.
To Κάγκου [i] είναι πτηνό της οικογενείας των Ρινοχαιτιδών που απαντά αποκλειστικά στην Νέα Καληδονία. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Rhynochetos jubatus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[1][3]
Κάγκου
Κάγκου | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Κινδυνεύει με αφανισμό (IUCN 3.1) |
||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Rhynochetos jubatus (Ρινοχαίτης ο λοφιοφόρος) [2] Verreaux & Des Murs, 1860 |
Το κάγκου είναι το εθνικό πτηνό της Νέας Καληδονίας, στα ορεινά δάση της οποίας ζει ως ενδημικό. Αποτελεί μεγάλο ταξινομικό πρόβλημα για τους ερευνητές, ως ο μοναδικός -αρτίγονος- αντιπρόσωπος του γένους και της οικογενείας του. Έχει κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και απειλήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν με εξαφάνιση, όπως έγινε με το συγγενικό του πεδινό είδος (βλ. Συστηματική ταξινομική). Σήμερα προστατεύεται αυστηρά, αλλά ο κίνδυνος να βρεθεί ξανά στα πρόθυρα της εξαφάνισης δεν έχει εκλείψει, διότι θεωρείται εξαιρετικά ευάλωτο στα εισηγμένα ζώα-θηρευτές της πατρίδας του.
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία του γένους (Rhynochetos) είναι σύνθετη (νεο-)λατινική λέξη, γλωσσικό δάνειο από την ελληνική: rhyno < ρις «μύτη» + chetos «χαίτη». Η ονομασία αυτή παραπέμπει στις χαρακτηριστικές σμήριγγες, στην βάση του ράμφους του που σχηματίζουν μικρές τούφες. [ii]
Η λατινική ονομασία του είδους jubatus προέρχεται από το juba «χαίτη, λοφίο» [4] και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά φτερά του κεφαλιού του πτηνού, που σχηματίζουν λοφίο.
Η λαϊκή ονομασία kagu, είναι Μελανησιακής προέλευσης, από την ευρύτερη περιοχή καταγωγής του πτηνού. Ο ορθός τονισμός είναι στην παραλήγουσα,[5] αν και -όπως συμβαίνει με πολλές αυστρονησιακές (austronesian) λέξεις, ο τονισμός μπορεί να είναι σε οποιαδήποτε συλλαβή. Στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει καταγραφή [6] με την ονομασία καγκού -από την αντίστοιχη γαλλική-, ενώ αναφέρονται και οι ονομασίες kavou και kagou στη γλώσσα των ιθαγενών Kanak της Νέας Καληδονίας.[7]
Συστηματική ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1860, από τους Verreaux & Des Murs, στην Νέα Καληδονία, με την σημερινή του ονομασία.[8] Δεν είχε «ανακαλυφθεί» από τους Ευρωπαίους επιστήμονες μέχρι την γαλλική αποικιοκρατία της Νέας Καληδονίας το 1852 και δεν είχε περιγραφεί, μέχρις ότου ένα δείγμα εστάλη στην Αποικιακή Έκθεση του Παρισιού, το 1860.[9]
Οι φυλογενετικές συγγένειες του είδους δεν είναι πολύ καλά επιλυμένες. Το κάγκου υπήρξε, ανέκαθεν, από τα πιο αινιγματικά πτηνά και, σε πιο πρόσφατες εποχές, συνήθως ταξινομείτο με τα Γερανόμορφα (Gruiformes). Αρχικά είχε ταξινομηθεί ως μέλος του κλάδου Ερωδιίδες (Ardeidae) λόγω αρκετών μορφολογικών και φυσιολογικών ομοιοτήτων με τους ερωδιούς, όπως την παρουσία πτίλων κόνεως (powder down feathers), τα οποία παράγουν τρίμματα κερατίνης που εμφανίζονται ως σκόνη (πούδρα) ανάμεσα στα φτερά, τις ομοιότητες στο χρώμα του πτερώματος, την εσωτερική ανατομία, το χρώμα των νεοσσών και των αυγών, καθώς και την αλλαγή χρωματισμού του νεοσσού καθώς μεγαλώνει.[7]
