ART

.

Πρώτη σελίδα

Ο

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

ΥΠΟ

ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ

ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩ



Γραμμή

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1917

_________

Ο

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


ΥΠΟ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ

KΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩ


ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1917

_________

Οι λόγοι οι δόντες ημίν αφορμήν εις την σύνταξιν και δημοσίευσιν της μικράς ταύτης πραγματείας είναι οι εξής: Διδάσκων εν τη ενταύθα Εταιρεία των Φίλων του Λαού την ιστορίαν του μεγάλου αγώνος και λαβών αφορμήν να ποιήσωμαι λόγον, προς τοις άλλοις, περί του εν Ευρώπη Φιλελληνισμού ως συντελεστού σπουδαίου της επιτυχίας του αγώνος τούτου, προήχθην, ως ήτο επόμενον, να πραγματευθώ και περί του σπουδαιοτάτου και πρωτίστην εν τω περί Φιλελληνισμού κεφαλαίω της ιστορίας κατέχοντος θέσιν Γερμανικού Φιλελληνισμού. Η εντεύθεν προκύψασα παρά πολλοίς των αξιοτίμων ακροατών εντύπωσις κατά τούτο ην μεγάλη, ότι προκατειλημμένοι ούτοι εκ των καθ' εκάστην εν τω τύπω κατά κόρον γραφομένων περί των λεγομένων προστατίδων Δυνάμεων και περί των λαών αυτών ως των μόνων φιλελλήνων, δεν προσεδόκων ν' ακούσωσιν ότι ο Γερμανικός Φιλελληνισμός ήτο ο πρώτος και ακραιφνέστατος φιλελληνισμός. Εντεύθεν δ' εξέφρασαν πολλοί την επιθυμίαν ίνα τα από του βήματος της αιθούσης της Εταιρείας λεχθέντα υπ' εμού αναγινώσκωνται και εν ευρυτέρω κύκλω υπό του Ελληνικού λαού. Η τοιαύτη επιθυμία προερχομένη εξ αγνού και ευγενούς προς την ιστορικήν αλήθειαν και την ιστορικήν δικαιοσύνην αισθήματος αγάπης μοι εφάνη λίαν εύλογος και, ως παρά τω λαώ διαφώτισις σπουδαίου μέρους της εθνικής ιστορίας, υπηρεσία εθνική. Ουδαμώς πάντως πρόκειται ενταύθα περί των ως μήποτ' ώφειλε εν τοις εσχάτοις καιροίς διαιρούντων και διχαζόντων το έθνος ημών πολιτικών και εθνικών φρονημάτων και αισθημάτων ως προς τας σχέσεις αυτού προς εκατέραν των διαμαχομένων προς αλλήλας συστάσεων των μεγάλων Ευρωπαϊκών Λαών, αλλά περί συμφέροντος ηθικού, κοινού εις όλους τους Έλληνας, του συμφέροντος του γινώσκειν δηλονότι και μελετών το ανεπίληστον [1] ιστορικόν παρελθόν και της κατά μέρος τουλάχιστον, δια τοιαύτης γνώσεως, διαφωτίσεως της οδού της κατευθύνσεως της ιστορικής και εθνικής εν τω αχανεί μέλλοντι. Συμφέρον μέγα του γένους ημών είναι εν τη περί του μέλλοντος κρίσει αυτού να μη παραπλανάται εκ των συγκρουομένων προς άλληλα θερμών του παρόντος αισθημάτων, αλλά ν' αποβλέπη προς το μέλλον τούτο ψυχρώς και απαθώς εν πάση γνώσει και συνειδήσει της αληθείας. Το μέλλον του κόσμου του ιστορικού ανήκει, ως τα πάντα ήρξαντο αριδήλως [2] μαρτυρούντα, ουχί εις την πρωτοβουλίαν των Κυβερνήσεων, αλλ' εις την πρωτοβουλίαν των λαών. Ακριβώς δ' εν τη διακρίσει λαών και Κυβερνήσεων έγκειται η ιδιαιτέρα σπουδαιότης της ιστορίας του καθόλου [3] φιλελληνισμού.

