.
Ο Μιχάλης Διαλλινάς (Νεάπολη Κρήτης, 1853 - 1927), γνωστός και ως Διαλλινομιχάλης, ήταν Κρητικός λαϊκός δραματουργός. Το λογοτεχνικό έργο του χρονολογείται από το 1892, όταν άρχισε να γράφει πεζά και έμμετρα, μέσα από τα οποία γνωρίζουμε τους ήρωες, καπεταναίους κι αρχηγούς της Ανατολικής Κρήτης διακριθέντες σε γενναιότητα. Πολύπλευρο ταλέντο ποίησης, έγραψε σατιρικά, ενώ το σκωπτικό του ύφος φαίνεται καθαρά σε κάθε στίχο. Στα «Άπαντά» του περιέχονται συγκεντρωμένα τα πιο αξιόλογα ποιήματά του, πεζά κείμενα, καθώς και δύο θεατρικά. Το 1970 εκδόθηκε και δεύτερος τόμος με έργα του, σε επιμέλεια της εγγονής του Μαρίας Πυτικάκη. Οι σατιρικοί στίχοι του Διαλλινά αποτελούν μνημείο λαϊκής θυμοσοφίας και σε αυτούς κυρίως οφείλεται η εκτίμηση που του έτρεφαν οι χωρικοί της περιφέρειάς του. Η ανάμνησή τους υπάρχει ακόμη και σήμερα. Κορυφαία έργα του και τελευταία έπη της κρητικής λογοτεχνίας, υπήρξαν ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσωτοπούλα.
Βίος
Γεννήθηκε το 1853 στη Νεάπολη Κρήτης, το «Καινούριο Χωριό» όπως λεγόταν τότε, και παντρεύτηκε τη Μαρία Χρυσάκη, κόρη οπλαρχηγού. Γνώριζε τουρκικά και ιταλικά. Εργάστηκε ως δικηγόρος, δικαστικός κι ασχολήθηκε με το εμπόριο. Συγκέντρωσε ικανοποιητική περιουσία που του επέτρεψε να ιδιωτεύσει και να ασχοληθεί με τις αγαπημένες του ιστορικές έρευνες. Μελέτησε κυρίως τη προσφορά της Ανατολικής Κρήτης στους απελευθερωτικούς αγώνες του νησιού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, που ποτέ δεν έπαψε να φροντίζει για την ανύψωση του κοινωνικού επιπέδου του τόπου και κατάφερε να μορφωθεί αρκετά μόνο με τη θέλησή του. Αγωνίστηκε ως υπασπιστής του καπετάν Μιχάλη Κοκκίνη κι έπαιξε ρόλο πρωταγωνιστή στην Επανάσταση του 1878.
Μετά την Επανάσταση, διορίστηκε ανακριτής στην Αστυνομία Λασιθίου, μετά πρωτοδίκης και πρόεδρος της Δημογεροντίας. Το 1927 τύπωσε τα Άπαντα (τόμος Α'), ωστόσο δεν πρόφτασε να νιώσει την ικανοποίηση της αποδοχής που έτυχε, γιατί δύο μήνες μετά την κυκλοφορία τους απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών.
Έργο
Εσύ λαέ που ψήφιζες και Γούναρη και Ράλλη,
γλάκα εδά να πολεμάς τον Μουσταφά Κεμάλη.
