ART

.

Ο Φαίδων είναι άλλο ένα έργο του Πλάτωνα που εντάσσεται στην τετραλογία (Ευθύφρων, Κρίτων, Απολογία, Φαίδων) των διαλόγων που αναφέρονται στη δίκη και εκτέλεση του Σωκράτη.

Πρόσωπα του διαλόγου

Εχεκράτης, οπαδός των Πυθαγορείων από τον Φλειούντα της Β.Δ. Πελοσποννήσου, όπου σκηνοθετεί ο Πλάτων τον διάλογο Φαίδων, καθώς ο ομώνυμος εδώ, αφηγητής, μετά τον θάνατο τυ Σωκράτη, περνά απ΄ εκεί, για να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Ήλιδα.
Σιμμίας και Κέβης, οι δύο πνευματικοί δίδυμοι θηβαίοι,[1] μαθητές του περίφημου πυθαγορείου, του Φιλόλαου, ήρθαν στην Αθήνα, για να συμπληρώσουν τη φιλοσοφική τους μόρφωση και έγιναν τακτικοί συνομιλητές του Σωκράτη.

Αρχή του διαλόγου

Ο διάλογος αρχίζει στον Φλιούντα της Σικυωνίας, στην Πελοπόννησο, δύο ή τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Ο Εχεκράτης, μαθητής του Πυθαγορείου Φιλολάου, παρακαλεί τον Φαίδωνα να διηγηθεί τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη που διατύπωσε την άποψη πως ο θάνατος δεν είναι κάτι το φοβερό και πως ο αληθινός φιλόσοφος επιθυμεί να πεθάνει. Για τον ασκητή ο κόσμος είναι κακός για το φιλόσοφο όμως είναι είδωλο, ομοίωμα της ιδέας και απαρχή για τη ζωή του πνεύματος. Σύμφωνα με τον Σωκράτη, θάνατος δεν είναι μόνο ο αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα, αλλά και η κατά τη διάρκεια της ζωής ανεξαρτησία της ψυχής από τα δεσμά των παθών, των ηδονών και άλλων αναγκών της ζωής. 65d κ.ε.
Η μελέτη του θανάτου

Το βακχικό λόγο του «Συμποσίου» και του «Φαίδρου» τον χάνουμε ολωσδιόλου στο «Φαίδωνα», όπου ο λόγος γίνεται κατανυκτικός, αποτραβιέται ολωσδιόλου από την εγκόσμια χλιδή και πλέκει τον μακαρισμό του θανάτου. Ο θάνατος είναι κι΄αυτός, όπως ο έρως, ένας σύντροφος της ζωής. Ο πλατωνικός φιλόσοφος όμως είναι ο ίδιος· εκεί είναι ο υμνητής της ζωής, εδώ γίνεται ο μακαριστής και ο στοχαστής του θανάτου που είναι ανάγκη και όχι πόθος. Θάνατος, λέγει, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα και σύμφωνα με τον Σωκράτη, αποδείξεις της αθανασίας της ψυχής είναι οι ακόλουθες δύο:
Η αυτονομία της ψυχής

Τα σύνθετα μεταβάλλονται και διαλύονται, ενώ τα μη σύνθετα, όπως η ψυχή, μένουν αναλλοίωτα και άφθαρτα. Όσο περισσότερο η ψυχή στο ανθρώπινο βίο δέχεται την εξάρτηση της από το σώμα, τόσο αποξενώνεται από το σώμα της, ενώ στην αντίθετη περίπτωση απελευθερώνεται, βλέπει τις ιδέες καθαρότερα και προετοιμάζεται για τον κόσμο των θεών. Γι΄αυτό ο επίγειος βίος του φιλοσόφου είναι η μελέτη του θανάτου, προσδοκία και προπαρασκευή της μεταθανάτιας συμβίωσης με τους αθάνατους.78c
Ο θάνατος και η ανάμνηση

