O Κλεοφών (... - 405 π.Χ.) ήταν πολιτικός και πιθανόν αρχικά έμπορος στο επάγγελμα, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην αρχαία Αθήνα προς τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου υπερασπιζόμενος με πάθος την άμεση δημοκρατία αλλά και τη συνέχιση του πολέμου, ενώ η Αθήνα είχε ακόμα το περιθώριο να συνθηκολογήσει σχετικά αξιοπρεπώς. Χαρακτηρίστηκε από πολλούς δημαγωγός και από τους ολιγαρχικούς –που εντέλει τον εκτέλεσαν- ακραίος δημοκράτης, βάρβαρος, λαοπλάνος, εμποράκος και προδότης. Οι υπερασπιστές του αντιλέγουν ότι πέθανε πάμφτωχος και δεν είχε προσωπικά κίνητρα πλουτισμού από τον πόλεμο[2] ότι υπήρξε ο πιο βασικός εκφραστής του δημοκρατικού κόμματος, και ότι η επιρροή του οφειλόταν στο ότι εκπροσωπούσε μια μεγάλη μερίδα Αθηναίων οι οποίοι είχαν λόγους να αντίκεινται στην ειρήνη. Δυσπιστούσαν δηλαδή στις ειρηνευτικές προτάσεις της Σπάρτης γιατί ήδη δεν είχαν τηρηθεί από πλευράς της τα συμφωνημένα στην ειρήνη του Νικία, φοβούνταν ότι με τη συνθηκολόγηση θα επανέρχονταν στην Αθήνα πολλοί εξόριστοι ολιγαρχικοί και γαιοκτήμονες[3] και ότι αυτοί στη συνέχεια θα έστρεφαν το πολίτευμα προς συντηρητικές κατευθύνσεις, καταδικάζοντας παράλληλα (με τους ασύμφορους όπως θεωρούσαν όρους της ειρήνης) τον εμπορικό κόσμο της πόλης σε μαρασμό.
Η προσωπική ζωή του
Στο πρόσωπο του Κλεοφώντα υπήρξε μεγάλη πόλωση τόσο στα ταραγμένα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όσο και αργότερα, όταν πολιτικοί και ψηφοφόροι ήθελαν να αποσείσουν τις ευθύνες για τα λάθη που είχαν γίνει στη διάρκειά του. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι περισσότερες αναφορές στον Κλεοφώντα να εστιάζονται με ομοιομορφία και επαναλήψεις σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του και να μην υπάρχει βεβαιότητα για πολλά στοιχεία της ζωής του. Επιπλέον, κυριάρχησαν μετά την εκτέλεσή του οι ολιγαρχικοί, που ήταν φανατικοί προσωπικοί εχθροί του και αυτό επηρέασε και την αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων.