—Δίστιχο του Διαλλινά, λίγο πριν τη μικραστιατική καταστροφή
Η λαϊκότητα του έργου του φαίνεται από το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι γνώριζαν απέξω τα δύο κορυφαία στιχουργήματά του, τα τελευταία έπη της κρητικής λογοτεχνίας, τον Καπετάν Καζάνη, που περιέχεται στον Α' τόμο, και τη Κριτσωτοπούλα, που εκδόθηκε σε ανεξάρτητη έκδοση το 1912. Τα έργα αυτά, που γράφτηκαν το 1909 και 1912 αντίστοιχα, αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα των αρχών του 19ου αιώνα. Στόχο είχαν να αφυπνίσουν το εθνικό φρόνημα την εποχή που το πρόβλημα της απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών του ελληνισμού ετίθετο επί τάπητος. Τον ίδιο στόχο είχαν κι αρκετά άλλα στιχουργήματά του, καθώς και τα δύο θεατρικά του, Σμαράγδα Η Καινουργιοχωρίτισσα και Ελένη Η Καινουριοχωρίτισσα. Η Σμαράγδα παίχτηκε στο μεσοπόλεμο στην Ιεράπετρα. Επίσης, κατά μαρτυρία της Εργίνας Διαλλινά, τα έργα αυτά παίζονταν πολλές φορές πριν και μετά τον πόλεμο, κυρίως στη Νεάπολη και μάλιστα, τον δεκαπενταύγουστο. Παίχτηκαν επίσης σε άλλες πόλεις του νομού Λασιθίου, όπως στη Σητεία και στην Κριτσά, με μεγάλη επιτυχία.
Τη στιγμή που θεατρικοί συγγραφείς όπως οι Ξενόπουλος και Καμπύσης παρήγαγαν δραματουργία εμφανώς επηρεασμένη από τη θεατρική παραγωγή της Δύσης κι απευθύνονταν σε καλλιεργημένο αστικό κοινό, ο Διαλλινάς έγραφε για τους απλούς ανθρώπους του Καινούριου Χωριού, που δεν είχε μετονομαστεί ακόμη σε Νεάπολη. Κατά συνέπεια, το μήνυμα των έργων του είναι εύληπτο κι αποβλέπει κυρίως στη συναισθηματική διέγερση του απλοϊκού κοινού του, όπως συμβαίνει στο είδος του λαϊκού θεάτρου. Από αυτό το κοινό προέρχονταν κι οι ηθοποιοί του, που ήταν ερασιτέχνες.
Η στιχουργία του έχει ενδιαφέρον, καθώς φαίνεται να ακολουθεί πορεία αντίθετη απ' αυτή του Σολωμού. Ο στίχος είναι μεν ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, αλλά ο ανομοιοκατάληκτος του δημοτικού τραγουδιού. Τον προτιμά πιθανότατα γιατί είναι ο στίχος του κλέφτικου τραγουδιού, που με αυτόν τραγουδήθηκαν τα τραγούδια της λευτεριάς από τον τούρκικο ζυγό. Ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους εγκαταλείπει στο 3ο σχεδίασμα, τη ρίμα του κρητικού θεάτρου για τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Ο Διαλλινάς, ξεκινώντας με τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, θα προκρίνει στη συνέχεια τη ρίμα, προτιμώντας την επική φόρμα του Ερωτόκριτου από τη θεατρική της Ερωφίλης και του Βασιλιά του Ροδολίνου, για τα δύο ποιήματά του, τον Καπετάν Καζάνη (1909) και τη Κριτσωτοπούλα (1912). Όμως τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο δεν τον ακολουθεί με συνέπεια. Στη Σμαράγδα, στη δεύτερη πράξη, στις τέσσερεις πρώτες σκηνές, όπου συνομιλούν κυρίως Τούρκοι, ο στίχος γίνεται ιαμβικός δωδεκασύλλαβος, επίσης ανομοιοκατάληκτος. Πιθανώς δεν ήθελε να βάλει στο στόμα Τούρκων τον ηρωικό δεκαπεντασύλλαβο του κλέφτικου τραγουδιού και για αυτό προτίμησε να τον αλλάξει. Στις υπόλοιπες όμως σκηνές επιστρέφει σε αυτόν. Τα ίδια παρατηρούμε και στην Ελένη. Στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης που συνομιλούν Τούρκοι χρησιμοποιεί δωδεκασύλλαβο. Ομοίως και στις τρεις πρώτες σκηνές της τέταρτης πράξης. Μόνο στην έβδομη σκηνή βλέπουμε δύο δωδεκασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα που τραγουδούν ανώνυμοι χωρικοί, ενώ το έργο κλείνει με τον Καπετάν Καζάνη να τραγουδά σε δεκαπεντασύλλαβη ρίμα.
