Ο Δημοσθένης Αλεξιάδης (1839- 10 Ιανουαρίου 1916) ήταν Έλληνας ηθοποιός και θιασάρχης,από τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες του νεοελληνικού θεάτρου, που διέπρεψε τόσο σε κωμικούς, όσο και σε δραματικούς ρόλους.
Δημοσθένης Αλεξιάδης
Βιογραφία
Ο Δημοσθένης Αλεξιάδης (πραγματικό επώνυμο Αλεξίου)[α] γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, τον Νοέμβριο του 1839. Πατέρας του ήταν ο Κυριάκος Αλεξίου, «ένας από τους πρώτους εποικιστές της πόλης»,[2] ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί το 1826.
To 1855, σε ηλικία 16 χρονών αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού, και προσελήφθη σε ένα πλοίο που έκανε το δρομολόγιο Τεργέστη-Μασσαλία. Σαν φυσική συνέπεια, στην ηλικία των 18 χρονών μετακόμισε στην Αθήνα προκειμένου να φοιτήσει σε μια ναυτική σχολή για να πάρει το δίπλωμα του εμποροπλοιάρχου. Όμως, εξαιτίας του γάμου του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα στο ναυτικό, και να βρει κάποια δουλειά στην πρωτεύουσα. Το 1860 προσελήφθη απο την Χωροφυλακή σαν γραφέας[3] και έτσι έβγαζε τα προς το ζην.
Παράλληλα όμως ήταν μέλος και ενός συλλόγου καλλιτεχνικού – όπως ήταν της μόδας τότε στην Αθήνα- και μαζί με τα άλλα μέλη του συλλόγου ετοίμαζαν και ανέβαζαν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις για να ψυχαγωγήσουν τους εαυτούς τους και τους θεατές τους. Την Αποκριά του 1863 ο Αλεξιάδης και οι φίλοι του ανέβασαν την παράσταση Λουκρητία Βοργία του Β. Ουγκώ, που μάλιστα παιζόταν το ίδιο διάστημα και στο θέατρο του Μπούκουρα, με πρωταγωνίστρια την Αργυρώ Συψώμου. Ο Αλεξιάδης μάλιστα, ελλείψει γυναικών ηθοποιών, έκανε ο ίδιος την Λουκρητία Βοργία.
Για μερικά χρόνια, προσπάθησε να συνδυάσει την καριέρα του στην Χωροφυλακή, όπου μάλιστα πήρε και προαγωγή σε υπογραμματέα, και το Θέατρο. Όταν διαπίστωσε ότι πλέον ήταν αδύνατο, παραιτήθηκε από την Αστυνομία. Έγινε μέλος του θιάσου του Παντελή Σούτσα και ασχολήθηκε πλέον μόνιμα και επαγγελματικά με το θέατρο.[3]
Σύμφωνα με τον ιστορικό του θεάτρου Νικόλαο Ι. Λάσκαρη, ο πρώτος ρόλος που έπαιξε σαν επαγγελματίας ηθοποιός ήταν ο ρόλος ενός γέροντα στον Γιατρό με το στανιό του Μολιέρου, απο τη σκηνή του θεάτρου Μπούκουρα. Το 1865 η κυβέρνηση -με προτροπή κυρίως των εφημερίδων- επιχορήγησε μια θεατρική επιτροπή, που αποτελούνταν από τους Αλ. Ραγκαβή, Αγγ. Βλάχο, και Γ. Τερτζέτη κ.άλ., προκειμένου να συστήσει θίασο και να ανεβάσει ελληνικές παραστάσεις – κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή αφού μόνο το ιταλικό μελόδραμα εκτιμούνταν απο την Αυλή και την καλή κοινωνία. Έτσι η θεατρική περίοδος 1865 – 1866 ήταν πλούσια σε ελληνικό θέατρο και ο Αλεξιάδης που προσελήφθη σε αυτόν τον θίασο έπαιξε σε αρκετά έργα ελληνικού ρεπερτορίου. Τον Απρίλη όμως του 1866, ελλείψει θεατών, οι παραστάσεις σταμάτησαν.
Ο Αλεξιάδης τότε, ίδρυσε μαζί με τον Μιχαήλ Αρνιωτάκη δικό τους θίασο, και έφυγαν για περιοδεία στην Αλεξάνδρεια που είχε μεγάλη επιτυχία. Απο την Αλεξάνδρεια πήγαν στη Σύρο όπου έπαιξαν το έργο του Τιμολέοντα Αμπελά Οι μάρτυρες του Αρκαδίου.