Γνωρίζουμε ότι μάλλον ήταν παντρεμένος με μία γυναίκα που λεγόταν Ξαλαβακχώ[4] και ότι πρέπει να είχε παιδιά, αφού αναφέρεται από το Λυσία[5] ότι «οι συγγενείς που άφησε πίσω του είναι δεδηλωμένα πένητες» -κάτι που δεν θα αναφερόταν για γονείς ή θείους παρά για την κατιούσα γραμμή, τα παιδιά. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πατέρας του και πιθανόν ο ίδιος ήταν έμπορος, και ασχολείτο αρχικά τουλάχιστον με το εμπόριο λυρών[6][7] αλλά ούτε γι’ αυτό υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα, μια που πιθανόν ο όρος «λυριτζής» χρησιμοποιείτο ίσως με μεταφορική έννοια για να τον υποβιβάσει –οι ολιγαρχικοί αλλά και οι πλούσιοι δημοκράτες θεωρούσαν τότε ότι απαξίωναν τους οπαδούς της άμεσης δημοκρατίας με παρεμφερείς χαρακτηρισμούς και έλεγαν για παράδειγμα τον Κλέωνα βυρσοδέψη, τον Ευκράτη λιναρέμπορο, τον Υπέρβολο λυχνοπωλητή, τον Λυσικλή ζωέμπορο κ.λπ. Ο Αισχίνης φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίσει τον Κλεοφώντα και δούλο[8] για να τον συγκρίνει με τον εχθρό του Δημοσθένη στην αντίστοιχη διαμάχη που προκάλεσε αργότερα στην Αθήνα ο Φίλιππος της Μακεδονίας
Παρόμοιες αμφισβητήσεις εκφράζονταν και για την καταγωγή του. Άλλοι επιμένουν ότι ήταν αδιαμφισβήτητα Αθηναίος πολίτης[9] αλλά οι περισσότεροι επιμένουν ότι η μητέρα του ήταν από τη Θράκη και τον αναφέρουν ως «ημιβάρβαρο» ο δε Αριστοφάνης[10] κοροϊδεύει και την χωριάτικη (ή βάρβαρη) προφορά του. Τέλος τον κατηγορούν για λαοπλάνο που μοίραζε λεφτά στο λαό για να πηγαίνει με τα νερά του, αλλά[11] οι δύο οβολοί που εισηγήθηκε ο Κλεοφών και δόθηκαν στους πολίτες ήταν ένα είδος απαραίτητου «επιδόματος φτώχειας» της εποχής εκείνης, επειδή οι Αθηναίοι πεινούσαν κυριολεκτικά και πολλοί ζευγίτες ή και ιππείς είχαν «υποβιβαστεί» στην τάξη των θητών. Χωρίς να παύει να είναι μέτρο που πιθανόν εξυπηρετούσε τον Κλεοφώντα πολιτικά, δεν έπαυε να είναι αναγκαία επιχορήγηση για την επιβίωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Αυτά τα χρήματα σύμφωνα με ορισμένες πηγές δίνονταν ως βοήθημα για να μπορούν οι Αθηναίοι να μετέχουν στη συνέλευση της Εκκλησίας του δήμου[12] και σε αυτή την περίπτωση οπωσδήποτε ο Κλεοφών γνώριζε ότι όσο δημοκρατικό και φιλανθρωπικό κι αν ήταν το συγκεκριμένο μέτρο, δεν έπαυε να επηρεάζει την ψήφο των ευεργετούμενων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δύο οβολοί δεν είχαν σχέση με την παρουσία στην Εκκλησία του δήμου και χορηγούνταν για να μπορούν να παρακολουθούν όλοι οι Αθηναίοι τις παραστάσεις στο θέατρο και να ψυχαγωγούνται μέσα στη δυστυχία τους. Δεν είναι γενικά βέβαιο ποιοι και για ποιον λόγο έπαιρναν αυτό το βοήθημα.
Σε αυτά τα τείχη περιοριζόταν η ζωή των Αθηναίων στα χρόνια του Κλεοφώντα
Η δράση του
Οι περισσότερες αναφορές για τον Κλεοφώντα εστιάζονται στη θέση που τήρησε σε τρεις κρίσιμες περιστάσεις που αφορούσαν τη δυνατότητα υπογραφής ειρήνης με τη Σπάρτη, μια μετά τη νίκη των Αθηναίων στην Κύζικο, το 410 π.Χ., μία μετά τη νίκη στις Αργινούσες το 406 π.Χ. και τέλος μια μετά την πανωλεθρία στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ.
Ο Κλέων εμφανίζεται και τις τρεις φορές να δίνει μάχη για να μην υπάρξει συνθηκολόγηση και παρά τις εναντίον του κριτικές, είναι γεγονός ότι ένας ή και λίγοι άνδρες δεν αρκούσαν τότε για να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη –εξάλλου στη Βουλή τότε κυριαρχούσαν ήδη οι ολιγαρχικοί που πίεζαν για την υπογραφή ειρήνης και κατά συνέπεια πρέπει να υπήρχε πολύ ευρύτερη αντίδραση από αυτήν που παρουσιάζεται -δεν μπορεί δηλαδή λογικά το πείσμα των Αθηναίων να αποδίδεται αποκλειστικά στην προσωπική φιλοπολεμική σταυροφορία του Κλεοφώντα.
Όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναλυτικά[13] οι πρέσβεις των Σπαρτιατών πρότειναν ειρήνη λέγοντας:
οι Λάκωνες ελέγχουν όλη την Πελοπόννησο ενώ οι Αθηναίοι παρά τις νίκες τους περιορίζονται σε ένα μικρό κομμάτι της Αττικής
ο πόλεμος έφερε πολλούς συμμάχους στη Σπάρτη ενώ αφαίρεσε άλλους τόσους από την Αθήνα
το κόστος του πολέμου για εμάς (τους Σπαρτιάτες) καταβάλλεται από τον πιο πλούσιο βασιλιά στον κόσμο (εννοούσαν την Περσία) και ο στρατός μας πολεμάει πιο μαχητικά ενώ σε σας, καταβάλλεται από τους πάμφτωχους Αθηναίους, δηλαδή από τους ίδιους τους πολεμιστές σας
στη θάλασσα όταν βουλιάζουν σπαρτιατικά καράβια δεν χάνουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ενώ εσείς τα επανδρώνετε με πολίτες σας και επομένως χάνετε Αθηναίους πολίτες και το πιο σπουδαίο, όταν εμείς χάνουμε μια ναυμαχία, εξακολουθούμε να διατηρούμε την κυριαρχία στην ξηρά ενώ εσείς αν χάσετε έστω και μια ναυμαχία δεν θα αγωνίζεστε πια για κυριαρχία, αλλά για επιβίωση
και αν αναρωτιέστε γιατί αφού όλα είναι τόσο ωραία για εμάς τους Σπαρτιάτες, προτείνουμε ειρήνη, θα πούμε ότι εμείς δεν κερδίζουμε τίποτα από τον πόλεμο αλλά ότι απλά υποφέρουμε λιγότερο από τους Αθηναίους. Μόνον οι ανόητοι ικανοποιούνται να μοιράζονται τη δυστυχία τους με τον εχθρό τους όταν είναι στο χέρι τους να αποφύγουν και η δύο τη δυστυχία. Η καταστροφή του εχθρού δεν φέρνει χαρά που να επισκιάζει τη θλίψη από το χαμό δικών σου ανθρώπων. Και προτείνουμε επίσης ειρήνη για να δείξουμε και στους θεούς και στους ανθρώπους ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι που είμαστε υπαίτιοι για τη συνέχιση του πολέμου και της δυστυχίας που αυτός προκαλεί.
Όμως παρά τη δυσχερή τους θέση οι Σπαρτιάτες, δεν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω και πρότειναν ανταλλαγή αιχμαλώτων έναν προς έναν και διατήρηση του status quo στο Αιγαίο και την Ιωνία και τη βόρειο Ελλάδα και τον Ελλήσποντο ως είχε διαμορφωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή από τον πόλεμο. Έπρεπε δηλαδή οι Αθηναίοι να συμβιβαστούν απόλυτα με τη διάλυση της Συμμαχίας της Δήλου και να αποδεχτούν ουσιαστικά την πλήρη κυριαρχία των Σπαρτιατών ακόμα και στη θάλασσα
Οι Αθηναίοι δηλαδή φαίνονταν να παίρνουν ανόητες αποφάσεις απορρίπτοντας τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες των Σπαρτιατών και να τελούν υπό την επήρεια λαοπλάνων πολιτικών, πλην όμως το πολιτικό και οικονομικό τοπίο ήταν πολύ πιο περίπλοκο.
