.
Καινή Διαθήκη ονομάζεται το δεύτερο μέρος της Ιερής γραμματείας ή Ιερών Κειμένων των Χριστιανών. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν την Αγία Γραφή των Χριστιανών· μάλιστα στην Καινή Διαθήκη περιλαμβάνονται περίπου 153 παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη[1]. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από πολλούς συντάκτες μέσα σε μια χρονική περίοδο 50 περίπου ετών (Η Παλαιά και η Καινή σε περίπου 11 αιώνες[2]). Οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν σταδιακά τα κείμενα αυτά σε ένα σώμα, μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού, ώστε να ενισχυθεί το έργο της διάδοσης του μηνύματός του στον κόσμο. Επίσης, με το έργο αυτό θέλησαν να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές χωρίς αλλοιώσεις, τις πληροφορίες για όσα είδαν και άκουσαν. Η πλειονότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν εξ αρχής στα αρχαία ελληνικά.
Από «Χριστιανικές (Ελληνικές) Γραφές» αντί της παραδοσιακής χριστιανικής ονοματοδοσίας «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη» αντίστοιχα.[3]
Περιεχόμενο
Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά είδη βιβλίων:
Τα τέσσερα Ευαγγέλια: δίνουν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού και λίγες πληροφορίες για τη ζωή του, όσες ήταν απαραίτητες ώστε να γίνει πιο κατανοητό το μήνυμα της διδασκαλίας του. Πιστεύεται ότι έχουν γραφτεί από τέσσερις πιστούς χριστιανούς: Δύο από τους δώδεκα πρώτους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Ιησού, Ματθαίο και Ιωάννη και τους αυτήκοους μάρτυρες των μαθητών του, Μάρκο και Λουκά. Τα βιβλία αυτά καταγράφηκαν μεταξύ του 60 και του 110 μ.Χ..
Τις Πράξεις των αποστόλων: Μετά από την ανάσταση και ανάληψη του Ιησού, οι πιστοί ενώθηκαν και δημιούργησαν την «εκκλησία», ως οργανωμένη κοινωνία πιστών. Η πρώιμη ιστορία της εκκλησίας και των αποστόλων της περιγράφεται στο βιβλίο «Πράξεις των Αποστόλων» που έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες:[4]
Τις Πράξεις του Πέτρου
Τις Πράξεις του Παύλου
Ο Πέτρος ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του Ιησού ενώ ο Παύλος ήταν απόστολος στον μη εβραϊκό κόσμο, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Τις Επιστολές: Από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα 21 έχουν την μορφή των επιστολών. Οι 14 από αυτές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Μέσω αυτών απευθύνθηκε στους πιστούς διδάσκοντας το λόγο του Ιησού, δίνοντας λύσεις στα τοπικά προβλήματα των εκκλησιών και συμβουλές για το πως να ζήσουν μια χριστιανική ζωή.
Την Αποκάλυψη: Το βιβλίο αυτό είναι γνωστό ως Αποκάλυψη του Ιωάννη, εξαιτίας της πίστης ότι γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το περιεχόμενό του ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να κρατήσουν την πίστη τους παρόλες τις δυσκολίες που θα συναντήσουν, δίνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα ελπίδας.
Τι είναι η Καινή Διαθήκη
Η έκφραση «Καινή Διαθήκη», σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος κατά τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών και την παράδοση που διασώζει ο Απόστολος Παύλος, τη βραδιά του Μυστικού δείπνου είπε: «Τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26, 28, Μαρκ. 14, 24, Λουκ. 22, 20, Α΄ Κορ. 11, 25), δηλώνοντας έτσι μια νέα περίοδο της θείας οικονομίας.
Τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».
Ο όρος «Καινή Διαθήκη», προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τα βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως «Γραφή». Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση των χριστιανών ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. 1, 2)[5]. Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».
Η Καινή Διαθήκη που αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, καθιερώθηκε με την τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τα βιβλία που την αποτελούν είναι:
Τα τέσσερα Ευαγγέλια: 1. κατά Ματθαίον, 2. κατά Μάρκον, 3. κατά Λουκάν και 4. κατά Ιωάννην (τα τρία πρώτα ονομάζονται και Συνοπτικά, ενώ του Ιωάννη αποκαλείται και Πνευματικό Ευαγγέλιο).
Οι Πράξεις των Αποστόλων.[4]
Οι Καθολικές επιστολές: 1. Α΄ Πέτρου, 2. Β΄ Πέτρου 3. Α΄ Ιωάννου, 4. Β΄ Ιωάννου, 5. Γ΄ Ιωάννου, 6. Ιακώβου και 7. Επιστολή Ιούδα[6].
Οι επιστολές του Παύλου: 1. προς Ρωμαίους, 2. Α΄ προς Κορινθίους, 3. Β΄ προς Κορινθίους, 4. προς Γαλάτες, 5. προς Εφεσίους, 6. προς Φιλιππησίους, 7. προς Κολοσσαείς, 8. Α΄ προς Θεσσαλονικείς, 9. Β΄ προς Θεσσαλονικείς, 10. Α΄ προς Τιμόθεο, 11. Β΄ προς Τιμόθεο, 12. προς Τίτον, 13. προς Φιλήμονα, 14. προς Εβραίους[7].
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη.[8]
Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης
Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» (Παλαιά Διαθήκη), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες (2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 1:20).
Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη λατρεία, ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης[9].
Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η Επιστολή Βαρνάβα και η Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ώς τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «Γέγραπται». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των αποστόλων, των μαθητών των αποστόλων και των προφητών δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων[10]. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».[11]
Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος τόπος», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους Ιουδαίους, με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον Ιησού Χριστό[12].
Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Ιστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας[13]. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας.
Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής φιλολογίας που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος Ειρηναίος της Λυών (Λουγδούνου) στις αρχές του 3ου αιώνα, αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος 200[14]. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της Αποκάλυψης παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα, ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά εκκλησιαστικών συνόδων.[15]
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο κανών προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα «απόκρυφα» ή «ακανόνιστα»[16]
«Τοσαύτα και τα της Καινής Διαθήκης βιβλία τα γε κανονιζόμενα, και της πίστεως ημών οιονεί ακροθίνια ή άγκυραι και ερείσματα» («Σύνοψις» [επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης], PG 28, 293)
και
«βιβλία τούτων έξωθεν, ού κανόνιζόμενα» (39η «Εορταστική Επιστολή», 75)
Επίσης, στο έργο του Περί Νικαίας (352), αναφερόμενος στον Ποιμένα του Ερμά, τον εξαιρεί από τον Κανόνα γράφοντας:
«εν δέ τω Ποιμένι γέγραπται, επειδή και τούτο καίτοι μη όν εκ του κανόνος» (Περί Νικαίας, 17,3)
Εκείνη την περίοδο, στην Τοπική Σύνοδο της Λαοδίκειας του 363 γίνεται αναφορά στα «κανονικὰ [βιβλία] τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης» και παρατίθεται η λίστα (κανών) αυτών των κανονικών βιβλίων:
«Κανὼν ΝΘ΄ Ὅτι οὐ δεῖ ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.
Κανὼν Ξ΄ Ὅσα δεῖ βιβλία ἀναγινώσκεσθαι [...] τῆς Καινῆς Διαθήκης ταῦτα· Εὐαγγέλια τέσσαρα, κατὰ Ματθαῖον, κατὰ Μάρκον, κατὰ Λουκᾶν, κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις Ἀποστόλων· Ἐπιστολαὶ καθολικαὶ ἑπτά, Ἰακώβου μία, Πέτρου δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰούδα μία· Ἐπιστολαὶ Παύλου δεκατέσσαρες· πρὸς Ρωμαίους μία, πρὸς Κορινθίους δύο, πρὸς Γαλάτας μία, πρὸς Ἐφεσίους μία, πρὸς Φιλιππησίους μία, πρὸς Κολοσσαεῖς μία, πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, πρὸς Ἑβραίους μία, πρὸς Τιμόθεον δύο, πρὸς Τίτον μία, καὶ πρὸς Φιλήμονα μία». —Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου 59 και 60
Εντούτοις, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτή η λίστα Γραφικών βιβλίων (Κανόνας Ξ΄) είχε περιληφθεί μαζί με τους υπόλοιπους κανόνες ή αν αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη[17].
Με τον κανόνα της Λαοδίκειας ταυτίζεται, εκτός από το βιβλίο της Αποκάλυψης, η 39η Εορταστική Επιστολή του Αθανάσιου το 367 η οποία απαριθμεί και τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Η Σύνοδος της Ιππώνος (393) και λίγο αργότερα η Σύνοδος της Καρχηδόνας το 397 εξέδωσαν τον ίδιο κατάλογο κανονικών βιβλίων. Εντούτοις κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν δεν έγινε αποδεκτός ο κανόνας αυτός από όλους μέσα στη χριστιανική εκκλησία.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η 39η επιστολή που αποτελεί και κανόνα της Εκκλησίας, επικυρώθηκε από τη Σύνοδο της Καρθαγένης (419):
«Της Νέας Διαθήκης Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων τών Αποστόλων βίβλος μία, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρεις, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα Αποστόλου μία, Αποκαλύψεως Ιωάννου βίβλος μία.» — (Κανών κδ΄ της εν Καρθαγένη Συνόδου[18])
Το 405 ο Πάπας Ιννοκέντιος Α΄ σε επιστολή που έστειλε από τη Ρώμη προς τον επίσκοπο Εξιπερί της Τουλούζης (Exsuperius of Toulouse) κατονομάζει τα βιβλία που θεωρούνται έκτοτε κανονικά.
Τους κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης, επικύρωσε ο Κανών β’[19] της Εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το 691.
Βεβαίως, ενώ οι εκκλησιαστικοί πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, η Αιθιοπική (Αβυσσινιακή) Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 35 (ή 38) βιβλία αντί των 27.
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά την διακύμανση ως προς την αναγνώριση της κανονικότητας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Βιβλίο Μαρκίων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.) Ειρηναίος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.) Μουρατοριανός Κανόνας
(τέλη 2ου αι. μ.Χ.) Τερτυλλιανός (150-220 μ.Χ.) Αρχαία Συριακή μετάφραση
(Old Syriac)
2ος αι. μ.Χ.[20]
ή κατ' άλλους,
Πεσίτα,
4ος/5ος αι. μ.Χ. [21]
Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) Ιππόλυτος Ρώμης (200-225 μ.Χ.) Ευσέβιος ο Καισαρείας (325-340 μ.Χ.) Σιναϊτικός κώδικας (4ος αι. μ.Χ.) Μ. Αθανάσιος (367 μ.Χ.)