Εάν θεωρηθεί ως γερανόμορφο, το είδος σχετίζεται με τα -εξαφανισμένα σήμερα- μέλη του γένους Aptornis, από τη Νέα Ζηλανδία και τις αρτίγονες Ευρυπυγίδες (Eurypyga) από την Κεντρική και Νότια Αμερική. Μάλιστα, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι ευρυπυγίδες είναι οι πιο κοντινοί αρτίγονοι συγγενείς του κάγκου.[10] Όμως, αυτά τα δύο taxa μαζί με την οικογένεια Μεσιτορνιθίδες (Mesitornithidae) δεν «ταιριάζουν» με τα παραδοσιακά Γερανόμορφα αλλά, περισσότερο, με τον προτεινόμενο κλάδο Metaves, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης το οασίν, τα περιστέρια, τα γιδοβύζια, τα φλαμίνγκο, κ.α. Η εσωτερική δομή αυτής της ομάδας δεν ήταν καλά διαχωρισμένη βάσει των δεδομένων τους, αν και αργότερα μελέτες επιβεβαίωσαν την στενή σχέση μεταξύ του κάγκου και των Ευρυπυγιδών.[11]
Ως συμπέρασμα, το κάγκου, οι Ευρυπυγίδες και ενδεχομένως, τα εξαφανισμένα Aptornis, φαίνεται να σχηματίζουν μια ξεχωριστή εξελικτική γραμμή από την περίοδο της Γκοντβάνα, ενδεχομένως μία τάξη ή κάτι υψηλότερο ιεραρχικά, αν και οι σχέσεις μεταξύ τους με τις ομάδες που προηγουμένως θεωρούνταν σχετικές, όπως οι Μεσιτορνιθίδες και ο «πυρήνας» των Γερανόμορφων, δεν έχουν ακόμη επιλυθεί. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι οι Ευρυπυγίδες και οι Μεσιτορνιθίδες κατέχουν πτίλα κόνεως, ενώ ο «πυρήνας» των Γερανόμορφων, όχι.
Το κάγκου, μπορεί να είναι το μόνο σωζόμενο είδος της οικογένειας Ρινοχαιτίδες, ωστόσο ένα μεγαλύτερο είδος, το εξαφανισμένο Rhynochetos orarius, έχει περιγραφεί από απολιθώματα της Ολοκαίνου. Οι μετρήσεις έδωσαν 15%, περίπου, μεγαλύτερο μέγεθος από το Rhynochetos jubatus, χωρίς επικάλυψη στις μετρήσεις -εκτός από εκείνες των πρόσθιων άκρων. Δεδομένου ότι οι περιοχές από τις οποίες τα απολιθώματα έχουν ανακτηθεί είναι όλες πεδινές, και ότι δεν υπάρχουν απολιθώματα του R. jubatus από αυτές, οι επιστήμονες έχουν συναγάγει ότι, τα δύο αυτά είδη καταλαμβάνουν διαφορετικούς οικολογικούς θώκους, με το εξαφανισμένο στις πεδιάδες και το -σημερινό- κάγκου στις ορεινές θέσεις. Το Rhynochetos orarius ανήκει σε εκείνα τα είδη που εξαφανίστηκαν από την Νέα Καληδονία, μετά την άφιξη του ανθρώπου.[12]
Η οικογένεια Rhynochetidae και το γένος Rhynochetos είναι μονοτυπικά taxa, δεν περιλαμβάνουν δηλαδή άλλες επί μέρους κατώτερες, ιεραρχικά, μονάδες.
Γεωγραφική κατανομή
Το κάγκου είναι ενδημικό πτηνό της Νέας Καληδονίας
Το κάγκου είναι ενδημικό ευρασιατικό είδος των ορεινών περιοχών της Νέας Καληδονίας και, μάλιστα, περιορίζεται μόνον στο κεντρικό νησί της χώρας, το Γκραν Τερ (Grand Terre). Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι κάποτε είχε αποικήσει και τα μικρά γειτονικά νησιά Λόγιαλτι (Loyalty), αν και απολιθώματα του εξαφανισμένου R. orarius έχουν βρεθεί στις νησίδες Ιλ ντε Πιν (Isles des Pines).[13][14]
Βιότοπος
Το κάγκου είναι είδος των ορεινών δασικών περιοχών ή και εκείνων που περιλαμβάνουν εκτεταμένους θαμνώνες. Οι πληθυσμοί του απαντούν σε σειρά από διαφορετικούς τύπους δασών εάν υπάρχει επαρκής λεία, από τα υγρά, ορεινά τροπικά δάση -σε μέσα υψόμετρα, αλλά συνήθως από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 1.400 μ.- μέχρι τα ξηρότερα δάση των πεδινών περιοχών. Επίσης, είναι σε θέση να διαβιούν και σε κάποιες ξηρές θαμνώδεις εκτάσεις που συνδέονται με τα πυριγενή πετρώματα του νησιού, αν και όχι σε εκείνες όπου δεν υπάρχουν θηράματα. Επίσης, το κάγκου απουσιάζει από τις περιοχές όπου η εκτεταμένη βλάστηση καθιστά δύσκολη την αναζήτηση τροφής, όπως οι βοσκότοποι ή οι περιοχές με υψηλή κάλυψη από πτεριδόφυτα, μπορεί ωστόσο να διασχίζει αυτές τις περιοχές για να φτάσει άλλες περιοχές αναζήτησης τροφής. Το είδος έχει υποστεί πίεση λόγω του κυνηγιού και της θήρευσης από εισαγόμενα, ξενικά προς την Νέα Καληδονία είδη.[7]