Οι περισσότεροι Αθηναίοι δυσπιστούσαν κατά πόσον η Σπάρτη θα τηρούσε τους όρους μιας νέας ειρήνης αφού είχε αρνηθεί να τηρήσει αντίστοιχες συμφωνίες ακόμα και όταν ήταν σε χειρότερη κατάσταση, δηλαδή μετά την υπογραφή της ειρήνης του Νικία. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν αποδώσει την Αμφίπολη και επιπλέον είχαν συνηγορήσει σε εχθρικές κινήσεις των Βοιωτών. Οι δημοκρατικοί και οι δημαγωγοί εκπροσωπούσαν τον εμπορικό κόσμο της πόλης που διέβλεπε επίσης ότι η Σπάρτη στο εξής θα είχε ως στόχο την επιβολή ολιγαρχικών καθεστώτων σε όλες τις περιοχές που ήλεγχε και θα πολιορκούσε οικονομικά και πολιτικά την Αθήνα. Πιθανόν να είχε ως απώτερο στόχο την οικονομική εξαθλίωση των πολιτών της Αθήνας εκτός από των γαιοκτημόνων και αριστοκρατικών που είχαν ακίνητη περιουσία και καλές σχέσεις με τους Λακεδαιμονίους.
Επίσης όλοι φοβούνταν ότι η Σπάρτη, αποδυναμωμένη καθώς ήταν από τον πόλεμο, θα στρεφόταν για οικονομική υποστήριξη στην Περσία και θα αναμείγνυε στην Ελλάδα ακόμα περισσότερο μια ξένη δύναμη. Το πιθανότερο -κατά τη γνώμη των Αθηναίων- σενάριο μεταπολεμικά θα ήταν μόλις η Σπάρτη συνερχόταν οικονομικά και πολιτικά, να επιδιώξει την πλήρη εξαχρείωση των Αθηνών με νέο πόλεμο και με συμμάχους της όλους όσους υπήρχαν ακόμα ελπίδες να παραμείνουν -ή να επανέλθουν- στο αθηναϊκό στρατόπεδο.
Σε γενικές γραμμές οι Αθηναίοι πίστευαν πως ήταν αναπόφευκτο στην Ελλάδα να κυριαρχήσουν ή εκείνοι ή οι Σπαρτιάτες ή οι Πέρσες. Η συνθηκολόγηση στα μάτια τους ουσιαστικά ισοδυναμούσε με παραίτηση από το στόχο της υπό αυτούς ενωμένης Ελλάδας και με εκχώρηση της πρωτοκαθεδρίας στον ελλαδικό χώρο –και πιθανότατα στην ίδια την Αθήνα- σε ολιγαρχικούς ή και σε ξένους (τους Πέρσες).
Οι ειρηνευτικές προτάσεις των Σπαρτιατών επαναλήφθηκαν με ομοιομορφία σε δύο περιστάσεις χωρίς να είναι τόσο βέβαιο ότι σε όλες τις αρνητικές απαντήσεις είχε πρωταγωνιστήσει ο Κλεοφώντας.
Την πρώτη φορά, μετά τη μάχη στην Κύζικο οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε δεινή θέση. Οι Συρακούσιοι σύμμαχοί τους είχαν φτάσει στο σημείο να κάψουν τα πλοία τους για να μην πέσουν σε αθηναϊκά χέρια και οι Σπαρτιάτες πήραν τότε από το σατράπη Φαρνάβαζο ακόμα και ρούχα γιατί οι στρατιώτες δεν είχαν τι να φορέσουν[12]. Εντούτοις όταν έστειλαν πρεσβεία για συζήτηση περί ειρήνης στην Αθήνα, ενώ αντιμετώπιζαν πανωλεθρία, ζητούσαν να κρατήσουν πολλά από τα κεκτημένα του πολέμου. Αρκετοί Αθηναίοι έκριναν ότι έπρεπε να συλλογιστούν την πρόταση γιατί και οι ίδιοι ήταν σε κακή κατάσταση, αλλά φέρεται ότι ο Κλεοφών και άλλοι υποστήριξαν ότι οι όροι ήταν ασύμφοροι. Η πρόταση απορρίφθηκε και ο πόλεμος συνεχίστηκε.
