.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Η αρίθμηση των υποσημειώσεων στο τέλος του βιβλίου ήταν κατά σελίδα και αλλάχτηκε σε απλή αρίθμηση. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Μία λέξη στο κείμενο φαίνεται σβησμένη και την υποδηλώνω με [??].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1910
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΑΡ. ΧΑΡΟΚΟΠΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΏΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1910
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο «Φαίδων», αριστούργημα του δαιμονίου της αρχαιότητος φιλοσόφου Πλάτωνος, δεν είναι καθαρώς διάλογος. Είναι καλλιτέχνημα αποτελούμενον εκ διηγήσεως, συζητήσεων και μύθου. Κατά την εξέλιξιν της δραματικωτάτης σκηνής του θανάτου του διδασκάλου αυτού και μεγίστου των αρχαίων σοφών Σωκράτους ο συγγραφεύς παρεμβάλλει συζητήσεις και καταλήγει εις λύσεις δυσκόλων και υψηλών ζητημάτων αναγομένων εις την σφαίραν της ψυχολογίας, της ηθικής και της μεταφυσικής.
Σκοπός του συγγραφέως προδήλως είναι ν' απεικονίση δια των ζωηροτέρων χρωμάτων την έξοχον μορφήν, το μεγαλείον της διανοίας και της ψυχής του Σωκράτους, διατυπών άμα και τας υψηλοτέρας ιδέας και γνώμας του φιλοσοφικού αυτού συστήματος. Δια τούτου όμως παρέχει τελείαν εικόνα και της ιδίας αυτού μεγαλοφυίας, σοφίας και απαραμίλλου καλαισθησίας.
Παριστά τον νεαρόν του Σωκράτους μαθητήν Φαίδωνα, ο οποίος παρευρέθη εν τη φυλακή κατά την τελευταίαν της ζωής του διδασκάλου του ημέραν υπό το κράτος ακόμη βαθείας συγκινήσεως αφηγούμενον εις τον εκ Φλιούντος μη παραγενόμενον κατά την ημέραν εκείνην έτερον μαθητήν του Σωκράτους Εχεκράτην παν ό,τι εγένετο και ελέχθη κατά την αλησμόνητον εκείνην ημέραν παρ' αυτού και των παρευρεθέντων πιστών αυτώ μαθητών, τα κατά τας τελευταίας αυτού στιγμάς και την ατάραχον και γαλήνιον του βίου του τελευτήν. Η αφήγησις άρχεται από της στιγμής της εισόδου αυτών εν τη φυλακή, καθ' ην λύουσι τον Σωκράτην των δεσμών διαταγή [δοτική] των Ένδεκα, αρχόντων της φυλακής, και του επιτρέπουσι να διαθέση ελευθέρως την τελευταίαν του ημέραν μέχρι της δύσεως του ηλίου, ότε έμελλε να πίη το κώνειον.
Παρουσιάζει ως εν εικόνι κατά την στιγμήν εκείνην τους φίλους αυτού περιστοιχίζοντας εν προφανεί πένθει την κλίνην, εφ' ης ο μέγας φιλόσοφος εκάθητο, και μετά θρησκευτικής ευλαβείας συζητούντας μετ' αυτού και ακροωμένους των σοφών αυτού και υψηλών σκέψεων εν τελεία αταραξία και γαλήνη ψυχής ομιλούντος.
Η ομιλία περιστρέφεται επί του εξής ζητήματος: «υπάρχει εντός ημών έτερον τι, εντελώς διάφορον και διακεκριμένον του ημετέρου σώματος, όπερ μετά τον θάνατον τούτου επιζή αυτού και παραμένει αναλλοίωτον και αιώνιον;». Τούτο δ' αποτελεί και το πρώτον και μεγαλύτερον του διαλόγου μέρος. Εις το δεύτερον δ' αυτού μέρος ο Πλάτων αναγράφει όσα είπεν ο Σωκράτης διαλεγόμενος περί των κυκλοφορουσών μεταξύ των ανθρώπων δοξασιών &περί της μελλούσης ζωής της ψυχής ημών προσθείς ότι, αν αύται δεν είναι πάσαι επιδεκτικαί φιλοσοφικών αποδείξεων, δεν δύναται όμως και να αρνηθή απολύτως παν κύρος αυτών.&
Μεταφράσαντες το αθάνατον του Πλάτωνος έργον χάριν των πολλών οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι απεβλέψαμεν ιδίως εις την σαφήνειαν, εις το πώς δηλαδή να υπερνικήσωμεν τας κολοσσαίας όντως δυσκολίας του εγχειρήματος καθιστώντες το κείμενον όσον ήτο δυνατόν καταληπτόν. Δια τούτο πολλαχού παρείδομεν και αυτάς της αρμονίας και καλλιεπείας τας απαιτήσεις, παρεθέσαμεν δε και εντός μεν παρενθέσεων συντόμους επεξηγήσεις και διασαφήσεις, εν τέλει δε του παρόντος τας απολύτως αναγκαίας σημειώσεις. Α. ΧΑΡΟΚΟΠΟΣ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΦΑΙΔΩΝ (ή περί ψυχής)
Διάλογος εις τον εν Σικυωνία Φλιούν
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΕΧΕΚΡΑΤΗΣ, ΦΑΙΔΩΝ, ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΚΕΒΗΣ, ΣΙΜΜΙΑΣ, ΚΡΙΤΩΝ, ο υπηρέτης των ένδεκα.
Εχεκράτης. Φαίδων (1), συ ο ίδιος ευρέθης πλησίον του Σωκράτους κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έπιε το δηλητήριον μέσα εις την φυλακήν, ή ήκουσες κανένα άλλον να το λέγη;
Φαίδων. Εγώ ο ίδιος παρευρέθην, Εχεκράτη.
Εχεκράτης. Και ποία είναι λοιπόν εκείνα, τα οποία είπεν ο μεγάλος αυτός άνθρωπος προ του αποθάνη, και με ποίον τρόπον απέθανεν; Ειπέ μου, διότι με ευχαρίστησιν θα τακούσω. Διότι ούτε κανείς από τους Φλιασίους πολίτας πολυπηγαίνει τώρα εις τας Αθήνας, είναι δε πολύς καιρός, οπού ούτε κανένας ξένος μας έφθασεν από εκεί, ο οποίος να είναι εις κατάστασιν να μας πληροφορήση τίποτε καθαρόν περί του πράγματος τούτου, εκτός μόνον τούτου, ότι απέθανεν, αφού έπιε το δηλητήριον· τίποτε δε άλλο δεν ημπόρεσε κανείς να είπη.
Φαίδων. Δεν εμάθετε λοιπόν ούτε διά την δίκην του, με ποίον τρόπον έγινεν;
Εχεκράτης. Ναι· κάποιος μας το έκαμε γνωστόν· και ηπορούσαμεν μάλιστα, ότι, ενώ η δίκη έγινε προ πολλού, φαίνεται ότι ο Σωκράτης απέθανε πολύ υστερώτερα (2). Πόθεν τούτο προήλθεν, ω Φαίδων;
Φαίδων. Του συνέβη έν τυχαίον περιστατικόν, Εχεκράτη· διότι η πρύμνη του πλοίου, το οποίον αποστέλλουν οι Αθηναίοι κάθε χρόνον εις την Δήλον, συνέβη τυχαίως να είναι στεφανωμένη από την προηγουμένην της δίκης ημέραν.
Εχεκράτης. Αλλά το πλοίον τούτο τι πλοίον είναι;
Φαίδων. Τούτο είναι το πλοίον, καθώς λέγουσιν οι Αθηναίοι, με το οποίον ο Θησεύς μίαν φοράν ανεχώρησε φέρων μέσα τους επτά νέους και τας επτά νέας εις την Κρήτην (3) και ελύτρωσε και αυτούς και τον εαυτόν του. Έταξαν λοιπόν εις τον θεόν Απόλλωνα, καθώς λέγουν, εάν λυτρωθούν, να αποστέλλουν κάθε χρόνον θεωρίαν εις την Δήλον· την οποίαν λοιπόν πάντοτε τακτικά, και τώρα ακόμη, από τότε κάθε χρόνον αποστέλλουν εις τον θεόν εκείνον. Άμα λοιπόν αρχίσουν την θεωρίαν(4), υπάρχει καθιερωμένη συνήθεια εις αυτούς κατά την περίοδον ταύτην του καιρού να κάμνουν εξαγνισμόν της πόλεως, και να μη θανατώνουν δημοσίως κανένα, προτού το πλοίον να φθάση εις την Δήλον και από εκεί πάλιν να επιστρέψη. Έως να υπάγη δε και να επιστρέψη περνά πολύς καιρός, όταν τύχη να το εμποδίσουν ενάντιοι άνεμοι. Αρχίζει δε η τελετή της θεωρίας από την στιγμήν, κατά την οποίαν ο ιερεύς του Απόλλωνος στεφανώση την πρύμνην του πλοίου. Τούτο δε συνέβη να γίνη, καθώς έλεγα, την προηγουμένην ημέραν της δίκης. Διά τούτον τον λόγον έμεινε πολύν καιρόν ο Σωκράτης μέσα εις την φυλακήν, αφού ετελείωσεν η δίκη του, έως να τον θανατώσουν.
Εχεκράτης. Ειπέ μου τώρα κυρίως τα συμβάντα κατά τον θάνατόν του, Φαίδων, τι δηλαδή ελέχθη και τι επράχθη; Και ποίοι από τους οικείους του ευρέθησαν πλησίον εις τον μακαρίτην; ή μήπως οι άρχοντες δεν επέτρεψαν εις κανένα να παρευρεθή, και απέθανε μόνος, χωρίς να ευρεθή εκεί κανείς φίλος του;
Φαίδων. Ποσώς· αλλά παρευρέθησαν κάποιοι και μάλιστα πολλοί.
Εχεκράτης. Λάβε λοιπόν, σε παρακαλώ, την καλωσύνην να μου γνωστοποιήσης όλα αυτά, όσον το δυνατόν ακριβέστερον, εάν δεν έχης καμμίαν εργασίαν να σε εμποδίζη.
Φαίδων. Απεναντίας είμαι ελεύθερος τη αληθεία αυτήν την ώραν και θα προσπαθήσω να σου τα διηγηθώ. Καθ' όσον μάλιστα, εις εμέ τουλάχιστον, είναι πάντοτε από όλα τα πράγματα το πλέον ευχάριστον να ομιλώ εγώ ο ίδιος διά τον Σωκράτην και ν' ακούω άλλον να ομιλή δι' αυτόν και ούτω να τον φέρω εις την ενθύμησίν μου.
Εχεκράτης. Αλλ' όμως υπάρχουν και άλλοι, Φαίδων, οι όποιοι αισθάνονται την αυτήν ευχαρίστησιν, εκείνοι τουλάχιστον, οι οποίοι θα σε ακούσουν να ομιλής δι' αυτόν· αλλά προσπάθησε, όπως ημπορέσης, να τα διηγηθής όλα με όλην την ακρίβειαν.
Φαίδων. Και όμως εγώ, μα την αλήθειαν, ο οποίος ευρέθην παρών, εδοκίμασα παράξενον εντύπωσιν. Τω όντι, ουδέ συγκίνησις με κατέλαβεν, ενώ παρευρισκόμην εις τον θάνατον ανθρώπου φίλου μου· διότι ο μακαρίτης μου εφαίνετο ευτυχής, Εχεκράτη, και εκ της συμπεριφοράς του και εκ των λόγων του, και τόσον αφόβως και γενναίως ετελείωνε την ζωήν του, ώστε μου εφαίνετο, ότι εκείνος δεν επήγαινεν εις τον Άδην χωρίς την βοήθειαν κανενός θεού, αλλά και ότι, αφού υπάγη εκεί, θα είναι ευτυχής περισσότερον από κάθε άλλον καθ' οιονδήποτε καιρόν· ένεκα τούτων λοιπόν καμμία δυνατή λύπη δεν με εκυρίευσε, καθώς θα ενόμιζε κανείς ότι θα επάθαινα φυσικά, παρευρισκόμενος εις λυπηρόν πράγμα· ούτε πάλιν και ευχαρίστησις, καθώς συνήθως, οπού εκάμναμεν συζήτησιν περί φιλοσοφίας, διότι τοιαύτας ομιλίας εκάμναμεν· αλλά, πραγματικώς, μία εντύπωσις παράξενος, και έν ασυνήθιστον μίγμα, έν ανακάτωμα ευχαριστήσεως και λύπης με κατέλαβε, καθώς εσυλλογιζόμην ότι ένας τοιούτος άνθρωπος επρόκειτο ν' αποθάνη· και όλοι ημείς οι παρευρισκόμενοι ευρισκόμεθα σχεδόν εις την ιδίαν ψυχικήν κατάστασιν, άλλοτε μεν γελώντες, άλλοτε δε δακρύζοντες· ένας δε από ημάς και εξαιρετικώς από τους άλλους· συ βεβαίως γνωρίζεις τον άνθρωπον τούτον και τον χαρακτήρα του.
Εχεκράτης. Και πώς όχι;
Φαίδων. Και εκείνος λοιπόν ευρίσκετο όλως διόλου εις τοιαύτην κατάστασιν και εγώ ο ίδιος ήμην ταραγμένος και οι άλλοι.
Εχεκράτης. Και ποίοι, Φαίδων, έτυχε να παρευρίσκωνται εκεί (5);
Φαίδων. Από τους εντοπίους παρευρίσκετο και αυτός δα ο Απολλόδωρος, και ο Κριτόβουλος και ο πατήρ του ο Κρίτων· και προσέτι ο Ερμογένης, και ο Επιγένης, και ο Αισχίνης, και ο Αντισθένης· ήτο δε και ο Κτήσιππος ο Παιανιεύς, και ο Μενέξενος, και μερικοί άλλοι εντόπιοι· ο δε Πλάτων, νομίζω, ήτο ασθενής.
Εχεκράτης. Παρευρίσκοντο δε και τίποτε ξένοι;
Φαίδων. Ναι· και ο Σιμμίας, ο Θηβαίος, και ο Κέβης, και ο Φαιδώνδας· και από τα Μέγαρα ο Ευκλείδης και ο Τερψίων.
Εχεκράτης.
Αλλά τι; Ο Αρίστιππος και ο Κλεόμβροτος δεν παρευρέθησαν;
Φαίδων.
Όχι βέβαια· διότι έλεγαν ότι ευρίσκοντο εις την Αίγιναν.
Εχεκράτης.
Παρευρίσκετο και κανείς άλλος;
Φαίδων.
Νομίζω ότι αυτοί περίπου, τους οποίους ανέφερα, παρευρέθησαν.
Εχεκράτης.
Και λοιπόν; Ποίαι, λέγεις, ήσαν αι ομιλίαι σας;
Φαίδων. Θα προσπαθήσω να σου τα διηγηθώ όλα· διότι ίσα ίσα εξακολουθητικώς και τας προηγουμένας ημέρας εσυνηθίζαμεν να ερχώμεθα και εγώ και οι άλλοι πλησίον του Σωκράτους, συναθροιζόμενοι από το πρωί εις το δικαστήριον, μέσα εις το οποίον έγινε και η δίκη· διότι ήτο πλησίον της φυλακής. Επεριμέναμεν λοιπόν κάθε φοράν έως ν' ανοίξη η φυλακή, συνομιλούντες μεταξύ μας· διότι η φυλακή δεν ήνοιγε πολύ πρωί. Άμα δε ήνοιγεν, εισηρχόμεθα πλησίον του Σωκράτους και τας περισσοτέρας φοράς επερνούσαμεν την ημέραν όλην μαζί του· και λοιπόν και τότε συνηθροίσθημεν πρωινώτερα. Διότι την προηγουμένην ημέραν, καθώς εξήλθομεν από την φυλακήν βράδυ, επληροφορήθημεν ότι το πλοίον είχεν έλθει από την Δήλον. Εσυστήσαμεν λοιπόν ο ένας εις τον άλλον να έλθωμεν όσον το δυνατόν πρωινώτερα εις το συνηθισμένον μέρος· και υπήγαμεν εκεί· και ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να μας ανοίγη, εξήλθε και μας είπε να περιμένωμεν και να μη εμβώμεν, παρά αφού αυτός μας παραγγείλη. Διότι, μας είπεν, οι Ένδεκα λύουν τον Σωκράτην και παραγγέλλουν να θανατωθή την ημέραν αυτήν. Αφού λοιπόν επέρασεν ολίγος καιρός, επέστρεψε και μας παρήγγειλε να εμβώμεν. Καθώς λοιπόν εμβήκαμεν εύρομεν τον μεν Σωκράτην λυμένον πλέον από τα δεσμά του, την δε Ξανθίππην, συ δα την γνωρίζεις, κρατούσαν το μικρόν παιδίον του και καθημένην πλησίον του. Καθώς λοιπόν η Ξανθίππη μας είδε, ήρχισε δυνατά να θρηνολογή και να λέγη από εκείνα, τα οποία αι γυναίκες συνηθίζουν, ότι δηλαδή, ω Σώκρατες, οι φίλοι σου θα ομιλήσουν εις σε δια τελευταίαν φοράν και συ εις αυτούς. Και ο Σωκράτης στρέψας τα βλέμματα προς τον Κρίτωνα, Κρίτων, είπεν, ας την πάρη κανείς εις το σπίτι. Και μερικοί μεν από τους δούλους του Κρίτωνος την επήραν, ενώ εκείνη εφώναζε και εκτυπάτο· ο δε Σωκράτης καθίσας επί της κλίνης του έκαμψε το πόδι του και το έτριψε με το χέρι του· και συγχρόνως, ενώ το έτριβεν, είπεν· Ω φίλοι μου, πόσον φαίνεται παράξενον τούτο, το οποίον οι άνθρωποι ονομάζουν &ευχαρίστησιν&· πόσον θαυμασίως σχετίζεται φυσικά με εκείνο, το οποίον θεωρείται εναντίον του, δηλαδή την &δυσαρέσκειαν&· και τα δύο αυτά να μη θέλουν να έρχωνται μαζί εις τον άνθρωπον, εάν δε κανείς επιζητή το έν από αυτά, και το επιτυγχάνη, σχεδόν πάντοτε να είναι υποχρεωμένος να λαμβάνη και το άλλο, ωσάν, ενώ είναι δύο, να είναι δεμένα από το ίδιον άκρον (6). Και μου φαίνεται, είπεν, εάν τα εσκέπτετο αυτά ο Αίσωπος, ότι θα εσύνθετε μύθον, ότι αυτά επολέμουν, και ο θεός, θέλων να τα συμφιλιώση, επειδή δεν ημπορούσε, συνέδεσε τας κορυφάς των εις το ίδιον μέρος· και διά τούτο εις εκείνον, εις τον οποίον έλθη το έν, ακολουθεί κατόπιν ύστερα και το άλλο, καθώς λοιπόν μου φαίνεται, συμβαίνει και εις εμέ τον ίδιον· επειδή το δυσάρεστον (ο πόνος) ήτο εις το σκέλος μου ένεκα των δεσμών, το ευχάριστον λοιπόν φαίνεται ότι τώρα ακολουθεί κατόπιν εκείνου.
Ο Κέβης λοιπόν, διακόψας τον λόγον, είπε:
Μα τον Δία, Σώκρατες, καλά βέβαια έκαμες να μου το ενθυμίσης. Διά τα ποιήματα, οπού έκαμες, διά τους στίχους δηλαδή, εις τους οποίους έβαλες τους μύθους του Αίσωπου, και διά τον Ύμνον σου εις τον Απόλλωνα, με ηρώτησαν έως τώρα και μερικοί άλλοι, τελευταίον δε και ο Ευηνός, τι τάχα εσκέφθης και, αφού ήλθες εδώ, έκαμες αυτά τα ποιήματα, ενώ προηγουμένως ποτέ κανέν ποίημα δεν έκαμες. Εάν λοιπόν ενδιαφέρεσαι κατά τι να ημπορέσω να δώσω απόκρισιν εις τον Ευηνόν, όταν και πάλιν μ' ερωτήση, διότι καλά ηξεύρω ότι θα μ' ερωτήση, ειπέ μου τι πρέπει να του είπω.
Ειπέ λοιπόν εις αυτόν, Κέβη, είπε, την αλήθειαν, ότι έκαμα αυτά τα ποιήματα, όχι με τον σκοπόν να διαγωνισθώ με αυτόν εις την τέχνην, ούτε με τα ποιήματα αυτού· διότι εγνώριζον, ότι δεν είναι εύκολον· αλλά διά να ζητήσω την εξήγησιν μερικών ονείρων και διά να υπακούσω εις αυτά, δοκιμάζων μήπως από τας ωραίας τέχνας ταύτην, δηλαδή την ποίησιν, πολλάς φοράς με διατάττουν να εξασκώ. Διότι μου συμβαίνει τοιούτον τι πράγμα· το ίδιον όνειρον κατά την περασμένην ζωήν μου επανελαμβάνετο πολλάς φοράς, άλλοτε φαινόμενον με μίαν και άλλοτε με άλλην μορφήν, και μου έλεγε τα ίδια· δηλαδή, Σώκρατες, να καταγίνεσαι εις την μουσικήν, δηλαδή τας ωραίας τέχνας, και να ενασχολήσαι εις αυτήν. Και εγώ κατά τον μέχρι τούδε τουλάχιστον καιρόν υπέθετα ότι το όνειρον αυτό και με παρεκίνει και με διέταττε να κάμνω εκείνο το οποίον έκαμνα, καθώς εις τους αγώνας οι δίδοντες διαταγάς εις τους τρέχοντας· εσυλλογιζόμην λοιπόν ότι το όνειρον τούτο κατά τον αυτόν τρόπον με διατάττει να ασχολώμαι και εγώ εις τούτο, εις το οποίον ενασχολούμαι, δηλαδή εις την μουσικήν, διότι η μεν φιλοσοφία είναι μεγίστη μουσική, εγώ δε ενασχολούμαι εις αυτήν. Τώρα δε οπού και η δίκη έγινε και η εορτή του θεού με ημπόδιζε ν' αποθάνω, ενόμισα ότι έπρεπεν, εάν τυχόν το όνειρον με προστάττη να ενασχοληθώ εις την κοινώς λεγομένην μουσικήν, να μη δείξω απείθειαν εις αυτό, αλλά να το κάμω· διότι ασφαλέστερον ενόμισα ότι είναι να μη αναχωρήσω διά την άλλην ζωήν, προ του να αφοσιωθώ εις την ποίησιν ποιημάτων υπακούων εις το όνειρον. Ούτω λοιπόν έκαμα ποιήματα πρώτον εις τον θεόν Απόλλωνα, διά τον οποίον ήτο η προκειμένη θυσία· έπειτα δε από τον θεόν, σκεφθείς ότι ο ποιητής, εάν πρόκειται να είναι καθαυτό ποιητής, πρέπει να ευρίσκη μύθους και όχι να στιχουργή λόγους, εγώ δε δεν είχον τούτο το προτέρημα, διά ταύτα τους μύθους του Αισώπου, τους οποίους είχα προχείρους και εγνώριζα, από όσους μου ήλθαν εις τον νουν πρώτοι και τους ήξευρα, από αυτούς έβαλα εις στίχους. Ταύτα λοιπόν, Κέβη, να είπης εις τον Ευηνόν και να είναι καλά, και αν έχη σώας τας φρένας του, να ακολουθήση εμέ. Αναχωρώ δε διά τον άλλον κόσμον, ως φαίνεται, σήμερον· διότι οι Αθηναίοι ούτω διατάσσουν.
Και ο Σιμμίας είπε·
Τι παραγγελία είναι αυτή, την οποίαν δίδεις, ω Σώκρατες, εις τον Ευηνόν; διότι συνήντησα πολλάς φοράς τον άνθρωπον· από εκείνο λοιπόν που εκατάλαβα, σχεδόν με κανένα τρόπον δεν θα παραδεχθή ευχαρίστως αυτήν.
Πώς λοιπόν; είπεν ο Σωκράτης, ο Ευηνός δεν είναι φιλόσοφος;
Νομίζω ότι είναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και ο Ευηνός λοιπόν και κάθε άνθρωπος, ο οποίος μετέχει αξίως από αυτό το πράγμα, δηλαδή από φιλοσοφίαν, θα θελήση (να παραδεχθή αυτήν, ν' αναχωρήση δηλαδή και αυτός διά την άλλην ζωήν). Ίσως όμως δεν θα θανατώση τον εαυτόν του με την βίαν· διότι λέγουσιν ότι δεν επιτρέπεται τούτο από τον νόμον.
Και συγχρόνως, ενώ έλεγε ταύτα, κατεβίβασε τον πόδα του από την κλίνην εις την γην και αφού εκάθισεν, από τότε ούτω πως συνωμίλει.
Ο Κέβης λοιπόν ηρώτησεν αυτόν· Πώς το λέγεις αυτό, Σώκρατες, ότι δεν είναι συγχωρημένον να θανατώνη τις ο ίδιος τον εαυτόν του, ο δε φιλόσοφος ότι πρέπει ευχαρίστως ν' ακολουθή εκείνον, ο οποίος αποθνήσκει;
Τι λοιπόν, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, δεν έχετε ακούσει, συ και ο Σιμμίας, περί των τοιούτων ζητημάτων, αφού συνανεστράφητε τον φιλόσοφον Φιλόλαον (7);
Δεν έχομεν ακούσει τίποτε καθαρόν τουλάχιστον περί αυτών, ω Σώκρατες.
Αλλ' όμως και εγώ, είπεν ο Σωκράτης, λέγω περί αυτών όσα εξ ακοής ηξεύρω· εκείνα όμως, τα οποία έτυχε ν' ακούσω, δεν δυσκολεύομαι να τα είπω. Διότι ίσως και παρά πολύ αρμόζει, αφού πρόκειται να ταξειδεύσω εις εκείνον τον κόσμον, να εξετάζω καλώς και να εξιστορώ διά το ταξείδιον εις τα εκεί, ποίου είδους νομίζομεν ότι είναι αυτό. Διότι και τι άλλο ημπορεί να κάμη κανείς εις το διάστημα αυτό, από τώρα έως την δύσιν του ηλίου;
Πού λοιπόν τάχα στηριζόμενοι, είπεν ο Κέβης, λέγουν ότι δεν είναι συγχωρημένον να θανατώνη τις τον εαυτόν του, Σώκρατες; διότι εγώ τουλάχιστον, τούτο, το οποίον τώρα συ με ηρώτησες, ήκουσα και τον Φιλόλαον να το λέγη, όταν έζη μαζί μας, έως τώρα δε και μερικούς άλλους, ότι δεν πρέπει να κάμνη τις τούτο (δηλαδή ν' αυτοκτονή)· ποτέ όμως έως τώρα δεν έχω ακούσει τίποτε καθαρόν περί αυτών των ζητημάτων από κανένα.
Αλλά πρέπει να έχης θάρρος, είπεν ο Σωκράτης, διότι ίσως είναι δυνατόν ν' ακούσης τίποτε καταληπτόν. Ίσως όμως σου φανή παράξενον, ότι τούτο μόνον (δηλ. ο θάνατος) από όλα τα άλλα είναι απλούν (δηλαδή καλόν δι' όλους τους ανθρώπους (8)) όχι δι' άλλους καλόν και δι' άλλους κακόν (όπως τα άλλα πράγματα). Και ποτέ δεν συμβαίνει, καθώς και εις τα άλλα πράγματα, εις τους ανθρώπους — δηλαδή εις μερικάς περιστάσεις και εις μερικούς ανθρώπους να είναι προτιμότερον ν' αποθάνουν παρά να ζουν (όλοι δηλαδή είναι προτιμότερον ν' αποθάνουν). Ίσως δε σου φαίνεται παράξενον, ούτοι οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι καλύτερα δι' αυτούς ν' αποθάνουν, ότι δεν είναι θεάρεστον να κάμουν οι ίδιοι εις τον εαυτόν των αυτήν την ευεργεσίαν, αλλά να είναι ανάγκη να περιμένουν άλλον να τους ευεργετήση (θανατώνων αυτούς).
Και ο Κέβης, αφού εχαμογέλασεν ολίγον, Ο Ζευς το ηξεύρει, είπε με την γλώσσαν του τόπου του.
Βεβαίως, είπεν ο Σωκράτης, έτσι φαίνεται παράξενον, αλλ' ίσως έχει βεβαίως κάποιον λόγον. Και ο μεν λόγος, ο οποίος διά τα πράγματα αυτά λέγεται εις τους λαμβάνοντας μέρος εις τα μυστήρια (9), ότι δηλαδή ημείς οι άνθρωποι ευρισκόμεθα μέσα εις κάποιον φυλαττόμενον μέρος και ότι λοιπόν δεν πρέπει κανείς να ελευθερώνη από αυτό τον εαυτόν του, ούτε και να φεύγη κρυφά, μου φαίνεται ότι είναι μεγάλος λόγος και ότι δεν είναι εύκολον να τον καταλάβη ο καθένας. Αλλ' όμως το εξής τουλάχιστον μου φαίνεται, Κέβη, ότι καλά το λέγουν, ότι οι θεοί υπάρχουν, οι οποίοι φροντίζουν δι' ημάς (τους ανθρώπους) και ότι ημείς οι άνθρωποι είμεθα έν από τα κτήματα των θεών ή δεν συμφωνείς με αυτήν την γνώμην;
Συμφωνώ, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν, είπεν εκείνος, και συ, εάν κανέν από τα κτήματά σου (τους δούλους σου δηλαδή) ήθελε θανατώσει τον ίδιον τον εαυτόν του, χωρίς να τον διατάξης διά σημείου ότι θέλεις να θανατωθή, και εάν ηδύνασο να του επιβάλης καμμίαν τιμωρίαν, δεν θα το ετιμώρεις;
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Ίσως λοιπόν υπό ταύτην την έποψιν δεν είναι σφάλμα το ότι δεν πρέπει κανείς να θανατώνη τον εαυτόν του προτού να στείλη εις αυτόν ο θεός καμμίαν ανάγκην (ώστε δηλαδή να μη ημπορή κανείς να κάμη αλλέως), καθώς έστειλε και την παρούσαν ανάγκην τώρα εις ημάς (οπού είμαι δηλαδή ηναγκαμένος ν' αποθάνω).
Αλλά τούτο βεβαίως, είπεν ο Κέβης, φαίνεται αληθές· εκείνο όμως το οποίον τώρα θα έλεγες, ότι οι φιλόσοφοι πρέπει να επιθυμούν ν' αποθνήσκουν χωρίς δυσαρέσκειαν, φαίνεται ωσάν παράλογον· εάν είναι ορθόν εκείνο το οποίον τώρα δα ελέγομεν, ότι δηλαδή υπάρχει θεός, ο οποίος φροντίζει δι' ημάς, και ότι ημείς είμεθα κτήματά του (δηλαδή δούλοι του). Διότι είναι παράλογον οι φρονιμώτατοι εκ των ανθρώπων να μη δυσαρεστώνται, όταν φεύγουν από αυτήν την υπηρεσίαν, εις την οποίαν είναι επιστάται των θεοί, οι οποίοι είναι άριστοι επιστάται των υπαρχόντων πραγμάτων· δεν θα νομίζη βεβαίως κανείς ότι αν γίνη ελεύθερος, θα φροντίζη καλύτερα (από τους θεούς) ο ίδιος διά τον εαυτόν του· αλλ' ίσως κανένας ανόητος άνθρωπος ήθελε σκεφθή αυτά, ότι δηλαδή πρέπει να φύγη από τον κύριόν του, χωρίς να συλλογισθή ότι δεν πρέπει κανείς βεβαίως να φεύγη από κοντά από τον αγαθόν κύριον, αλλ' ότι μάλιστα πρέπει κανείς να μένη πάντοτε κοντά του· διά τούτο, αν φύγη, θα φύγη ανοήτως πράττων· εκείνος δε ο οποίος έχει νουν επιθυμεί βέβαια να είναι πάντοτε πλησίον εις τον καλύτερόν του.
Και έτσι λοιπόν, Σώκρατες, ορθόν είναι το εναντίον εκείνου το οποίον ελέγομεν. Ότι πρέπει βεβαίως οι μεν φρόνιμοι άνθρωποι να λυπώνται, όταν αποθνήσκουν, οι δε ανόητοι να ευχαριστώνται.
Αφού ήκουσε λοιπόν αυτά ο Σωκράτης, μου εφάνη ότι ευχαριστήθη διά τα επιχειρήματα του Κέβητος, και, αφού έρριψε το βλέμμα του επάνω εις ημάς, είπε· Πάντοτε ο Κέβης εξετάζει και ευρίσκει μερικά επιχειρήματα και δεν συνηθίζει να παραδέχηται αμέσως ό,τι και αν ήθελεν ειπεί κανείς.
Και ο Σιμμίας είπεν· Αλλ' όμως, Σώκρατες, τώρα τουλάχιστον και εγώ ο ίδιος νομίζω ότι ο Κέβης κάτι σωστόν λέγει· διότι διά ποίον τάχα λόγον άνθρωποι αληθινά σοφοί θ' απεφάσιζαν να φύγουν από κυρίους καλυτέρους του εαυτού των, και να τους αφήσουν χωρίς να λυπηθούν διά τούτο; Και μου φαίνεται ότι ο Κέβης κτυπά με τον λόγον του σε, ότι τόσον εύκολα το βαστά η καρδιά σου να φύγης και από ημάς και από καλούς κυρίους, καθώς και συ το ομολογείς, τους θεούς.
Δίκαια, είπεν ο Σωκράτης, λέγετε. Διότι νομίζω, ότι λέγετε εκείνα τα οποία πρέπει να είπω εδώ, διά να απολογηθώ, όπως έκαμα εις το δικαστήριον.
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Έλα λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ας προσπαθήσω να απολογηθώ προς σας πειστικότερα, παρ' ό,τι απελογήθην προς τους δικαστάς. Διότι εγώ, είπε, Σιμμία και Κέβη, εάν μεν ενόμιζον ότι δεν θα υπάγω κατά πρώτον πλησίον εις άλλους θεούς και σοφούς και αγαθούς, έπειτα δε και πλησίον εις ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αποθάνει καλυτέρους από τους εδώ, θα είχον άδικον να μη λυπώμαι διά τον θάνατόν μου. Τώρα όμως μάθετε καλώς, ότι ελπίζω να φθάσω εις ανθρώπους αγαθούς· και τούτο μεν δεν ημπορώ καλά να το βεβαιώσω· ότι όμως θα φθάσω πλησίον εις θεούς κυρίους πολύ αγαθούς, μάθετε καλώς ότι δύναμαι να βεβαιώσω και τούτο περισσότερον από κάθε άλλο εκ των τοιούτων πραγμάτων. Ώστε διά τας αιτίας ταύτας δεν λυπούμαι εξ ίσου, αλλ' είμαι πλήρης ελπίδος ότι υπάρχει κάτι δι' εκείνους οι οποίοι έχουν αποθάνει, και, καθώς από πολύν καιρόν λέγουσιν, υπάρχει κάτι πολύ καλύτερον διά τους καλούς παρά διά τους κακούς.
Τι λοιπόν υπάρχει, ω Σώκρατες; είπεν ο Σιμμίας· ποίον από τα δύο, κρατών συ ο ίδιος διά τον εαυτόν σου την σκέψιν ταύτην, έχεις σκοπόν ν' αναχωρήσης απ' αυτήν την ζωήν ή ημπορείς να την κάμης γνωστήν και εις ημάς; Διότι εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι τούτο είναι έν καλόν κοινόν και εις ημάς, και συγχρόνως είναι απολογία και διά σε, εάν μας κάμης να παραδεχθώμεν εκείνα τα οποία λέγεις.
Αλλά θα προσπαθήσω, είπεν ο Σωκράτης. Κατά πρώτον δε ας εξετάσωμεν τούτον εδώ τον Κρίτωνα, τι είναι εκείνο, το οποίον μου φαίνεται ότι θέλει να είπη από πολλήν ώραν.
Και τι άλλο βέβαια, ω Σώκρατες, είπεν ο Κρίτων, παρά εκείνο το οποίον από πολλήν ώραν μου λέγει ο μέλλων να σου δώση το δηλητήριον(10), ότι δηλαδή είναι χρεία να σου είπωμεν να ομιλής όσον το δυνατόν ολιγώτερον; Διότι, λέγει, ζεσταινόμεθα περισσότερον, όταν ομιλώμεν, και διόλου δεν πρέπει ζεστοί να λαμβάνωμεν το δηλητήριον· διότι αλλέως, όσοι κάμνουν τοιούτον τι, αναγκάζονται να πίνουν και δύο και τρεις φοράς.
Και ο Σωκράτης είπεν· Άφησέ τον να λέγη· ας ετοιμάζη το δηλητήριόν του διά να το δώση και δύο, εάν δε είναι χρεία, και τρεις φοράς.
Αλλ' όμως ήξευρα κάπως τι θα είπης, είπεν ο Κρίτων αλλ' αυτός από πολλήν ώραν επιμένει και με ενοχλεί.
Άφησέ τον, είπεν ο Σωκράτης. Αλλ' εις σας λοιπόν τους δικαστάς θέλω τώρα ν' απολογηθώ περί των αιτίων διά τα οποία μου φαίνεται ότι άνθρωπος, ο οποίος αφιέρωσε την ζωήν του εις την φιλοσοφίαν, όταν πρόκειται ν' αποθάνη, ευλόγως πρέπει να έχη γενναιότητα, και ότι πρέπει να είναι πλήρης ελπίδος ότι εκεί (εις την άλλην ζωήν) θα επιτύχη μέγιστα αγαθά, αφ' ού αποθάνη. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να είπω, Σιμμία και Κέβη, τας αποδείξεις περί του ότι αυτά είναι όπως τα λέγω. Διότι όσοι έτυχε να καταγίνωνται σωστά εις την φιλοσοφίαν τρέχουν τον κίνδυνον να μη τους καταλαμβάνουν οι άλλοι ότι αυτοί κανέν άλλο έργον δεν κάμνουν παρά ν' αποθνήσκουν και να είναι αποθαμμένοι. Εάν λοιπόν τούτο είναι αληθές, θα ήτο βεβαίως γελοίον εις όλην των μεν την ζωήν να μη έχουν μέσα εις την καρδίαν των άλλο πράγμα παρά τούτο, δηλ. τον θάνατον όταν δε αυτός τέλος έλθη, να λυπώνται δι' εκείνο το πράγμα, το οποίον από πολύν καιρόν επεθύμουν και εζήτουν.
Και ο Σιμμίας, αφ' ού εγέλασεν, είπε· Μ' έκαμες να γελάσω, μα τον Δία, ω Σώκρατες, εν ώ τώρα μάλιστα δεν είχον καμμίαν όρεξιν να γελάσω. Διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, αφ' ού ακούσουν αυτό το οποίον λέγεις, δεν αμφιβάλλω ότι θα συμφωνήσουν ότι πολύ καλά ελέχθη αυτός ο λόγος διά τους καταγινομένους εις την φιλοσοφίαν, και οι μεν πατριώται μου οι Θηβαίοι παρά πολύ θα συνεφώνουν ότι πραγματικώς οι ενασχολούμενοι εις την φιλοσοφίαν επιθυμούν να αποθάνουν, και οι Θηβαίοι τουλάχιστον ηξεύρουν ότι τους αξίζει να πάθουν αυτό το πράγμα. Και λέγουν βεβαίως την αλήθειαν, Σιμμία· εκτός τούτου μόνον, ότι οι Θηβαίοι ηξεύρουν τούτο, εν ώ δεν ηξεύρουν βεβαίως πως οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούσι τον θάνατον και πως τους αξίζει ο θάνατος. Αλλ' αφ' ού αφήσωμεν ησύχους τους Θηβαίους, ας ομιλήσωμεν, είπε, μεταξύ μας· νομίζομεν ότι ο θάνατος είναι κανέν πράγμα;
Βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας διακόψας.
