.
Ο Κωνσταντίνος Κιτσίκης ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας μηχανικός.
Ζωή και δράση
Ο Κώστας Κιτσίκης γεννήθηκε το 1893 στην Αθήνα και απεβίωσε το 1969 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν γιος του Δημήτρη Κιτσίκη, ανώτατου δικαστικού, και της Κασσάνδρας Χατσοπούλου, νεότερος αδελφός του Νίκου Κιτσίκη, ο οποίος διετέλεσε πρύτανης του Πολυτεχνείου και μετέπειτα βουλευτής, θείος δε του ιστορικού και πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Σαρλότενμπουργκ στο Βερολίνο, απ' όπου αποφοίτησε το Δεκέμβρη του 1913. Ένα μήνα μετά προσλαμβάνεται από το δημαρχείο του Βερολίνου, όπου συνεργάζεται και καθοδηγείται από τον γνωστό Γερμανό αρχιτέκτονα Λούντβιχ Χόφμαν. Δίπλα του μελετά και εκτελεί αρκετά κτίσματα δημόσιου χαρακτήρα, ενώ οι δυο τους συνεργάζονται και έξω από τα πλαίσια του Δήμου.
Το 1915 , ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος τον φέρνει πίσω στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Η θητεία του πάντως δεν στέκεται εμπόδιο στην αρχιτεκτονική του δράση, αφού το διάστημα αυτό σχεδιάζει και πραγματοποιεί 3 κατοικίες: Γ. Μηλιώνη (οδός Αλ. Σούτσου), Μέρλιν (οδός Γαμβέττα - Πλατεία Κάνιγγος) και Γ. Κούκουρα (Θησείο) καθώς και 3 πραγματείες: "Το Σχέδιο των Αθηνών" υπό τον Ludwig Hoffmann-μετάφραση(1916), "Θεμελιώδης διαφορά αντιλήψεων των Hoffmann και Mawson περί του σχεδίου πόλεως των Αθηνών" (1916) και "Προ της εξελίξεως των Αθηνών εις μεγαλόπολιν" (1916). Με την αποστράτευσή του, το 1917, προσλαμβάνεται ως έκτακτος αρχιτέκτων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και 4 μήνες μετά, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μονιμοποιείται.
Το Νοέμβριο του 1917, λίγους μήνες μετά την [[[Επεξεργασία]Μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης 1917|μεγάλη πυρκαγιά]] στη Θεσσαλονίκη τον (Αύγουστος 1917), διορίζεται από τον τότε Υπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου, μέλος της διεθνούς επιτροπής για τη σύνταξη του νέου πολεοδομικού σχεδίου στη Θεσσαλονίκη. Κύριο μέλημα του Υπουργού ήταν η όσο δυνατόν αμεσότερη στέγαση και αποκατάσταση των πυροπαθών, γι’ αυτό και η επιτροπή εργάστηκε με εντατικότατους ρυθμούς. Ο ίδιος ο Κιτσίκης στα πλαίσια των εργασιών αυτών σχεδίασε τον συνοικισμό του Βαρδαρίου ενώ συνέταξε και τον οικοδομικό κανονισμό του νέου ρυθμιστικού σχεδίου Θεσ/νίκης. Τον Ιούνιο του 1920 παίρνει μέρος στο Διασυμμαχικό Συνέδριο του Λονδίνου όπου μέσα σε άλλα στην εισήγησή του μιλά για τις εργασίες αποκατάστασης της πόλης της Θεσσαλονίκης και διατυπώνει το πνεύμα στο οποίο έγινε αυτή, ενώ αναλύει ξεχωριστά το τοπογραφικό, το αρχιτεκτονικό και το νομικο-οικονομικό μέρος της.
Όσον αφορά την ταυτόχρονη δράση του στα προβλήματα της πρωτεύουσας, εργαζόμενος στο υπουργείο, πραγματοποιεί αρκετά έργα, ενώ το 1919 ξεκινά και τη σύνταξη των γενικών σχεδίων για την επέκταση του Πολυτεχνείου. Την ίδια χρονιά του γίνεται πρόταση από τον Άγγελο Γκίνη, διευθυντή του Πολυτεχνείου, να καταλάβει την έδρα της Κτηριολογίας και των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων. Αρνείται, αφού θεωρεί ότι στα 26 του χρόνια δεν είναι έτοιμος για μια τόσο μεγάλη ευθύνη, παρόλα αυτά συντάσσει την πραγματεία που απαιτείται τυπικά για την εκλογή των καθηγητών με τίτλο «Η κτηριολογική άποψη του Νέου Σχεδίου της Θεσ/νίκης». Τον Απρίλιο του 1920 διορίζεται ως ένα από τα 3 μέλη της Επιτροπής Σχεδίου Πόλεως με πρόεδρο τον Παύλο Καλλιγά και ταυτόχρονα παίρνει μέρος στο Ανώτατο Τεχνικό Συμβούλιο μαζί με 200 συνέδρους και πρόεδρο τον Παπαναστασίου. Εκεί συζητιούνται μεταξύ άλλων θέματα σχετικά με τα αρχαιολογικά μνημεία, τη μεταρρύθμιση του σχεδίου πόλεως, τη συντήρηση των οδών, τις εργολαβίες, τις αστυνομικές διατάξεις κυκλοφορίας στου δρόμους καθώς και η εκμετάλλευση των υδραυλικών δυνάμεων. Για τα ζητήματα της Αθήνας μίλησε και στην εισήγησή του στο Διασυμμαχικό Συνέδριο του Λονδίνου που αναφέραμε προηγουμένως. Επιστρέφοντας από το Λονδίνο ιδρύει και διευθύνει εντός του Υπουργείου Συγκοινωνιών, Γραφείο Αρχιτεκτονικών Μελετών από το οποίο όμως θα παραιτηθεί ένα χρόνο αργότερα για να απαλλαγεί η αρχιτεκτονική δημιουργία του από την υπαλληλική ιδιότητα που θεωρεί πλέον ότι τον περιορίζει.