Η δεύτερη ειρηνευτική πρόταση έγινε μετά τη νίκη των Αθηναίων στις Αργινούσες το 406 π.Χ. και τότε οι Σπαρτιάτες ήταν σε τόσο κακή κατάσταση, που ο στρατός έφτασε στο σημείο να συνωμοτήσει για να κάνει πλιάτσικο στη σύμμαχό τους Χίο[14] –οι στρατιώτες κρατούσαν ένα καλάμι σαν διακριτικό για να μην αντιληφθεί την ανταρσία τους ο ναύαρχος Ετεόνικος που είχε διαδεχθεί τον Καλλικρατίδα. Αυτός εκτέλεσε έναν «καλαμηφόρο» και η ανταρσία πήρε τέλος, αλλά κατάλαβε ότι δεν είχε περιθώριο επιλογής: εξανάγκασε τους Χιώτες να συντηρήσουν το στρατό του και στη συνέχεια απευθύνθηκε πάλι στους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν με τις ίδιες προτάσεις στην Αθήνα –τη διατήρηση των κεκτημένων. Τότε σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο Κλεοφών παρουσιάστηκε μεθυσμένος και με πανοπλία στη Βουλή και είπε ότι θα είναι προδοσία να κάνουν ειρήνη[15].
Ήταν η ίδια εποχή που οι Αθηναίοι καταδίκαζαν σε θάνατο τους 8 στρατηγούς που τους είχαν προσκομίσει τη νίκη των Αργινουσών (επειδή δεν είχαν περισυλλέξει 5.000 άνδρες τους μέσα στην τρικυμία) και γενικά το κλίμα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο. Ο λαός για να δοθεί αυτή καθαυτή η ναυμαχία (να χρηματοδοτηθεί η ναυπήγηση 100 πολεμικών πλοίων μέσα σε ένα μήνα και να συντηρηθεί στρατός 20.000 ανδρών) είχε αναγκαστεί να λιώσει το χρυσό άγαλμα της Νίκης και να δώσει αθηναϊκή «υπηκοότητα» σε χιλιάδες δούλους και μετοίκους. Από πάνω δεν είχε θάψει τους χιλιάδες νεκρούς που του είχε στοιχίσει η Σπάρτη -αυτή ήταν η οπτική του. Ήταν βέβαιο πως δεν κυριαρχούσε η ψυχραιμία και ίσως δεν χρειαζόταν ο Κλεοφών για να απορριφθούν οι σπαρτιατικές προτάσεις.
Ο θάνατός του
Το 405 ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά για την Αθήνα. Ήδη από το 406 και ακόμα περισσότερο τώρα, οι κωμωδιογράφοι και άλλοι συγγραφείς έπνεαν μένεα κατά του Κλεοφώντα και άλλων πολιτών που ήταν φανατικοί πολέμιοι της ειρήνης. Ειδικά ο Κλεοφών είχε γίνει αντικείμενο οξύτατης κριτικής και σάτιρας. Τον ανέφερε ο Ευριπίδης χωρίς να λέει το όνομά του, ως έναν αλλόφρονα που δεν ήξερε πότε να κλείσει το στόμα του, “από αυτούς που αργά ή γρήγορα μεγάλο κακό κάνουν στην πόλη»[16], ο κωμωδιογράφος Πλάτωνας στη σάτιρα «Κλεοφών» που δεν διασώθηκε και ο Αριστοφάνης στους Βατράχους και στις Θεσμοφοριάζουσες, όπου μάλιστα προέτρεπε «δώστε στον Κλεοφώντα και στους ομοίους του σκοινί (να κρεμαστούν) και κώνειο» ή «στείλτε τον στην πατρίδα του να κάνει εκεί πολέμους»[17]
Οι ολιγαρχικοί εκμεταλλεύτηκαν το κλίμα των ημερών προκειμένου να απαλλαγούν από την ηγεσία του κόμματος των δημοκρατικών τόσο για προσωπικούς λόγους, όσο και για πολιτικούς –θεωρούσαν δηλαδή ότι η ειρήνη θα ήταν αδύνατη όσο ζούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα. Παρότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τι θα είχε συμβεί αν οι Αθηναίοι είχαν δεχτεί τις ειρηνευτικές προτάσεις (πιθανόν δηλαδή πάλι να αντιμετώπιζαν την ίδια εξαχρείωση), ο δήμος πείσθηκε ότι θα ήταν καλύτερα για όλους αν είχαν δεχτεί.
