Ο Αναστάσιος Παπούλας (Μεσολόγγι, 1857 - Αθήνα, 24 Απριλίου 1935) ήταν Έλληνας στρατιωτικός που διετέλεσε αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στον Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους και στην Μικρασιατική εκστρατεία. Υπήρξε αντίθετος με την επανάσταση στο Γουδί[1] και τάχθηκε με το βασιλικό περιβάλλον. Το 1917 οργάνωσε, μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου, τα κινήματα της Θήβας και της Πελοπονήσσου και για τον λόγο αυτό, όσο και για τη συμμετοχή του παλιότερα στη δημιουργία των ομάδων επιστράτων, καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά δεν εκτελέστηκε έπειτα από προσωπική επέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έμεινε έγκλειστος στις φυλακές του Ιτζεδδίν έως τον Νοέμβριο του 1920, οπότε και του ανατέθηκε από την αντιβενιζελική κυβέρνηση η αρχιστρατηγία[1] του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ηγήθηκε της εκστατείας προς το Σαγγάριο, που αποτέλεσε σημαντική καμπή για την πορεία του πολέμου.
Τον Μάϊο του 1922 αντικαταστάθηκε στην αρχιστρατηγία από τον Γεώργιος Χατζανέστη και αποστρατεύθηκε. Οι συζητήσεις για την αντικατάστασή του ή την παραμονή στην ηγεσία είχαν ξεκινήσει από τις αρχές Μαΐου καθώς την 15η Μαΐου θα έπρεπε να αποχωρήσει από το στράτευμα λόγω κατάληψης του ορίου ηλικίας. Η κυβέρνηση ήταν αρχικά θετική για την παραμονή του, όμως λόγω διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ Στεργιάδη και Παπούλα για την τακτική στη Μικρά Ασία, ο τελευταίος υπέβαλε παραίτηση. Η κυβέρνηση έκανε δεκτή την παραίτηση του και τον αποστράτευσε με κύρια αιτιολογία την κατάληψη του ορίου ηλικίας του και ενώ πριν είχε δημοσιεύσει στο ΦΕΚ την αντικατάστασή του από τον Χατζανέστη, γεγονός που εξόργισε τον Παπούλα.[2] Με το ξέσπασμα της επαναστάσεως και τον ερχομό του στρατού στην Αθήνα ανέλαβε την εκπροσώπηση της κυβέρνησης στις συνομιλίες με την επαναστατική επιτροπή που έδρευε στο Λαύριο.[2] Υπήρξε δε και ένας από τους επικρατέστερους[2] για να αναλάβει τον πρωθυπουργικό θώκο από την επαναστατική επιτροπή, ιδέα που τελικώς απορρίφθηκε.
Κατά τη Δίκη των έξι, το Νοέμβριο του 1922, κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Γεωργίου Χατζηανέστη παρ' όλο που υπήρχε κίνδυνος να παραπεμφθεί και ο ίδιος σε δίκη.[1] Υποστηρίζεται ότι πολλές ευθύνες που του αναλογούσαν τις επέρριψε στο διάδοχό του.[2] Τελικά προσχώρησε στη βενιζελική παράταξη και αργότερα έγινε υποστηρικτής της αβασίλευτης δημοκρατίας.[3] Το 1935 συνελήφθη για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 των Πλαστήρα-Βενιζέλου,καταδικάστηκε σε θάνατο και τελικά εκτελέστηκε δια τουφεκισμού στις 24 Απριλίου του 1935 μαζί με τον αντιστράτηγο Μιλτιάδη Κοιμήση. Η εκτέλεσή του θεωρήθηκε ως εκδίκηση των αντιβενιζελικών στις εκτελέσεις των έξι το 1922.[1]
Πηγές
Ελευθεροτυπία, Η δίκη των έξι, άρθρο του Γιώργου Καραγιάννη, σελ.66, 69, 70 & 71
Δημακοπούλου Χαρίκλεια, Το έκτακτο στρατοδικείο προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών (1922), σελ.99 - 103, από το συλλογικό έργο 'Η δίκη των Οκτώ και η εκτέλεση των έξι, Αθήνα 2010, Ίδρυμα ιστορία του Ελευθερίου Βενιζέλου
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, εκδόσεις Πατάκη, ζ΄έκδοση, Αθήνα 2016, σελ. 331.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License