Από το 1921 και μετά λοιπόν αφοσιώνεται στην πραγματοποίηση τεράστιου αριθμού έργων, μεγάλο μέρος των οποίων αποτελούν οι πολυκατοικίες που σχεδίασε κυρίως στο κέντρο της Αθήνας. Υπέρμαχος της πολυκατοικίας ως την αναγκαία, καθ’ ύψος λύση του προβλήματος της στέγασης του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού της πρωτεύουσας, μελετά σχεδόν 100 πολυκατοικίες και εκτελεί περίπου 80. Στο έργο του υπάρχουν αντιπροσωπευτικά δείγματα και των 3 περιόδων της εξέλιξης της πολυκατοικίας που διακρίνονται στην Ελλάδα ως την εποχή του(1921-1932, 1932-1938 και 1938-1950). Σημαντική κρίνει και την εφαρμογή του ιδιαίτερα διαδεδομένου στην [[Ελλάδα] ρετιρέ. Την περίοδο αυτή, το 1920 περίπου ξεκινά και η πολυετής συνεργασία του με την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, για λογαριασμό της οποίας σχεδιάζει περίπου 40 κτίρια κάποια από τα οποία έχουν κηρυχθεί και διατηρητέα, όπως αυτό στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους.
Το 1939, η πρόταση για τη θέση του καθηγητή του Πολυτεχνείου επανέρχεται και αυτήν τη φορά ο Κιτσίκης δέχεται και καταλαμβάνει την έδρα της Κτιριολογίας και των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων προσκομίζοντας για την υποβολή της υποψηφιότητάς του ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Σπουδαί-Τίτλοι-Δράσις, Επιστημονικαί και επαγγελματικαί μελέται και εργασίαι». Στον εναρκτήριο λόγο του από τη θέση του καθηγητή που θεωρείται μάλλον αξιοσημείωτος, μιλάει για τον ορισμό της Αρχιτεκτονικής, τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς τη νεοελληνική αρχιτεκτονική αλλά και για το πολεοδομικό χάος της Αθήνας.
Η δράση του όμως δεν περιορίζεται στον ελληνικό χώρο. Θεωρεί πολύ σημαντική την προβολή της χώρας στο εξωτερικό και πραγματοποιεί πολλές ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή. Το 1948 συμμετέχει στη σύσταση της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (U.I.A.) ενώ το 1959 εξελέγη και πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Ένωσης. Το 1949 συμμετέχει στο συμβούλιο που γίνεται για την υπογραφή του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το 1950 γίνεται μέλος της Επιτροπής για τη Μόρφωση του Αρχιτέκτονα και το 1951 ορίζεται αντιπρόσωπος για την Επιτροπή Μορφωτικών Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στα εγχώρια, το 1954 ορίζεται πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων ενώ την ίδια χρονιά οργάνωσε το Μεσογειακό Συνέδριο των Αθηνών.
Επίσης, την ίδια χρονιά υποβάλλει στο Συμβούλιο της Ευρώπης την πρότασή του για τέλεση Δελφικών Εορτών υπό την αιγίδα του Συμβουλίου, ενώ το 1956 την πήγε ένα βήμα παραπέρα προτείνοντας τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου στους Δελφούς για την αναβίωση των Αμφικτιονιών. Η πρότασή του έγινε αρχικά δεκτή από την κυβέρνηση του Βενιζέλου αλλά και από τους Ευρωπαίους. Η μη πραγματοποίησή, όμως, της θα είναι και η αιτία αποχώρησης του Κιτσίκη από το Συμβούλιο το 1961. Τέλος, το 1962 μετά από έγκριση της Γενικής Συνέλευσης της UNESCO, στο ελληνικό τμήμα της οποίας ο Κιτσίκης συμμετέχει από το 1957, οργανώνει άλλο ένα συνέδριο διεθνούς σημασίας στην Αθήνα, το 1ο Διεθνές Συνέδριο Θεάματος. Στη διάρκεια της ζωής του συμμετέχει σε πολύ μεγάλο αριθμό διεθνών συνεδρίων και σεμιναρίων και πάντα κύριο μέλημα του αποτελεί η προβολή της χώρας στο διεθνή χώρο αλλά και η ανάδειξη των προβλημάτων της που χρήζουν διεθνούς αρωγής για την επίλυσή τους.