Να ζήσεις και να χαίρεσαι την οικογένειά σου
μα πλειο πολύ το 'βγόδωμα πού 'πριξε την κοιλιά σου!
—Μαντινάδα του Διαλλινά,
Τα Διάφορα Του Νίσπιτα, Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα (Διέξοδος, 16-11-05)
Τις υποθέσεις των έργων του τις αντλεί από πραγματικά γεγονότα, όπως φαίνεται κι από άλλα κείμενα που υπάρχουν στον τόμο αυτό. Η Σμαράγδα καταλαμβάνει 50 σελίδες στον τόμο, και στο τέλος του έργου αναφέρει ο ποιητής ότι «Εγράφη εν Νεαπόλει Μεραμβέλλου την 15η Μαϊου 1907». Μάλλον είναι υπερβολή να έγραψε το έργο αυτό σε μια μέρα. Πιθανότατα η 15η Μαΐου είναι η μέρα ολοκλήρωσης του έργου, το οποίο 37 σημειώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες αναφέρονται σε πρόσωπα του έργου και σε τοποθεσίες όπου διαδραματίζεται η δράση. Το ιστορικό πλαίσιο παρατίθεται σε ανεξάρτητο πεζό κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στον τόμο και έχει τον τίτλο Ο Χασάν Πασσάς Εν Μεραμβέλλω Και Η Άλωσις Του Απηλαίου Μηλάτου. Μετά από δυο νικηφόρες μάχες το 1823 στην περιοχή της Κριτσάς, κοντά στον Άγιο Νικόλαο, οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να υποχωρήσουν στο οροπέδιο του Λασιθίου, καθώς τους έλειπαν τα πολεμοφόδια. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σπήλαιο της Μηλάτου, αναγκάστηκαν όμως να παραδοθούν όταν τους έλειψε το νερό και τα τρόφιμα κι αφού οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν αμνηστεία. Αυτό έγινε στις 13 Φεβρουαρίου 1823. Οι Τούρκοι, παραβιάζοντας την υπόσχεσή τους, έσφαξαν τους πολεμιστές, ποδοπάτησαν με τα άλογά τους τους γέρους, και τους υπόλοιπους τους πούλησαν.
Τα έργα του Διαλλινά θυμίζουν τις βασικές αρχές αρχαίας τραγωδίας, είναι όμως αμφίβολο αν ο ο ίδιος επηρεάστηκε από την αρχαία τραγωδία. Τον επηρέασε ασφαλώς η αναγνώριση ως μοτίβο της προηγούμενης λογοτεχνικής παραγωγής, λαϊκής και μη, όπως στο Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού, όπου υπάρχει η σκηνή της αναγνώρισης της μάνας με τη κόρη κι η σκηνή της αναγνώρισης ανάμεσα στον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Μπορεί να ειπωθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα πως επηρεάστηκε ακόμα από θεατρικά έργα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, όπου η σκηνή της αναγνώρισης είναι συνηθισμένο μοτίβο. Τα έργα αυτά είχαν κατακλύσει τις αθηναϊκές σκηνές, ώστε αρκετά από αυτά θα πρέπει να τα γνώρισε ο Διαλλινάς κατά τη παραμονή του στην πρωτεύουσα. Το έργο του διακρίνεται επίσης από απροσδόκητα κι ανατροπές, που συγκινούν το λαϊκό κοινό του. Ολιγοπρόσωπα καθώς είναι και με λίγες σκηνές, δεν θα ήταν σκηνικά, ιδιαιτέρως απαιτητικό.
To γλωσσικό ζήτημα που απασχόλησε την κυρίως Ελλάδα δεν άγγιξε τον ίδιο. Ανενδοίαστα χρησιμοποιεί λόγιους τύπους για να συμπληρώσει το μέτρο. Ευδιάκριτες είναι επίσης πολλές χασμωδίες στους στίχους του, κυρίως στην Ελένη, οι οποίες δεν φαίνεται να τον απασχολούν, εφόσον συμπληρώνεται το μέτρο, ενώ δε βασανίζεται ιδιαίτερα να τους αποφύγει. Η χρήση λόγιων τύπων γίνεται πιθανώς κι από μια κάποια φιλαρέσκεια του Διαλλινά, στην προσπάθειά του να εντυπωσιάσει ίσως το αγράμματο στη πλειοψηφία, κοινό του. Επίδειξη λογιοσύνης από μέρους του είναι και η συχνή χρήση διασκελισμού, τον οποίο, παρεμπιπτόντως, αποφεύγει εντελώς ο Κορνάρος στα έργα του.
