.
Χριστιανισμός ονομάζεται το θρησκευτικό σύστημα πίστης το οποίο αναγνωρίζει ως ιδρυτή και κεντρικό πρόσωπο του συνόλου της διδασκαλίας του, τον Ιησού Χριστό, όπως παρουσιάζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αυτό σημαίνει, πως πέρα από κάθε άλλη έννοια που περιλαμβάνει η θρησκεία αυτή, οι οπαδοί του Χριστιανισμού εστιάζουν την προσοχή τους και έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Αποτελείται κυρίως από την Καθολική Εκκλησία, την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις Προτεσταντικές Εκκλησίες.
Δόγμα
Θεός
Ο Χριστιανισμός ως μονοθεϊστική θρησκεία δέχεται ένα Θεό, που δημιούργησε τον κόσμο "εκ του μη όντος" υποδηλώνοντας έτσι τη διαφορετική ουσία του "όντος" και άκτιστου θεού, από αυτήν του "μη όντος" και κτιστού κόσμου.
Τριαδικότητα
Ταυτόχρονα, ο Χριστιανισμός πρεσβεύει ότι ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, ο Θεός αποκαλύπτει στην πορεία της ιστορίας το τριαδικό του μυστήριο, δηλαδή την ύπαρξη ενός αλλά τρισυπόστατου Θεού (Πατέρα, Υιό, Άγιο Πνεύμα). Υποστηρίζεται πως η Τριαδικότητα είναι εμφανής σε πολλά σημεία των Ιερών Κειμένων αναφερόμενοι σε χωρία όπως «Και είπεν ο θεός ποιήσωμεν άνθρωπον […]» (Γέν. Α’ 26), «Και είπεν ο θεός ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών […]» (Γέν. γ’ 22) που παρουσιάζουν τον Θεό να μιλά για τον εαυτό του στον πληθυντικό ή και άλλα όπως «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19). Κυρίως αυτό το πρόβλημα της ενότητας της μίας θείας φύσης σε τρία Θεία Πρόσωπα αλλά και το Χριστολογικό δόγμα (το πρόβλημα της ένωσης μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού Χριστού και της σχέσης αυτού προς τον θεό Πατέρα), προκάλεσαν οξύτατες διαφωνίες μεταξύ των χριστιανών, και οδήγησαν στη διαμόρφωση διάφορων δοξασιών, όπως ο αρειανισμός, ο δοκητισμός, ο μονοφυσιτισμός κ.ά., που χαρακτηρίζουν ιστορικά ολόκληρη αυτή την περίοδο της αρχαίας Εκκλησίας. Τελικά, το 451 μ.Χ. κατά τη Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η αιώνια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται:
Ο Τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί υπάρχει ένα αίτιο και μια ουσία· και είναι Τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Έτσι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός ακτίστως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Οι ιδιότητες αυτές είναι μεταξύ τους αμεταβίβαστες και ακοινώνητες, δηλαδή δεν τις έχει άλλο πρόσωπο από την Τριάδα.
Ιερά Κείμενα
Τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού ονομάζονται «Αγία Γραφή». Αυτή, αποτελείται από δύο μέρη: Την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά Διαθήκη, αποτελείται από 49 βιβλία διαφόρων συγγραφέων που γράφτηκαν περίπου από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. π.Χ. Η Καινή Διαθήκη, αποτελείται από 27 βιβλία, τα τέσσερα από τα οποία ονομάζονται «Ευαγγέλια» (από το ευάγγελος = άγγελος καλών ειδήσεων), επειδή εστιάζονται στο χαρμόσυνο κατά τους Xριστιανούς μήνυμα της ενανθρώπησης του ίδιου του Θεού. Η ενανθρώπιση αυτή, εκτός του ότι αποτελεί μοναδικό ισχυρισμό ανάμεσα στις θρησκείες για πλησίασμα του Θεού προς τον άνθρωπο αντί για το σύνηθες, της αναζήτησης του ανθρώπου για το Θεό, επιπλέον κατά τα πιστεύω των Χριστιανών, φέρνει το μήνυμα ότι ο διάβολος παύει πλέον να έχει τόσο μερ και του θανάτου. Τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν αποτελούν βιογραφία του Ιησού, αλλά περιέχουν μόνο εκείνα τα σημεία από τη ζωή και τη διδασκαλία του που είναι σημαντικά για τη διάδοση του μηνύματος της ενανθρώπισης. Αυτό τουλάχιστο βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης που αναφέρει ότι «υπήρχαν και άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς που θα χρειάζονταν πολλά βιβλία για να χωρέσουν».