Τα όντα της αισθητής πραγματικότηταςμας υπενθυμίζουν (ανάμνηση) τις αντίστοιχες ιδέες· για παράδειγμα τα ωραία τοπία μας θυμίζουν την ιδέα του ωραίου. Επειδή στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχουν ιδέες, αυτό σημαίνει ότι τις γνωρίσαμε πριν μπούμε στον αισθητό κόσμο, δηλαδή ότι η ψυχή μας υπήρχε πριν από τη γέννησή μας. 80a

Στις θεωρίες του Σωκράτη διατυπώθηκαν αντιρρήσεις από τους Σιμμία και Κέβη, τις όποιες ο φιλόσοφος ανασκεύασε. Ο πρώτος παρομοίασε την ψυχή με την αρμονία που δημιουργεί ένα μουσικό όργανο μόνον όταν υπάρχει υλικό και ο δεύτερος αμφισβήτησε αν η ψυχή μπορεί να ενσαρκώνεται επ΄άπειρον σε διάφορα σώματα.93a κ.ε. Ο Σωκράτης απέδειξε πως η ψυχή δεν μπορεί να παρομοιαστεί με την αρμονία, αφού εναντιώνεται συχνά στα πάθη του σώματος και επίσης πως η ψυχή ως έννοια είναι ασυμβίβαστη με την έννοια του θανάτου και συνεπώς δεν εξαρτάται από το σώμα στο οποίο ενσαρκώνεται.
Οι μαντευτές κύκνοι
Χαρακτικό του Daniel Chodowiecki 18ου αι.

«Αλλοίμονο, Σιμμία. Και στ΄αλήθεια, δύσκολα θα πείσω τους άλλους ανθρώπους, πως αυτό που μου έτυχε τώρα δεν το λογιάζω για συμφορά, τη στιγμή που μήτε εσάς δεν μπορώ να πείσω, αλλά σας βλέπω να φοβόσαστε, μήπως τώρα αισθάνομαι πιο βαριά στην ψυχή μου παρά πριν. Και καθώς φαίνεται, νομίζετε, πως στη μαντική είμαι πιο τιποτένιος κι΄από τους κύκνους, που, όταν αισθανθούν, ότι ήρθε η ώρα να πεθάνουν, αυτοί, που και πριν κελαϊδούσαν, τώρα πια κελαϊδούν πιο πολύ και πιο δυνατά, γιατί χαίρονται που μέλλουν να πάνε στο θεό, που του είναι υπηρέτες. Οι άνθρωποι όμως από το φόβο τους για τό θάνατο λένε αναμεταξύ τους ψέματα και για τους κύκνους, και ισχυρίζονται, πως οι κύκνοι θρηνούν το θάνατο και κελαϊδούν από λύπη και δεν σκέπτονται, ότι κανένα πουλί δεν κελαϊδάει, όταν πεινάει ή κρυώνει ή υποφέρει από κανένα άλλο κακό, μήτε κι΄αυτό ακόμα το αηδόνι και το χελιδόνι και ο αγριοπετεινός, αυτά δα που οι άνθρωποι λένε, πως κελαϊδούν από λύπη. Αλλά μου φαίνεται, πως μήτε αυτά κελαϊδούν από λύπη, μήτε οι κύκνοι. Αντίθετα, επειδή είναι, όπως πιστεύω, μαντικοί δούλοι του Απόλλωνα και γνωρίζουν από πριν τα αγαθά του Άδη, κελαϊδούν και τέρπονται την ημέρα ακριβώς εκείνη πιο πολύ παρά τον προηγούμενο καιρό. Εγώ όμως και ο ίδιος πιστεύω, πως είμαι μαζί με τους κύκνους δούλος και αφιερωμένος στο θεό, και πως τη μαντική δεν την έχω παραλάβει από τον κύριό μου χειρότερα παρ΄ ότι αυτοί ούτε πως θα παρατήσω τη ζωή μου πιο βαρύθυμα απ΄ αυτούς. Για τούτο πρέπει να μιλάτε και να με ρωτάτε ό,τι θέλετε, όσο αφήνουν οι ένδεκα άνδρες της Αθήνας. 85a

