επόμενο έτος ανέλαβε την διεύθυνση της Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού (1921). Την περίοδο 1922 - 1924, με ένα μικρό διάλειμμα, τέθηκε σε διαθεσιμότητα πάλι για πολιτικούς λόγους. Το 1925 προήχθη σε αντιπλοίαρχο, το 1934 σε πλοίαρχο και το 1935 τοποθετήθηκε αρχηγός του ναυστάθμου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1938. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως ναυτικός ακόλουθος Τουρκίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας για να αποστρατευθεί τελικώς, κατόπιν αιτήσεώς του, το 1939 με τον βαθμό του υποναυάρχου.[2]
Η ανάκληση στην ενεργό δράση το 1940
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου ανακλήθηκε στην ενεργό δράση και τοποθετήθηκε[2] ναυτικός διοικητής Κρήτης, θέση στην οποία υπηρέτησε και κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης. Μετά την κατάληψη του νησιού από τις δυνάμεις του Άξονα συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος για κάποιο χρονικό διάστημα. Διετέλεσε ναυτικός σύμβουλος[2] της κυβέρνησης Τσουδερού κατά τη διάρκεια παραμονής της τελευταίας στο νησί. Μετά την απελευθέρωσή του υπηρέτησε στην Γενική Διεύθυνση Ναυτικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, διεύθυνση η οποία προσέφερε αξιόλογες υπηρεσίες[3] προς τους αξιωματικούς του Ναυτικού είτε προστατεύοντάς τους από το καθεστώς είτε οργανώνοντας την διαφυγή τους για την Μέση Ανατολή. Τον Δεκέμβριο του 1944 απήχθη από κομμουνιστές την ώρα που βρισκόταν στο σπίτι του, στην πλατεία Αμερικής στην Αθήνα.[2] Ο τρόπος και το μέρος θανάτωσής του παραμένουν άγνωστα.
Η σταδιοδρομία του
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ανέλαβε αρκετές επιτελικές ή διοικητικές θέσεις μεταξύ των οποίων ανώτερος διοικητής υποβρυχίων (1936), κυβερνήτης πλοίων κ.α. Επίσης διεξήγαγε[1] τις ανακρίσεις των αξιωματικών του Ναυτικού που έλαβαν μέρος στο κίνημα του Πλαστήρα (1933) και υπήρξε[1] μέλος του έκτακτου στρατοδικείου ναυστάθμου που συγκροτήθηκε για να δικάσει τους αξιωματικούς του ναυτικού που έλαβαν μέρος στο κίνημα του Βενιζέλου (1935). Κατα τη θητεία του ως γενικού διευθυντή Ναυστάθμου προχώρησε σε οργανωτικές αλλαγές[4][5] με σκοπό την καλύτερη περιφρούρηση και οργάνωση του Ναυστάθμου. Συγκεκριμένα κατασκεύασε Ναυτικό Χημείο, συρματόπλεξε τα όρια της ναυτικής περιοχής κατασκευάζοντας παράλληλα φυλάκια φρούρησης, τοποθέτησε υπόγεια δίκτυα υδρεύσεως και αυτόματης τηλεφωνίας, έργο εξαιρετικά σημαντικό και δύσκολο για την εποχή, κατασκεύασε υπόγειες πυριταποθήκες, στάδιο και δημοτικό σχολείο για τα τέκνα των υπαξιωματικών & αξιωματικών καθώς και λιμενίσκο στο Νέο Πέραμα, έτσι ώστε σε συνδυασμό με την κατασκευή γραμμής τραμ η επικοινωνία Αθήνας - Ναυστάθμου να γίνεται γρηγορότερα. Η δε σύνδεση επιτεύχθηκε με την ναυπήγηση δύο νέων πλοιαρίων από τα συνεργεία του Ναυστάθμου. Επίσης μετά από δική του ιδέα και πρόταση, προέβη στην ναυπήγηση ενός μεγάλου Επίσης με δικές του ενέργειες προχώρησε η ναυπήγηση ενός μεγάλου Ρυμουλκού με το όνομα "ΤΙΤΑΝ", και σε σχέδιο του Ιωάννη Κοκκόλη - Φαβιάτου, πλοιάρχου - ναυπηγού, πτυχιούχου του Durham University (Newcastle Αγγλίας) και διευθυντή των τεχνικών υπηρεσιών του Ναυστάθμου. Ο "ΤΙΤΑΝ" έδωσε το έναυσμα για το τιτάνιο έργο ιδρύσεως ναυπηγείου στην ναυτική περιοχή του Σκαραμαγκά μετά την αποχώρησή του Ιωαννίδη από τον Ναύσταθμο. Το ναυπηγείο αυτό όμως κατεστράφη με βομβαρδισμό από αέρος από τους Άγγλους κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Το 1945 τιμήθηκε με τον Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων.[1]
Οικογενειακά στοιχεία
Ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Κωλέττη και είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Δημοσθένη Ιωαννίδη, αξιωματικό του Ναυτικού.
Πηγές
Δημητρακόπουλος Αναστάσιος, Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων 1884-1950, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, σελ.303 - 304
Εγκυκλοπαίδεια Παπυρος Λαρους Μπριταννικα, Αθήνα, τόμος 31, σελ. 62
Δημητρακόπουλος Αναστάσιος, Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων 1884-1950, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, σελ.20
Ναυτική επιθεώρηση, τόμος 116, τεύχος 560, εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Μάρτιος - Απρίλιος 2007, σελ. 17
Ναυτική επιθεώρηση, τόμος 116, τεύχος 561, εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Ιούλιος - Αύγουστος 2007, σελ. 299
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License