Το αρχικό, προ-ανθρώπου δυναμικό του, καθώς και η παλαιότερη γεωγραφική του κατανομή, όπως και ο βαθμός κατά τον οποίο συνυπήρχε με το «αδελφικό» του R. orarius σε πεδινές περιοχές της Νέας Καληδονίας, εξακολουθούν να είναι μη πλήρως κατανοητά και απαιτείται περαιτέρω έρευνα στα καταγεγραμμένα απολιθώματα.[12]
Μορφολογία
Κάγκου φωτογραφημένο σε ζωολογικό κήπο στην Γερμανία
Το κάγκου είναι εδαφόβιο πτηνό, περνάει δηλαδή τον περισσότερο χρόνο του μετακινούμενο στην επιφάνεια του εδάφους. Τυπικά είναι ανίκανο προς πτήση (flightless), όχι όμως θεωρητικά, διότι οι πτέρυγές του δεν είναι υποανεπτυγμένες, αντίθετα με τους θωρακικούς του μυς.[6] Τις χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά κατά τις επιδείξεις ερωτοτροπίας, καθώς και όταν τρέχει γρήγορα μέσα στο δάσος, όπου μπορεί να τού χρησιμεύσουν για μικρές, επιτόπιες αερολισθήσεις (glidings), λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος για να διαφεύγει τον κίνδυνο.
Το πτέρωμά του είναι ασυνήθιστα όμορφο και φωτεινό για ένα πουλί του δασικού υποορόφου, με έναν γοητευτικό συγκερασμό γκρι, λευκού και απαλού γαλανού χρώματος. Με κλειστές τις πτέρυγες το πουλί φαίνεται γκρίζο, αλλά όταν τις ανοίγει διακρίνονται μαυρόασπρες ζώνες στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά. Στο πάνω μέρος του σώματος, τα φτερά και η ουρά είναι ελαφρώς πιο σκούρα από το υπόλοιπο πτέρωμα. Το κάτω μέρος είναι συνήθως υπόλευκο με ανοιχτόχρωμο γκρι κεφάλι, λοφίο και στήθος. Το κοκκινωπό ράμφος είναι μακρύ και ισχυρό.
Διαθέτει πτίλα κόνεως, που το βοηθούν να στεγνώνει γρήγορα και παρέχουν μόνωση στο υγρό, τροπικό κλίμα της Νέας Καληδονίας. Το λοφίο του είναι εντυπωσιακό, αλλά δεν το ανοίγει εύκολα, παρά μόνον όταν αντιπαρατίθεται με άλλα μέλη του είδους και είναι ελάχιστα ορατό σε κατάσταση ηρεμίας. Διαθέτει εντυπωσιακούς κόκκινους ταρσούς, μακρείς και ισχυρούς, ώστε να διανύει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια ή και να τρέξει γρήγορα. Έχει μεγάλους οφθαλμούς, τοποθετημένους έτσι ώστε να τού παρέχουν καλή διόφθαλμη όραση, χρήσιμη στην εξεύρεση θηραμάτων μέσα στους σωρούς φύλλων, αλλά και να βλέπει καλύτερα στο σκοτάδι του δάσους. Η ίριδα είναι κόκκινη.
Το κυριότερο μορφολογικό του στοιχείο είναι η δομή του ράμφους του, με χαρακτηριστικά κερατινώδη πτερύγια (corn flaps) που καλύπτουν τα ρουθούνια του, υφές που δεν μοιράζεται με οποιοδήποτε άλλο πουλί. Θεωρητικά, τού χρησιμεύουν για να εμποδίζονται τα διάφορα σωματίδια να παρεισφρύουν στο αναπνευστικό του σύστημα, όταν ψάχνει σχολαστικά στο έδαφος κατά τη διάρκεια της σίτισης, ωστόσο η πραγματική τους σημασία παραμένει ακόμη άγνωστη. Επίσης, διαθέτει χαρακτηριστικές μεγάλες σμήριγγες , που τού έδωσαν και την λατινική ονομασία ρινοχαίτης και τον βοηθούν στην ανίχνευση της τροφής του στο δάσος.
