.
Ο Δ. Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 1922 - Αθήνα, 1987) ήταν Έλληνας ιατρός και ποιητής. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα, μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο και εργάστηκε ως Ορθοπεδικός. Με μόνο κριτήριο τον τόπο γέννησης, ανθολογείται από τον Ηλία Σιμόπουλο στην «Αιγαιοπελαγίτικη ποιητική ανθολογία» ανάμεσα σε άλλους που η ποίηση τους διαπνέεται, όπως αναφέρει, από το μεσογειακό φως και το ειδυλλιακό και γραφικό τοπίο των νησιών.
Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η κατάταξη αυτή, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή των «Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ΄ Λυκείου, έχει γίνει με βάση τη χρονολογία της γέννησης των ποιητών – μέχρι δηλαδή το 1928 – καθώς και με το ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα γράμματα μετά το 1940. Σύγχρονοί του οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Άρης Δικταίος, Τάκης Σινόπουλος, Ελένη Βακαλό, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Κάσδαγλη, Έκτωρ Κακναβάτος κ.α.
Ο Ποιητής και η εποχή του.
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά νεωτερικών ποιητών ακολουθεί αρχικά τα βήματα της γενιάς των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου. Τα βήματα δηλαδή των: Γιώργου Σεφέρη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Θέμελη, Γιώργου Σαραντάρη, Νίκου Εγγονόπουλου και τόσων άλλων, οι οποίοι πρώτοι έσπασαν την παράδοση της προκαθορισμένα συμμετρικής εκφοράς του ποιητικού λόγου και έγραψαν σε ελεύθερο στίχο, όπως γράφει ο Αλέξης Αργυρίου στην «Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης». Αυτοί λοιπόν οι δεύτεροι χρονολογικά ποιητές δε συνέχισαν απλώς ότι οι πρώτοι είχαν κατακτήσει αλλά πλούτισαν την ποίηση με τα δικά τους στοιχεία, διαμόρφωσαν τη δική τους ποιητική και τελικά διαφοροποιήθηκαν από τους προγενέστερους, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε για τη μοντέρνα ποίηση. Ιδιαίτερες ποιητικές σχολές δε διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για τάσεις όπως η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση, η υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση στην οποία κατατάσσεται η ποίηση του Δ. Παπαδίτσα. Την κατάταξη μιας τόσο σφαιρικής ποίησης σε καλλιτεχνικά ρεύματα και καθορισμένα καλούπια, η Ελένη Λαδιά θα τη χαρακτηρίσει σκανδαλωδώς άδικο. Αν και υποθέτει ότι «η αναφορά του ποιητή στον κατάλογο των υπερρεαλιστών γίνεται γιατί ο ίδιος έτυχε να έχει πλούσιο ασυνείδητο και γιατί συμπίπτει χρονικά μαζί τους.» Ο ίδιος ο ποιητής με το πεζό του σημείωμα στην «ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ» αρνείται την πραγματικότητα των υπερρεαλιστών, «γιατί αυτή στηρίζεται στο όνειρο και στο τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης». Στο εισαγωγικό του στην «ΠΟΙΗΣΗ ΙΙ» αναφέρει: «Και δεν εκφράζεται ο ποιητής ονομάζοντας τις συγκινήσεις και τις δονήσεις του, αλλά αφήνει το λόγο του να διαποτιστεί απ’ αυτές. Έτσι ο λόγος από τρόπος και στατικό μέσο έκφρασης, αποχτά δυναμικές ιδιότητες• δεν είναι παρά η ίδια η πορεία της ζωής και του πνεύματος, που σε κάθε στιγμή αυτοδημιουργείται και αυτοαποκαλύπτεται.». Η πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών, ζει την εφηβεία της στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και ανδρώνεται στα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου. «Είναι η γενιά που αρχίζει την ποιητική της ζωή με μια βιασύνη». Χαρακτηριστικά ερμηνεύει την τάση τους ο Σεφέρης. «Η κριτική της γενιάς του μεσοπολέμου τους αντιμετώπισε με συγκατάβαση ή προσπάθησε να αποσιωπήσει το έργο τους.» Ελάχιστες αναφορές και συνολικές κριτικές θεωρήσεις έχουμε μέχρι και σήμερα, παρότι δε λείπουν από τη γενιά αυτή ποιητές κάποιου αναστήματος. «Η ποίηση αποτελεί, γι’ αυτούς, άλλοτε καταφύγιο κι άλλοτε μέσο για να δηλωθεί η άρνηση προς μια νόθα και βρώμικη πραγματικότητα. Είτε εμπνεόμενοι από τους κοινωνικούς αγώνες, είτε θέτοντας μεταφυσικές ανησυχίες• με φανατισμό ή ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες• οι περισσότεροι ποιητές αυτής της γενιάς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα ως μέσο για να εκφράσουν τη γύρω τους πραγματικότητα.»,γράφει ο Αλέξης Αργυρίου. Ο Παπαδίτσας γράφει για την ποίηση στο «ΩΣ ΔΙ ΕΣΟΠΤΡΟΥ»: «Η ποίηση είναι η αυθεντικότερη γλώσσα, δηλαδή νηπιακή γλώσσα, όπου το πράγμα, η έκφρασή του, η ονομασία του, η περιγραφή του, ο ήχος του, η μνημιακή του ανάκληση, όλα μαζί είναι ένα. (μνημιακή ανάκληση: μια ολόκληρη διαδικασία για να ξαναμπούμε στον εαυτό μας που γνωρίζει ).
Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα για κείνους που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα.»
Ο Ποιητής και το έργο του
Διαβάζοντας το λόγο του Παπαδίτσα, είτε ποιητικό είτε δοκιμιακό, πρέπει να επιτρέψουμε στο σώμα μας να λειτουργήσει ως αντηχείο.«Η ποίηση του», αναφέρει η Ελένη Λαδιά, «μαγεύει παράξενα με τη γλωσσοπλαστική της δύναμη και τη θαυματουργή ηχητική της, που είναι ανεξάρτητη, εν πολλοίς, από την κατανόηση ή όχι του περιεχομένου». Ο «επουράνιος αυτός αντίλαλος», διαφαίνεται νωρίς και μας προϊδεάζει για «μια ποίηση που γυρεύει το ίδιο της το βάθος και πάσχει ανιχνεύουσα να απεικονίσει την ουσία της φύσης στην αιώνια ροή της», μια ποίηση που δε μπορεί να «υπακούσει σε πρότυπα και καλλιτεχνικούς κανόνες.»
Από τον τίτλο διαφαίνεται μια πρώτη ελπίδα συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα και η αρχή μιας ποιητικής σχέσης διαλεκτικής που θα τελειώσει με το θάνατό του ποιητή. «Η αρχαία Ελλάδα πάντα κυοφορείται μέσα στο παροντικό όραμα του Παπαδίτσα» λέει η Ελένη Λαδιά στο βιβλίο της «Ποιητές και αρχαία Ελλάδα», «όχι με τη μορφή της Σικελιανικής μεγαλοστομίας, μήτε με τη Σεφερική μορφή κάποιας οδυνηρής μνήμης, που πάνω της μετριέται το πενιχρό παρόν. Στην ποίησή του η αρχαία Ελλάδα είναι ένας ζων οργανισμός. Η αγάπη του γι αυτήν δεν είναι μονόπλευρη, η σχέση είναι κάθε φορά και άλλη, ποικίλη, όπως ποικίλες είναι οι εκδηλώσεις του ζωντανού.»