Με μικρές παρεκκλίσεις, η πλειονότητα των μελετητών πιστεύει πως το σύνολο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, έχουν γραφτεί σε διάστημα 50 χρόνων, περίπου από το 50 μ.Χ. έως το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. Για τη συγγραφή των Ευαγγελίων συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ξεκινά από το 65 μ.Χ. περίπου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, κριτικούς ερευνητές που μελετούν τη δομή, τις ομοιότητες, τις διατυπώσεις και ένα πλήθος άλλων στοιχείων που αποτελούν τα Ευαγγέλια, φαίνεται ότι πριν ακόμη τη συγγραφή των Ευαγγελίων, κυκλοφορούσαν εντός της Εκκλησίας για λόγους διδασκαλίας και κατήχησης, γραπτές ενότητες μικρότερου μεγέθους. Στη γλώσσα της θεολογίας, οι προγενέστερες των Ευαγγελίων γραπτές πηγές ορίζονται για ευκολία με το όνομα "Q" από το γερμανικό Quelle (=πηγή). Έτσι, διαπιστώνονται από τους θεωρητικούς, τρία διαφορετικά στάδια στη μετάδοση της προφορικής παράδοσης μέχρι τη σύνταξη του Ευαγγελίου:
α) Ο ιστορικός Ιησούς
β) Ο συλλέκτης (=η Εκκλησία γενικά)
γ) Ο Ευαγγελιστής.
Οι τέσσερις συγγραφείς των Ευαγγελίων είναι οι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης. Οι Ματθαίος και Ιωάννης ισχυρίζονται πως είναι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των όσων γράφουν ως μαθητές του Ιησού, ενώ ο Ευαγγελιστής Μάρκος ήταν συνοδός του μαθητή και αποστόλου Πέτρου και ο Ευαγγελιστής Λουκάς συνοδός του Αποστόλου Παύλου. Επειδή εκτός από τα Ευαγγέλια υπάρχει και αποδοχή της Παλαιάς Διαθήκης ως ξεκίνημα για το Χριστιανισμό, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αντιρρήσεις, όμως η Χριστιανική Εκκλησία δέχεται ότι μεταξύ των δύο Διαθηκών υπάρχει ενότητα. Σε αντίθεση με την σημασία που λαμβάνουν τα ίδια βιβλία αυτά μέσα στην Εβραϊκή Συναγωγή, η Χριστιανική Εκκλησία θεωρεί την Παλαιά Διαθήκη ως ένα είδος εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί μια αυτοτελή ομάδα βιβλίων, αλλά η διδασκαλία του Ιησού είναι αυτή που ενωνει την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, σαν μια εξιστόρηση της προετοιμασίας για τον ερχομό του Μεσσία. Αυτό είναι και το νόημα με το οποίο ενσωματώνει η Χριστιανική Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και εκεί διαφέρει με το νόημα που αυτά λαμβάνουν στη Συναγωγή.