Θεσσαλονίκη
Σημαντικότατη αξιολογείται η συμβολή του μόλις 24χρονου τότε Κ. Κιτσίκη στη εκπόνηση του Νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης, όντας υπάλληλος του Υπουργείου Συγκοινωνιών και με βάση το ρόλο που του ανατέθηκε από τον υπουργό Α. Παπαναστασίου. Η ανάγκη για άμεση σύνταξη του εν λόγω Σχεδίου προέκυψε μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη το 1917 (από 5 έως 7 Αυγούστου) και είχε ως αποτέλεσμα την αποτέφρωση σημαντικού τμήματος της πόλης. Αμέσως μετά την καταστροφή στάλθηκε με ευρύτατη δικαιοδοσία στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η στέγαση των πυροπαθών και ταυτόχρονα η ανάδειξη μιας σύγχρονης πόλης εκ των καπνιζόντων ερειπίων της παλιάς.
Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς συγκροτείται Διεθνής επιτροπή Σύνταξης Νέου Πολεοδομικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης, στην οποία συμμετέχει ως μέλος. Μεταξύ των μελών της Επιτροπής θα αναφέρουμε και τους Thomas Mawson (πολεοδόμος), Ernest Hebrard (αρχιτέκτονας -αρχαιολόγος), Α. Ζάχο (αρχιτέκτονας από τη Θεσσαλονίκη), Αγγ. Γκίνης ( διευθυντής του Πολυτεχνείου), Κ. Αγγελάκης (δήμαρχος Θεσσαλονίκης) κλπ.
Ο Κ. Κιτσίκης συνέβαλε στο όλο εγχείρημα και με την ανάληψη του διοικητικού μέρους της Διεθνούς Επιτροπής για τη Σύνταξη του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. Επίσης, τον απασχόλησε η αρχιτεκτονική “επιμέλεια¨ της στέγασης των πυροπαθών, ανέλαβε τη σύνταξη οικοδομικών κανονισμών για να συνδεθούν με το νέο ρυθμιστικό σχέδιο αλλά φρόντισε και για την προπαγάνδιση του νέου σχεδίου μέσα από τη σχετική διαφώτιση της κοινής γνώμης. Η Επιτροπή εργάστηκε εντατικά και με επιτυχία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τα σχέδια να παραδοθούν τον Ιούνιο του 1918, μόλις μέσα σε 8 μήνες.
Όσον αφορά τον οικοδομικό κανονισμό βασικός άξονας της σύνταξής του ήταν η εξασφάλιση καλού αερισμού και φωτισμού των οικοδομών. Και ιδιαίτερα αυτών που στη γειτνίασή τους με το δρόμο μεσολαβεί αυλή, συμπληρωματικά και στον προηγούμενο κανονισμό. Ο Κ. Κιτσίκης είναι αυτός που εμπνεύστηκε τις “συγκοινωνούσες αυλές”. Επίσης, όρισε το ότι μια οικοδομή δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ύψος, το πλάτος της αυλής(η απόσταση του κτιρίου από ρυμοτομική γραμμή). Γενικότερα ένα κτήριο δε μπορούσε να υπερβαίνει σε ύψος τα 22 μέτρα. Για τη σύνταξη του κανονισμού βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον οικοδομικό κανονισμό που ίσχυε στο Βερολίνο, τον οποίο και μετάφρασε στα ελληνικά. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα από τα παραδείγματα που εξηγεί γιατί συχνά προσάπτουν στον Κ. Κιτσίκη “γερμανική σκέψη”, που οφείλεται, βέβαια, στις επιδράσεις που δέχτηκε από το δάσκαλό του και από την ευρύτερη δραστηριοποίησή του στη Γερμανία.
Οι απόψεις του για τη ρυμοτόμηση, οι οποίες διαπνέουν ολόκληρη την Επιτροπή για το Σχέδιο της Θεσσαλονίκης, είναι ότι η χάραξη των δρόμων πρέπει να διευκολύνει την κυκλοφορία και ταυτόχρονα να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να εξασφαλίζει στα μνημεία της πόλης, εκτός από προσπελασιμότητα, περίοπτη θέση. Έτσι, ο χαρακτήρας που έχει η πόλη εξαιτίας του πλήθους ρωμαϊκών και βυζαντινών μνημείων καθώς και από τα τζαμιά και τα τούρκικα λουτρά θα τονιζόταν. Επί του πρακτέου, σπονδυλική στήλη της πόλης επιλέχτηκαν να είναι η Εγνατία Οδός, η οποία διαπλατύνθηκε, διασταυρούμενη με τη Λεωφόρο Αριστοτέλους. Το ένα άκρο του άξονα για τη διάνοιξη της τελευταίας αποτέλεσαν τα ερείπια του παλιού ναού του Αγίου Δημητρίου πλησίον του οποίου ανεγέρθηκε ο νέος Άγιος Δημήτριος. Η έκταση της Αριστοτέλους από την προκυμαία μέχρι και την Εγνατία αποτέλεσε το επίσημο κέντρο της πόλης. Στις δυο πλευρές της Αριστοτέλους σχεδιάστηκαν θολωτές στοές που προσέδιναν μεγαλοπρέπεια στη σύνθεση και ενώ λειτουργούσαν ως προστατευτικό των πεζών από τις καιρικές συνθήκες, δημιουργούσαν ένα παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς. Επίσης, δημιουργούσαν πειθαρχημένες προσόψεις σε στυλ νεοβυζαντινό. Η ρυμοτομία της νέας πόλης είναι σχεδόν κανονική με μεγάλα τετράγωνα. Σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε μέχρι πρότινος επιστήμονας με την ειδίκευση του πολεοδόμου οπότε και η συνεργασία για την πολεοδόμηση της Θεσσαλονίκης θεωρείται μεγάλο επίτευγμα για τη χώρα. Επίσης, δόθηκε έμφαση στο εμπορικό κομμάτι της πόλης. Πράγμα απόλυτα λογικό αφού η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης γίνεται σε περίοδο ανόδου στην Ελλάδα της τάξης των εμπόρων και των βιοτεχνών. Πλέον εμφανίζονται και δρουν ως κοινωνική τάξη με ενιαία χαρακτηριστικά και κοινά συμφέροντα. Τη βασική εμπορική λειτουργία της πόλης αναλαμβάνει η οδός Βενιζέλου ενώ δημιουργούνται και άλλοι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι όπου διατηρεί καταστήματα η μέση τάξη. Επίσης δημιουργείται bazaar που λειτούργησε ιδιαίτερα ευεργετικά για την τάξη των εμπόρων.