1. Κατά Ματθαίον Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
2. Κατά Μάρκον Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
3. Κατά Λουκάν Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
4. Κατά Ιωάννην Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
5. Πράξεις Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
6. Προς Ρωμαίους Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
7. Προς Κορινθίους Α' Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
8. Προς Κορινθίους Β' Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
9. Προς Γαλάτας Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
10. Προς Εφεσίους Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
11. Προς Φιλιππησίους Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
12. Προς Κολοσσαείς Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
13. Προς Θεσσαλονικείς Α΄ Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
14. Προς Θεσσαλονικείς Β΄ Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
15. Προς Τιμόθεον Α΄ Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
16. Προς Τιμόθεον Β΄ Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
17. Προς Τίτον Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
18. Προς Φιλήμονα Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό
19. Προς Εβραίους Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Κανονικό Αμφισβητ. Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό
20. Ιακώβου Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Κανονικό Αμφισβητ. Εκτός Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
21. Πέτρου Α΄ Εκτός Κανονικό Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
22. Πέτρου Β΄ Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Αμφισβητ. Κανονικό Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
23. Ιωάννου Α΄ Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό Κανονικό
24. Ιωάννου Β΄ Εκτός Κανονικό Κανονικό Εκτός Εκτός Αμφισβητ. Εκτός Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
25. Ιωάννου Γ΄ Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Αμφισβητ. Εκτός Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
26. Ιούδα Εκτός Εκτός Κανονικό Κανονικό Εκτός Αμφισβητ. Εκτός Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
27. Αποκάλυψις Ιωάννου Εκτός Κανονικό Κανονικό Κανονικό Εκτός Κανονικό Κανονικό Αμφισβητ. Κανονικό Κανονικό
Ποιμήν Ερμά Εκτός Κανονικό Εκτός Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός
Επ. Βαρνάβα Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός
Διδαχή των 12 Αποστ. Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός
Αποκάλυψις Πέτρου Εκτός Εκτός Κανονικό Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός
Α' Κλήμεντος Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός Αμφισβητ. Εκτός Εκτός Εκτός Εκτός
Η ελληνική ως γλώσσα της Καινής Διαθήκης
Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στην παλαιστινη κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Ισραηλινού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα «Λόγια του Ιησού» και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το παλαιστινιακό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.
Οι ελληνιστές ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους Εβδομήκοντα αποτέλεσε γι' αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα. Κατ' αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.[2]
Το είδος της ελληνικής που χρησιμοποιήθηκε
Η ελληνική γλώσσα που συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η κλασική αττική γλώσσα. Επειδή μάλιστα επικρατούν πολλές ασυνήθιστες και άγνωστες στην αρχαία ελληνική λέξεις και εκφράσεις, πριν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πίστευαν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη «ιερή» γλώσσα, που την ονόμαζαν «βιβλική ελληνική».
Από τότε όμως που νέοι πάπυροι της ελληνιστικής εποχής βρέθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα και οι ερευνητές μελέτησαν τη γλώσσα των κειμένων αυτών που προέρχονταν από την καθημερινή ζωή (ιδιωτικές επιστολές, συμφωνητικά κ.ά), διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η «κοινή» ελληνιστική, η γλώσσα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων που αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και της οποίας συνέχεια είναι η νέα ελληνική.[22][23]
Κάποια γενικά χαρακτηριστικά της κοινής ελληνιστικής είναι:
Η απλούστερη σύνταξη σε σχέση με την αττική γλώσσα
Η απλούστερη γραμματική
Η αλλαγή περιεχομένου σε παλιές λέξεις της κλασικής εποχής
Η πρόσληψη και ενσωμάτωση στοιχείων από άλλες γλώσσες ( αραμαΐκες λέξεις, σημιτικές εκφράσεις, λατινικές λέξεις)
Την ελληνιστική κοινή είχε διαδώσει ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του στα πέρατα της «οικουμένης». Σ' αυτήν είχε ήδη μεταφραστεί και η Παλαιά Διαθήκη. Η «κοινή» ήταν μια γλώσσα απλή, καθαρά ελληνική, και επιπλέον είχε την δυνατότητα να εκφράσει αφηρημένες έννοιες και να δημιουργήσει νέες και σύνθετες λέξεις και παρά το σημιτικό υπόβαθρο των ιερών κειμένων ή των συγγραφέων τους, υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη ελληνικές λέξεις προς έκφραση οποιασδήποτε έννοιας.[22]
Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης
Είναι αλήθεια πως το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα. Αν και κάποια από αυτά μας οδηγούν αρκετά κοντά στη συγγραφή των αυθεντικών, ό,τι υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.[24]
Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Βεβαίως, κι αυτοί υπόκεινταν στο ανθρώπινο λάθος. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.[24]
Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι αντιγραφείς που αναλάμβαναν να βελτιώσουν την ατελή γραμματική μερικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, να προσθέσουν επεξηγήσεις όταν κάτι φαινόταν πως απαιτούσε αποσαφήνιση ή να εισαγάγουν κάποιες αλλαγές έτσι ώστε να κερδίσουν κάποια μάχη που δινόταν στα χρόνια τους. Πολλοί αντιγραφείς εμπιστεύονταν, περιστασιακά, περισσότερο τη μνήμη τους παρά την όρασή τους, γράφοντας αυτό που θυμόντουσαν και όχι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Παρόλο λοιπόν που οι αντιγραφείς αυτοί πίστευαν πως τα κείμενα που αντέγραφαν ήταν ο λόγος του Θεού, μας κληροδότησαν ένα πλήθος από παραλλαγές και παραφθορές του κειμένου της Καινής Διαθήκης.[24]
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τον μεγάλο μόχθο για την έρευνα, σύγκριση και αποκατάσταση των αρχαίων χειρογράφων ώστε να φτάσουμε όσο είναι ανθρώπινα δυνατό στο αρχικό κείμενο των ευαγγελιστών και επιστολογράφων, ανέλαβαν ερευνητές, που η ειδικότητα τους είναι γνωστή ως «Κριτική του κειμένου». Οι ερευνητές αυτοί, κατά τη διάρκεια του έργου τους, έπρεπε να μελετήσουν μαρτυρίες χιλιάδων χειρογράφων από τον 2ο ώς τον 15ο αιώνα, να αξιολογήσουν το υλικό, να ταχθούν υπέρ ή ενάντια αυτής ή της άλλης λέξης, υπέρ της μιας ή της άλλης φράσης, υπέρ της κρίσης μιας περικοπής ως αυθεντικής ή ως μεταγενέστερης προσθήκης.[24]
Το σημερινό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι προϊόν όλων αυτών των συντονισμένων προσπαθειών από αναγνωρισμένους και αξιοσέβαστους ειδικούς στον κλάδο τους. Παρά το γεγονός ότι και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επιδρομές διαφόρων λαών εξαφάνισαν τα βιβλικά χειρόγραφα από αρκετές περιοχές της χριστιανοσύνης, σώθηκαν μέχρι σήμερα πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000, στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως πρόκειται για παραλλαγές ασήμαντες όσον αφορά το νόημα και την ουσία του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τεράστιος αριθμός χειρογράφων και παραθέσεων χωρίων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μας επιτρέπει να έχουμε ένα κείμενο κατά πολύ ανώτερο απέναντι στις περισσότερες σχεδόν νεώτερες φιλολογικές συνθέσεις.[24]
Το κείμενο της 27ης έκδ. «Nestle-Aland» και 4ης έκδ. της «Greek New Testament», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικουμενικά αποδεκτό κείμενο, αφού απ' αυτό διδάσκονται οι φοιτητές την ερμηνεία στα Πανεπιστήμια του κόσμου και απ' αυτό γίνονται οι μεταφράσεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους.[25]
Επίσης, η έκδοση του Maurice Robinson, με τίτλο The New Testament in the Original Greek: Byzantine Text Form of 2018, συγκεντρώνει τα περισσότερα χειρόγραφα, δίνοντας ένα κείμενο σχεδόν πανομοιότυπο με το Πατριαρχικό κείμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης του 1904/12.
Το κείμενο της Κ.Δ. που βρέθηκε σε χειρόγραφα μέχρι και τον 3ο αιώνα
Τα ευρήματα δείχνουν ότι πάνω από το μισό κείμενο της Καινής Διαθήκης, βρέθηκε σε χειρόγραφα που χρονολογούνται[26] μέχρι και τον 3ο μ.Χ. αιώνα:
Βιβλίο Σύνολο εδαφίων που περιέχει το βιβλίο Σύνολο εδαφίων που βρέθηκαν σε χειρόγραφα μέχρι το 300 μ.Χ. Ποσοστό περιεχομένου που βρέθηκε % Χρονολόγηση αρχαιότερου χειρογράφου Ονομασία του αρχαιότερου χειρογράφου
Κατά Ματθαίον 1071 148 13,82 γύρω στα 200 μ.Χ. p64
Κατά Μάρκον 678 250 36,87 γύρω στα 200 μ.Χ. p45
Κατά Λουκάν 1151 829 72,02 γύρω στα 200 μ.Χ. p45
Κατά Ιωάννην 879 842 95,79 γύρω στα 125 μ.Χ. p52
Πράξεις 1007 530 52,63 γύρω στα 200 μ.Χ. p45
Προς Ρωμαίους 433 295 68,13 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Κορινθίους Αʹ 437 435 99,54 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Κορινθίους Βʹ 257 257 100 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Γαλάτας 149 149 100 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Εφεσίους 155 154 99,35 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Φιλιππησίους 104 104 100 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Κολοσσαείς 95 95 100 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Θεσσαλονικείς Αʹ 89 46 51,69 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Προς Θεσσαλονικείς Βʹ 47 6 12,77 3ος αιώνας p30
Προς Τιμόθεον Αʹ 113 0 0
Προς Τιμόθεον Βʹ 83 0 0
Προς Τίτον 46 11 23,91 γύρω στα 200 μ.Χ. p32
Προς Φιλήμονα 25 5 20 3ος αιώνας p87
Προς Εβραίους 303 303 100 γύρω στα 200 μ.Χ. p46
Ιακώβου 108 24 22,22 αρχές 3ου αιώνα p23
Πέτρου Αʹ 105 105 100 τέλη 3ου αιώνα p72
Πέτρου Βʹ 61 61 100 τέλη 3ου αιώνα p72
Ιωάννου Αʹ 105 6 5,71 3ος αιώνας p9
Ιωάννου Βʹ 13 0 0
Ιωάννου Γʹ 14 0 0
Ιούδα 25 25 100 τέλη 3ου αιώνα p72
Αποκάλυψις Ιωάννου 404 128 31,68 3ος αιώνας p47
ΣΥΝΟΛΑ 7957 4318 54,27 %
Δείτε επίσης
Αγία Γραφή
Μεταφράσεις της Αγίας Γραφής
Απόκρυφα
Βιβλία της Αγίας Γραφής
Βιβλικός κανόνας
Δευτεροκανονικά βιβλία
Ιουδαϊσμός
Κυριότεροι Κώδικες των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών
Παλαιά Διαθήκη
Χριστιανισμός
Η Βίβλος online
Παραπομπές
William F. Beck, The New Testament in the Language of Today, Revised ed., Concordia Publishing House, 1967, σελ. x.
«Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές — ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς». wol.jw.org. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
Για παράδειγμα, σε σελίδα του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Ουάσινγκτον, αναφέρεται: «Εκείνοι που είναι ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με την Ιουδαϊκή προέλευση της Εβραϊκής Βίβλου χρησιμοποιούν τους όρους «Εβραϊκές Γραφές» και «Χριστιανικές Γραφές» αντί των παραδοσιακών Χριστιανικών ονομασιών «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη»».
«ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ- ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Νοεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». (New Dictionary of Biblical Theology, 2001)
«There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». (New Bible Dictionary, 1982.
Trobisch, David (2000). The First Edition of the New Testament. New York: Oxford University Press. σελίδες 43–44. ISBN 0-19-511240-7.
Βλέπε το έργο Διάλογος προς Τρύφωνα του Ιουστίνου Μάρτυρα (περ. 165). Αυτή η ιδέα φαίνεται και στο έργο Περί Πάσχα του Μελίτωνα Σάρδεων (περ. 170), όπου αναφέρεται για παράδειγμα: «Καὶ γὰρ ὁ Νόμος Λόγος ἐγένετο καὶ ὁ παλαιὸς καινός͵ συνεξελθὼν ἐκ Σιὼν καὶ Ἰερουσαλήμ καὶ ἡ ἐντολὴ χάρις͵ καὶ ὁ τύπος ἀλήθεια».