Η προσευχή είναι ένα άλλο μοτίβο στη ποίησή του. Στην πέμπτη σκηνή της δεύτερης πράξης, η Σμαράγδα προσεύχεται με 27 στίχους στον Χριστό. Στο τέλος του έργου, πατριωτικό και θρησκευτικό στοιχείο βρίσκονται μαζί. Οι τελευταίοι στίχοι του έργου είναι τυπωμένοι με έντονους χαρακτήρες. Στην Ελένη δεν υπάρχουν σημειώσεις ούτε χρονολογική ένδειξη για το πότε γράφτηκε. Από άλλο κείμενο των «Απάντων» μαθαίνουμε όμως ότι πρόκειται για ιστορικό γεγονός. Σαν terminus ante quem μπορούμε να θεωρήσουμε το 1912, τότε που έγινε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. όπως συνάγεται από το τέλος του έργου. Η ένταση με την οποία εκφράζεται η λαχτάρα της Ένωσης μας κάνει να υποθέσουμε ότι το θέμα βρισκόταν μάλλον επί τάπητος, γεγονός που τοποθετεί το terminus post quem του έργου λίγο νωρίτερα, πιθανότατα μετά το 1907, τη χρονιά που γράφηκε η Σμαράγδα. Η θέση του έργου στον τόμο, μετά από αυτή, ενισχύει την υπόθεση αυτή.
Ο Διαλλινάς προσπάθησε να μην παραλείψει τίποτα από τα ιστορικά γεγονότα, ωστόσο δεν ενδιαφέρθηκε για τη θεατρική αρτιότητα των έργων του όσο για τη διέγερση του εθνικού φρονήματος των θεατών, όπως έκαναν οι ομότεχνοί του στην Αθήνα την ίδια εποχή, όπου με έργα πατριωτικού περιεχομένου, από την επιθεώρηση μέχρι την οπερέτα, προσπαθούσαν να παρασύρουν το λαϊκό κοινό τους σε παραλήρημα εθνικού ενθουσιασμού. Το ενδιαφέρον του για την ιστορία όμως τον κάνει να αντλεί τις υποθέσεις των έργων του από πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να παρασύρεται σε αντιθεατρικές λεπτομέρειες, προκειμένου να μείνει πιστός στην ιστορική αλήθεια. Θα του άξιζε μια καλύτερη θέση στην ελληνική γραμματολογία, όχι τόσο για την ποιότητα του έργου του, που υπολείπεται σαφώς των μεγάλων έργων της Κρητικής Αναγέννησης, όσο κυρίως για την επίδραση που άσκησε στον απλό κόσμο της εποχής, επίδραση που θα τη ζήλευαν κι οι πιο φτασμένοι λογοτέχνες και δραματουργοί μας σήμερα.
Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσωτοπούλα, τα τελευταία κρητικά έπη, δημοσιεύθηκαν το 1909 και 1912 αντίστοιχα. Είναι γραμμένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία της κρητικής ποιητικής παράδοσης, το στίχο που γράφονται ακόμη και σήμερα τα γνωστά κρητικά δίστιχα (μαντινάδες), κυρίως ερωτικού περιεχομένου. Στο στίχο αυτό γράφηκαν τα κορυφαία έργα της κρητικής αναγέννησης, γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν η Κρήτη ήταν κατακτημένη από τους Ενετούς. Τα έργα αυτά είναι οκτώ θεατρικά και το εκτενές έπος Ερωτόκριτος, που σύμφωνα με τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη, αποτελεί το κορυφαίο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό που ξεχωρίζει τα έργα αυτά από τον Καπετάν Καζάνη και τη Κριτσωτοπούλα είναι ότι αυτοί που τα συνέθεσαν ήταν σύγχρονοι των ηρώων τους οποίους τραγουδούν, ενώ ο Διαλλινάς γράφει για δύο ήρωες της επανάστασης του 1821 σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε μια αποφασιστική καμπή της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η Κρήτη μόλις πριν λίγα χρόνια (1898) είχε αποκτήσει την αυτονομία της, ελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό. Στην Ελλάδα, οι αστικές δυνάμεις αναπτύσσονταν ραγδαία, καταφέρνοντας ένα αποφασιστικό κτύπημα στις παλαιοκομματικές συντηρητικές δυνάμεις του φεουδαρχισμού με το κίνημα στο Γουδί το 1909, χρονιά που δημοσιεύεται ο Καπετάν Καζάνης. Στο γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζουν τη δημοτική, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα, μια γλώσσα τεχνητή που διαφέρει λίγο από τη γλώσσα των ευαγγελίων. Μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τις αστικές δυνάμεις, τίθεται το οξύ πρόβλημα της απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών που ήταν ακόμη υπόδουλα στους Τούρκους. Οι Κρητικοί, εμπειροπόλεμοι από τις δικές τους αλλεπάλληλες εξεγέρσεις, έσπευσαν εθελοντές, ενώ επικεφαλής των ελληνικών αστικών πολιτικών δυνάμεων τέθηκε ένας κρητικός επαναστάτης πολιτικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μέσα σε αυτό το κλίμα του εθνικοαπελευθερωτικού ενθουσιασμού, ο Διαλλινάς γράφει τα δύο επικά ποιήματα, που αναφέρονται σε δύο ήρωες της επανάστασης του '21, για να συνεπάρει και να τονώσει το εθνικό φρόνημα, θέτοντάς τους ως υποδείγματα ανδρείας.
Ο Καπετάν Καζάνης είναι σύντομο αφήγημα 364 στίχων, γεμάτο δραματική ένταση, με κυρίαρχο το μοτίβο της εκδίκησης. Αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από την παιδική ηλικία του Εμμανούηλ Ροβίθη, που πήρε το παρατσούκλι «Καζάνης», γιατί κατά τη βάπτισή του, επιτέθηκαν Τούρκοι στην εκκλησία, έσπασαν την κολυμπήθρα και προκειμένου να μη μείνει αβάπτιστο το παιδί βαπτίστηκε μέσα σε καζάνι. Η Κριτσωτοπούλα είναι εκτενέστερη, αποτελούμενη από 1367 στίχους. Ηρωίδα του έργου είναι η Ροδάνθη, κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς. Ένας Τούρκος την ερωτεύτηκε, και την απήγαγε αφού σκότωσε τους γονείς της για να την παντρευτεί. Όμως τη βραδιά του γάμου ξεγελώντας τον, εκείνη τον μαχαιρώνει και το σκάει στο βουνό, στο λημέρι του καπετάν Καζάνη, μεταμφιεσμένη σε άντρα, με το όνομα Μανώλης. Επειδή δεν είχε γένια και μη γνωρίζοντας τα παλικάρια ότι είναι γυναίκα, της έδωσαν το προσωνύμιο Σπανομανώλης. Στη συνέχεια περιγράφονται κάποια κατορθώματά της και το έργο τελειώνει με τον ηρωικό θάνατό της στη μάχη της Κριτσάς το 1823. Μόλις 3 χρόνια χωρίζουν το ένα έργο από το άλλο και τα σημεία της παρακμής του είδους γίνονται ιδιαίτερα ορατά. Ο Καπετάν Καζάνης είναι έργο σφιχτοδεμένο, με ενιαία πλοκή, αδιάπτωτα αφηγηματικό, με πυρηνικά επεισόδια, κατά την ορολογία του Ρολάν Μπαρτ, με το ένα να πυροδοτεί το άλλο. Στη Κριτσωτοπούλα, μετά την κορύφωση της εκδίκησης με το φόνο του Τούρκου, το αφηγηματικό ενδιαφέρον πέφτει, ο μύθος γίνεται, κατά την αριστοτελική ορολογία, επεισοδιώδης, με γεγονότα λίγο πολύ ασύνδετα μεταξύ τους.