Το βάρος του μπορεί να ποικίλλει σημαντικά από άτομο σε άτομο και ανάλογα με την εποχή, ενώ υπάρχει μικρός φυλετικός διμορφισμός, κυρίως στο ποσοστό ραβδώσεων στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά του αρσενικού και του θηλυκού.[7]
Τα νεαρά άτομα είναι πιο καφετί από τους ενήλικες, με ελαφρές ρίγες στο πτέρωμα. Το ράμφος και οι ταρσοί έχουν χρώμα περισσότερο πορτοκαλί παρά κόκκινο. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 2 με 3 χρόνια τους. (Πηγή: http://www.oiseaux-birds.com/card-kagu.html)
Φυσιολογία
Πορτρέτο νεαρού ατόμου, όπου διακρίνονται τα κεράτινα φύματα της ρινός, καθώς και οι σμήριγγες του ράμφους
Μοναδικό χαρακτηριστικό του είδους, που αποτελεί γρίφο για τους επιστήμονες, είναι ότι διαθέτει μόνο το 1/3 των ερυθρών αιμοσφαιρίων και -εύλογα- τριπλάσιο ποσοστό αιμοσφαιρίνης σε σχέση με τα άλλα πτηνά.
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: 53 έως 55 εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 75 έως 77,5 εκατοστά
Μήκος ράμφους: 5,5 έως 6 εκατοστά
Βάρος: 700 έως 1100 γραμμάρια
Τροφή
Τα κάγκου είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά, που τρέφονται με ποικιλία ασπόνδυλων και σπονδυλωτών. Δακτυλιοσκώληκες, σαλιγκάρια και σαύρες είναι μεταξύ των πιο σημαντικών ειδών θηραμάτων.[7] Επίσης, συλλαμβάνονται προνύμφες, αράχνες, σαρανταποδαρούσες και έντομα, όπως ακρίδες, ημίπτερα και σκαθάρια.[15] Η πλειοψηφία των θηραμάτων συλλαμβάνεται από τους σωρούς φύλλων ή το έδαφος, κάποια από αυτά να αναζητούνται στη βλάστηση, τους πεσμένους κορμούς και τα βράχια. Μερικές φορές κυνηγούν μικρά σπονδυλόζωα σε ρηχά νερά.
Κυνήγι
Τα κάγκου συνήθως στέκονται ακίνητα στο έδαφος ή σε κάποιο υπερυψωμένο σημείο και περιμένουν ακίνητα το θήραμα. Μπορούν να στέκονται στο ένα πόδι ενώ μετακινούν απαλά τους σωρούς φύλλων με το άλλο, για να αιφνιδιάσουν την λεία τους. Αφού εντοπίσουν το θήραμα, κινούνται προς αυτό, έτοιμα για επίθεση ή επιτίθενται απ’ ευθείας με αιφνίδιο κτύπημα. Εάν χρειαστεί να σκάψουν για να αποκαλύψουν την λεία τους, το κάνουν με το ράμφος, ενώ τα πόδια χρησιμοποιούνται μόνον για την απομάκρυνση των φερτών υλικών.
Ηθολογία
Το κάγκου είναι ημερόβιο, έντονα εδαφικό πτηνό, διεκδικώντας όλο το χρόνο περίπου 10-28 εκτάρια (22-62 στρέμματα) χώρου, μέσα στον οποίο μετακινείται.[16] Τα μέλη ενός ζευγαριού παραμένουν μοναχικά κατά την περίοδο μη αναπαραγωγής, και μπορεί να έχουν ξεχωριστές αλλά επικαλυπτόμενες περιοχές αναζήτησης τροφής.
Φωνή
Τα κάγκου αρθρώνουν ποικιλία από διαφορετικά καλέσματα, μερικά από τα οποία μοιάζουν με δυνατά «γαβγίσματα». Φωνάζουν συνήθως το πρωί κατά ντουέτα, καθένα από τα οποία διαρκεί γύρω στα 15 λεπτά. Τα θηλυκά φωνάζουν για συντομότερο χρονικό διάστημα, αλλά δυνατότερα από τα αρσενικά.
