.
Ο Λεωνίδας Μπόνης (Κερασούντα Ανατολίας 1896 – Αθήνα 1963) ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας που έδρασε στην Αθήνα κυρίως κατά το Μεσοπόλεμο με έργα που σημάδεψαν το κέντρο της πόλης. Τα σημαντικότερα, σε συνεργασία με το Βασίλειο Κασσάνδρα (1904-1973) είναι: το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Μ.Τ.Σ.) (1927-1940, Πανεπιστημίου, Σταδίου και Αμερικής) και το μέγαρο θεαμάτων Ρεξ-Κοτοπούλη-Σινεάκ (1935-1937, Πανεπιστημίου 48). Απόφοιτος της Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts (E.N.S.B.A.) του Παρισιού επηρεάστηκε από τα γαλλικά πρότυπα και ρεύματα του Μεσοπολέμου (Art Deco και μοντέρνος κλασικισμός). Η αρχιτεκτονική του θα έλεγε κανείς ότι χαρακτηρίζεται από ένα νεωτερικό ορθολογισμό. Ασχολήθηκε κυρίως με μεγάλης κλίμακας ιδιωτικά κτίρια γραφείων, καταστημάτων, θεαμάτων και πολλαπλών χρήσεων καθώς και με διαγωνισμούς για δημόσια κτίρια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, υπήρξε τακτικό μέλος του Τ.Ε.Ε. και το έκτο ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρίας(1948). Μεταπολεμικά συνεταιρίστηκε με το Μανώλη Λαζαρίδη (1894-1961) με μικρότερη, όμως, σε όγκο και σημασία παραγωγή. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 67 ετών.
Βίος
Καταγωγή και παιδικά χρόνια
Ο Λεωνίδας Μπόνης γεννήθηκε στην Κερασούντα της Ανατολίας από γονείς ανδριώτικης καταγωγής και μεγάλωσε μαζί με τα έξι μικρότερα αδέρφια του στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Μέσα σε ένα λόγιο περιβάλλον – ο πατέρας του, Νικόλαος Μπόνης, ήταν ιδιοκτήτης τυπογραφείου και εκδότης ελληνικών εφημερίδων, η δε μητέρα του, Γεωργία Σούμα, ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, σπουδαγμένη στο Παρίσι – ο Λεωνίδας πήρε γαλλική παιδεία και αποφοίτησε από τη Ζωγράφειο Σχολή, με δάσκαλο το Νάτσινα. Αρχιτεκτονικές σπουδές Το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική τον έφερε στην Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκε στην Πλάκα από την αδερφή της μητέρας του για να δουλέψει στο γραφείο του Βασιλείου Κουρεμένου(1875-1957), αποφοίτου της E.N.S.B.A., μετέπειτα καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η απασχόληση του Λεωνίδα δίπλα στο διακεκριμένο αρχιτέκτονα οφειλόταν μάλλον στη γνωριμία του δεύτερου με την οικογένεια Μπόνη κατά το διάστημα 1910- 1915 , οπότε και βρισκόταν στην Πόλη εκτελώντας σημαντικά έργα. Αυτή η πρώτη επαφή με το αντικείμενο υπήρξε καθοριστική για τη συνέχεια, καθώς ο Κουρεμένος, διαβλέποντας τις ικανότητες του νεαρού Μπόνη, τον ενθάρρυνε αλλά και βοήθησε να σπουδάσει στην E.N.S.B.A. στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη γαλλική πρωτεύουσα (1921-1928) ο Μπόνης χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να καλύψει το κόστος της φοίτησής του, καθώς τα οικονομικά της οικογένειάς του στην Πόλη χειροτέρευαν. Μαθητής των V. A. F. Laloux και C. H. C. Lemaresquier , διακρίθηκε τόσο στα συνθετικά μαθήματα της σχολής όσο και σε διαγωνισμούς. Ένας από αυτούς ήταν και ο διαγωνισμός για το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού το 1926, στον οποίο και πήρε το πρώτο βραβείο μαζί με το συμφοιτητή και μετέπειτα συνεργάτη του Β. Κασσάνδρα στην πρώτη τους κοινή προσπάθεια. Ο Μπόνης, για να επεξεργαστεί την πρότασή τους, έμεινε ένα ολόκληρο εξάμηνο στην Αθήνα, καθυστερώντας έτσι την ολοκλήρωση των σπουδών του. Όμως, η προσπάθεια τους ανταμείφθηκε , καθώς εκτός από το χρηματικό έπαθλο των 100.000 δρχ. τους ανατέθηκε και η μελέτη της άμεσης εκτέλεσης του έργου.
Συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Το 1928 ο Μπόνης επιστρέφει στην Αθήνα με την ολοκλήρωση των σπουδών του και ξεκινάει η κοινή επαγγελματική του πορεία με τον Κασσάνδρα. Οι δύο αρχιτέκτονες εργάζονται ως μελετητές της ανέγερσης του επιβλητικού μεγάρου του Μ.Τ.Σ. και παράλληλα συμμετέχουν με μεγάλη επιτυχία σε πλήθος διαγωνισμών του Μεσοπολέμου. Το γραφείο τους, που στεγάζεται για μεγάλο διάστημα στο μέγαρο Μ.Τ.Σ. – τα 2/3 του ολοκληρώθηκαν το 1932, οφείλει την επιτυχία του στις κοινωνικές σχέσεις του Κασσάνδρα με εύπορους αστούς και αθηναίους επιχειρηματίες και στην εργατικότητα και μεθοδικότητα του Μπόνη. Γόνιμη ήταν και η συνεργασία τους με το Γάλλο συμφοιτητή τους Henri Ducoux, ο οποίος θα παντρευτεί την αδελφή του Μπόνη Βιργινία το 1930 και θα του χαρίσει εκτός από επαγγελματικές γνωριμίες και τη φιλία εκλεκτών μελών της γαλλικής παροικίας στην Αθήνα.
Δυστυχώς, η απώλεια του μεσοπολεμικού αρχείου Μπόνη-Κασσάνδρα δυσκολεύει την κατάρτιση της εργογραφίας τους και μας εμποδίζει να προσδιορίσουμε τι μελετήθηκε από κοινού και τι όχι. Δεν μπορούμε, επίσης, να πούμε με βεβαιότητα αν οι δρόμοι τους χώρισαν πριν ή μετά το 1940. Πάντως, από το 1938 μέχρι το 1949/50 ο Μπόνης διατηρούσε σίγουρα προσωπικό γραφείο στο διαμέρισμά του στην οικογενειακή πολυκατοικία της οδού Ησιόδου 28.
Τα χρόνια της κατοχής
Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής ο Μ. Λαζαρίδης ιδρύει μαζί με τον Μπόνη, σε συνεργασία με τους αρχιτέκτονες Νικόλαο Κακούρη (1903-1991) και Γεώργιο Βυργιώτη (1902-1958) , Σχολή Αρχιτεκτονικών Μελετών φροντιστηριακού χαρακτήρα για σπουδαστές του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κυρίως όσους σκόπευαν να σπουδάσουν στην παρισινή Ecole des Beaux Arts. Στο γραφείο του Λαζαρίδη (Συγγρού 4), οπού στεγαζόταν η σχολή, θα μαθητεύσουν και θα εργαστούν τότε πολλοί σημαντικοί αρχιτέκτονες του ΄60, όπως ο Τάκης Ζενέτος (1926-1977) και ο Νίκος Χατζημιχάλης (1923-1998). Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου ήταν πολύ δύσκολα για τον Μπόνη και την οικογένειά του. Στα Δεκεμβριανά του ΄44 σκοτώνεται η συζυγός του Αικατερίνη Ξηρουχάκη από αδέσποτη σφαίρα αφήνοντας ορφανές τις δύο κόρες τους, Κατερίνα και Αγγέλα, ενώ το 1949/50 πωλείται η οικογενειακή πολυκατοικία – που είχε γίνει σε σχέδιά του το 1936-37, οπού υπήρχαν το γραφείο και τα δύο ιδιόκτητα διαμερίσματα του αρχτέκτονα.
Συνεργασία με Μ. Λαζαρίδη
Μεταπολεμικά ο Μπόνης εργάζεται για μικρό χρονικό διάστημα στο Υπουργείο Συγκοινωνίας πριν επιστρέψει οριστικά στο ελεύθερο επάγγελμα και συνεταιριστεί με το φίλο του Μ. Λαζαρίδη. Ο πρώην συνεργάτης του Κασσάνδρας επικεντρώνεται στην ακαδημαϊκή του καριέρα. Το πρώτο μεταπολεμικό γραφείο του Μπόνη στεγάζεται στην οδό Σταδίου, όπου το παλιό κατάστημα Athenee, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το κοινό γραφείο Μπόνη-Λαζαρίδη θα στεγαστεί στην ιδιόκτητη και σχεδιασμένη από τους ίδιους πολυκατοικία τους επί της πλατείας Κλαυθμώνος. Το γραφείο τους, αν και εργάστηκαν γνωστοί νέο απόφοιτοι της E.N.S.B.A., όπως ο Σθένης Μολφέσης (1929-1998), δε θα μπορέσει να ακολουθήσει τις αρχιτεκτονικές εξελίξεις της εποχής κα το έργο που θα παράγει θα είναι κατώτερο του προπολεμικού των δύο αρχιτεκτόνων.
