.
Ο Δημήτριος Λουκάτος (1908-2003) ήταν Έλληνας λαογράφος και πανεπιστημιακός. Στο έργο του έχει καταγράψει μεγάλο μέρος του νεοελληνικού λαϊκού παροιμιακού λόγου.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1908 στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, γιος του Σωτήριου, ιεροψάλτη και της Χαρίκλειας. Ήταν ο δευτερότοκος ανάμεσα σε έξι αδέλφια. Τελείωσε το γυμνάσιο στη γενέθλια πόλη του και το 1925 μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία. Έγινε δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών. Αποφοίτησε από τη σχολή το 1930 με δύο πτυχία, στη φιλολογία και την παιδαγωγία, με βαθμούς «λίαν καλώς» και «άριστα» αντίστοιχα.[1]
Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Κεραμειών Κεφαλονιάς τον Φεβρουάριο του 1931. Εκεί ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στη λαογραφία και συνεργάστηκε με τους μαθητές του για την επισήμανση και καταγραφή λαογραφικού υλικού. Τρία χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1934 πήρε μετάθεση για το Η' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών όπου ήταν συνάδελφος με τον Γεώργιο Μέγα, με τον οποίο μοιράζονταν την αγάπη για τη λαογραφία. Το 1937 ο Λουκάτος πήρε προαγωγή και μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Κιλκίς αλλά ένα χρόνο αργότερα θα αποσπαστεί στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών ύστερα από αίτημα του Μέγα, ο οποίος στο μεσοδιάστημα είχε διοριστεί διευθυντής του[1] . Ανέλαβε τη σύνταξη των εκδόσεων του Αρχείου, θέση που διατήρησε με διαλείμματα για εικοσιτρία χρόνια[2].
Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 έφερε τον Λουκάτο οπλίτη στο αλβανικό μέτωπο. Χρόνια αργότερα, η έκδοση του πολεμικού του ημερολογίου θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του[3] . Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και έδρασε ως μέλος μιας εαμίτικης ομάδας στην Ακαδημία Αθηνών. Δεν θέλησε να πολεμήσει στον εμφύλιο που ξέσπασε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και έφυγε το 1947 για μεταπτυχιακές σπουδές στα Ινστιτούτα Εθνολογίας και Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Σορβόνης με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Η επαφή του με τη Γαλλική Εθνολογική Σχολή θα επηρέαζε στη συνέχεια το έργο του[4]. Ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1950.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1951 νυμφεύτηκε τη φιλόλογο Ζωή Μπιμπίκου, αδερφή της πανεπιστημιακού Ελένης Μπιμπίκου-Αντωνιάδη[2]. Το 1964 εξελέγη καθηγητής Λαογραφίας στη νεοσύστατη τότε Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ένας από τους τρεις πρώτους, την οποία βοήθησε να εδραιωθεί. Οι λαογραφικές έρευνες στις οποίες έστελνε τους φοιτητές του αποτέλεσαν τη βάση του λαογραφικού αρχείου του πανεπιστημίου[5] . Παρέμεινε μέχρι το 1969, οπότε και παραιτήθηκε επειδή δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται στις συνθήκες που είχε δημιουργήσει η τότε Δικτατορική κυβέρνηση στα πανεπιστήμια. Το 1978 έγινε πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας, θέση που διατήρησε μέχρι το 2002. Την ίδια χρονιά και για τρία χρόνια δίδαξε λαογραφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και το 1984-85 στο νέο τότε Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών.
Το έργο του
Το συγγραφικό έργο του Λουκάτου είναι εκτενέστατο και πολυποίκιλο. Αριθμεί πάνω από 700 δημοσιεύματα που περιλαμβάνουν βιβλία, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, άρθρα σε εφημερίδες κ.α. Παραπομπές σε άρθρα του υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις εκδόσεις που ασχολούνται με την ελληνική Λαογραφία και Ανθρωπολογία.
Επιστημονικά ο Λουκάτος, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της καριέρας του, ακολούθησε τα βήματα του ιδρυτή της λαογραφίας στην Ελλάδα Νικόλαου Πολίτη. Οι σπουδές του στη Γαλλία τον επηρέασαν και μετέπειτα εφάρμοσε νεωτερικές θεωρίες και μεθόδους καταγραφής και περιγραφής των λαογραφικών φαινομένων, χωρίς να έρχεται σε ρήξη με το έργο των προγενέστερων. Σύμφωνα με κάποιος μελετητές, το έργο του αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη λαογραφία[6].
Στο έργο του ασχολήθηκε με αγάπη με τα έθιμα της Κεφαλονιάς. Τα πρώτο βιβλίο του, η "Κεφαλονίτικη λατρεία" του 1946 είναι μια καταγραφή των ιδιαίτερων λαϊκών θρησκευτικών εθίμων της πατρίδας του συνοδευόμενη από ένα γλωσσάρι τοπικών λέξεων γύρω από την Ορθόδοξη λατρεία. Η καταγραφή της θρησκευτικής ζωής και της λαϊκή λατρεία απασχόλησε τον Λουκάτο σε μεγάλο τμήμα του έργου του[7] .