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
Το ανορθωμένο λοφίο και οι ανοιγμένες πτέρυγες είναι τα συνηθέστερα «όπλα» που χρησιμοποιούνται από τα κάγκου για την διεκδίκηση του ζωτικού χώρου αναπαραγωγής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται για τον εκφοβισμό κάποιου πιθανού θηρευτή. Οι εδαφικές διαφορές μπορεί να καταλήξουν σε αψιμαχίες, αλλά σπάνια οδηγούν σε σοβαρούς τραυματισμούς.[7][17]
Τα κάγκου είναι μονογαμικά πτηνά και, γενικά, σχηματίζουν μακροπρόθεσμα ζευγάρια που διατηρούνται για πολλά χρόνια, ακόμη και για μια ζωή.[7] Μία (1) προσπάθεια φωλιάσματος γίνεται σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο αν και, σε περίπτωση αποτυχίας, πραγματοποιείται και δεύτερη.[16] Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο, αλλά κάποια ζευγάρια φωλιάζουν μέχρι τον Δεκέμβριο.[18] Η φωλιά είναι απλή, αποτελούμενη από ένα σωρό φύλλων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, το αυγό μπορεί να τοποθετηθεί απευθείας πάνω στο έδαφος. Δεν είναι κρυμμένη αλλά, βρίσκεται συνήθως δίπλα σε ένα δένδρο, κάποιον πεσμένο κορμό ή μέσα στην χαμηλή βλάστηση.
Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον αβγό, γκρίζο με αραιές κηλίδες, το οποίο ζυγίζει 60-75 γρ. Τα καθήκοντα επώασης αναλαμβάνονται από κοινού. Κάθε εταίρος επωάζει για 24 ώρες, με την αλλαγή «βάρδιας» να πραγματοποιείται κατά το μεσημέρι. Κατά την διάρκεια της επώασης, το πουλί παραμένει στο αβγό όλη την ώρα, εκτός από νωρίς το πρωί, όταν καλεί το ταίρι του και, περιστασιακά, απομακρύνεται λίγο από την φωλιά για γρήγορη αναζήτηση τροφής. Η περίοδος επώασης διαρκεί 33-37 ημέρες, που θεωρείται δυσανάλογα μεγάλη για το μέγεθος του αβγού.[7]
Ο νεοσσός είναι ημι-φωλεόφιλος και μπορεί να μετακινηθεί από την φωλιά, ήδη από την 3η ημέρα. Για 6 εβδομάδες σιτίζεται στην φωλιά κατά την διάρκεια της νύχτας. Από την 8η έως την 10η εβδομάδα, μπορεί να σκαρφαλώνει σε κοντινούς πεσμένους κορμούς, ενώ από την 14η εβδομάδα και μετά, ανεξαρτητοποιείται. Μπορεί να παραμείνει στο έδαφος των γονιών του για πολλά χρόνια μετά την ανάπτυξη του πρώτου φτερώματος, μερικές φορές έως και 6 χρόνια.[7]
Οι «παλαιότεροι» νεοσσοί δεν βοηθούν στην επώαση των επόμενων αβγών ή στο μεγάλωμα των νεοσσών αλλά, παρ' όλα αυτά, βοηθούν στην βελτίωση της αναπαραγωγικής επιτυχίας των γονέων. Αυτό πραγματοποιείται με την άμυνα έναντι πιθανών αντιπάλων στη διεκδίκηση του ζωτικού χώρου, στοιχείο που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια μορφή «συνεργασίας» στην αναπαραγωγή.[17] Αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα από το 2ο έτος της ζωής τους.
Κατάσταση πληθυσμού
Ενήλικο κάγκου
Οι πρώτες ανησυχίες για το μέλλον του είδους εκδηλώθηκαν το 1904.[9] Το κάγκου απειλήθηκε και συνεχίζεται να απειλείται από τα εισηγμένα οικιακά ζώα, ξενικά προς τα οικοσυστήματα της Νέας καληδονίας, όπως γάτες, χοίρους και σκυλιά. Επίσης, αιχμαλωτιζόταν για να πωληθεί ως κατοικίδιο στην Ευρώπη.[7] ή ως έκθεμα για τα μουσεία και τους ζωολογικούς κήπους.[19]
Στην Νέα Καληδονία δεν υπήρχαν θηλαστικά πριν από την άφιξη των ανθρώπων (με εξαίρεση κάποιες νυχτερίδες,[13] γι’ αυτό πολλά νησιωτικά είδη έχουν επηρεαστεί αρνητικά από εισηγμένα θηλαστικά. Οι αρουραίοι έχουν μεγάλη ευθύνη για την απώλεια των νεοσσών, σε ποσοστό που φθάνει το 55%.[20] Η πρώτη απτή απόδειξη για την αρνητική επίδραση των σκύλων ήρθε όταν, κάποιος πληθυσμός που μελετούσε ερευνητής από την Νέα Ζηλανδία εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στη δεκαετία του 1990,[20] αν και, σχετικές υποψίες είχαν εκφραστεί πριν από αυτό και τα μέτρα ελέγχων είχαν τεθεί σε ισχύ σε ορισμένες περιοχές, από την δεκαετία του 1980.[21] Ακόμη και τα εισηγμένα ελάφια Cervus timorensis βλάπτουν τα δάση στο τρίγωνο Boulouparis - La Foa – Canala, πολύ σημαντική περιοχή εκτός από το πάρκο Rivière Bleue, και έτσι μπορεί να αποτελέσουν απειλή για το κάγκου.[22] Άλλη απειλή είναι η απώλεια ενδιαιτημάτων, η οποία προκαλείται από την εξόρυξη μεταλλευμάτων και την δασοκομία.