Τον Αύγουστο του 1867 ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου έφτιαξε καινούριο θίασο, τον θίασο Αισχύλος, μαζί με τον Παντελή Σούτσα και τον Δ. Ταβουλάρη. Τότε συντάχτηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο, συμβόλαιο, στο οποίο καθορίζονταν γραπτώς όχι μόνο τα ποσοστά του κέρδους των ηθοποιών αλλά και οι χαρακτήρες που αυτοί θα ενσάρκωναν. Ωστόσο παρόλη αυτή την προεργασία, ο θίασος δεν κατάφερε να ανεβάσει κανένα έργο στη σκηνή, γιατί το μοναδικό θέατρο της Αθήνας, το θέατρο του Μπούκουρα, ήταν νοικιασμένο για όλο το καλοκαίρι στους κρητικούς φοιτητές που έδιναν παραστάσεις υπέρ της μαχόμενης Κρήτης. Ο θίασος διαλύθηκε και ο Αλεξιάδης κλήθηκε να συμμετάσχει στην παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή που θα δινόταν στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού με στο πλαίσιο των εορτασμών για το γάμο του Γεώργιου του Α' στις 27 Οκτώβρη του 1867.[β] Τον χειμώνα του 1867 ο Αλεξιάδης έφυγε για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου ενσωματώθηκε στο δυναμικό του θεάτρου Τσιτσίνια. Στην Αλεξάνδρεια έμεινε μέχρι τον Μάη του 1868 και συνεργάστηκε με όλο σχεδόν το δυναμικό του ελληνικού θεάτρου που «μεταναστεύσει» σχεδόν, σε αυτήν την ακμάζουσα πολιτεία που πάντα υπήρχαν θέατρα και θεατές όπως την Πιπίνα Βονασέρα, τον Μιχ. Αρνιωτάκη, Δημοσθένη Νέρη, Αντώνη Γεωργιάδη κ.α. Από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη και απο κει περιοδεία στη Ρωσία, όπου έπαιξε σε όλες τις πόλεις που είχαν ελληνικές παροικίες, μέχρι το 1870. οι περιοδείς αυτές ήταν πλούσιες σε θριάμβους, σε φήμη και δόξα αλλά και σε οικονομικές απολαβές.
Τον Ιανουάριο του 1873 άρχισε τις παραστάσεις στη Σμύρνη, στο παραθαλλάσιο θέατρο Κιβωτός. Όμως ένα βράδυ, το θέατρο, κατά τη διάρκεια της παράστασης το ξύλινο παράπηγμα παρασύρθηκε απο τα κύματα και βούλιαξε! Ο πνιγμός 150 θεατών βύθισε σε πένθος όλη τη Σμύρνη και φυσικά ο θίασος σταμάτησε τις παραστάσεις του οριστικά και μάλιστα διαλύθηκε.
Τον Απρίλιο του 1876 θα εμφανιστεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σύρο, όπου «η υποδοχή που θα του επιφυλάξουν ...[θα] είναι χωρίς προηγούμενο. Το θέατρο του παραχωρήθηκε «δωρεάν, χωρίς ενοίκιο» και έδωσε «μια σειρά 24 συνολικά παραστάσεων σε μια αίθουσα σχεδόν ασφυκτικά γεμάτη κάθε βράδυ». Στην τελευταία του βραδιά «θα δοθεί πανηγυρικός χαρακτήρας, με την προσφορά δάφνινου στεφανιού προς το θιασάρχη» από μέρους της επίσημης πολιτείας του νησιού.[4]
Τα επόμενα 40 χρόνια σαν θιασάρχης πλέον του Πανελλήνιου Θιάσου, θα δώσει παραστάσεις σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας αλλά και όπου υπήρχε ελληνική κοινότητα στο εξωτερικό. Σημαντική θεωρείται η συμβολή του Αλεξιάδη στη γνωριμία του ελληνικού θεατρικού κόσμου, ο οποίος ήταν συνηθισμένος «[σ]τα δακρύβρεχτα ... γαλλικά δράματα και τις ιαμβικές τραγωδίες», με το ρωσικό θέατρο, όταν, στα τέλη το 19ου με αρχές του 20ού αι., ανέβασε τα Παντρολογήματα και τον Επιθεωρητή του Γκόγκολ.[5]
Ο Ν.Ι. Λάσκαρης υπολόγισε σε πάνω από 500 τα θεατρικά έργα (δράματα και κωμωδίες) που ανέβασε κατά τη διάρκεια της ζωής του, μνημονεύοντας ιδιαίτερα τους δυο θεατρικούς άθλους του ηθοποιού.[γ] Εκτός αυτού, μετέφρασε ο ίδιος πολλά ξένα έργα και διασκεύασε τον Περιπλανώμενο Ιουδαίο σε 25 πράξεις και τους Αθλίους σε 15 πράξεις. Η πρώτη διασκευή μπορούσε να παρουσιασθεί ολόκληρη σε 4 ημέρες και η δεύτερη σε τρεις.[6]
Από το 1901 και μετά αποσύρθηκε από την ενεργό θεατρική ζωή. Το 1910 εκλέχτηκε πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών.
Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 1916.[7]
Ελληνικό ρεπερτόριο
Ο Αλεξιάδης πίστευε στην ανάγκη δημιουργίας ελληνικής δραματουργίας και υπήρξε ο πρώτος που παρουσίασε πολλά έργα,[3] όπως τα παρακάτω:
απόσπασμα από το πρώτο συμβόλαιο που υπογράφηκε στο ελληνικό θέατρο, από τον θίασο του Αλεξιάδη, το 1867, όπου φαίνονται εκτός από τα ποσοστά των ηθοποιών επί των εισπράξεων, αλλά και τους ρόλους που καθένας θα έπαιζε!
Κοριολανός, του Ιωάννη Α. Μαυρομιχάλη
Ιούνιος Βρούτος, του Ι.Ν. Φραγκιά
Ευφροσύνη, του Δημ. Βερναρδάκη
Οι μνηστήρες της Πηνελόπης, του Παν. Ζάνου
Το μήλον της Έριδος, του Π. Ζάνου
Κρήτες και Βενετοί, του Τιμολέοντος Αμπελά
Συζύγου εκλογή, του Δημ. Παπαρρηγόπουλου (1868)
Χίμαιρα, του Σπ. Βασιλειάδη
Σαπφώ, του Δημ. Καλαποθάκη
Άλλα αντ' άλλων, του Γ. Σουρή
Άνδρες και γυναίκες, του Μιχαήλ Ζώρα
Προνομιούχοι, του Μ. Αρνιωτάκη[δ]
Σχεδόν όλα τα έργα του Ι. Ζαμπέλιου
Σημειώσεις
Ο Αλεξιάδης «άλλαξε το επίθετο του, όταν διάλεξε την καριέρα του ηθοποιού, όπως έκαναν πλήθος άλλοι συνάδελφοι του, προφανώς για να μη φέρει σε δύσκολη θέση την οικογένεια του».[1]
Η παράσταση, ή μάλλον οι αναβολές της, θα αφήσουν εποχή στην Αθήνα αφού, εξαιτίας των καταρακτωδών βροχών, δε δόθηκε παρά μόνο μία και αυτή στις 7 Δεκέμβρη.
Χαρακτηριστικό για την υπομονή και την εργατικότητά του είναι και το γεγονός ότι αντέγραψε μόνος του (σε δύο αντίτυπα) τα περισσότερα από τα 500 έργα που έπαιξε με τον θίασό του. Τη συλλογή αυτή δώρισε λίγο πριν πεθάνει στην Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.[3]
«Σοσιαλιστικό» δράμα, που πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Αλεξιάδη το 1877. Θεωρήθηκε πως αντλούσε την προβληματική του από τη Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες του Ροβεσπιέρου, αναφερόμενο –όπως γράφτηκε— σε κοινωνικές καταστάσεις που δεν υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία της εποχής του.[8]
Παραπομπές
Χατζηπανταζής (1996), σελ. 228 υποσ. 2.
Χατζηπανταζής (1996), σελ. 228.
Λ[άσκαρης] (1927).
Χατζηπανταζής (1996), σελ. 235-236.
Σιδέρης, Γιάννης (1960). «Το θέατρο του Τσέχωφ στην Ελλάδα». Νέα Εστία 67: σελ. 364. Ανακτήθηκε στις 20.05.2016.
Εφ. Ελληνικό Θέατρο.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 6, σελ. 342.
Βλ. Delveroudi (1982).
Πηγές
Delveroudi, Εlise-Anne (1982) (στα γαλλικά). Le Répertoire original présenté sur la scène athénienne, 1901-1922. Διδακτορική διατριβή. Παρίσι: Πανεπιστήμιο Paris-Sorbonne, σελ. 134. Ανακτήθηκε στις 10.05.2016.
Ν[ικόλαος]. Ι. Λ[άσκαρης] (1927). «Αλεξιάδης (Δημοσθένης)». Εγκυκλοπαδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη. 1. Αθήνα, σελ. 763.
Πετρής, Τάσος Ν.: Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Χάρη Πάτση), τόμος 4, σελ. 102.
Χατζηπανταζής, Θόδωρος (1996). «Ο συριανός θιασάρχης Δημοσθένης Αλεξιάδης και οι παραστάσεις του στο θέατρο της πατρίδας του». Για τη Mαρίκα Kοτοπούλη και το Θέατρο στην Eρμούπολη. Αθήνα: Kέντρο Nεοελληνικών Eρευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σελ. 227–245. ISBN 960-7094-50-6. Ανακτήθηκε στις 18.05.2016.
Εφημερίδα Ελληνικό Θέατρο (1 Ιουλίου 1926): 1.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ο Δ. Αλεξιάδης στον Πανδέκτη, με φωτογραφία. Ανακτήθηκε στις 20.05.2016.
Φωτογραφία του Δημ. Αλεξιάδη από παράσταση. Νέα Εστία 17 (1935): σελ. 42. Ανακτήθηκε στις 20.05.2016.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License