Εν τη ιστορία του μεγάλου Ελληνικού αγώνος δύο υπήρξαν εξωτερικοί συντελεσταί εις την ευόδωσιν και τελικήν επιτυχίαν τούτου: Ο φιλελληνισμός ήτο η υπό των λαών της Ευρώπης λόγω και έργω δειχθείσα προς τον αγώνα συμπάθεια, και η πολιτική και πολεμική συνδρομή τινων Κυβερνήσεων Ευρωπαϊκών. Εν τω πρώτω κεφαλαίω, τω της συμπαθείας και ενεργού συνδρομής των λαών εις τον Ελληνικόν αγώνα, πρωτεύει η Γερμανία, αλλ' εν τω δευτέρω υστερεί, διότι δεν υπήρχε τότε Γερμανική Κυβέρνησις εθνική, το εθνικόν φρόνημα και αίσθημα εκπροσωπούσα, αλλά, ως θέλομεν ιδιαιτέρως πραγματευθή τούτο περαιτέρω, πολλαί κυβερνήσεις γερμανικαί, ών αι ασθενέστεραι ήσαν αι φιλελληνικαί, η δε ισχυροτάτη, ήτο η ψευδογερμανική Κυβέρνησις της Αυστρίας, η τοσούτον απηνώς πολεμία προς τον εθνικόν αγώνα των Ελλήνων, όσον και προς τον εθνικόν αγώνα των Γερμανών και προς πάντα καθόλου αγώνα εθνικόν. Ως προς δε τα της πολιτικής και πολεμικής συνδρομής τινων Κυβερνήσεων, η ευρεία και βαθεία μελέτη του ευρωπαϊκού πολιτικού ή διπλωματικού μέρους της ιστορίας του αγώνος πείθει πάντα ότι η μόνη Κυβέρνησις, ήτις ειργάσθη αληθώς πολιτικώς τε και διπλωματικώς και πολεμικώς, είναι η Ρωσσία, μόνη δυναμένη να λέγηται ευεργέτις, ουχί υποκειμενικώς, αλλ' εξ αντικειμένου, ουχί από συμπαθείας και λόγων οιωνδήποτε αισθηματικών, αλλ' εκ παραδόσεως πολιτικής, από λόγων ιστορικών, από λογικής πραγμάτων επιβαλλούσης τότε εις την Δύναμιν ταύτην τοιαύτην πολιτικήν. Πασών των άλλων μεγάλων Δυνάμεων η ενέργεια, ιδίως της Αυστρίας και Αγγλίας, έτι δε και της Γαλλίας, υπήρξεν επί έτη αντίδρασις ενεργητική ή παθητική εναντίον της Ρωσσικής ενεργείας, αγών προς ματαίωσιν της Ρωσσικής υπέρ των Ελλήνων ενεργείας. Αυτή δ' η πολιτική έπεισεν επί τέλους δύο των Δυνάμεων τούτων, την Αγγλίαν και την Γαλλίαν, να συμπράξωσι μετά της Ρωσσίας ουχί χάριν της Ελλάδος αυτής, αλλά διότι, και δι' άλλας αιτίας και διά την ισχυράν επίδρασιν του καθόλου φιλελληνισμού, δεν ηδύναντο ν' αντιπράξωσιν εις τας ενεργείας τας Ρωσσικάς. Ο πολυθρύλητος Άγγλος φιλέλλην πολιτικός Γ. Κάννιγκ επί έτη εδέσμευσε την Ρωσσικήν ενέργειαν διά μυρίων λοξοδρομικών κινήσεων εν τοις κρισιμωτάτοις του αγώνος καιροίς, τέλος δ' ηνώθη μετά της Ρωσσίας ίνα επιτηρή και περιστείλη εντός στενοτάτων ορίων την Ρωσσικήν ενέργειαν. Η Γαλλία προσεχώρησεν εις τον Αγγλορωσσικόν σύνδεσμον, ίνα διασπάση και τον σύνδεσμον τούτον, ως απροκαλύπτως ωμολόγησε προς την Αυστριακήν Κυβέρνησιν ο Γάλλος πρωθυπουργός Βιλλέλ, προσθέτων ότι «πρέπει τις ενίοτε να συμβιβασθή μετά του κακού ίνα επιτύχη του αγαθού». Πάσαι αι ενέργειαι αι Αγγλικαί και Γαλλικαί εν τη «τερατώδει» κληθείση υπό του Μετερνίχου εν τω Ελληνικώ ζητήματι ενώσει των τριών Δυνάμεων, απέβλεπον προς αυτόν τον σκοπόν, να μη επιτρέψωσιν εις την Ρωσσίαν ίνα προφάσει ενεργείας υπέρ Ελλάδος επενέγκη την πτώσιν του Οθωμανικού Κράτους. Η εν Ναυαρίνω ναυμαχία δεν ήτο έργον των Κυβερνήσεων, αλλά του ναυάρχου Κοδριγκτώνος, όστις διά τούτο ακριβώς απεδοκιμάσθη και επέμφθη εις δίκην. Η δε ναυμαχία εκείνη, ως λέγει αληθέστατα ο Πρόκες, κατά τρίχα δεν ήθελε προαγάγει την λύσιν του ελληνικού ζητήματος, αν μη εγίνετο ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τω 1828-29. Ο Βασιλεύς Κάρολος I ήτο προσωπικώς λίαν φιλέλλην και εδείχθη προσωπικώς ευεργέτης της Ελλάδος· αλλ' η Γαλλική πολιτική δεν έπαυε του να είναι διπρόσωπος εν ταις υπέρ Ελλάδος επιβεβλημέναις αυτή ενεργείαις, και εν αυτή έτι τη εις Πελοπόννησον στρατεία. Η δε Αγγλική ειργάσθη πάντοτε και μετά τον πόλεμον του 1828-29, ίνα περιστείλη όσον ήτο δυνατόν τα υπέρ της Ελλάδος αποτελέσματα του πολέμου εκείνου. Μόνον δε η εσωτερική ηθική δύναμις του αγώνος και η αίγλη η ηρωική, ήν περιεβλήθη, και η μετά της τοιαύτης ιδιότητος του αγώνος συνδεομένη ηθική ισχύς του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού κατίσχυσαν, εν ώ μέτρω ήτο δυνατόν, των επιβούλων ενεργειών της πολιτικής και εδέσμευσαν εις το άρμα του Φιλελληνισμού και της Ρωσσίας Αγγλίαν και Γαλλίαν. Συνελόντι ειπείν [4] , δύο δυνάμεις, πλην της τρίτης ή μάλλον πρώτης, της αλκής [5] του Ελληνικού, συνετέλεσαν εις την επιτυχίαν του ελληνικού αγώνος, ο φιλελληνισμός και η Ρωσσική πολιτική. Περί πάσης άλλης ευρωπαϊκής πολιτικής εν τω Ελληνικώ αγώνι τούτο μόνον δύναται να ρηθή, ότι ήτο φανερά η κεκρυμμένη επίβουλος αντενέργεια εναντίον της Ρωσσικής πολιτικής. Και όμως, και η πολιτική αύτη, ένεκα της ηθικής δυνάμεως του εξ ιδέας προελθόντος αγώνος και του παρομαρτούντος [6] αυτώ φιλλεληνισμού, συνέπραττεν αφανώς και αδήλως, αλλά πραγματικώς, παρά την γνώσιν και την θέλησιν των δρώντων, εις την επικράτησιν της Ρωσσικής πολιτικής, διότι αύτη και εξ αντικειμένου μόνον και τυχαίως έστω και συμπτωματικώς ήτο φιλελληνική εν τοις πράγμασιν αυτοίς. Καθόλου δε περί της ευρωπαϊκής πολιτικής και διπλωματίας εν τω ελληνικώ αγώνι είναι αδύνατον εν παντί βήματι να μη αναμνησθή τις των ρημάτων του μεγάλου Γερβίνου: «Εάν η ελληνική επανάστασις δεν είχε χαρακτήρα ούτω τραγικόν, εάν η φρικώδης σοβαρότης των πολιτικών αγώνων και των παντοειδών συμφορών και καταθλίψεων δεν εξηρτάτο εκ του ιδιοτρόπου παιγνίου των ισχυρών, ήθελε τις επιχειρήσει να γράψη τα διπλωματικά μέρη της ιστορίας ταύτης ώσπερ σάτυραν χλευαστικήν· διότι σπανίως εν τω μυστηριώδει μίτω της ιστορίας τοσούτον φανερώς εφάνη το δίκτυον, σπανίως δε εγένετο δήλον πόσον ασθενείς και ευτελείς είναι αι δυνάμεις αι ιθύνουσαι τοσούτον συχνά τας μεγάλας τύχας των λαών». Ταύτα ο Γερβίνος περί του διπλωματικού παράγοντος του ελληνικού αγώνος. Πάντη αντιθέτως έχουσι τα του ετέρου ευρωπαϊκού παράγοντος, του Φιλελληνισμού.