To είδος αναφέρεται ως Κινδυνεύον βάσει του πολύ μικρού, έντονα κατακερματισμένου πληθυσμού του, με πολύ μικρή κατανομή που περιορίζεται στην Νέα Καληδονία, ενώ υποφέρει από συνολική μείωση. Ωστόσο, υπάρχει ελπίδα, διότι πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένο και οι πληθυσμοί του σε ορισμένες περιοχές αυξάνονται λόγω της μείωσης από θανάτωση με κυνηγετικά σκυλιά. Εάν στο εγγύς μέλλον οι πληθυσμοί του συνεχίζουν να μη μειώνονται, το είδος μπορεί να ανακαταταχθεί σε μικρότερη κατηγορία απειλής.[23]
Οι υψηλότερες πληθυσμιακές πυκνότητες που καταγράφονται είναι στο Parc Provincial Rivière Bleue, όπου ο πληθυσμός έχει αυξηθεί πρόσφατα και εκτιμάται από 300 άτομα το 1998, σε 500 πτηνά το 2007.[24][25] Αλλού, μια έρευνα καταγραφής κατά την περίοδο 1991-1992, έδωσε 491 ενήλικες, 82% στην επαρχία Sud, και μια άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2003-2006 (αν και δεν είχε σχεδιαστεί ειδικά για την έρευνα του κάγκου) κατέγραψε 357 πτηνά, αλλά τα στοιχεία αυτά μπορεί να έχουν υποεκτιμηθεί.[26]. Ως εκ τούτου, ο πληθυσμός είναι πιθανό να είναι μεγαλύτερος από 850 άτομα. Παλαιότερα πιστευόταν ότι ο ολικός πληθυσμός έξω από το Rivière Bleue μειώνεται, με τους περισσότερους υποπληθυσμούς να είναι ελάχιστοι (<4 πουλιά) και μερικούς να έχουν εξαφανιστεί.[27]. Οι πληθυσμοί φαίνεται τώρα να είναι σταθεροί στην πιο σημαντική περιοχή για το είδος εκτός Rivière Bleue (το δάσος μεταξύ Bourail και Thio) και, ενδεχομένως, στην τοποθεσία-κλειδί, Canala-Boulouparis. Τουλάχιστον το 15% του αναπαραχθέντος πληθυσμού πέθανε στο πάρκο Rivière Bleue κατά τη διάρκεια της περιόδου 2006, ίσως λόγω κάποιας νόσου, υπερτονίζοντας την ευπάθεια του πληθυσμού.[28]
Το κάγκου μπορεί να έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια ζωής, με κάποια πουλιά σε ζωολογικούς κήπους να υπερβαίνουν τα 20 χρόνια.
Προτεινόμενες δράσεις
Τρέχουσες
Το πτηνό περιλαμβάνεται στα προστατευόμενα είδη (CITES Παράρτημα I)
Τα σκυλιά ελέγχονται στην βασική θέση Rivière Bleue,[29] ενώ ένας άλλος σημαντικός πληθυσμός προστατεύεται σε το καταφύγιο Reserve Speciale de Faune et de Flore de la Nodela, αλλά χωρίς φύλαξη ή ιδιαίτερο έλεγχο στους σκύλους.[20]. Το πάρκο Grandes Fougères, είναι επίσης ένα σημείο-κλειδί. Η νομοθεσία έχει ως στόχο να μειώσει την θανάτωση από τα κυνηγετικά σκυλιά, αλλά τυχαίες απώλειες είναι δύσκολο να ελεγχθούν[30]
Πολλά άτομα έχουν εκτραφεί με επιτυχία σε αιχμαλωσία από το 1978, και εκ νέου σε προστατευόμενες περιοχές.[31]
Μελλοντικές
Αξιολόγηση της γενετικής κατάστασης του πληθυσμού μέσω υπολογισμού στον κατακερματισμό και τη ροή γονιδίων μεταξύ υποπληθυσμών, με μοριακές μεθόδους.
Διερεύνηση της διασποράς μεταξύ των απομονωμένων πληθυσμών.
Έρευνα σε ελάχιστα γνωστές δασικές περιοχές.
