.
Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος ήταν αρχαιολόγος, ο πρώτος καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ακαδημαϊκός και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Γεννήθηκε στα Βούρβουρα Αρκαδίας το 1874 και πέθανε στην Αθήνα το 1966. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Ήταν έγγαμος.
Κωνσταντίνος Ρωμαίος
Σπουδές
Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1897 ως το 1901 εργάστηκε ως σχολάρχης. Κατά τα έτη 1901 - 1904 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Κλασικής Αρχαιολογίας στα Πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Βόννης με καθηγητές τους A. Furtwaengler, A.Kalkmann και G.Loeschcke.
Επιστημονικό/διδακτικό/διοικητικό έργο
Το 1904 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Από το 1909 ώς το 1928 πραγματοποίησε ανασκαφές εργαζόμενος στην Πελοπόννησο, την Αιτωλοακαρνανία, την Ήπειρο, την Κέρκυρα και την Αθήνα. Από το 1922 έως το 1925 τοποθετήθηκε σε θέση Τμηματάρχη του Αρχαιολογικού Τμήματος στο Υπουργείο Παιδείας και το 1925 έως το 1928 σε θέση Εφόρου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1928 με την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξελέγη καθηγητής αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή, θέση στην οποία υπηρέτησε ώς το 1940. Στο Πανεπιστήμιο δίδαξε ιστορία της Αρχαίας Τέχνης σε πλήθος νέων αρχαιολόγων και ίδρυσε την Πανεπιστημιακή Ανασκαφή της Βεργίνας για την ανασκαφική άσκηση των φοιτητών του, την οποία διηύθυνε μέχρι το 1956, πραγματοποιώντας ανασκαφές στο "ανάκτορο" και στον μακεδονικό τάφο που ονομάστηκε από αυτός "τάφος του Ρωμαίου". Το 1945 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1956 διετέλεσε πρόεδρός της. Ήταν επίσης επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λυών και τακτικό μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Ο Ρωμαίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχαιολόγους, τόσο χάρη στις πολυάριθμες πρωτοποριακές και σημαντικές ανασκαφές όσο και στις μελέτες του. Εντυπωσιάζει το εύρος των ανασκαφών του, που καλύπτει πολύ μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου, αλλά και η σχολαστικότητα των μελετών και το βάθος των παρατηρήσεών του. Συνέγραψε περισσότερες από 150 μελέτες αρχαιολογικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου στα ελληνικά και στα γερμανικά. Μερικά από τα σημαντικότερα είναι "Ο έφηβος του Μαραθώνος", "Ευρήματα ανασκαφής του κέντρου της Πάρνηθος", "Ο Μακεδονικός τάφος της Βεργίνας", "Αι κόραι της Αιτωλίας" "Οι κέραμοι της Καλυδώνος" κ.ά. Σημαντική συμβολή του θεωρείται η διατύπωση της θεωρίας της "λανθάνουσας κίνησης" μα την οποία ερμήνευσε ασυμμετρίες που εντόπισε σε αρχαία έργα τέχνης. Το ανασκαφικό και συγγραφικό έργο του εκτείνεται σε διάστημα εξήντα ολόκληρων ετών.
Ανασκαφές
Στο Θέρμο, έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, απεκάλυψε το μεγάλο ιερό του Απόλλωνος Θερμίου. Στη γειτονική Καλυδώνα, απεκάλυψε το ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας, το Ηρώον της Καλυδώνος και άλλα σηματικά κτίρια. Στην Αθήνα, στον Κεραμεικό. Στο Παλλάντιο τον ολομάρμαρο ναό της Αθηνάς Σώτειρας. Σε διάφορα σημεία της Τεγέας, μεταξύ των οποίων και στο ιερό Δήμητρας και Περσεφόνης Αγίου Σώστη και στον ναό της Αλέας Αθηνάς, ιδρύοντας και το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας. Στα Βέρβενα Αρκαδίας τον ναό της Κνακεάτιδος Αρτέμιδος. Στις Βάσσες, τον ναό του Επικουρείου Απόλλωνος. Στην Κέρκυρα ανέσκαψε το ιερό της Αρτέμιδος, στο Εθνικό Μουσείο ασχολήθηκε με την μελέτη των κολοσσικών κούρων του Σουνίου και του χάλκινου αγάλματος εφήβου, που βρέθηκε στη θάλασσα του Μαραθώνος, και στη Μακεδονία, πραγματοποίσε έρευνες στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης. Επίσης ήταν ο πρώτος ΄Ελληνας ανασκαφέας της Βεργίνας. Το 1938 άρχισε ανασκαφές στο λεγόμενο ανάκτορο, όπου έφερε στο φως έναν μεγαλοπρεπή μακεδονικό τάφο, γνωστό σήμερα με το όνομα "Τάφος του Ρωμαίου". Μέχρι το θάνατό του πραγματοποιούσε ανασκαφές στην περιοχή Ανάληψη κοντά στη γενέτειρά του, όπου βρέθηκε και μυκηναϊκός τάφος.
Το έργο του Κωνσταντίνου Ρωμαίου έχει τύχει μεγάλης διεθνούς επιστημονικής αναγνώρισης και θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ελληνικής αρχαιολογίας. Τα συγγράμματα του διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική τους επικαιρότητα. Η φυσιογνωμία του και η όλη επιστημονική του δράση και αποτελούν σημείο αναφοράς και πρότυπο για την ελληνική Αρχαιολογία.[1]
Πηγές και παραπομπές
↑ http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=114829