Και θα γινόνταν άμουση κάπως και άμυθη η ζωή του, αν τώρα θρηνούσε ο Σωκράτης το θάνατό του. Ο θάνατος του γίνεται μύθος, όπως και η ζωή του. Η ζωή με τον έρωτα και ο θάνατος με τη γαλήνη, που μ΄αυτήν τον προσμένει. Και σύμβολο για το έρωτα γίνεται η μάντισσα Διοτίμα και για τον θάνατο οι μαντευτές κύκνοι».[2]
Ο εσχατολογικός μύθος

«“ὦ Σώκρατες”, ἔφη, (Κέβης) “μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου”» 60e

Ο μύθος αποτελεί μια αληθινή κοσμολογία και μπορεί να συσχετισθεί με τους μεγάλους κοσμολογικούς μύθους του Φαίδρου και της Πολιτείας, ενώ συμπληρώνει το μύθο της μετεμψύχωσης του Φαίδωνα που προηγήθηκε (80d-82c).

Κι΄ αφού αυτά τα πράγματα είναι όπως είπαμε, όταν οι πεθαμένοι φθάσουν στον τόπο, όπου φέρνει τον καθένα ο δαίμονάς του, πρώτα-πρώτα θα κρισολογηθούν και όσοι έζησαν καλά και όσια και όσοι όχι. Και εκείνοι που θα βρεθούν πως έζησαν στη μέση των δύο άλλων, αφού πορευθούν προς τον Αχέροντα, ανεβαίνουν στα οχήματα, που στέκουν εκεί έτοιμα γι΄αυτούς και φθάνουν με αυτά στη λίμνη. Η Αχερουσιάς λίμνη είναι για τους μεσαίους. Εκεί δίπλα δέχονται αυτοί την τιιμωρία και ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθων για τους εγκληματίες, που το κακό τους θεραπεύεται κι ο Τάρταρος για τους ανίατους. Κι΄εκεί κατοικούν και γίνονται καθαροί και αφού ξεχρεώσουν τα αδικήματα, που τυχόν είχαν κάμει, απολυτρώνονται και για τα καλά τους έργα πάλιν αμείβονται κατά την αξία του ο καθένας. Εκείνοι όμως που θα βρεθούν αγιάτρευτοι, γιατί τα αμαρτήματά τους είναι μεγάλα ή γιατί έχουν διαπράξει ιεροσυλίες πολλές και μεγάλες ή φόνους πολλούς άδικους και παράνομους, αυτούς η ανάλογη μοίρα τους ρίχνει στον Τάρταρο, οπούθε ποτέ πια δεν βγαίνουν έξω. Εκείνοι όμως που θα βρεθούν, πως έζησαν αρκετά όσια, αυτοί είναι δα που ελευθερώνονται απ΄ αυτούς εδώ τους τόπους και είναι σαν να ξεφυλακώνονται και φθάνουν επάνω στην καθαρή κατοικία και εγκατασταίνονται επάνω στα ύψη της γης. Απ΄ αυτούς πάλιν εκείνοι που με τη φιλοσοφία έγιναν αρκετά καθαροί ζούνε παντάπασι χωρίς σώματα σ΄ όλον τον άλλον καιρό και έρχονται σε κατοικίες ακόμα πιο όμορφες απ΄αυτές που ούτε εύκολο είναι να τις περιγράψει κανείς ούτε ο χρόνος είναι τώρα αρκετός.[3]

Όλη αυτή η πολύπτυχη υπόγεια τοπογραφία δεν εξυπηρετεί εδώ κανένα επιστημονικό σκοπό. Είναι πλούσια επινόηση της φαντασίας και θέλει να δώσει υλική όψη στην εσχατολογία της άδικης ψυχής.
Το ευφρόσυνο κρασί