Η θεματική αυτή είναι συχνή. Εντοπίζεται κατ' αρχήν στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, όπου ο μεγάλος δραματουργός αντιπαραβάλει τον κόσμο της Αντιγόνης με τις αξίες των κοινοτικών δεσμών αίματος και της θεοσέβειας, με τον κόσμο του Κρέοντα, όπου επικρατεί ο νόμος πάνω από τα έθιμα και το χρήμα παίζει καταλυτικό ρόλο στην ανθρώπινη στάση και συμπεριφορά. Στο κινηματογραφικό έργο Ο Σαμουράι του Μασάκι Κουμπαγιάσι, βλέπουμε επίσης τη θλίψη για τον αμετάκλητο χαμό της ηρωικής εποχής των Σαμουράι με τον αυστηρό κώδικα τιμής και την υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, σε σχέση με τον καινούριο κόσμο που φέρνουν τα πυροβόλα όπλα, όπου ο πρώτος αχρείος μπορεί να σκοτώσει τον ευγενικό και γενναίο σαμουράι. Η θεματική αυτή είναι επίσης κυρίαρχη σε ένα κορυφαίο έργο της νεοελληνικής δραματουργίας, Το Μυστικό Της Κοντέσσας Βαλέραινας, του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Στη Κριτσωτοπούλα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ οι μη αφηγηματικές, ηθικοδιδακτικές και λυρικές παρεμβολές είναι πολύ περισσότερες και φυσικά δύσκολα απομνημονεύσιμες. Το θέμα της σύγκρισης του παλιού καλού καιρού με τη σημερινή εποχή επανέρχεται διαρκώς διακόπτοντας την αφηγηματική ροή της ιστορίας. Τα λαϊκά έπη αναπτύσσονται σε λίγο πολύ ομοιογενείς κοινωνίες, όπου οι αποκλίσεις είναι ελάχιστες. Τέτοια ήταν η κρητική κοινωνία μέχρι και ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα. Η ρήξη δημιουργείται με τις ξενικές επιδράσεις που εισβάλλουν στον κρητικό χώρο, μέσω της ελεύθερης Ελλάδας και με τη δημιουργία μιας ντόπιας αστικής τάξης, που προσβλέπει με ελπίδα στην Ευρώπη τόσο για τη δική της ανάπτυξη, όσο και για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών. Οι γόνοι των αστών αυτών μορφώνονται σε σχολεία στα οποία κυριαρχεί η καθαρεύουσα και θα κυριαρχήσει μέχρι τη δεκαετία του '70, όταν μετά τη πτώση της χούντας και τη μεταπολίτευση, η δημοτική, που είχε αλώσει πριν 70 χρόνια τη λογοτεχνία, καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, θέτοντας έτσι τέρμα στη διγλωσσία.