The Canon of the New Testament, Bruce M. Metzger, 1987, Oxford University Press, σελ. 1-7.
«The boundaries of the New Testament canon had been fixed in preliminary way around the year 200». (A Short History of Christian Doctrine, Bernhard Lohse, 1985, Fortress Press, σελ. 28)
Kloppenberg, John S.; Newman, Judith H., επιμ. (2012). «The New Testament in Light of Book Publishing in Antiquitiy». Editing the Bible: Assessing the Task Past and Present. Resources for Biblical Study. 69. Atlanta, GA: Society of Biblical Literature, σσ. 161–170. ISBN 978-1-58983-648-8.
Ο Μπρους Μέτζγκερ (Bruce M. Metzger) ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πρίνσετον, μέλος του συμβουλίου της Αμερικανικής Βιβλικής Εταιρίας (American Bible Society) και συνεκδότης του κειμένου της Καινής Διαθήκης των Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών (United Bible Societies), αναφέρει:
«Το 367 ο Αθανάσιος τον όρο «κανών» προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής προσδιόρισε ποια βιβλία είναι στην πραγματικότητα τα κανονικά βιβλία (βιβλία κανονιζόμενα) σε αντίθεση με τα απόκρυφα (Εορτ. Επιστ. 39)· αυτή είναι η παλιότερη κατάταξη σε κατάλογο των είκοσι εφτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Η χρήση της λέξης κανών για ολόκληρη την συλλογή εμφανίζεται αργότερα, με πιο ξεκάθαρη περίπτωση σε ποίημα Iambi ad Seleucum (Ίαμβος Προς Σέλευκον) που γράφτηκε το γύρω 380 μ.Χ. από τον Αμφιλόχιο, επίσκοπο Ικονίου. Όταν τελειώνει με την απαρίθμηση των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δηλώνει: «Αυτός είναι πιθανόν ο πιο αξιόπιστος κανόνας των θεόπνευστων γραφών» (κανὼν [...] τῶν θεοπνεύστων γραφῶν). Η έκφραση κανὼν τῆς καινῆς διαθήκης εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Αποκριτικό (iv. 10) του Μακάριου του Μέγα, μια απολογία που γράφτηκε γύρω στο 400 μ.Χ.»
«Πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι νωρίτερα, τουλάχιστον ως το 350 μ.Χ., ο ο Αθανάσιος διαχώριζε τα θεόπνευστα βιβλία από τα κανονικά βιβλία. Αρκετές φορές παρέθεσε από συγκεκριμένα βιβλία που θεωρούσε θεόπνευστα αλλά τα οποία αργότερα απέκλεισε από την Εορταστική Επιστολή του 367· αυτά περιλάμβαναν το Γ' Έσδρας (Α' Έσδρας) και τον Ποιμένα του Ερμά. Βλέπε Jean Ruwet, Le Canon Alexandrin des Ecritures; Saint Athanase, Biblica xxxiii [1952], σελ. 1-29».
The Canon of the New Testament: Its Origin, Development, and Significance (Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης: Η Προέλευση, η Ανάπτυξη και η Σημασία), 1997, σελ. 210, 211, 292
Η θεολογική εγκυκλοπαίδεια The Anchor Bible Dictionary, διευκρινίζει:
"In reference to the NT, the term "canon" calls special attention both to its form, that is, a fixed collection of precisely 27 early Christian documents, and to its function, that is, literature that is normative for the faith and life of the Christian community. Both of these connotations belonged to the Greek word κανών: from its fundamental sense, "a tool for measurement," there arose the extended meanings "list", "catalog" (probably derived from the series of calibrations on a measuring tool), and also "norm", "standard". When the term began in the 4th century to be applied to Christian writings it was with the sense of "list": a document was said to be "in the canon" or "canonical" if it was "on the list" of those writings which were read, or were permitted to be read, in Christian assemblies of worship. The word "canon" had previously been used in Christian as in secular circles also in the sense of "norm" or "standard", and though this was not its initial meaning in reference to Christian writings, it followed close behind, since those writings which were used for liturgical reading were certainly regarded as authoritative.
The Anchor Bible Dictionary, Freedman, David Noel, ed., New York: Doubleday, 1997, 1992, λήμμα "Canon", τομ. 1, σελ. 852
Με την παραπάνω άποψη διαφωνούν οι καθηγητές Καραβιδόπουλος (συνεκδότης του κριτικού κειμένου της Καινής Διαθήκης των Nestle-Aland 27ης έκδ.) και Μπρατσιώτης:
«Ας σημειωθεί ότι πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο «κανών» προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Και ο Αμφιλόχιος Ικονίου κλείνει την απαρίθμηση των βιβλίων τής Γραφής μέ τή φράση «ούτος αψευδέστατος κανών αν είδη των θεοπνεύστων γραφών». Έτσι τα βιβλία που ανήκουν στον κανόνα της Γραφής ονομάζονται στό εξής «κανονικά», «κανονιζόμενα», «κεκανονισμένα», ενώ τα άλλα χαρακτηρίζονται ως «ακανόνιστα», «απόκρυφα» κλπ.»
Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998, σελ. 114
Επίσης ο καθηγητής Μπρατσιώτης γράφει (στην υποσημείωση #2) ότι η μεταγενέστερη χρήση του όρου «κανών» από τον Αμφιλόχιο ήταν η παρακάτω:
«[...] «Ποίημα προς Σέλευκον» (Ε.Π.Μ. 37, 1595), ένθα γίνεται διάκρισις μεταξύ κανονικών, έμμεσων (δηλ. ενδιαμέσων) και νόθων βιβλίων.»
Μπρατσιώτου Π. Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Άθήναι, 1993, σελ. 505
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο A. F. J. Klijn:
"It is not until the middle of the fourth century, however, that Athanasius uses "canon" in the special meaning of "list of scriptures accepted by the church". He says that the Pastor of Hermas stands "outside the canon" (εκ του κανόνος). In 394 Amphilochus of Iconium writes a catalogue of the bible in iambics in which he says: ούτος αψευδέστατος κανών αν είη θεοπνεύστων γραφών."
(A. F. J. Klijn, "An Introduction to the New Testament", Brill Academic Publishers, 1980)
Η λίστα αυτή των βιβλίων παραλείπεται από τη λατινική έκδοση του Διονύσιου του Μικρού (Dionysius Exiguus) και από 3 συριακά χειρόγραφα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Βλέπε Alexander Souter, The Text and Canon of the New Testament Second ed., 1953, σελ. 178.
Οι κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης μπορούν να βρεθούν εδώ, στην ιστοσελίδα της Christian Classics Ethereal Library Αρχειοθετήθηκε 2005-04-08 στο Wayback Machine., στην αγγλική.
Ο δεύτερος κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου μπορεί να βρεθεί στην Βικιθήκη και στην ιστοσελίδα της Christian Classics Ethereal Library, στην αγγλική.
Σχετικά με την Αρχαία Συριακή Μετάφραση παρατίθενται τα παρακάτω: Χρονολόγηση
"The Peshitta is not a new translation, but a revision of the Old Syriac Version. As the result of this revision, digressions were eliminated,additions removed, omissions supplemented and peculiarities retouched. Through this process the Peshitta lost its former singularities and variants which were much cherished and so deeply rooted in Syriac textual traditions. After this process, the text assumed a wholly new complexion, conforming more or less to the Greek. This distinguishes the Peshitta from the Old Syriac. Its back is turned on the ancient and endeared traditions, and its face is decidedly turned toward the Greek form."
(Early Versions of the New Testament, Manuscript Studies, Arthur Voobus, 1954, σελ. 97-98)
«Η Συριακή μετάφραση Πεσίττα ή Πεσιττώ [...] Εικάζεται ότι η εκπόνηση της έλαβε χώρα περί τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., αμέσως μετά τη σύσταση της συριακής Εκκλησίας.»
(Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Καλαντζάκης, Πουρναράς, 2006, σελ. 218-219)
"At any rate, it seems to be the opinion, of all who have studied and written upon this subject, that the Syriac canon of the New Testament cannot be referred to a later age than the second century of the Christian era."
(William Cureton, "Remains of a Very Ancient Recension of the Four Gospels in Syriac", Gorgias Press 2005, σελ. xxviii)
«Η αρχαία Συριακή είναι η αρχαιότερα πασών των Συριακών μεταφράσεων [...] Μολονότι είναι δύσκολος ο ακριβής καθορισμός της ηλικίας και της προελεύσεως των χειρογράφων, πιστεύεται ότι ταύτα προέρχονται εκ των μέσων του 2ου αιώνος, πράγμα το οποίον δηλοί ότι η Αρχαία Συριακή μετάφρασις εγένετο περί τας αρχάς του 2ου αιώνος.»
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1336)
"As early as the second century the books of the New Testament were translated, as the mission of the church came to require it. In particular they were translated into Latin in the west, Syriac in the East."
(Brian E. Beck, "Reading the New Testament Today: An Introduction to New Testament Study", James Clarke & Co., 2000, σελ. 19)
«Ή αρχαιότερη από τις συριακές μεταφράσεις για την οποία έχουμε πληροφορίες ανάγεται στο β' μισό του 2ου αιώνα [...] Από τις αρχές του 5ου αιώνα άρχισε να επικρατεί μια ενιαία συριακή μετάφραση που αργότερα ονομάστηκε Πεσίττα (Peschitta), ή, κατά την ιακωβιτική προφορά, την προφορά δηλαδή των χριστιανών της δυτικής Συρίας, Πεσιττώ (Peschitto).»
(Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998, σελ. 52)
"The Old Syriac Version [...] According to Syrian tradition [...] the O.T. was translated in conjunction with the New, and it may very likely have been effected in the second century."
(Introduction to the Canonical Books of the Old Testament, G. H. Box, Carl Cornill, G. P. Putnam's Sons, 1997, σελ. 531-532)
"The Old Syriac (Vetus Syra). This version is known primarily from two manuscripts. Both contain only the four canonical Gospels. No Old Syriac of the Pauline or general epistles has been found, although citations of those texts in Armenian translations of Syriac literature suggest these may have existed. [...] Some have dated it as early as the late 1st or early 2d century."
(The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 1, σελ. 974)
"The New Testament was rather early translated into other languages, for although Greek was the universal language of the Roman empire, by no means could all people speak it fluently. [...]
A. Syriac translations
1. The old Syriac version was made about a.d. 200.
2. The Peshitta version was prepared around a.d. 400.
(David A. Fiensy, The College Press NIV Commentary: New Testament Introduction, College Press, 1994, σελ. 366.
"Another very important class of witnesses to the text of New Testament are the Ancient Versions in other languages, the oldest of which, the Old Syriac and the Old Latin, go back to the latter half of the second century."
(Frederick Fyvie Bruce, "The New Testament Documents: Are They Reliable?", Wm. B. Eerdmans Publishing, 6th ed. 1981)
"What is more important is that manuscripts of the Old Syriac Gospels-the text which lies behind the Peshitta and has not been smoothed out to suit the Greek-have been discovered. [...] Professor Burkitt and others in Cambridge recognised that here was another Old Syriac find. The date they suggested was A.D. 200."
(How Our Bible Came to Us: Its Texts and Versions, H. G. G. Herklots, Oxford University Press, 1954, σελ. 152)
"In general, our N.T. manuscripts seem to be descended from five or six leading textual 'families' in the 2nd century. These are probably to be associated with the great centers of Christian activity--Egypt (esp. Alexandria), Caesarea, Syria, Italy, North Africa, Gaul. The oldest versions (Old Latin and Old Syriac) also belong to this period and represent local types of text."
