.
Ο Αμανές αποτελεί ιδιόρρυθμο είδος μονωδικού, μακρόσυρτου και παθητικού τραγουδιού με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη του τουρκικού επιφωνήματος αμάν (= έλεος, οίκτος).
Παρότι ο αμανές φαίνεται να έχει τουρκότροπο μουσικό χαρακτήρα, πλείστοι έγκυροι ανατολιστές και μουσικοκριτικοί υποστηρίζουν ότι, αν και καλλιεργήθηκε από τους Τούρκους και άλλους λαούς της Ανατολής, φέρεται να έχει την αρχή και την επίδραση της Βυζαντινής μουσικής και συγκεκριμένα του ήχου που λέγεται "βαρύς" και ανήκει στο εναρμόνιο γένος. Παρόμοια χαρακτηριστικά με τους αμανέδες βρίσκουμε στους βαρείς και μακρόσυρτους επαναλαμβανόμενους ήχους όπως το χριστιανικό ψαλτικό «τεριρέμ».
Η λέξη «Αμανές», προσδιορίζεται εκ του συμφυρμού των τουρκικών λέξεων «αμάν» και «μανές» (= λιανοτράγουδο, δίστιχο ή τετράστιχο).
Μουσικά, οι Αμανέδες έχουν δική τους τεχνοτροπία με υψηλόφωνη, βαριά και βαθιά μολπή (τραγουδιστική απόδοση) που σύρει επί μακρόν σε ένταση και ποικιλία τους ήχους των λέξεων προσδίδοντας έτσι ανατολίτικο πάθος απροσμέτρητης αισθηματικότητας (κοινώς «νταλκά»).
Στην αρχή του αμανέ οι λέξεις αφού χωρίζονται σε φθόγγους και συλλαβές με παρατεταμένη κλιμάκωση και ποικιλία εκφώνησης, έτσι που μόλις ένα δίστιχο να χρειάζεται πέντε λεπτά της ώρας για να αποδοθεί, στη συνέχεια αρχίζει η επανάληψη πάλι του ίδιου διστίχου σε ταχύτερο ρυθμό με συνοδεία και άλλων αμανετζήδων όπου και οι λέξεις πλέον γίνονται κατανοητές.
Συνήθως η μακρόσυρτη αυτή εισαγωγή των αμανέδων συντονίζει τα συναισθήματα, τη διάθεση και τη προετοιμασία του ψυχικού εκείνου κλίματος της ομήγυρης. Στη συνέχεια όλοι οι συνδαιτυμόνες συμμετέχουν στο τραγούδι με τη συνοδεία του μπουζουκιού στο «τσάκισμα» όπως λέγεται η επωδός (το ρεφρέν) του αμανέ. Γενικά οι αμανέδες έχουν τρία τέτοια γοργο-σύντομα τσακίσματα που εκφράζουν την έννοια του αμανέ. Τα δε δίστιχα που τραγουδιόνται σ΄ αυτά εκφράζουν κυρίως κάποια φιλοσοφική ιδέα ή κοινωνική, ή συναισθηματική φόρτιση επί γεγονότος.
Περίφημοι μεταξύ πολλών αμανέδων ήταν ο Ταμπαχανιώτικος και ο Σμυρνιώτικος, ειδικότερα ο Μπουρνοβαλιώτικος π.χ.
Αμάν, αμάααν, αμάν, σε βλέεε-έπουν τα ματάαα-κια μου και μου περνάει ο πόνος....
Ο Ελληνικός λαός αναγνώρισε στο είδος αυτό όχι μόνο τη Βυζαντινή συνέχεια αλλά και την απαρχή των ασμάτων των αρχαίων ραψωδών που με την ίδια ακριβώς φόρτιση ξεκίναγαν την απαγγελία των Ομηρικών περικοπών στα διάφορα συμπόσια, με αποτέλεσμα οι Έλληνες αμανετζήδες να δημιουργήσουν ένα ελαφρύτερο είδος αμανέ, λιγότερο βαρύ και μονότονο και περισσότερο ευπρεπές και εύηχο αντικαθιστώντας το κλαυθμηρό ύφος με υμνωδικά στοιχεία.
Αν και το είδος αυτό απαντιώταν στον ελληνικό χώρο από παλαιότερα, το 1877 φαίνεται πως άρχισε ν΄ απασχολεί τους τότε συνθέτες και στιχουργούς. Η πρώτη ηχογράφηση αμανέδων έγινε το 1906, στην Αθήνα, και περίπου τον ίδιο χρόνο και στην Κωνσταντινούπολη.
Πρώτοι αμανετζήδες φέρονται ο Καρίπης (που το πραγματικό του επίθετο ήταν Καριπόπουλος) και ο Μιχάλης ο επωνομαζόμενος "Νταλκάς" από τους πολλούς νταλκάδες, σεβντάδες και σεκλέτια που παρουσίαζαν τα τραγούδια του. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 7 Νοεμβρίου του 1934 το Κεμαλικό καθεστώς στη Τουρκία απαγόρευσε αυτό το είδος του τραγουδιού σε ολη τη τουρκική επικράτεια με τη δικαιολογία ότι ήταν συνυφασμένο με τους Έλληνες και την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τρία χρόνια μετά το 1937 το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά με ιδιαίτερη διάταξη απαγορεύει το είδος αυτό σε όλη την ελληνική επικράτεια θεωρούμενο ως καθαρό είδος τουρκικού τραγουδιού. Έτσι επίσημα το είδος αυτό εξωβελίστηκε και από τις δύο Χώρες!
Όμως και παρά τη σύγχρονη τάση εκ της ξενηλασίας και του «μοντερνισμού» που καταπολέμησε επιπρόσθετα το είδος αυτό, δε έπαψε να αποτελεί τουλάχιστον ο ελληνικός αμανές, από τη μακρά περίοδο συμβίωσης με τους Τούρκους, μέρος αναπόσπαστο της λαϊκής μας μουσικής και παράδοσης. Ένας από τους χαρακτηριστικούς αμανέδες είναι κι ο ακόλουθος:
Κρυφή πληγή είναι αδύνατον να λάβει σωτηρία
γιατί σ΄ αυτή τη συμφορά εσύ σαι η αιτία.
Επίσης από τον κύκλο των "αμανέδων", πολλοί σύγχρονοι στίχοι λαϊκών τραγουδιών και στιχουργημάτων οφείλουν την καταγωγή τους. Χαρακτηριστικός ήταν ο τιτλοφορούμενος αμανές "Χιτζάζ" που τραγούδησε ο Κ. Θωμαΐδης:
Στον κόσμο αυτό με πολεμούν τέσσερα εναντία:
το αχ, το βαχ, τ΄ αλοίμονο και η απελπισία
Τους στίχους αυτούς είχαν μεταβάλει οι Έλληνες στρατιώτες που τραγουδούσαν στα στρατόπεδα:
Μεσ΄ το στρατό απέκτησα τα τέσσερα βραβεία:
το αχ, το βαχ, τ΄ αλοίμονο και την απενταρία.
Πολλοί σύγχρονοι μουσικοί ερευνητές θεωρούν το είδος του αμανέ να συγγενεύει με το κλέφτικο, το ριζίτικο, με το λεγόμενο της τάβλας το μοιρολογίστικο όπου κυριαρχεί ο πόνος, το παράπονο και κάποιος καημός.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License