Η εύνοια προς τους αστούς εμπόρους προσέκρουσε στα συμφέροντα της καθεστηκυίας ως τότε τάξης με κύριο το ζήτημα της ιδιοκτησίας τους που θιγόταν από τη νέα τάξη των εμπόρων. Το ζήτημα πήρε συχνά διαστάσεις οξείας πολεμικής απηχούσας απόψεις κυρίως μεγάλων Ισραηλιτών οικοπεδούχων. Η διαμάχη αυτή, βέβαια, δεν ανέκοψε, όπως ήταν και φυσιολογικό να γίνει, τη νέα δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας και της πόλης. Τέλος, στο σχέδιο συμπεριλήφθηκε η παραλιακή οδός και δημιουργήθηκε ευχάριστη βόλτα για τους περιπατητές στο μήκος στης οποίας υψωνόταν και ο Λευκός Πύργος.
Στις πλάτες του επιπλέον ο Κ. Κιτσίκης σήκωσε το ζήτημα της ενημέρωσης του κοινού, ώστε να υπάρχει ευρεία συγκατάθεσή του σε σχέση με τις αποφάσεις που παίρνονταν. Στα πλαίσια, λοιπόν της διαφώτισης της κοινής γνώμης δημοσίευσε 9 άρθρα στην τοπική εφημερίδα “Νέα Αλήθεια”. Πίστευε πως πρέπει να υπάρχει διαρκής επικοινωνία μεταξύ του επιστήμονα και του κοινού και ο τελευταίος να μην απομονώνεται από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ο ζήλος του για την εκπόνηση του σχεδίου ήταν τόσο μεγάλος που ο αρχιτέκτονας σχεδίασε με δική του όπως φαίνεται πρωτοβουλία το συνοικισμό του Βαρδαρίου και την πλατεία των Δικαστηρίων. Μάλιστα, για το συνοικισμό του Βαρδαρίου εργάστηκε πυρετωδώς και υπό τον ισχνό φωτισμό των κεριών, ώστε να ολοκληρώσει τα σχέδια μέσα σε ένα βράδυ. Επιπλέον, αναγκάστηκε να προσφύγει στον ίδιο τον πρωθυπουργό, το Βενιζέλο. Μόνο, έτσι κατάφερε τελικώς να επιλεγεί η δική του τροποποιημένη πρόταση έναντι των ήδη εγκεκριμένων και έτοιμων προς δημοπράτηση σχεδίων.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της Θεσσαλονίκης θα ήταν παράληψη να μην κάνουμε αναφορά στο Διασυμμαχικό Συνέδριο του Λονδίνου που έλαβε χώρα το 1920. Το συνέδριο αυτό έθιξε οικονομικά ζητήματα της χώρας και πως αυτό θα συνδεόταν “με την πολιτική στο χώρο”. Ιστορική δε, θεωρείται η εισήγηση του Κιτσίκη στην οποία περιέγραφε στους συμμάχους την εργώδη προσπάθεια της Επιτροπής. Το κύριο θέμα που ανέλυσε ήταν το πρόβλημα των κατοικιών και των σχεδίων μιας νέας πόλης. Δε θα ήταν παράτολμο να πούμε πως ο Κιτσίκης αντιμετώπισε τη μεγάλη πυρκαγιά ως μια μεγάλη πρόκληση για ανοικοδόμηση της πόλης σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές και καλλιτεχνικές αρχές. Έγινε λόγος, επίσης, για τη στέγαση του πληθυσμού της υπαίθρου που ασχολούνται με τη γεωργία και γενικότερα με αγροτικές δουλειές, με κριτήριο την καλή θέση και επικοινωνία των οικισμών με την καλλιεργήσιμη γη.