(An Encyclopedia of Religion, Vergilius Ferm, Philosophical Library, 1945, σελ. 530)
"For the Old Syriac, i.e. for the Syriac text of Hebrews prior to the vulgate revision (Peshitta) of the fifth century, we possess even less material than in the case of the Old Latin version. Hebrews belonged to the old Syrian canon, but the primitive text can only be recovered approximately from (i) the Armenian version,2 which rests in part upon an Old Syriac basis [...] The early evidence [...] may be chronologically tabulated as follows: 200–300 (Old Syriac)(Old Latin) [...] 400-500 peshitta"
J. J. Moffatt, A Critical and Exegetical Commentary on the Epistle to the Hebrews, T&T Clark International, 1924, σελ. lxxi.)
"The Syrian canon, is perhaps, the oldest example of collection of this kind. Its date is not later than the closing years of the second century. It was the Bible of the Syrian Christians of that day. The ancient manuscripts of this version comprise the books in our canon, with the exception of Second and Third John, Second Peter, Jude, and the Apocalypse."
(George P. Fisher, "The Grounds of Theistic and Christian Belief", Kessinger Publishing, 1902, σελ. 430)
"It is now generally acknowledged, that the Peshito or first Syriac Version of the New Testament was probably made in the second century, or at least early in the third."
("A Commentary on the Apocalypse", Moses Stuart, Allen, Morrill, and Wardwell, 1845, σελ. 365)
"But, perhaps, the Old Syriac Version of the New Testament, called Peshito, furnishes the strongest proof of the Canonical authority of all the books which are contained in it. This excellent version has a very high claim to antiquity; and, in the opinion of some of the best Syriac scholars, who have profoundly examined this subject, was made before the close of the first century."
(The canon of the Old and New Testaments ascertained, Archibald Alexander, 1831, σελ. 152)
Κανόνας
"Almost all this literature contains the inserted New Testament text and - be it noted- it is taken from the old syriac text type. [...] Almost every document I have perused has brought me into contact with the inserted New Testament text taken from the Old Syriac version."
(A Critical Apparatus for the Vetus Syra, Arthur Voobus, Journal of Biblical Literature vol.70, No.2 Jun. 1951, σελ. 126-127)
"Peshitta. This is the standard version of the Syriac churches. It covers all the NT apart from 2–3 John, 2 Peter, Jude and Revelation, which do not form part of the canon of the early Syriac Church. [...] As can be seen from the gospels, the Peshitta is not a new translation, but a revision of the Old Syriac"
(The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 6, σελ. 796)
"The Old Syriac (Vetus Syra). This version is known primarily from two manuscripts. Both contain only the four canonical Gospels. No Old Syriac of the Pauline or general epistles has been found, although citations of those texts in Armenian translations of Syriac literature suggest these may have existed. [...] Some have dated it as early as the late 1st or early 2d century."
(The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 1, σελ. 974)
"Parts of the New Testament were translated into Syriac, an Aramaic dialect used in various eastern (West Mesopotamian) churches, during the second century A.D. [...] The New Testament Peshitta (fourth century) is a revision of the Old Syriac following the Greek text; because the Syrian church did not accept the minor Catholic epistles (2 Peter, 2-3 John, Jude) and Revelation as canonical, they are not included."
(The Eerdmans Bible dictionary, Myers, A. C., Eerdmans, 1987, σελ. 154)
"Clement of Alexandria (200) also referred to the Epistle (σ.σ. THESSALONIANS, SECOND EPISTLE) and it was included in the canon of the Old Syriac and Old Latin versions as well as in the earlier canons of Marcion and the Muratorian Fragment."
(The International Standard Bible Encyclopedia, Revised, Bromiley, G. W., Wm. B. Eerdmans, 2002, Τόμος 4, σελ. 835)
"Although no manuscript of an Old Syriac version of the Acts and Pauline Epistles is Known, scholars have suspected from the form of quotations from these books in the writings of early Syriac and Armenian authors that an older form of the Syriac text of the APostolos preceded that of Peshitta"
(The Early Versions of the New Testament, Bruce M Metzger, Oxford University Press, 1977, σελ. 39)
"The Peshitta version of the NT (completed in the early 5th century) was not a new translation, but rather a revision of the Old Syriac [...] Among the distinctives of the NT Peshitta are the omission of several verses in Matthew, Luke, John, and Acts and the absence of five canonical books (2 Peter, 2 John, 3 John, Jude, Revelation)."
(Eerdmans dictionary of the Bible, Freedman, D. N., Myers, A. C., & Beck, A. B., W.B. Eerdmans, 2000, σελ. 1266)
"Probably as early as the end of the 2d century, a Syriac translation of the four separate gospels appeared: the Old Syriac. [...] A third Syriac version, which is known through several hundred manuscripts some from the 4th and 5th centuries, is called the Peshitta. It was developed gradually on the basis of the Old Syriac translation in successive recensions, which used Greek texts for comparison at each stage. [...] The older form of the Peshitta which did not include 2 Peter, 2 and 3 John, Jude and Revelation [...]"
(Introduction to the New Testament, Helmut Koester, Walter de Gruyter, 2000, σελ. 33)
"The Epistle to the Colossians was also included in Marcion’s Canon, in the Old Latin, and in the Old Syriac."
(New Testament commentary: Exposition of Colossians and Philemon, Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Baker Book House, Τόμος 6, σελ. 37)
(σ.σ. Το ίδιο αναφέρεται και για τις επιστολές προς Φιλιππησίους και Γαλάτες στην ίδια σειρά υπομνημάτων και στους τόμους #5, σελ. 35 και #8, σελ. 20, αντίστοιχα.)
"the Syriac version of the bulk of the New Testament books was in existence, say in the year 170, to be a very modest one. So far as we can tell, this Old Syriac translation contained all the books of our New Testament except the Revelation and the four Epistles, Second and Third John, Second Peter and Jude."
(Canon and Text of the New Testament, Caspar Rene Gregory, Charles Scribner's Sons, 1907, σελ. 156)
"Η Αρχαία Συριακή μετάφρασις των Πράξεων και των Επιστολών του Παύλου δεν διεσώθη εις χειρόγραφα. Περί αυτής γνωρίζομεν μόνον εκ των παραθέσεων των Ανατολικών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων"
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1337)
"η σημερινή εκτίμησις περί του Συριακού Κανόνος είναι ότι τα εις την Πεσιτώ, την επίσημον Βίβλον της Συριακής εκκλησίας περιλαμβανόμενα 22 βιβλία, εξαιρουμένων δηλαδή της Β' Πέτρου, των Β' και Γ' Ιωάννου, της Ιούδα και της Αποκαλύψεως, είναι τα αρχαιόθεν θεωρούμενα ως κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης."
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 663)
"Michaelis is of opinion, that Melito, who wrote about a. d. 170, has expressly declared, that a Syrian Version of the Bible existed in his time. [...] It is also well known, that the Armenian Version, which itself is ancient, was made from the Syriac. Now, this ancient Version contains the four Gospels, the Acts of the Apostles, the Epistles of Paul including that to the Hebrews, the First Epistle of John, the First Epistle of Peter, and the Epistle of James."
(The canon of the Old and New Testaments ascertained, Archibald Alexander, 1831, σελ. 153)
"The Syrian canon, is perhaps, the oldest example of collection of this kind. Its date is not later than the closing years of the second century. It was the Bible of the Syrian Christians of that day. The ancient manuscripts of this version comprise the books in our canon, with the exception of Second and Third John, Second Peter, Jude, and the Apocalypse."
(George P. Fisher, "The Grounds of Theistic and Christian Belief", Kessinger Publishing, 1883)
"The Old Syriac version of Acts and the Pauline Epistles has not survived in extenso; we know it only through citations made by Eastern Fathers. [...] the New Testament quotations in the genuine works of Ephraem ... agree largely with the Old Syriac version and not with the Peshitta"
(The Text of the New Testament: Its Transmission, Corruption, and Restoration, Bruce M. Metzger, Oxford University Press, 1992, σελ. 69, 137)
"The Second and Third Epistles (σ.σ Ιωάννου) were not in the Peschito or old Syriac version."
(Robert Jamieson et al., A Commentary, Critical and Explanatory, on the Old and New Testaments, Oak Harbor, 1997, στην ερμηνεία του 2 Jn 1.
"ο αποκλεισμός ταύτης (σ.σ. Β' Πέτρ.) εκ της Πεσιτώ και της Αρχαίας Συριακής μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης οφείλεται προφανώς εις την προσπάθειαν της Συριακής Εκκλησίας ν' αποφυγή την επίδρασιν του ιουδαϊκού Γνωστικισμοϋ, η δε Β' Πέτρου (2:11) υπαινίσσεται την περί αγγέλων διδασκαλίαν του απόκρυφου βιβλίου "Ανάληψις Μωυσέως"."
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 909)
"εν τοις διαφόροις έργοις αυτού (σ.σ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος) τηρεί απόλυτον σιγήν περί της Αποκαλύψεως και των τεσσάρων Καθολικών επιστολών Ιούδα, Β' Πέτρου, Β' καί Γ' Ιωάννου. [...] δύναται να εξηγηθή όταν αναλογισθή τις, ότι ούτος έδρασεν επί μακρόν εν Αντιόχεια της Συρίας [...] και ότι τα εν λόγω βιβλία δεν περιλαμβάνονται εις τον Συριακόν Κανόνα της Καινής Διαθήκης."
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 900)
"Κατά την εξέτασιν των Καθολικών Επιστολών Β' Πέτρου, Β'-Γ' Ιωάννου και του Ιούδα, ως και της Αποκαλύψεως, προηγουμένως, ετονίσαμεν ότι τα βιβλία ταύτα, ενώ περιελήφθησαν εις τας Βοχαϊρικήν και Σαχιδικήν μεταφράσεις του 3ου αιώνος, απουσιάζουν εκ της αρχαίας Συριακής (Vetus Syra) και της Πεσιτώ του 4ου και του 5ου αιώνος, σκοπίμως, διότι οι ιουδαϊκής προελεύσεως Γνωστικοί της περιόδου ταύτης έκαμνον κατάχρησιν της ιουδαϊκής ερμηνευτικής μεθόδου Haggada και του σχετικού υλικού, προς διάδοσιν των δοξασιών των, η δε περιοχή της Συρίας απετέλει το επίκεντρον της ιουδαϊκής αγγελολογίας. Εντεύθεν, προς προάσπισιν του ποιμνίου της, η Συριακή Εκκλησία απέκλεισε τα βιβλία ταύτα, τα όποια περιέχουν διδασκαλίαν περί αγγέλων, εκ του Κανόνος."
(Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1233)
(σ.σ. στον πίνακα "The Canon of the New Testament in the First Few Centuries", η στήλη με τίτλο "Old Syriac Version c.200" περιλαμβάνει τον σημερινό κανόνα της Κ.Δ. εκτός των Β' Πέτρου, των Β' και Γ' Ιωάννου, της Ιούδα και της Αποκάλυψης
(Baker encyclopedia of the Bible, Elwell, W. A., & Beitzel, B. J., Baker Book House, 1988, Τόμος 1, σελ. 304
Πηγές που υποδεικνύουν ότι:
α) η λεγόμενη Παλαιά Συριακή μετάφραση της Καινής Διαθήκης (σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη Πεσίτα) κατά τον 2ο αιώνα δεν περιείχε 22 βιβλία
β) δεν είναι αξιόπιστη η μαρτυρία του συριακού κανόνα όσον αφορά την κανονικοποίηση των βιβλίων της Καινής Διαθήκης κατά τους 3 πρώτους αιώνες της Χριστιανικής εποχής
Θεωρίες που αμφισβητούνται σχετικά με τον συρόφωνο Χριστιανισμό του 1ου και 2ου αιώνα και η εξέλιξη των συριακών μεταφράσεων της Καινής Διαθήκης:
Η θεολογική εγκυκλοπαίδεια The Anchor Bible Dictionary (The Interpreter's Dictionary of the Bible) κάνει φανερή την ασάφεια που καλύπτει την ανάπτυξη της συριόφωνης Χριστιανικής εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες της. Επίσης, καταγράφεται ότι οι αρχαιότερες συριακές μεταφράσεις (Διατεσσάρων και Παλαιά Συριακή) δεν αποδεικνύεται ότι περιλάμβαναν βιβλία πέρα των Ευαγγελίων:
"The earliest translation appears to have been in Latin. [...] In the Syriac–speaking world of the East, a gospel tradition in the fourfold gospel form would appear to be attested fairly late, by comparison with the Latin: this is due to the creation in the 2d century C.E. of a gospel harmony by the apologist TATIAN, a Syriac speaker by birth, who introduced his work, known generally as the DIATESSARON, among his fellow Syriac speakers. The influence of this harmony upon the gospel text in Syriac was all-pervasive, even when a fourfold gospel form was adopted. [...] Whether Tatian’s harmony was composed in Greek (since he was in the West at the time of his conversion and wrote in Greek before his return to his native Mesopotamia) is a question still debated. We have a 3d century fragment of the Diatessaron in Greek from the frontier town of Dura-Europos on the Euphrates, and it has recently been very plausibly argued that the Greek hymnodist Romanos the Melodist was influenced by the Diatesseron in the early 6th century".
"A. The Mythology of Origins.
Theories about the origins of Christianity in Syriac-speaking regions have focused on Edessa. Most scholars suspect that some Christian evangelistic activities were carried out there during the 1st century of the Christian era. [...] The theory recurring in early Syriac literature is that Edessa and territories to the east (as far as India) were evangelized by the Apostle Thomas. This datum is found in various 4th-century writers including Ephrem of Syria".
The second theory, not necessarily at odds with the Thomas tradition, is that of Addai, the Thaddaeus of the gospel narratives. In a tradition canonized by Eusebius (Hist. Eccl. 1.13), an exchange of letters took place between King Abgar V of Edessa and Jesus. [...] Drijvers (1984) suggested it is a late 4th-century forgery used to fight the Manicheans (see below). Others, especially Chaumont (1988), have suggested there may be some historical basis to the story. The problematic Doctrina Addai is at the center of the controversy as are the Acts of St. Mari the Apostle, the reputed successor of Addai. At present, there is little contextual material by which to evaluate the claims of the documents or their interpreters. Most probably, both traditions, in the form now extant, are of late 4th-century provenance, written on the basis of oral traditions, and tell us little about the actual origins of Christianity in Syria."
Another theory (Vööbus 1958; Neusner 1971, and others) suggests that Christianity in Northern Mesopotamia first developed within the Jewish community. This theory would appear to find support in the Chronicle of Arbela which describes a Christian presence in the city of Arbela from ca. 100 C.E. However the Chronicle of Arbela (see below) is of disputed authenticity and one must hesitate to use its contents for information about the early 2d century. [...] It is unclear whether Christianity in the Syriac-speaking areas was first structured in Aramaic (Syriac) or in Greek. Certainly at Dura Europas, the Christian community of this Roman military center appears to have been Greek-speaking; the 3d-century fragment of the Diatessaron found there is written in Greek.
B. The Earliest Evidence for Christianity in Syria.
2. Tatian. Tatian, [...] compiler/translator of the Diatessaron, was born in Assyria (Oration 43.10–11). He studied in Rome (Oration 37.1) and was active in the church there before returning to Mesopotamia, perhaps to Palmyra or Adiabene, ca. 172 C.E. probably because of a dispute with that church over its disregard for rigorous asceticism (Eusebius, Eccl. Hist. 4.9). [...] The Diatessaron was Tatian’s most influential work. This effort to harmonize the divergent and contradictory accounts of the life of Jesus as recounted in the four canonical Gospels circulated in both Greek and Syriac. Because of later Manichean use of the text, it was first corrected on the basis of the Greek gospels and then abandoned and systematically destroyed. [...] It provided the early Syriac church with a unique Scripture and certainly aided the process of development of the Syriac-speaking Christian subculture. The only extant remains in Syriac are in Ephrem’s Commentary on the Diatessaron (Leloir 1963) and occasional citations in early Syriac language writings.
8. The Early Syriac-speaking Church before the 3d Century. The chronological and prosopographical data about the origins of Christianity in Syriac-speaking areas of northern Mesopotamia are uncertain. The religious vision is not uniform, vacillating between the poles of Tatian’s rejection of Greco-Roman culture and Bardaisan’s acceptance of contemporary science and cosmology. Each text is fraught with interpretive and/or authenticity problems. It is not possible to construct a traditional historical narrative of the early development of Christianity in this region.
C. Early Biblical Texts.
The Syriac versions of the Bible have posed many scholarly problems. These concern the relationships between the various translations, their places of origin, and their exegesis. The primary efforts at biblical translations include the Peshitta of the Old Testament, the Diatessaron, the Old Syriac (Vetus Syra), the Peshitta translation of the NT, the Philoxenian and/or Harklean version, and the Palestinian version. A discussion of the NT versions can be found in Metzger (1977).
2. The Diatessaron. This harmony of the gospel composed by Tatian has been mentioned above. The original language (Greek, Syriac, or Latin), theological tendencies, and function in the churches has been extensively discussed. For a summary of the various points of view, see Metzger (1977). [...] "Diatessaron", "through [the] four [Gospels]") is the name given by Eusebius (Hist.Eccl. 4.29.6) to a "combination and collection" of the Gospels created by TATIAN about the year 170 C.E. As one of the earliest witnesses to the text of the Gospels (it is rivaled only by the quotations of Justin, Marcion, and Clement), it occupies a preeminent position in NT textual studies. [...] Its greatest impact, however, was in Syria, where as late as the 5th century it was the standard gospel text. This is demonstrated by the fact that the Canons of Rabbula specifically direct that the "Euangelion da-Mepharreshe" ("separated gospel", i.e., canonical Gospels) be read in the churches, and that Theodoret, bishop of Cyrrhus from 423 to 457, reports impounding over 200 copies of the "Euangelion de-Meh\allet\e" ("gospel of the mixed", another name for the Diatessaron) from the churches in his diocese).
3. The Old Syriac (Vetus Syra). This version is known primarily from two manuscripts. Both contain only the four canonical Gospels. No Old Syriac of the Pauline or general epistles has been found, although citations of those texts in Armenian translations of Syriac literature suggest these may have existed.
The text of the Curetonian and Sinaitic manuscripts do not agree at all points, although they clearly stand alone and close together in the larger world of Syriac NT translations. Scholars have generally assumed either that the two are revisions of a common source or that they are independent translations made during the same period. Linguistic peculiarities shared by the two manuscripts suggest that they may be the effort of individuals to gain access to the Greek tradition which lay behind the Syriac Diatessaron. Matthew Black (1972) argues for dating these efforts to the 4th century. For a detailed survey of the discussion of scholarly work on the Old Syriac, see Black (1972) and Metzger (1977). The effort of Vööbus (1951b; 1951c) to marshal evidence from the Letter of Aithallah in support of his theory of early 4th-century prominence of the Vetus Syra at Edessa has been demonstrated to be incorrect (Bundy 1987).
4. The Syriac Peshitta. [...] This version of the New Testament is used by both East Syrians (Nestorians) and West Syrians (Jacobites) and therefore certainly predates the division of the Syriac church along political, geographical, and theological lines during the mid-5th century. More precise dating of the translation has provoked controversy. Some have dated it as early as the late 1st or early 2d century. Burkitt (1901) argued that it was from the early 5th century and later suggested that it was translated by Rabbula of Edessa (Burkitt 1904). This conclusion has been contested by Vööbus (1951b), who argued that it was much older although slow to achieve dominance in the Syriac-speaking church.
The manuscript tradition is quite uniform. There are remarkably few variants in the Peshitta as compared to the Old Syriac or Greek versions. [...] It also contains the Apocalypse and General Epistles, which were not part of the Peshitta translation, but based on the Philoxenian version.
5. Later Syriac Translations. The Philoxenian version was prepared at the direction of Philoxenos of Mabbug (Hierapolis) by a certain Polycarp in 507–8 C.E. An effort to bring the Syriac more in line with the Greek, it also provided, probably for the first time in Syriac, 2 Peter, 2 and 3 John, Jude, and the Apocalypse. [...] The Palestinian Syriac version is actually a different version of Aramaic.
6. The Early Versions. Apart from the Diatessaron, the early Syriac biblical texts are difficult to date. There is no concrete evidence of their existence before the 4th century, although it is probable that at least the OT was available in Syriac early in the Christian period. The Diatessaron exerted a strong influence on the development of early Syriac theology and praxis. The Peshitta displaced the Diatessaron slowly at first because of pressure from the Greek church and the problems posed by Manicheans finding readings that lent support to their understanding. The major blow came in the late 4th century when Theodoret of Cyrus, because of Tatian’s reputation as a heretic in the Western church, gathered and destroyed over 200 copies after replacing them with copies of the individual Gospels.
(Freedman, David Noel, ed., The Anchor Bible Dictionary, (New York: Doubleday) 1997, 1992, λήμμα "Versions, Ancient", τομ. 6, σελ. 796-798)
Η εγκυκλοπαίδεια Λεξικό της Βίβλου του Ερμηνευτή (The Interpreter's Dictionary of the Bible) επιβεβαιώνει ότι η αρχαιότερη συριακή Καινή Διαθήκη περιλάμβανε μόνο τα 4 Ευαγγέλια, ενώ επιβεβαιώνεται επίσης η ασάφεια που αφορά τον συριακό κανόνα της Καινής Διαθήκης ως τον 5ο αιώνα:
E. THE GROWTH OF THE CANON IN THE SYRIAN CHURCH (TO A.D. 616).
The history of the canon in the Syriac-speaking churches remains obscure until the beginning of the fifth century and the making of the Peshitta. Until that time, they used Tatian's Diatessaron almost exclusively in place of the four-gospel collection which had so early become dominant in the Greek and Latin churches; an Old Syriac version of the four gospels, made about the end of the second century, survives in two MSS, but there is no trace of its use by Syrian churchmen. It is not known when the book of Acts and the Pauline letters were first translated into Syriac, but it must have been before the end of the third century and may even have been done in the late second century, by Tatian. At all events, it is clear that in the fourth century the Syriac canon consisted of the Diatessaron, Acts, and the Pauline letters. A curious feature is that in Syria the Pauline collection was enlarged to fifteen letters by the inclusion of the spurious Third Epistle to the Corinthians, extant only in Armenian, Coptic, and Latin versions (see also Paul, Acts of). This canon of seventeen books is used by Ephraem, the great scholar of the church of Edessa (ca. 320-73), and by his contemporary Afraates; and is given as authoritative in the Doctrine of Addai, a document composed ca. 370 at Edessa. However, a Syriac list of ca. 400 puts the four gospels in place of the Diatessaron and omits III Corinthians; this may be taken as an indication that the Syrian churches were now moving toward conformity with their Greek neighbors, probably under the influence of the school of Antioch.
The Peshitta, by far the most enduring and influential of oriental versions, was made under the direction of Bishop Rabbula of Edessa in the first quarter of the fifth century. It adopted the canon of Antioch: the four "separated" gospels, Acts, fourteen Pauline letters, and three Catholic letters—James, I Peter, and I John. The Syrian episcopate now made a determined and successful effort to end the use of the Diatessaron. Theodoret of Cyrrhus alone collected and destroyed more than two hundred copies of the Diatessaron in the churches under his government and replaced them with the four gospels of the Peshitta. The Diatessaron was so thoroughly suppressed that no copy of it has ever been discovered, apart from a single leaf of vellum containing a fragment of the Greek text of it.