Άρα γε μήπως είναι άλλο τι ο θάνατος παρά ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα; Και μήπως το να είναι κανείς αποθαμμένος θα είπη το μεν σώμα, αφ' ού χωρισθή από την ψυχήν, να υπάρχη μόνον του χωριστά, η δε ψυχή, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, να είναι μόνη της χωριστά; Άρα γε μήπως ο θάνατος είναι άλλο τι και όχι τούτο;
Όχι, αλλά τούτο είναι, είπεν ο Σιμμίας. Εξέτασον λοιπόν, καλέ μου φίλε, εάν παραδέχησαι και συ ως ορθά εκείνα, τα οποία και εγώ παραδέχομαι· διότι νομίζω ότι από αυτά αναχωρούντες θα μάθωμεν καλύτερα εκείνα, δια τα οποία ερευνώμεν. Σου φαίνεται ότι αρμόζει εις φιλόσοφον άνθρωπον να ριφθή εις τας ονομαζομένας ηδονάς (γλέντια), λόγου χάριν τας εξής, τα φαγητά και τα ποτά;
Διόλου, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε; Του αρμόζει να ριφθή εις τα αφροδίσια;
Ουδόλως, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε; Νομίζεις ότι ο τοιούτος άνθρωπος θεωρεί πολυτίμους τας άλλας διά το σώμα περιποιήσεις; Λόγου χάριν τας αποκτήσεις μεγαλοπρεπών φορεμάτων και υποδημάτων, και τους άλλους διά το σώμα στολισμούς, ποίον από τα δύο νομίζεις, ότι αποδίδει τιμήν εις αυτούς ή όχι, καθόσον δεν έχει απόλυτον ανάγκην να τους μεταχειρίζηται;
Ο αληθινός φιλόσοφος, είπεν ο Σιμμίας, εγώ τουλάχιστον φρονώ, ότι δεν αποδίδει τιμήν εις αυτά.
Δεν σου φαίνεται λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι η ενασχόλησις του τοιούτου φιλοσόφου δεν αποβλέπει εις το σώμα, αλλά καθ' όσον ημπορεί απομακρύνεται από αυτό, διευθύνεται δε προς την ψυχήν;
Βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, κατά πρώτον μεν εις τα τοιαύτα πράγματα δεν είναι φανερόν ότι ο φιλόσοφος χωρίζει όσον το δυνατόν περισσότερον την ψυχήν από την συγκοινωνίαν με το σώμα, εξαιρετικώς από τους άλλους ανθρώπους;
Είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.
Και ότι ίσως βέβαια, Σιμμία, λέγει ο Σωκράτης, οι περισσότεροι άνθρωποι φρονούσιν ότι δεν αξίζει τον κόπον να ζη εκείνος, εις τον οποίον κανέν από τα τοιαύτα δεν προξενεί ευχαρίστησιν, ούτε μέρος λαμβάνει εις αυτά, και ότι εκείνος όστις δεν φροντίζει διόλου διά τας ηδονάς, αι οποίαι προξενούνται διά μέσου του σώματος, κοντεύει κάπως να είναι αποθαμμένος.
Λέγεις βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας, πράγματα πολύ αληθινά.
Και τι να είπωμεν λοιπόν δι' αυτήν την απόκτησιν της γνώσεως, ποίον από τα δύο, είναι το σώμα εμπόδιον, εάν το συμπαραλαμβάνωμεν ως συμμέτοχον εις την ζήτησιν αυτής; Εξηγούμαι με το ακόλουθον παράδειγμα· η όρασις άρα γε και η ακοή προσφέρουν τίποτε αληθινόν εις τον άνθρωπον; Ή και οι ποιηταί (11) έχουν δίκαιον επαναλαμβάνοντες πάντοτε εις ημάς τα τοιαύτα τουλάχιστον, ότι ούτε ακούομεν τίποτε ακριβές ούτε βλέπομεν; Εν τούτοις, αν αύται από τας σωματικάς αισθήσεις δεν είναι μήτε ακριβείς μήτε καθαραί, αι άλλαι βεβαίως πολύ ολιγώτερον θα είναι τοιαύται· διότι όλαι είναι κάπως πλέον αδύνατοι από αυτάς. Ή δεν σας φαίνεται ότι είναι τοιαύται;
Τοιαύται είναι βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Πότε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, η ψυχή επιτυγχάνει την αλήθειαν; Διότι, όταν μεν επιχειρή να εξετάση κανέν πράγμα μαζί με το σώμα, είναι φανερόν ότι τότε εξαπατάται από αυτό.
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εάν γίνηται φανερόν εις την ψυχήν κανέν από ταληθινά πράγματα εις κανέν άλλο μέρος αυτής, δεν συμβαίνει τούτο εις την συλλογιστικήν αυτής ενέργειαν;
Ναι, είπεν ο Σιμμίας.
Μεταχειρίζεται δε βεβαίως την λογικήν της ενέργειαν κάλλιστα, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, τότε όταν κανέν από αυτά δεν την ενοχλή, μήτε η ακοή, μήτε η όρασις, μήτε ο πόνος, μήτε η ευχαρίστησις, αλλ' ευρίσκηται όσον το δυνατόν περισσότερον μόνη της, αφίνουσα το σώμα κατά μέρος, και, όταν, καθόσον ημπορεί, μη συγκοινωνούσα με αυτό μήτε εγγίζουσα αυτό ορέγηται την πραγματικήν αλήθειαν.
Αληθινά είναι αυτά, είπεν ο Σιμμίας.
Δεν είναι λοιπόν αληθές, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι και εις αυτήν την περίστασιν η ψυχή του φιλοσόφου καταφρονεί τα μέγιστα το σώμα και φεύγει μακράν από αυτό, ζητεί δε να μείνη μόνη της;
Τούτο είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά τι είναι λοιπόν αυτά οπού θα είπω, Σιμμία; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα είπωμεν ότι το καθ' αυτό δίκαιον είναι κάτι τι, ή ότι δεν είναι τίποτε;
Θα είπωμεν, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας, ότι είναι κάτι τι.
Και το ωραίον και το αγαθόν, ότι είναι και αυτά κάτι τι;
Και πώς όχι; Απεκρίθη ο Σιμμίας.
Έως τώρα λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, είδες καμμίαν φοράν κανέν από τα τοιαύτα με τους οφθαλμούς σου;
Διόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, ήγγισας αυτά με καμμίαν από τας άλλας σωματικάς σου αισθήσεις; Και λέγω τούτο δι' όλα, λόγου χάριν διά το μέγεθος, διά την υγείαν και με ένα λόγον διά την ουσίαν όλων των άλλων, δι' ό,τι δηλαδή τυχαίνει να είναι καθέν από αυτά· άρα γε το αληθέστατον μέρος αυτών είναι δυνατόν να το θεωρήση κανείς διά μέσου του σώματος; Ή μήπως συμβαίνει το εξής· όποιος από ημάς ήθελε προετοιμάσει τον εαυτόν του να εξετάση περισσότερον και ακριβέστερον με τον νουν του αυτό καθ' αυτό το κάθε πράγμα, περί του οποίου εξετάζει, αυτός ημπορεί να φθάση πλησιέστατα να λάβη γνώσιν του κάθε πράγματος;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Άρα γε λοιπόν, εκείνος ήθελε κάμει τούτο καθαρώτατα, ο οποίος όσον το δυνατόν περισσότερον ήθελε διευθυνθή εις κάθε πράγμα με μόνην την διάνοιάν του, χωρίς να μεταχειρισθή μαζί την όρασιν, εν ώ σκέπτεται ο νους του, μήτε να σύρη καμμίαν άλλην αίσθησιν μαζί με την ενέργειαν του λογικού, αλλά μεταχειριζόμενος μόνην την διάνοιάν του καθαράν αναλαμβάνει να καταδιώξη καθέν από ταληθινά πράγματα μόνον του και καθαρόν, αφ' ού χωρισθή όσον το δυνατόν περισσότερον και από τους οφθαλμούς και από τα ώτα και, διά να είπωμεν ούτως, από όλον εν γένει το σώμα, διότι τούτο ταράττει και δεν αφήνει την ψυχήν ν' αποκτήση την αλήθειαν και την γνώσιν, όταν λαμβάνη και αυτό μέρος εις την εξέτασιν· άρα γε δεν είναι αυτός, Σιμμία, περισσότερον από κάθε άλλον εκείνος, που θα κατορθώση να εύρη το αληθινά υπάρχον;
Θαυμάσια, είπεν ο Σιμμίας, πόσον αληθινά πράγματα λέγεις, ω Σώκρατες.
Εξ όλων τούτων αναχωρούντες οι αληθινοί φιλόσοφοι, είπεν ο Σωκράτης, σχηματίζουσιν αναγκαίως τοιαύτην ιδέαν, ώστε και μεταξύ των τοιαύτα να λέγωσιν, ότι κάποιο μονοπάτι τρόπον τινά εις την σκέψιν μας αλλάζει τον δρόμον εις ημάς και εις το λογικόν· διότι εν όσω έχομεν το σώμα και η ψυχή μας είναι ανακατωμένη μαζί με το τοιούτον κακόν, ποτέ δεν θ' αποκτήσωμεν αρκετά εκείνο το οποίον επιθυμούμεν· λέγομεν δε ότι τούτο είναι η αλήθεια. Διότι το μεν σώμα παρέχει εις ημάς χιλίων ειδών φροντίδας διά την αναγκαίαν [??] ακόμη δε, αν επέλθωσι και μερικαί ασθένειαι εμποδίζουσιν ημάς από την επιδίωξιν του αληθινά υπάρχοντος, μας γεμίζει δε το σώμα από επιθυμίας και πάθη και φόβους και κάθε είδους πλάσματα της φαντασίας και πολλήν φλυαρίαν (12)· ώστε, καθώς λέγουσιν, ούτε και είναι πραγματικώς κατορθωτόν εις ημάς εξ αιτίας του να έχωμέν ποτε καμμίαν πραγματικήν γνώσιν, διότι πολέμους και ταραχάς και μάχας κανέν άλλο πράγμα δεν προξενεί παρά το σώμα και τα πάθη αυτού. Διότι όλοι οι πόλεμοι γίνονται διά την απόκτησιν των χρημάτων, υποχρεωνόμεθα δε ν' αποκτώμεν χρήματα εξ αιτίας του σώματος, γινόμενοι δούλοι εις την περιποίησιν αυτού και ως εκ τούτου, δηλαδή του σώματος, δι' όλους τούτους τους λόγους δεν ευρίσκομεν καιρόν διά την φιλοσοφίαν. Το δε χειρότερον από όλα, ότι, και εάν εύρωμεν καμμίαν ευκαιρίαν να χωρισθώμεν από αυτό και να επιδοθώμεν εις την εξέτασιν κανενός πράγματος, αυτό παρεμβαίνον πάλιν παντού εις τας ερεύνας μας, προξενεί εις ημάς ταραχήν και σύγχυσιν και έκπληξιν, ώστε εξ αιτίας του να μη ημπορώμεν να διακρίνωμεν την αλήθειαν αλλά πραγματικώς απεδείχθη εις ημάς ότι, εάν μέλλωμεν καμμίαν φοράν να μάθωμεν κανέν πράγμα καθαρά, πρέπει να χωρισθώμεν από αυτό και να παρατηρήσωμεν με μόνην την ψυχήν τα πράγματα μόνα· και τότε, καθώς φαίνεται, θα είναι δυνατόν εις ημάς ν' απολαύσωμεν εκείνο, το οποίον επιθυμούμεν και του οποίου λέγομεν ότι είμεθα ερασταί, δηλαδή την γνώσιν, αφ' ού παύσωμεν να ζώμεν, καθώς το λογικόν αποδεικνύει, όχι δε εν όσω ζώμεν. Διότι, εάν δεν είναι δυνατόν μαζί με το σώμα να μάθωμεν κανέν πράγμα καθαρά, έν από τα δύο, ή πουθενά δεν είναι δυνατόν ν' αποκτήσωμεν την πραγματικήν γνώσιν, ή είναι τούτο δυνατόν, αφού αποθάνωμεν· διότι τότε η ψυχή θα είναι μόνη της χωριστά από το σώμα, προτύτερα δε όχι· και ενόσω θα ευρισκώμεθα εις την ζωήν, θα είμεθα, καθώς φαίνεται, ούτω πλησιέστερα εις την αληθινήν γνώσιν, εάν όσον το δυνατόν περισσότερον παύσωμεν να έχωμεν συγκοινωνίαν με το σώμα, εκτός εν περιπτώσει απολύτου ανάγκης, και δεν γεμίζωμεν τον εαυτόν μας από την (μολυσμένην) φύσιν αυτού, αλλά μένωμεν καθαροί χωριστά από αυτό, έως ότου μας ελευθερώση ο ίδιος ο θεός. Και τοιουτοτρόπως χωριζόμενοι και μένοντες καθαροί από την ανοησίαν του σώματος, ως είναι επόμενον, θα είμεθα με άλλους τοιούτους (καθαρούς) και θα μάθωμεν διά μέσου του εαυτού μας την καθαράν πραγματικότητα· τούτο δε ίσως είναι η αλήθεια· διότι δεν είναι συγχωρημένον εις τον μη καθαρόν να εγγίση πράγμα καθαρόν. Νομίζω, Σιμμία, ότι είναι απαραίτητον όλοι οι αληθώς φιλομαθείς να λέγωσι τοιαύτα ο είς εις τον άλλον και να τα φρονώσι. Ή δεν νομίζεις ότι ούτω πρέπει να κάμνουν;
Ούτω πρέπει να κάμνουν περισσότερον από κάθε άλλο, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα, φίλε μου, είναι αληθή, υπάρχει μεγάλη ελπίς διά κάθε άνθρωπον, όταν φθάση εκεί όπου εγώ τώρα πηγαίνω, ότι θα αποκτήση εκεί αρκετά, περισσότερον παρά εις κάθε άλλο μέρος, τούτο το πράγμα, ένεκα του οποίου ενησχολήθην πολύ καθ' όλην την περασμένην ζωήν μου, ώστε βεβαίως το ταξείδιον, το οποίον διετάχθην τώρα να κάμω, γίνεται με καλήν ελπίδα και δι' άλλον άνθρωπον, ο οποίος νομίζει ότι έχει προετοιμάσει τον νουν του εις το να είναι τρόπον τινά καθαρός.
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε δε κάθαρσις (της ψυχής) δεν συμβαίνει να είναι αυτό, το οποίον από πολλήν ώραν αναφέρομεν εις την ομιλίαν μας, το να χωρίζωμεν δηλαδή, όσον το δυνατόν περισσότερον την ψυχήν από το σώμα, και να συνηθίσωμεν αυτήν να συλλέγηται και να συναθροίζηται από όλα τα μέρη του σώματος χωριστά μόνη της, και να κατοική μόνη με τον εαυτόν της όσον το δυνατόν, και εις τον τωρινόν καιρόν και εις τον κατόπιν, ελευθερωνομένη από το σώμα, όπως λύεται κανείς από τα δεσμά;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν τούτο βεβαίως δεν ονομάζεται θάνατος, το λύσιμον δηλαδή και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Εκείνοι δε, οι οποίοι ορθώς φιλοσοφούσι με όλην την καρδίαν των, καταγίνονται πάντοτε και μόνοι να την λύωσι (την ψυχήν), καθώς λέγομεν, και αυτή ίσα ίσα είναι η ενασχόλησις των φιλοσόφων, το λύσιμον και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ή όχι;
Είναι φανερόν ότι ναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν δεν θα ήτο γελοίον, εκείνο το οποίον έλεγον κατ' αρχάς, άνθρωπος, ο οποίος προετοιμάζει τον εαυτόν του κατά τον καιρόν της ζωής τοιουτοτρόπως, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησιέστερον εις τον θάνατον, να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, και έπειτα, όταν αυτός (δηλαδή ο θάνατος) έλθη προς αυτόν, να λυπήται; τούτο δεν είναι γελοίον;
Και πώς όχι; είπεν ο Σιμμίας.
Πραγματικώς λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, όσοι φιλοσοφούσιν ορθώς καταγίνονται εις το να αποθάνωσι, και το να αποθάνωσι προξενεί εις αυτούς φόβον πολύ ολιγώτερον παρά εις όλους τους άλλους ανθρώπους. Εξέτασον δε από τα ακόλουθα. Εάν βεβαίως μισούν καθ' όλα το σώμα, επιθυμούν δε να έχωσι την ψυχήν των μόνην της, αφού δε γίνη τούτο, φοβούνται και λυπούνται, δεν θα ήτο τούτο μεγάλη ανοησία, εάν δεν υπάγουν μ' ευχαρίστησιν εκεί, οπού υπάρχει ελπίς ότι, αφού φθάσουν θα επιτύχωσιν εκείνο (το καλόν), το οποίον επεθύμουν καθ' όλην την ζωήν των· επεθύμουν δε γνώσιν (της αληθείας), θα έχωσι δε ελευθερωθή από εκείνο (το σώμα δηλαδή), το οποίον υπήρχε μαζί των και το οποίον είχον μισήσει· ή όταν αγαπητά παιδία και γυναίκες και υιοί των απέθανον, πολλοί βέβαια άνθρωποι ηθέλησαν με την καρδίαν των να υπάγωσιν εις τον Άδην, παρακινούμενοι από αυτήν την ελπίδα, ότι θα ίδωσιν εκεί εκείνους, τους οποίους επεθύμουν, και θα είναι μαζί με αυτούς, όταν δε κανείς πραγματικώς επιθυμή αληθινήν γνώσιν και λάβη με πολλήν βεβαιότητα αυτήν ίσα ίσα την ελπίδα, ότι δεν θα επιτύχη αυτήν εις κανέν άλλο μέρος κατά τρόπον άξιον λόγου παρά εις τον Άδην, θα λυπηθή, διότι πρόκειται ν' αποθάνη, και δεν θα υπάγη εκεί με ευχαρίστησιν; Πρέπει βεβαίως να νομίζωμεν, φίλε μου, ότι θα υπάγη ευχαρίστως, εάν είναι πραγματικώς φιλόσοφος· διότι θα σχηματίση ισχυράν πεποίθησιν περί τούτων, ότι δεν θα επιτύχη καθαρά την γνώσιν της αληθείας εις κανέν άλλο μέρος, παρά μόνον εκεί. Εάν δε τούτο είναι έτσι, δεν θα ήτο μεγάλη ανοησία, καθώς προ ολίγου έλεγον, εάν ο τοιούτος εφοβείτο τον θάνατον;
Πολλή μεγάλη βεβαίως ανοησία θα ήτο, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι διά σε αρκετή απόδειξις τούτο, ως προς άνθρωπον τον οποίον θα έβλεπες να λυπήται, διότι πρόκειται ν' αποθάνη, ότι αυτός βεβαίως δεν ήτο φιλόσοφος, αλλά κάποιος φιλοσώματος άνθρωπος; ο ίδιος δε κατά πάσαν πιθανότητα τυγχάνει να είναι και φιλοχρήματος και φιλόδοξος, έχων ή το έν από τα δύο αυτά ή και τα δύο;
Είναι έτσι, είπεν ο Σιμμίας, πραγματικώς όπως λέγεις.
Άρα γε λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, και η ονομαζομένη ανδρεία δεν ταιριάζει περισσότερον εις τους ούτω πως διακειμένους (δηλαδή τους φιλοσόφους);
Εξάπαντος βέβαια, είπεν ο Σιμμίας. Και η σωφροσύνη (η εγκράτεια δηλαδή), την οποίαν και ο όχλος όμοια ονομάζει σωφροσύνην, το να μη παρασύρηται δηλαδή κανείς από τας επιθυμίας, αλλά να τας περιφρονή και να τας κανονίζη, άρα γε δεν ταιριάζει εις μόνους τούτους, οι οποίοι παραπολύ περιφρονούσι το σώμα και ζώσι με φιλοσοφίαν;
Δεν ημπορεί να είναι αλλέως, είπεν ο Σιμμίας.
Διότι, εάν θέλης, είπεν ο Σωκράτης, να εξετάσης με τον νουν σου και την ανδρείαν και την εγκράτειαν των άλλων, των μη φιλοσόφων, θα σοι φανή ότι δεν έχει τον τόπον της.
Αλλά πώς λοιπόν τούτο, ω Σώκρατες; Είπεν ο Σιμμίας.
Ηξεύρεις, απεκρίθη ο Σωκράτης, ότι όλοι οι άλλοι (εκτός των φιλοσόφων) νομίζουσιν ότι ο θάνατος είναι έν από τα μεγαλύτερα κακά;
Κάλλιστα το ηξεύρω, είπεν ο Σιμμίας.
Οι ανδρείοι λοιπόν από αυτούς δεν υπομένουσι τον θάνατον, όταν τον υπομένωσιν, από φόβον μόνον μεγαλυτέρων κακών;
Αυτό είναι αλήθεια, είπεν ο Σιμμίας.
Όλοι λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, είναι ανδρείοι, διότι φοβούνται και η ανδρεία των είναι αποτέλεσμα φόβου, εκτός των φιλοσόφων. Και όμως είναι απρεπές να είναι κανείς ανδρείος ένεκα φόβου ή δειλίας.
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Οι εγκρατείς από αυτούς δεν παθαίνουν αυτό το ίδιον; είναι δηλαδή εγκρατείς ένεκά τινος ακολασίας· και μολονότι λέγομεν βεβαίως ότι τούτο είναι αδύνατον, αλλ' όμως συμβαίνει εις αυτούς ό,τι παθαίνουν με αυτήν την ανόητον εγκράτειάν των να είναι το ίδιον με τούτο (το οποίον προείπομεν)· διότι, επειδή φοβούνται ότι θα στερηθώσιν άλλων ευχαριστήσεων και επειδή επιθυμούσιν εκείνας, απέχουσιν από άλλας, διότι κυριεύονται από άλλας πάλιν. Αν και ονομάζουσι βεβαίως ακολασίαν το να εξουσιάζηται κανείς από τας ηδονάς, αλλ' όμως συμβαίνει εις αυτούς, ενώ κυριεύονται από ηδονάς, να εξουσιάζουν αυτοί άλλας ηδονάς. Τούτο δε είναι όμοιον με εκείνο, το οποίον προ ολίγου ελέγομεν, ήγουν με το ότι αυτοί έγιναν εγκρατείς, τρόπον τινά ένεκα ακολασίας.
Φαίνεται, βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Ω καλότυχε Σιμμία, παρατήρησε, μήπως αυτός δεν είναι ο ίσος δρόμος, ο οποίος οδηγεί εις την αρετήν, το ν' ανταλλάσσωμεν δηλαδή ηδονάς με ηδονάς και λύπας με λύπας και φόβον με φόβον και μεγαλύτερα με μικρότερα, καθώς ανταλλάσσομεν νομίσματα· αλλά μήπως εκείνο μόνον είναι το σωστόν νόμισμα, η ορθή γνώσις, και μήπως πραγματικώς όλα αγοράζονται και πωλούνται με αυτό και μαζί με αυτό, και η ανδρεία δηλαδή και η εγκράτεια και η δικαιοσύνη, και μήπως με ένα λόγον η αληθινή αρετή είναι μαζί με την ορθήν γνώσιν, και όταν ακόμη και αι ευχαριστήσεις και οι φόβοι και όλα τα άλλα τα όμοια με αυτά και τα αποκτώμεν και τα χάνομεν. Ταύτα δε, όταν χωρισθώσιν από την ορθήν γνώσιν και ανταλλάσσωνται το έν με το άλλο, παρατήρησον μήπως η τοιαύτη αρετή είναι καμμία ζωγραφία σκιάς και πραγματικώς δουλική και δεν έχει τίποτε υγιές ουδέ αληθές· μήπως δε η αλήθεια είναι κάποια κάθαρσις από όλα τα τοιαύτα, και μήπως η εγκράτεια και η δικαιοσύνη και η ανδρεία και αυτή η ορθή γνώσις είναι κάποιος καθαρισμός (13), και βεβαίως αυτοί οι οποίοι μας εσύστησαν τας μυστικάς τελετάς (τα Ελευσίνια μυστήρια) δεν είναι βεβαίως άνθρωποι χωρίς αξίαν, αλλά μήπως πραγματικώς υπαινίττονται από πολύν καιρόν τούτο, ότι όποιος υπάγη εις την κατοικίαν του Άδου χωρίς να λάβη γνώσιν των μυστηρίων και λάβη μέρος εις την εκτέλεσιν αυτών θα ευρίσκηται μέσα εις την λάσπην (214), εκείνος δε ο οποίος καθαρισθή και λάβη μέρος εις την εκτέλεσιν αυτών, άμα φθάση εκεί, θα κατοική μαζί με τους θεούς, «διότι υπάρχουσι βεβαίως, λέγουσιν οι ενασχολούμενοι εις τας μυστικάς τελετάς, πολλοί μεν οι οποίοι φέρουν θύρσον, ολίγοι δε οι εμπνευσμένοι»(15). Αυτοί δε κατά την γνώμην μου δεν είναι άλλοι παρά όσοι υπήρξαν αληθείς φιλόσοφοι. Είς εκ των οποίων και εγώ βέβαια, καθόσον τουλάχιστον ημπόρεσα, δεν παρέλειψα τίποτε εις την ζωήν μου, αλλά προσεπάθησα με όλην μου την καρδίαν με κάθε τρόπον να γίνω. Εάν δε ορθώς προσεπάθησα και εάν ωφελήθην τίποτε, αφ' ού υπάγω εκεί, θα μάθω την αλήθειαν, εάν ο θεός θέλη, ολίγον υστερώτερα, καθώς μου φαίνεται. Εγώ λοιπόν αυτήν την απολογίαν κάμνω, Σιμμία και Κέβη, διά ν' αποδείξω ότι ευλόγως δεν δυσαρεστούμαι οπού αφήνω και σας και τους εδώ κυρίους μου, ούτε λυπούμαι, διότι νομίζω ότι και εκεί όχι ολιγώτερον παρά εδώ θ' απαντήσω και αγαθούς κυρίους και αγαθούς φίλους· τούτο δε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το πιστεύουσιν. Εάν λοιπόν με την απολογίαν μου κατέπεισα σας περισσότερον παρά τους δικαστάς των Αθηναίων, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος.
Αφ' ού λοιπόν είπε ταύτα ο Σωκράτης, ο Κέβης έλαβε τον λόγον και είπεν:
Ω Σώκρατες, όσα μεν άλλα είπομεν εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι ορθά, όσα δε περί ψυχής προξενούν εις τους ανθρώπους μεγάλην απιστίαν, διότι φοβούνται μήπως, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, δεν υπάρχει πλέον εις κανέν μέρος, αλλά καταστρέφεται και διαλύεται κατ' εκείνην την ημέραν, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ήθελεν αποθάνει, αμέσως καθώς χωρισθή από το σώμα, και μήπως, καθώς εξέρχεται, αφ' ού σκορπισθή ωσάν φύσημα ή καπνός, χαθή πετώσα και δεν υπάρχη πλέον εις κανέν μέρος· επειδή, εάν ήθελεν υπάρχει εις κανέν μέρος περιμαζευμένη μόνη της μέσα εις τον εαυτόν της και χωρισμένη από αυτά τα κακά, τα οποία προ ολίγου ανέφερες, θα υπήρχε πολλή και καλή ελπίς, ω Σώκρατες, ότι εκείνα τα οποία λέγεις είναι αληθινά. Αλλ' ίσως τούτο ίσα ίσα έχει ανάγκην από εξήγησιν και απόδειξιν όχι ολίγην, ότι η ψυχή του ανθρώπου, αφ' ού αποθάνη, εξακολουθεί να υπάρχη και έχει κάποιαν δύναμιν και γνώσιν.
Αλήθειαν λέγεις, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, αλλά τι λοιπόν να κάμωμεν; Ή θέλεις να εξετάσωμεν συνομιλούντες περί αυτών ίσα ίσα των πραγμάτων, εάν είναι επόμενον να είναι έτσι, ή όχι;
Εγώ λοιπόν βέβαια, είπεν ο Κέβης, ήθελον ακούσει με ευχαρίστησιν ποίαν γνώμην έχεις περί αυτών των πραγμάτων.
Εγώ τουλάχιστον δεν φρονώ, είπεν ο Σωκράτης, ότι, εάν κανείς ακούση τώρα, και κωμωδοποιός εάν είναι, όσα λέγω, ήθελεν είπει ότι πολυλογώ και ότι δεν ομιλώ διά πράγματα, τα οποία μας αποβλέπουν. Εάν λοιπόν νομίζης καλόν και αν είναι χρεία να εξετάσωμεν, ας εξετάσωμεν αυτό ούτω πως, αν αι ψυχαί των ανθρώπων, αφ' ού αποθάνουν, ευρίσκονται εις τον τόπον του Άδου ή όχι. Αυτή μεν η γνώμη, την οποίαν έχομεν αναφέρει, είναι παλαιά, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αι ψυχαί, φθάνουσαι εκεί (εις τον Άδην) από εδώ, και ότι εκ νέου εκείθεν φθάνουσιν εδώ και γεννώνται από τους αποθαμμένους. Και αν αυτό είναι έτσι, αν δηλαδή, οι ζωντανοί γίνωνται πάλιν από τους αποθαμμένους, θα παραδεχθώμεν άλλο τι παρά ότι αι ψυχαί μας υπάρχουν εκεί; Διότι δεν θα ήρχοντο βεβαίως πάλιν εδώ, εάν δεν υπήρχον, και τούτο θα ήτο αρκετή απόδειξις του ότι αυτά είναι αληθινά, εάν εγίνετο πραγματικώς φανερόν ότι οι ζωντανοί από πουθενά αλλού δεν γίνονται παρά από τους αποθαμμένους. Εάν δε τούτο δεν είναι αληθινόν, θα ήτο τότε ανάγκη καμμιάς άλλης αποδείξεως.
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Το ακόλουθον, είπεν ο Σωκράτης, μη εξετάσης μόνον αναφορικώς προς τους ανθρώπους, εάν θέλης εύκολα να το μάθης, αλλά και αναφορικώς προς όλα τα ζώα και τα φυτά και προς όλα ομού όσα έρχονται εις την ζωήν· δι' όλα αυτά ας ίδωμεν, άρα γε όλα γίνονται κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή όχι από αλλού παρά τα εναντία γίνονται από τα εναντία των, όσα συμβαίνει να έχουν τοιούτον τι (δηλαδή το εναντίον των)· λόγου χάριν το ωραίον είναι βέβαια το εναντίον με το άσχημον, και το δίκαιον με το άδικον και βεβαίως και άλλα αμέτρητα είναι έτσι. Τούτο λοιπόν ας εξετάσωμεν· άρα γε είναι απαραίτητον εις όσα πράγματα υπάρχει κάτι άλλο εναντίον των, αυτά να μη γίνωνται από πουθενά αλλού, παρά από το εναντίον με αυτά; Λόγου χάριν όταν έν πράγμα γίνηται μεγαλύτερον, είναι βεβαίως απαραίτητον από μικρότερον οπού ήτο προτύτερα να γίνηται έπειτα μεγαλύτερον;
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Λοιπόν και εάν γίνη μικρότερον, από μεγαλύτερον που ήτο προτύτερα, δεν θα γίνη ύστερα μικρότερον; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης.
Έτσι είναι, είπεν ο Κέβης.
Επίσης, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, το πλέον αδύνατον δεν γίνεται από το δυνατώτερον, και το πλέον γρήγορον από το αργότερον;
Βεβαίως, είπεν ο Κέβης.
Τι δε λέγεις εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Αν κανέν πράγμα γίνεται χειρότερον, δεν έγινε τοιούτον από καλύτερον οπού ήτο; Και, εάν γίνη δικαιότερον, δεν έγινεν από αδικώτερον;
Και πώς όχι; είπεν ο Κέβης,
Έχομεν λοιπόν τούτο αρκετά αποδείξει, είπεν ο Σωκράτης, ότι όλα τα πράγματα γίνονται κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή τα εναντία γίνονται από τα εναντία των.
Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Τι δε πάλιν λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Υπάρχει και κάτι εις αυτά τα πράγματα ωσάν αυτό όπου θα είπω, δηλαδή ανάμεσα εις όλα τα ζεύγη των εναντίων δύο γεννήσεις, επειδή αυτά είναι από δύο, ήγουν από τα έν εις το άλλο και πάλιν δευτέραν φοράν από το δεύτερον εις το πρώτον; Διότι μεταξύ ενός πράγματος μεγαλυτέρου και ενός μικρότερου υπάρχει αύξησις και ελάττωσις· και έτσι λέγομεν ότι το μεν έν αυξάνει, το δε άλλο μικραίνει.
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, το ανακάτωμα και ο χωρισμός και το κρύο και η ζέστη και όλα τα πράγματα έτσι γίνονται· αν δε εις μερικάς περιστάσεις δεν έχομεν ονόματα να τα ονομάζωμεν, πραγματικώς όμως παντού δεν ημπορεί να γίνωνται αλλέως πως παρά έτσι· δηλαδή να γίνωνται το έν από το άλλο και να υπάρχη παραγωγή του ενός από του άλλου και κατόπιν δευτέρα (παραγωγή) αντιστρόφως;
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Τι λοιπόν λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις το να ζη κανείς, καθώς το να κοιμάται κανείς είναι εναντίον εις το να είναι έξυπνος;
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Ποίον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Το να αποθάνη, είπεν ο Κέβης.
Αυτά λοιπόν δεν γίνονται το έν από το άλλο, αφ' ού είναι εναντία; ηρώτησεν ο Σωκράτης και μεταξύ αυτών δεν γίνονται δύο γεννήσεις, αφ' ού είναι δύο;
Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης.
Εγώ λοιπόν θα σου είπω, είπεν ο Σωκράτης, το έν από τα δύο ζευγάρια, τα οποία προ ολίγου ανέφερα, και αυτό και τας γεννήσεις (οπού συμβαίνουν εις αυτό)· συ δε ειπέ μου το άλλο ζευγάρι, λέγω λοιπόν το μεν (έν μέλος του ζευγαριού) είναι το να κοιμάται κανείς, το δε (άλλο) το να είναι έξυπνος· και ότι από το να κοιμάται γίνεται το να είναι έξυπνος, και από το να είναι έξυπνος γίνεται το να κοιμάται. Και ότι αι γεννήσεις αυτών των δύο, η μεν μία είναι το αποκοίμισμα, η δε άλλη το ξύπνημα. Το εκατάλαβες αρκετά, είπεν ο Σωκράτης, ή όχι;
Παραπολύ αρκετά, είπεν ο Κέβης.
Λέγε μου λοιπόν και συ κατά τον αυτόν τρόπον, είπεν ο Σωκράτης, περί ζωής και θανάτου. Δεν λέγεις μεν ότι το ν' αποθάνη κανείς είναι εναντίον του να ζη;
Μάλιστα, είπεν ο Κέβης.
Ότι δε αυτά γίνονται το έν από το άλλο; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Απ' εκείνο λοιπόν, το οποίον ζη, ποίον γίνεται; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Εκείνο το οποίον είναι αποθαμμένον, είπεν ο Κέβης.
Ποίον δε, είπεν ο Σωκράτης, γίνεται από το αποθαμμένον;
Είναι αναπόφευκτον να ομολογήσω, είπεν ο Κέβης, ότι γίνεται το ζωντανόν.
Τα ζωντανά λοιπόν και οι ζωντανοί, Κέβη, γίνονται από τα αποθαμμένα; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Είναι φανερόν, είπεν ο Κέβης.
Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αι ψυχαί μας υπάρχουσιν εις την χώραν του Άδου.
Φαίνεται, είπεν ο Κέβης.
Και από τας δύο γεννήσεις, οπού συμβαίνουν εις αυτά τα δύο πράγματα (την ζωήν και τον θάνατον δηλαδή), η μία τουλάχιστον δεν συμβαίνει να είναι ολοφάνερος; διότι το ότι αποθνήσκομεν δεν είναι αναμφιβόλως φανερόν, ή όχι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Πώς λοιπόν θα κάμωμεν; είπεν ο Σωκράτης· δεν θα παραδεχθώμεν εις ανταλλαγήν την εναντίαν γέννησιν, αλλά θα είναι η φύσις κουτσή κατά τούτο το μέρος; ή είμεθα υποχρεωμένοι να δώσωμεν εις ανταλλαγήν κάποιαν γέννησιν εναντίαν εις τον θάνατον;
Χωρίς άλλο βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Ποία λοιπόν είναι αυτή, την οποίαν θα ανταποδώσωμεν; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Η αναβίωσις, απεκρίθη ο Κέβης.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αν το να ξαναζήση κανείς υπάρχη, αυτό, δηλαδή η ανάζησις, δεν θα είναι γέννησις ενός εις τους ζωντανούς από τους αποθαμμένους;
Βεβαίως, είπεν ο Κέβης. Είμεθα λοιπόν σύμφωνοι εις τούτο, ότι οι ζωντανοί έχουν γίνει από τους αποθαμμένους, όχι ολιγώτερον από όσον οι αποθαμμένοι έγιναν από τους ζωντανούς· αφού λοιπόν τούτο είναι αληθινόν, είμεθα σύμφωνοι ότι τούτο βεβαίως είναι αρκετή απόδειξις, ότι χωρίς άλλο αι ψυχαί των αποθαμμένων κάπου ευρίσκονται, από όπου ίσα ίσα έρχονται πάλιν εις την ζωήν.
Νομίζω, είπεν ο Κέβης, ω Σώκρατες, από όσα παρεδέχθημεν και αυτό είναι έτσι.
Κύτταξε λοιπόν, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, ότι άδικα δεν έχομεν παραδεχθή αυτά, καθώς μου φαίνεται, διότι, εάν τα πρώτα μέλη από τα ζευγάρια δεν ανταποδίδωνται πάντοτε εις τα δεύτερα γινόμενα, ωσάν να γυρίζουν εις ένα κύκλον, αλλ' η γέννησις είναι μία ευθεία προχώρησις μόνον από το έν εις το αντικρυνόν εναντίον του και δεν επιστρέφη πάλιν προς το άλλο μέρος, μήτε κάμνη γύρον, ήξευρε ότι όλα εις το τέλος θα ελάμβαναν το ίδιον σχήμα και θα επάθαινον το ίδιον πάθημα και θα έπαυον από του να γίνωνται.
Πώς λέγεις; Είπεν ο Κέβης.
Εκείνο το οποίον λέγω, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι διόλου δύσκολον να το καταλάβης· αλλά λόγου χάριν: εάν το μεν να κοιμάται κανείς υπήρχε, το δε να εξυπνά δεν εγίνετο από το να κοιμάται ερχόμενον εις ανταπόκρισιν, ηξεύρεις ότι όλα επί τέλους ήθελον αποδείξει ως φλυαρίαν τον Ενδυμίωνα και δεν θα εφαίνετο αυτός πουθενά, διότι και όλα τα άλλα θα είχαν πάθει το ίδιον με αυτόν, δηλαδή θα εκοιμώντο· και εάν όλα μεν ανακατεύοντο, δεν εχωρίζοντο δε, γρήγορα θα συνέβαινε εκείνο το οποίον λέγει ο Αναξαγόρας (16), να είναι δηλαδή μαζί όλα τα πράγματα· ομοίως δε, φίλε Κέβη, και εάν όλα μεν ήθελον αποθνήσκει, όσα έγειναν μέτοχα ζωής, αφ' ού δε ήθελον αποθάνει, τα αποθαμμένα ήθελον μένει εις τούτο το σχήμα (δηλαδή το σχήμα του νεκρού) και δεν ήθελον ξαναζή πάλιν· άρα γε δεν θα ήτο πολύ αναπόφευκτον όλα επί τέλους να μένουν αποθαμμένα και μήτε έν μόνον να ζη; Διότι, εάν τα μεν ζώντα εγίνοντο από τάλλα (και όχι από τα αποθαμμένα), τα δε ζωντανά ήθελον αποθνήσκει, ποίον μέσον θα υπήρχε να μη απορροφηθούν όλα εις τον θάνατον (μηδενιζόμενα);
Κανέν μέσον δεν θα υπήρχε, νομίζω, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης· αλλά μου φαίνεται ότι λέγεις την τελείαν αλήθειαν.