Παρακολούθηση των πληθυσμών σε καλύτερα γνωστές περιοχές.
Καθορισμός των επιπτώσεων από την θήρευσς που προκαλείται από τους αρουραίους σε διαφορετικές θέσεις, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα του νησιού. *Εξακρίβωση του, εάν και πόσο επηρεάζουν τους πληθυσμούς τα ελάφια και διερεύνηση των δυνατοτήτων ελέγχου του πληθυσμού των ελαφιών σε ορισμένες σημαντικές θέσεις.[22]
Έλεγχος στους πληθυσμούς σκύλων και γατών σε βασικές τοποθεσίες των δασών. *Έναρξη δράσεων διατήρησης στην βόρεια επαρχία για να προστατευθούν οι εκεί τελευταίοι μικροί υποπληθυσμοί.
Αύξηση των προγραμμάτων ευαισθητοποίησης του κοινού όσον αφορά στη διατήρηση του είδους και την ενημέρωση των ιδιοκτητών σκύλων.[32]
Κουλτούρα
Το κάγκου έπαιζε πολυποίκιλο ρόλο στις ζωές των φυλών Κανάκ (Kanak) της Νέας Καληδονίας. Στις φυλές που βρίσκονται στην περιοχή του Hienghène στο βόρειο τμήμα της νήσου Γκραν Τερ (Grande Terre), το όνομά του δίνεται σε ανθρώπους, το λοφίο του χρησιμοποιείται για να στολίζει το κεφάλι των αρχηγών των φυλών, ενώ οι φωνές του ενσωματώνονται στους πολεμικούς χορούς. Οι Κανάκ στην περιοχή του Houailou το αποκαλούν «φάντασμα του δάσους».[7]
Επίσης, χρησίμευσε και ως τροφή, μάλιστα, θεωρήθηκε λιχουδιά από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες, ενώ ήταν «της μόδας» να το έχει κάποιος ως κατοικίδιο ζώο. Καμπάνια διεξήχθη μεταξύ 1977-1982 για να καταργηθεί σταδιακά το εμπόριο κατοικίδιων ζώων. Σήμερα, το κάγκου θεωρείται πολύ σημαντικό πτηνό στη Νέα Καληδονία και είναι το ενδημικό «έμβλημα» της χώρας. Η επιβίωσή του θεωρείται εξαιρετικά σημαντική υπόθεση για την οικονομία και την εικόνα του έθνους.[7]
Σημειώσεις
i. ^ Για τον τονισμό της λέξης, βλ. Ονοματολογία
ii. ^ Στο αντίστοιχο αγγλικό λήμμα Kagu, καταγράφεται λανθασμένη ετυμολογία από το ρίς + chetos «κεράτινος» (!;) που ουδεμία σχέση έχει με την ονομασία του πτηνού
Παραπομπές
Howard and Moore, p. 116
ΠΛ: 11, 585
http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=176405
http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=juba
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/kagu
ΠΛΜ: 31, 124
del Hoyo et al
http://ibc.lynxeds.com/species/kagu-rhynochetos-jubatus
Campbell
Fain & Houde
Hackett et al
Balouet & Storrs
Steadman
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22692211
Létocart 1991
Salas & Letocart
Theuerkauf et al
oiseaux-birds.com
Warner
Ekstrom et al
Tolme
Chartendrault & Barré 2005, 2006
http://www.iucnredlist.org/details/22692211/0
Létocart & Lambert in litt. 1999
Ekstrom et al. 2000, Ekstrom et al. 2002, Mériot in litt. 2007
Hunt, 1996, Létocart & Lambert in litt. 1999, Mériot in litt. 2007
Hunt 1996, Ekstrom et al. 2000, Ekstrom et al. 2002
Theuerkauf in litt. 2007
Létocart 1991, Hunt et al. 1996
Hunt et al. 1996
Bregulla 1987
Létocart & Lambert in litt. 1999, Ekstrom et al. 2000, 2002, J. Ekstrom in litt. 2003
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Editions Rencontre S. A. Lausanne, 1975, ελληνική έκδοση «Σύνδεσμος Φίλων Βιβλίων Ποιότητας», (Σ.Φ.Β.Π)
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ελευθερουδάκη: Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν εκδ. Νίκας, 1972 (ΕΕΛ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Balouet, Jean C.; Storrs L. Olson (1989). "Fossil birds from Late Quaternary deposits in New Caledonia". Smithsonian Contributions to Zoology 469: 28–32. doi:10.5479/si.00810282.469.
BirdLife International (2013). "Rhynochetos jubatus". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2013.2. International Union for Conservation of Nature. Retrieved 26 November 2013.