Έργο
Το αρχιτεκτονικό έργο του Λεωνίδα Μπόνη χωρίζεται σε δύο περιόδους.Η πρώτη εκτείνεται από το 1928 μέχρι το 1940 και περιλαμβάνει τον κύριο όγκο της δουλειάς του αλλά και τα πιο σημαντικά του έργα, μερικά από τα οποία αποτέλεσαν έργα αναφοράς της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής. Η δεύτερη εκτείνεται από το 1949 μέχρι και το 1961 και χαρακτηρίζεται από έργα μικρότερης σημασίας, καθώς ο Μπόνης προσπαθεί να παρακολουθήσει τις μεταπολεμικές εξελίξεις.
Α΄ περίοδος (1928-1940)
Σε αυτή διακρίνονται δύο επιμέρους φάσεις, η παραγωγικότατη περίοδος των ετών 1928-1937, που ταυτίζεται χρονικά με τη συνεργασία του με το Β. Κασσάνδρα και τον οργασμό ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας, και η τελευταία διετία του Μεσοπολέμου 1938-1940, οπότε και ο Μπόνης επηρεάζεται από το γενικότερο συντηρητισμό. Τα έργα της πρώτης φάσης τεκμηριώνουν το ρόλο του στον τυπολογικό και μορφολογικό εκσυγχρονισμό του κτιρίου γραφείων-καταστημάτων-ψυχαγωγίας. Επίσης, φανερώνουν την έντονη επιρροή της E.N.S.B.A. τόσο στο ύφος όσο και στις βασικές συνθετικές αρχές του. Πιο συγκεκριμένα, οι παραδοσιακές αρχές σύνθεσης της Σχολής του Παρισιού που ακολουθεί είναι η διαύγεια στην έκφραση της κεντρικής ιδέας του αρχιτεκτονήματος – του parti – , η προσεκτικότατη μελέτη και επιδέξια σύνθεση των κατόψεων για να συνδυαστεί η λειτουργικότητα με την ευρυχωρία και την αισθητική, η ιδιαίτερη σημασία στον αερισμό και φυσικό φωτισμό των χώρων με τη δημιουργία εσωτερικών αυλών και φωταγωγών και τέλος, η ανθρωπομετρική διάπλαση των όψεων, σύμφωνη με τον κλασικισμό, με βάση, κορμό και στέψη. Γενικότερα, τα έργα του εκφράζουν την κοινή προσέγγιση των γαλλοσπουδασμένων αρχιτεκτόνων ως προς την αστική αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζεται από διακοσμητική καλαισθησία, αγάπη για τα πολυτελή υλικά και τα εκλεπτυσμένα χρώματα, συγκρατημένη νεωτερικότητα και επιβλητικό, μνημειώδες ύφος.
Συμμετοχές σε διαγωνισμούς- σημαντικότερα έργα
Ασχολήθηκε κυρίως με μεγάλης κλίμακας ιδιωτικά κτίρια γραφείων, καταστημάτων, θεαμάτων και πολλαπλών χρήσεων καθώς και με διαγωνισμούς για δημόσια κτίρια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Τα σημαντικότερα ήταν:
Πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό για το μέγαρο Μετοχικού Ταμείου Στρατού (1926) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα και υλοποίηση της πρότασης τους σε τρεις φάσεις (1928-1940)
Το έργο αυτό φανερώνει όσο κανένα άλλο την προσπάθεια του αρχιτέκτονα για δημιουργική προσαρμογή του μορφολογικού κώδικα της Παρισινής Σχολής στα αθηναϊκά δεδομένα. Οι όψεις συνδυάζουν την αυστηρότητα του αφαιρετικού κλασικισμού (γιγάντιες παραστάδες) με την πολυχρωμία και τα πολυτελή υλικά (ορθομαρμαρώσεις, μωσαϊκά) του Art Deco. Οι δε εσωτερικοί χώροι – κινηματοθέατρο Παλλάς, χορευτικό κέντρο Μαξίμ, ζαχαροπλαστεία Zonar’s και Floca –διακρίνονται για τον επιτυχημένο χειρισμό του διακοσμητικού κώδικα της Αrt Deco.