Έτσι είναι βεβαιότερα από κάθε άλλο πράγμα, νομίζω, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης· και ότι δεν απατώμεθα ημείς οπού ομολογούμεν ότι αυτά είναι έτσι, αλλά και το να ξαναζή κανείς υπάρχει πραγματικώς και τα ότι οι ζώντες γίνονται από τους αποθαμμένους, και ότι αι ψυχαί των αποθαμμένων υπάρχουσι και ότι αι μεν αγαθαί είναι εις καλυτέραν κατάστασιν, αι δε κακαί εις χειροτέραν.
Και προς τούτοις, είπεν ο Κέβης διακόψας, και σύμφωνα με εκείνην την γνώμην, εάν είναι αληθινή, την οποίαν συ, ω Σώκρατες, συνήθιζες συχνά να λέγης, ότι δηλαδή η μάθησις δεν τυχαίνει να είναι τίποτε άλλο εις ημάς παρά ξαναενθύμησις και σύμφωνα με τούτο ημείς, βεβαίως, έχομεν μάθει χωρίς άλλο εις κάποιον προηγούμενον καιρόν εκείνα τα οποία τώρα ξαναενθυμούμεθα. Τούτο δε είναι αδύνατον, εάν η ψυχή μας δεν υπήρχε κάπου προτού να έλθη μέσα εις αυτήν την ανθρωπίνην μορφήν, ώστε και υπό ταύτην την έποψιν φαίνεται ότι η ψυχή είναι πράγμα τι αθάνατον.
Αλλά, Κέβη, είπεν ο Σιμμίας διακόψας, ποίαι είναι αι αποδείξεις τούτων των πραγμάτων, ενθύμισέ μου αυτάς, διότι πολύ πολύ δεν τας ενθυμούμαι εις αυτήν την στιγμήν.
Θα σου τας ενθυμίσω με ένα μόνον λόγον ωραιότατον, είπεν ο Κέβης, ότι οι άνθρωποι, όταν ερωτώνται, εάν κανείς τους ερωτά καλά, μόνοι των λέγουν όλα τα πράγματα πώς είναι· και λοιπόν, εάν δεν συνέβαινε να υπάρχη μέσα εις αυτούς γνώσις και ορθόν λογικόν, δεν θα ήσαν ικανοί να κάμνουν τούτο. Έπειτα εάν τους φέρη κανείς επάνω εις γεωμετρικά σχήματα ή εις κανέν άλλο από τα τοιαύτα πράγματα, τότε θα αναγνωρίση καθαρότατα ότι τούτο είναι όπως λέγω.
Εάν δε δεν πείθεσαι με τούτον τουλάχιστον τον τρόπον, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, εξέτασε αν θα το παραδεχθής εξετάζων με τον ακόλουθον επάνω κάτω τρόπον. Δεν πείθεσαι λοιπόν πως η ονομαζόμενη μάθησις είναι ξαναενθύμησις;
Εγώ μεν βέβαια δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, είπεν ο Σιμμίας, αλλ' έχω χρείαν, είπε, να πάθω αυτό το ίδιον, περί του οποίου ομιλούμεν, δηλαδή να ξαναενθυμηθώ· και από εκείνα τα οποία ήρχισε να λέγη ο Κέβης τώρα επάνω κάτω ενθυμούμαι και πείθομαι· μ' όλα αυτά όμως θα ήκουον τώρα μ' ευχαρίστησιν πώς συ θα πραγματευθής το ζήτημα.
Εγώ βέβαια θα το πραγματευθώ με τον εξής τρόπον, είπεν ο Σωκράτης, διότι είμεθα βέβαια σύμφωνοι εις τούτο, ότι, εάν κανείς ξαναενθυμηθή κανέν πράγμα, πρέπει αυτός τούτο το πράγμα να το έχη μάθη κάποτε προτήτερα.
Βέβαια. Είπεν ο Σιμμίας. Άρα γε λοιπόν παραδεχόμεθα και τούτο, ότι, όταν η γνώσις παρουσιάζεται με τοιούτον τρόπον, είναι ξαναενθύμησις; Αναφέρω δε και ένα τρόπον, τον εξής· εάν κανείς, αφ' ού ίδη ή ακούση κανέν άλλο πράγμα ή λάβη καμμίαν άλλην αίσθησιν αυτού, όχι μόνον δεν λάβη γνώσιν αυτού, αλλά και βάλη εις τον νουν του άλλο, του οποίου η γνώσις δεν είναι η ιδία, άρα γε δεν λέγομεν δικαίως τούτο, ότι ξαναενθυμήθη εκείνο, του οποίου εσχημάτισε την ιδέαν;
Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Σιμμίας.
Αυτό οπού λέγω, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης είναι ωσάν τα εξής· η παράστασις του ανθρώπου είναι βέβαια άλλη και η παράστασης της λύρας άλλη.
Και πώς όχι; Είπεν ο Σιμμίας. Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι οι αγαπητικοί, όταν ίδουν λύραν, ή φόρεμα, ή κανέν άλλο πράγμα, από εκείνα τα οποία οι αγαπημένοι των συνηθίζουν να μεταχειρίζονται, παθαίνουν το ακόλουθον πράγμα; Λαμβάνουν γνώσιν της λύρας και σχηματίζουν εις τον νουν των την μορφήν του ανθρώπου, εις τον οποίον ανήκει η λύρα· τούτο δε είναι ξαναενθύμησις. Καθώς βέβαια και τον Σιμμίαν βλέπει κανείς πολλάς φοράς και ενθυμείται τον Κέβητα, και χίλια δύο άλλα τοιαύτα παραδείγματα ημπορεί βεβαίως να υπάρχουν.
Χίλια δύο βέβαια, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας.
Το τοιούτον λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι κάποια ξαναενθύμησις προπάντων όμως, όταν πάθη κανείς αυτά δι' εκείνα τα πράγματα, τα οποία έχει πλέον λησμονήσει ένεκα της πολυκαιρίας και διότι δεν τα βλέπει;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Είναι δυνατόν να ίδη κανείς άλογον ζωγραφισμένον και λύραν ζωγραφισμένην και να ενθυμηθή ένα άνθρωπον; Και να ίδη τον Σιμμίαν ζωγραφισμένον και να ενθυμηθη τον Κέβητα;
Βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Και να ίδη λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, τον Σιμμίαν ζωγραφισμένον και να ενθυμηθή τον ίδιον τον Σιμμίαν;
Είναι βέβαια δυνατόν, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε λοιπόν σύμφωνα με όλα αυτά δεν συμβαίνει ή ξαναενθύμησις να προκαλήται, άλλη μεν από πράγματα όμοια, άλλη δε από ανόμοια; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Συμβαίνει, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Αλλ', όταν τουλάχιστον, είπεν ο Σωκράτης, κανείς ξαναενθυμήται κανέν πράγμα κινούμενος από τα όμοια πράγματα, άρα γε δεν είναι αναπόφευκτον να παθαίνη και τούτο ακόμη, να παριστάνη με τον νουν του, αν τούτο ομοιάζη εντελώς μ' εκείνο το οποίον ξαναενθυμήθη, ή αν του λείπη τίποτε;
Αναπόφευκτον είναι, είπεν ο Σιμμίας.
Πρόσεξε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, να ίδης αν αυτά οπού θα είπω είναι έτσι. Δεν λέγομεν, νομίζω, ότι υπάρχει κάποιον πράγμα το οποίον λέγεται ισότης; Δεν λέγω ξύλον οπού είναι ίσον με άλλο ξύλον, ούτε πέτραν ίσην με άλλην πέτραν, ούτε κανέν άλλο από τα τοιαύτα, αλλ' ανεξαρτήτως όλων τούτων έν άλλο πράγμα, την ιδίαν την ισότητα· θα παραδεχθώμεν ότι αυτή είναι κάτι, ή ότι δεν είναι τίποτε; Θα παραδεχθώμεν, μα τον Δία, ότι είναι κάτι, είπεν ο Σιμμίας, με απορίαν μας βέβαια.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, γνωρίζομεν επίσης τι είναι αυτή η ισότης;
Βεβαίως γνωρίζομεν, είπεν ο Σιμμίας.
Και πόθεν ελάβομεν την γνώσιν αυτού; Ηρώτησεν ο Σωκράτης, Άρα γε δεν την ελάβομεν από εκείνα, τα οποία προ ολίγου ελέγομεν, αφού δηλαδή είδομεν ίσα ξύλα ή πέτρας, ή τίποτε άλλα ίσα πράγματα, από αυτά εσχηματίσαμεν την ιδέαν εκείνου (δηλαδή της ισότητος), το οποίον είναι διαφορετικόν πράγμα από αυτά· ή μήπως δεν σου φαίνεται ότι είναι διαφορετικόν; Εξέτασε δε και κατά τον εξής τρόπον. Άρα γε ίσαι μεν πέτραι και κάποτε δένδρα, τα οποία είναι τα ίδια, δεν φαίνονται άλλοτε μεν ίσα, άλλοτε δε όχι;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε λέγεις; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Καμμίαν φοράν τα ίδια ίσα πράγματα σου εφάνησαν άνισα, ή η ισότης σου εφάνη ανισότης;
Ποτέ βέβαια έως τώρα τουλάχιστον, ω Σώκρατες, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Αυτά τα ίσα πράγματα και η ιδία η ισότης δεν είναι λοιπόν έν και το αυτό πράγμα, είπεν ο Σωκράτης.
Μου φαίνεται, είπεν ο Σιμμίας, ότι διόλου δεν είναι το ίδιον πράγμα.
Αλλ' όμως, είπεν ο Σωκράτης, ενώ αυτά τα ίσα πράγματα είναι διαφορετικά από εκείνο, δηλαδή την ισότητα, από αυτά όμως δεν εσχημάτισες και την ιδέαν και την γνώσιν έλαβες εκείνου (δηλαδή της ισότητος);
Αληθέστατα λέγεις, είπεν ο Σιμμίας.
Δεν έλαβες λοιπόν την ιδέαν αυτής (της ισότητος δηλαδή) είτε ομοιάζει με αυτά τα πράγματα, είτε δεν ομοιάζει; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Βέβαια, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Τούτο δε (το αν ομοιάζει ή όχι η ισότης με τα ίσα πράγματα) δεν ενδιαφέρει διόλου, είπεν ο Σωκράτης.
Διότι έως ότου να ίδης άλλο πράγμα, αφού είδες αυτό και σχημάτισες την ιδέαν άλλου, είτε όμοιον είναι αυτό, είτε ανόμοιον, αναπόφευκτον είναι τότε, είπεν ο Σωκράτης, αυτό (δηλαδή το πρώτον) να το ξαναενθυμηθής.
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά τι είναι το εξής; Είπεν ο Σωκράτης. Μήπως παθαίνομεν κάτι τοιούτον πού θα είπω, όταν βλέπωμεν και τα δένδρα και εκείνα τα πράγματα, τα οποία ελέγομεν, δηλαδή όταν βλέπωμεν τα ίσα πράγματα; Άρα γε αυτά μας φαίνονται ότι είναι τόσον ίσα, καθώς είναι εκείνο, το οποίον είναι η ιδία η ισότης; ή είναι κατά τι κατώτερα από εκείνο, διότι δεν είναι τοιαύτα, οποία είναι η ισότης, ή μήπως δεν είναι διόλου κατώτερα;
Είναι κατά πολύ βέβαια κατώτερα, είπεν ο Σιμμίας.
Δεν παραδεχόμεθα λοιπόν, όταν κανείς ίδη κανέν πράγμα και σχηματίση την ιδέαν του, ότι θέλει μεν τούτο το πράγμα, όπως τούτο το οποίον τώρα εγώ βλέπω, να είναι τοιούτον οποίον είναι έν άλλο από τα υπάρχοντα πράγματα, είναι όμως ελλιπές και δεν δύναται να είναι τοιούτον, οποίον είναι εκείνο, αλλ' είναι επομένως κατώτερον, δεν παραδεχόμεθα, λέγω, ότι χωρίς άλλο εκείνος ο οποίος σχηματίζει την ιδέαν τούτου έτυχε να γνωρίζη από προτήτερα εκείνο με το οποίον λέγει ότι τούτο ομοιάζει μεν, είναι όμως ελλιπέστερον;
Χωρίς άλλο έτυχε να το γνωρίζη από προτύτερα, είπεν ο Σιμμίας.
Τι λοιπόν λέγεις: Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Έχομεν πάθει και ημείς το ίδιον πάθημα ή όχι, προκειμένου δια τα ίσα πράγματα και την καθ' αυτό ισότητα;
Κατά πάντα βεβαίως το έχομεν πάθει, είπεν ο Σιμμίας.
Είναι λοιπόν απαραιτήτως βέβαιον, ότι ημείς ηξεύραμεν, είπεν ο Σωκράτης, την ισότητα προτήτερα, προ του καιρού εκείνου, κατά τον οποίον είδομεν διά πρώτην φοράν τα ίσα πράγματα ότι επιθυμούν μεν να είναι ωσάν την ισότητα, αλλ' ότι είναι όμως ελλιπέστερα.
Έτσι είναι, είπεν ο Σιμμίας. Προς τούτοις παραδεχόμεθα και το εξής, ότι η ιδέα αυτή (δηλαδή της ισότητος) δεν μας προήλθεν από αλλού, μήτε είναι δυνατόν να σχηματισθή, παρά ή από την όρασιν ή από την αφήν ή από καμμίαν άλλην εκ των αισθήσεων.
Και λέγω το ίδιον δι' όλα αυτά τα πράγματα, είπεν ο Σωκράτης.
Είναι βεβαίως δι' όλα το ίδιον, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, ως προς εκείνο τουλάχιστον, το οποίον η ομιλία θέλει να αποδείξη. Αλλ' όμως πρέπει λοιπόν από τας αισθήσεις βεβαίως να σχηματίση κανείς την ιδέαν ταύτην, ότι όλα τα εξαρτώμενα από τας αισθήσεις επιθυμούν εκείνο, το οποίον είναι πραγματικώς η ισότης, και ότι είναι ελλιπέστερα από αυτό· ή πώς το λέγετε σεις:
Έτσι το λέγομεν, είπεν ο Σιμμίας.
Προ του λοιπόν ημείς ν' αρχίσωμεν, είπεν ο Σωκράτης, να βλέπωμεν και ν' ακούωμεν και να αισθανώμεθα τα άλλα αισθήματα, πρέπει να έτυχε να έχωμεν λάβει γνώσιν της ιδέας της ισότητος, τι πράγμα αυτή είναι, αφού επρόκειτο να αναφέρωμεν εις αυτήν τα ίσα πράγματα, τα οποία αντιλαμβανόμεθα με τας αισθήσεις μας, διότι όλα μεν τα τοιαύτα (ίσα) πράγματα προσπαθούν να είναι ωσάν εκείνην, είναι όμως κατώτερα από αυτήν.
Από όσα προείπομεν, ω Σώκρατες, πείθομαι ότι χωρίς άλλο έτσι είναι.
Άμα εγεννήθημεν λοιπόν, δεν εβλέπομεν και ηκούομεν και είχομεν τας άλλας αισθήσεις; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Πρέπει δε, είπεν ο Σωκράτης, καθώς λέγομεν, προτήτερα από αυτά να είχομεν λάβει την γνώσιν, της ισότητος.
Ναι, είπεν ο Σιμμίας.
Χωρίς άλλο λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, πρέπει να έχωμεν λάβει αυτήν, καθώς φαίνεται, προ του να γεννηθώμεν.
Φανερόν είναι, είπεν ο Σιμμίας,
Εάν λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αφού ελάβομεν αυτήν την γνώσιν προ του να γεννηθώμεν, εγεννήθημεν κατέχοντες αυτήν, εγνωρίζαμεν και προ του να γεννηθώμεν και αμέσως οπού εγεννήθημεν, όχι μόνον την ισότητα και το μεγαλύτερον και το μικρότερον, αλλά και όλα τα τοιαύτα πράγματα. Διότι τώρα δεν ομιλούμεν περί της ισότητος μόνον κάπως περισσότερον παρά και περί της ιδέας της ωραιότητος, και της ιδέας της αγαθότητος και της δικαιοσύνης και της αγιότητος και, καθώς λέγω, περί όλων των πραγμάτων, εις τα οποία επικυρώνομεν εκείνο το οποίον πραγματικώς είναι και εις τας ερωτήσεις, όταν ερωτώμεν, και εις τας αποκρίσεις, όταν αποκρινώμεθα. Ώστε είναι χωρίς άλλο βέβαιον, ότι ημείς έχομεν λάβει τας γνώσεις όλων τούτων εν γένει προ του να γεννηθώμεν.
Έτσι είναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και εάν μεν βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, αφού τας ελάβομεν, δεν τας είχομεν λησμονήσει κάθε φοράν, θα εγεννώμεθα πάντοτε έχοντες αυτάς και θα τας ηξεύρομεν διαρκώς καθ' όλην την ζωήν μας. Διότι το να ηξεύρη κανείς συνίσταται εις τούτο, εις το, αφού λάβη γνώσιν ενός πράγματος, να την διατηρή και να μη την χάση· ή, Σιμμία, δεν ονομάζομεν λησμόνημα τούτο, τον χαμόν δηλαδή της γνώσεως;
Βεβαιότατα, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Εάν δε βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, νομίζω, αφού τας ελάβομεν (τας γνώσεις) προ του να γεννηθώμεν, τας εχάσαμεν, αφού εγεννήθημεν, ύστερα δε μεταχειριζόμενοι τας αισθήσεις μας εις αυτά τα πράγματα λαμβάνωμεν πάλιν εκείνας τας γνώσεις, τας οποίας είχαμεν μίαν φοράν και προτήτερα, άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζομεν μάθησιν, δεν είναι το να λαμβάνωμεν πάλιν την (χαμένην) ιδικήν μας γνώσιν: Εάν δε είπωμεν επάνω κάτω αυτό ξαναενθύμησιν, δεν λέγομεν σωστά;
Πολύ σωστά, είπεν ο Σιμμίας.
Τούτο τουλάχιστον, είπεν ο Σωκράτης, μας εφάνη ότι δύναται να γείνη, αφού δηλαδή αισθανθώμεν κανέν πράγμα, ή διότι το είδομεν, ή διότι το ηκούσαμεν, ή διότι άλλως πως το ησθάνθημεν, να σχηματίσωμεν έπειτα από αυτό την ιδέαν άλλου πράγματος, το οποίον είχομεν λησμονήσει, με το οποίον τούτο ήτο μεν ανόμοιον, επλησίαζεν όμως, ή με το οποίον ήτο όμοιον· ώστε, καθώς λέγω, έν από τα δύο, ή εγεννήθημεν γνωρίζοντες αυτά και τα ηξεύρομεν καθ' όλην μας την ζωήν, ή ύστερα, εκείνοι, τους οποίους λέγομεν ότι τα μανθάνουν, αυτοί τίποτε άλλο δεν κάμνουν παρά τα ξαναενθυμούνται· και, η μάθησις ημπορεί να είναι απλή ξαναενθύμησις.
Έτσι είναι και παρά πολύ, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Ποίον από τα δύο λοιπόν προτιμάς, Σιμμία, να γεννηθώμεν ηξεύροντες, ή να ξαναενθυμώμεθα ύστερα εκείνα, των οποίων έχομεν λάβει προτήτερα γνώσιν;
Δεν ημπορώ να εκλέξω, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, κατά την παρούσαν στιγμήν. Τι δε λέγεις, δύνασαι να κάμης εκλογήν εις το ακόλουθον, που θα είπω;
Και ποίαν γνώμην έχεις περί αυτού; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Άνθρωπος, ο οποίος ηξεύρει κάποιον πράγμα, ημπορεί να δώση λόγον δι' εκείνο, το οποίον ηξεύρει, ή όχι;
Ημπορεί πολύ καλά χωρίς άλλο, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Και όλοι οι άνθρωποι σου φαίνεται ότι ημπορούν να δώσουν λόγον δι' αυτά τα πράγματα, διά τα οποία προ ολίγου ελέγομεν; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Θα το επεθύμουν βέβαια, είπεν ο Σιμμίας· αλλά πολύ περισσότερον φοβούμαι μήπως αύριον κατ' αυτήν την ώραν κανείς από τους ανθρώπους δεν θα είναι πλέον ικανός να κάμη τούτο το πράγμα αξίως.
Δεν σου φαίνεται λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, ότι όλοι ηξεύρουν αυτά τα πράγματα;
Διόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Ξαναενθυμούνται λοιπόν εκείνα τα πράγματα, τα οποία κάποτε έμαθαν: Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Χωρίς άλλο, είπεν ο Σιμμίας.
Πότε αι ψυχαί ημών έλαβον την γνώσιν αυτών των πραγμάτων; Ηρώτησεν ο Σωκράτης, διότι δεν έλαβον αυτήν βέβαια αφ' ού εγεννήθημεν άνθρωποι.
Δεν την έλαβον βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Την έλαβον λοιπόν προτήτερα, είπεν ο Σωκράτης.
Ναι, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Αι ψυχαί λοιπόν, Σιμμία, υπήρχον και προτήτερα, είπεν ο Σωκράτης, προτού να υπάρξουν με μορφήν ανθρώπου χωριστά από τα σώματα, και είχον γνώσιν.
Εκτός λοιπόν, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, εάν λαμβάνωμεν αυτάς τας γνώσεις εν ώ γεννώμεθα· διότι μόνον αυτός ο καιρός μας απομένει.
Έστω, φίλε μου, είπεν ο Σωκράτης. Εις ποίον δε άλλον καιρόν χάνομεν αυτάς; Διότι βέβαια δεν γεννώμεθα έχοντες αυτάς, καθώς παρεδέχθημεν προ ολίγου. Η μήπως χάνομεν αυτάς κατά τούτον τον καιρόν, κατά τον οποίον και τας λαμβάνομεν; Ή δύνασαι να είπης κανένα άλλον καιρόν κατά τον οποίον τας χάνομεν;
Διόλου, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, αλλά δεν εκατάλαβα ότι τίποτε δεν έλεγα.
Άρα γε λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, τα πράγματα είναι έτσι δι' ημάς; Εάν μεν δηλαδή εκείνα τα πράγματα τα οποία έχομεν πάντοτε εις το στόμα μας υπάρχωσι πραγματικώς, και κανέν ωραίον δηλαδή και κανέν αγαθόν και όλη η τοιαύτη ουσία και αναφέρωμεν εις αυτήν όλας τας εντυπώσεις οπού προέρχονται από τας αισθήσεις και η οποία ουσία υπήρχε προτήτερα ανευρίσκοντες αυτήν ότι ήτο ιδική μας, και εάν παραβάλωμεν με εκείνην τας εντυπώσεις ταύτας, είναι απαραίτητον όπως αυτά τα πράγματα υπάρχωσιν, έτσι και η ψυχή μας να υπάρχη και προτού ημείς να γεννηθώμεν εάν δε ταύτα τα πράγματα δεν υπάρχωσιν, αυτός ο λόγος μου θα ήτον ανωφελής; Άρα γε δεν είναι έτσι, και δεν είναι εξ ίσου απαραίτητον και αυτά να υπάρχουν και αι ψυχαί μας να έχουν υπάρξει, προτού να υπάρξωμεν και ημείς, και ότι, αν τα πράγματα ταύτα δεν υπήρχον, και αι ψυχαί μας επίσης δεν υπήρχον;
Ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, μου φαίνεται ότι είναι παρά πολύ εξ ίσου αναγκαίον αυτό· και ο λόγος αυτός καταλήγει βεβαίως εις έν καλόν πράγμα, εις το ότι και η ψυχή μας και η ουσία, την οποίαν τώρα λέγεις, υπάρχει ομοίως, προτού ημείς να γεννηθώμεν. Διότι εγώ τουλάχιστον δεν έχω κανέν πράγμα, το οποίον να είναι εις τον νουν μου τόσον φανερόν, ωσάν τούτο, το ότι δηλαδή όλα τα τοιαύτα όσον είναι δυνατόν περισσότερον υπάρχουσι, και το ωραίον και το αγαθόν και όλα τα άλλα, τα οποία τώρα προ ολίγου συ έλεγες και εις εμέ τουλάχιστον έχει αποδειχθή τούτο αρκετά.
Έχει αποδειχθή και εις τον Κέβητα; Είπεν ο Σωκράτης. Διότι πρέπει να καταπείσωμεν και εκείνον.
Αρκετά έχει πεισθή, είπεν ο Σιμμίας, καθώς τουλάχιστον εγώ νομίζω· αν και είναι ο πλέον επίμονος από όλους τους ανθρώπους εις το να μη πιστεύη τους λόγους. Αλλά νομίζω ότι διά τούτο το πράγμα έχει πεισθή όχι ελλιπώς, ότι η ψυχή μας υπήρχε, προτού ημείς να γεννηθώμεν.
Αν όμως, και αφ' ού ηθέλομεν αποθάνει, εξακολουθεί να υπάρχη ακόμη, ούτε εγώ ο ίδιος νομίζω ότι έχει αποδειχθή, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, αλλ' εξακολουθεί να υπάρχη ακόμη η γνώμη του λαού, την οποίαν προ ολίγου έλεγεν ο Κέβης, μήπως η ψυχή, εν ώ αποθνήσκει ο άνθρωπος, διασκορπίζεται και μήπως τούτο είναι δι' αυτήν το τέλος της υπάρξεώς της. Διότι τι εμποδίζει αυτή μεν να γίνηται και να σχηματίζηται από κανέν άλλο μέρος, και να υπάρχη και πριν ακόμη έλθη εις ανθρώπινον σώμα, όταν δε έλθη και χωρίζηται από αυτό, τότε και αυτή να τελειώνη και να καταστρέφηται;
Καλά λέγεις, Σιμμία, είπεν ο Κέβης, διότι φαίνεται ότι έχει αποδειχθή, ωσάν το ήμισυ μέρος εκείνου το οποίον έπρεπε ν' αποδειχθή, ότι δηλαδή προτού ημείς γίνωμεν η ψυχή μας υπήρχε, πρέπει δε ν' αποδείξωμεν ακόμη και τούτο, αφ' ού ηθέλομεν αποθάνει αν θα εξακολουθή να υπάρχη όχι ολιγώτερον παρά προτού ημείς γεννηθώμεν, εάν πρόκειται η απόδειξις να γείνη τελεία.
Τούτο μεν έχει αποδειχθή, Σιμμία και Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, και τούτο θέλετε παραδεχθή, εάν ενώσητε την τελευταίαν ταύτην απόδειξιν μ' εκείνην, την οποίαν παρεδέχθημεν προτήτερα από αυτήν, ότι δηλαδή, κάθε τι το οποίον ζη γίνεται από εκείνο το οποίον έχει αποθάνει. Διότι, εάν η ψυχή υπάρχη και προτήτερα, είναι απαραίτητον αυτή μεταβαίνουσα εις την ζωήν και γεννωμένη να μη γεννάται από πουθενά αλλού παρά εκ του θανάτου και εκ του ότι έχει αποθάνει, πώς δεν είναι απαραίτητον αυτή να υπάρχη και αφ' ού ήθελεν αποθάνει, επειδή πρέπει βεβαίως αυτή να γεννηθή εκ νέου; Έχει λοιπόν αποδειχθή εκείνο, το οποίον και τώρα λέγετε.
Αλλ' όμως μου φαίνεσθε και συ και ο Σιμμίας ότι ηθέλετε συζητήσει με ευχαρίστησιν και τούτο το ζήτημα ακόμη περισσότερον και ότι έχετε τον φόβον των παιδιών μήπως πραγματικώς ο άνεμος πάρη και διασκορπίση την ψυχήν εν ώ εξέρχεται από το σώμα και μάλιστα όταν τύχη κανείς ν' αποθνήσκη όχι εν καιρώ γαλήνης, αλλ' όταν φυσά κανένας μεγάλος άνεμος.
Και ο Κέβης, αφ' ού εγέλασε δι' αυτό, είπεν· Ω Σώκρατες, προσπάθησε να μας αλλάξης την πεποίθησιν, ως προς αυτό που φοβούμεθα ή καλύτερον ως να μη είχαμεν τον φόβον αυτόν. Αλλ' ίσως μεταξύ μας υπάρχει και κανείς, ο οποίος φοβείται τα τοιαύτα. Τούτον λοιπόν ας προσπαθήσωμεν να καταπείσωμεν να μη φοβήται τον θάνατον, όπως φοβείται τους μπαμπούλας.
Αλλά πρέπει, είπεν ο Σωκράτης, να του ψάλλωμεν κάθε ημέραν εξορκισμούς, έως που να ιατρευθή.
Από πού λοιπόν να πάρωμεν, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, καλόν εξορκιστήν διά τα τοιαύτα, επειδή, είπε, συ μας αφίνεις;
Η μεν Ελλάς, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης είναι πολύ μεγάλη, μέσα εις την οποίαν θα υπάρχωσι κάπου ικανοί άνθρωποι, είναι δε πολλά και των βαρβάρων τα έθνη, τα οποία πρέπει να επισκεφθώμεν εξετάζοντες διά να εύρωμεν τοιούτον εξορκιστήν, χωρίς να λυπώμεθα ούτε χρήματα ούτε κόπους διότι δεν υπάρχει κανέν πράγμα καταλληλότερον, διά το οποίον να εξοδεύητε χρήματα. Πρέπει δε να ζητήτε και σεις οι ίδιοι αναμεταξύ σας, διότι ίσως δεν θα ημπορέσητε να εύρητε άλλους εύκολα, οι οποίοι να ημπορούν να κάμνουν καλύτερα από σας τούτο το εξόρκισμα.
Αλλά ταύτα μεν, είπεν ο Κέβης, θα γείνουν. Ας επιστρέψωμεν δε εις το μέρος εκείνο, εις το οποίον αφήσαμεν την ομιλίαν, εάν έχης ευχαρίστησιν. Αλλά βεβαίως έχω ευχαρίστησιν, είπεν ο Σωκράτης, διότι πώς να μη μ' ευχαριστή τούτο;
Καλά λέγεις, είπεν ο Κέβης. Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, χρεωστούμεν ν' απευθύνωμεν εις τους εαυτούς μας μίαν τοιαύτην ερώτησιν· ποίον τάχα πράγμα είναι υποκείμενον να παθαίνη αυτό το πάθημα, δηλαδή να διαλύηται και διά ποίον πράγμα πρέπει να φοβώμεθα μήπως πάθη αυτό το πάθημα και εις ποίον μέρος του· και έπειτα από τούτο χρεωστούμεν πάλιν να εξετάσωμεν τι από τα δύο είναι η ψυχή (διαλυτόν ή αδιάλυτον), και κρίνοντες από αυτά να ελπίζωμεν ή να φοβώμεθα διά την ψυχήν μας. Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης. Και λοιπόν εκείνο το οποίον έγεινεν από σύνθεσιν άλλων πραγμάτων και είναι σύνθετον πράγμα, είναι υποκείμενον να παθαίνη το εξής, να διαιρήται κατά τον τρόπον κατά τον οποίον συνετέθη; Εάν δε υπάρχη κανέν πράγμα, το οποίον να μη είναι σύνθετον, τούτο δεν είναι υποκείμενον, μόνον αυτό, να μη παθαίνη τοιαύτην διάλυσιν, περισσότερον από κάθε άλλο;
Μου φαίνεται ότι έτσι είναι, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν εκείνα τα πράγματα, είπεν ο Σωκράτης, τα οποία ευρίσκονται πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον και εις την ιδίαν απαραλλάκτως κατάστασιν, δεν είναι επόμενον ότι αυτά προ πάντων είναι τα ασύνθετα (δηλαδή δεν αποτελούνται από μέρη), εκείνα δε τα οποία είναι άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλέως και ποτέ δεν ευρίσκονται εις την ιδίαν κατάστασιν, ότι αυτά είναι τα σύνθετα (δηλαδή τα αποτελούμενα από μέρη);
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι έτσι είναι, είπεν ο Κέβης.
Ας μεταβώμεν λοιπόν τώρα, είπεν ο Σωκράτης, εις εκείνα τα πράγματα περί των οποίων ωμιλούσαμεν προηγουμένως. Εκείνα τα πράγματα, τα οποία πραγματικώς υπάρχουν, και τα οποία εις την ομιλίαν μας εχαρακτηρίζαμεν ως τοιαύτα και εις τας ερωτήσεις και αποκρίσεις μας, τι από τα δύο, είναι τα ίδια πάντοτε κατά τον ίδιον τρόπον, ή άλλοτε είναι έτσι και άλλοτε αλλέως. Η καθ' αυτό ισότης, η καθ' αυτό ωραιότης, κάθε πράγμα καθ' αυτό, το οποίον πραγματικώς υπάρχει, μήπως υφίσταταί ποτε καμμίαν και οποιουδήποτε είδους αλλαγήν; Ή καθ' έν από αυτά τα οποία είναι ενός μόνον είδους καθ' αυτό υπάρχοντα πράγματα, ευρίσκονται πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον με μόνον τον εαυτόν των, αμετάβλητα και ποτέ δεν επιδέχονται εις κανέν μέρος και με κανένα τρόπον καμμίαν αλλαγήν; Δεν ημπορεί αλλέως, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης, παρά να ευρίσκωνται κατά τον αυτόν τρόπον χωρίς καμμίαν αλλαγήν.
Τι δε λέγεις, είπεν ο Σωκράτης, διά τα πολλά ωραία πράγματα, λόγου χάριν δι' ωραίους ανθρώπους, ή ωραίους ίππους, ή ωραία φορέματα, ή δι' οιαδήποτε άλλα τοιαύτα πράγματα, ή δι' όλα εκείνα τα οποία έχουν το ίδιον όνομα με εκείνα, άρα γε δεν παθαίνουν καμμίαν αλλαγήν, ή όλως διόλου το εναντίον με εκείνα (δηλαδή τα πραγματικώς υπάρχοντα), διά να είπωμεν με ένα λόγον δεν ευρίσκονται ποσώς εις την αυτήν κατάστασιν ούτε τα ίδια με τον εαυτόν των, ούτε καμμίαν φοράν το έν με το άλλο;
Ταύτα πάλιν έτσι είνε, είπεν ο Κέβης· ποτέ δεν ευρίσκονται εις την αυτήν κατάστασιν· και λοιπόν ημπορείς και να τα εγγίσης, και να τα ίδης και να τα αισθανθής με τας άλλας σου αισθήσεις· εκείνα όμως τα οποία ευρίσκονται εις την αυτήν κατάστασιν (αμετάβλητα), δεν δύνασαι να τα εγγίσης ποτέ με τίποτε άλλο παρά με την σκέψιν του νου σου, αλλά τα τοιαύτα δεν έχουν μορφήν και δεν ημπορεί να τα ίδη κανείς;
Λέγεις, είπεν ο Κέβης, πράγματα όλως διόλου αληθινά.
Θέλεις λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, να παραδεχθώμεν των υπαρχόντων πραγμάτων δύο τάξεις, την τάξιν των ορατών και την τάξιν των αοράτων;
Ας παραδεχθώμεν, είπεν ο Κέβης.
Και ότι τα μεν αόρατα είναι πάντοτε τα ίδια αμετάβλητα, τα δε ορατά ότι δεν είναι ποτέ τα ίδια.
Ας παραδεχθώμεν και τούτο, είπεν ο Κέβης.
Έλα τώρα, είπεν ο Σωκράτης, ειπέ μου, αποτελούμεθα από τίποτε άλλο, παρά από δύο πράγματα, από το σώμα και από την ψυχήν;
Από τίποτε άλλο, είπεν ο Κέβης.
Με ποίαν λοιπόν από τας δύο τάξεις των πραγμάτων, είπεν ο Σωκράτης, το σώμα ομοιάζει περισσότερον και έχει περισσοτέραν συγγένειαν;
Τούτο βεβαίως είναι φανερόν εις κάθε άνθρωπον είπεν, ο Κέβης, ότι ομοιάζει με τα ορατά πράγματα.
Τι δε λέγεις; Η ψυχή είναι ορατόν πράγμα ή αόρατον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Διά τους ανθρώπους τουλάχιστον δεν είναι ορατόν, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
Αλλ' όμως ημείς βέβαια ελέγομεν τα πράγματα ότι είναι άλλα ορατά και άλλα αόρατα διά την φύσιν των ανθρώπων· ή νομίζεις ότι το ελέγομεν και διά καμμίαν άλλην φύσιν; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Το ελέγομεν διά την φύσιν των ανθρώπων, είπεν ο Κέβης.
Τι λέγομεν λοιπόν διά την ψυχήν, είπεν ο Σωκράτης, ότι είναι πράγμα ορατόν, ή ότι δεν είναι ορατόν;
Ότι δεν είναι ορατόν, είπεν ο Κέβης.
Είναι λοιπόν αόρατον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Η ψυχή λοιπόν ομοιάζει με το αόρατον περισσότερον παρ' ό,τι ομοιάζει το σώμα, το δε σώμα ομοιάζει περισσότερον με το ορατόν, είπεν ο Σωκράτης.
Χωρίς άλλο, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν δεν ελέγομεν από πολύν καιρόν και το εξής, ότι η ψυχή, όταν μεν μεταχειρίζηται και το σώμα διά να εξετάση κανέν πράγμα, ή διά μέσου της οράσεως, ή διά μέσου της ακοής, ή διά μέσου καμμίας άλλης αισθήσεως (διότι τούτο είναι το οποίον γίνεται διά του σώματος, η εξέτασις οιουδήποτε πράγματος διά της αισθήσεως), τότε μεν σύρεται από το σώμα εις τα πράγματα, τα οποία ποτέ δεν ευρίσκονται εις την ιδίαν κατάστασιν, και αυτή η ιδία περιπλανάται, ταράττεται και κλονίζεται ωσάν μεθυσμένη, διότι εγγίζει τοιαύτα πράγματα; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Βεβαίως, απεκρίθη ο Κέβης.
Όταν όμως εξετάζη αυτή μόνη με τον εαυτόν της, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, φεύγει τότε και πηγαίνει εκεί, εις εκείνο το οποίον και καθαρόν είναι και πάντοτε υπάρχει και αθάνατον είναι και ευρίσκεται εις την ιδίαν κατάστασιν και, επειδή είναι της αυτής φύσεως με αυτό, ευρίσκεται πάντοτε με εκείνο, όταν όμως ευρεθή αυτή μόνη με τον εαυτόν της και γείνη τούτο δυνατόν εις αυτήν, και παύει πλέον την περιπλάνησιν και ως προς εκείνα τα αντικείμενα (τα πραγματικώς υπάρχοντα, τα αόρατα) ευρίσκεται πάντοτε εις την αυτήν κατάστασιν υπό τους αυτούς όρους, διότι εγγίζει τοιαύτης φύσεως αντικείμενα; Και το πάθημά της τούτο δεν ονομάζεται φρόνησις (γνώσις, σοφία);
Εντελώς καλά ομιλείς, ω Σώκρατες, και αληθινά πράγματα (λέγεις), είπεν ο Κέβης.
Με ποίον λοιπόν από τα δύο ταύτα είδη (δηλαδή τα ορατά και τα αόρατα ή πραγματικώς υπάρχοντα) σου φαίνεται πάλιν και κατόπιν όσων είπομεν προηγουμένως, και κατόπιν όσων λέγομεν τώρα, ότι η ψυχή έχει περισσοτέραν ομοιότητα και συγγένειαν;
Εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται, είπεν ο Κέβης, κατόπιν ταύτης της μεθόδου σου, ότι και ο πλέον χονδροκέφαλος ήθελε συμφωνήσει ότι η ψυχή όλη και καθ' όλα της περισσότερον ομοιάζει με εκείνο το οποίον ευρίσκεται πάντοτε εις την ιδίαν κατάστασιν (δηλαδή το αόρατον), παρά με εκείνο το οποίον δεν ευρίσκεται πάντοτε εις την ιδίαν κατάστασιν.