Αυτό συνέβη κυρίως επειδή μετά την ήττα στους Αιγός Ποταμούς ο Λύσανδρος κατευθύνθηκε στην Αθήνα για να την πολιορκήσει και οι Αθηναίοι άρχισαν πια να πεθαίνουν από την πείνα. Χωρίς να έχουν ακόμα αποφασίσει να συνθηκολογήσουν, έστειλαν πρεσβεία στη Σπάρτη για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση και να διαπραγματευθεί, επειδή έβλεπαν τα περιθώρια να στενεύουν. Οι έφοροι απάντησαν ότι θα διαπραγματεύονταν "αν είχαν ενδείξεις ότι οι Αθηναίοι ζητούν πράγματι ειρήνη" και ως τέτοια ένδειξη (ότι είχαν καμφθεί οι φιλοπόλεμοι) έθεσαν το γκρέμισμα των τειχών. Ο Κλεοφών και άλλοι είπαν ότι άπαξ και γκρεμιστούν τα τείχη οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους θα τους εξανδραποδίσουν και θα καταστρέψουν την Αθήνα. Πέρασε μάλιστα και νόμος που απαγόρευε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε πρόταση ειρήνευσης η φράση "γκρέμισμα των τειχών". Οι αντίπαλοι του Κλεοφώντα κατάλαβαν τότε ότι όσο ζούσε δεν υπήρχε περιθώριο για ειρήνη.
Αισχίνης
Ο Αισχίνης, πολλές δεκαετίες αργότερα, ανέφερε[18] για την παρέμβαση του Κλεοφώντα, ότι «αυτός ο σκλάβος που ξεγέλασε τους Αθηναίους και έγινε πολίτης, παρέσυρε το δήμο τότε (όπως προσπαθούν και τώρα να σας παρασύρουν άλλοι όμοιοί του) και ενώ οι Σπαρτιάτες μας άφηναν να κρατήσουμε όχι μόνον την Αττική, αλλά και τη Λήμνο και την Ίμβρο και τη Σκύρο, αυτός παρέσυρε το λαό σε λανθασμένες αποφάσεις τριγυρνώντας και φωνάζοντας ότι θα έκοβε με το σπαθί του το λαιμό όποιου τολμούσε να μιλήσει για ειρήνη» Αυτά τα λόγια πάντως σήμερα θεωρούνται υπερβολικά, γιατί είναι γνωστό ότι μετά την εκτέλεση του Κλεοφώντα, οι Αθηναίοι και πάλι απρόθυμα δέχτηκαν την ειρήνη και η συνθηκολόγηση υπερψηφίστηκε με οριακή πλειοψηφία, κάτι που αποδεικνύει ότι ο λαός γενικά δεν χρειαζόταν απειλές για να αρνείται την συνθηκολόγηση.