Κανόνας
Το Χριστιανικό σύστημα πίστης ονομάζει Κανονικά Βιβλία ή Κανόνα, το σύνολο των Ιερών κειμένων που περιέχουν την αυθεντική αποστολική παράδοση και πίστη, όπως αυτή βιώθηκε στην πορεία της Εκκλησίας. Ως κριτήριο για τον έλεγχο της αυθεντικότητας της πίστης χρησιμοποίησαν την Αγία Γραφή και την Εκκλησιαστική Ιερή Παράδοση και όσα σχετικά βιβλία εξαιρέθηκαν από τον Κανόνα, ονομάστηκαν Απόκρυφα. Η ονομασία αυτή, προήλθε κυρίως από κύκλους που τα θεωρούσαν σημαντικά, όπου ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική όμως έννοια και ο Κανόνας συντάχθηκε για να αποκλειστούν από την Εκκλησιαστική χρήση, κείμενα του 2ου αιώνα μ.Χ. και μετά, τα οποία θεωρούσαν χωρίς Θεολογικό βάθος, αμφίβολης αξίας και προέλευσης (ψευδεπίγραφα ή νόθα) ή προέρχονταν από συγγραφείς που η Εκκλησία θεωρούσε αιρετικούς όπως ήταν οι γνωστικοί (βλ. γνωστικισμός). Σε πολλά από αυτά τα κείμενα, οι επιρροές είναι έντονες. Για παράδειγμα, οι στίχοι από το απόκρυφο «Ευαγγέλιο του Θωμά» που περιέχει 114 «Λόγια του Ιησού» δείχνουν ήδη ένα διαφορετικό ύφος από τα κανονικά Ευαγγέλια και μια έφεση στην κρυμμένη γνώση:
«Αυτά είναι τα απόκρυφα λόγια που είπε ο Ιησούς ο ζων και κατέγραψε ο Δίδυμος Ιούδας Θωμάς.
1. Και είπε· Όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο.
2. Είπε ο Ιησούς· Αυτός που αναζητά ας μη παύσει να αναζητά έως ότου βρει, και όταν βρει θα εκπλαγεί· και όταν εκπλαγεί θα θαυμάσει και θα κυριαρχήσει επί του παντός. […]»
Με βάση τον ορισμό του γνωστικισμού ως θρησκευτικό φαινόμενο και πνευματικό ρεύμα της ρωμαϊκής εποχής, που επιδίωκε σωτηρία μέσω της γνώσεως, ο γνωστικός χαρακτήρας που περιέχουν τα περισσότερα Λόγια από το Ευαγγέλιο του Θωμά, είναι φανερός. Γενικά, η πρώτη μαρτυρία περί «Κανόνα» εντοπίζεται στο 140 μ.Χ. και είναι αυτή που έκανε ο αιρετικός Μαρκίων στη Ρώμη. Όμως υπάρχουν και παλαιότερες, έμμεσες, όπως στη Β’ Καθολική επιστολή Πέτρου κεφ. γ’, στ. 15 που αναφέρεται σε επιστολές του Απ. Παύλου: «[…] ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος κατά την δοθείσαν αυτώ σοφίαν έγραψεν υμίν, ως και εν πάσαις επιστολαίς λαλών […]». Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του Κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. 'Αθανασίου το 367, στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ.Δ. Τα μη κανονικά ή απόκρυφα βιβλία, διακρίνονται σε απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης.