Και το σώμα, ηρώτησεν ο Σωκράτης;
Έχει περισσοτέραν ομοιότητα με το άλλο (δηλαδή το ορατόν), απεκρίθη ο Κέβης.
Παρατήρησον τώρα και υπό την ακόλουθον έποψιν, ότι, όταν η ψυχή και το σώμα ήθελον ευρίσκεσθαι μαζί, η φύσις διατάττει εις μεν το έν (δηλαδή το σώμα) να είναι δούλον και να εξουσιάζηται, εις δε την άλλην (δηλαδή την ψυχήν) να κυβερνά και να είναι κυρίαρχος· και σύμφωνα λοιπόν με αυτά πάλιν ποίον από τα δύο (τα σώμα ή η ψυχή) σου φαίνεται ότι είναι όμοιον με το θείον και ποίον με το θνητόν; Ή δεν σου φαίνεται ότι το μεν θείον εκ φύσεως έγεινεν ικανόν να εξουσιάζη και να κυβερνά, το δε θνητόν να εξουσιάζηται και να είναι δούλον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω, είπεν ο Κέβης.
Με ποίον λοιπόν από τα δύο (με το θείον ή με το θνητόν) η ψυχή ομοιάζει; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Είναι βέβαια φανερόν, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης, ότι η μεν ψυχή ομοιάζει με το θείον, το δε σώμα με το θνητόν.
Εξέτασε λοιπόν, Κέβης είπεν ο Σωκράτης, αν εξ όλων, τα οποία έχομεν είπει, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η μεν ψυχή είναι ομοιοτάτη με το θείον και αθάνατον και νοητόν και μονοειδές και αδιάλυτον και ευρισκόμενον πάντοτε εις την ιδίαν κατάστασιν (δηλαδή αναλλοίωτον) και υπό τους αυτούς όρους· το δε σώμα ότι είναι ομοιότατον με το ανθρώπινον και θνητόν και ανόητον και πολυειδές και ευκολοδιάλυτον και το οποίον ποτέ δεν ευρίσκεται εις την ιδίαν κατάστασιν (δηλαδή πάντοτε μεταβάλλεται).
Εκτός τούτων έχομεν να είπωμεν τίποτε άλλο, αγαπητέ Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, διά να αποδείξωμεν ότι αυτά δεν είναι έτσι;
Τι λοιπόν λέγεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αφ' ού αυτά είναι έτσι, δεν είναι λοιπόν ίδιον του μεν σώματος γρήγορα να διαλύηται, της δε ψυχής πάλιν να είναι όλως διόλου αδιάλυτος, ή κάτι πλησίον με τούτο;
Πώς όχι; Είπεν ο Κέβης.
Παρατηρείς λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη, το μεν ορατόν μέρος αυτού, δηλαδή το σώμα, και το οποίον ευρίσκεται εις ορατόν τόπον, τον οποίον ονομάζομεν νεκρόν πτώμα, και το οποίον πρέπει να διαλυθή και ν' αποσυντεθή και να χαθή, δεν παθαίνει αμέσως τίποτε από αυτά, αλλά διατηρείται αρκετά πολύν καιρόν και αν κανείς αποθάνη, ο οποίος να είναι εύμορφος κατά το σώμα, διατηρείται με τοιαύτην ωραιότητα και παρά πολύ μάλιστα, διότι το σώμα αφ' ού πέση νεκρόν και ταριχευθή, καθώς εκείνα τα οποία έχουν ταριχευθή εις την Αίγυπτον, διατηρείται επί παρά πολύν καιρόν και σχεδόν πάντοτε· μερικά δε μέρη του σώματος, και τα οστά δηλαδή και τα νεύρα και όλα τα τοιαύτα, και εάν σαπούν, όμως, διά να είπωμεν έτσι, είναι αθάνατα· ή δεν είναι;
Ναι, είναι, είπεν ο Κέβης.
Η δε ψυχή λοιπόν, το αόρατον πράγμα, το οποίον πηγαίνει εις άλλον τόπον ωσάν αυτήν, ευγενή και καθαρόν και αόρατον, δηλαδή εις την κατοικίαν του Άδου, τη αληθεία πλησίον εις τον αγαθόν και σοφόν Θεόν, όπου, αν θέλη ο Θεός, μετ' ολίγον και η ιδική μου ψυχή θα υπάγη, αυτή λοιπόν η ψυχή, η οποία είναι τοιαύτη, και τοιουτοτρόπως έγεινεν εκ φύσεως, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, θα διαλυθή και θα την χάσωμεν αμέσως, καθώς λέγουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Αδύνατον είναι, αγαπητέ Κέβη και Σιμμία. Αλλά πολύ περισσότερον το πράγμα είναι ως εξής· εάν μεν η ψυχή χωρισθή από το σώμα καθαρά, χωρίς να σύρη μαζί της κανέν από τα ανήκοντα εις το σώμα, διότι θεληματικώς δεν ήτο συμμέτοχος εις τίποτε με αυτό κατά το διάστημα της ζωής, αλλ' απέφευγεν αυτό και ήτο συμμαζευμένη αυτή μόνη εις τον εαυτόν της, διότι διά τούτο εφρόντιζε πάντοτε· ότι τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ότι ορθώς εφιλοσόφει και εμελέτα πραγματικώς να αποθάνη ευκόλως· ή μήπως τούτο δεν είναι μελέτη θανάτου;
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένη δεν μεταβαίνει εις το όμοιον με αυτήν, το αόρατον, το θείον εν ταυτώ και αθάνατον και σοφόν, όπου, αφ' ού φθάση, ανήκει εις αυτήν να είναι ευτυχής, ελευθέρα από πλάνην και άγνοιαν και φόβους και αγρίας επιθυμίας και από τα άλλα ανθρώπινα κακά, καθώς δε λέγουν διά τους λαμβάνοντας μέρος εις τα μυστήρια, περνώσα αληθινά τον επίλοιπον καιρόν μαζί με θεούς. Να το παραδεχθώμεν έτσι, Κέβη, ή αλλέως; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Έτσι, μα τον Δία, είπεν ο Κέβης.
Νομίζω δε, είπεν ο Σωκράτης, ότι, εάν χωρισθή από το σώμα γεμάτη μιάσματα και ακαθαρσίας, διότι όλον τον καιρόν ευρίσκετο μαζί με το σώμα, και επεριποιείτο και ηγάπα τούτο, και ήτον από αυτό μαγευμένη, και ένεκα των επιθυμιών και ένεκα των ευχαριστήσεων, τόσον πολύ, ώστε να νομίζη ότι κανέν άλλο πράγμα δεν είναι αληθινόν παρά εκείνο, το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον ημπορεί κανείς να πιάση και να ίδη και να πίη και να φάγη και να μεταχειρισθή εις τας αφροδισίους ευχαριστήσεις· εκείνο δε το οποίον είναι σκοτεινόν και δεν ημπορούν τα μάτια να ίδουν, ημπορεί δε κανείς να το ίδη και να το συλλάβη διά της φιλοσοφίας, τούτο δε συνηθισμένη να μισή και να το τρέμη και να το αποφεύγη· νομίζεις ότι μία λοιπόν ψυχή ευρισκομένη εις τοιαύτην κατάστασιν ότι θα χωρισθή από το σώμα καθαρά και απλή;
Όλως διόλου, είπεν ο Κέβης.
Αλλά νομίζω βέβαια, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι θα αφήση το σώμα τυλιγμένη με εκείνο το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον και η συναναστροφή και η συνεύρεσις με το σώμα, επειδή πάντοτε ευρίσκετο μαζί με αυτό και το επεριποιείτο πολύ, κατέστησαν εις αυτήν ωσάν φυσικόν.
Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Πρέπει δε βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, να πιστεύωμεν, φίλε μου, ότι αυτό (το μίασμα της ψυχής) είναι ογκώδες και βαρύ και γήινον και ορατόν το οποίον και έχουσα η τοιαύτη ψυχή γίνεται βαρεία και σύρεται πάλιν εις τον ορατόν τόπον, και επειδή φοβείται το αόρατον και τον Άδην, τριγυρίζει ολόγυρα εις τα μνημεία και εις τους τάφους. Ολόγυρα ίσα ίσα εις τα οποία παρετηρήθησαν μερικά φαντάσματα ψυχών, ωσάν σκιαί, φαντάσματα τοιαύτα οποία παρουσιάζουν αι τοιαύται ψυχαί, αι οποίαι ελύθησαν από το σώμα όχι καθαραί, αλλ' εξακολουθούσαι να έχουν μέρος από το ορατόν και διά τούτο βλέπονται.
Τούτο βέβαια είναι επόμενον, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
Επόμενον όμως είναι, Κέβη, ότι αύται δεν είναι βέβαια ψυχαί αγαθών ανθρώπων, αλλ' αι ψυχαί των κακών, αι οποίαι υποχρεώνονται να περιπλανώνται ολόγυρα εις τοιούτους τόπους υποφέρουσαι την τιμωρίαν της προηγουμένης των ζωής, η οποία ήτο κακή, και γυρίζουν εδώ και εκεί έως ότου, ένεκα της επιθυμίας της σωματικής μορφής, η οποία ακολουθεί μαζί των, δεθώσι πάλιν μέσα εις σώμα.
Δένονται δε, καθώς είναι επόμενον, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτας οποιασδήποτε συνηθείας, οποίας ήθελον εξασκήσει εις την ζωήν των.
Και ποίαι είναι αυταί λοιπόν αι συνήθειαι τας οποίας λέγεις, ω Σώκρατες; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Λόγου χάριν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εκείνοι, οι οποίοι έχουν εξασκήσει κοιλιοδουλείας και βιαιότητας και μέθας και δεν έδειξαν καμμίαν εντροπήν, είναι επόμενον ότι θα χωθώσι μέσα εις τα διάφορα γένη, των όνων και των τοιούτων ζώων. Ή δεν σου φαίνεται σωστόν;
Τούτο οπού λέγεις είναι πολύ σωστόν, είπεν ο Κέβης.
Εκείνοι δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, οι οποίοι έχουν προτιμήσει τας αδικίας και τας τυραννίας και τας αρπαγάς, είναι επόμενον ότι θα χωθώσιν εις τα διάφορα είδη των λύκων και των γυπών και των ιεράκων ή εις ποίον άλλο μέρος θα παραδεχθώμεν ότι θα υπάγουν αι τοιαύται ψυχαί;
Αναμφιβόλως, είπεν ο Κέβης, θα υπάγουν εις τα τοιαύτα μέρη.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, επίσης και τα άλλα είναι φανερά, ότι κάθε μία ψυχή θα υπάγη εις πράγμα όμοιον με εκείνο, εις το οποίον ενησχολείτο.
Είναι φανερόν, είπεν ο Κέβης, και πώς όχι;
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εκείνοι οι οποίοι εξήσκησαν την δημοτικήν και πολιτικήν αρετήν, ακριβώς εκείνην την οποίαν ονομάζουσιν οι άνθρωποι εγκράτειαν και δικαιοσύνην, η οποία προέρχεται από συνήθειαν και επιμέλειαν μόνον χωρίς να φιλοσοφή κανείς και να σκέπτηται, δεν είναι από τούτους οι ευτυχέστατοι και οι οποίοι πηγαίνουν εις κάλλιστον τόπον;
Πώς λοιπόν αυτοί είναι ευτυχέστατοι; ηρώτησεν ο Κέβης.
Διότι, είπεν ο Σωκράτης, επόμενον είναι να επιστρέφουν πάλιν εις έν γένος ζώων ωσάν αυτούς κοινωνικόν και ήμερον, ίσως ή μελισσών ή σφηκών ή μυρμήκων ή και εκ νέου εις το ίδιον το ανθρώπινον γένος και να γίνωνται από αυτούς άνδρες φρόνιμοι.
Επόμενον είναι, είπεν ο Κέβης.
Εις δε το γένος των θεών δεν είναι επιτετραμμένον να υπάγη κανείς εάν δεν φιλοσοφήση και δεν αναχωρήση απ' εδώ εντελώς καθαρός· κανείς άλλος δηλαδή παρά ο φιλομαθής· αλλ' ένεκα τούτων, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, φίλοι μου Σιμμία και Κέβη, οι αληθώς φιλόσοφοι αποφεύγουν όλας τας επιθυμίας, αι οποίαι αναφέρονται εις το σώμα, και επιμένουν και δεν παραδίδονται εις αυτάς και δεν φοβούνται ποσώς την καταστροφήν της περιουσίας των και την πτωχείαν καθώς ο όχλος και οι φιλοχρήματοι, ούτε φοβούνται πάλιν μήπως δεν τους τιμήσουν και δεν τους δοξάσουν οι μοχθηροί, καθώς κάμνουν οι φίλαρχοι και οι φιλόδοξοι. Τούτου ένεκα αποφεύγουσιν αυτάς.
Διότι δεν θα ήρμοζε τούτο εις αυτούς, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
Μα τον Δία, δεν θα ήρμοζε, βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, επομένως εκείνοι, οι οποίοι φροντίζουν διά την ψυχήν των και δεν ζώσι πλάττοντες (δηλαδή περιποιούμενοι) τα σώματά των, αφ' ού αποχαιρετίσουν όλα αυτά, δεν ακολουθούν τον ίδιον δρόμον με τους δευτέρους τούτους, διότι αυτοί δεν ηξεύρουν πού πηγαίνουν, αλλ' αυτοί, επειδή φρονούν ότι δεν πρέπει να πράττουν πράξεις εναντίας εις την φιλοσοφίαν και εις το λύσιμον και εις τον καθαρισμόν τον οποίον κάμνει εκείνη, διευθύνονται και ακολουθούν εκείνον τον δρόμον, τον οποίον εκείνη δεικνύει εις αυτούς.
Πώς, ω Σώκρατες; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Εγώ θα σοι το είπω, είπεν ο Σωκράτης, διότι εκείνοι οι οποίοι αγαπώσι την μάθησιν (δηλαδή οι φιλόσοφοι), είπεν, ηξεύρουσιν ότι η φιλοσοφία επειδή παρέλαβε την ψυχήν των δεμένην αληθώς μέσα εις το σώμα και προσκολλημένην εις αυτό, υποχρεούμενην δε ωσάν διά φυλακίσεως να παρατηρή τα αληθινά υπάρχοντα πράγματα, διά μέσου τούτου (δηλαδή του σώματος), και όχι τον εαυτόν της διά του εαυτού της, και ότι κυλίεται μέσα εις τελείαν αμάθειαν και παρατηρήσασα καλώς ότι η φοβερά φυλάκισις προέρχεται ένεκα επιθυμιών, εις τρόπον ώστε ο ίδιος ο άνθρωπος να γίνηται βοηθός εις το να δεθή· όπως λοιπόν λέγω, εκείνοι οι οποίοι αγαπώσι την μάθησιν ηξεύρουν ότι η φιλοσοφία, αφού παραλάβη την ψυχήν αυτών ευρισκομένην εις τοιαύτην κατάστασιν, σιγά σιγά την παρηγορεί και προσπαθεί να την λύση, δεικνύουσα εις αυτήν ότι η μεν διά μέσα των ομμάτων παρατήρησις είναι γεμάτη από απάτην, από απάτην δε και η διά μέσου των ώτων και των άλλων αισθήσεων, πείθουσα δε αυτήν ν' απομακρύνηται από αυτά και να τα μεταχειρίζηται μόνον όταν είναι απόλυτη ανάγκη, παρακινούσα δε αυτήν να περιμαζεύηται και να συναθροίζηται μόνη μέσα εις τον εαυτόν της· να μη εμπιστεύηται δε εις κανένα άλλον, παρά μόνον αυτή εις τον εαυτόν της δι' οποιονδήποτε από τα πραγματικώς υπάρχοντα, το οποίον ήθελεν εξετάσει αυτή μόνη με τον εαυτόν της αυτό μόνον του· οποιονδήποτε δε πράγμα ήθελεν εξετάσει διά μέσου άλλων (δηλαδή αισθήσεων), επειδή είναι άλλο μέσα εις άλλα (δηλαδή αδιακόπως μεταβάλλεται), να νομίζη ότι δεν είναι διόλου αληθές, ότι δε είναι μεν το τοιούτον πράγμα και αισθητόν και ορατόν εκείνο δε, το οποίον μόνη της βλέπει, ότι είναι νοητόν και αόρατον. Εις τούτο λοιπόν το λύσιμον, επειδή νομίζει ότι δεν πρέπει να εναντιώνηται η ψυχή του αληθινού φιλοσόφου, διά τούτο αποφεύγει όσον ημπορεί και τας ευχαριστήσεις και τας επιθυμίας και τας λύπας και τους φόβους, επειδή σκέπτεται ότι, οπόταν ήθελε κανείς ευχαριστηθή δυνατά ή φοβηθή ή λυπηθή ή επιθυμήσει, δεν παθαίνει διόλου από αυτά κανέν κακόν τόσον μικρόν, όσον ήθελε νομίσει κανείς, οποίον παθαίνει λόγου χάριν ή όταν αρρωστήση ή όταν εξοδιάση τίποτε ένεκα των επιθυμιών του, αλλά παθαίνει εκείνο το οποίον είναι το μεγαλύτερον και το χειρότερον από όλα τα κακά, και χωρίς να το καταλαμβάνη.
Ποίον είναι τούτο, ω Σώκρατες; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Ότι, είπεν ο Σωκράτης, η ψυχή κάθε ανθρώπου υποχρεώνεται συγχρόνως να ευχαριστηθή ή να δυσαρεστηθή δυνατά δι' οιονδήποτε αντικείμενον, νομίζουσα ότι εκείνο το αντικείμενον, εκ του οποίου παθαίνει τούτο περισσότερον, είναι και καθαρώτατον και αληθέστατον, εν ώ δεν είναι τοιούτον· ταύτα δε (τα οποία προξενούν την ευχαρίστησιν ή δυσαρέσκειαν) είναι προ πάντων τα ορατά ή όχι;
Βεβαίως, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, όταν παθαίνη τούτο προ πάντων η ψυχή, δεν δένεται καλά από το σώμα;
Πώς λοιπόν; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Διότι, είπεν ο Σωκράτης, κάθε ευχαρίστησις και δυσαρέσκεια, ωσάν να έχη καρφίον, καρφώνει και προσκολλά αυτήν (την ψυχήν) εις το σώμα, και την κάμνει σωματοειδή και νομίζουσαν ότι είναι αληθινά εκείνα, τα οποία και το σώμα ήθελεν είπη ότι είναι αληθινά. Διότι, επειδή έχει την ιδίαν γνώμην με το σώμα και ευχαριστείται με τα ίδια πράγματα, με τα οποία και εκείνο ευχαριστείται, υποχρεώνεται, νομίζω, ν' αποκτήση τα ίδια ήθη και τα ίδια έθιμα με αυτό και τοιαύτα, ώστε ποτέ να μη φθάση καθαρά εις την κατοικίαν του Άδου, αλλά να εξέρχηται πάντοτε γεμάτη από το σώμα, ώστε γρήγορα να πίπτη πάλιν μέσα εις άλλο σώμα και να φυτρώνη εκεί ωσάν να σπείρηται και ένεκα τούτου να μη λαμβάνη μέρος εις την συναναστροφήν του θείου και καθαρού και μονοειδούς.
Αληθέστατα λέγεις, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
Ένεκα τούτων λοιπόν, Κέβη, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εκείνοι, οι οποίοι αληθινά επιθυμούσι να μανθάνωσιν, είναι εγκρατείς και ανδρείοι, όχι ένεκα εκείνων των λόγων, τους οποίους φαντάζεται ο όχλος· ή παραδέχεσαι την ιδέαν του λαού;
Εγώ όχι, είπεν ο Κέβης.
Όχι βέβαια, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αλλ' η ψυχή φιλοσόφου ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να σκεφθή παρά τοιουτοτρόπως· και δεν είναι δυνατόν να νομίση ότι πρέπει η μεν φιλοσοφία να λύη αυτήν, εν ώ δε εκείνη την λύει, αυτή να παραδίδη τον εαυτόν της εις τας ευχαριστήσεις και τας δυσαρεσκείας, να δένεται πάλιν και άλλας φοράς, και να πράττη έργον ατελείωτον, υφαίνουσα κατ' αντίθετον τρόπον το πανί της Πηνελόπης· αλλ' απεναντίας προετοιμάζουσα γαλήνην από αυτά τα πράγματα (δηλαδή αποχήν απ' αυτά), ακολουθούσα την λογικήν σκέψιν και ευρισκομένη πάντοτε μέσα εις την λογικήν ταύτην σκέψιν, θεωρούσα διαρκώς την αλήθειαν και το θείον και το ανώτερον από κάθε σκέψιν και τρεφομένη από εκείνο, πιστεύει ότι πρέπει να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, εν όσω εδώ ζη, και ότι, όταν τελειώση την εδώ ζωήν, αφ' ού φθάση εις εκείνο, το οποίον είναι της αυτής φύσεως και όμοιον με αυτήν, θα ελευθερωθή από τα ανθρώπινα κακά. Ένεκα δε του τοιούτου τρόπου της ζωής, Σιμμία και Κέβη, δεν είναι διόλου παράξενον ότι, αφ' ού εφαρμόση ταύτα κατά τον χωρισμόν της από το σώμα, δεν θα φοβηθή μήπως μερικοί άνεμοι φυσήσουν και την πάρουν και φύγη και πετώσα εδώ και εκεί χαθή και καταντήση τίποτε, ώστε να μη ευρίσκηται πουθενά.
Αφ' ού είπε ταύτα ο Σωκράτης, έγεινε σιωπή, δια πολλήν ώραν· και ο ίδιος, καθώς φανερά εφαίνετο, ήτο συλλογισμένος με την ομιλίαν, την οποίαν έκαμε, καθώς και οι περισσότεροι από ημάς. Ο Κέβης δε και ο Σιμμίας συνομιλούν σιγά μεταξύ των και ο Σωκράτης, αφ' ού είδεν αυτούς τους δύο ομιλούντας, ηρώτησε:
Τι ελέγετε μεταξύ σας; Μήπως σας φαίνεται ότι ωμίλησα ελλιπώς; Διότι το ζήτημα έχει ακόμη πολλάς αμφιβολίας και αντιρρήσεις, αν πρόκειται να διαπραγματευθή κανείς αυτά τα πράγματα αρκετά. Όταν λοιπόν εσκέπτεσθε κανέν άλλο πράγμα, δεν λέγω τίποτε· εάν δε έχητε ακόμη καμμίαν απορίαν δι' αυτά, διόλου μη δυσκολευθήτε να την είπητε και να διαπραγματευθήτε το ζήτημα και σεις οι ίδιοι, εάν νομίζητε ότι ημπορεί με κάποιον τρόπον να το είπη κανείς καλύτερα και να πάρητε πάλιν και εμέ μαζί σας (εις την συζήτησιν), όταν νομίζητε ότι μαζί μου θα ευκολυνθήτε περισσότερον.
Και ο Σιμμίας είπε· και όμως, ω Σώκρατες, θα σοι είπω την αλήθειαν. Διότι από πολλήν ώραν και ο είς και ο άλλος από ημάς, επειδή έχομεν απορίας, ο είς σπρώχνει τον άλλον και του λέγει να ερωτήση, διότι επιθυμούμεν μεν ν' ακούσωμεν, δυσκολευόμεθα δε να σου προξενήσωμεν ενόχλησιν, μήπως τούτο σου είναι δυσάρεστον ένεκα της παρούσης συμφοράς.
Και εκείνος, αφ' ού ήκουσε ταύτα με αταραξίαν, εγέλασε και είπεν· Αλλοίμονον, Σιμμία, βεβαίως δυσκόλως ήθελα πείσει τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν νομίζω ως συμφοράν αυτό οπού μ' εύρε, όταν βέβαια δεν ημπορώ να πείσω ούτε σας· να φοβάσθε μήπως τώρα ευρίσκομαι κάπως εις περισσοτέραν λύπην· και, καθώς φαίνεται, σας φαίνομαι ότι είμαι κατά την μαντικήν τέχνην κατώτερος από τους κύκνους, οι οποίοι, ότε ήθελον καταλάβει ότι μέλλουν ν' αποθάνουν, εν ώ ψάλλουν και εις τον προηγούμενον καιρόν, τότε ίσα ίσα ψάλλουν περισσότερον και καλύτερον, χαίροντες, διότι μέλλουν να υπάγουν πλησίον του Θεού, του οποίου είναι υπηρέται. Οι δε άνθρωποι ένεκα του φόβου των διά τον θάνατον συκοφαντούν τους κύκνους και λέγουν ότι αυτοί, επειδή θρηνούν τον θάνατον, ψάλλουν από την λύπην των και δεν σκέπτονται ότι κανέν πτηνόν δεν ψάλλει, όταν πεινά ή κρυώνη ή έχη καμμίαν άλλην λύπην, ούτε η ιδία η αηδών ούτε η χελιδών ούτε ο τσαλαπετεινός, τα οποία λέγουν οι άνθρωποι ότι ψάλλουν, θρηνούντα από την λύπην των· αλλ' ούτε αυτά μου φαίνονται ότι ψάλλουν ένεκα λύπης, ούτε οι κύκνοι, αλλά νομίζω, ότι, επειδή είναι αφιερωμένοι εις τον Απόλλωνα, έχουν το προτέρημα να μαντεύουν, και επειδή ηξεύρουν από προτήτερα τα καλά τα οποία υπάρχουν εις τον Άδην, ψάλλουν και διασκεδάζουν εκείνην την ημέραν περισσότερον παρά κατά τον προηγούμενον καιρόν. Εγώ δε νομίζω ότι εδώ είμαι και εγώ δούλος μαζί με τους κύκνους, και αφιερωμένος εις τον ίδιον θεόν, και έχω λάβει από τον κύριόν μου το χάρισμα να μαντεύω καλύτερα από εκείνους, και να χωρίζωμαι από την ζωήν όχι περισσότερον από αυτούς κακοκαρδισμένος. Ένεκα τούτου λοιπόν πρέπει να λέγητε και να ερωτάτε ό,τι θελήσητε, εν όσω το επιτρέπουσιν οι Ένδεκα άρχοντες των Αθηναίων.
Καλά λέγεις, είπεν ο Σιμμίαι· και εγώ θα σοι είπω την απορίαν την οποίαν έχω, και αυτός πάλιν (δηλαδή ο Κέβης) κατά τι δεν παραδέχεται όσα είπομεν. Διότι μου φαίνεται, ω Σώκρατες, προκειμένου περί τοιούτων ζητημάτων, καθώς ίσως φαίνεται και εις σε, ότι το να μάθη κανείς καθαρά την αλήθειαν εις την τωρινήν μας ζωήν είναι πράγμα ή αδύνατον ή παρά πολύ δύσκολον. Το να μη εξελέγχη όμως πάλιν με κάθε τρόπον εκείνα, τα οποία λέγονται περί αυτών, και να μη παραιτή, προτού να εξαντλήση κανείς την εξέτασιν καθ' όλα τα μέρη, είναι ίδιον ανθρώπου οκνηρού. Διότι πρέπει ως προς αυτά τα ζητήματα να κατορθώση τουλάχιστον έν από τα εξής· ή να μάθη πώς είναι από άλλους, ή να τα εύρη ο ίδιος, ή, εάν είναι αδύνατον να επιτύχη ταύτα, αφ' ού πάρη την καλυτέραν και δυσκολώτερα ανασκευαζομένην ανθρωπίνην γνώμην, αφ' ού αναβή επάνω εις αυτήν, όπως εκείνος οπού κινδυνεύει επάνω εις σχεδίαν (σάτι) να ταξειδεύση την ζωήν του, εάν δεν ημπορή κανείς να περάση αυτήν με περισσοτέραν ασφάλειαν και με ολιγώτερον κίνδυνον επάνω εις ασφαλέστερον πλοίον ή επάνω εις κανένα λόγον του θεού. Και λοιπόν και τώρα εγώ τουλάχιστον δεν θα εντραπώ να ερωτήσω, αφ' ού και συ λέγεις να το κάμω, και δεν θα κατηγορήσω τον εαυτόν μου εις υστερώτερον καιρόν, ότι δεν είπα τώρα εκείνα τα οποία μου ήλθον εις τον νουν. Διότι, όταν εξετάζω και με τον εαυτόν μου και μαζί με τούτον (δηλαδή τον Κέβητα) όσα είπομεν, μου φαίνεται ότι δεν είναι αρκετά, ω Σώκρατες.
Και ο Σωκράτης είπε·
Ίσως βέβαια, φίλε μου, να έχης δίκαιον, αλλά λέγε μου λοιπόν υπό ποίαν έποψιν δεν είναι αρκετά όσα είπομεν.
Είπεν ο Σιμμίας.
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι υπό την ιδίαν έποψιν, υπό την οποίαν ημπορεί κανείς να ισχυρισθή το ίδιον και διά την αρμονίαν και διά την λύραν και τας χορδάς της· ότι η αρμονία μεν είναι πράγμα αόρατον και χωρίς σώμα και εις χορδισμένην λύραν είναι πράγμα ωραιότατον και θείον· η ιδία δε λύρα και αι χορδαί της ότι είναι σώματα υλικά και πράγματα με μορφήν υλικήν, και σύνθετα και γήινα και από το ίδιον γένος με το θνητόν. Όταν λοιπόν κανείς ή κατασυντρίψη την λύραν ή την κάψη ή σπάση τας χορδάς, εάν κανείς επέμενεν εις τον ίδιον ισχυρισμόν, τον οποίον φέρεις συ, ότι δηλαδή εκείνη η αρμονία (την οποίαν ανέδιδεν η λύρα, όταν ήτο γερή) εξακολουθή να υπάρχη ακόμη, και ότι δεν εχάθη (διότι δεν ημπορεί να υπάρχη κανείς τρόπος η μεν λύρα να εξακολουθή να υπάρχη ακόμη εν ώ αι χορδαί της έχουν σπάση και αι χορδαί να εξακολουθούν να υπάρχουν, εν ώ έχουσι μορφήν θνητήν, η δε αρμονία, η οποία έχει την ιδίαν φύσιν και είναι από το αυτό γένος με το θείον και αθάνατον, να έχη χαθή απολεσθείσα προτήτερα από το φθαρτόν πράγμα)· αλλ' υποστηρίζει, ότι απαραιτήτως η αρμονία μόνη της εξακολουθεί να υπάρχη ακόμη εις κάποιον μέρος, και ότι τα ξύλα και αι χορδαί θα σαπούν εντελώς προτού παρά να πάθη εκείνη το παραμικρόν (και τω όντι εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι και συ ο ίδιος έχεις σκεφθή τούτο, ότι θεωρούμεν την ψυχήν ότι είναι τοιούτον τι προ πάντων, καθώς δηλαδή το σώμα μας είναι τεντωμένον και συγκρατείται εις ισορροπίαν από το ζεστόν και το ψυχρόν και το ξηρόν και το υγρόν έτσι και η ψυχή μας είναι μίγμα από μερικά τοιαύτα στοιχεία και μία αρμονία αυτών των ιδίων, όταν αυτά ήθελον ανακατωθή αναμεταξύ των εύμορφα και με μέτρον· εάν λοιπόν η ψυχή τυχαίνη να είναι κάποια αρμονία, είναι φανερόν ότι, όταν το σώμα μας παρά πολύ χαλαρωθή ή παρά πολύ τεντωθή από ασθενείας και άλλα κακά, η μεν ψυχή είναι αναπόφευκτον ότι αμέσως θα χαθή, αν και είναι θειοτάτη, καθώς είναι και αι άλλαι αρμονίαι, και αι υπάρχουσαι εις τους ήχους και αι υπάρχουσαι εις όλα τα έργα των καλλιτεχνών· τα δε απομεινάρια καθενός σώματος θα διατηρηθούν πολύν καιρόν, έως ότου ή τελείως να καυθούν ή όλως διόλου να σαπούν)· πρόσεξε λοιπόν τι θα απαντήσωμεν εις τούτο το επιχείρημα, εάν δηλαδή υποστηρίζη κανείς, ότι η ψυχή, η οποία είναι μίγμα από τας ιδιότητας αι οποίαι υπάρχουσι μέσα εις το σώμα, πρώτη χάνεται, όταν συμβή ο ονομαζόμενος θάνατος.
Ο Σωκράτης λοιπόν, αφ' ού περιέφερε τα βλέμματά του γύρω εις αυτούς, καθώς τας περισσοτέρας φοράς συνήθιζε, και αφ' ού εχαμογέλασεν, είπεν.
Ο Σιμμίας όμως ομιλεί σωστά. Εάν λοιπόν κανείς από σας έχη μεγαλυτέραν από εμέ ευκολίαν, διατί δεν απεκρίθη; Διότι ομοιάζει με άνθρωπον, ο οποίος δεν επικρίνει άσχημα την ομιλίαν. Μου φαίνεται όμως ότι είναι χρεία προτού αποκριθώμεν να ακούσωμεν προηγουμένως ακόμη τον Κέβητα, ποίας πάλιν αυτός επικρίσεις κάμνει εις την ομιλίαν, διά να μεσολαβήση ολίγος καιρός και να σκεφθώμεν τι θα είπωμεν, έπειτα δε, αφ' ού ακούσωμεν τους λόγους του, ή να υποχωρήσωμεν εις αυτούς, εάν μας φανή ότι μας ψάλλουν καμμίαν αλήθειαν· εάν δε όχι, να υπερασπίσωμεν τότε τον ισχυρισμόν μας. Αλλ' έλα, Κέβη, είπε, λέγε τι είναι εκείνο, το οποίον, επειδή σε ταράττει, σε κάμνει να μη πιστεύης (τους λόγους μου).
Ο Κέβης είπε:
Λοιπόν το λέγω. Ότι η απόδειξις, μου φαίνεται, ευρίσκεται ακόμη εις το ίδιον σημείον και ότι επιδέχεται την ιδίαν αντίρρησιν, την οποίαν ελέγομεν εις τα προηγούμενα. Διότι, ότι μεν η ψυχή μας υπήρχε και προτού έλθη εις αυτήν την τωρινήν μορφήν, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν έχει αποδειχθή πολύ ευφυώς, και πολύ αρκετά, εάν δεν είναι δυσάρεστον να το είπη κανείς· ότι όμως εξακολουθεί ακόμη να ευρίσκηται κάπου, και αφ' ού ημείς αποθάνωμεν, τούτο μου φαίνεται ότι δεν απεδείχθη. Δεν συμμερίζομαι όμως την αντίρρησιν του Σιμμίου, ότι η ψυχή δεν είναι πράγμα δυνατώτερον και το οποίον διαρκεί περισσότερον καιρόν από το σώμα. Διότι μου φαίνεται ότι εις όλα αυτά είναι παρά πολύ ανωτέρα από το σώμα. Διατί λοιπόν, θα μου έλεγε κανείς, εξακολουθείς ακόμη να μη πείθησαι, αφ' ού βέβαια βλέπεις ότι, αφ' ού αποθάνη ο άνθρωπος, το πλέον αδύνατον μέρος του υπάρχει ακόμη· δεν σου φαίνεται ότι το διαρκέστερον μέρος του δεν ημπορεί παρά να διατηρήται ακόμη κατά τούτον τον καιρόν; Ως προς τούτο λοιπόν παρατήρησον το εξής, αν ομιλώ σωστά, διότι εγώ, καθώς φαίνεται, διά να παραστήσω το πράγμα, έχω χρείαν καθώς ο Σιμμίας, από μίαν εικόνα, διότι αυτά οπού λέγομεν μου φαίνεται ότι είναι όμοια, ως να έλεγε κανείς την εξής ομιλίαν δι' ένα άνθρωπον υφάντην, ο οποίος απέθανε γέρων, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εχάθη, αλλ' ίσως κάπου ευρίσκεται, παρουσίαζε δε ως απόδειξιν το φόρεμα, το οποίον ύφανεν ο ίδιος και εφορούσεν, ότι υπάρχει ακόμη γερόν και δεν εχάθη· και, εάν κανείς δεν επίστευεν εις αυτόν και τον ηρώτα ποίον από τα δύο διαρκεί περισσότερον καιρόν, η τάξις των ανθρώπων ή η τάξις των φορεμάτων, τα οποία και μεταχειριζόμεθα και φορούμεν· αφ' ού δε τω αποκριθή κανείς, ότι πολύ περισσότερον καιρόν διαρκεί η τάξις των ανθρώπων, νομίζει ότι, επειδή εκείνο οπού διαρκεί ολιγώτερον δεν εχάθη, έχει αποδειχθή ότι περισσότερον από κάθε πράγμα ο άνθρωπος εξακολουθεί να υπάρχη σώος· αλλ' ο άνθρωπος, νομίζω, Σιμμία, δεν είναι έτσι. Διότι εξέτασον και συ αυτά, τα οποία λέγω· Κάθε άνθρωπος ημπορεί να καταλάβη ότι εκείνος, όστις λέγει αυτό, λέγει ανοησίας, διότι αυτός ο υφάντης, αφ' ού κατέλυσε και ύφανε πολλά τοιαύτα φορέματα απέθανε μεν ύστερα από εκείνα, τα οποία ήσαν πολλά, προτήτερα όμως, νομίζω, από τελευταίον (το οποίον δεν επρόφθασε να καταλύση)· ένεκα τούτου όμως (ότι το τελευταίον φόρεμα διετηρήθη περισσότερον από αυτόν) δεν είναι διόλου ο άνθρωπος χειρότερόν τι από έν πράγμα και πλέον αδύνατον. Η αυτή παραβολή, νομίζω, ταιριάζει και εις την ψυχήν και το σώμα, και, εάν κανείς είπη τα ίδια και δι' αυτά, μοι φαίνεται ότι θα έλεγε σωστά, ότι η μεν ψυχή διαρκεί πολύν καιρόν, το δε σώμα είναι πλέον αδύνατον από αυτήν και διαρκεί ολιγώτερον καιρόν. Αλλά θα έλεγε βέβαια, ότι κάθε ψυχή καταλύει πολλά σώματα, αν μάλιστα ζήση πολλά έτη. Διότι, αν το σώμα φθείρηται και καταστρέφηται, εν ώ ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζη ακόμη, και η ψυχή ξαναϋφαίνη πάντοτε εκείνο το οποίον φθείρεται, θα ήτο βέβαια απαραίτητον, οπόταν η ψυχή θ' απέθνησκε, να τύχη να έχη το τελευταίον ύφασμα, και να χαθή αυτή προτήτερα μόνον από τούτο· αφ' ού δε η ψυχή χαθή (δηλαδή αποθάνη), τότε πλέον το σώμα αποδεικνύει την φυσικήν του αδυναμίαν και, αφ' ού σαπή, γρήγορα φθείρεται. Ώστε δεν είναι ακόμη πρέπον να έχωμεν ελπίδα, αφ' ού πιστεύσωμεν εις αυτήν την ομιλίαν, ότι, αφ' ού αποθάνωμεν, η ψυχή μας εξακολουθεί ακόμη να ευρίσκηται κάπου. Διότι, εάν εις εκείνον οπού λέγει αυτά ήθελεν υποχωρήσει κανείς και περισσότερον ακόμη παρά όσον συ λέγεις, συμφωνών με αυτόν ότι όχι μόνον η ψυχή μας υπήρχε κατά τον προτού ημείς γεννηθώμεν καιρόν, αλλά και ότι τίποτε δεν εμποδίζει, και αφ' ού αποθάνωμεν, αι ψυχαί μερικών να υπάρχουν και να μέλλουν να υπάρχουν ακόμη, και ότι μέλλουν να γεννηθούν πολλάς φοράς και ν' αποθάνουν πάλιν (διότι η ψυχή είναι εκ φύσεως τόσον δυνατή, ώστε αντέχει να γεννάται πολλάκις)· εν ώ δε συμφωνεί εις ταύτα, να μη υποχωρή πλέον ως προς τούτο, ότι αυτή κοπιάζει εις τας πολλάς γεννήσεις της, και ότι επί τέλους χάνεται όλως διόλου εις ένα από τους θανάτους· λέγη δε ότι κανείς δεν ηξεύρει αυτόν τον θάνατον και αυτήν την διάλυσιν του σώματος, η οποία φέρει την καταστροφήν εις την ψυχήν· διότι είναι αδύνατον εις οποιονδήποτε από ημάς να τον καταλάβη· εάν δε τούτο είναι έτσι, κάθε άνθρωπος, ο οποίος ξεθαρρεύεται με τον θάνατον, ανόητα ξεθαρρεύεται, εκτός αν ημπορή ν' αποδείξη ότι η ψυχή είναι πράγμα όλως διόλου αθάνατον και άφθαρτον· εάν δε δεν ημπορή να το αποδείξη, εκείνος ο οποίος πρόκειται ν' αποθάνη πρέπει δίχως άλλο πάντοτε να φοβήται διά την ψυχήν του, μήπως κατά τον τωρινόν χωρισμόν της από το σώμα χαθή όλως διόλου.