Τέλος, να πούμε ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε από την πλευρά της κυβέρνησης για το θέμα της Θεσσαλονίκης υπήρξε πρωτόγνωρος για τα ελληνικά χρονικά ως τότε, αφού η κυβέρνηση δεν επαναπαύτηκε σε έναν διαγωνισμό αλλά ούτε και απλά σε έναν τοπογράφο για την εκπόνηση των σχεδίων. Όπως προαναφέραμε, η συγκρότηση και λειτουργία της διεθνούς επιτροπής υπήρξε υποδειγματική αφού αποτελούνταν από ποικίλο επιστημονικό δυναμικό ικανό να τεκμηριώσει κάθε ζήτημα που προέκυπτε.
Αθήνα
Με την εισβολή των κατακτητών το 1940 ανακόπηκε κάθε οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα. Το πρόβλημα επανέρχεται δειλά δειλά το 1942. Τότε ο Κιτσίκης γράφει δύο άρθρα στο “Ελεύθερο Βήμα”. Αρχικά κάνει μια ανάλυση για το ποια κατά την άποψή του θα είναι η οικοδομική κατάσταση μετά τον πόλεμο στη δημόσια και ιδιωτική οικοδομή και επισημαίνει την ανάγκη για σύνταξη οικοδομικού κανονισμού.
Είναι ο ίδιος που κινεί το ζήτημα και μετά την απελευθέρωση. Βέβαια, η οικοδομική δραστηριότητα είναι ακόμα ήπια λόγω της νωπής ακόμα ανάμνησης από τον εμφύλιο και της απαρχαιωμένης οικοδομικής νομοθεσίας όπως έχει ειπωθεί και παραπάνω. Δεδομένου, όμως, του ότι οι βάσεις για τη θυελλώδη μάλιστα ανάπτυξή της υπάρχουν ο Κιτσίκης προτείνει τη δημιουργία Τεχνικού Οργανισμού για την Ανοικοδόμηση (που θα υπάγεται σε αντίστοιχο Υπουργείο). Ο οργανισμός αυτός πίστευε πως πρέπει να εναρμονίσει τη συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις κατασκευές για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Η ανοικοδόμηση στην Αθήνα έπρεπε να γίνει με βάση τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές και εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τα πλεονεκτήματα της βιομηχανοποιημένης παραγωγής στον τομέα αυτό. Επίσης, πίστευε πως έπρεπε να ζητηθεί από τους συμμάχους να σταλεί στη χώρα βοήθεια με τη μορφή ειδικευμένου οικοδομικού προσωπικού, τομέα στον οποίο ανέκαθεν υπήρχε έλλειψη. Μάλιστα, έλεγε ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει και την αποζημίωση Ιταλών και Γερμανών στο ελληνικό Έθνος για τις καταστροφές που προξένησαν κατά τον πόλεμο.
Πειραιάς
Όσον αφορά το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, ο Κιτσίκης είχε πολύ συγκεκριμένη άποψη για τα όσα έπρεπε να γίνουν στην περιοχή αυτή. Πιστεύει κατ’ αρχάς, ότι ο Πειραιάς χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης σχετικά με το σχέδιο της πόλης και όχι αυτό να γίνει με τρόπο πρόχειρο και συναρμολόγηση ουσιαστικά οικοδομικών διατάξεων που ήδη υπάρχουν και που δεν μπορούν τελικά να εξυπηρετήσουν την ειδική περίπτωση του λιμανιού. Πιστεύει πως απαιτείται η ανέγερση πολυώροφων οικοδομών στο κέντρο και την προκυμαία(2-3 οικοδομές ύψους έως και 16-18 ορόφων), ώστε εισερχόμενος κάποιος στη χώρα μέσω του λιμανιού να αποκτά την εντύπωση ότι φτάνει σε έναν διεθνούς σημασίας Λιμένα με σύγχρονα επιβλητικά κτήρια. Και αυτό έπρεπε να γίνει στα συγκεκριμένα σημεία μα ταυτόχρονη μείωση του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης. Γενικότερα ο καθορισμός των υψών να γίνει κατά ζώνες.
Πολυκατοικίες
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο Κιτσίκης υπερασπίστηκε την πολυκατοικία από τη αρχή της εμφάνισής της στην Αθήνα. Ως το 1920 ο πλησιέστερος στην πολυκατοικία τύπος είναι αυτός των επάλληλων μονοκατοικιών, που ουσιαστικά πρόκειται για 2-3 κατοικίες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, με ξεχωριστό κλιμακοστάσιο και αυτόνομη είσοδο. Η καθαυτό πολυκατοικία όπως την γνωρίζουμε σήμερα, με τους κοινόχρηστους χώρους και την κοινή είσοδο, εμφανίζεται το 1921 όπου και ξεκινά η πρώτη περίοδος που διακρίνει ο Κιτσίκης στην εξέλιξη των πολυκατοικιών στην Ελλάδα.