Α' ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΘΟΛΟΥ


Ο φιλελληνισμός και ως πράγμα και ως όνομα, είναι προϊόν πνευματικόν της νεωτέρας ευρωπαϊκής ιστορίας. Εν τη αρχαία Ελλάδι φιλέλλην εκαλείτο ου μόνον ο φίλος των Ελλήνων ξένος (ως ο Άμασις της Αιγύπτου), αλλά και Έλλην φιλογενής, ιδίως δε ο την ελληνικήν παίδευσιν καλλιεργών και προστατεύων, όπως ο των Συρακοσίων ηγεμών Ιέρων. Εντεύθεν δε το όνομα εσήμαινεν, όπως και το φιλαθήναιος και το Ελληνικός, και τον πεπολιτισμένον άνθρωπον. Και εν τοις Ρωμαϊκοίς δε χρόνοις το όνομα εδίδετο εις τους καλλιεργούντας την ελληνικήν παίδευσιν και τον ελληνικόν πνευματικόν βίον Ρωμαίους (Σκηπίωνα, Φλαμινίνον), και μάλιστα εις Αυτοκράτορας, οίοι Αδριανός, Μάρκος Αυρήλιος, Γαλλιηνός. Το όνομα μετά τους Ρωμαϊκούς χρόνους λησμονηθέν, ανεφάνη μετά πολλούς αιώνας εν τοις νεωτέροις χρόνοις, κατά την περίοδον της καλουμένης Αναγεννήσεως (Renaissance), από του 14 και 15 μ. Χ· δηλονότι αιώνος. Η διά της Αναγεννήσεως αρξαμένη μεγάλη προς την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν, φιλολογίαν, τας καλάς τέχνας και σύμπαντα τον ελληνικόν πνευματικόν βίον αγάπη παρήγαγε κατά φυσικήν συνεφέλκυσιν ιδεών και αισθημάτων αγάπην τινά και προς παν απ' ευθείας ή εμμέσως προς το αρχαίον ελληνικόν συνδεόμενον, κατά φυσικήν δε και λογικήν ακολουθίαν και προς τους νεωτέρους Έλληνας. Ο τοιούτος ελληνισμός ήκμασε προ πάντων εν Γερμανία, ένθα οι μεγάλοι ηγέται της ελληνικής παιδεύσεως και τα ονόματα αυτών έτι μετεποίουν εις ταυτόσημα ελληνικά (ο Δεσιδέριος μετωνόμασεν εαυτόν Έρασμον, ο Ραϊχλίνος Καπνίωνα, ο Σβάρζερτ Μελάγχθονα), αλλ' υπήρχε και εν Ιταλία τουλάχιστον κατά τον 15 και 16 αιώνα. Αλλ' ο τοιούτος φιλελληνισμός ο ευρωπαϊκός κυρίως εν Γερμανία εστράφη θετικώς προς το υπό το Οθωμανικόν Κράτος Ελληνικόν και έλαβε κατά μικρόν σάρκα και υπόστασιν πολιτικήν αποβλέπουσαν εις την πολιτικήν αποκατάστασιν των νέων Ελλήνων. Η κοιτίς του νέου τούτου μετά τον πνευματικού συνημμένου πολιτικού, ούτως ειπείν, φιλελληνισμού είναι η Γερμανία, εντεύθεν δε ο Γερμανικός φιλελληνισμός κατέλαβεν έξοχον θέσιν κατά τον μέγαν υπέρ ελευθερίας ελληνικόν αγώνα.