Εδώ να σημειωθεί πως οι σύγχρονοι μελετητές όπως η «Εταιρεία για τη μελέτη των Απόκρυφων» (AELAC), με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πανεπιστήμια, κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής θεωρούν πιο ορθό τον όρο «Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα» αντί για το «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», καθώς τα κείμενα αυτά παρόλο που αναπαράγουν συνήθως τα φιλολογικά είδη της Καινής Διαθήκης και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται από αυτήν και καλύπτουν όλη την πρώτη Χριστιανική χιλιετία. Οι ειδικοί θεωρούν πως τα βιβλία αυτά, αν και για κάποιους παρουσιάζουν μειονεκτήματα ύφους και αξιοπιστίας στα στοιχεία που δίνουν, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη των τάσεων της εποχής τους. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, μερικά κείμενα από αυτά, η Χριστιανική Εκκλησία δεν τα χαρακτήρισε αιρετικά. Αν και δεν τους απέδιδε τη θεολογική εμβάθυνση των κανονικών κειμένων και έτσι δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της Εκκλησιαστικής ζωής και στα πλαίσια του Κανόνα, ζούσαν ωστόσο ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα. Έτσι, μερικές αφηγήσεις απόκρυφων Χριστιανικών κειμένων χρησιμοποιήθηκαν στην παράδοση της Θείας Λατρείας και στον εμπλουτισμό των στοιχείων της Χριστιανικής τέχνης. Για παράδειγμα, παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκου, κ.ά. προέρχονται από τέτοια κείμενα. Σήμερα, τα απόκρυφα κείμενα, μπορεί εύκολα κάποιος να τα διαβάσει στο διαδίκτυο, σε βιβλιοθήκες ή να τα προμηθευτεί από τα βιβλιοπωλεία. Πολλά από αυτά έχουν κατά καιρούς συγκινήσει συγγραφείς ανά τον κόσμο που έχουν γράψει σημαντικής εμπορικότητας ιστορικά μυθιστορήματα όπως π.χ. το βιβλίο «Κώδικας Da Vinci» του Dan Brown κ.ά.
Σχέση προς τις άλλες θρησκείες
Σύμφωνα με τον διαχωρισμό των θρησκειών με βάση την αντίληψη που έχουν για την έννοια του χρόνου, διακρίνουμε:
α) Τις Θρησκείες του Αιωνίου Νόμου του Κόσμου ή Ανατολικές Θρησκείες
β) Τις Θρησκείες της Ιστορικής Αποκαλύψεως του Θεού ή Αβρααμικές θρησκείες
Για τις θρησκείες του «Αιωνίου Νόμου του Κόσμου», ο κόσμος είναι αιώνιος, χωρίς αρχή ή τέλος και ανανεώνεται ασταμάτητα ακολουθώντας μια διαδοχική εναλλαγή από εμφανίσεις και εξαφανίσεις. Εδώ ανήκουν οι θρησκείες του Iνδουϊσμού, Bουδισμού, Kομφουκιανισμού, Tαοϊσμού. Ο Xριστιανισμός, είναι μία από τις τρεις θρησκείες της «Ιστορικής Αποκαλύψεως του Θεού» οι οποίες είναι ταυτόχρονα και μονοθεϊστικές, δηλ. είναι θεμελιωμένες στη λατρεία του ενός και μόνου θεού. Οι άλλες δύο είναι ο Ιουδαϊσμός και ο Iσλαμισμός. Για τις τρεις αυτές θρησκείες, η χρονική έκταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη δημιουργία και στο τέλος του κόσμου, διαδραματίζεται μία φορά για πάντα και χωρίς δυνατή επανάληψη. Στην πραγματικότητα, η πίστη στον ένα και μοναδικό θεό καθώς και η εβραϊκή αντίληψη περί χρόνου κινούμενου σε γραμμική πορεία, πέρασαν από τον Iουδαϊσμό στον Xριστιανισμό και κατόπιν στον Iσλαμισμό. Για τις θρησκείες αυτές, σε πρώτο πλάνο είναι πάντα η ιστορία. Ενδεικτικό της αντίληψης αυτής είναι πως στα ιερά κείμενα του Iουδαϊσμού, ο λαός καλείται να λατρέψει το θεό όχι για ενέργειες του σε κάποιο αρχέγονο παρελθόν (δημιουργία, κατακλυσμός, συντριβή των δυνάμεων του χάους, κ.λπ.), αλλά για μια συγκεκριμένη επέμβαση, που πίστευαν πως έκανε στο ιστορικό γίγνεσθαι για την προστασία του λαού, κατά την φυγή του από την Αίγυπτο (Έξοδος κ' 2).