The christological controversies of the fifth century destroyed the unity of the Syrian church and separated it from the catholic church of the West. From Edessa eastward through Mesopotamia and Persia it became Nestorian; in the W parts of Syria, it became Monophysite. The Nestorian churches continued to hold to the original canon of the Peshitta, which was the base also of the oldest Persian and Arabic versions. For the Monophysites, a revision of the Peshitta was prepared in 508 at the instance of a bishop called Philoxenus. This work was based on good Greek MSS and included the seven Catholic letters and Revelation. Thus the Syrian Monophysites, or Jacobites, as they are called, adopted the canon that had become established in the West. In 616, the Philoxenian edition was further revised by Thomas of Harkel, who retained the same canon. But these revisions never attained the authority of the Peshitta, and the Syrian churches generally have held fast to the shorter canon of twenty-two books, lacking the four minor Catholic letters and Revelation.
(The Interpreter's Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia, 23η εκτύπωση, 1962, 2000, λήμμα "Canon of the NT", τομ. 1, σελ. 520-532)
Η εισαγωγή του κριτικού κειμένου της Καινής Διαθήκης Novum Testamentum Graece των Nestle-Aland, 27η έκδοση, 8η ανατύπωση διορθωμένη και με προσθήκες, 2001, καταγράφει την εμφάνιση της Παλαιάς Συριακής στον 3ο και 4ο αιώνα:
Συριακές Μεταφράσεις
«Οι διάφορες συριακές μεταφράσεις (Παλαιά Συριακή (Vetus Syra) περ. 3ος/4ος αιώνας· Πεσίτα (Peshitta) περ. 4ος/5ος αιώνας· Φιλοξένια (Philoxeniana) 507/508 μ.Χ.· Χάρκλεια (Harklensis) 615/616 μ.Χ.) χαρακτηρίζονται από διαφορετικές μεταφραστικές αρχές, από μια πολύ ελευθεριάζουσα, ιδιωματικά ορθή απόδοση αρχικά μέχρι την υπερβολική προσκόλληση στο ελληνικό κείμενο σε βαθμό που να καταστρατηγείται το φυσικό συριακό ιδίωμα. Οποιαδήποτε αξιολόγηση αυτών των μεταφράσεων ως προς το ελληνικό κείμενο θα πρέπει να το λαμβάνει αυτό υπόψη. Οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις, καθώς αποτελούν παραλληλισμό ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή τους, παραθέτονται πιο συχνά διότι είναι ευκολότερο να προσδιοριστεί η μεταφραστική τους βάση».
(Κριτικό Κείμενο της Καινής Διαθήκης Novum Testamentum Graece των Nestle-Aland, 27η έκδοση, 8η ανατύπωση διορθωμένη και με προσθήκες, 2001, σελ. 65, 66)
Ο καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος δηλώνει σε σχέση με τον συριακό κανόνα κατά τους πρώτους 4 αιώνες: «Στη Συριακή Εκκλησία μέχρι και τον 4ο αιώνα επικρατούσε το «Διά τεσσάρων» του Τατιανού που ονομαζόταν «Ευαγγέλιο των μικτών» (ενν. κειμένων). Παράλληλα προς αυτό χρησιμοποιούνταν οι επιστολές του Παύλου (με την προς Εβραίους και μια πλαστή Γ' προς Κορινθίους) και οι Πράξεις. Αυτά αποτελούσαν τον πρώτο κανόνα. [...] Η γνωστή Συριακή μετάφραση Πεσίττα που έγινε στις αρχές του 5ου αιώνα περιλαμβάνει 22 βιβλία». (Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, 2007, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, σσ. 100, 101) Έτσι, επί 4 αιώνες ο κανόνας της συριακής εκκλησίας περιλάμβανε τα 4 Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων και τις 14 επιστολές του Παύλου (συν μία απόκρυφη), 19 συνολικά βιβλία. Από τον 5ο αιώνα και έπειτα οι Σύροι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν 22 από τα «κανονικά» βιβλία ενώ η πληρέστερη εξομοίωση με τον αποδεκτό κανόνα της ΚΔ πραγματοποιήθηκε κατά τον 6ο και 7ο αιώνα.
Ο συμπληρωματικός τόμος της εγκυκλοπαίδειας Λεξικό της Βίβλου του Ερμηνευτή (The Interpreter's Dictionary of the Bible) αναφέρει ότι ένα μέρος των συριακών εκκλησιών έφτασε τον 4ο αιώνα να έχει κανόνα Καινής Διαθήκης με 22 βιβλία:
"Toward the end of the fourth century a significant portion of the Eastern church used a twenty-two book NT, omitting Revelation, II, III John, II Peter, and Jude. In Syria, Tatian's Diatessaron was read instead of the fourfold gospel. About A.D. 400 the Apostolic Constitutions listed all of our twenty-seven books except Revelation but added I and II Clement. This canon was ratified at the Quinisextine Council at Constantinople in 692. In the West a council at Hippo (393) adopted a NT list like ours except for its separation of Hebrews from Paul's letters. In 397 a synod at Carthage issued a similar NT list but provided that martyrdoms could be read on the anniversary of the martyrdom. The Carthaginian council (419) repeated the enactment but shifted Hebrews into the Pauline collection."
(The Interpreter's Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia, 14η εκτύπωση, 1976, 2000, λήμμα "Canon of the NT", Supplementary Volume, σελ. 140)
Ο Μπρους Μέτζγκερ (Bruce Metzger), στο βιβλίο του The Canon of the New Testament: Its Origin, Development, and Significance, αναφέρει ότι κατά τον 4ο αιώνα η συριόφωνη εκκλησία έκανε χρήση μόνο του αρμονικού Ευαγγελίου (Διατεσσάρων), των επιστολών του Παύλου και του βιβλίου των Πράξεων:
"According to early traditions and legends embodied in the Doctrine of Addai (c. A.D. 400), the earliest New Testament of the Syriac-speaking Church consisted of the Gospel, the Epistles of Paul, and the Book of Acts. [...] The term 'the Gospel', a term that, in this context, refers to Tatian's Diatessaron, or harmony of the Four Gospels".
(The Canon of the New Testament: Its Origin, Development, and Significance, 1997, σελ. 113, 114)
Ο Φ.Φ. Μπρους (F.F. Bruce) στο έργο του The Canon of the Scripture, σχολιάζει ότι το πιθανότερο είναι να είχαν απορριφτεί ως τον 5ο αιώνα όλες οι επιστολές εκτός από την 1η Επιστολή του Πέτρου και την 1η του Ιωάννη, ενώ η Πεσίτα του 5ου αιώνα ήταν αυτή που πρώτη τις περιέλαβε:
"It had been thought by a number of scholars that Theodore of Mopsuestia (died 428) rejected the Apocalypse and all the catholic epistles except 1 Peter and 1 John, but it is more likely that he rejected these also. This is the most natural sense of the statement of Leontius of Byzantium (6th century) that he rejected the epistle of James and the catholic epistles that followed next to it. Of the thtee major catholic epistles (James, 1 Peter, 1 John), the Syriac writer Isho'dad of Merv (9th century) says that 'Theodore, the Interpreter, does not even mention them in a single place, nor does he bring an illustration from them in any one of the writings he made'.
The earliest New Testament in the Syriac churches comprised the four gospels (either the Diatessaron or the 'separated gospels'), Acts and the Pauline epistles (evidently including the Pastoral Epistles and Hebrews). [Υποσημείωση: Ephrem (4th century) wrote commentaries on the Diatessaron, on Acts, and on the Pauline epistles (among the latter he included the spurious 3 Corinrhians, parr of the Acts of Paul: see p. 239).] From the early part of the fifth century the common Syriac version, the Peshitta, included the three major catholic epistles as well. Not until 508 were 2 Peter, 2 and 3 John, Jude and Revelation included in a Syriac edition of the New Testament (the Philoxenian version). Even then, this enlarged New Testament was accepted only by the Jacobite (Monophysite) branch of the Sytiac church; the Nestorians to this day acknowledge a canon of only twenty-two books."
(The Canon of the Scripture, Frederick Fyvie Bruce, InterVarsity Press, 1988, σελ. 214, 215)
Ο καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Θρησκευτικών Μελετών του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας Μπάρτ Έρμαν (Bart Ehrman), σχολιάζει την ασυμφωνία των εκκλησιών αναφορικά με τον κανόνα της Καινής Διαθήκης κατά τον 2ο και 3ο αιώνα:
"Already by 200 C.E. many churches accepted most of the books that eventually made it into the canon. But not all churches agreed. We know of some second- and third-century Christian communities, for example, that accepted only one of our canonical Gospels as authoritative (e.g., only Matthew or only Luke or only John); other communities that accepted none of the four individually, but used a much fuller Gospel created around 170 C.E., a harmonization of our four books into one megagospel (the so-called Diatesseron, which no longer survives intact); and other communities that had their own favorites, including Gospels that did not come to be included in the New Testament (e.g., the Gospel of Peter or the Gospel of Thomas). During this same period, some Christian communities saw the apostle Paul as the only final authority for faith and practice, while other communities saw him as an arch-heretic and enemy of God. There were some communities that accepted the Apocalypse of John as a divine revelation of the future course of events, and other communities that rejected the book as naive and nonapostolic. And there were some communities that accepted the Letter of 1 Clement, The Shepherd of Hermas, and the Letter of Barnabas as Scripture, while other communities did not."
(The New Testament and Other Early Christian Writings, A Reader, 2η έκδοση, 2004, Oxford Univerity Press, σελ. 3, 4)
Η εγκυκλοπαίδεια The Zondervan Pictorial Encyclopedia of the Bible αναφέρει σχετικά με την εξέλιξη του κανόνα στην συριακή εκκλησία:
"C. The canon of the Syriac church.
The Syriac church had a more restricted canon generally than the other churches in the East. The influence of Tatian's Diatessaron in the early stages has already been mentioned, but the separated gospels of the Old Syr. displaced it. In the second part of the 4th cent, some indication of the attitude toward the canon in the Syr. speaking church is given by a document called the Doctrine of Addai, which refers to "The Law and the Prophets and ... the Gospel ... and the Epistles of Paul and the Acts of the Twelve Apostles ... these books read ... in the Church of God, and with these read no others." The absence of all the Catholic Epistles and the Apocalypse is to be noted, as also the mention of "gospel" in the sing., presumably the Diatessaron. Another canonical list dated about a.d. 400 gives an identical list, except that the four gospels are now named. Neither of the Syr. fathers, Aphraates and Ephraem, makes reference to the Catholic epistles. It should be observed that Hebrews was included as Pauline.
When the Peshitta (edited by Rabbula, bishop of Edessa, A.D. 411-435) was produced to provide a revision of the Old Syriac, it became the standard VS of the Syr. church. The separated gospels alone were now authorized, and three Catholic epistles (1 Peter, 1 John, James) were included. The missing books were therefore four Catholic epistles (2 and 3 John, 2 Peter, Jude) and the Apocalypse. It was during the next cent, that these were added, for the next revision of the Peshitta, known as the Philoxenian revision (a.d. 508) contained all the books. This seems to represent the settled state of the Syr. canon, for a cent, later the Harklean revision contains the same books."