Όλοι λοιπόν, αφ' ού ηκούσαμεν όσα αυτοί είπον, κατελήφθημεν από λύπην, καθώς το ωμολογούσαμεν υστερώτερα αναμεταξύ μας, διότι, εν ώ από την προηγουμένην ομιλίαν είχομεν παρά πολύ πεισθή, τώρα πάλιν εφαίνετο ότι μας έφεραν άνω κάτω και μας έρριψαν εις απιστίαν όχι μόνον με τους λόγους οι οποίοι ελέχθησαν προτήτερα, αλλά και με τους λόγους οι οποίοι έμελλον να λεχθώσιν υστερώτερα, και μας έκαμαν ν' αμφιβάλλωμεν μήπως δεν ηξεύρομεν διόλου να κρίνωμεν, ή μήπως και τα ίδια τα πράγματα είναι απίστευτα.
Μα τους θεούς, Φαίδων, βεβαίως σας συγχωρώ, διότι και εις εμέ τον ίδιον, ο οποίος τώρα σε ήκουσα, μου έρχεται να είπω εις τον εαυτόν μου κάτι παρόμοιον· εις ποίαν λοιπόν απόδειξιν πρέπει εις το εξής να πιστεύσωμεν; Διότι εκείνη η οποία ήτο πολύ πιστευτή, η απόδειξις δηλαδή την οποίαν ο Σωκράτης έλεγε, τώρα έπεσε τελείως και έγεινεν απίστευτος, διότι αυτός ο ισχυρισμός και τώρα και πάντοτε θαυμασίως εκυρίευσε την πεποίθησίν μου, ότι δηλαδή η ψυχή μας είναι κάποια αρμονία· και άμα ελέχθη μου υπενθύμισε τρόπον τινά ότι και εγώ ο ίδιος είχον προτήτερα την αυτήν ιδέαν. Και έχω πολλήν ανάγκην εκ νέου ωσάν από την αρχήν, από καμμίαν άλλην απόδειξιν, η οποία να με καταπείση, ότι η ψυχή εκείνου, ο οποίος απέθανε, δεν αποθνήσκει μαζί με αυτόν. Διά το όνομα του θεού, λέγε λοιπόν, πώς ο Σωκράτης εξηκολούθησε την ομιλίαν και ποίον από τα δύο εκαταλάβετε, ότι και εκείνος κάπως ελυπήθη, καθώς λέγεις ότι σεις ελυπήθητε ή όχι, αλλ' εξηκολούθει αταράχως να υποστηρίζη την γνώμην του; Και αν υπεστήριξεν αρκετά, ή ελλιπώς; Διηγήσου μας, παρακαλώ, όλα όσον ακριβέστερα ημπορείς.
Πραγματικώς, Εχέκρατες, πολλάς φοράς μου έκαμεν εντύπωσιν ο Σωκράτης, αλλά ποτέ άλλοτε δεν τον εθαύμασα περισσότερον, παρά τότε ευρεθείς πλησίον του· και ότι μεν αυτός είχε πρόχειρον εκείνο το οποίον θα έλεγεν ίσως, δεν είναι διόλου παράξενον· αλλ' εγώ βεβαίως εις αυτόν εθαύμασα προ πάντων κατά πρώτον μεν το εξής, ότι εδέχθη με γλυκύτητα και αγαθότητα και υπομονήν των νέων την ομιλίαν· έπειτα ότι τάχιστα εκατάλαβε την εντύπωσιν, την οποίαν μας έκαμαν οι λόγοι (του Σιμμίου και Κέβητος)· έπειτα πόσον καλά μας ιάτρευσε και μας έφερεν οπίσω, ωσάν ανθρώπους, οι οποίοι ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν, και μας παρεκίνησεν εις το να τον παρακολουθήσωμεν και να εξετάσωμεν το ζήτημα μαζί του.
Πώς λοιπόν;
Θα σοι είπω· διότι έτυχε να κάθημαι εις τα δεξιά του πλησίον της κλίνης, εις έν χαμηλόν κάθισμα· εκείνος δε εις κάθισμα πολύ υψηλότερον του ιδικού μου. Αφ' ού εχάιδευσε την κεφαλήν μου και ετράβηξε δυνατώτερα τας τρίχας, αι οποίαι εκρέμαντο επάνω εις τον λαιμόν μου (διότι συνήθιζεν, όταν ετύχαινε περίστασις, να παίζη με τα μαλλιά μου).
Αύριον λοιπόν, είπεν, ίσως, Φαίδων, θα κόψης αυτά τα ωραία μαλλιά (17).
Έτσι φαίνεται, είπον εγώ, Σώκρατες.
Όχι αύριον, είπεν ο Σωκράτης, αν βεβαίως με πιστεύσης.
Άλλα διατί; είπον εγώ.
Σήμερον, είπε, και εγώ θα κόψω τα ιδικά μου μαλλιά και συ αυτά, εάν βεβαίως ο ισχυρισμός μας αποθάνη και δεν ημπορέσωμεν να τον αναστήσωμεν. Και εάν εγώ ήμουν συ και ήθελον νικηθή εις την συζήτησιν, θα έταζα με όρκον, καθώς οι Αργείοι, να μη αφήσω να μεγαλώσουν τα μαλλιά προτού νικήσω καταπολεμών πάλιν τον ισχυρισμόν του Σιμμίου και του Κέβητος.
Αλλ' είπον εγώ· Λέγουν ότι ουδέ ο Ηρακλής είναι ικανός να τα βάλη με δύο.
Αλλά, είπε, κάλεσε εις βοήθειάν σου και εμέ, τον Ιόλαον, εν όσω ακόμη είναι ημέρα.
Σε προσκαλώ λοιπόν, είπον, όχι όπως ο Ηρακλής τον Ιόλαον, αλλ' όπως ο Ιόλαος τον Ηρακλή.
Δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν, είπεν ο Σωκράτης. Αλλά κατά πρώτον ας προσέξωμεν μήπως πάθωμεν κανέν πάθημα.
Ποίον πάθημα; Είπον εγώ.
Μήπως γίνωμεν, είπεν αυτός, μισολόγοι, καθώς εκείνοι, οι οποίοι γίνονται μισάνθρωποι, διότι δεν υπάρχει, είπε, μεγαλύτερον κακόν, το οποίον ειμπορεί να πάθη κανείς από τούτο, να μισήση δηλαδή τους λόγους· η μισολογία δε και η μισανθρωπία γίνονται κατά τον ίδιον τρόπον. Διότι η μισανθρωπία εισχωρεί μέσα εις τον άνθρωπον εκ του ότι επίστευσε παρά πολύ εις άλλον χωρίς υποψίαν και ενόμισε βεβαίως ότι ο άνθρωπος αυτός ήτο εντελώς φιλαλήθης και ειλικρινής και αξιόπιστος. Έπειτα ολίγον υστερώτερα εύρεν ότι ήτο τουναντίον πονηρός και ανάξιος εμπιστοσύνης. Και άλλην φοράν πάλιν εύρεν άλλον τοιούτον και όταν κανείς έπαθε τούτο πολλάς φοράς και προ πάντων από εκείνους, τους οποίους ενόμισεν ότι ήσαν οι στενώτεροι φίλοι και σύντροφοί του, επί τέλους λοιπόν ερχόμενος εις συχνάς συγκρούσεις καταντά να μισή όλους και να νομίζη ότι κανέν πράγμα κανενός ανθρώπου ούτε εις το ελάχιστον είναι ειλικρινές· ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι τούτο γίνεται έτσι;
Βέβαια έτσι γίνεται, είπον εγώ.
Και λοιπόν, είπεν αυτός, δεν είναι τούτο εντροπή; Και δεν είναι φανερόν ότι ο τοιούτος άνθρωπος επιχειρεί να έρχηται εις σχέσεις με τους ανθρώπους χωρίς να γνωρίζη την τέχνην των ανθρωπίνων πραγμάτων; Διότι, εάν εις καμμίαν περίστασιν εσχετίζετο με τους ανθρώπους γνωρίζων την τέχνην των, θα εθεώρει αυτούς έτσι, όπως είναι, ότι δηλαδή οι μεν πολύ καλοί και πολύ κακοί είναι και οι μεν και οι δε ολίγοι, οι δε αναμεταξύ τούτων (δηλαδή οι ολίγον καλοί και ολίγον κακοί) είναι πολυαριθμότατοι.
Πώς το λέγεις αυτό; Είπον εγώ.
Καθώς, είπε, προκειμένου διά τα πολύ μικρά και τα πολύ μεγάλα πράγματα, νομίζεις ότι υπάρχει πράγμα σπανιώτερον, παρά να εύρη κανείς άνθρωπον ή παρά πολύ μεγάλον ή παρά πολύ μικρόν; Ή σκύλλον ή οποιονδήποτε άλλο πράγμα; Ή να εύρη πάλιν παρά πολύ γρήγορον ή παρά πολύ αργόν; Ή παρά πολύ ωραίον ή παρά πολύ άσχημον; Ή παρά πολύ μαύρον ή παρά πολύ άσπρον; Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι όλων των τοιούτων πραγμάτων τα μεν τελευταία άκρα είναι σπάνια και ολίγα, τα δε αναμεταξύ τούτων άφθονα και πολλά;
Βεβαίως, είπον εγώ.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αν προτείνη κανείς κακίας αγώνα, δεν νομίζεις ότι και εις αυτόν ήθελον αναδειχθή πρώτοι πολύ ολίγοι;
Είναι επόμενον βέβαια, είπον εγώ.
Επόμενον βέβαια, είπεν ο Σωκράτης· αλλ' υπό ταύτην την έποψιν οι λόγοι δεν είναι όμοιοι με τους ανθρώπους (αλλ' εις αυτήν την στιγμήν συ με παρέσυρες από το θέμα, διότι ετραβούσες εμπρός και εγώ σε ηκολούθουν)· αλλ' είναι όμοιοι οι λόγοι με τους ανθρώπους κατά τούτο, ότι, όταν κανείς ήθελε πιστεύσει εις ένα λόγον ότι είναι αληθινός, χωρίς να γνωρίζη την τέχνην να εξετάζη τους λόγους και έπειτα ολίγον υστερώτερα φανή εις αυτόν ότι είναι ψευδής, άλλοτε μεν εν ώ είναι ψευδής, άλλοτε δε εν ώ δεν είναι, και άλλοτε πάλιν άλλος λόγος και πάλιν άλλος· και προ πάντων ίσα ίσα εκείνοι, οι οποίοι κατέγειναν εις τους αντιρρητικούς λόγους (δηλαδή οι σοφισταί), ηξεύρεις ότι επί τέλους νομίζουν ότι και μόνοι αυτοί έχουν καταλάβει τούτο, πως τίποτε ούτε εις κανέν από τα πράγματα, ούτε εις καμμίαν από τας λογικάς αποδείξεις είναι σωστόν ούτε σταθερόν, αλλ' όλα τα πραγματικώς υπάρχοντα πράγματα αληθινά γυρίζουν άνω και κάτω, καθώς το ρεύμα εις τον πορθμόν του Ευρίπου (18), και εις καμμίαν κατάστασιν δεν διατηρούνται ποτέ σταθερά.
Παρά πολύ αληθινά πράγματα λέγεις, είπον εγώ.
Και λοιπόν, Φαίδων, είπεν ο Σωκράτης, δεν θα ήτο λυπηρόν το πάθημα, αν, εν ώ είναι μία λογική απόδειξις αληθινή και βεβαία και ημπορεί κανείς να την καταλάβη, έπειτα, επειδή παρευρέθη κανείς εις λόγους τινάς τοιούτους, οι οποίοι οι ίδιοι φαίνονται άλλοτε μεν ότι είναι αληθινοί, άλλοτε δε ότι δεν είναι, να μη ήθελε κατηγορήσει κανείς τον εαυτόν του μήτε την έλλειψιν της τέχνης εις τους λόγους του εαυτού του, αλλ' επί τέλους, επειδή στενοχωρείται, προθύμως ν' απομακρύνη το πταίσμα από τον εαυτόν του και να το ρίπτη εις τους λόγους (να νομίζη δηλαδή ότι δεν πταίει αυτός αλλ' οι λόγοι) και να εξακολουθή πλέον κατά την επίλοιπον ζωήν να μισή και να κακολογή τους λόγους και να στερηθή τοιουτοτρόπως και της αληθείας και της γνώσεως των πραγμάτων, τα οποία πραγματικώς υπάρχουσι.
Μα τον Δία, είπον εγώ, τούτο είναι βέβαια λυπηρόν.
Κατά πρώτον μεν, είπεν ο Σωκράτης, να μη μας συμβή τούτο, να βάλωμεν μέσα εις την ψυχήν μας την ιδέαν, ότι από τας λογικάς σκέψεις κοντεύει καμμία να μη είναι σωστή, αλλ' ας έχωμεν πολύ περισσότερον την ιδέαν ότι ημείς έως τώρα δεν είμεθα ακόμη υγιείς κατά τον νουν και ας επιδιώξωμεν με γενναιότητα και προθυμίαν να γείνωμεν υγιείς, σεις μεν λοιπόν και οι άλλοι και ένεκα ολοκλήρου της μετά ταύτα ζωής σας, εγώ δε ένεκα του ιδίου του θανάτου, διότι εις την παρούσαν στιγμήν κοντεύω ως προς τούτο να μη είμαι φιλόσοφος, αλλά, όπως οι όλως διόλου αμαθείς, άνθρωπος φιλόνεικος. Διότι και εκείνοι (οι αμαθείς), όταν φιλονεικούν διά κανέν πράγμα, δεν φροντίζουσι μεν να εξετάσωσι πώς είναι εκείνα τα πράγματα, περί των οποίων γίνεται η συζήτησις, προσπαθούν δε με όλην των την καρδίαν πώς εκείνα, τα οποία αυτοί υποστηρίζουν, να φανούν σωστά εις εκείνους, οι οποίοι παρευρίσκονται· και εγώ νομίζω ότι εις την παρούσαν περίστασιν τόσον μόνον θα είμαι διαφορετικός από εκείνους, ότι δεν θα επιδιώξω βεβαίως εκείνα, τα οποία υποστηρίζω να φανούν εις τους παρευρισκομένους ότι είναι αληθινά, εκτός εάν κάμω τούτο βοηθητικώς, αλλά θα επιδιώξω όσω το δυνατόν περισσότερον εκείνα τα οποία υποστηρίζω να φανούν εις εμέ τον ίδιον ότι είναι έτσι. Διότι συλλογίζομαι, αγαπητέ μου φίλε (και παρατήρησον πόσον μ' ενδιαφέρει ο συλλογισμός ούτος). Εάν μεν εκείνα, τα οποία λέγω, τυχαίνη να είναι αληθινά, το να πεισθή κανείς εις αυτά είναι καλόν· εάν δε, αφ' ού αποθάνω, δεν υπάρχη τίποτε, αλλά τουλάχιστον κατά τούτον τον ίδιον καιρόν, ο οποίος προηγείται του θανάτου, θα είμαι ολιγώτερον δυσάρεστος εις τους παρευρισκομένους, διότι δεν θρηνώ. Αυτή δε η άγνοια δεν θα μείνη μαζί μου (διότι θα ήτο κακόν πράγμα), αλλ' ολίγον υστερώτερα θα χαθή.
Προετοιμασμένοι λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον, Σιμμία και Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, έρχομαι, εις την συζήτησιν. Σεις όμως, αν πεισθήτε από εμέ, αφ' ού λάβητε ολίγον υπ' όψιν σας τον Σωκράτην και πολύ περισσότερον την αλήθειαν, αν μεν νομίσητε ότι σας λέγω καμμίαν αλήθειαν, παραδεχθήτε αυτήν αν δε όχι, αντιτείνετε με όλα σας τα επιχειρήματα, προσέχοντες από την προθυμίαν μου να μη απατήσω συγχρόνως και τον εαυτόν μου και σας, και φύγω καθώς η μέλισσα αφήνων το κεντρί μου.
Αλλ' ας αρχίσωμεν, είπεν ο Σωκράτης. Κατά πρώτον υπενθυμίσατε εις εμέ εκείνα, τα οποία ελέγετε, αν αποδειχθώ ότι δεν τα ενθυμούμαι. Ο μεν Σιμμίας βεβαίως, καθώς εγώ νομίζω, δεν πείθεται και φοβείται μήπως η ψυχή, αν και είναι πράγμα θειότερον και ωραιότερον από το σώμα, χάνεται προτήτερα από αυτό, επειδή υπάρχει έχουσα μορφήν αρμονίας. Ο δε Κέβης μου εφάνη ότι συμφωνεί μεν μαζί μου κατά τούτο, ότι η ψυχή είναι πράγμα, το οποίον διαρκεί περισσότερον καιρόν από το σώμα, αλλ' ότι εις κανένα δεν είναι φανερόν το εξής, μήπως ίσα ίσα η ψυχή, αφ' ού καταλύση εις πολλά σώματα και πολλάς φοράς, εν ώ παραιτεί το τελευταίον της σώμα, χάνεται τότε και αυτή, και μήπως θάνατος είναι τούτο το ίδιον, δηλαδή η καταστροφή μιας ψυχής· επειδή το σώμα τουλάχιστον διόλου δεν παύει να χάνηται πάντοτε. Λοιπόν, Σιμμία και Κέβη, άλλα είναι εκείνα, τα οποία πρέπει ημείς να εξετάσωμεν, ή αυτά;
Και οι δύο λοιπόν συνεφώνησαν ότι αυτά είναι.
Ποίον λοιπόν από τα δύο; είπεν ο Σωκράτης· δεν παραδέχεσθε όλους τους προηγουμένους μου ισχυρισμούς, ή άλλους μεν παραδέχεσθε, άλλους δε όχι;
Απεκρίθησαν και οι δύο, ότι άλλους μεν παραδέχονται, άλλους δε όχι.
Τι λοιπόν λέγετε, είπεν ο Σωκράτης, δι' εκείνον τον λόγον, εις τον οποίον είπομεν ότι η μάθησις είναι ξαναενθύμησις, και ότι, αν τούτο είναι έτσι, χρεωστούμεν να παραδεχθώμεν ότι η ψυχή μας ευρίσκετο προτήτερα εις κάποιον άλλο μέρος, προτού δεσμευθή μέσα εις το σώμα;
Εγώ μεν, είπεν ο Κέβης, και τότε επείσθην θαυμασιώτατα από αυτόν τον ισχυρισμόν, και τώρα εξακολουθώ να τον παραδέχωμαι, όσον καμμίαν άλλην γνώμην.
Και εγώ βέβαια, είπεν ο Σιμμίας, έχω την ιδίαν γνώμην, και θα μου εφαίνετο παρά πολύ παράξενον, αν δι' αυτό τουλάχιστον το ζήτημα ήθελον ποτέ πλέον σχηματίσει άλλην γνώμην.
Και ο Σωκράτης είπε· αλλ' όμως είσαι υποχρεωμένος, φίλε μου Θηβαίε, να σχηματίσης άλλην γνώμην, αν τυχόν επιμείνης εις αυτήν την ιδέαν, ότι η αρμονία μεν είναι πράγμα σύνθετον και ότι η ψυχή εσχηματίσθη ωσάν μία αρμονία από τας ιδιότητας του σώματος τεντωμένας (ως χορδή). Διότι βεβαίως δεν θα παραδεχθής τον ισχυρισμόν του ιδίου εαυτού σου ότι η αρμονία είχε σχηματισθή προτήτερα, προτού υπάρξουν εκείνα, εκ των οποίων έπρεπε να σχηματισθή. Ή θα τον παραδεχθής;
Διόλου δεν θα τον παραδεχθώ, είπεν, ω Σώκρατες.
Καταλαμβάνεις λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι δεν είσαι σύμφωνος με τον εαυτόν σου, όταν λέγης αφ' ενός μεν ότι η ψυχή υπήρχε προτού να έλθη μέσα εις μορφήν και σώμα ανθρώπου, και εξ άλλου ότι αυτή εσχηματίσθη από εκείνα, τα οποία ακόμη δεν υπήρχον; Διότι η αρμονία βεβαίως δεν είναι όμοιον πράγμα με εκείνο, με το οποίον την παρομοιάζεις (δηλαδή με την ψυχήν)· αλλά γεννώνται προηγουμένως και η λύρα και αι χορδαί και οι ήχοι χωρίς ακόμη να ευρεθούν εις αρμονίαν· η δε αρμονία σχηματίζεται τελευταία από όλα αυτά και χάνεται προτήτερα από αυτά· πώς λοιπόν αυτός ο τελευταίος μου ισχυρισμός ημπορεί να είναι σύμφωνος με εκείνον τον προηγούμενον;
Διόλου δεν είναι σύμφωνος, είπεν ο Σιμμίας· και όμως, είπεν ο Σωκράτης αν βεβαίως είναι σύμφωνος με τον άλλον σου ισχυρισμόν, πρέπει να είναι σύμφωνος και με τον περί αρμονίας.
Πρέπει βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας.
Αυτός όμως, είπεν ο Σωκράτης, δεν σου είναι σύμφωνος, αλλά κύτταξε ποίον από τους δύο προτιμάς, ότι η μάθησις είναι ξαναενθύμησις, ή ότι η ψυχή είναι αρμονία.
Πολύ περισσότερον προτιμώ τον πρώτον, είπεν, ω Σώκρατες, διότι αυτός μου εγεννήθη εις τον νουν χωρίς απόδειξιν, επειδή κάπως εφαίνετο αληθινός και ήρμοζε· διά το οποίον και τον παραδέχονται οι κοινοί άνθρωποι· αλλ' εγώ εσχημάτισα την πεποίθησιν ότι όλοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι μεταχειρίζονται ως αποδείξεις πράγματα που φαίνονται μόνον αληθινά, είναι γεμάτοι ματαιότητα και απατώσι πολύ τους ανθρώπους, και εις την Γεωμετρίαν και εις όλας τας άλλας επιστήμας. Τον δε ισχυρισμόν περί της μαθήσεως και ξαναενθυμήσεως έχομεν ειπεί βασιζόμενοι επί αρχής την οποίαν αξίζει να παραδεχθώμεν. Διότι ειπομεν βέβαια ότι η ψυχή μας, και προτού ακόμη έλθει μέσα εις σώμα, υπάρχει αναγκαίως, διότι το πράγμα, το οποίον ονομάζεται πραγματικώς υπάρχον, ανήκει εις αυτήν. Εγώ δε έχω παραδεχθή την γνώμην ταύτην, διότι κατέπεισα τον εαυτόν μου αρκετά και σωστά. Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος, καθώς φαίνεται, ένεκα τούτων των λόγων να μη παραδέχωμαι, όταν εγώ ο ίδιος ή κανείς άλλος λέγη ότι η ψυχή είναι αρμονία.
Τι δε λέγεις, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, σου φαίνεται ότι αρμόζει εις ταύτην την αρμονίαν ή εις κανέν άλλο σύνθετον πράγμα να είναι διαφορετικόν παρ' ό,τι είναι (τα μέρη) εκείνα, εκ των οποίων αποτελείται;
Διόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Ούτε βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, να κάμνη ή να παθαίνη άλλο τι, καθώς εγώ νομίζω, παρά εκείνα, τα οποία αυτά (δηλαδή τα μέρη) κάμνουν ή παθαίνουν.
Ο Σιμμίας συνεφώνησε.
Δεν ταιριάζει λοιπόν εις την αρμονίαν να προηγήται τούτων (των στοιχείων της), αλλά να έρχηται έπειτα από αυτά.
Συνεφώνησε και εις τούτο ο Σιμμίας.
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν η αρμονία να κάμη κινήσεις ή ήχους εναντίους, ή εις άλλο τι να είναι εναντία εις τα μέρη της, είπεν ο Σωκράτης.
Δεν είναι βέβαια δυνατόν, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε λέγεις, είπεν ο Σωκράτης; Κάθε αρμονία δεν είναι κατ' εκείνο αρμονία, κατά το οποίον τα μέρη της συμφωνήσουν;
Δεν καταλαμβάνω, είπεν ο Σιμμίας.
Ή δεν είναι αληθινόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι, αν όλα τα μέρη της έλθωσιν εις συμφωνίαν καλύτερα και περισσότερον, αν είναι δυνατόν να γείνη τούτο, θα είναι τότε καλυτέρα και περισσοτέρα αρμονία, αν δε χειρότερα και ολιγώτερον, θα είναι χειροτέρα και ολιγωτέρα αρμονία;
Βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Μήπως λοιπόν τούτο συμβαίνει και εις την ψυχήν, ώστε, έστω και κατ' ελάχιστον, μία ψυχή να παθαίνη το ίδιον, δηλαδή μία ψυχή να είναι περισσοτέρα και καλυτέρα ή χειροτέρα και ολιγωτέρα από μίαν άλλην;
Παντάπασιν, είπεν ο Σιμμίας.
Εμπρός λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διά το όνομα του Θεού· είναι αληθινά αυτά, τα οποία λέγω, ότι άλλη μεν ψυχή έχει νουν και αρετήν και είναι καλή, άλλη δε έχει ανοησίαν και μοχθηρίαν και είναι κακή; Και ταύτα λέγονται αληθινά;
Αληθινά βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Από εκείνους λοιπόν, οι οποίοι παραδέχονται ότι η ψυχή είναι αρμονία, αυτή δηλαδή η αρετή και η κακία ως τι είδους πράγματα θα είπη κανείς ότι ευρίσκονται μέσα εις τας ψυχάς; Τι από τα δύο, ως καμμία πάλιν άλλη αρμονία και αναρμοστία; Και ότι η μεν μία, δηλαδή η καλή ψυχή, εβάλθη εις αρμονίαν και ότι εν ώ είναι αρμονία έχει μέσα της μίαν άλλην αρμονίαν, η δε κακή και αυτή δεν εβάλθη εις αρμονίαν και μέσα της ότι δεν έχει άλλην αρμονίαν;
Εγώ τουλάχιστον, είπεν ο Σιμμίας, δεν ημπορώ να είπω· είναι όμως φανερόν ότι ο παραδεχθείς την γνώμην εκείνην τοιαύτα πράγματα θα έλεγεν.
Αλλά προηγουμένως έχομεν παραδεχθή, είπεν ο Σωκράτης, ότι μία ψυχή δεν είναι διόλου περισσότερον ψυχή ή ολιγώτερον από μίαν άλλην· εκείνο δε, το οποίον έχομεν παραδεχθή, είναι το εξής, ότι η μία αρμονία δεν είναι διόλου καλύτερα ούτε περισσότερον αρμονία, ούτε χειρότερα ούτε ολιγώτερον από μίαν άλλην αρμονίαν. Δεν είναι έτσι;
Βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Εκείνη δε, η οποία δεν είναι ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον αρμονία, ότι ούτε εβάλθη περισσότερον η ολιγώτερον εις αρμονίαν. Είναι έτσι;
Έτσι είναι, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Εκείνη δε, η οποία ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον εβάλθη εις αρμονίαν, είναι δυνατόν να λαμβάνη μέρος εις την αρμονίαν περισσότερον ή ολιγώτερον ή εξ ίσου; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Εξ ίσου, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν, επειδή η μία ψυχή δεν είναι διόλου περισσότερον ή ολιγώτερον ψυχή από μίαν άλλην, δεν εβάλθη λοιπόν εις αρμονίαν ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον από την άλλην; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Έτσι είναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και αφού βεβαίως έπαθε τούτο, δεν θα είναι μέτοχος περισσοτέρας ούτε αναρμοστίας ούτε αρμονίας;
Όχι βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Αφού δε πάλιν έχει πάθει τούτο, είπεν ο Σωκράτης, άρα γε μία ψυχή ημπορεί να είναι μέτοχος κακίας ή αρετής περισσότερον από μίαν άλλην, αν η μεν κακία ήθελεν είναι αναρμοστία, η δε αρετή αρμονία;
Διόλου περισσότερον, είπεν ο Σιμμίας.
Ίσως δε βέβαια, Σιμμία, κατά την ορθήν σκέψιν βεβαιότερον είναι ότι καμμία ψυχή, αν είναι αρμονία, δεν θα γείνη μέτοχος κακίας· διότι η αρμονία, αν εντελώς είναι καθ' αυτό αρμονία, δεν θα γείνη ποτέ μέτοχος αναρμοστίας; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Όχι βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Ούτε η ψυχή λοιπόν βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, ημπορεί να γείνη μέτοχος κακίας, αν είναι εντελώς ψυχή.
Και πώς ημπορεί να γείνη τούτο, σύμφωνα με εκείνα, τα οποία προείπομεν; Ηρώτησεν ο Σιμμίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τούτον τον συλλογισμόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, όλαι αι ψυχαί όλων όσα έχουν ζωήν θα είναι, δι' ημάς ομοίως καλαί, αν αι ψυχαί έγειναν από την φύσιν όλαι ομοίως, να μη είναι τίποτε άλλο παρά ψυχαί.
Και εγώ, έτσι νομίζω, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Και σου φαίνεται, είπεν ο Σωκράτης, ότι ο λόγος είναι σωστός και σύμφωνος με την ορθήν σκέψιν, αν ήτο ορθή η υπόθεσις, ότι η ψυχή είναι αρμονία;
Καθόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Τι δε λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Από όλα όσα υπάρχουσιν εις τον άνθρωπον, λέγεις να υπάρχη κανένα άλλο, το οποίον να κυβερνά παρά μόνον η ψυχή και προ πάντων όταν είναι σοφή;
Όχι βέβαια, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Κατά ποίον από τους δύο τρόπους, λέγεις ότι κυβερνά, υποχωρούσα εις τα πάθη του σώματος ή και εναντιωνομένη εις αυτά; Καθώς λόγου χάριν, όταν υπάρχη ζέστη και δίψα εις το σώμα, να το σύρη εις το εναντίον, δηλαδή εις το να μη πίνη, και όταν υπάρχη πείνα εις το να μη τρώγη, και εις άπειρα άλλα πράγματα βλέπομεν βέβαια ότι η ψυχή εναντιώνεται εις τας ορέξεις του σώματος ή όχι;
Βέβαια εναντιώνεται, απήντησεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, δεν παρεδέχθημεν πάλιν εις τα προηγούμενα ότι, αν είναι αρμονία, αυτή ποτέ δεν θα ψάλλη εναντία προς εκείνα, διά των οποίων τεντώνεται και χαλαρώνεται και δονείται, και εις ό,τι άλλο πάθημα παθαίνουν τα μέρη, από τα οποία συμβαίνει να σχηματίζηται, αλλ' ότι ακολουθεί εκείνα και ποτέ δεν είναι δυνατόν να τα κυβερνά;
Παρεδέχθημεν, είπεν ο Σιμμίας· και πώς όχι;
Τι λοιπόν φρονείς; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Τώρα δεν μας φαίνεται ότι κάμνει όλον το εναντίον, ότι δηλαδή και διευθύνει όλα εκείνα, από τα οποία θα έλεγε κανείς ότι σχηματίζεται και ότι εναντιώνεται σχεδόν εις όλα καθ' όλον το διάστημα της ζωής, και ότι είναι κυρίαρχος αυτών με όλους τους τρόπους, άλλα μεν τιμωρούσα σκληρότερα και με πόνους τα αναγόμενα εις την Γυμναστικήν και την Ιατρικήν, άλλα δε με μαλακώτερον τρόπον; Και άλλα μεν από αυτά φοβερίζουσα, άλλα δε μαλώνουσα, συνομιλούσα με τας επιθυμίας και με τους θυμούς και με τους φόβους, ωσάν να ήτο άλλη και να ωμίλει εις άλλο πράγμα; Καθώς και ο Όμηρος εις την Οδύσσειαν παρέστησε κάπου, όπου λέγει διά τον Οδυσσέα· «Αφού εκτύπησε το στήθος του, είπε τον εξής λόγον εις την καρδίαν του· Υπόφερε λοιπόν τούτο, καρδία μου, και άλλοτε υπέφερες άλλο σκληρότερον». Νομίζεις λοιπόν ότι ο Όμηρος παρέστησεν αυτά σκεπτόμενος ότι αυτή είναι μία αρμονία και ότι είναι τοιαύτη, ώστε να διευθύνηται από τα πάθη του σώματος, και όχι τοιαύτη, ώστε και να διευθύνη αυτά και να είναι κυρία και να είναι πράγμα θειότερον παρά μία αρμονία;
Ναι, μα τον Δία, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι όχι.
Με κανένα λοιπόν τρόπον, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ω φίλτατε, δεν μας έρχεται καλά να είπωμεν ότι η ψυχή είναι αρμονία. Διότι, καθώς φαίνεται, ούτε με τον θείον ποιητήν Όμηρον θα ευρισκώμεθα σύμφωνοι, ούτε ημείς οι ίδιοι με τον εαυτόν μας.
Έτσι είναι, είπεν ο Σιμμίας.
Έστω λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης. Την μεν αρμονίαν την Θηβαϊκήν, καθώς φαίνεται, την εκάμαμεν κάπως αρκετά να μας λυπηθή· αλλά τας απαιτήσεις του Κάδμου, Κέβη, πώς και με ποίον λόγον θα κατορθώσωμεν να τας εξιλεώσωμεν;
Νομίζω ότι συ θα εύρης τον τρόπον, είπεν ο Κέβης· μου είπες τω όντι αυτόν τον λόγον σχετικώς προς την αρμονίαν περισσότερον θαυμάσια παρ' ό,τι επερίμενα· διότι, όταν ο Σιμμίας εξέθετε τας απορίας του, μου εφαίνετο πολύ παράξενον να εύρη κανείς καμμίαν απάντησιν εις τον λόγον του και μου εφάνη λοιπόν πολύ παράξενον ότι δεν εδέχθη την πρώτην έφοδον του λόγου σου.
Δεν θα μου φανή λοιπόν ποσώς παράξενον αν πάθη τα ίδια και ο λόγος του Κάδμου.
Φίλε μου, είπεν ο Σωκράτης, μη μου λέγης μεγάλους επαίνους, μήπως καμμία βασκανία αναποδογυρίση τον λόγον μου, τον οποίον μέλλω να είπω. Αλλά δι' αυτά μεν ο θεός ας φροντίση. Ημείς, αφού πλησιάσωμεν κατά τον Ομηρικόν τρόπον, ας δοκιμάσωμεν μήπως λέγεις τίποτε σωστόν. Εκείνο δε, το οποίον ζητείς, είναι εν περιλήψει το εξής· απαιτείς ν' αποδειχθή ότι η ψυχή μας δεν καταστρέφεται και είναι αθάνατος. Αν άνθρωπος φιλόσοφος μέλλων ν' αποθάνη, έχων δε γενναιότητα και φρονών ότι, αφού αποθάνη, θα είναι ευτυχής εκεί (εις την άλλην ζωήν) πολύ περισσότερον ή αν απέθνησκε ζήσας άλλην ζωήν, ότι, λέγω, ούτος δεν έχει γενναιότητα ανόητον και βλακώδη. Το δε ν' αποδείξωμεν ότι η ψυχή είναι πράγμα δυνατόν και όμοιον με θεόν, και ότι υπήρχεν ακόμη προτήτερα προτού ημείς οι άνθρωποι να γείνωμεν, λέγεις ότι τούτο δεν εμποδίζει όλα αυτά να μη αποδεικνύουν μεν αθανασίαν της ψυχής, ν' αποδεικνύουν δε ότι η ψυχή είναι πράγμα το οποίον διαρκεί πολύν καιρόν και υπήρχε προτήτερα κάπου επί απροσδιόριστον καιρόν, και ότι ήξευρε και έκαμε πολλά πράγματα· αλλά βεβαίως δεν ήτο διά τούτο περισσότερον αθάνατος, αλλά και τούτο ακόμη, το ότι ήλθεν εις σώμα ανθρώπου ήτο δι' αυτήν αρχή καταστροφής, ωσάν ασθένεια, και έζη βασανιζομένη αυτήν την ζωήν και επί τέλους βεβαίως ότι καταστρέφεται εις τον ονομαζόμενον θάνατον. Λέγεις δε ότι δεν υπάρχει καμμία διαφορά, αν έλθη μίαν φοράν ή πολλάς φοράς εις σώμα, ώστε καθείς από ημάς να φοβήται, διότι πρέπει να φοβήται κανείς, αν δεν είναι ανόητος εκείνος ο οποίος δεν ηξεύρει ούτε έχει απόδειξιν να δώση, ότι η ψυχή είναι πράγμα αθάνατον. Εκείνα, τα οποία λέγεις, Κέβη, είναι, νομίζω, τοιαύτα επάνω κάτω· και τα επαναλαμβάνω πολλάς φοράς, διά να μη μας ξεφύγη κανέν και προσθέσης ή αφαιρέσης τίποτε, αν θέλης.
Και ο Κέβης είπεν· Εγώ τώρα δεν έχω χρείαν ούτε ν' αφαιρέσω, ούτε να προσθέσω τίποτε. Αυτά δε είναι εκείνα, τα οποία λέγω.
Ο Σωκράτης λοιπόν, αφ' ού εσταμάτησεν επί πολλήν ώραν την ομιλίαν και έκαμε κάποιαν σκέψιν μέσα εις τον νουν του, είπε· Δεν ζητείς, Κέβη, πράγμα εύκολον. Διότι πρέπει (διά να σου απαντήσω) να ερευνήσωμεν πέρα πέρα και να εύρωμεν την αιτίαν, διά την οποίαν υπάρχει γένεσις και φθορά. Εγώ λοιπόν, προκειμένου διά το ζήτημα τούτο, αν επιθυμής, θα σου εκθέσω τουλάχιστον όσα έπαθα εγώ ο ίδιος· έπειτα, αν κανέν από όσα θα είπω ήθελε σου φανή ωφέλιμον, διά να πεισθής περί εκείνων, τα οποία λέγεις, μεταχειρίσου το.
Αλλ' επιθυμώ βεβαίως, είπεν ο Κέβης.