Μονοθεϊστικές θρησκείες
Οι τρεις μονοθεϊσμοί, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την εσχατολογία, (όρος που σημαίνει τη σχετική με το τέλος του χρόνου θεολογία) που προκύπτει ακριβώς από αυτήν την γραμμική έννοια του χρόνου. Όμως η διαφοροποίηση τους έγκειται στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν αυτό το θεμελιακό γεγονός. Ο Χριστιανισμός θεωρεί πως ο Μεσσίας για τον όποιο μίλησαν στο παρελθόν οι προφήτες που υπάρχουν και στον Ιουδαϊσμό, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον οποίο θεωρούν θεάνθρωπο, δηλ. τέλειο θεό και τέλειο άνθρωπο και όχι απλά κάποιο πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες. Επιπλέον, ο Χριστιανισμός πρεσβεύει δύο παρουσίες του Μεσσία. Τη μεν Πρώτη Παρουσία με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση, που κατά τα πιστεύω των Χριστιανών ήδη πραγματοποιήθηκαν, και τη Δευτέρα Παρουσία την οποία θα ακολουθήσει η Κρίση της ανθρωπότητας και η αιώνια Βασιλεία του Θεού. Οι δύο άλλοι μονοθεϊσμοί, δέχονται μία μόνο παρουσία του Μεσσία που θα γίνει στο μέλλον, στα έσχατα της ιστορίας. Έτσι, η διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών είναι ότι οι πρώτοι περιμένουν ακόμα τον ερχομό του Μεσσία, ενώ οι δεύτεροι την επάνοδό του. Όσο για τον Ισλαμισμό, αναγνωρίζει τον Ιησού ως προφήτη, αλλά μένει αδιάφορος για τις έννοιες της Τριάδας και της Ενσάρκωσης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής αποκάλυψης.
Ιστορία
Ίδρυση - Διδασκαλία
Από τους αρχαίους χρόνους ως και σήμερα, η χώρα στην οποία γεννήθηκε, έζησε και δίδαξε το κεντρικό πρόσωπο του χριστιανισμού, Ιησούς Χριστός, ονομάζεται Παλαιστίνη. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ενώ έζησε και μεγάλωσε στο χωριό Ναζαρέτ, περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκεται η ομώνυμη πόλη, 140 χιλιόμετρα βόρεια τής Ιερουσαλήμ. Ήταν Εβραϊκής καταγωγής και κήρυξε το μήνυμα του στην ευρύτερη περιοχή της Γαλιλαίας, που μαζί με την Ιουδαία, υπήρξε το θέατρο της δράσης του (Ναζαρέτ, Κανά, Τιβεριάδα, Καπερναούμ κ.λπ.). Σε μια εποχή που σύμφωνα με τις αρχαίες εσχατολογικές προσδοκίες για την έλευση του Μεσσία, ο λαός του Ισραήλ ήλπιζε πως στη δουλεία του υπό τη Ρώμη θα έβαζε τέλος κάποια θεία επέμβαση, ο Ιησούς Χριστός δίδασκε τους οπαδούς του να αγαπούν το Θεό με όλο τους το είναι και να νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους όπως ακριβώς για τους εαυτούς τους. Το όνομα «Χριστός», είναι η μετάφραση στα ελληνικά της εβραϊκής λέξης «Μασιάχ», που σημαίνει Μεσσίας και έχει συνδεθεί με το «Ιησούς» δηλ. αυτός που έχει το χρίσμα, ο εκλεκτός τού θεού, ο κεχρισμένος. Οι μαθητές του πάντως, τον αναγνώριζαν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, τον Χριστό. («Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν· ο εστίν μεθερμηνευόμενον Χριστός·» Ιωάν. β΄, 42).
Οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού από τη Ναζαρέτ δεν ονόμαζαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, ενώ οι Ιουδαίοι τους έλεγαν Ναζωραίους («…της των Ναζωραίων αιρέσεως» Πράξ. κδ' 5). Αυτό άλλαξε σύντομα και στην πόλη Αντιόχεια της Συρίας που υπήρξε ένα από τα πρώτα κέντρα του Χριστιανισμού, οι οπαδοί του Χριστού ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί» («Εγένετο δε αυτούς και ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τή εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς.» Πράξ. ια' 26). Στα ίδια τα Ευαγγέλια δεν φαίνεται ότι οι οπαδοί του Ιησού ήταν τόσο θερμοί όσο εκείνος ζούσε και δίδασκε. Μάλιστα μαρτυρείται πως στη δύσκολη στιγμή της σύλληψης του Διδασκάλου τους από τους Εβραίους με την κατηγορία της διακήρυξης ισοθεΐας, οι μαθητές διασκορπίσθηκαν αρνούμενοι κάθε σχέση μαζί του. Παραδόξως, αυτή η κατάσταση μεταβλήθηκε μετά το μαρτυρικό θάνατο του Ιησού επάνω σε σταυρό. Καθώς τα Ευαγγέλια αναφέρουν πως ο Ιησούς μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε νικώντας τον θάνατο και εμφανίστηκε αρκετές φορές στους μαθητές του, εκείνοι παρουσιάζονται να αλλάζουν εντελώς συμπεριφορά και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν προκειμένου να κηρύξουν την διδασκαλία και την ανάσταση του Ιησού. Το πνεύμα αυτό φαίνεται να διατηρήθηκε και αργότερα όπου πολλοί χριστιανοί κατά τις μαρτυρίες λατίνων ιστορικών θανατώθηκαν μη δεχόμενοι να αλλάξουν έστω και κατ’ επίφαση τα πιστεύω τους.
Γενικά ο Χριστιανισμός δέχεται πως το κέντρο της πίστεώς του είναι η Ανάσταση του Ιησού και μάλιστα ως ιστορικό γεγονός καθώς «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» Α’ Κορινθ., ιε’, 17 (Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, η πίστη σας είναι μάταιη). Για τους Χριστιανούς, κάθε διαχωρισμός της ηθικής διδασκαλίας από το υπερφυσικό περιεχόμενο είναι μη αποδεκτός. Ισχυρίζονται πως δεν πρόκειται για ένα ακόμη κοινωνικό κίνημα, αλλά για συνδυασμό ηθικής διδασκαλίας και υπερφυσικών γεγονότων που αναφέρονται στον άνθρωπο συνολικά, κατανοώντας όχι μόνο τα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει στο κοινωνικό και διαπροσωπικό επίπεδο αλλά και τις οντολογικές ανησυχίες του σε θέματα όπως το πρόβλημα του κακού, η φθορά και ο θάνατος.
Ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα
Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο του 2005, το 81% των Ελλήνων πολιτών πιστεύουν πως υπάρχει Θεός, το 16% πιστεύει στην ύπαρξη κάποιου είδους πνευματικής δύναμης, ενώ το 3% δεν πιστεύει στην ύπαρξη κάποιου είδους Θεού ή πνευματικής δύναμης.[1] Σύμφωνα με μία πιο πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη τον Απρίλιο του 2011 από την Κάπα Research ύστερα από παραγγελία της εφημερίδας Το Βήμα, ρωτώντας τους Έλληνες αν πιστεύουν στον Θεό ή όχι, το 56,3% απάντησε "ναι", το 20% "μάλλον ναι", ενώ το 7,7% των ερωτηθέντων απάντησε "μάλλον όχι" και 13% "όχι".[2]. Παρ'όλα αυτά το 97% των κατοίκων της Ελλάδας αυτοπροσδιορίζονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Στην Ελλάδα κατοχυρώνεται συνταγματικά το δικαίωμα της θρησκευτικής ανοχής και ελευθερίας στο Άρθρο 13 του Συντάγματος.[3]
Παρόλα αυτά, στην επικεφαλίδα του Συντάγματος γίνεται επίκληση "εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος", και η θρησκεία της "Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού" αναγνωρίζεται ως "επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα" στο Άρθρο 3 του Συντάγματος.[4] Στην 1η παράγραφο του ίδιου άρθρου, το Σύνταγμα ρυθμίζει τις εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ της "Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Xριστό" και της "Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης", ενώ η 3η παράγραφος του ίδιου άρθρου απαγορεύει την μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς την έγκριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[4]
Παραπομπές
↑ Eurobarometer on Social Values, Science and technology 2005 - page 11 (PDF). Ανακτήθηκε στις 2007-05-05.