Ο πρώτος τύπος, λοιπόν, εμφανίζεται την περίοδο 1921-1932 όπου η εκφραστική απόδοση της πρόσοψης βασίζεται σε μία προσπάθεια εφαρμογής των 2ώροφων και 3ώροφων οικοδομών σε μεγαλύτερο ύψος. Παραδείγματα αυτής της περιόδου αποτελούν οι πολυκατοικίες Γουλανδρή, Παπλεονάρδου και Βαζιργιαντζίκη (στην οδό Πατησίων), καθώς και Βενιζέλου (Ομήρου και Βησσαρίωνος). Κομβικός για τη διάδοση των πολυκατοικιών αποδείχθηκε ο νόμος του 1929 περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ο οποίος επέτρεψε σε πολίτες μεσαίου εισοδήματος να αποκτούν ένα σπίτι με ανέσεις.
Η δεύτερη περίοδος (1932-1938) χαρακτηρίζεται από την ανοικοδόμηση μεγάλου πλήθους πολυκατοικιών, οι οποίες ακολουθούν τις διεθνείς επιταγές του κυβισμού, της αρχιτεκτονικής του μπετόν αρμέ, αλλά κυρίως των οικοδομικών προεξοχών. Για τους κλειστούς αυτούς εξώστες ο Κιτσίκης σχολιάζει ότι έφεραν μια «κουραστική μονοτονία» στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αυτό συνέβη γιατί ενώ τα λεγόμενα έρκερ έδιναν ένα πλήθος επιλογών για την ογκοπλαστική διαμόρφωση των προσόψεων, τελικά έγιναν ο εφιάλτης των αρχιτεκτόνων αφού ο εκάστοτε ιδιοκτήτης τους πίεζε για την εφαρμογή αυτού του στυλ ώστε να κερδίσουν τετραγωνικά στην επιφάνεια του κάθε ορόφου. Έτσι κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή πολυκατοικίες με μικρές παραλλαγές και χωρίς συνθετική ποιότητα. Παραδείγματα αυτής της περιόδου είναι οι πολυκατοικίες Παπαδοπούλου (οδός Σκουφά), Παπαδοπούλου (οδός Ακαδημίας) και Αφθονίδη (Σωνιέρου και Φαβιέρου).
Η τρίτη περίοδος 1938-1950 περίπου, ξεκινά με την κατάργηση των οικοδομικών προεξοχών την οποία εισηγήθηκε και προσωπικά ο Κώστας Κιτσίκης. Έτσι, την περίοδο που ακολούθησε οι προσόψεις απλουστεύθηκαν, ενώ για την επιλογή του αυτή κατηγορείται ότι συνέβαλε στη δημιουργία “απογυμνωμένων” πολυκατοικιών. Ο ίδιος υποστήριξε πως η χρήση των έρκερ είχε μετατρέψει την πρωτεύουσα σε κακέκτυπο πόλεων της Ολλανδίας ή της Γερμανίας χωρίς να σέβεται ή να έχει οποιαδήποτε σχέση με το κλίμα και την παράδοση της Ελλάδας. Μεγάλη διάδοση την περίοδο αυτή έχουν οι όροφοι σε εσοχή, τα λεγόμενα ρετιρέ, τα οποία μέχρι και σήμερα αποτελούν πολύ συχνό χαρακτηριστικό των ελληνικών πολυκατοικιών. Τυπικά δείγματα της περιόδου αυτής αποτελούν οι πολυκατοικίες Ηλιοπούλου (οδός Αμερικής), Ράδοβιτς (οδός Πετράκη), Νομικού (οδός Βασιλίσσης Σοφίας), Περδικάρη-Γρίβα (οδός Στησιχόρου), Βογιατζή (Ηρακλείτου-Μηλιώνη), Πεσματζόγλου (οδός Σκουφά) και Μαΐλλη (οδός Σκουφά).
Γενικά για την πολυκατοικία ο Κιτσίκης πιστεύει πως είναι ένα άχαρο, αλλά αναγκαίο έργο για τον αρχιτέκτονα, αφού καλείται να σχεδιάσει για τυχαία υποκείμενα και όχι για να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ανάγκες των ενοίκων, καθώς και να προβλέψει την επανάχρηση των διαμερισμάτων από διαφορετικούς ανθρώπους. Αναγνωρίζει βέβαια την ευθύνη των αρχιτεκτόνων για την κατάσταση των ελληνικών πόλεων καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που έχτισαν χωρίς να σέβονται τις ελληνικές συνήθειες, το ελληνικό περιβάλλον και τον ελληνικό τρόπο ζωής και αντέγραψαν άκριτα ξένα πρότυπα που τελικά δεν μπόρεσαν να προσαρμόσουν στο ελληνικό τοπίο.
Τουρισμός
Ο Κιτσίκης είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σημασία της ανάπτυξης του τουρισμού στη χώρα μας. Θεωρούσε πως ο τουρισμός είναι το ισχυρότερο όπλο της Ελλάδας απέναντι στις άλλες χώρες και πως αυτός είναι ο δρόμος για να ανακτήσει κάποια από τη χαμένη δόξα του παρελθόντος. Ειδικότερα, μετά την υποτίμηση της δραχμής που έγινε το 1953, ο αριθμός των τουριστών που θα επισκέπτονταν τη χώρα αναμενόταν να αυξηθεί θεαματικά. Ο Κιτσίκης τόνιζε πως τα ταξίδια δε θα ήταν πλέον πολυτέλεια για τους πλούσιους, αλλά θα αποκτούσαν πρόσβαση σε αυτά και πολίτες μικρότερης οικονομικής επιφάνειας.