Άκουε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διότι θ' αρχίσω. Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, Κέβη, όταν ήμην νέος με υπερβολικήν ζέσιν επεθύμησα ν' αποκτήσω εκείνην την επιστήμην, την οποίαν ονομάζουν ιστορίαν της φύσεως. Διότι μου εφαίνετο ότι είναι υψηλόν πράγμα να γνωρίζω του κάθε πράγματος τας αιτίας, διατί δηλαδή γίνεται κάθε πράγμα, διατί καταστρέφεται και διατί υπάρχει· και πολλάς φοράς εγύριζα τον εαυτόν μου επάνω και κάτω, διά να εξετάζω κατά πρώτον ωσάν τα εξής πράγματα· άρα γε, όταν το ζεστόν και το ψυχρόν (19) λάβουν καμμίαν σήψιν, καθώς μερικοί έλεγον, αρχίζουν να παράγωνται τα ζωύφια; Και ποίον από τα δύο, το αίμα είναι εκείνο, διά του οποίου σκεπτόμεθα, ή ο αήρ, ή η φωτιά, ή δεν είναι μεν κανένα από αυτά, ο εγκέφαλος δε είναι εκείνος, ο οποίος μας κάμνει τας αισθήσεις και της ακοής και της οράσεως και της οσφρήσεως, από αυτάς δε τας αισθήσεις γίνεται η ενθύμησις και η φαντασία, από δε την ενθύμησιν και την φαντασίαν, αφ' ού λάβουν ανάπαυσιν, σύμφωνα με αυτά γίνεται η γνώσις. Και πάλιν εξετάζων τας φθοράς των πραγμάτων τούτων και τα παθήματα ολόγυρα και εις τον ουρανόν και εις την γην εφάνηκα εις τον εαυτόν μου ότι είμαι τόσον ανίκανος διά την τοιαύτην εξέτασιν, όσον κανέν πράγμα εις τον κόσμον. Θα σοι είπω δε και επαρκή απόδειξιν τούτου· εγώ λοιπόν εκείνα, τα οποία και προτήτερα ήξευρα καλά, καθώς και εγώ ο ίδιος ενόμιζον και οι άλλοι, τότε από αυτήν την εξέτασιν εστραβώθην τόσον πολύ, ώστε εξέμαθα και εκείνα ακόμη, τα οποία προτήτερα ενόμιζον ότι ήξευρα, και δι' άλλα πολλά πράγματα και περί του διατί ο άνθρωπος μεγαλώνει. Διότι προτήτερα ενόμιζον ότι αυτό το πράγμα είναι φανερόν εις κάθε άνθρωπον, ότι ο άνθρωπος μεγαλώνει ένεκα του τρώγειν και πίνειν. Διότι, αφ' ού από τας τροφάς κρέατα προστίθενται εις τα κρέατα, κόκκαλα δε εις τα κόκκαλα, και έτσι κατά την ιδίαν αναλογίαν και εις καθέν από τα άλλα προστίθενται τα ανήκοντα εις αυτά, τότε λοιπόν ενόμιζον ότι εκείνος ο όγκος, ο οποίος ήτο ολίγος, έχει γείνει ύστερα πολύς και τοιουτοτρόπως ο μικρός άνθρωπος γίνεται μεγάλος. Έτσι ενόμιζον τότε· δεν νομίζεις ότι είχον δίκαιον;
Νομίζω ότι ναι, είπεν ο Κέβης.
Εξέτασε λοιπόν ακόμη και τα εξής, είπεν ο Σωκράτης. Εγώ λοιπόν ενόμιζον ότι αρκετά ήξευρον ότι, όταν ένας άνθρωπος υψηλός φανή στεκόμενος κοντά εις ένα κοντόν, είναι μεγαλύτερος από αυτόν κατά την ιδίαν την κεφαλήν του (η οποία εξέχει), και ένας ίππος μεγαλύτερος από ένα ίππον μικρότερον και ακόμη άλλα φανερώτερα από αυτά, ενόμιζον δε τα δέκα ότι είναι περισσότερα από τα οκτώ, διότι έχουν δύο περισσότερα· και εκείνο όπου έχει μήκος δύο πήχεων ότι είναι μεγαλύτερον από εκείνο οπού έχει μήκος ενός πήχεως, διότι υπερτερεί αυτό κατά το ήμισυ.
Και τώρα λοιπόν, είπεν ο Κέβης, τι (νέαν) γνώμην έχεις δι' αυτά τα πράγματα;
Μα τον Δία, είπεν ο Σωκράτης (έχω την γνώμην), ότι εγώ ευρίσκομαι κάπου μακράν από του να νομίζω ότι ηξεύρω την αιτίαν κανενός από αυτά τα πράγματα, εγώ τουλάχιστον, ο οποίος δεν παραδέχομαι ότι ηξεύρω ούτε τούτο, ότι, όταν κανείς προσθέση έν εις το έν ή εκείνο το έν, εις το οποίον προσετέθη το άλλο έν, έγινε δύο, ή εκείνο, το οποίον προσετέθη, και εκείνο, εις το οποίον προσετέθη, εξ αιτίας της προσθέσεως του ενός εις το άλλο έγειναν δύο. Διότι απορώ πώς, ότε καθένα από αυτά ήτο χωριστά από το άλλο, καθένα από αυτά ήτο έν, και δεν ήσαν τότε καθέν χωριστά δύο, αφ' ού δε επλησίασαν το έν με το άλλο, τούτο λοιπόν έγεινεν εις αυτά αιτία να γείνουν δύο, η συνεύρεσίς των δηλαδή, διότι ετέθη το έν κοντά εις το άλλο. Ούτε βέβαια, εάν κανείς σχίση έν πράγμα εις το μέσον, ημπορώ ακόμη να πεισθώ ότι τούτο, δηλαδή το σχίσιμον, έγεινε πάλιν αιτία να γείνουν δύο· διότι η αιτία αυτή του ότι γίνονται δύο καταντά εναντία παρά η τότε (δηλαδή η αιτία του προηγουμένου παραδείγματος)· διότι τότε αιτία ήτο (να γείνουν δύο) ότι το έν εφαίνετο πλησίον εις το άλλο και ότι το έν προσετίθετο εις το άλλο· τώρα δε ότι το έν απομακρύνεται και χωρίζεται από το άλλο· ουδέ βέβαια καταπείθω πλέον τον εαυτόν μου ότι ηξεύρω διά ποίαν αιτίαν γίνεται το έν· και, εις κοντολογίαν, δεν ηξεύρω ούτε διά κανέν άλλο πράγμα, διά ποίαν αιτίαν γίνεται ή χάνεται ή υπάρχει, σύμφωνα με αυτόν τον τρόπον της μεθόδου, αλλά εγώ ο ίδιος όπως έτυχεν ανακατεύω κάποιον άλλον τρόπον (εις τον νουν μου), τούτον δε δεν τον παραδέχομαι διόλου.
Αλλ' όταν ήκουσα μίαν φοράν κάποιον, ο οποίος ανεγίνωσκεν εις έν βιβλίον, το οποίον έλεγεν ότι είναι του Αναξαγόρου, ότι λοιπόν ο νους είναι εκείνος, ο οποίος βάλλει εις τάξιν όλα και είναι αίτιος όλων των πραγμάτων, εχάρην δι' αυτήν την αιτίαν, και μου εφάνη ότι εις κάποιον τρόπον είναι σωστόν τω ότι ο νους είναι ο αίτιος όλων και εσκέφθην ότι, αν τούτο είναι έτσι, ο νους βέβαια, ο οποίος τακτοποιεί, βάλλει εις τάξιν όλα, και θέτει κάθε πράγμα εις εκείνην την θέσιν, όπου θα ευρίσκηται όσον το δυνατόν καλύτερα· αν λοιπόν θέλη κανείς να εύρη διά κάθε πράγμα κατά ποίον τρόπον γίνεται, ή ξεγίνεται, ή υπάρχει, πρέπει να εύρη δι' αυτό το πράγμα τούτο, κατά ποίον τρόπον είναι καλύτερα δι' αυτό, ή να υπάρχη, ή να παθαίνη, ή να κάμνη ό,τι δήποτε άλλο· ένεκα λοιπόν τούτου του συλλογισμού, αρμόζει εις τον άνθρωπον να μη εξετάζη και διά τον εαυτόν του και διά τα άλλα πράγματα, παρά το ωφελιμώτερον και το καλύτερον· είναι δε ανάγκη αυτός ο ίδιος να ηξεύρη και το χειρότερον· διότι δι' αυτά τα δύο (το καλύτερον δηλαδή και το χειρότερον) υπάρχει και ιδία επιστήμη. Αυτά λοιπόν σκεπτόμενος ευχαριστημένος ενόμιζον ότι έχω εύρει σύμφωνα με την επιθυμίαν μου τον Αναξαγόραν διδάσκαλον της αιτίας των υπαρχόντων πραγμάτων και ότι θα μοι είπη, κατά πρώτον μεν, ποίον από τα δύο, η γη είναι πλατεία(20) ή στρογγύλη· αφού δε μου το είπη, ότι θα μου διηγηθή έπειτα ποία η αιτία και ποία η ανάγκη τούτου του πράγματος, λέγων ποίον είναι το καλύτερον και διατί ήτο καλύτερον να είναι τοιαύτη· και εάν λέγη ότι αυτή είναι εις το μέσον (21) του κόσμου, ότι θα διηγηθή έπειτα πως ήτο καλύτερα να είναι εις το μέσον· και αν μου αποδείξη ταύτα, θα ήμην διατεθειμένος να μη επιθυμήσω πλέον άλλο είδος αιτίας. Και λοιπόν ήμην έτοιμος κατά τον αυτόν τρόπον να ερωτήσω επίσης και περί του ηλίου και περί της σελήνης και περί των άλλων άστρων και διά την ταχύτητα του ενός ως προς την του άλλου και διά τας στροφάς των και διά τα άλλα των παθήματα και να μάθω πως τάχα είναι καλύτερον κανέν από αυτά και να κάμνη και να παθαίνη αυτά, τα οποία παθαίνει. Διότι ενόμιζον ότι αυτός λέγων βέβαια ότι αυτά εβάλθησαν εις τάξιν από ένα νουν δεν ηδύνατό ποτε να φέρη άλλην αιτίαν δι' αυτά, παρ' ότι το καλύτερον είναι να ευρίσκωνται αυτά έτσι όπως ευρίσκονται· ενόμιζον λοιπόν ότι αυτός την αιτίαν εκάστου πράγματος ιδιαιτέρως και όλων κοινώς θα εξήγει· προς τούτοις ποίον είναι το καλύτερον διά καθέν ιδιαιτέρως και ποίον είναι το κοινόν εις όλα αγαθόν. Και πολύν θησαυρόν αν μοι έδιδον, δεν θα επώλουν τας περί τούτου ελπίδας μου, αλλά αφού έλαβα τα βιβλία του με μεγάλην βίαν ανεγίνωσκα όσον ηδυνάμην γρηγορώτερα, διά να μάθω το γρηγορώτερον ποίον είναι το καλύτερον και ποίον το χειρότερον. Εξεκίνησα λοιπόν και έφυγα, φίλε μου, χάσας την θαυμαστήν ελπίδα μου, επειδή προχωρών και αναγινώσκων (εις τα βιβλία του) βλέπω άνθρωπον, ο οποίος δεν μεταχερίζεται διόλου τον νουν, και ούτε εδείκνυε κάποιας αιτίας διά την ωραίαν διάταξιν των πραγμάτων (του κόσμου)· εθεώρει δε ως αιτίας αυτών τους αέρας και τους αιθέρας και τα νερά και άλλα πολλά και αλλόκοτα. Και μου εφάνη ότι έχει πάθει κάτι πολύ όμοιον, ωσάν να έλεγε κανείς ότι ο Σωκράτης κάμνει με νουν όλα όσα κάμνει, και έπειτα αρχίζων να λέγη τας αιτίας καθενός, το οποίον κάμνω, να λέγη κατά πρώτον μεν ότι κάθημαι τώρα εδώ διά ταύτας τας αιτίας, διότι το σώμα μου αποτελείται από κόκκαλα και από νεύρα, και ότι τα μεν κόκκαλα είναι στερεά και είναι χωρισμένα το έν από το άλλο, έχοντα συνδέσμους, τα δε νεύρα είναι ικανά να τεντώνωνται και να χαλαρώνωνται δένοντα ολόγυρα τα κόκκαλα με τα κρέατα και με το δέρμα, το οποίον και συγκρατεί αυτά όλα· ότι λοιπόν τα κόκκαλα, επειδή υψώνονται εκεί όπου εγγίζει το έν με το άλλο, τα νεύρα χαλαρωνόμενα και τεντωνόμενα κάμνουν εμέ τώρα να είμαι ικανός να λυγίζω τα μέλη μου· και δι' αυτήν την αιτίαν διπλωθείς κάθημαι εδώ· και ο οποίος πάλιν να λέγη εις σας άλλας τοιούτου είδους αιτίας διά το ότι συνομιλούμεν, λέγων ως αιτίας τούτου φωνάς και αέρας και ακοάς και πάμπολλα άλλα τοιαύτα, παραμελήσας να είπη τας αληθινάς αιτίας, ότι δηλαδή, επειδή οι Αθηναίοι ενόμισαν ότι είναι καλύτερα να με καταδικάσουν, διά τούτους λοιπόν τους λόγους και εγώ ενόμισα καλύτερον να καθίσω εδώ, και δικαιότερον μένων εδώ να υποστώ την τιμωρίαν, την οποίαν ήθελον διατάξει· επειδή, μα τον σκύλλον, καθώς εγώ νομίζω, και τα νεύρα αυτά και τα κόκκαλα από πολύν καιρόν θα ευρίσκοντο ή εις τα περίχωρα των Μεγάρων ή εις τα περίχωρα των Βοιωτών (22), οδηγούμενα από την ιδέαν ότι τούτο είναι το καλύτερον, αν δεν ενόμιζον ότι είναι δικαιότερον και ωραιότερον προτού να φύγω και να κρυφθώ, να υποστώ από την πόλιν την τιμωρίαν, την οποίαν ήθελεν επιβάλει. Αλλά να ονομάζη κανείς αίτια τας τοιαύτας αιτιολογίας είναι πολύ ανόητον. Εάν δε είπη κανείς, ότι, αν δεν είχον τα τοιαύτα και κόκκαλα και νεύρα και όσα άλλα έχω, δεν θα ήμην ικανός να εκτελέσω όσα απεφάσισα, θα είπη την αλήθειαν· να είπη όμως ότι διά μέσου τούτων εκτελώ όσα κάμνω και ότι κατά τούτο ενεργώ με νουν, αλλ' όχι εκλέγων εκείνο, το οποίον είναι προτιμότερον, ο λόγος ούτος θα ήτο πολύ μεγάλη ανοησία· διότι είναι ανοησία να μη είναι κανείς ικανός να διακρίνη ότι το αίτιον είναι πράγμα άλλο, και εκείνο, χωρίς το οποίον το αίτιον δεν θα ήτο ποτέ αίτιον, είναι πάλιν άλλο· το οποίον οι κοινοί άνθρωποι μου φαίνονται ότι πασπατεύουν όπως κάμνομεν εις τα σκοτεινά μεταχειριζόμενοι ξένον όνομα, ώστε να ονομάζουν αυτό αίτιον (χωρίς να είναι αίτιον). Διά τούτο λοιπόν ο μεν είς (φιλόσοφος) αφ' ού βάλη ολόγυρα εις την γην ένα σίφωνα να γυρίζη, κάμνει την γην να μένη εις τον τόπον της αποκάτω από τον ουρανόν· ο δε άλλος θέτει υποκάτωθέν της τον αέρα ωσάν μίαν πλατείαν σκάφην· ουδέ ζητούν να εύρωσι την δύναμιν, η οποία έθεσεν αυτά έτσι όπως ήτο δυνατόν αυτά να βαλθώσι καλύτερα· ούτε νομίζουν ότι αυτά τα πράγματα έχουν κάποιαν θείαν δύναμιν· αλλά νομίζουν ότι ημπορούν να εύρουν κανένα Άτλαντα δυνατώτερον και πλέον αθάνατον από αυτόν και πλέον ικανόν να τα βαστάζη όλα και νομίζουν ότι το αγαθόν, και το οποίον δένει όλα και συγκρατεί αληθινά, είναι τίποτε. Εγώ λοιπόν θα εγινόμην με μεγάλην ευχαρίστησιν μαθητής εις οποιονδήποτε, διά να μάθω πώς είναι η τοιαύτη αιτία· επειδή δε την εστερήθην και ούτε εγώ ο ίδιος υπήρξα ικανός να την εύρω, ούτε ημπόρεσα να την μάθω από άλλον, επιθυμείς, είπεν ο Σωκράτης, Κέβη, να σου εκθέσω κατά ποίον τρόπον διεξήγαγον το δεύτερον ταξείδιον διά την ζήτησιν της αιτίας;
Επιθυμώ όσον δεν φαντάζεσαι, είπεν ο Κέβης.
Ενόμισα λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, έπειτα από αυτά, αφού απέκαμα εξετάζων εκείνα, τα οποία πραγματικώς υπάρχουσιν, ότι έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω εκείνο, το οποίον παθαίνουσιν εκείνοι, οι οποίοι παρατηρούν και εξετάζουσι τον ήλιον, όταν παθαίνη έκλειψιν· διότι μερικοί βέβαια παθαίνουν βλάβην εις τα μάτια, εκτός εάν εξετάζουν την εικόνα του μέσα εις νερόν ή εις άλλο όμοιον πράγμα. Και εγώ εσκέφθην κάτι τοιούτον πράγμα, και εφοβήθην μήπως όλως διόλου τυφλωθώ κατά την ψυχήν, κυττάζων με τα ομμάτιά μου τα πράγματα, και προσπαθών να τα εγγίσω με κάθε μίαν από τας αισθήσεις μου. Ενόμισα λοιπόν ότι πρέπει να καταφύγω εις τας λογικάς αποδείξεις και εις εκείνας να εξετάσω την αλήθειαν εκείνων, τα οποία πραγματικώς υπάρχουν. Ίσως μεν δεν ομοιάζουσι λοιπόν εις κάποιον τρόπον με εκείνο, με το οποίον τα παραβάλλω. Διότι δεν πολυπαραδέχομαι, ότι, όποιος εξετάζει τα πραγματικώς υπάρχοντα μέσα εις τας λογικάς των αποδείξεις, τα εξετάζει μέσα εις εικόνας αυτών περισσότερον παρά εκείνος, ο οποίος τα εξετάζει μέσα εις τα έργα των. Επομένως επεδόθην εις την κατά τον τρόπον τούτον εξέτασιν και θέτων ως βάσιν κάθε φοράν μίαν απόδειξιν, εκείνην, την οποίαν ήθελον κρίνει ως την στερεωτέραν, εκείνα μεν, τα οποία ήθελον μου φανή ότι συμφωνούν με αυτήν, τα θεωρώ ότι είναι αληθινά και ως προς τας αιτίας και ως προς όλα τα άλλα, όσα δε δεν συμφωνούν, τα θεωρώ ότι δεν είναι αληθινά. Επιθυμώ δε να σου εξηγήσω καθαρώτερα εκείνα, τα οποία λέγω. Διότι νομίζω ότι συ τώρα δεν καταλαμβάνεις.
Μα τον Δία, είπεν ο Κέβης, δεν πολυκαταλαμβάνω.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, με αυτά δεν λέγω τίποτε νέον, αλλά εκείνα, τα οποία διόλου δεν έχω παύσει να λέγω και άλλοτε πάντοτε και εις την προηγουμένην ομιλίαν μου. Διότι έρχομαι τώρα να προσπαθήσω να σου αποδείξω το είδος της αιτίας, το οποίον έχω εξετάσει, και μεταβαίνω πάλιν εις εκείνα, διά τα οποία τόσα έχουν είπει, και αρχίζω από εκείνα, θέτων ως βάσιν το τι είναι μόνον του ωραίον, και αγαθόν, και μέγα, και όλα τα άλλα· τα οποία αν παραδεχθής και συμφωνήσης με εμέ, ότι πράγματι υπάρχουν αυτά, ελπίζω από αυτά και να σου αποδείξω την αιτίαν, και να εύρωμεν ότι η ψυχή είναι πράγμα αθάνατον.
Αλλ' όμως, είπεν ο Κέβης, θα κάμης γρήγορα ν' αποδείξης αυτά, διά να τα παραδεχθώ;
Εξέτασε λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, τα επακόλουθα εκείνων, αν σου φαίνονται σωστά, όπως και εις εμέ. Διότι μου φαίνεται, ότι, αν υπάρχη άλλο ωραίον, εκτός του καθ' αυτό (και μόνου του) ωραίου, τούτο διά καμμίαν άλλην αιτίαν δεν είναι ωραίον παρά διότι έχει μέρος από εκείνο το ωραίον και λέγω λοιπόν ότι το αυτό ημπορεί να είπωμεν δι' όλα τα πράγματα. Παραδέχεσαι την τοιαύτην αιτίαν;
Παραδέχομαι, είπεν ο Κέβης.
Δεν καταλαμβάνω λοιπόν ακόμη, είπεν ο Σωκράτης, ούτε ημπορώ να γνωρίσω τας άλλας αιτίας τας σοφάς· αλλ' αν κανείς μου είπη, τι κάμνει έν πράγμα οποιονδήποτε να είναι ωραίον, μήπως διότι έχει χρώμα ως ωραίον άνθος, ή σχήμα (δηλαδή αναλογίαν), ή οποιονδήποτε άλλο από τα τοιαύτα; Αφήνω μεν τα άλλα κατά μέρος (διότι με όλα τα άλλα συγχύζομαι), κρατώ δε μαζί μου καθαρά και άτεχνα και ίσως ανόητα τούτο μόνον, ότι κανέν άλλο δεν κάμνει έν πράγμα καθ' αυτό ωραίον, παρά μόνον το ότι είναι παρόν, ή ότι λαμβάνει μέρος με οποιονδήποτε τρόπον ή έτσι ή αλλέως εκείνο το (καθαυτό) ωραίον. Διότι δεν βεβαιώνω ακόμη αυτό το πράγμα, αλλά βεβαιώνω ότι όλα τα ωραία γίνονται ωραία διά του (καθαυτό) ωραίου. Διότι τούτο μου φαίνεται ότι είναι το πλέον ασφαλές διά να αποκριθώ και εις τον εαυτόν μου και εις άλλον, και κρατούμενος από αυτό νομίζω ότι δεν θα πέσω ποτέ, αλλ' ότι θα είναι ασφαλές και εις εμέ και εις οιονδήποτε άλλον να αποκριθή, ότι τα ωραία γίνονται ωραία διά του ωραίου. Ή δεν νομίζεις και συ έτσι;
Έτσι νομίζω, είπεν ο Κέβης.
Και επομένως τα μεγάλα δεν γίνονται μεγάλα διά του μεγέθους, και τα μεγαλύτερα (γίνονται) μεγαλύτερα, και τα μικρότερα (γίνονται) μικρότερα διά της μικρότητος;
Ναι, απεκρίθη ο Κέβης.
Ούτε συ λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα παρεδέχεσο, αν κανείς έλεγεν, ότι είς άλλος είναι μεγαλύτερος από ένα άλλον κατά την κεφαλήν, και είς μικρότερος ότι είναι μικρότερος τούτου κατά το ίδιον (δηλαδή κατά την κεφαλήν), αλλά θα διεμαρτύρεσο (υποστηρίζων), ότι συ μεν δεν λέγεις τίποτε άλλο παρά ότι κάθε άλλο πράγμα, το οποίον είναι μεγαλύτερον από έν άλλο πράγμα, κατά τίποτε άλλο δεν είναι μεγαλύτερον από αυτά παρά κατά το μέγεθος, και ότι ένεκα τούτου είναι μεγαλύτερον, ένεκα δηλαδή του μεγέθους· το δε μικρότερον διά καμμίαν άλλην αιτίαν δεν είναι μικρότερον από άλλο παρά ένεκα της μικρότητος, και είναι μικρότερον ένεκα τούτου, ένεκα δηλαδή της μικρότητος· (ή δεν θα διεμαρτύρεσο) φοβούμενος, νομίζω, μήπως κανένας ενάντιος ισχυρισμός σου εναντιωθή, αν είπης ότι κάποιος είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος άλλου κατά την κεφαλήν, αντιτάσσων ότι κατά πρώτον μεν κατά το αυτό πράγμα (δηλαδή κατά την κεφαλήν) υποστηρίζεις ότι το μεγαλύτερον είναι μεγαλύτερον και το μικρότερον είναι μικρότερον, έπειτα ότι υποστηρίζεις ότι ο μεγαλύτερος είναι μεγαλύτερος κατά την κεφαλήν, η οποία είναι μικρά (μικρόν πράγμα δηλαδή), και ότι τούτο είναι τερατώδης ισχυρισμός, το να είναι δηλαδή κανείς μεγάλος κατά τι, το οποίον είναι μικρόν. Ή δεν θα εφοβείσο αυτάς τας αντιφάσεις;
Και ο Κέβης εγέλασε και είπε· Βέβαια (θα τας εφοβούμην).
Θα εφοβείσο λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, να είπης ότι τα δέκα είναι περισσότερα από τα οκτώ κατά δύο, και ότι τα υπερτερούν δι' αυτήν την αιτίαν και όχι κατά το πλήθος και ένεκα του πλήθους (της πολλότητος δηλαδή); και ότι το έχον μάκρος δύο πήχεων είναι κατά το ήμισυ μεγαλύτερον από εκείνο, το οποίον έχει μάκρος ενός πήχεως, και όχι κατά το μέγεθος, διότι υπάρχει (και εις το παράδειγμα τούτο ίσως) ο ίδιος φόβος (της αντιρρήσεως).
Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Τι δε λέγεις; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Δεν θα εδυσκολεύεσο να είπης, όταν έν προστεθή εις άλλο έν, ότι η πρόσθεσις είναι αιτία, όπου έγειναν δύο, ή, όταν έν σχισθή εις δύο, ότι αιτία (του δύο) είναι το σχίσιμον; και δεν θα εφώναζες δυνατά ότι δεν ηξεύρεις κάθε πράγμα να γίνεται με άλλον τρόπον, πάρα αφού λάβη μέρος της ανηκούσης εις καθέν ουσίας, της οποίας ήθελε λάβει μέρος· και ότι εις (τα παραδείγματα) ταύτα δεν έχεις να είπης άλλην αιτίαν του ότι έγειναν (το έν και έν ή το ήμισυ και το ήμισυ) δύο, παρά διότι έλαβον μέρος εις την δυάδα και ότι πρέπει εκείνα, τα οποία μέλλουν να είναι δύο, να λάβουν μέρος εις αυτήν και εκείνο, το οποίον μέλλει να είναι έν (πρέπει να λάβη μέρος), εις την μονάδα; θα άφηνες δε κατά μέρος αυτά τα σχισίματα και τας προσθέσεις και τας άλλας τας τοιαύτας νοστιμάδας, αφήνων ν' αποκριθώσι με αυτάς εκείνοι, οι οποίοι είναι σοφώτεροι από σε· συ δε φοβούμενος, καθώς λέγουν, τον ίσκιον σου και την απειρίαν σου, στηριζόμενος εις την στερεότητα εκείνην της βάσεως (μας), δεν θα απεκρίνεσο τοιουτοτρόπως; Εάν δε εστηρίζετο κανείς εις την ιδίαν (μας) βάσιν, διά να την προσβάλη, θα τον άφηνες να λέγη και δεν θα απεκρίνεσο, έως ότου να εξετάσης, αν όσα συμπεραίνονται από εκείνην, κατά την κρίσιν σου, συμφωνούν ή δεν συμφωνούν μεταξύ των; όταν δε παρουσιάζετο ανάγκη να δώσης λόγον και δι' αυτήν την ιδίαν (βάσιν), θα έδιδες επίσης, θέτων πάλιν άλλην βάσιν, εκείνην, η οποία θα εφαίνετο καλυτέρα παρά τας προηγουμένας, έως να φθάσης εις κανέν πράγμα αρκετόν (δηλαδή αδιαφιλονείκητον); συγχρόνως δε (δεν είναι αληθές) ότι δεν θα τα ανεκάτευες καθώς οι φιλόνεικοι, συζητών και διά την βάσιν και διά τα εξ αυτής συμπεράσματα, εάν ήθελες να εύρης κανέν από τα πραγματικώς υπάρχοντα πράγματα; διότι ίσως εκείνοι ούτε ομιλούσιν ούτε φροντίζουσι δι' αυτό το πράγμα (δηλαδή διά τα πραγματικώς υπάρχοντα)· διότι είναι καλοί ανακατεύοντες όλα μαζί από την μεγάλην προκοπήν των να κατορθώνουν εν τούτοις να αρέσκουν οι ίδιοι εις τον εαυτόν των· συ δε, αν είσαι ένας από τους φιλοσόφους, θα έκαμνες, νομίζω, καθώς εγώ λέγω.
Αληθέστατα λέγεις, είπον μαζί και ο Σιμμίας και ο Κέβης.
Μα τον Δία, Φαίδων, είπεν ο Εχεκράτης, δίκαιον είχον βέβαια. Διότι μου φαίνεται ότι εκείνος όσον ήτο δυνατόν θαυμασίως καθαρά είπεν αυτά δι' εκείνον, ο οποίος έχει έστω και μικρόν νουν.
Και συγχρόνως εχαμογέλασε και είπε· Φαίνομαι ότι ομιλώ με λεπτομέρειαν συμβολαιογραφικήν αλλ' αυτό τουλάχιστον είναι βέβαια όπως λέγω.
Συνεφώνησεν ο Κέβης.
Το λέγω δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ένεκα τούτου, επειδή επιθυμώ να σχηματίσης και συ την γνώμην, την οποίαν εσχημάτισα και εγώ. Διότι μου φαίνεται ότι όχι μόνον το ίδιον το μέγεθος ποτέ δεν θέλει να είναι συγχρόνως μεγάλον και μικρόν, αλλά ότι και το μέγεθος, το οποίον είναι μέσα εις ημάς, ποτέ δεν παραδέχεται την μικρότητα, ούτε θέλει να υπερτερήται, αλλ' έν από τα δύο· ή ότι φεύγει και αποσύρεται, όταν το εναντίον του, δηλαδή η μικρότης, πλησιάζη προς αυτό, ή άμα εκείνη (δηλαδή η μικρότης) παρουσιασθή, αυτό (δηλαδή το μέγεθος) χάνεται· και ότι, αν διαμείνη και δεχθή την μικρότητα, δεν θέλει να είναι άλλο παρά ό,τι ήτο προτήτερα. Καθώς εγώ αφ' ού εδέχθην και υπέμεινα την μικρότητα και εξακολουθώ ακόμη να είμαι εκείνος, οπού είμαι, είμαι δε ο ίδιος μικρός άνθρωπος, εκείνο δε (δηλαδή το μέγεθος), το οποίον είναι μεγάλο, δεν ετόλμησε να γείνη μικρόν επίσης δε και το μικρόν, το οποίον είναι μέσα μας, δεν θέλει ποτέ να γείνη μεγάλον, ούτε να είναι, ούτε κανένα άλλο από τα μεταξύ των εναντία, το οποίον είναι ακόμη ό,τι ήτο προτήτερα, θέλει ποτέ να γείνη και να είναι το εναντίον παρ' ό,τι είναι, αλλά ή απέρχεται ή χάνεται, όταν πάθη τούτο.
Μου φαίνεται, είπεν ο Κέβης, ότι είναι καθ' όλα έτσι.
Και είς από τους παρευρεθέντας (ποίος δε ήτο, καθαρά δεν ενθυμούμαι), άμα ήκουσεν αυτά, είπε· Διά το όνομα των θεών, δεν παρεδέχθημεν εις τας προηγουμένας ομιλίας μας το εναντίον ίσα ίσα από αυτά, τα οποία λέγομεν τώρα, ότι το μεγαλύτερον γίνεται από το μικρότερον και το μικρότερον από το μεγαλύτερον, και ότι υπάρχει πραγματικώς αυτός ο τρόπος να γίνωνται τα εναντία από τα εναντία; Τώρα δε λέγομεν, νομίζω, ότι τούτο δεν είναι δυνατόν να γείνη ποτέ.
Έτσι βέβαια ενομίσαμεν όλοι οι παρευρισκόμενοι, Εχέκρατες, είπεν ο Φαίδων.
Έτσι νομίζομεν και ημείς, είπεν ο Εχεκράτης, οι οποίοι δεν ήμεθα εκεί, τακούομεν δε τώρα. Αλλά ποία λοιπόν ήσαν εκείνα, τα οποία ελέχθησαν έπειτα από αυτά;
Καθώς μεν εγώ νομίζω, απεκρίθη ο Φαίδων, αφ' ού παρεδέχθημεν τας σκέψεις του ταύτας και ωμολογήσαμεν ότι κάθε μία ιδέα είναι κάτι, οπού υπάρχει, και ότι τα άλλα, τα οποία λαμβάνουν μέρος από αυτήν, λαμβάνουν από αυτήν την ιδίαν το όνομά των, εξηκολούθησεν έπειτα να ερωτά τον Κέβητα τοιουτοτρόπως· Εάν λοιπόν λέγης ότι αυτά είναι έτσι, όταν λέγης ότι ο Σιμμίας είναι μεγαλύτερος από τον Σωκράτην και μικρότερος από τον Φαίδωνα, άρα γε δεν λέγεις τότε ότι υπάρχουν και τα δύο εις τον Σιμμίαν και μέγεθος και μικρότης;
Μάλιστα, είπεν ο Κέβης.
Αλλά λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, παραδέχεσαι ότι το να είναι μεγαλύτερος ο Σιμμίας από τον Σωκράτην, δεν είναι μα την αλήθειαν έτσι, όπως το λέγομεν με τα λόγια· διότι ο Σιμμίας βέβαια δεν έγεινεν εκ φύσεως τοιούτος, ώστε να υπερτερή διά τούτο, διότι είναι Σιμμίας, αλλ' ένεκα του μεγέθους, το οποίον τυχαίνει να έχη. Ούτε να υπερτερή πάλιν τον Σωκράτην, διότι Σωκράτης είναι ο Σωκράτης, αλλά διότι ο Σωκράτης έχει μικρότητα σχετικώς με το μέγεθος εκείνου;
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης.
Ούτε πάλιν βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, να υπερτερήται από τον Φαίδωνα ένεκα τούτου, ότι Φαίδων είναι ο Φαίδων, αλλά διότι ο Φαίδων έχει μέγεθος σχετικώς με την μικρότητα του Σιμμίου;
Αληθινά είναι αυτά, είπεν ο Κέβης.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Σιμμίας λέγομεν ότι είναι μικρός και μεγάλος, διότι είναι ανάμεσα και εις τα δύο, προσφέρων μεν την μικρότητά του να την υπερτερή το μέγεθος του ενός, προσφέρων δε το μέγεθός του να υπερτερή την μικρότητα του άλλου.
Και ο Σωκράτης, αφ' ού επρόβαλεν εμπρός την κεφαλήν του και ήκουσεν, είπε· το εκράτησες εις την ενθύμησίν σου με γενναιότητα· δεν καταλαμβάνεις όμως την διαφοράν μεταξύ εκείνου, το οποίον τώρα λέγομεν, και εκείνου, το οποίον είπομεν τότε. Διότι τότε μεν ελέγομεν ότι το εναντίον πράγμα γίνεται από το εναντίον πράγμα· τώρα δε λέγομεν, ότι το ίδιον το εναντίον δεν είναι δυνατόν να γείνη εναντίον εις τον εαυτόν του, ούτε εκείνο, το οποίον είναι μέσα μας, ούτε εκείνο, το οποίον είναι μέσα εις την φύσιν. Διότι τότε μεν, φίλε μου, ελέγομεν περί εκείνων των πραγμάτων, τα οποία έχουσι τα εναντία των, και τα οποία ονομάζομεν με το όνομα εκείνων, τώρα δε ομιλούμεν περί εκείνων των ιδίων πραγμάτων, τα οποία, επειδή είναι μέσα εις τα υπάρχοντα, δίδουν το όνομά των εις αυτά· δεν ημπορούμεν δε να είπωμεν ποτέ ότι αυτά τα ίδια θα θελήσουν να δεχθούν να γίνωνται το έν από το άλλο. Και συγχρόνως κυττάξας τον Κέβητα είπεν· Άρα γε, Κέβη, μήπως τυχόν κανέν από αυτά, τα οποία αυτός είπεν, ετάραξε και σε;
Δεν ευρίσκομαι εις τοιαύτην κατάστασιν, είπεν ο Κέβης· αν και δεν ημπορώ να είπω, ότι πολλά πράγματα δεν με ταράττουν.
Έχομεν λοιπόν μαζί παραδεχθή, είπεν ο Σωκράτης, τούτο μόνον, ότι κανέν εναντίον πράγμα δεν ημπορεί να είναι το εναντίον εις τον εαυτόν του.
Δεν ημπορεί διόλου, είπεν ο Κέβης.
Εξέτασε λοιπόν, παρακαλώ, είπεν ο Σωκράτης, ακόμη και το εξής, διά να ίδωμεν αν θα το παραδεχθής· ονομάζεις κανέν πράγμα ζεστόν και κρύον;
Ναι βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζεις χιόνα και φωτιάν;
Μα τον Δία, όχι βέβαια.
Αλλά το ζεστόν είναι άλλο παρά η φωτιά και το κρύον άλλο παρά το χιόνι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Αλλά τουλάχιστον το εξής, είπεν ο Σωκράτης, νομίζω ότι το παραδέχεσαι, ότι ποτέ το χιόνι, εν όσω τουλάχιστον είναι χιόνι, αφού δεχθή το ζεστόν, καθώς ελέγομεν εις τα προηγούμενα, θα εξακολουθήση να είναι ακόμη εκείνο, το οποίον ήτο, δηλαδή χιόνι και ζεστόν (συγχρόνως), αλλ' όταν πλησιάση το ζεστόν, ή θα υποχωρήση εις αυτό ή θα χαθή.
Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Και η φωτιά βεβαίως πάλιν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, όταν το ψυχρόν πλησιάση εις αυτήν, ή θα υποχωρήση ή θα χαθή· δεν θα τολμήση όμως ποτέ, αφού δεχθή την ψυχρότητα, να εξακολουθή να είναι ακόμη εκείνο, το οποίον ήτο, δηλαδή φωτιά και ψυχρόν μαζί.
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης.
Συμβαίνει λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ως προς μερικά από τα τοιαύτα, ώστε όχι μόνον η ιδέα των να κρίνηται αξία να έχη το ίδιον όνομα, πάντοτε καθ' όλον τον καιρόν, αλλά και έν άλλο, το οποίον δεν είναι μεν εκείνο, έχει όμως την μορφήν εκείνου πάντοτε, όταν ήθελεν υπάρχει. Ακόμη δε εις το εξής παράδειγμα θα είναι ίσως καθαρώτερον εκείνο, το οποίον λέγω, διότι πρέπει πάντοτε το περιττόν (το μονόν) να λαμβάνη το όνομα τούτου, το οποίον τώρα αναφέρομεν, ή όχι;
Πρέπει βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Αλλ' ερωτώ τούτο, είπεν ο Σωκράτης· Άρα γε είναι το μονόν από τα πραγματικώς υπάρχοντα, το οποίον φέρει αυτό το όνομα, ή υπάρχει και κανέν άλλο, το οποίον δεν είναι μεν εκείνο, το οποίον είναι το μονόν, αλλ' όμως πρέπει να ονομάζωμεν και αυτό πάντοτε με το ιδικόν του όνομα, διότι εκ φύσεως είναι τοιούτον, ώστε ποτέ να μη υπάρχη χωρίς το μονόν; λέγω δε ότι αυτό είναι ένα τοιούτον πράγμα, ωσάν εκείνο, το οποίον έπαθε και η τριάς και πολλοί άλλοι αριθμοί. Εξέτασε λοιπόν διά την τριάδα, άρα γε δεν σου φαίνεται ότι πρέπει να την ονομάζωμεν πάντοτε και με το ιδικόν της όνομα και με το όνομα του περιττού (δηλαδή του μονού αριθμού), το οποίον δεν είναι το όνομα της τριάδος; Αλλ' όμως και η τριάς και η πεντάς και όλον το ήμισυ μέρος των αριθμών είναι κάπως εκ φύσεως τοιούτον, ώστε, εν ώ δεν είναι ό,τι είναι το περιττόν (το μονόν), είναι όμως πάντοτε καθείς από αυτούς αριθμός περιττός (δηλαδή μονός). Και πάλιν τα δύο και τα τέσσαρα και όλη πάλιν η άλλη σειρά των αριθμών, εν ώ δεν είναι ό,τι είναι το άρτιον (δηλαδή το ζυγόν), καθείς όμως από αυτούς είναι πάντοτε άρτιος (δηλαδή ζυγός). Το παραδέχεσαι ή όχι;
Και πώς όχι; είπεν ο Κέβης.