↑ To Βήμα - Πιστεύουμε αλλά δεν εκκλησιαζόμαστε
↑ Άρθρο 13, Σύνταγμα της Ελλάδας
↑ 4,0 4,1 Άρθρο 3, Σύνταγμα της Ελλάδας
Βιβλιογραφία
Ματσούκα Νικολάου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ»
Τόμος Α, (Θεσ/νίκη 2000)
Τόμος Β, (Θεσ/νίκη 1992)
Τόμος Γ, (Θεσ/νίκη 2001)
Ξεξάκη Νικολάου, «Προλεγόμενα Εις Την Ορθόδοξον Δογματικήν», (Αθήνα 2000)
Ματσούκα Νικολάου, «Το Πρόβλημα Του Κακού», εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» (Θεσ/νίκη 1992)
Κωνσταντίνου Μιλτιάδης «Παλαιά Διαθήκη: Μυθολογία των Εβραιών ή Βίβλος της Εκκλησιάς;», εκδ. «Αποστολική Διακονία»
Βασιλειάδη Πέτρου, «Μελέτες Βιβλικής Κριτικής», εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» (Θεσ/νίκη 1998)
1. «Πισω από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο»
2. «Προλεγόμενα στις Σχέσεις ανάμεσα στο κατά Μάρκον και Q»
3. «Αρχική Διάταξη της Q»
4. «Πράξεις και Q»
Σ. Αγουρίδη, «Δοκίμια στις ρίζες του Χριστιανισμού», εκδ. «ΕΝΝΟΙΑ», (Αθήνα 2005)
Επισκόπου Ευθυμίου Στύλιου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», εκδ. «Αποστολική Διακονία»
Ι. Καραββιδόπουλου, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» (Θεσ/νίκη 1998)
Σ. Αγουρίδη, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΗ» (Αθήνα 1991)
Γ. Πατρώνου, «Η Ιστορική Πορεία του Ιησού», εκδ. «Δόμος» (Αθήνα 1998)
Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. «Ο Σωτήρ», έκδοσις 3η (Αθήνα 1983)
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ»
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ»
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ»
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ»
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ»
Χέλμουθ ντε Γλάζεναπ, «Παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών», εκδ. «ΒΙΒΛΙΟΑΘΗΝΑΪΚΗ»
Ward Mc Afee, «Tα Πέντε Μεγάλα Ζωντανά θρησκεύματα», εκδ. «ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ», (Αθήνα 2001)
«Θρησκειολογικό λεξικό», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
Σ. Αγουρίδη, «Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης», Δ΄έκδοση, εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» (Θεσ/νίκη 1985)
Ι. Καραββιδόπουλου, «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» Τόμος Α΄, εκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» (Θεσ/νίκη 1999)
ηλ. Εγκυκλοπαίδεια «Britannica» 2004 Deluxe
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής
Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία
Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος
Αγγλικανική Εκκλησία
Μάρτυρες του Ιεχωβά
Δημήτρης Σαραντάκος: «Η Διαμόρφωση του Πρώιμου Χριστιανισμού κατά τον Δεύτερον Αιώνα»
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License