Οταν πάντως οι Αθηναίοι που ήθελαν την ειρήνη κατάλαβαν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από τον Κλεοφώντα και άλλους της ίδιας νοοτροπίας, δρομολόγησαν συλλήψεις. Ένας ολιγαρχικός, ο Σάτυρος από την Κηφισιά[19] πρότεινε να κατηγορηθεί ειδικά ο Κλεοφών για παραμέληση των στρατιωτικών καθηκόντων του. Ο Κλεοφών όντως συνελήφθη -άλλοι διέφυγαν. Η κατηγορία που τον βάρυνε ήταν πως παρέλειψε μια νύχτα να παρουσιαστεί στο στρατόπεδο και κοιμήθηκε στο σπίτι του. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να καταδικαστεί ως λιποτάκτης και προδότης σε θάνατο, οπότε για να εξασφαλίσουν οι διώκτες του την καταδίκη του, δωροδόκησαν ή πίεσαν κάποιον Νικόμαχο[20] που ήταν αντιγραφέας νόμων και αυτός παρουσίασε την ημέρα της δίκης έναν ανύπαρκτο νόμο σύμφωνα με τον οποίο μπορούσαν να συμμετάσχουν ως ένορκοι στη δίκη μέλη της (ολιγαρχικής τότε) Βουλής. Στη δίκη ο Κριτίας μέμφθηκε μεταξύ άλλων την καταγωγή του Κλεοφώντα και εκείνος μέμφθηκε τη δική του επικαλούμενος το Σόλωνα[21] και ειπώθηκαν πολλά άλλα για τα οποία δεν έχουμε όμως στοιχεία. Τελικά ο Κλεοφών, αφού ουσιαστικά δικάστηκε από τους εχθρούς του, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Παραπομπές
Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2018.
Λυσίας, Υπέρ Αριστοφάνους περιουσία, εδάφιο 48
Donald Kagan, The fall of Atheninian Empire, σελίδα 411 και 378
Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσες, 805
Λυσίας, «Υπέρ Αριστοφάνους περιουσίας», εδάφιο 48
Ο Ανδοκίδης, αριστοκράτης, που κατηγορούσε τον Αλκιβιάδη για τις Ερμές, λέει χαρακτηριστικά ότι το σπίτι του ποτέ δεν είχε να ντραπεί για κάτι, παρά μόνον όταν είχε εξοριστεί ο ίδιος και έμενε εκεί ο λυροποιός Κλεοφώντας
Ο Αριστοτέλης. Αθηναίων Πολιτεία, 28
Στο λόγο του «Περί των Πρεσβειών», στο εδάφιο 76 αναφέρει ότι όσοι δεν θέλουν την ειρήνη, είναι σαν τον Κλεοφώντα το λυροποιό, που πολλοί τον θυμούνται και δούλο με δεσμά
Donald Kagan, The fall of Atheninian Empire, σελίδα 250
Κλεοφῶντος, ἐφ᾽ οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδὼν ”ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον“· κελαδεῖ δ᾽ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον, ὡς ἀπολεῖται, κἂν ἴσαι γένωνται.
Donald Kagan, The fall of Atheninian Empire, σελίδα 258
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Κλασικός Ελληνισμός, σελίδα 292
Διόδωρος Σικελιώτης 13ο βιβλίο, 52
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Κλασικός Ελληνισμός, σελίδα 302
Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία, εδάφιο 34
Ορέστης, 903 «κἀπὶ τῷδ᾽ ἀνίσταται ἀνήρ τις ἀθυρόγλωσσος, ἰσχύων θράσει, Ἀργεῖος οὐκ Ἀργεῖος, ἠναγκασμένος θορύβῳ τε πίσυνος κἀμαθεῖ παρρησίᾳ πιθανὸς ἔτ᾽ αὐτοὺς περιβαλεῖν κακῷ τινι: [ὅταν γὰρ ἡδύς τις λόγοις φρονῶν κακῶς πείθῃ τὸ πλῆθος τῇ πόλει κακὸν μέγα:
Στους «Βατράχους» 1505 και στο τέλος
Αισχίνης, Περί των Πρεσβειών, εδάφιο 76
Λυσίας, «Κατά Νικομάχου»
Λυσίας, "Κατά Νικομάχου", εδάφιο 10-13
Αριστοτέλης, Ρητορική
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License