Πρόσεχε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εκείνο, το οποίον θέλω ν' αποδείξω· είναι δε το εξής· ότι όχι μόνον εκείνα τα εναντία φαίνονται ότι το έν δεν δέχεται το άλλο, αλλά και όσα, εν ώ δεν είναι εναντία μεταξύ των, έχουν πάντοτε τα εναντία των· φαίνεται ότι ούτε αυτά δέχονται εκείνην την ιδέαν, η οποία ήθελεν είναι εναντία με την υπάρχουσαν εις αυτά, αλλά, όταν αύτη παρουσιασθή, αυτά ή χάνονται ή υποχωρούν, Ή δεν θα είπωμεν ότι τα τρία και θα χαθούν και θα πάθουν ό,τι δήποτε άλλο πάθημα, προτού παρά να υποφέρωσιν, εν ώ είναι ακόμη τρία, να γείνωσι ζυγά;
Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Και όμως, είπεν ο Σωκράτης, ο αριθμός δύο τουλάχιστον δεν είναι πράγμα εναντίον εις τον αριθμόν τρία.
Δεν είναι βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, όχι μόνον αι εναντίαι ιδέαι δεν υποφέρουσιν η μία την άλλην, όταν παρουσιάζηται, αλλά και μερικά άλλα ακόμη δεν υποφέρουσι τα εναντία, όταν παρουσιάζονται.
Αληθέστατα πράγματα λέγεις, είπεν ο Κέβης.
Θέλεις λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αν είμεθα ικανοί, να προσδιορίσωμεν, οποία είναι αυτά;
Μάλιστα, είπεν ο Κέβης.
Άρα γε λοιπόν, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι εκείνα τα πράγματα, τα οποία, όποιον πράγμα και αν καταλάβωσι, το υποχρεώνουσιν όχι μόνον να έχη την ιδέαν του εαυτού του, αλλά προς τούτοις και την ιδέαν κανενός άλλου πράγματος εναντίου πάντοτε με αυτό;
Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Καθώς ελέγομεν προ ολίγου, είπεν ο Σωκράτης· διότι θα ηξεύρης βέβαια ότι εκείνα τα πράγματα, τα οποία ήθελε καταλάβει η ιδέα των τριών, είναι ηναγκασμένα όχι μόνον να είναι τρία, αλλά να είναι και περιττά (δηλαδή μονά);
Κάλλιστα το ηξεύρω, είπεν ο Κέβης.
Δεν λέγομεν λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι η εναντία ιδέα εις εκείνην την μορφήν, η οποία το κάμνει τοιούτον, δεν είναι δυνατόν ποτε να έλθη εις το τοιούτον πράγμα;
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να έλθη, είπεν ο Κέβης.
Το έκαμε δε βέβαια η ιδέα του περιττού; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Εναντία δε εις ταύτην είναι η ιδέα του αρτίου (δηλαδή του ζυγού);
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Εις τα τρία λοιπόν η ιδέα του αρτίου (δηλαδή του ζυγού) δεν θα έλθη ποτέ; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Δεν θα έλθη βέβαια, απήντησεν ο Κέβης.
Τα τρία λοιπόν είναι αμέτοχα εις το άρτιον (δηλαδή εις το ζυγόν); Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Αμέτοχα, απήντησεν ο Κέβης.
Η τριάς λοιπόν είναι ανάρτιος (δηλαδή δεν είναι ζυγή);
Ναι, είπεν ο Κέβης.
Ιδού λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εκείνο, το οποίον έλεγον να προσδιορίσωμεν, ποία δηλαδή πράγματα, εν ώ δεν είναι εναντία με άλλο, όμως δεν δέχονται αυτό ως εναντίον (καθώς τώρα η τριάς, η οποία, εν ώ δεν είναι εναντία εις τον ζυγόν αριθμόν, δεν δέχεται όμως αυτόν ένεκα τούτου διόλου, διότι φέρει πάντοτε κατόπιν του εκείνο, το οποίον είναι εναντίον· έτσι και η δυάς φέρει μαζί της το εναντίον εις το μονόν, και η φωτιά το εναντίον εις το ψυχρόν και άλλα πράγματα παραπολλά κάμνουν το ίδιον)· αλλά κύτταξε τώρα αν σου αρέσει να κάμωμεν έτσι τον ορισμόν, ότι όχι μόνον το εναντίον δεν δέχεται το εναντίον, αλλά και εκείνο που ήθελε φέρει μαζί του κάτι εναντίον προς εκείνο, προς το οποίον αυτό διευθύνεται, αυτό το ίδιον πού φέρει μαζί του, ποτέ δεν θα δεχθή το εναντίον εκείνου, το οποίον έφερε μαζί του. Ενθυμήσου δε πάλιν· διότι είναι καλύτερον ν' ακούη κανείς πολλάς φοράς· τα πέντε δεν θα δεχθούν την ιδέαν του αρτίου (δηλαδή του ζυγού), ούτε να δέκα, δηλαδή το διπλάσιον του πέντε, θα δεχθούν την ιδέαν του περιττού, δηλαδή του μονού· τούτο λοιπόν το διπλάσιον, αν και αυτό δεν είναι εναντίον με το περιττόν, όμως δεν θα δεχθή την ιδέαν του περιττού (δηλαδή του μονού). Ούτε τα τρία τέταρτα, ούτε τα άλλα τα τοιαύτα, ούτε το ήμισυ θα δεχθή την ιδέαν του όλου και το τρίτον πάλιν και όλα τα τοιαύτα μέρη δεν θα δεχθούν την ιδέαν του όλου· (ειπέ) αν με καταλαμβάνεις και νομίζεις και συ ότι αυτά είναι έτσι.
Και μου φαίνονται σωστά, είπεν ο Κέβης, και πολύ καλά σε καταλαμβάνω.
Λέγε μου λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, πάλιν από την αρχήν, και μη μου αποκρίνεσαι εκείνο, το οποίον σε ερωτώ, αλλά με άλλον τρόπον, κάμνων όπως κάμνω και εγώ. Θέλω δε να είπω ότι εκτός της αποκρίσεως εκείνης της βεβαίας, την οποίαν έλεγον κατ' αρχάς, βλέπω τώρα, κατόπιν εκείνων, τα οποία λέγομεν, και άλλην ασφαλή απόκρισιν. Διότι, αν μ' ερωτήσης, ποίον είναι εκείνο, το οποίον όταν υπάρξη μέσα εις το σώμα, το σώμα θα είναι θερμόν, δεν θα σοι είπω εκείνην την αμαθή απόκρισιν, η οποία είναι ασφαλής; Ότι δηλαδή είναι η θερμότης, αλλά κατόπιν εκείνων, τα οποία τώρα λέγομεν, θα σοι είπω απόκρισιν τεχνικωτέραν (σοφωτέραν), ότι δηλαδή είναι η φωτιά· ούτε αν μ' ερωτήσης, ποίον είναι εκείνο, το οποίον όταν συμβή μέσα εις το σώμα, το σώμα θ' αρρωστήση, δεν θα σοι είπω ότι είναι η αρρώστια, αλλά θα σοι είπω ότι είναι η θέρμη· ούτε εις το ποίον όταν συμβή μέσα εις τον αριθμόν, ο αριθμός γίνεται περιττός (δηλαδή μονός), δεν θα σοι είπω ότι είναι η περιττότης, αλλά η μονάς, και εις τα άλλα ομοίως. Αλλά κύτταξε, αν τώρα πλέον ηξεύρεις αρκετά εκείνο, το οποίον θέλω.
Αλλά πολύ αρκετά το ηξεύρω, είπεν ο Κέβης.
Αποκρίσου λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ποίον είναι εκείνο, το οποίον αν γείνη μέσα εις το σώμα, το σώμα θα είναι ζωντανόν;
Είναι η ψυχή, είπεν ο Κέβης.
Τούτο λοιπόν συμβαίνει πάντοτε έτσι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης.
Η ψυχή λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, οποιονδήποτε πράγμα και αν καταλάβη, έρχεται πάντοτε εις αυτό φέρουσα ζωήν;
Έτσι έρχεται βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Ποίον λοιπόν από τα δύο; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις την ζωήν ή δεν υπάρχει κανέν;
Υπάρχει έν, είπεν ο Κέβης.
Ποίον; ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Ο θάνατος, απεκρίθη ο Κέβης.
Η ψυχή λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν θα δεχθή ποτέ το εναντίον εις εκείνο, το οποίον φέρει πάντοτε μαζί της, καθώς εμείναμεν σύμφωνοι συνεπεία των προηγουμένων συλλογισμών μας.
Τούτο είναι και παρά πολύ βέβαιον, είπεν ο Κέβης.
Τι λοιπόν λέγεις; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Εκείνο, το οποίον δεν δέχεται την ιδέαν του αρτίου (δηλαδή του ζυγού), τώρα πώς το ονομάζομεν;
Ανάρτιον, είπεν ο Κέβης.
Εκείνο δε, το οποίον δεν δέχεται το δίκαιον, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, και εκείνο, το οποίον δεν δέχεται το μουσικόν δηλαδή το αγαθόν);
Άμουσον (δηλαδή κακόν) το δεύτερον, είπεν ο Κέβης, άδικον δε το άλλο.
Έστω, είπεν ο Σωκράτης. Εκείνο δε, το οποίον δεν δέχεται θάνατον, πώς το ονομάζομεν;
Αθάνατον, είπεν ο Κέβης.
Η ψυχή λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, δέχεται ή δεν δέχεται θάνατον;
Δεν δέχεται, είπεν ο Κέβης.
Είναι λοιπόν η ψυχή αθάνατον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Αθάνατον είναι, απεκρίθη ο Κέβης.
Έστω, είπεν ο Σωκράτης· να είπωμεν λοιπόν ότι τούτο έχει αποδειχθή, ή μήπως νομίζεις ότι δεν απεδείχθη;
Και πολύ αρκετά απεδείχθη, ω Σώκρατες.
Τι λοιπόν λέγεις, Κέβη; Είπεν ο Σωκράτης. Αν ήτο υποχρεωτικόν εις το ανάρτιον (δηλαδή εις εκείνο, οπού δεν είναι μονόν), να είναι άφθαρτον, τα τρία θα ήσαν άλλο τίποτε παρά άφθαρτα;
Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αν ήτο υποχρεωτικόν και το άζεστον να είναι άφθαρτον, οπόταν ήθελε πλησιάσει κανείς ζεστόν επάνω εις χιόνι, το χιόνι δεν θα εγλύτωνε και θα έμενεν απείρακτον και άλυωτον; Διότι βεβαίως δεν θα εφθείρετο, ούτε πάλιν υποφέρον το ζεστόν θα εδέχετο την ζέστην.
Αληθινά λέγεις, είπεν ο Κέβης.
Ομοίως δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, νομίζω ότι και το άκρυον, εάν ήτο άφθαρτον, οπόταν κανέν κρύον πράγμα επλησίαζεν επάνω εις την φωτιάν, αυτή ποτέ δεν θα εσβύνετο, ούτε θα εφθείρετο, αλλά θα έφευγεν εκείθεν απείρακτος.
Άφευκτον είναι, είπεν ο Κέβης.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι απαραίτητον να είπωμεν το ίδιον και διά το αθάνατον; Εάν το αθάνατον είναι και άφθαρτον, είναι αδύνατον εις την ψυχήν να φθαρή, όταν ο θάνατος έλθη εις αυτήν· διότι, σύμφωνα με όσα είπομεν προηγουμένως, δεν θα δεχθή τον θάνατον, ούτε θα γείνη αποθαμμένη καθώς είπομεν τα τρία, ούτε βέβαια πάλιν το περιττόν (δηλ. το μονόν), θα γείνη άρτιον (ζυγόν), ούτε η φωτιά θα γείνη κρύον, ούτε βέβαια η ζέστη, η οποία είναι μέσα εις την φωτιάν, δύναται να γείνη κρύον. Αλλά, ημπορούσε, να είπη κανείς, τι εμποδίζει το μεν μονόν να μη γίνεται ζυγόν, όταν πλησιάζη εις αυτό το ζυγόν, καθώς έχομεν παραδεχθή, αφ' ού δε αυτό (δηλαδή το μονόν) φθαρή, εις τον τόπον εκείνου να γείνη έν ζυγόν; Εις εκείνον, οπού λέγει αυτά, δεν δυνάμεθα να φιλονεικήσωμεν, υποστηρίζοντες ότι το μονόν δεν χάνεται· διότι το ανάρτιον (δηλαδή το μονόν) δεν είναι άφθαρτον. Διότι, αν παρεδεχόμεθα τούτο, θα υπεστηρίζομεν ευκόλως, ότι, όταν το ζυγόν παρουσιασθή, το μονόν και τα τρία παίρνουν και φεύγουν· και διά την φωτιάν και το ζεστόν και τα άλλα θα εσυζητούσαμεν με τον ίδιον τρόπον, ή όχι;
Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
Και τώρα λοιπόν επίσης, είπεν ο Σωκράτης, προκειμένου διά το αθάνατον, αν μεν παραδεχθώμεν ότι το αθάνατον είναι και άφθαρτον, η ψυχή, κοντά εις το ότι είναι αθάνατος, θα ήτο και άφθαρτος. Εάν δε δεν παραδεχθώμεν, θα είναι χρεία άλλης αποδείξεως.
Αλλά δεν είναι διόλου χρεία τουλάχιστον διά τούτο, είπεν ο Κέβης, διότι ποίον πράγμα θα απέφευγε την φθοράν, αν βεβαίως εκείνο, το οποίον είναι αθάνατον και αναλλοίωτον, δέχεται φθοράν;
Ο δε θεός βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, και η ιδέα της ζωής, και κάθε άλλο πράγμα, το οποίον είναι αθάνατον, δεν ημπορεί παρά όλοι να βεβαιώσουν, καθώς νομίζω, ότι ποτέ δεν φθείρονται.
Όλοι βέβαια, μα τον Δία, οι άνθρωποι τουλάχιστον θα το βεβαιώσουν· και πολύ περισσότερον, καθώς εγώ φρονώ, οι θεοί, είπεν ο Κέβης.
Αφού λοιπόν το αθάνατον είναι και άφθαρτον, η ψυχή, αν συμβαίνη να είναι αθάνατος, ημπορεί να είναι άλλο τίποτε παρά και άφθαρτος; Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Δεν ημπορεί παρά έτσι να είναι, είπεν ο Κέβης.
Όταν λοιπόν επέλθη θάνατος εις τον άνθρωπον, καθώς φαίνεται, το μεν θνητόν μέρος αποθνήσκει, το δε αθάνατον σηκώνεται και φεύγει απείρακτον και άφθαρτον, αφού σιγά σιγά δώση τόπον εις τον θάνατον.
Έτσι φαίνεται, είπεν ο Κέβης.
Η ψυχή λοιπόν, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, είναι πράγμα αθάνατον και άφθαρτον περισσότερον από κάθε άλλο· και αι ψυχαί μας πραγματικώς θα ευρίσκωνται εις την κατοικίαν του Άδου.
Εγώ λοιπόν βέβαια, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης, δεν ευρίσκω τίποτε εναντίον να είπω εις αυτό, ούτε κανένα τρόπον να μη πιστεύσω εις τους λόγους σου· αλλ' αν αυτός εδώ ο Σιμμίας, ή κανείς άλλος έχη τι να είπη, θα κάμη καλά να μη κρατήση σιωπήν διότι, αν θέλη κανείς να είπη ή να ακούση τίποτε διά τα τοιαύτα πράγματα, δεν ηξεύρω εις ποίαν άλλην ευκαιρίαν παρά εις την παρουσιαζομένην τώρα ημπορεί ν' αναβάλη το πράγμα.
Αλλ' όμως, είπεν αυτός, δηλαδή ο Σιμμίας, δεν έχω πλέον λόγους να μη πιστεύω έπειτα από όσα είπες. Ένεκα όμως του μεγαλείου των πραγμάτων, περί των οποίων ωμιλήσαμεν, και επειδή δεν έχω υπόληψιν εις την ανθρωπίνην αδυναμίαν, ευρίσκομαι υποχρεωμένος να έχω ακόμη απιστίαν μέσα εις τον εαυτόν μου ως προς όσα είπομεν.
Όχι μόνον τούτο βέβαια, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, αλλά λέγεις καλά και αυτά τα πράγματα και τας πρώτας των βάσεις, και αν ακόμη τας πιστεύητε, πρέπει όμως πάλιν να τας εξετάσωμεν καθαρώτερα και αν τας αναλύσητε αρκετά, θα παρακολουθήσητε, καθώς νομίζω, την ομιλίαν μου, όσον περισσότερον ημπορεί είς άνθρωπος να την παρακολουθήση· και αν τούτο το ίδιον συμπέρασμα γείνη φανερόν, δεν θα ζητήσητε καμμίαν παραπάνω απόδειξιν.
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης.
Αλλά το εξής βεβαίως, φίλοι μου, είπεν ο Σωκράτης, είναι δίκαιον να σκεφθώμεν, ότι, αν η ψυχή είναι αθάνατος, έχει επομένως ανάγκην από φροντίδα δι' αυτήν, όχι μόνον διά τούτον τον καιρόν, κατά τον οποίον διαρκεί εκείνο, το οποίον ονομάζομεν ζωήν, αλλά δι' όλον εν γένει τον καιρόν· και ο κίνδυνος τώρα μάλιστα και θα αποδειχθή, ότι είναι παρά πολύ φοβερός, εάν κανείς παραμελήση αυτήν. Διότι, εάν μεν ο θάνατος θα ήτο παύσις από κάθε πράγμα, το να αποθάνουν θα ήτο διά τους κακούς ανθρώπους εύρημα· ν' απελευθερωθούν δηλαδή συγχρόνως και από το σώμα των και από την κακίαν των, μαζί με την ψυχήν τώρα δε, επειδή φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατος, δεν ημπορεί να υπάρχη δι' αυτήν κανείς άλλος τρόπος ν' αποφύγη τα κακά, ούτε καμμία άλλη σωτηρία, παρά να γείνη όσω το δυνατόν καλυτέρα και σοφωτέρα. Διότι η ψυχή πηγαίνει εις την κατοικίαν του Άδου χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ανατροφήν της και τας συνηθείας της· τα οποία και λέγουσι μάλιστα ότι τα μέγιστα ωφελούν ή βλάπτουν εκείνον, ο οποίος έπαυσε να ζη, αμέσως άμα αρχίση το ταξείδιόν του δι' εκεί. Λέγουσι δε τοιουτοτρόπως, ότι τάχα ο άγγελος καθενός, εις τον οποίον έλαχεν, όταν έζη, αυτός αναλαμβάνει να οδηγήση κάθε αποθανόντα εις ένα κάποιον τόπον, όπου οι συναθροισθέντες, αφ' ού κριθούν, πρέπει να πορευθούν εις την κατοικίαν του Άδου μαζί με εκείνον (δηλαδή τον άγγελον) ως οδηγόν, εις τον οποίον είναι διατεταγμένον τους απ' εδώ να περάση εκεί. Εκεί δε, αφ' ού πάθωσιν όσα πρέπει να πάθωσι και μείνωσιν όσον καιρόν χρειάζεται, άλλος οδηγός τους φέρει πάλιν εδώ κατά διαστήματα καιρού πολλά και μεγάλα (23). Το δε ταξείδιον λοιπόν δεν είναι όπως ο Τήλεφος του Αισχύλου το διηγείται. Διότι εκείνος μεν λέγει ότι δρόμος απλούς φέρει εις τον τόπον του Άδου· εις εμέ όμως φαίνεται ότι ούτε απλούς είναι ο δρόμος ούτε είς· διότι τότε δεν θα υπήρχεν ανάγκη από οδηγούς· διότι, όταν ο δρόμος είναι είς, δεν είναι βέβαια δυνατόν να τον χάση κανείς ποτέ. Τώρα όμως φαίνεται ότι έχει και χαράδρας και γύρους πολλούς· και λέγω τούτο συμπεραίνων από τα γινόμενα και εις τας θυσίας και εις τας θρησκευτικάς τελετάς τας γινομένας εδώ (εις την γην). Η ψυχή λοιπόν η εγκρατής και σοφή ακολουθεί τον οδηγόν της και ηξεύρει τα συμβαίνοντα εις αυτήν. Εκείνη δε, η οποία έχει σωματικάς επιθυμίας, το οποίον είπον εις τα προηγούμενα, συρομένη από έρωτα προς το σώμα και προς τον ορατόν (δηλαδή τον υλικόν) τόπον επί πολύν καιρόν, αφ' ού αντισταθή πολύ και πάθη πολλά, φεύγει συρομένη με την βίαν από τον διατεταγμένον άγγελον και με δυσκολίαν. Άμα δε φθάση εκεί, οπού έφθασαν αι άλλαι, την μεν ακάθαρτον και η οποία έκαμε καμμίαν τοιαύτην ακαθαρσίαν, ή ανεμίχθη εις αδίκους φόνους, ή έχει πράξει άλλας τοιαύτας πράξεις, αι οποίαι τυγχάνει να είναι αδελφαί τούτων και πράξεις ψυχών αδελφών (δηλαδή ομοίων με αυτήν), κάθε μία ψυχή αποφεύγει αυτήν και δεν γυρίζει να την κυττάξη και δεν θέλει να γείνη ούτε συνοδοιπόρος αυτής ούτε οδηγός· αυτή δε γυρίζει εδώ και εκεί κυριευμένη από τελείαν αμηχανίαν, έως να περάσουν κάμποσοι χρόνοι, οι οποίοι αφ' ού περάσουν, αναγκαστικώς σύρεται εις την κατοικίαν, η οποία της αρμόζει. Εκείνη δε, η οποία επέρασε την ζωήν καθαρά και με εγκράτειαν, αφ' ού απαντήση συνοδοιπόρους και οδηγούς θεούς, κάθε μία, λέγω, τοιαύτη ψυχή θα κατοικήση εις τον τόπον, ο οποίος αρμόζει εις αυτήν.
Είναι δε πολλοί και αξιοθαύμαστοι τόποι της γης· και αυτή δε η ιδία (η γη) δεν είναι ούτε τοιαύτη ούτε τόσον μεγάλη, όσον νομίζουν εκείνοι, οι οποίοι συνηθίζουν να ομιλούν περί της γης, καθώς κάποιος μ' έχει πληροφορήσει.
Και ο Σιμμίας είπε· Πώς λέγεις αυτά, Σώκρατες; Διότι βεβαίως και εγώ έχω ακούσει πολλά διά την γην, όχι όμως αυτά, τα οποία σε επληροφόρησαν· θ' ακούσω ευχαρίστως.
Αλλ' όμως, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, να διηγηθώ εκείνα τουλάχιστον, τα οποία υπάρχουν, δεν μου φαίνεται βέβαια ότι χρειάζεται η τέχνη του Γλαύκου (24)· το ν' αποδείξω όμως ότι είναι αληθινά μου φαίνεται τόσον δύσκολον, ώστε να μη φθάνη η τέχνη του Γλαύκου. Και αφ' ενός μεν ίσως δεν θα είμαι δι' αυτό ικανός, αφ' ετέρου δε, και αν ήξευρα, η ζωή η ιδική μου, Σιμμία, μου φαίνεται ότι δεν θα είναι αρκετή διά τόσον μακρυνήν ομιλίαν. Τίποτε όμως δεν μ' εμποδίζει να είπω ποία είμαι πληροφορημένος ότι είναι η μορφή της γης, και ποίοι είναι οι τόποι της.
Αλλά και αυτά είναι αρκετά, είπεν ο Σιμμίας.
Εγώ λοιπόν έχω πεισθή, είπεν ο Σωκράτης, ότι κατά πρώτον μεν, αν ευρίσκηται εις το μέσον του ουρανού και είναι στρογγυλή, αυτή δεν έχει ανάγκην ούτε από τον αέρα, ούτε από κανένα άλλο τοιούτον απαραίτητον στήριγμα, διά να μη πέση· αλλ' η ομοιότης του ουρανού του ιδίου με τον εαυτόν του από όλα τα μέρη, και της ιδίας της γης η ισορροπία, είναι αρκετή να την κρατή (να μη πέση). Διότι πράγμα ισόρροπον, όταν το βάλωμεν εις το μέσον ενός άλλου ομοίου πράγματος, δεν ημπορεί να κλίνη από κανέν μέρος ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον. Επειδή δε ευρίσκεται κατά τον ίδιον τρόπον, εξακολουθεί να μένη ακλινές. Κατά πρώτον λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, έχω σχηματίσει διά τούτο πεποίθησιν.
Και δικαίως, είπεν ο Σιμμίας.
Προς τούτοις λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, έχω σχηματίσει πεποίθησιν, ότι η γη είναι έν πράγμα πολύ μεγάλον· και ότε ημείς, οι οποίοι κατοικούμεν από τον ποταμόν Φάσιν(25) έως εις τας στήλας του Ηρακλέους, κατοικούμεν εις έν μικρόν μέρος της, κατοικούντες ολόγυρα εις την θάλασσαν, όπως μυρμήκια ή βάτραχοι ολόγυρα εις λίμνην, και ότι πολλοί άλλοι άνθρωποι κατοικούν αλλού εις πολλούς τόπους ωσάν αυτόν. Διότι από όλα τα μέρη ολόγυρα εις την γην υπάρχουν πολλά βαθουλά μέρη και είναι πολλών ειδών και κατά το σχήμα και κατά την μεγαλότητα, εις τα οποία έχει συναθροισθή και το νερόν και η ομίχλη και ο αήρ· η καθ' αυτό δε γη (η ιδέα δηλαδή της γης, ήτοι η πνευματική γη), ότι ευρίσκεται καθαρά μέσα εις τον ουρανόν τον καθαρόν, μέσα εις τον οποίον υπάρχουσι τα άστρα, τον οποίον λοιπόν οι περισσότεροι από εκείνους, οι οποίοι συνηθίζουν να ομιλούν περί των τοιούτων πραγμάτων, ονομάζουν αιθέρα· του οποίου αυτά (τα οποία είπομεν προτήτερα) είναι καταπάτια και συμμαζεύονται πάντοτε εις τα βαθουλά μέρη της γης. Ημείς λοιπόν κατοικούμεν εις τα βαθουλά μέρη της χωρίς να το καταλαμβάνωμεν, και νομίζομεν ότι κατοικούμεν επάνω εις την επιφάνειάν της, καθώς αν ένας, ο οποίος κατοικεί εις το μέσον του βυθού της θαλάσσης, ήθελε νομίζει ότι κατοικεί επάνω εις την επιφάνειαν αυτής, και βλέπων διά μέσου του νερού τον ήλιον και τα άλλα άστρα ήθελε νομίζει ότι η θάλασσα είναι ουρανός, ένεκα δε του βάρους και της αδυναμίας του ποτέ να μη έχη φθάσει εις τα επάνω επάνω μέρη της θαλάσσης, ούτε εξήλθέ ποτε και επρόβαλε το κεφάλι του έξω από την θάλασσαν, ώστε να έχη ίδει εις τον εδώ τόπον πόσον είναι καθαρώτερος και ωραιότερος από εκείνον, εις τον οποίον ευρίσκεται, ούτε έχει ακούσει περί αυτού κανένα άλλον, όστις τον έχει ίδει· έτσι λοιπόν και ημείς έχομεν πάθει το ίδιον. Διότι, εν ώ κατοικούμεν εις κάποιον βαθουλόν μέρος της γης, νομίζομεν ότι κατοικούμεν επάνω εις αυτήν, και ονομάζομεν ουρανόν τον αέρα, ωσάν να ήτο αυτός ουρανός και τα άστρα να εκινούντο διά μέσου τούτου· η αιτία δε οπού γίνεται τούτο είναι ότι ημείς ένεκα αδυναμίας και ένεκα βάρους δεν είμεθα ικανοί να διαπεράσωμεν τον αέρα και να φθάσωμεν εις το επάνω επάνω μέρος του. Επειδή, αν κανείς φθάση εις τα τελευταία επάνω μέρη αυτού, ή αφ' ού κάμη πτερά πετάξη υψηλά, αφ' ού προβάλη εκεί την κεφαλήν του, θα έβλεπε καλά (τα εκεί), καθώς εδώ τα ψάρια, όταν προβάλουν την κεφαλήν έξω από την θάλασσαν, βλέπουσι τα εδώ, έτσι ημπορεί να ίδη κανείς και τα εκεί· και αν η φυσική του αντοχή ήθελεν είναι αρκετή, ώστε ν' ανθέξη να θεωρή, θα ημπορούσε τότε να γνωρίση ότι εκείνος είναι ο αληθινός ουρανός και το αληθινόν φως και η πραγματικώς αληθινή γη. Διότι αυτή εδώ η γη και αι πέτραι και όλος εν γένει ο εδώ τόπος είναι χαλασμένα και καταφαγωμένα, καθώς τα εντός της θαλάσσης από την αλμύραν και ούτε φυτρώνουν ούτε ευρίσκονται μέσα εις την θάλασσαν άξια λόγου, ούτε τέλεια διά να είπωμεν μ' ένα λόγον· σπήλαια δε και άμμος, και όπου ήθελεν υπάρχει και ξηρά, υπάρχει άπειρος πηλός και λάσπαι πολλαί· και πράγματα, τα οποία ουδέ κατά το ελάχιστον δεν είναι άξια να παραβληθούν με τας ωραιότητας, αι οποίαι είναι εις τα μέρη μας. Εκείνα δε πάλιν (δηλ. του ουρανού τα πράγματα) ήθελον φανή ότι είναι πολύ ακόμη περισσότερον ανώτερα από τα πράγματα, τα οποία είναι εδώ εις ημάς. Αν δε είναι χρεία να είπωμεν και ένα ωραίον μύθον, αξίζει τον κόπον να τον ακούσης, Σιμμία, διά να μάθης τι είδους είναι τα ευρισκόμενα εις την (αληθινήν) γην, η οποία είναι υποκάτω του ουρανού.
Αλλά βεβαίως, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, ημείς τουλάχιστον ηθέλομεν ακούσει μ' ευχαρίστησιν.
Λέγουν λοιπόν, φίλε μου, είπεν ο Σωκράτης, πρώτον μεν ότι η τοιαύτη γη, εάν κανείς ήθελε την παρατηρήσει από υψηλά, θα τω εφαίνετο ότι είναι ωσάν μία από τας δωδεκασκύτους σφαίρας (δηλαδή σφαίρας, των οποίων η έξωθεν επιφάνεια έχει δώδεκα ζώνας διαφόρων χρωμάτων), με ποικίλα και διάφορα χρώματα χρωματισμένη, των οποίων χρωμάτων, ως και τα εδώ υπάρχοντα, τα οποία μεταχειρίζονται οι ζωγράφοι, είναι τρόπον τινά δείγματα. Εκεί δε λέγουν ότι η γη είναι από τοιαύτα χρώματα και από πολύ ακόμη λαμπρότερα και καθαρώτερα παρά αυτά. Διότι άλλο μεν μέρος είναι βαθύ κόκκινον και θαυμασίας ωραιότητος, άλλο δε έχει χρώμα χρυσούν· άλλο δε όσον γίνεται άσπρον, ασπρότερον από γύψον ή χιόνι και συμπληρώνεται με τον ίδιον τρόπον από τα άλλα χρώματα και από ακόμη περισσότερα και ωραιότερα παρά όσα ημείς έχομεν ίδει. Διότι ως και αυτά ακόμη τα βαθουλά μέρη της, τα οποία είναι γεμάτα από νερόν και αέρα παρουσιάζουν έν είδος χρώματος, διότι γυαλίζουν μέσα εις τα πολλά και διάφορα άλλα χρώματα, ώστε η θεωρία της να παρουσιάζηται ωσάν έν αδιάκοπον όλον με πολλά και διάφορα χρώματα. Εις αυτήν δε την γην, η οποία είναι τοιαύτη, εκείνα τα οποία φυτρώνουν, βγαίνουν ανάλογα (κατά την τελειότητα), και δένδρα δηλαδή και άνθη και καρποί και βουνά, όμοια δε πάλιν και αι πέτραι έχουν την τελειότητα με την ιδίαν αναλογίαν και την διαφάνειαν και τα χρώματα ωραιότερα· των οποίων και αι εδώ μικραί πέτραι, αι οποίαι πολύ εκτιμώνται, είναι μικρά κομμάτια, το σάρδιον δηλαδή και οι ιάσπιδες και οι σμάραγδοι, και όλοι οι τοιούτοι (πολύτιμοι λίθοι)· εκεί δε δεν υπάρχει τίποτε, το οποίον να μη είναι ωσάν αυτούς και ακόμη ωραιότερον. Και η αιτία τούτου του πράγματος είναι, ότι εκείναι αι πέτραι είναι καθαραί και δεν είναι καταφαγωμέναι, ούτε χαλασμέναι από σαπίλαν και αλμύραν, και από εκείνα, τα οποία έχουν συντρέξει εδώ, και τα οποία προξενούν ασχημίας και ασθενείας και εις τας πέτρας και εις την γην και εις τα άλλα και ζώα και φυτά· η δε γη αυτή λέγουν ότι είναι στολισμένη και με όλα αυτά και ακόμη με χρυσόν και με άργυρον και με τα άλλα τα παρόμοια επίσης· διότι αυτά τα μέταλλα υπάρχουν φανερά και είναι πολυάριθμα και μεγάλα και εις όλα τα μέρη της γης· ώστε το να ίδη κανείς αυτήν είναι από εκείνα όπου βλέπουν οι ευτυχισμένοι θεαταί. Λέγουν δε, ότι υπάρχουν επάνω εις αυτήν και άλλα πολλά ζώα και άνθρωποι, εκ των οποίων άλλοι μεν κατοικούν εις το εσωτερικόν της ξηράς, άλλοι δε ολόγυρα εις τον αέρα, καθώς ημείς, όπου κατοικούμεν ολόγυρα εις την θάλασσαν· άλλοι δε εις νησιά, τα οποία περιβρέχει ο αήρ, και είναι πλησίον εις την μεγάλην ξηράν και μ' ένα λόγον εις ό,τι μας χρησιμεύει εδώ, το νερόν και η θάλασσα, χρησιμεύει εκεί ο αήρ· εις ό,τι δε χρησιμεύει εις ημάς ο αήρ, χρησιμεύει εις εκείνους ο αιθήρ. Αι δε εποχαί του έτους είναι εις αυτούς τόσον εύκρατοι (δηλαδή ούτε πολύ ζεσταί ούτε πολύ ψυχραί), ώστε εκείνοι να μη αρρωστούν, και να ζουν πολύ περισσότερον καιρόν παρά οι εδώ, και είναι ανώτεροι από ημάς και κατά την όρασιν και κατά την ακοήν και κατά την νόησιν και καθ' όλα τα τοιαύτα, όσον είναι ανώτερος ο αήρ από το νερόν, και ο αιθήρ από τον αέρα κατά την καθαρότητα. Και υπάρχουν λοιπόν εις αυτούς και ιερά δάση και ναοί των θεών μέσα εις τα οποία είναι πραγματικώς κάτοικοι θεοί και προφητείαι και μαντείαι και παρουσιάσεις θεών και άλλαι τοιαύται συγκοινωνίαι συμβαίνουν μεταξύ αυτών και των θεών. Και ότι βεβαίως ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα βλέπονται από αυτούς καθ' αυτό, όπως είναι πραγματικώς, και σύμφωνος με αυτά τα πράγματα είναι και η επίλοιπος ευτυχία των.
Και λοιπόν όλη αυτή η γη και όσα είναι ολόγυρα εις την γην είναι εκ φύσεως όπως είπαμεν· ολόγυρα δε εις αυτήν ολόκληρον, εις τα βαθουλά της μέρη, υπάρχουν πολλοί τόποι· άλλοι βαθύτεροι και περισσότερον ανοικτοί παρά οι ευρισκόμενοι εδώ όπου κατοικούμεν ημείς· άλλοι δε, εν ώ είναι βαθύτεροι, έχουν άνοιγμα μικρότερον παρά ο τόπος, όπου είμεθα ημείς· υπάρχουν δε και μερικοί μικρότεροι κατά το βάθος παρά οι εδώ και πλατύτεροι· όλοι δε αυτοί (οι βαθείς τόποι) εις πολλά μέρη είναι τρυπημένοι κάτωθεν και συγκοινωνούν με υπονόμους πλατυτέρας και στενωτέρας ο ένας με τον άλλον υπογείως και έχουν μέρος που εξέρχεσαι από τον ένα εις τον άλλον· όπου πολύ μεν νερό τρέχει από τους μεν εις τους δε, καθώς εις τα σπήλαια των ηφαιστίων και άπειρους ποσότητες ακαταπαύστων ρευμάτων ποταμών, τα οποία τρέχουν υπογείως, και νερών ζεστών και κρύων, τρέχει δε και πολλή φωτιά και μεγάλοι ποταμοί φωτιάς, και πολλοί ποταμοί υγρού πηλού, άλλου πλέον καθαρού και άλλου πλέον λασπώδους· καθώς εις την Σικελίαν (εις το ηφαίστειον Αίτναν) οι ποταμοί του πηλού, οι οποίοι τρέχουν προτήτερα από το ρεύμα της λάβας και η ιδία η λάβα· από τους οποίους ποταμούς και κάθε τόπος (βαθύς) γεμίζει, από εκείνους δηλαδή, οι οποίοι ήθελε συμπέσει εις κάθε τόπον κάθε φοράν να περάσουν και όλα αυτά (τα ρεύματα) ότι κινούνται επάνω και κάτω ωσάν καμμία κούνια (η οποία να κουνιέται) υπάρχουσα μέσα εις την γην. Ιδού δε πώς κινείται φυσικά αυτή η κούνια· υπάρχει έν από τα χάσματα της γης, το μεγαλύτερον άλλως από όλα, το οποίον έχει τρυπημένην ολόκληρον την γην από το έν άκρον έως εις το άλλο και είναι εκείνο, το οποίον ο Όμηρος αναφέρει λέγων· «πολύ μακράν, όπου υπάρχει το βαθύτατον βάραθρον υποκάτω της γης». Το οποίον και εις άλλα μέρη και εκείνος και πολλοί άλλοι από τους ποιητάς ωνόμασαν Τάρταρον. Διότι και όλοι οι ποταμοί τρέχουσι μέσα εις αυτό το χάσμα και όλοι πάλιν από αυτό τρέχουν έξω. Καθείς δε από αυτούς τους ποταμούς γίνεται τοιούτος, όπως είναι η γη, από την οποίαν περνά. Η δε αιτία του ότι όλα τα ρεύματα και εξέρχονται από εδώ και τρέχουν πάλιν εδώ μέσα, είναι ότι αυτό το υγρόν δεν έχει ούτε βυθόν ούτε στήριγμα. Κρέμαται λοιπόν εις τον αέρα και βράζει αναβαίνον και καταβαίνον, και ο αήρ και ο άνεμος, όστις είναι ολόγυρα εις αυτό, κάμνει το ίδιον. Διότι το ακολουθεί και όταν ριφθή εις το εκείθεν της γης μέρος και όταν ριφθή εις το εδώθεν. Και καθώς ο αήρ εκείνων, οι οποίοι αναπνέουν, πάντοτε και εξέρχεται (από το στόμα) και εισέρχεται τρέχων, έτσι και εκεί ο άνεμος υψωνόμενος μαζί με το υγρόν προξενεί μερικούς ανέμους φοβερούς και απεριγράπτους, και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται. Και όταν λοιπόν το νερόν, αφ' ού ορμήση, αποσυρθή εις τον τόπον, ο οποίος ονομάζεται κάτω, διά μέσου της γης τρέχει μέσα εις τα μέρη, τα οποία ευρίσκονται εις εκείνα τα ρεύματα και τα γεμίζει, καθώς όταν εκβάλωμεν νερόν με άντλημα· όταν δε πάλιν φύγη από εκεί και ορμήση προς τα εδώ, γεμίζει πάλιν τα εδώ· αυτά δε, αφ' ού γεμίσουν, τρέχουν διά μέσου των υπονόμων και διά μέσου της γης και, αφ' ού φθάσουν καθέν εις κάθε τόπον, εις τον οποίον διευθύνονται, κάμνουν θαλάσσας και λίμνας και ποταμούς και βρύσεις. Από εδώ δε πάλιν, αφ' ού βυθισθούν κάτω εις την γην, άλλα μεν περιτρέχουν τόπους μακρυνωτέρους και περισσοτέρους, άλλα δε ολιγωτέρους και συντομωτέρους και χύνονται πάλιν εις τον Τάρταρον· άλλα μεν πολύ, άλλα δε ολίγον παρακάτω του μέρους, από το οποίον εξήλθον· όλα δε τρέχουν μέσα εις τον Τάρταρον υποκάτω από το μέρος, από το οποίον εξήλθον. Και μερικά μεν εξήλθον ακριβώς απέναντι του μέρους, από το οποίον εισέρχονται, μερικά δε από το ίδιον μέρος. Υπάρχουν δε και μερικά, τα οποία, αφ' ού κάμουν ολόκληρον τον γύρον, περιτυλιχθούν δηλαδή ολόγυρα εις την γην ή μίαν ή και πολλάς φοράς καθώς οι όφεις, αφ' ού καταβούν όσον είναι δυνατόν κάτω, χύνονται πάλιν μέσα εις τον Τάρταρον· είναι δε δυνατόν να καταβούν από το έν μέρος ή από το άλλο έως εις το μέσον, παρά πέραν όμως όχι. Διότι, από το έν μέρος και από το άλλο, το μέρος γίνεται ανηφορικόν.