Με βασικά δεδομένα τα παραπάνω ο Κιτσίκης πρότεινε αρκετές λύσεις και έκανε πολύ εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στο θέμα του τουρισμού. Πρωτίστως, δίνει μεγάλη σημασία στην είσοδο των επισκεπτών στη χώρα. Τί βλέπουν όταν πρωτοφτάνουν; Υπάρχουν τουριστικά περίπτερα; Υπάρχουν δρομολογιακοί χάρτες που θα διευκολύνουν την κίνηση τους; Επεσήμανε επιπλέον τη σημασία της προσπελασιμότητας της χώρας οδικώς και πρότεινε τη συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία για τη βελτίωση των οδών που οδηγούσαν από το Βελιγράδι στα ελληνικά σύνορα. Πρότεινε επίσης τη δημιουργία τουριστικών χαρτών με όλα τα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, καθώς και την πρόβλεψη καταλυμάτων σε υπάρχοντα κτίσματα, σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος που βρίσκονται μακριά από τις μεγάλες πόλεις. Ακόμα, θεωρούσε πολύ σημαντική την κατασκευή ή μετατροπή ξενοδοχείων σε μιας μορφής μεγάλη πολυκατοικία με μικρά, φθηνά διαμερίσματα διακοπών ενώ πίστευε πως θα πρέπει να διαμορφωθούν ειδικοί χώροι κατασκήνωσης στα μέρη που δεν γίνεται να κατασκευαστούν ξενοδοχειακές μονάδες. Τέλος, πρότεινε την σύσταση Γραφείων Τουρισμού σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου θα παρέχονται στους ενδιαφερόμενους όλες οι απαραίτητες πληροφορίες και μέσω των οποίων, βέβαια, θα γίνεται και η διαφημιστική προώθηση της χώρας.
Την κατεύθυνση όλων των παραπάνω ο Κιτσίκης τόνιζε με ακόμα μια αφορμή, την τεράστια αναγκαιότητα για Ρυθμιστικό Σχέδιο στην Αθήνα. Επέμενε να λέει πως ο μόνος τρόπος να μπει σε μία τάξη αυτή η πόλη και να μπορεί να αναδείξει τις ομορφιές της πρέπει επιτέλους να μπουν κάποιοι κανόνες για το τι χτίζεται και πού καθώς επίσης και να γίνουν κάποια απαραίτητα έργα διαμόρφωσης και βελτίωσης της ήδη υπάρχουσας κατάστασης της πόλης. Ιδιαίτερες προτάσεις είχε κάνει και για την τουριστική αξιοποίηση της Βουλιαγμένης, τη διαμόρφωση του Λυκαβηττού, ενώ ασχολήθηκε και με το έργο της ανοικοδόμησης των Ιονίων νησιών.
Το Νέο Πολυτεχνείο
Η οικοδομική δραστηριότητα του Κιτσίκη δεν περιορίστηκε στην ανέγερση κατοικιών. Ασχολήθηκε με ποικίλα έργα δημόσιας χρήσης και ένα από αυτά ήταν η επέκταση του Πολυτεχνείου στο χώρο πίσω από το κτίριο του Καυταντζόγλου. Το 1919, αφού του ζητείται από τον διευθυντή του Πολυτεχνείου, Άγγελο Γκίνη, ξεκινά τη μελέτη της επέκτασης, η οποία του ανατίθεται από το Υπουργείο Συγκοινωνιών όπου εργάζεται εκείνη την εποχή. Εγκαθίσταται, λοιπόν, μέσα σε ένα πρόχειρο ξύλινο περίπτερο που στήθηκε στον προαύλιο χώρο της σχολής και πραγματοποιεί νυχθημερόν σχέδια επί τόπου. Οι εργασίες, όμως, διακόπτονται λόγω της μικρασιατικής καταστροφής, ελλείψει χρημάτων και ξαναξεκινούν μετά από μερικά χρόνια, ώστε να παραδοθεί προς χρήση ο ημιυπόγειος και ο 1ος όροφος το 1932. Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κιτσίκης, το αρχικό του σχέδιο προέβλεπε ένα κτίριο σχήματος Η, του οποίου οι παράλληλες πλευρές (επί των οδών Στουρνάρη και Τοσίτσα αντίστοιχα) θα ήταν ημιτριώροφες, ενώ η μεσαία πτέρυγα θα ήταν διώροφη, ώστε να εξέχει και να αναδεικνύεται το κτίριο Αβέρωφ. Επίσης προβλεπόταν η κατεδάφιση του μακρόστενου μονώροφου κτίσματος που υπάρχει μέχρι και σήμερα παράλληλα στην οδό Στουρνάρη, ώστε να αναδεικνύεται και η πλάγια όψη του συγκροτήματος των κτηρίων.