Το δεύτερο βιβλίο του, τα "Κεφαλονίτικα γνωμικά", μια καταγραφή των γνωμικών και παροιμιών του νησιού, πηγάζει και αυτό από τη σχέση του με τον τόπο του. Ταυτόχρονα, αποτελεί το πρώτο μιας σειράς έργων του που καταγράφουν και μελετούν τον ελληνικό λαϊκό παροιμιακό λόγο, τα οποίο εκτείνεται σε συνολικά 4 βιβλία και 65 άρθρα σε διάφορα περιοδικά. Επιπλέον, κατά την περίοδο της εργασίας του στο Λαογραφικό Αρχείο είχε εργαστεί ειδικά στο Αρχείο Παροιμιών του Νικόλαου Πολίτη, το οποίο διευθέτησε και εμπλούτισε[8] .
Από τα ακαδημαϊκά έργα του Λουκάτου, το σημαντικότερο ίσως είναι τα "Σύγχρονα Λαογραφικά" που ανανέωσαν την ελληνική λαογραφία. Ο Λουκάτος όμως δεν ήταν μόνο πανεπιστημιακός δάσκαλος αλλά τον ενδιέφερε η επαφή του με ένα ευρύτερο κοινό. Το έργο του με τη μεγαλύτερη απήχηση ήταν η πενταλογία του για τα θέματα της λαϊκής λατρείας κατά εποχή του χρόνου που εκδόθηκε στο σύνολο της από τις εκδόσεις Φιλιπόττη, και επανεκδόθηκε πολλές φορές. Δείγμα της εξωστρέφειας του είναι και οι πολλές επιστολές του προς τον τύπο, ιδιαίτερα την εφημερίδα "Καθημερινή"[9] . .
Διακρίσεις
Η δουλειά του Λουκάτου αναγνωρίστηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η ελληνική πολιτεία τον τίμησε το 1965 με το παράσημο του "Ταξιάρχη του Φοίνικος" ενώ η Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών του Παλέρμο Ιταλίας του έδωσε τιμητικό τίτλο το 1978. Το 1981 τιμήθηκε, από το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία της Βιέννης, με το Διεθνές Βραβείο Λαογραφίας «Gottfried Heder». Τιμητικούς τόμους τού αφιέρωσαν το διεθνές λαογραφικό περιοδικό «Proverbium» (1985). τα Πανεπιστήμια Κύπρου και Ιωαννίνων (1988) και η Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Μελετών. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αργυρό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών για τη συνολική προσφορά του στην επιστήμη της Λαογραφίας[1] .
Ύστερος βίος
Ο Λουκάτος συνέχισε να δραστηριοποιείται ως πρόεδρος της Λαογραφικής Εταιρίας μέχρι τα τελευταία του χρόνια. Τακτική ήταν και η παρουσία του στο Λαογραφικό Αρχείο. Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 2003 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Ήταν χήρος από το 1976 και είχε ένα γιο, το Σωτήρη, διδάκτορα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Παρισιού και ερευνητή[10] .
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Κεφαλονίτικη Λατρεία (1946)
Κεφαλονίτικα Γνωμικά (1952)
Σύγχρονα Λαογραφικά (1963)
Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία (1977)
Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών (1979)
Πασχαλινά και της Άνοιξης (1980)
Τα Καλοκαιρινά (1981)
Τα Φθινοπωρινά (1982)
Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης (1985)
Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο (2001)
Παραπομπές
Αλεξιάδης, Μηνάς Αλ. (2 Νοεμβρίου 2003). "Ο δάσκαλος της Λαογραφίας". Το Βήμα.
"Μεγάλη απώλεια της λαογραφίας". Ριζοσπάστης. 25 Οκτωβρίου 2003.
Μπουκαλάς, Παντελής (30 Οκτωβρίου 2001). "Οι αμέτρητοι, «άσημοι» ραψωδοί ενός έπους...". Η Καθημερινή.
Αλεξάκης, Ελευθέριος (2008). "Η Γαλλική Εθνολογική Σχολή και η Λαογραφία του Δημητρίου Λουκάτου". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Βρέλλη-Ζάχου, Μαρίνα (2008). "Μαρτυρίες υλικού βίου και πολιτισμού στα χειρόγραφα των μαθητών του Δημ. Σ. Λουκάτου (Λαογραφικό Αρχείο Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Μερακλής, Μ.Γ. (2008). "Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος ανάμεσα στο νεωτερισμό και την παράδοση". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Βαρβούνης, Μανώλης Γ. (2008). "Η συμβολή του Δημητρίου Λουκάτου στην έρευνα της ελληνικής θρησκευτικής Λαογραφίας". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Δουλαβέρας, Αριστείδης (2008). "Ο παροιμιολόγος Δημήτριος Σ. Λουκάτος και το διεθνές περιοδικό Proverbium". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Αλεξιάδης, Μηνάς (2008). "Επιστολές του Δημ. Σ. Λουκάτου σε Αθηναϊκές Εφημερίδες". Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία.
Μπίστικα, Ελένη (24 Οκτωβρίου 2003). "Της Θλίψης και του Αποχαιρετισμού, για τον καθηγητή Δημήτρη Σωτ. Λουκάτο". Η Καθημερινή.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License