Τα μεν άλλα ρεύματα λοιπόν είναι πολλά και μεγάλα και κάθε λογής· εις αυτά δε τα πολλά ρεύματα υπάρχουν τέσσαρα, εκ των οποίων το μεγαλύτερον, το οποίον τρέχει πλέον έξω από όλα και γύρω γύρω, είναι ο ονομαζόμενος ωκεανός· ακριβώς δε απέναντι τούτου και τρέχων με αντίθετον διεύθυνσιν είναι ο Αχέρων, ο οποίος τρέχει και διά μέσου άλλων ερήμων τόπων και υποκάτω από την γην, τρέχων δε φθάνει εις την λίμνην Αχερουσιάδα, όπου αι ψυχαί των περισσοτέρων αποθανόντων φθάνουσι, και αφ' ού μείνωσι μερικούς χρόνους διωρισμένους, άλλαι μεν περισσοτέρους, άλλαι δε ολιγωτέρους, αποστέλλονται πάλιν (εις τούτον τον κόσμον), διά να γείνουν ζώα. Τρίτος δε ποταμός χύνεται ανάμεσα εις τούτους, και κοντά εις το μέρος, όπου πηγάζει, πίπτει μέσα εις ένα μεγάλον τόπον, όπου κάμνει πολλή φωτιά και κάμνει λίμνην μεγαλυτέραν από την ιδικήν μας θάλασσαν· εκεί βράζει νερό και πηλός. Από εδώ δε προχωρεί γύρω θολός και λασπωμένος· περιτυλίσσων δε την γην φθάνει και εις άλλα μέρη και εις τα άκρα της λίμνης Αχερουσιάδος, χωρίς ν' ανακατωθή με το νερόν της· αφ' ού δε κάμη πολλούς γύρους υποκάτω εις την γην, ρίπτεται εις τα παρακάτω από τον Τάρταρον μέρη· αυτός δε είναι ο ποταμός, τον οποίον ονομάζουν ακόμη Πυριφλεγέθοντα, του οποίου και τα ρυάκια εις όποιον μέρος της γης τύχωσι φυσώσιν επάνω κομμάτια του ρεύματος (δηλαδή την λάβαν εις τα ηφαίστεια). Ακριβώς δε πάλιν αντικρύ με τούτον ο τέταρτος ποταμός πίπτει εις ένα τόπον κατ' αρχάς φοβερόν και άγριον, καθώς λέγουν· ολόκληρος δ' έχει χρώμα ωσάν το γαλάζιον· τον οποίον ονομάζουσι Στύγιον· αυτός ο ποταμός κάμνει την λίμνην Στύγα, χυνόμενος εις αυτήν. Ούτος δε, αφ' ού πέση μέσα εις αυτήν την λίμνην και λάβη μέσα εις το νερόν της φοβεράς δυνάμεις, χύνεται τότε εις την γην και προχωρεί περιτυλισσόμενος κυκλοτερώς κατά διεύθυνσιν εναντίαν του Πυριφλεγέθοντος, και από το εναντίον μέρος ερχόμενος τον απαντά μέσα εις την λίμνην Αχερουσιάδα· και ούτε τούτου το νερόν ανακατεύεται με κανέν άλλο, αλλά και αυτός, αφ' ού περιτριγυρίση κυκλοτερώς, χύνεται μέσα εις τον Τάρταρον από το απέναντι μέρος του Πυριφλεγέθοντος. Το όνομά του δε είναι, καθώς λέγουν οι ποιηταί Κωκυτός.
Αυτά λοιπόν τα πράγματα η φύσις έτσι τα διέταξεν, όταν δε οι αποθανόντες φθάσωσιν εις τον τόπον, όπου ο άγγελος φέρει τον καθένα, κατά πρώτον μεν δικάζονται και εκείνοι, οι οποίοι έζησαν καλά και άγια, και εκείνοι, οι οποίοι δεν έζησαν καλά. Και εκείνοι μεν, οι οποίοι ήθελον θεωρηθή ότι έχουν ζήσει μέτρια (δηλαδή ούτε καλά ούτε κακά), αφ' ού πορευθούν εις τον Αχέροντα ποταμόν, αναβαίνουν επάνω εις πλοιάρια, τα οποία υπάρχουν εκεί δι' αυτούς, και επάνω εις αυτά ταξειδεύοντες φθάνουν εις την λίμνην και εκεί και κατοικούσι και ελευθερώνονται καθαριζόμενοι, υποφέροντες τιμωρίας διά τα αδικήματά των, αν κανείς από αυτούς έπραξε καμμίαν αδικίαν, και λαμβάνουσιν ανταμοιβάς διά καλά των έργα, ο καθείς σύμφωνα με την αξίαν του. Εκείνοι δε, οι οποίοι ήθελον θεωρηθή ότι είναι εις κατάστασιν αθεράπευτον ένεκα των μεγάλων των σφαλμάτων, διότι έχουν πράξει ή πολλάς και μεγάλας ιεροσυλίας, ή πολλούς αδίκους και παρανόμους φόνους, ή άλλας πράξεις του αυτού είδους, η δε αρμόζουσα εις αυτούς μοίρα τους ρίπτει μέσα εις τον Τάρταρον, όπου δεν εξέρχονται πλέον ποτέ· εκείνοι δε, οι οποίοι ήθελε θεωρηθή ότι υπέπεσαν εις σφάλματα, τα οποία ημπορούν μεν να θεραπευθούν, είναι όμως μεγάλα, διότι έπραξαν λόγου χάριν ένεκα θυμού καμμίαν βιαίαν πράξιν εναντίον του πατρός ή της μητρός των και μετανοούντες δι' αυτήν έζησαν την επίλοιπον ζωήν, ή με κανένα άλλον τοιούτον τρόπον έγειναν φονείς, είναι αναγκαίον αυτοί να πέσουν μεν μέσα εις τον Τάρταρον, άμα όμως πέσουν, το κύμα τους εκβάλλει, αφ' ού μένουν εκεί ένα χρόνον, και τους μεν φονείς φέρει εις τον Κωκυτόν, τους δε πατροκτόνους και μητροκτόνους εις τον Πυριφλεγέθοντα. Συρόμενοι δε όταν φθάσουν εις την λίμνην Αχερουσιάδα, εκεί φωνάζουν και προσκαλούν οι μεν πρώτοι εκείνους, τους οποίους εθανάτωσαν, οι δε άλλοι εκείνους, τους οποίους προσέβαλον, αφ' ού δε τους προσκαλέσουν, τους ικετεύουν και τους παρακαλούν να επιτρέψουν εις αυτούς να περάσουν εις την λίμνην και να τους δεχθούν. Και αν μεν τους καταφέρουν, εξέρχονται εις την ξηράν και παύουν τα βάσανά των· αν όμως δεν τους καταφέρουν, σύρονται πάλιν οπίσω εις τον Τάρταρον και από εκεί εκ νέου εις τους ποταμούς· και δεν παύουν από του να παθαίνουν αυτά έως ότου καταφέρωσιν εκείνους, τους οποίους ηδίκησαν. Διότι αυτή είναι η τιμωρία, η οποία επεβλήθη εις αυτούς από τους δικαστάς. Εκείνοι δε, οι οποίοι ήθελον θεωρηθή ότι έζησαν εξαιρετικώς με αγιότητα, αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι ελευθερώνονται και λυτρώνονται από τούτους τους τόπους, οι οποίοι ευρίσκονται εις την γην, ωσάν από φυλακάς, φθάνουν δε επάνω εις την καθαράν κατοικίαν και ορίζονται να κατοικούν επάνω εις εκείνην την γην. Από τούτους δε τους ιδίους εκείνοι, οι οποίοι εκαθαρίσθησαν αρκετά διά της φιλοσοφίας, εις τον κατόπιν καιρόν ζουν όλως διόλου χωρίς σώματα και φθάνουν εις κατοικίας ακόμη ωραιοτέρας από αυτάς, τας οποίας ούτε εύκολον είναι ούτε ο καιρός κατά την παρούσαν στιγμήν μας εξαρκεί να παραστήσωμεν.
Αλλά πρέπει ένεκα τούτων των λόγων, τους οποίους εξεθέσαμεν, Σιμμία, να προσπαθώμεν με κάθε τρόπον, ώστε ν' αποκτήσωμεν εν καιρώ της ζωής μας αρετήν και σοφίαν. Διότι το βραβείον της νίκης είναι ωραίον και η ελπίς μεγάλη. Το μεν να βεβαιώση κανείς ότι αυτά είναι έτσι, όπως εγώ τα διηγήθην, δεν αρμόζει εις άνθρωπον, ο οποίος έχει νουν· ότι όμως ή ταύτα υπάρχουσι πραγματικώς ή κάποια άλλα παρόμοια οία τας ψυχάς μας και τας κατοικίας των, επειδή βεβαίως η ψυχή φαίνεται ότι είναι πράγμα αθάνατον, μου φαίνεται ότι τούτο και αρμόζει και αξίζει τον κόπον να κινδυνεύση κανείς να πιστεύση ότι είναι έτσι. Διότι ο κίνδυνος είναι ωραίος και χρειάζεται να τραγωδήση κανείς εις τον εαυτόν του τα τοιαύτα μαγικά τραγούδια. Διά τούτο λοιπόν εγώ από πολλήν ώραν μακραίνω την μυθολογικήν διήγησιν. Αλλά διά τούτους τους λόγους λοιπόν πρέπει να έχη πεποίθησιν διά την ψυχήν του εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος εις το διάστημα της ζωής του τας μεν άλλας ευχαριστήσεις τας σωματικάς και τους στολισμούς απεχαιρέτισε, διότι είναι ξένοι δι' αυτόν, και επειδή ενόμισεν ότι αυτοί προξενούν εις αυτόν το κακόν, επεδίωξε δε τας ευχαριστήσεις της μαθήσεως, και αφού εστόλισε την ψυχήν του όχι με στολισμόν ξένον, αλλά με τον ιδικόν της, δηλαδή με εγκράτειαν, και δικαιοσύνην, και ανδρείαν, και ελευθερίαν, και αλήθειαν, τοιουτοτρόπως περιμένει το ταξείδιον διά τον τόπον του Άδου, διά να υπάγη εκεί, όταν η ειμαρμένη τον καλέση. Σεις μεν λοιπόν, είπε, Σιμμία και Κέβη, και οι άλλοι καθείς με την σειράν του εις κάποιον καιρόν θα κάμητε το ταξείδιον τούτο· η δε ειμαρμένη, καθώς θα έλεγεν είς ποιητής τραγικός (26), προσκαλεί τώρα εμέ και επάνω κάτω είναι η ώρα μου να διευθυνθώ εις το λουτρόν. Διότι είναι καλύτερον βέβαια να πίω το δηλητήριον, αφού λουσθώ, και να μη δώσω ενόχλησιν εις τας γυναίκας.
Αφ' ού λοιπόν αυτός είπε ταύτα, ο Κρίτων είπεν· Έστω, ω Σώκρατες. Τι δε παραγγέλλεις εις τούτους ή εις εμέ, ή διά τα παιδία σου ή διά κανέν άλλο πράγμα, το οποίον ημπορούμεν να κάμωμεν διά σε, διά να σ' ευχαριστήσωμεν;
Ημπορείτε να κάμητε εκείνα, τα οποία λέγω πάντοτε, Κρίτων, είπεν ο Σωκράτης· κανέν νεώτερον δεν έχω να προσθέσω, ότι δηλαδή σεις φροντίζοντες διά τον εαυτόν σας θα πράξητε εκείνα, τα οποία θα πράξητε, ώστε να είναι ευχάριστα και εις εμέ και εις τους ιδικούς μου και εις τους εαυτούς σας, και αν ακόμη δεν το υποσχεθήτε τώρα· αν δε αμελήτε τον εαυτόν σας και δεν θέλητε να ζήτε σύμφωνα με εκείνα, τα οποία τώρα και εις τον προηγούμενον καιρόν είπομεν ωσάν με παραδείγματα, και πολλά αν υποσχεθήτε εις τον παρόντα καιρόν και δυνατά, τίποτε περισσότερον δεν θα κάμητε.
Θα βαλθώμεν λοιπόν με την καρδίαν μας να κάμωμεν αυτά έτσι, είπεν ο Κρίτων. Με ποίον δε τρόπον να σε θάψωμεν;
Όπως θελήσητε, είπεν ο Σωκράτης· αν όμως με πιάσητε και δεν σας ξεφύγω. Αφ' ού δε συγχρόνως εγέλασε με γλυκύ χαμόγελον και μας εκύτταξεν, είπεν:
Δεν ημπορώ να καταπείσω τον Κρίτωνα, φίλοι μου, ότι εγώ είμαι αυτός ο Σωκράτης, ο οποίος συνομιλεί τώρα και θέτει εις τάξιν κάθε πράγμα, το οποίον λέγει, αλλά νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, τον οποίον έπειτα θα ίδη από ολίγον αποθαμμένον, και διά τούτο ερωτά πώς να με θάψη. Ότι λοιπόν εγώ από πολύν καιρόν έκαμα πολύν λόγον, ότι, αφ' ού πίω το δηλητήριον, δεν θα μένω πλέον πλησίον σας, αλλά θα υπάγω να κατοικήσω εις τας κατοικίας της ευτυχίας, όπου κατοικούν οι μακάριοι, μου φαίνεται ότι είπον ουχί ανωφελώς, διά να παρηγορήσω από το έν μέρος σας και από το άλλο τον εαυτόν μου. Γίνετε λοιπόν εγγυηταί μου προς τον Κρίτωνα, είπε, δίδοντες εις αυτόν εγγύησιν εναντίαν προς εκείνην, την οποίαν αυτός έδωκε προς τους δικαστάς. Διότι ούτος μεν υπεσχέθη (εις τους δικαστάς), ότι εγώ τω όντι θα μείνω και δεν θα φύγω· σεις δε εγγυηθήτε, ότι τω όντι δεν θα μείνω, αφ' ού αποθάνω, αλλά θα πάρω να φύγω, διά να υποφέρη ευκολώτερα ο Κρίτων την λύπην και να μη αισθάνηται θλίψιν προς χάριν μου βλέπων ότι παθαίνω μερικά φοβερά πράγματα· βλέπων δηλαδή το σώμα μου ή να καίηται ή να χώνηται μέσα εις την γην, ούτε να λέγη εν καιρώ της κηδείας μου ότι, ή εκθέτει τον Σωκράτην, ή εκφέρει τον Σωκράτην, ή θάπτει τον Σωκράτην. Διότι ήξευρε καλά, είπεν ο Σωκράτης, κάλλιστε Κρίτων, ότι το να μη εκφράζηται κανείς καλά δεν είναι μόνον αυτό καθ' εαυτό σφάλμα, αλλά προξενεί και βλάβην εις τας ψυχάς. Αλλά πρέπει και γενναιότητα να έχω και να σου είπω να θάψης το σώμα μου και να το θάψης όπως σου αρέση καλύτερα και όπως νομίσης ότι ήθελεν είναι περισσότερον σύμφωνον με τους νόμους. Αφ' ού είπεν αυτά, εκείνος μεν εσηκώθη να υπάγη εις έν δωμάτιον, διά να λουσθή, και ο Κρίτων τον ηκολούθει· επεριμένομεν λοιπόν συνομιλούντες μεταξύ μας δι' όσα είχον λεχθή και εξετάζοντες αυτά πάλιν και τότε δε αναφέροντες πόσον μεγάλην συμφοράν θα πάθωμεν, νομίζοντες αληθώς ότι θα περάσωμεν την μετά ταύτα ζωήν ορφανοί, ωσάν να εχάσαμεν πατέρα. Αφ' ού δε ελούσθη, έφεραν προς αυτόν και τα παιδία του (διότι είχε δύο υιούς μικρούς και ένα μεγάλον), έφθασαν δε αι γυναίκες της οικογενείας του, και αφ' ού συνωμίλησε με εκείνας ενώπιον του Κρίτωνος και παρήγγειλεν εις αυτάς εκείνα, τα οποία ήθελε, τας μεν γυναίκας και τα παιδία διέταξε ν' αναχωρήσωσιν, ο ίδιος δε ήλθε πλησίον μας και επλησίαζε πλέον το βασίλευμα του ηλίου, διότι έμεινε μέσα πολύν καιρόν. Αφ' ού δε ήλθεν, εκάθισε λουσμένος και κατόπιν δεν είπε πλέον πολλάς ομιλίας. Και ο υπηρέτης των Ένδεκα ήλθε, και σταθείς πλησίον του είπεν Ω Σώκρατες, δεν θα σε καταδικάσω δι' εκείνο, διά το οποίον καταδικάζω άλλους, ότι θυμώνουν εναντίον μου και με καταρώνται, όταν παραγγέλλω εις αυτούς να πίωσι το δηλητήριον, εν ώ με υποχρεώνουν οι άρχοντες να κάμω τούτο· εγώ και από άλλα σε εγνώρισα εις το διάστημα του καιρού τούτου, ότι είσαι γενναιότατος και γλυκύτατος και ο κάλλιστος άνθρωπος από όσους έως τώρα ήλθον εδώ· και λοιπόν και τώρα καλώς γνωρίζω, ότι δεν δυσαρεστείσαι εναντίον μου, επειδή γνωρίζεις ποίοι είναι οι αίτιοι· αλλά με εκείνους. Τώρα λοιπόν, διότι ηξεύρεις εκείνο, το οποίον ήλθα να σου αναγγείλω, χαίρε και προσπάθησον να υποφέρης όσον το δυνατόν γενναιότερον εκείνο, το οποίον δεν ημπορείς ν' αποφύγης. Και συγχρόνως, αφ' ού εδάκρυσεν, εγύρισεν από το άλλο μέρος και ανεχώρει. Και ο Σωκράτης, ρίψας έν βλέμμα προς αυτόν, και συ, χαίρε, είπε· και ημείς θα πράξωμεν αυτά (τα οποία παρήγγειλας). Και συγχρόνως στρέψας προς ημάς είπε· Πόσον φιλόφρων(27) είναι ο άνθρωπος αυτός· και εις όλου του καιρού αυτού το διάστημα μ' επλησίαζε, και συνωμίλει κάποτε μαζί μου και ήτο ο καλύτερος άνθρωπος και τώρα με πόσον γενναίαν καρδίαν με κλαίει. Αλλ' έλα λοιπόν, Κρίτων, ας υπακούσωμεν εις αυτόν και ας φέρη κανείς το δηλητήριον, εάν έχη τριφθή· εάν δε όχι, ο άνθρωπος, ας το τρίψη.
Και ο Κρίτων είπεν· Αλλ' εγώ νομίζω, ω Σώκρατες, ότι είναι ακόμη ήλιος επάνω εις τα βουνά και ακόμη δεν έχει βασιλεύσει· και συγχρόνως ηξεύρω και άλλους, οι οποίοι το πίνουν πολύ αργά, αφ' ού δοθή εις αυτούς η παραγγελία και αφ' ού δειπνήσουν και πίουν πολύ καλά και μερικοί μάλιστα αφ' ού συνευρεθούν με εκείνους, τους οποίους ήθελον επιθυμήσει· αλλά διόλου μη βιάζησαι, διότι υπάρχει ακόμη καιρός.
Και ο Σωκράτης είπεν· Ευλόγως, βέβαια, ω Κρίτων, εκείνοι, τους οποίους συ λέγεις, κάμνουν αυτά· διότι νομίζουν ότι, να κάμουν αυτά, θα κερδίσουν και εγώ βέβαια ευλόγως δεν θα κάμω αυτά· διότι νομίζω ότι, αν πίω ολίγον υστερώτερα, τίποτε άλλο δεν θα κερδίσω παρ' ό,τι θα γείνω γελοίος εις τον εαυτόν μου επιθυμών την ζωήν και λυπούμενος έν πράγμα, το οποίον δεν είναι τίποτε. Αλλ' έλα, είπε, υπάκουσε και μη κάμης αλλέως.
Και ο Κρίτων, άμα ήκουσε τούτο, έκαμε νεύμα εις τον υπηρέτην, ο οποίος έστεκε πλησίον και ούτος, αφ' ού εξήλθε και έλειψε πολλήν ώραν, ήλθεν οδηγών εκείνον, ο οποίος έμελλε να δώση το δηλητήριον και το έφερε τριμμένον μέσα εις έν ποτήριον. Ο δε Σωκράτης, άμα είδε τον άνθρωπον, είπεν· Έστω, φίλτατε, ειπέ μοι (διότι συ ηξεύρεις αυτά τα πράγματα) τι πρέπει να κάμω.
Τίποτε άλλο, είπεν εκείνος, παρά αφού το πίης να περιφέρησαι, έως να αισθανθής βάρος εις τα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσης και έτσι αυτό θα ενεργήση. Και συγχρόνως επρόσφερε το ποτήριον εις τον Σωκράτην. Και αυτός, αφού το έλαβε και παρά πολύ γαλήνιος, Εχεκράτη, χωρίς διόλου να τρέμη, ούτε ν' αλλάξη το χρώμα του, ούτε η όψις του προσώπου του, αλλά καθώς συνήθιζε, κυττάξας με σταθερότητα προς τον άνθρωπον είπε· Τι λέγεις δι' αυτό το ποτόν, επιτρέπεται να κάμωμεν σπονδήν από αυτό εις κάποιον ή όχι;
Τρίβομεν τόσον, ω Σώκρατες, είπεν, όσον νομίζομεν ότι είναι αρκετόν, διά να πίη κανείς.
Εκατάλαβα, είπεν ο Σωκράτης, αλλ' ίσως βέβαια επιτρέπεται και πρέπει να ευχηθή κανείς εις τους θεούς η αλλαγή της κατοικίας απ' εδώ εις τα εκεί να γείνη ευτυχής· το οποίον και εγώ εύχομαι λοιπόν και άμποτε να γείνη κατ' αυτόν τον τρόπον. Και άμα είπεν αυτούς τους λόγους εσταμάτησε και το έπιεν όλον με πολλήν ευκολίαν και ηρεμίαν. Και οι περισσότεροι από ημάς έως εκείνην την στιγμήν αρκετά ημπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυα των· αλλά, άμα τον είδομεν να το πίνη και να το τελειώση, δεν ημπορέσαμεν πλέον να κρατηθώμεν. Αλλ' εναντίον βεβαίως της θελήσεώς μου τα δάκρυα επήραν δρόμον αφθόνως, ώστε σκεπάσας με τον μανδύαν το πρόσωπον έκλαια ελευθέρως τον εαυτόν μου, διότι δεν έκλαιον βεβαίως εκείνον, αλλά την κακήν μου τύχην, σκεπτόμενος ποίον άνδρα φίλον έχανα. Ο δε Κρίτων ακόμη προτήτερα από εμέ, επειδή δεν ήτο ικανός να κρατήση τα δάκρυα, εξήλθεν. Ο δε Απολλόδωρος και προηγουμένως δεν έπαυε διόλου από του να κλαίη, και τώρα, αφ' ού εξέβαλε δυνατόν βογγητόν κλαίων και στενάζων, έκαμεν όλους τους παρευρισκομένους να κλαίουν, εκτός μόνου του Σωκράτους. Εκείνος δε είπε· Τι είναι αυτά όπου κάμνετε, παράξενοι άνθρωποι; Αλλ' εγώ προ πάντων δι' αυτήν την αιτίαν (δηλαδή διά να μη κλαίουν) έδιωξα τας γυναίκας, διά να μη κάμνουν τοιαύτα σφάλματα· διότι έχω ακούσει ότι πρέπει κανείς να ξεψυχά εν τω μέσω καλών λόγων. Αλλά ησυχάσατε, παρακαλώ, και δείξατε γενναιότητα. Και ημείς, άμα ηκούσαμεν αυτά, εντράπημεν και εκρατήσαμεν τα δάκρυά μας. Εκείνος δε, αφ' ού περιεπάτησε, μόλις είπεν ότι αισθάνεται βάρος εις τα σκέλη, επλάγιασεν ανάσκελα, διότι ο άνθρωπος έτσι διέταξε να κάμη· και συγχρόνως αυτός, ο οποίος έδωκε το δηλητήριον, εγγίζων αυτόν, αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός, εξήταζε τους πόδας και τα σκέλη του και έπειτα πιέσας δυνατά τον πόδα του τον ηρώτησεν αν αισθάνεται· εκείνος δε είπεν ότι όχι· κατόπιν επίεσε τας κνήμας του και προχωρών εις τα επάνω μέρη του σώματος με πιέσεις εδείκνυε το σώμα του και εις ημάς ότι εκρύωνε και επάγωνε το σώμα. Και ο ίδιος ήγγισε πάλιν και είπεν ότι, όταν φθάση το ψύχος εις την καρδίαν, τότε θ' αποθάνη. Τώρα πλέον τα πέριξ της κάτω κοιλίας μέρη του σχεδόν εκρύωσαν· και ξεσκεπασθείς, διότι ήτο σκεπασμένος, είπε τους τελευταίους του λόγους· Ω Κρίτων, είπε, χρεωστούμεν ένα πετεινόν εις τον Ασκληπιόν· πληρώσατε λοιπόν το χρέος και μη αμελήσητε (28).
Αλλ' αυτά θα γείνουν, είπεν ο Κρίτων κύτταξε όμως μήπως έχης τίποτε άλλο να παραγγείλης. Ενώ δε αυτός έκαμεν αυτήν την ερώτησιν, ο Σωκράτης δεν απεκρίθη πλέον τίποτε. Αλλ' αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός εκινήθη, και ο άνθρωπος εξεσκέπασεν αυτόν. Και είχε τα μάτια του προσηλωμένα ακίνητα· ο δε Κρίτων, καθώς είδε τούτο, του έκλεισε και το στόμα και τα μάτια.
Τοιούτον μας υπήρξεν, Εχεκράτη, το τέλος της ζωής του φίλου μας, του καλυτέρου, καθώς ημείς ημπορούμεν να βεβαιώσωμεν, ανδρός, και αφ' ετέρου του σοφωτάτου και δικαιοτάτου από όλους τους τότε, όσους εγνωρίσαμεν.
ΤΕΛΟΣ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Φαίδων είναι υψηλή και μεγάλη μελέτη περί ψυχής. Εν μέσω των μαθητών του ο Σωκράτης εις τας τελευταίας ώρας της ζωής του διδάσκει με ηρεμίαν και γαλήνην τον θείον προορισμόν του ανθρώπου και προσάγει, ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της μετά θάνατον ζωής. Η λιτή δραματική αφήγησις του διά κωνείου θανάτου του Σωκράτους εις το τέλος του διαλόγου είναι μία από τας θαυμασιωτέρας σελίδας της παγκοσμίου φιλολογίας. Η μετάφρασις πιστή και σαφής υπό του κ. Αρ. Χαροκόπου.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ο Φαίδων κατήγετο εξ Ήλιδος και ήτο είς των καλυτέρων του Σωκράτους και του Πλάτωνος φίλων. Νέον ακόμη τον συνέλαβον πειραταί και εξηγόρασε παρ' αυτών τούτον ο Σωκράτης, του οποίου εγένετο μετά τούτο μαθητής. Μετά τον θάνατον του διδασκάλου του επέστρεψεν εις την Ήλιδα και συνέστησε την καλουμένην Ερετριακήν φιλοσοφικήν σχολήν. — Ο Εχεκράτης δε ήτο εκ της Φλιούντος πόλεως της Σικυωνίας, αναφερόμενος και ως οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρου.
2) Ο Σωκράτης, καθώς αναφέρει ο Ξενοφών, έπιε το κώνειον τριάκοντα ημέρας μετά την εις θάνατον καταδίκην του.
3) Μίνως ο β', βασιλεύς της Κρήτης, εκδικούμενος τους Αθηναίους θανατώσαντας τον υιόν αυτού Ανδρόγεων, επολιόρκησε τας Αθήνας και συγκατετέθη να λύση την πολιορκίαν μόνον, αφού οι Αθηναίοι ανέλαβον την υποχρέωσιν να πέμπουν εις Κρήτην κατ' έτος επτά νέους και επτά νέας προς τροφήν του Μινωταύρου, τέρατος κατά το ήμισυ βοός και κατά το έτερον ήμισυ ανθρώπου, κλεισμένου δε εντός του αδιεξόδου λαβυρίνθου. Η υποχρέωσις αύτη εξετελέσθη πιστώς επί δύο έτη, κατά δε το τρίτον έτος, ο Θησεύς, υιός του βασιλέως των Αθηνών Αιγέως, εκουσίως περιληφθείς μεταξύ των επτά νέων, απήλλαξε του φόρου τούτου την πατρίδα του φονεύσας τον Μινώταυρον και επανελθών σώος μετά των συντρόφων του.
4) Θεωρία εκαλείτο θρησκευτική αποστολή θυσίας μετά επισήμου πρεσβείας εις τον εν τη νήσω Δήλω φημιζόμενον ναόν του Απόλλωνος.
Η θεωρία ήρχιζε με διακόσμησιν διά στεφάνου της πρύμνης του αποσταλησομένου πλοίου.
5) Εκ των παρευρεθέντων κατά τας τελευταίας του Σωκράτους στιγμάς πολλοί εγένοντο ιδρυταί ή πεφημισμένοι οπαδοί Φιλοσοφικών σχολών. Ο Αθηναίος Αισχίνης ήτο πεφημισμένος του Σωκράτους οπαδός. Ό Αντισθένης εγένετο ιδρυτής της σχολής των Κυνικών. Ο Μενέξενος εν διαλόγω του Πλάτωνος φέροντι το όνομά του εξαίρεται διά την φιλοπατρίαν του. Ο Σιμμίας και ο Κέβης φέρονται ως ονομαστοί Σωκρατικοί· ο τελευταίος μάλιστα συνέγραψε τον «Πίνακα» αλληγορίαν έξοχον της ανθρωπίνης ζωής. Ο Ευκλείδης και ο Τερψίων ήσαν Μεγαρείς. Ο Ευκλείδης την εριστικήν καλουμένην φιλοσοφικήν σχολήν του Ξενοφάνους μετωνόμασε Μεγαρικήν, τόσον δε πόθον είχε ν' ακροάται, της διδασκαλίας του Σωκράτους, ώστε καταδικαζομένου εις θάνατον παντός Μεγαρέως τολμώντος να έλθη εις Αθήνας διά νόμου, αυτός ήρχετο ενδυμένος γυναικεία, ίνα μη τον αναγνωρίζουν. Ο Αρίστιππος εγένετο αρχηγός της Κυρηναϊκής φιλοσοφικής Σχολής. Είναι ο πρώτος εκ των Σωκρατικών, όστις απήτει δίδακτρα παρά των ακροατών της διδασκαλίας αυτού, κατηγορήθη δ' ως φιλήδονος και χαμερπής κόλαξ εν τη αυλή του τυράννου της Σικελίας Διονυσίου. Ο Πλάτων ομιλεί ενταύθα δηκτικώς περί αυτού και του εξ Αμβρακίας Κλεομβρότου, διότι ενώ διέμενον πλησίον των Αθηνών, δεν έσπευσαν κατά την τελευταίαν και κρίσιμον στιγμήν, ως είχον καθήκον, προς τον διδάσκαλον αυτών. Λέγουσι μάλιστα, ότι ο Κλεόμβροτος αναγνούς τον Φαίδωνα ερρίφθη αφ' υψηλού εις την θάλασσαν και επνίγη.
6) Η μεταφορά αύτη λαμβάνεται εκ του αποτελέσματος του παραγομένου εκ δύο σχοινιών συνδεδεμένον εχόντων το τελευταίον άκρον του ενός μετά του πρώτου του ετέρου, διαπεπερασμένων δε επί τροχαλίας, ώστε συρομένου του ενός συμπαρασύρεται και το έτερον.
7) Ο εκ Κρότωνος της Ιταλίας Φιλόλαος υπήρξε μαθητής του εκ Τάραντος Αρχύτα και κατ' ακολουθίαν οπαδός του Πυθαγόρου, επληροφορήθη δε περί αυτού ο Πλάτων διατριβών εν Ιταλία. Οι Πυθαγόρειοι επρέσβευον ότι δεν επιτρέπεται η αυτοκτονία. Ο Φιλόλαος εδίδαξεν έπειτα και εν Θήβαις, ένθα ο Σιμμίας και ο Κέβης ηκροάσαντο των διδασκαλιών αυτού.
8) Λέγων ο Σωκράτης ότι ο θάνατος είναι απλούν, δηλ. πάντοτε και διά πάντας μόνον αγαθόν, κατ' αντίθεσιν προς άλλα, οίον την νόσον, τον γάμον κτλ., τα οποία δι' άλλους είναι αγαθόν και δι' άλλους κακόν, νοεί τον απόλυτον θάνατον, δηλ. τον χωρισμόν της ψυχής από παντός εν γένει υλικού στοιχείου και από πάσης εν γένει υλικής επιδράσεως, την τελείαν δηλαδή αυτής απομόνωσιν και καθαρότητα.
9) Υπονοεί ενταύθα ο Σωκράτης τας μυστικάς διδασκαλίας τας γενομένας εις τα μυστήρια του Ορφέως και της Δήμητρος, τας οποίας μόνον οι μεμυημένοι ήκουον, τηρούντες αυτάς απολύτως μυστικάς, και διά τούτο απόρρητα εκαλούντο και τα μυστικά δόγματα της σχολής του Πυθαγόρου.
10) Το φάρμακον έδιδεν ο υπό τας διαταγάς των ένδεκα δούλος, τον οποίον εκάλουν και δημόσιον ή δήμιον.
Ο υπηρέτης παραγγέλλει εις τον Σωκράτην μετά την λήψιν του κωνείου να μη ομιλή, μήτε να κινήται διά να μη, θερμανθέντος του σώματος, γίνη πέψις του φαρμάκου και δεν επέλθη ο θάνατος εξ αυτού.
11) Ποιητάς ενταύθα εννοεί τον Παρμενίδην, Εμπεδοκλέα και Επίχαρμον, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι διά των αισθήσεων ουδεμίαν ακριβή γνώσιν λαμβάνομεν. Ο Επίχαρμος έλεγε· «Νους ορά και νους ακούει, τα δ' άλλα πάντα κωφά και τυφλά».
12)Φλυαρίαν ονομάζει ο Πλάτων παν το περιττόν και εν λόγοις και εν έργοις.
13) Ο καθαρμός ήτο η πρώτη πράξις της μυήσεως εις τα μυστήρια, η β' ήτο η της τελετής παράδοσις, η γ' η εποπτεία, η δ' η ανάθεσις και επίδεσις στεμμάτων, η ε' το θεοφιλές και η θεοίς συνδίαιτος ευδαιμονία.
14) Δες κατωτέρω
15) Αυτή και η ανωτέρω υποσημείωση είναι παρωδία στίχων του Ορφέως, ο οποίος λέγει δι' αυτών ότι «όστις δεν λάβη μέρος εις την τελετήν των μυστηρίων θα ευρίσκεται κάτω ωσάν μέσα εις λάσπην» και ότι «πολλοί μεν είναι οι κρατούντες ράβδον (ναρθηκοφόροι)», οι παριστάμενοι δηλ. εις τα μυστήρια, «ολίγοι δε οι ιερείς γενόμενοι των μυστηρίων (Βάκχοι)». Νάρθηξ είναι η ράβδος, την οποίαν εκράτουν εις τα μυστήρια, Βάκχοι δ' εκαλούντο οι τελείως μεμυημένοι, οι ιερείς γενόμενοι των μυστηρίων.
16) Ο Αναξαγόρας επρέσβευεν ότι όλα τα στοιχεία απετέλουν εν αρχή μίγμα συγκεχυμένον, εις το οποίον το πνεύμα κατόπιν επήνεγκε την τάξιν. «Ομού, λέγει, πάντα χρήματα ην, νους δε αυτά διείλε και διεκόσμησε».
17) Οι αρχαίοι έκειρον τας τρίχας εις ένδειξιν πένθους αντιθέτως από σήμερον.
18) Ο πορθμός του Ευρίπου λέγουσιν ότι επτάκις της ημέρας είχε παλίρροιαν και άμπωτιν.
19) Οι Ίωνες φιλόσοφοι και ιδίως ο Αναξαγόρας και ο Αρχέλαος εφρόνουν ότι τα ζώα έγειναν «εξ υγρού τε και θερμού και γεώδους». Ο Αρχέλαος έλεγε «δύο αιτίας είναι της γενέσεως, θερμόν και ψυχρόν».
20) Προ του Αναξαγόρου, ο Αναξίμανδρος εφρόνει ότι η γη είναι επίπεδον, ο δε Αναξιμένης ότι είναι στρογγύλη.
21) Η γνώμη των Ιώνων και Ελεατών φιλοσόφων είναι ότι η γη ευρίσκεται εν τω μέσω του κόσμου.
22) Οι φίλοι του συνεβούλευον τον Σωκράτη να φύγη εις τα Μέγαρα ή την Βοιωτίαν.
23) Η μετενσάρκωσις υπεστηρίζετο και υπό του φιλοσόφου Εμπεδοκλέους
24) «Ουχ η Γλαύκου τέχνη» είναι ελληνική παροιμία λεγομένη διά τα μη έχοντα ανάγκην ευφυίας και ετοιμότητος διά να εκτελεσθώσιν. Άγνωστος είναι η προέλευσίς της.
25) Γενικώς τότε επιστεύετο ότι η Ευρώπη εξετείνετο μέχρι του Φάσιδος ποταμού προς Ανατολάς.
26) Υπαινίσσεται χωρίον τι της Αλκήστιδος του Ευριπίδου, το εξής:
«Ορώ δίκωπον ορώ σκάφος [εν λίμνα], νεκύων δε πορθμεύς έχων χέρ' επί κοντώ Χάρων μ' ήδη καλεί· τι μέλλεις;
Επείγου· συ κατείργεις. τάδε τοι με σπερχόμενος ταχύνει.
27) «Αστείος» γίνεται εκ του «άστυ», το οποίον σημαίνει πόλις. Αστείοι ελέγοντο οι ευγενείς τους τρόπους, οι φιλόφρονες και χαρίεντες, οίοι είναι οι μάλλον πολιτισμένοι κάτοικοι των πόλεων.
28) Είναι αστεϊσμός του Σωκράτους κατά τας τελευταίας του στιγμάς, δι' ου θέλει να εκφράση ότι ελευθερούμενος υπό του θανάτου από πάντων των εν ανθρώποις δεινών και ιατρευόμενος ούτως οριστικώς οφείλει να εκφράση την ευγνωμοσύνην του προς τον θεόν της Ιατρικής προσφέρων αυτώ την συνήθη θυσίαν.