Bregulla, H. L. 1987. Zur Biologie des Kagu, Rhinochetus jubatus. Der Zoologische Garten 57: 349-365.
Campbell, A.J. (1904). "The kagu of New Caledonia". Emu 4 (4): 166–168. doi:10.1071/MU904166.
Chartendrault, V.; Barré, N. 2006. Etude du statut et de la distribution des oiseaux des forêts humides de la province Sud de Nouvelle-Calédonie. Institut agronomique néo-calédonien, Port Laguerre, Nouvelle-Calédonie.
Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
DDRP. 1998. Dépouillement de l'Enquête-Chasse 1994.
del Hoyo, J. Elliott, A. & Sargatal, J. (editors). (1996) Handbook of the Birds of the World. Volume 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions. ISBN 84-87334-20-2
Ekstrom, J. M. M.; Jones, J. P. G.; Willis, J.; Isherwood, I. 2000. The humid forests of New Caledonia: biological research and conservation recommendations for the vertebrate fauna of Grande Terre. CSB Conservation Publications, Cambridge, U.K.
Ekstrom, J; Jones, J; Willis, J; Tobias, J; Dutson, G and Barré, N (2002). "New information on the distribution, status and conservation of terrestrial bird species in Grande Terre, New Caledonia". Emu 102 (2): 197. doi:10.1071/MU01004.
Fain, Matthew G. & Houde, Peter (2004). "Parallel Radiations in the Primary Clades of Birds". Evolution 58 (11): 2558–73. doi:10.1554/04-235. PMID 15612298.
Gula, R., Theuerkauf, J. , Rouys, S. and Legault, A. 2010. An audio/video surveillance system for wildlife. European Journal of Wildlife Research 56: 803-807.
Hackett, S.J. et al. (2008) A Phylogenomic Study of Birds Reveals Their Evolutionary History. Science, 320(5884):1763–1768.
Hunt, G. 1996. Environmental variables associated with population patterns of the Kagu Rhynochetos jubatus of New Caledonia. Ibis 138: 778-785.
Hunt, G. 1997. Ecology and conservation of the Kagu Rhynochetos jubatus of New Caledonia. Thesis. Ph.D., Massey University, Palmerston North.
Hunt, G.R., Hay, R. and Veltman, C.J. (1996). "Multiple kagu Rhynochetos jubatus deaths caused by dog attacks at a high altitude study site on Pic Ningua, New Caledonia". Bird Conservation International 6 (4): 295–306. doi:10.1017/S0959270900001775.
IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2014).
Jobling, James A. (1991). A Dictionary of Scientific Bird Names. Oxford: Oxford University Press. p. 119. ISBN 0-19-854634-3.
Létocart, Y. 1991. Mise en evidence par biotelemetrie de l'habitat utilise, du comportement territorial et social, et de la reproduction chez le cagou huppe (Rhynochetos jubatus) dans le Parc de la Rivière Bleue.
Létocart, Y.; Salas, M. 1997. Spatial organisation and breeding of Kagu Rhynochetos jubatus in Rivière Bleue Park, New Caledonia. Emu 97: 97-107.
O'Neill, Thomas (2000) "New Caledonia: Francs's Untamed Pacific Outpost" National Geographic 197(5): pp. 54–75, page 74
Oxford English Dictionary. Oxford University Press. Retrieved 11 January 2011.
Salas, Michel; Yves Letocart (1997). "Spatial Organisation and Breeding of Kagu Rhynochetos jubatus in Rivière Bleue Park, New Caledonia". Emu 97 (2): 97–107. doi:10.1071/MU97013.
Steadman, David (2006). Extinction and Biogeography in Tropical Pacific Birds. Chicago: University of Chicago Press. p. 158. ISBN 978-0-226-77142-7.
Stoeckle, B.C., Theuerkauf, J., Rouys, S., Gula, R., Lorenzo, A., Lambert, Ch., Kaeser, T. and Kuehn, R. 2012. Identification of polymorphic microsatellite loci for the endangered Kagu (Rhynochetos jubatus) by high-throughput sequencing. Journal of Ornithology 153: 249–253.
Theuerkauf, J.; Rouys, S.; Mériot, J. M.; Gula, R. 2009. Group territoriality as a form of cooperative breeding in the flightless Kagu (Rhynochetos jubatus) of New Caledonia. The Auk 126(2): 371-375.
Tolme, P (2003). "Gray Ghosts of the Cloud Forest". National Wildlife 41 (6)
Warner, Willard (1948). "The Present Status of the Kagu, Rhynochetos jubatus, on New Caledonia". Auk 65 (2): 287–288. doi:10.2307/4080305.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License