(The Zondervan Pictorial Encyclopedia of the Bible, 1976, λήμμα "Canon of the New Testament", τομ. 1, σελ. 739)
Ο εισαγωγικός τόμος του σχολιολογίου The Expositor's Bible Commentary, αναφέρει σχετικά:
"One should perhaps note that the canon of the Syriac-speaking churches, whose development was to a large extent different from that of Greco-Roman Christianity, has a somewhat different history, but reaches the same conclusion. The main difference lies in the long period when the Diatessaron, a harmony of the four Gospels composed in the second century by Tatian, replaced the four. But it presupposed, of course, the earlier acceptance of the four. Second Peter, 2 and 3 John, Jude, and Revelation seem to have been known rather late by Syriac Christians. It is likely that in early days Syriac speakers used the Gospel according to the Hebrews: it dropped out as the Diatessaron became "the Gospel"."
(The Expositor's Bible Commentary, Zondervan, 1979, τόμ. 1, σελ. 642)
Το Βιβλικό λεξικό The New Wetminster Dictionary of the Bible κάνει φανερό ότι τον 4ο αιώνα που επικυρώθηκε από τις ανατολικές και δυτικές Χριστιανικές εκκλησίες ο κανόνας της Καινής Διαθήκης των 27 βιβλίων ο συριακός κανόνας είχε φτάσει να περιλαμβάνει μόνο 22:
"At the synods of Hippo Regius (393) and Carthage (397, 419), our N.T. of 27 books was accepted. Augustine supported this canon, which through the Vulgate eventually came into vogue throughout the West. The canon of the Eastern Church was ultimately the same as that of the Western. The Syrian Church, however, accepted only 22 books; II Peter, II and III John, Jude, and Revelation were lacking. With the separation of the Nestorians at the Council of Ephesus (431), the Eastern Syriac Church lost contact with the rest of the church, and so in some Nestorian circles the 5 remaining books probably were never adopted. In w. Syria acceptance of these books was slow, although they were included in Bibles of the 6th and 7th centuries. A stone tablet in n.w. China at Sian-fu (Ch'ang-an) has an inscription (a.d. 781) in Chinese and Syriac. Nestorian missionaries led by Alopen arrived in 635 and introduced Christianity. Reference is made to 27 books of Scripture; this implies that there was a Syriac canon of 27 books instead of that of 22 (which omits II Peter, II and III John, Jude, and Revelation). According to the school of Nisibis, a great Nestorian center e. of Edessa, there were 21 books in the N.T. of complete authority and 6 which had intermediate authority; to the latter belonged James, II Peter, II and III John, Jude, and Revelation. Apparently, the Nestorian canon of Scripture had never been fully determined."
(The New Wetminster Dictionary of the Bible, 1970, λήμμα "Canon", σελ. 146)
Το Zondervan's Pictorial Bible Dictionary αναφέρει σχετικά με την Παλαιά Συριακή μετάφραση η οποία αποτελούνταν από τα τέσσερα Ευαγγέλια και για την Πεσίτα του 5ου αιώνα:
"Syriac, a dialect related to Aramaic, which was spoken in lands around Palestine, likewise received the NT during the second century. The first such translation seems to have been either the original, or a translation of a Greek original, of a continuous Gospel account known as the Diatessaron (meaning "through the four"), constructed by combining elements from all four Gospels. It was composed about 160 by Tatian and seems to have been the Syriac Gospel in common use for over a century. There was also made, however, perhaps in the second century, a translation of the four Gospels, known as, the Old Syriac, which is now known in two mss., the Sinaitic and the Curetonian.
The Syriac which is still the standard version is the Peshitta (meaning "simple"), translated in the fifth century, perhaps by Rabbula, bishop of Edessa. Some 250 mss. are known, none of which contain II Peter, II and III John, Jude, or Revelation. The Peshitta was revised in 508 by authority of Philoxenus, bishop of Mabbog. It is thought by some that this Philoxenian version still exists in or is related to the current Syriac text of the four books named above which were not in the original Peshitta but are now printed in the Syriac NT. The Philoxenian was in turn revised in 616 by Thomas of Harkel. The Harklean Syriac is so extremely literal to the Greek that it even violates Syriac idiom at times to follow the Greek. It is likewise characterized by numerous marginal alternative readings, often in Greek. About 50 mss. of this version are known.
The Palestinian Syriac version was made about the sixth century. It exists in fragmentary mss, including some lectionary material. The so-called Karkaphensian Syriac, which has sometimes been named as a version, is in fact only a collection oi Scripture passages accompanied by notes on spelling and pronunciation."
(Zondervan's Pictorial Bible Dictionary, Mer. Tenney, 1963, 1967, λήμμα "Texts, Versions, NT", σελ. 844)
Το Βιβλικό Λεξικό του Χάρπερ (Harper's Bible Dictionary), αναφέρει για την εξέλιξη των συριακών μεταφράσεων:
(b) Syriac Versions
The Diatessaron, a harmony of the four Gospels, produced about A.D. 170 by Tatian, was so vigorously replaced by the "separated" Gospels in the 5th century that there are now only Arab, and Arm. translations of it. A 3d-century vellum fragment of the Diatessaron in Gk. was found at Dura-Europos on the Euphrates.
The Old Syr. Gospels, originating in the late 2d or early 3d century, are a significant witness to the primitive Gk. text. Two manuscripts of the Old Syr. version survive. One is the 4th-century "Sinaitic Syriac" palimpsest discovered at the Monastery of St. Catherine at Mt. Sinai by Mrs. A. S. Lewis and Mrs. A.D. Gibson. The "Curetonian Syriac" manuscript of the middle of the 5th century was discovered by Dr. W. Gureton at the Convent of St. Mary Deipara W. of Cairo. It is now in the British Museum.
The Peshitta was a revision of divergent manuscripts of the Old Syr. in accord with Gk. manuscripts, and has been in continuous use in the Syrian Church from the 5th century. Fifteen of its surviving 250 manuscripts are from the 5th and 6th centuries".
(Harper's Bible Dictionary, 27η έκδοση, 1961, λήμμα "Text, Versions", σελ. 750)
Το έργο Reader's Digest, After Jesus: The Triumph of Christianity, στον πίνακα της σελ. 160 όπου καταγράφεται η εξέλιξη του κανόνα της Καινής Διαθήκης, δεν περιλαμβάνει καμιά αναφορά στις συριακές μεταφράσεις.
(Reader's Digest, After Jesus: The Triumph of Christianity, 1992, σελ. 160)
Σύμφωνα με το Bible Preservation and the Providence of God, οι πηγές είναι αποσπασματικές για να βγουν συμπεράσματα, ακόμη και για την Πεσίτα της οποίας σώζονται 350 χειρόγραφα, ενώ από τον 4ο αιώνα και μετά μπορούμε να μιλάμε για κανόνα Καινής Διαθήκης:
The Old Syriac version survives in just a few fragmentary manuscripts. The Syriac Peshitta, or common Syriac version, followed, but its date is disputed. Several or the 350 extant copies of the Peshitta date to the fifth century (bur some consider the Pcshirta to date from the second century). During the fourth century, the Syriac language certainly had a New Testament, though the four shortest general epistles and the book of Revelation were never translated".
(Bible Preservation and the Providence of God, Sam Schnaiter Tagliapietra, Ron Tagliapietra, 2003, σελ. 60)
Οι Kurt και Barbara Aland δείχνουν ότι ο όρος "Παλαιά Συριακή" περιγράφει ευρύτερα την πρώιμη συριακή παράδοση, η οποία εκτός από τα Ευαγγέλια πιθανόν να περιλάμβανε τις Πράξεις και τις Επιστολές του Παύλου, ενώ μόνο για τα 22 βιβλία της Πεσίτα του 5ου αιώνα μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα:
"As to terminology, we should note that Julicher's designation of the Old Latin tradition as Itala follows a tradition dial goes back to Augustine. But what Augustine intended by the term Itala is still uncertain and a matter of debate, so that Old Latin (Vetus Latina) is a better term for the early Latin tradition, in parallel to Old Syriac (Vetus Syra) for the earliest Syriac tradition.
For historical reasons the translation of the Four Gospels into Syriac should not be dated too late (probably around 300, perhaps earlier). A fifth-century terminus ad quem for sys and syc is provided by the dates of the manuscripts themselves (sys may be from the late fourth century). The date of the exemplars represented in sys and syc may have been some time in the fourth century after the rise of the great Greek text types (the second-century date commonly accepted formerly has now been generally abandoned). The presence of idiosyncrasies and a strong diatessaric element in the text betray preliminary stages in the background.
The above comments have been restricted to the Gospels. The Old Syriac also included a translation of Acts and the fourteen Pauline letters, but as no manuscripts of these have survived their text can only be reconstructed fragmentary from the patristic quotations of the period.
The Peshitta version of the New Testament is the most widely attested and most consistently transmitted of the Syriac New Testament versions. The Syriac church still preserves it and holds it in reverence in this form today. It contains twenty-two New Testament books, lacking the shorter Catholic letters (2-3 John. 2 Peter, Jude) and Revelation (as well as the Pericope Adulterae [John 7:53-8:11] and Luke 22:17-18)."
(Text of the New Testament, Kurt Aland, Barbara Aland, Eerdmans Publishing, 1995, σελ. 190, 194)
Το πρόσφατο έργο Tatian and the Jewish Scriptures κάνει φανερή την ασυμφωνία που υπάρχει για τον χρόνο εμφάνισης της Παλαιάς Συριακής παράδοσης, ενώ για την θέση ότι η Παλαιά Συριακή ήταν παλαιότερη και αποτέλεσε την πηγή του Διατεσσάρων περιγράφεται ότι «έχει εγκαταλειφθεί πιο πρόσφατα», όπως επίσης τονίζει ότι τον τέταρτο αιώνα, στο σχολιολόγιο του, ο Εφραίμ ο Σύρος έκανε χρήση του κειμένου του Διατεσσάρων:
"Scholars have differed over the relationship of this Old Syriac tradition to the Diatessaron, some holding to the position that the Old Syriac tradition is older and a source for the Diatessaron, others arguing that the Diatessaron was the first Gospel text in Syriac, and was used in the creation of the Old Syriac Gospels. The former position was common at the turn of the century but has been all but abandoned more recently in favor of the latter. This does not mean that the Old Syriac Gospel tradition was simply a disharmonized copy of the Diatessaron. [...] The Old Syriac Gospels preserve some authentic Diatessaronic readings, and it is on the basis of this widely accepted idea that the Old Syriac Gospels stand as important witnesses to Italian's original text. [...] Vogels, on the other hand, believed he had found numerous examples of harmonistic readings in the Old Syriac Gospels, and he took this as evidence that the Diatessaron stood first and influenced the Old Syriac separated Gospels. [...] Nevertheless, the modern scholarly consensus is to understand the Diatessaron as the first Gospel text in Syriac and as having influenced the later Syriac Gospels. [...] We can plainly see how the Syriac tradition underwent a process of greater conformity to the Greek New Testament, from the Diatessaron, which I will argue is most unlike the Greek, through the Old Syriac and Peshitta, to the slavishly literal Harklean. This movement is well documented in Kiraz's comparative edition of the Syriac Gospels, which will become an indispensable tool for Syriac Gospel study. [...] Ephrem was a fourth-century theologian of the Syriac church who wrote numerous poetic and theological treatises, among which was an extended commentary on Tatian's Diatessaron. Where Ephrem provides the full text of the passage he is commenting on, he is an important early witness to the Diatessaron's text. [...] One of the most important Eastern witnesses to the lext of Tatian's Diatessaron is the Old Syriac Gospel tradition embodied in the two Old Syriac manuscripts".