Πρώτος έπαινος στο διαγωνισμό του μεγάρου της Τράπεζας της Ελλάδος (1929) σε συνεργασία με το Β. Κασσάνδρα
Έπαινος στο διαγωνισμό για το Υπουργείο Στρατιωτικών (1932) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Βράβευση στο διαγωνισμό για την επέκταση και ανάπλαση του μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων(σήμερα Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) (1932) σε συνεργασία με το Μ. Λαζαρίδη και ανάθεση της οριστικής μελέτης (ολοκλήρωση 1935)
Α΄ βραβείο στο διαγωνισμό για το Κτίριο Ο.Δ.Δ.Ε.Π. (1939) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Α’ βραβείο στο διαγωνισμό για τη μελέτη των όψεων του Ωδείου Αθηνών (1939) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Γ΄ βραβείο στο διαγωνισμό για το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από την πλατεία Συντάγματος και τις οδούς Μητροπόλεως, Βουλής και Ερμού) (1939) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Μέγαρο θεαμάτων «Ρεξ-Κοτοπούλη-Σινεάκ» (1935-1937) σε συνεργασία με Β. Κασσάνδρα
Αυτό ήταν το πρώτο συστηματικό κέντρο θεαμάτων στην Αθήνα. Πέρασε στη διεθνή βιβλιογραφία χάρη στην ευρηματική προσαρμογή του γαλλικού τύπου των επάλληλων αιθουσών (θέατρο Ηλυσίων Πεδίων, 1913, Auguste Perret) σε ένα πολύ στενομέτωπο οικόπεδο. Κατασκευάστηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα σύμφωνα με όλους τους κανόνες της σύγχρονης τεχνολογίας. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε, βέβαια, η ενεργή συμμετοχή του εργοδότη στις αποφάσεις για τη διαμόρφωση τόσο της εσωτερικής διακόσμησης όσο και της πρωτόγνωρης για τα αθηναϊκά δεδομένα γυάλινης πρόσοψης αμερικανικού τύπου, που κατά πάσα πιθανότητα δεν έβρισκε σύμφωνους τους αρχιτέκτονες.
Η ενασχόλησή του με την κατοικία ήταν περιορισμένη. Είναι γνωστές δύο μονοκατοικίες του στην Άνδρο, η έπαυλη Καμπάνη και η κεραμοσκεπής έπαυλη Κυδωνιέως (π. 1937).
Αν και πολλές οι πολυκατοικίες του Μπόνη στη μεσοπολεμική Αθήνα, με τη βαριά και αυστηρή τους γραμμή, υστερούν έναντι εκείνων άλλων συναδέλφων του, που ασχολήθηκαν συστηματικότερα με το θέμα. Ξεχωρίζουν οι εξής τέσσερις:
Η διώροφη οικοδομή Παναγιώτη Κιρκή στη γωνία Σόλωνος και Λυκαβητού 10 (1928) σε συνεργασία με τον Henri Ducoux, με στοιχεία Art Deco στις όψεις αλλά συντηρητισμό στη διάπλαση
Η ημιπενταώροφη πολυκατοικία των αδελφών Ασκητοπούλου στην οδό Κριεζώτου 7 (1933), η πιο μοντέρνα πολυκατοικία του Μπόνη, με καινοτομίες στην πρόσοψη που παραπέμπουν σε συνοικίες του Παρισιού (bay-windows)
Η πενταώροφη οικογενειακή πολυκατοικία του Μπόνη στην οδό Ησιόδου 28 (1936), σε συντηρητικότερο πνεύμα αλλά με ιδιαίτερα επιμελημένη επίπλωση και διακόσμηση Art Deco σχεδιασμένη από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα
Η γωνιακή πολυκατοικία του Χαριλάου Βούλγαρη στην Κυψέλη, Πιπίνου και Επτανήσου 3 (1938-1939), με στοιχεία νεοκλασικά και Art Deco, εξεζητημένα κάπως για τη μεσοαστική αυτήν πολυκατοικία
Β΄ περίοδος (1949-1961)
Μετακατοχικά το έργο των συνεταίρων Μπόνη-Λαζαρίδη, αν και αφορά ευάριθμα κτίρια γραφείων, πολυκατοικίες και μονοκατοικίες, ανακαινίσεις και ανεκτέλεστες μελέτες, δεν έχει την πνοή του προπολεμικού τους έργου. Χαρακτηρίζεται από συντηρητισμο,, άλλοτε στην προσπάθεια ανανέωσης του Art Deco και του μοντέρνου κλασικισμού του ΄30 και άλλοτε σε συμφωνία με τις τάσεις του ΄50, στις οποίες υπερέχουν οι νεότεροι συνάδελφοί τους.
Σημαντικότερα έργα
Το μέγαρο Ταμείου Εμπόρων στην οδό Βουλής 8-10 (1949), εκλεκτικιστικής τεχνοτροπίας με εξεζητημένη μνημειακή πρόσοψη αλλά πιο μοντέρνα αντιμετώπιση των εσωτερικών χώρων
Το ιδιόκτητο κτίριο γραφείων-καταστημάτων των δύο αρχιτεκτόνων επί της πλατείας Κλαυθμώνος (1957), κτίριο αντιακαδημαϊκού και έντονα διακοσμητικού (κεραμικές επενδύσεις Art Deco) χαρακτήρα
Πηγές
Ελένη Φεσσά - Εμμανουήλ, Εμμανουήλ Β. Μαρμαράς, 12 Έλληνες αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License