Στους δύο αυτούς τελευταίους στίχους μπορούμε να παρατηρήσουμε τη συμπύκνωση στο λόγο του ποιητή. Η αφοριστική ποίηση του όπως αναφέρει η Ελένη Λαδιά «επιφανειακά παρουσιάζει μια αδυναμία σύνθεσης ή ολοκλήρωσης, με την έννοια που δίνουμε στις συνθέσεις όπως Ο Αλαφροΐσκιωτος του Σικελιανού λόγου χάρη ή ο Δωδεκάλογος του γύφτου του Παλαμά […] Αυτό που βασικά φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι η υποδήλωση εκείνου του στοιχείου που κυοφορείται σ’ όλες τις εποχές και που εκφράζεται μονάχα περιγραφικά ή καλύτερα ανέκφραστα […] Πιο παραστατικά, σημασία για την αφοριστική σκέψη έχει η ουσία της άμμου λόγου χάρη παρά η άμμος σαν χρησιμοποιούμενο υλικό, για να φτιάξεις οικίσκους ή μεσαιωνικούς πύργους, που άλλωστε αλλάζουν με τις αισθητικές των εποχών. Η ανώτερη εκφραστική αυτής της αφοριστικής σκέψης, που κύριο εκπρόσωπό της έχουμε την ποίηση του Παπαδίτσα, είναι η συμπύκνωση.» Συμπύκνωση, όχι με την έννοια της αφαίρεσης αλλά με την έννοια της δεύτερης σκέψης ως αποτέλεσμα ποιοτικής επεξεργασίας. Θα κατανοήσουμε την έννοια της συμπύκνωσης αν τη μελετήσουμε ως βαθύτατο συστατικό της ανομοιοκατάληκτης παραδοσιακής ποίησης -του βουνίσιου δηλαδή τραγουδιού- ή της Κρητικής Μαντινάδας, προϊόντων βαθιάς και πολλαπλής ποιοτικής επεξεργασίας που ο χρόνος και η λαϊκή σοφία παρήγαγαν. Στο δοκίμιο του «Σκέψεις για τη γλώσσα και τη γλώσσα μου» ο Παπαδίτσας, σχεδόν αξιωματικά, αναφέρει: «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα.»
Διακρίσεις
Τιμήθηκε δύο φορές με το Α΄ Βραβείο ποιήσεως, 1964 & 1981 και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Ουράνη), 1984.
Το 1985 τιμήθηκε με μετάλλιο από το Δήμο της Νίκαιας.
Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Απονομής Κρατικών Βραβείων, 1974 και της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Εκτός του ποιητικού έργου του μετέφρασε: «IVAN GOLL από τα Γερμανικά» το 1959 και το 1961, «ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ» & «ΟΜΗΡΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ» το 1984, μαζί με την Ελένη Λαδιά.
Συνεργασίες
Συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες, δημοσιεύοντας σκέψεις, κείμενα για την ποίηση και κριτικές.
Υπήρξε, μαζί με τον Επαμεινώνδα Γονατά, συνεκδότης της περιοδικής έκδοσης «ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ» 1958-1959.
Πολύτιμος καρπός της φιλίας και της συνεργασίας τους οι επιστολές του Δ.Π.Παπαδίτσα (γραμμένες κυρίως από την Πάτμο και τη Λέρο το 1962-1963) οι οποίες συγκεντρώθηκαν το 2000 από τον Χρήστο Αστερίου και εκδόθηκαν υπό τον τίτλο: «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας» Σ΄ αυτές τις επιστολές περιλαμβάνεται, νωπό ακόμη, το πρόχειρο σχεδίασμα των πρώτων στίχων και το χρονικό της ολοκλήρωσης του «Εν Πάτμω», μιας από τις σημαντικότερες συνθέσεις του Παπαδίτσα.
Βιβλιογραφία
Δ.Π.Παπαδίτσα, «Εν Πάτμω», Πρώτη Ύλη, Αθήνα 1964.
Δ.Π.Παπαδίτσα, Ποίηση, Μέγας Αστρολάβος Ευθύνη, Αθήνα 1997.
Δ.Π.Παπαδίτσα, Ως δι εσόπτρου, Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1989.
Δ.Π.Παπαδίτσα, Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας, Πατάκης, Αθήνα 2000.
Ελένη Λαδιά, Ο Αγαπημένος του Όντος, IMAGO, Αθήνα 1984.
Ελένη Λαδιά, Ποιητές και Αρχαία Ελλάδα, Οι Εκδόσεις Των Φίλων, Αθήνα 1983.
Ελένη Λιντζαροπούλου, Δ.Π.Παπαδίτσας «Εν Πάτμω»,Θρησκευτικό συναίσθημα και Αποκαλυπτικό μήνυμα, Αθήνα 2006.
Ανδρέας Καραντώνης,Προσωπικό με την ποίηση του Δ.Π.Παπαδίτσα, Γνώση, Αθήνα 1981.
Αλέξανδρος Αργυρίου, Η Ελληνική Ποίηση, Σόκολης, Αθήνα 1985
Ηλίας Σιμόπουλος, Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία, Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθήνα 1974
Εξωτερικές συνδέσεις
Βιογραφικό-Εργογραφία-Σύντομη βιβλιογραφία
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License