Μιαν ομιλία θα σας πω λαμπρή κι εκτεταμένη, όπου η Ιστορία μας την είχε σκεπασμένη, μα 'γω την ανακάλυψα, ένας Βιαννίτης γέρως μου την εδιηγήθηκε το περασμένο θέρος. Είνε διαμάντι ατίμητο κρυμμένο μες στο χώμα, που λαμπηρότερο απ' αυτό, άλλο δεν βρέθ' ακόμα. Που μέσα εις ταις φωτειναίς κι ηλιόλαμπρες τ' ακτίνες, φαίνονται μέρες σκοτεινές να λάμπουνε κι εκείνες. Το πήρα και κοπίασα για να το καθαρίσω κι εις τη καινούργια γενεά, χάρισμα να τ' αφίσω. Κι ακούσατε παρακαλώ, όλοι, μικροί μεγάλοι με προσοχή μεγάλη. —Κρητσωτοπούλα, Εισαγωγή |
Ο Διαλλινομιχάλης είναι τυπική περίπτωση κρητικού αστού της εποχής. Μεγαλώνει στο λαϊκό πολιτιστικό περιβάλλον της Κρήτης, με την παράδοση του Ερωτόκριτου και της κρητικής μαντινάδας. Στη συνέχεια, σπουδάζοντας στην Αθήνα ως δικηγόρος, και αποκτώντας το πτυχίο του, θα κουβαλήσει στη μεγαλόνησο τις λόγιες πνευματικές και γλωσσικές του αποσκευές. Είναι και ο ίδιος θύμα του πολιτισμικού διχασμού για τον οποίο θρηνεί, κουβαλώντας τη τραγική αντίθεση του παλιού με το καινούριο μέσα στο έργο του. Οι ηθικοδιδακτικές παρεκβάσεις του με τις οποίες εκφράζει αυτή την αντίθεση είναι οι ίδιες δείγμα, σε μορφολογικό επίπεδο, αυτής της ίδιας αντίθεσης. Ο αδιάπτωτα επικός κόσμος του Ερωτόκριτου εισβάλλεται από στοιχεία λογιοτατισμού και διδακτισμού. Η αβίαστη επική φόρμα της αφήγησης διασπάται κι η διάσπαση αυτή αφήνει τα ίχνη της στην απομνημόνευση: το αφηγηματικό στοιχείο απομνημονεύεται ενώ το μη αφηγηματικό, όχι. Ο μακρόσυρτος, μελοδραματικός θάνατος της ηρωίδας, από τα καλύτερα σημεία του έργου, εξίσου αντιαφηγηματικό, αντιστέκεται στην απομνημόνευση. Η μορφική ρήξη φαίνεται ακόμη στην παραβίαση της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας σε ορισμένα μέρη για χάρη μιας χιαστής ομοιοκαταληξίας που έρχεται από τον ελλαδικό χώρο. Υπάρχει τέλος μια λεκτική ρήξη, με τη χρήση με τη χρήση λόγιων τύπων, όπως η μετοχή «συγκεκινημένη» αντί συγκινημένη, η αιτιατική «ανοησίας άλλας» αντί «ανοησίες άλλες», κ.λπ. Η χρήση αυτή γίνεται αδίστακτα, προκειμένου να διευκολυνθεί ο ποιητής στο μέτρο (με την προσθήκη της μιας συλλαβής με το «συγκεκινημένη») ή η ρίμα (με το «ας» της καθαρευουσιάνικης αιτιατικής). Υπάρχει μια ακόμη παραβίαση, που όμως είναι αναδρομή στα ακριτικά έπη. Στο τέλος της Κριτσωτοπούλας, όταν η ηρωίδα βρίσκεται ετοιμοθάνατη, υπάρχουν μερικοί στίχοι όπου παραλείπεται το πρώτο ημιστίχιο του δεύτερου στίχου της ρίμας, φορτίζοντας το τμήμα αυτό με δραματική ένταση.
Τα δύο αυτά έπη, όντας τα τελευταία, μαρτυρούν τη ρήξη στη πολιτιστική ομοιογένεια της κρητικής κοινωνίας με την εισαγωγή δυτικών επιδράσεων μέσω της Ελλάδας (η Κρήτη ήταν αυτόνομη από το 1898 με αρμοστή τον Έλληνα διάδοχο του θρόνου) σε ζητήματα διατροφής, μουσικών ακουσμάτων, ενδυμασίας, ψυχαγωγίας κ.λπ. που επισημαίνεται τόσο με τις άμεσες αναφορές στις ηθικοδιδακτικές παρεκβάσεις του ποιητή όσο και στη ρήξη της αφηγηματικής φόρμας και την λόγια διαστροφή του λόγου.
Πηγές
* Μπάμπης Δερμιτζάκης, Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσοτοπούλα: Τα δυο τελευταία κρητικά έπη, Ίαμβος, τ. 15-16, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2007
* Το παρόν άρθρο αντλεί περιεχόμενο από άρθρο του Μπάμπη Δερμιτζάκη, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.peri-grafis.com
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License