Κι ο Κρίτων, αφού τόν άκουσε, έκανε νόημα στον υπηρέτη του που στεκόταν εκεί κοντά. Κι ο υπηρέτης βγήκε έξω κι αφού αργοπόρησε αρκετά, ήρθε φέρνοντας μαζί του αυτόν που ήταν να δώσει το δηλητήριο, φέρνοντας το τριμμένο μες σε κρασοπότηρο· κι όταν είδε ο Σωκράτης τον άνθρωπο είπε: «Πάει καλά, καλέ μου άνθρωπε, μια κι εσύ ξέρεις απ΄ αυτά, τι πρέπει να κάνω;»
- «Τίποτε άλλο, είπε εκείνος, παρά φού το πιεις, να κάνεις βόλτες, ώσπου να νιώσεις βαριά τα σκέλη σου· έπειτα να ξαπλώσεις· κι έτσι αυτό θα κάνει τη δουλειά του». Και την ίδια στιγή πρόσφερε το ποτήρι στον Σωκράτη...117b
Κι αυτός το πήρε, Εχεκράτη, χωρίς καθόλου να τρομάζει και χωρίς ν΄αλλοιωθεί ούτε το χρώμα ούτε η έκφραση του προσώπου του, αλλά, όπως συνήθιζε, ρίχνοντας μια λοξή ματιά, σαν τον ταύρο, στον υπηρέτη, είπε: «Τι λες γι΄αυτό το ποτό, κάνει να χύσω λίγο απ΄αυτό για σπονδή σε κάποιο θεό ή όχι». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Σωκράτη, τόσο μόνο τρίβουμε, όσο είναι η κανονική δόση»
- Κατάλαβα, είπε αυτός· «αλλά, πιστεύω και επιτρέπεται και επιβάλλεται να κάνουμε ευχή στο θεό. η μετοίκηση από δω προς τον άλλο κόσμο να φέρει ευτυχία· αυτό εύχομαι λοιπόν εγώ κι έτσι ας γίνει».
Η θυσία του πετεινού στον Ασκληπιό
«ὦ Κρίτων, ἔφη, τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα· ἀλλὰ ἀπόδοτε καὶ μὴ ἀμελήσητε»

Ο πλατωνικός διάλογος καταλήγει με περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Σωκράτη, της απόλυτης γαλήνης με την οποία αντιμετώπισε τον επερχόμενο θάνατο, και τη φράση «ὦ Κρίτων, ἔφη, τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα· ἀλλὰ ἀπόδοτε καὶ μὴ ἀμελήσητε».(«Αγαπητέ μου Κρίτων, πρέπει να θυσιάσουμε έναν κόκορα στον Ασκληπιό. Μην αμελήσετε να εξοφλήσετε αυτό το χρέος»)118b.

Την υποχρέωση να θυσιάζουν κόκορα στον Ασληπιό είχαν όσοι σώζονταν από μια αρρώστια και βρίσκονταν σε ανάρρωση. Για τον Σωκράτη, αρρώστια ήταν η επίγεια ζωή, γιατί η ψυχή του ήταν έγκλειστη στο σώμα. Ο θάνατος ήταν η ώρα της ανάρρωσης, επειδή απέδιδε στην ψυχή την ελευθερία της.

Αναφέρεται πως στο διάλογο Φαίδων ο Κάτων ο Νεότερος βρήκε παρηγοριά την τελευταία νύχτα της ζωής του.
Παραπομπές

↑ Διογένης Λαέρτιος,(Βίοι Φιλοσόφων κεφ.15-16)
↑ Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σ. 220-221, 1964
↑ Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος , ό.π. σ. 243, 246

Βοηθήματα

Βασίλειος Καλογεράς, Ανάλυση Φαίδωνος και Κρίτωνος, 1959
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγής στον Πλάτωνα «Η μελέτη του θανάτου» σσ.213-246, 1964
Φαίδων ή περί ψυχής, Ηθικός, εκδ. Πάπυρος.
Taylor A. Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργό του σσ. 213-249
Droz G. Les mythes de Platon, σσ. 76–79

Φαίδων, Μετάφραση

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πρότυπο κείμενο John Burnet, Oxford University/Press, 1903
Πλατωνική κριτική των προσωκρατικών 96a-102a)

Ελλάδα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License