(Tatian and the Jewish Scriptures: A Textual and Philogical Analysis of the Old Testament Citations in Tatian's Diatessaron, Robert F. Shedinger, Peeters Publishers, 2001, σελ. 3-5, 21-24)
Σύμφωνα με τον Perrin, η αρχαιότερη συριακά μετάφραση ήταν των Διατεσσάρων που αφορούσε τον εναρμονισμό μόνο των Ευαγγελίων, ενώ πλέον θεωρείται αποδεδειγμένη αυτή η θέση στις πρόσφατες δεκαετίες:
"In the years following the discovery of the two manuscripts now known as Syrus Sinaiticus (S) and Syrus Curetonianus (C), there has been some question as to how these two texts and the so-called Old Syriac (OS) tradition, which they represent, are to be located within the history of the church. Is the OS the very first gospel translation into Syriac or should this honor instead be accorded to the Diatessaron? A number of early investigators gave priority to the OS. To them it seemed that Tatian wove his "mixed gospel" (Evangelion da~Mehallete) from strands of a "separated gospel" (Evangelion da-Mepharrese) similar to S and C. But as Friedrich Baethgen and others after him have been quick to point out, the weight of evidence suggests that the reverse is in fact the case. The numerous harmonizations within the OS and the Alexandrian quality of the text (supporting a post-second-century date) seem to indicate that the OS was composed later than the Diatessaron and is probably dependent on it as well. Despite some dissenting voices, the priority of the Diatessaron in the Syriac textual tradition has in recent decades been generally taken as granted. Indeed, according to Voobus, the priority of the Diatessaron is not only "a commonly accepted view, but it is a fact which has already been proved"."
(Thomas and Tatian: The Relationship Between the Gospel of Thomas and the Diatessaron, Nicholas Perrin, Brill Academic Publishers, 2002, σελ. 19-21)
Στην «Εισαγωγή στην Μελέτη της Καινής Διαθήκης» του Μακνέιλ, αναφέρεται ότι η Παλαιά Συριακή του 2ου αιώνα αποτελούσε μετάφραση μόνο των τεσσάρων ξεχωριστών Ευαγγελίων, ενώ οι Καθολικές Επιστολές περιλήφθηκαν μετά τον 4ο αιώνα οπότε και υπήρξε διεύρυνση του συριακού κανόνα:
"'The Gospel... and the Epistles of Paul... and the Acts of the twelve apostles ... these books read ye in the Church of God, and with these read not others'. This was in the Syriac Church of Edessa, and belongs to the latter half of the fourth century when the Catholic Epistles were still not included in the Canon. [...] A translation of the separate Gospels (Evangelion da-Mephallete), which we call the 'Old Syriac', was made (about AD 200), but it does not seem to have had much vogue, and remains to us only in two somewhat different manuscripts. The Diatessaron was completely put aside, first by Rabbula (411-35), who, though he continued quoting sometimes from older manuscripts, substituted in Edessa his own revision known as the Peshitta, containing the separate Gospels, and a rather larger Canon than had been recognized by the Syriac-speaking peoples; and secondly, by Theodoret of Cyrrhus (423-57), who 'swept up more than two hundred copies of it in the churches of his diocese, and introduced the four Gospels in their place'. [...] Further East, however, the history of the Canon was very different. In the Syriac-speaking churches, till early in the fifth century, no advance was made on the primitive Canon— Gospels, Acts, and Pauline epistles (see Doctrine of Addai, quoted on p. 335). But the Syriac version known as the PESHITTA omitted from our New Testament books only 2 Peter, 2, 3 John, Jude, and the Apocalypse. This was the work of Rabbula, who was Bishop of Edessa from 411 till his death in 435 and organized and regulated the Syriac-speaking churches. The great probability of this origin of the Peshitta, as against the much earlier date which used to be assigned to it, is demonstrated by Burkitt (Evangelion da-Mepharreshe, vol. ii, ch. 3.), who shows that before Rabbula there is no trace of the Peshitta in Syriac writings, and hardly a trace of any other writings after him. [...] The Canon of Antioch is indicated by the writings of CHRYSOSTOM, its bishop at the close of the fourth century, and THEODORET, Bishop of Cyrrhus in Syria (423-57), who nowhere quote the books which the Peshitta omitted. And Constantinople inherited the same tradition, the Synopsis scripturae sacrae, found among the works of Chrysostom, omitting the same books. They were still omitted from the catalogue of EBED-JESU, a Nestorian bishop at the beginning of the fourteenth century. [...] At the beginning of the fifth, or the end of the fourth, century, Syria made an advance upon the Canon of Chrysostom and Theodoret. In the writing known as the Apostolic Constitutions, (A composite work, probably by the author of the pseudo-Ignatian epistles, based upon the Didascalia, the Didache, and other material.) traditionally ascribed to Clement of Rome, the concluding section is known as the APOSTOLIC CANONS, the last of which consists of the Canon of the Old and New Testaments. The latter includes all our books except the Apocalypse, with the addition of 1, 2 Clement, and was afterwards ratified by the Quinisextine Council at Constantinople in 692. For this reason JOHN OF DAMASCUS, in the eighth century, recognized all our present books, but included also the Apostolic Canons in his New Testament".
(An Introduction to the Study of the New Testament, A. H. McNeile, University Press, Oxford 1927, 2nd Edition revised by C.S.C. Williams, 1953, on-line εδώ Αρχειοθετήθηκε 2005-12-15 στο Wayback Machine. [1] Αρχειοθετήθηκε 2005-12-15 στο Wayback Machine.)
Το 2003 ο καθηγητής Dr. Andreas Juckel αναφέρθηκε στην Παλαιά Συριακή, στην οποία στηρίχθηκε η Πεσίτα του 5ου αιώνα, χρονολογώντας την στον 3ο με 4ο αιώνα:
"The Old Syriac text from 3rd-4th c. is only preserved in 2 [manuscripts] of the Gospels, the famous Sinaitic and Curetonian Gospels, both ca. 500. For the epistles there are no [manuscripts] with the Old Syriac text known, only the standardized Peshitta text. [...] The Syriac Peshitta New Testament was a 5th c. translation from Greek, made on the basis of older Syriac translations of 3rd-4th c.. The present text comprises Luke 14-23, John, Acts, and the Epistles. The Peshitta text does not include Revelation, which is not canonical in the Eastern Churches".
(Description in Judith Oliver: Sacred and Secular, from the collections of the Endowment for Biblical Research and Boston University, Boston, 1985, p. 8. "Dr. Andreas Juckel: Ms Schoyen/Sinai syr. 3 and the New Testament Peshitta", Journal of Syriac Studies, vol. 6,2, Ιούλιος 2003, on-line εδώ, 1/2/2018)
Με βάση το έργο του επιφανέστερου σήμερα λόγιου των αρχαίων συριακών μεταφράσεων της Καινής Διαθήκης, George Anton Kiraz, το δημοσίευμα αυτό δείχνει ότι η κυκλοφορία της Παλαιάς Συριακής ήταν εμφανώς περιορισμένη -καθώς χρησιμοποιούνταν σταθερά η αρχαιότερη Ευαγγελική αρμονία του Διατεσσάρων-, ότι η Πεσίτα διαδέχθηκε το Διατεσσάρων ως το αποδεκτό κείμενο της συριακής εκκλησίας τον 5ο αιώνα και ότι η Παλαιά Συριακή μεταφράστηκε με βάση ελληνικό κείμενο του 3ου αιώνα:
"The Diatessaron is the oldest gospel text in Syriac, then three recensions of the gospels in Syriac exist. (A) The oldest of these three is the vetus syra or "Old Syriac," which exists in two manuscripts: Codex Sinaiticus (Syrs or Syrsin, dated to the mid- or late-fourth cent.) and Codex Curetonianus (Syrc or Syrcur, early fifth cent.) [...] The second oldest version is the "Peshitta" (= "common" or "vulgate"; Syrp or Syrpes), extant in over 350 manuscripts (the oldest of which dates from the fifth cent.). Its genesis is placed in the early- to mid-fifth century. Unlike the vetus syra, whose circulation was apparently limited (it was overshadowed by the more ancient Diatessaron), the Peshitta enjoyed the approval of clergy whose allegiance was to the Western "Great Church"; it became the standard NT of the Syrian church. The Diatessaron--which from antiquity had been the standard text of the Syrian church--was swept aside in the 420s by the "Great Church" bishops (e.g., Rabbula of Edessa, Theodoret of Cyrrhus), whose allegiance lay with Rome and Constantinople, not the traditions of Edessa and Jerusalem (cf. the Doctrina Addai and the much-remarked upon and striking disjunction between bishop Aggai [Jerusalem-oriented] and his successor bishop Palut [Rome-oriented]; see, e.g., Bauer 1971: 16-17). The Peshitta represents a careful, quite consistent rendering of its fourth- or fifth-century Greek base. [...] whether the reading is a local variant within the Syriac tradition or a variant present in the Greek base of the third century from which the vetus syra was translated".
(A Journal of Biblical Textual Criticism, 1997, William L. Petersen, Department of Religious Studies, Pennsylvania State University on-line εδώ)
Στο έργο του The Text and Canon of the New Testament ο λόγιος της Πατρολογίας και λεξικογράφος Alexander Souter παραθέτει τον Συριακό Κανόνα της Καινής Διαθήκης χρονολογούμενου στο «περ. 400» (Alexander Souter, The Text and Canon of the New Testament Second ed., 1953, σελ. 169-171, 209, 210)
Βλέπε το συγκριτικό πίνακα των μαρτυριών για την ανάπτυξη του κανόνα της Καινής Διαθήκης εδώ (Cross Reference Table: Writings and Authorities), στον ιστότοπο ntcanon.org Αρχειοθετήθηκε 2011-06-23 στο Wayback Machine. (Αγγλικά).
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 114.
Χατζιδάκις, Γ.Ν. (1915). Σύντομος Ιστορία τής Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα. σελ. 60.
«Η βιβλιογραφική αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης». www.christianity-science.gr. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
«Read the SBL Greek New Testament Free Online». Bible Study Tools. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
Shawn M. Barr, Manuscript Evidence From The Second And Third Centuries (Michigan Theological Journal Volume 4, Φθινόπωρο 1993, σελ. 134)
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αγουρίδης Σ., Γρηγόρης, 1991
Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998
Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, L.D.Reynolds & N.G.Wilson, ΜΙΕΤ, 1981
Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Elpidio Mioni, ΜΙΕΤ, 1985
Ελληνικοί Πάπυροι, E.G. Turner, ΜΙΕΤ, 1981
The Problem of the New Testament Canon, Kurt Aland, Mowbray, 1962
An Introduction to the New Testament, Raymond Brown, Doubleday, 1997
After Jesus: The Triumph of Christianity, The Reader's Digest Association, 1992
Zondervan Handbook to the Bible, Zondervan Grand Rapids, 1999
The Canon of the New Testament, Bruce M. Metzger, Clarendon Press, Oxford, 1987
The Anchor Bible Dictionary, Freedman, David Noel, ed., New York: Doubleday, 1997, 1992.
The Interpreter's Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia, Abingdon Press, 23η εκτύπωση, 1962, 2000.
Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Αφρικανικές Σύνοδοι και Κανόνας της Καινής Διαθήκης, 1914
A Short History of Christian Doctrine, Bernhard Lohse, Fortress Press, Philadelphia, 1985.
Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Μερικές σύντομες γραφές του εκκλησιαστικού κειμένου της Καινής Διαθήκης, Δελτίο Βιβλικών Μελετών, τομ. 3 (Ιανουάριος-Δεκέμβριος 1984), σελ. 36-40
Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, Αδελφότης Θεολόγων "ο Σωτήρ", Αθήνα 1986.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License