Τελικά η κατά ξεχωριστά και μεταξύ τους διακοπτόμενα στάδια ολοκλήρωση των κτηρίου είχε ως αποτέλεσμα η τελική μορφή που πήρε να είναι το 50% του αρχικού σχεδιασμού. Η προσωρινή κάλυψη των αναγκών της σχολής των πολιτικών μηχανικών από τα τμήματα του κτιρίου που ολοκληρώνονταν σταδιακά απαιτούσε συνεχείς αλλαγές του αρχικού σχεδίου και τελικά πολλά από όσα προβλέπονταν(όπως πχ. η ενδιάμεση πτέρυγα) δεν έγιναν ποτέ, έμειναν ημιτελή ή απόκτησαν διαφορετική χρήση από αυτήν για την οποία σχεδιάστηκαν αρχικά. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Κιτσίκης ο οποίος ήταν μόλις 26 ετών όταν ξεκίνησε αυτό το μεγάλο και δύσκολο έργο «ζητά την επιείκεια των κριτών του για ένα έργο που μελέτησε σε πολύ νεαρή ηλικία και το οποίο εκτελέστηκε κάτω από συνθήκες τόσο ανώμαλες και δυσμενείς».
Υπεραστικό Μέγαρο ΟΤΕ
Ένα από τα πιο γνωστά έργα του Κώστα Κιτσίκη είναι το Μέγαρο του Ο.Τ.Ε. μεταξύ των οδών Πατησίων και 3ης Σεπτεμβρίου, το οποίο αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά κτίρια της Αθήνας. Το κτίριο σχεδιάστηκε τότε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετηθούν οι ήδη υπάρχουσες λειτουργίες αλλά και να συμπληρωθούν με εγκαταστάσεις που απαιτούσαν οι νέες τότε τεχνολογίες των ραδιοδικτύων. Υπήρχε η ανάγκη οργάνωσης της αυτόματης υπεραστικής τηλεφωνίας καθώς και όλες οι προβλεπόμενες εγκαταστάσεις από τις διατάξεις του Διεθνούς Κανονισμού Τηλεπικοινωνίας. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, εξυπηρέτησε ο ψηλός κεντρικός πύργος με τον οποίο ο Κιτσίκης, πέρα από τη χρηστική του αξία, θέλησε να δώσει και έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην περιοχή.
Επίλογος
Μελετώντας το έργο του Κώστα Κιτσίκη, γνωρίζουμε έναν αρχιτέκτονα εξαιρετικά δραστήριο εντός και εκτός των συνόρων που πραγματοποίησε έναν αξιοθαύμαστο όγκο έργων. Η δράση του κάλυψε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων και καταπιάστηκε σχεδόν με όλα τα είδη κτιρίων, από μονοκατοικίες μέχρι ξενοδοχεία, γήπεδα και σχολικές εγκαταστάσεις. Στα χρόνια της δράσης του έγραψε και αρκετές πραγματείες και άρθρα, όπου παρέθετε τις απόψεις του και πρότεινε λύσεις για τα μεγάλα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά ζητήματα της εποχής του. Η διεθνής επίσης δράση του περιλαμβάνει μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων, όπως αναλύθηκε και λόγω της οποίας κατατάσσεται στους διεθνιστές αρχιτέκτονες.
Όσον αφορά το στυλ του, τα πρώιμα έργα του προσεγγίζουν το “γερμανικό εκλεκτικισμό”, ο οποίος αποτελεί τη μία από τις δύο όψεις της επίδρασης του κινήματος του αρ νουβό στην Ελλάδα (η άλλη όψη εκφράζεται κυρίως στο έργο του αρχιτέκτονα Α. Ζάχου που σχεδιάζει λαμπερά κτήρια με περίτεχνες διακοσμήσεις). Μπορούμε να πούμε πως αποτελεί εκπρόσωπο ενός ιδόρρυθμου δυναμικού νεοακαδημαϊσμού, που προωθεί μια σύνδεση παλαιοτέρων και νεοτέρων μορφών, με παλινδρομήσεις ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασσικό. Τα έργα του Κιτσίκη μεταπολεμικά χαρακτηρίζονται σε επίπεδο πρόσοψης από τη ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων πάνω σε ένα χαρακτό κάναβο και ρηχά γείσα ενώ συχνά συναντάμε συνδυασμένα με μοντέρνες κατασκευές αρκετά κλασικιστικά στοιχεία.
Τελικά ο Κώστας Κιτσίκης όπως και αν κριθεί για την καινοτομία και την ριζοσπαστικότητα ή μη των έργων του, υπήρξε ένας αρχιτέκτων μεγάλης αξίας ο οποίος άφησε σίγουρα το σημάδι στις δυο μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και ο οποίος συνέβαλε δραστικά στην προβολή της χώρας σε διεθνές επίπεδο και αυτά είναι δύο επιτεύγματα που δεν μπορούμε παρά να του αναγνωρίσουμε.
Πηγές
50 ετών δράσις του Κώστα Κιτσίκη, επιμ. Π.Τσολάκης, Αθήνα 1965
Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Δ. Φιλιππίδης, Αθήνα 1984
Σπίτια του '30-Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην προπολεμική Αθήνα, επιμ. Δ. Φιλιππίδης , Αθήνα 1998
Αρχείο Νεωτέρων Μνημείων
Αρχείο Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου
Διεθνές Μεσογειακό Συνέδριο Αρχιτεκτονικής και Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου στο Ζάππειο Μέγαρο, Επιμέρους θέμα: Ο προεδρεύων του συνεδρίου Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κώστας Κιτσίκης εκφωνεί ομιλία (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License