Β' Ο ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


Ο Γερμανικός φιλελληνισμός διαφέρει και υπερέχει ηθικώς και πνευματικώς τον εν πάσαις ταις άλλαις ευρωπαϊκαίς χώραις, διαρκούντος του αγώνος, παραχθέντος φιλελληνισμού κατά τούτο, ότι είναι ο αρχαιότερος διαρκέστερος, ακραιφνέστερος [7] , εγκαρδιώτερος, από φρονημάτων βαθυτέρων και αισθημάτων υψηλοτέρων και μάλλον πεφωτισμένων προελθών, ο εις μείζονας θυσίας και χρημάτων και αίματος υποβολών εαυτόν και πλέον καρποφόρος, ως ηθική και πνευματική δύναμις, αποβάς. Διαφέρει δε και κατά τούτο ότι προϋπήρχε της επαναστάσεως και συνετέλεσεν ηθικώς εις την έκρηξιν αυτής, ενώ ο των άλλων χωρών φιλελληνισμός προήλθεν εκ του αγώνος αυτού· έτι δε μάλλον διαφέρει του των άλλων χωρών φιλελληνισμού κατά τούτο, ότι έχει χαρακτήρα καθολικώτερον πνευματικόν, ενεργώς νοερόν, ενώ ο της άλλης Ευρώπης, προελθών κυρίως από των φοβερών συμφορών της επαναστάσεως, έχει χαρακτήρα μάλλον αισθηματικόν και χριστιανικώς φιλάνθρωπον. Ο Γερμανικός φιλελληνισμός, ο εξεγερθείς ισχυρότατος, σφοδρότατος άμα τη αρχή του αγώνος και μετασχών των πρώτων μαχών (εν Θερμοπύλαις μόλις ένα μήνα μετά την έναρξιν του αγώνος παρά τον γενναίως μαχόμενον Αθανάσιον Διάκον έπεσαν ικανοί φιλέλληνες Γερμανοί, εν οίς και ο από ευγενούς οίκον Χολσταϊνικού καταγόμενος Βάλδεμαρ Κουάλεν), είχε χαρακτήρα καθολικής ιδεώδους φιλανθρωπίας εν τη παρά τοις αρχαίοις σημασία του ονόματος, της αγάπης δηλονότι προς παν το εν τω ανθρωπίνω βίω και ιστορία μέγα και ευγενές. Ο Γερμανικός φιλελληνισμός, δεν προήλθεν απλώς από φιλανθρώπου συμπαθείας προς τας συμφοράς των σφαζομένων, αιχμαλωτιζομένων, εξανδραποδιζομένων θυμάτων του αγώνος, ούτε απλώς από θαυμασμού προς τα ηρωικά έργα των γενναίων μαχητών της ελευθερίας· υπό τούτων επερρώσθη προϋπάρχων αυτών· προήλθε δε από βαθείας αγάπης, θαυμασμού και λατρείας προς τα ονόματα Έλληνες και Ελλάς, προς την αρχαίαν Ελλάδα, προς την Χριστιανικήν Ελλάδα, προς το Έθνος όπερ εν ονόματι των προγόνων αυτού εξεγειρόμενον, παρίστατο εις την σκηνήν του πολιτικού κόσμου μετ' αξιώσεων και δικαιωμάτων αποκαταστάσεως εις την παλαιάν αυτού δόξαν και εύκλειαν. Εντεύθεν ο Γερμανικός φιλελληνισμός ήτο ποιητικός άμα και πρακτικός, ποιητικός εν τη προς την ιδέα και το ιδεώδες πτήσει, πρακτικός εν τη προς επιτυχίαν του αγώνος ενεργώ συμπράξει· ιδεώδης άμα και πραγματικός, ιδεώδης εν τη αντιλήψει και τω ενθουσιασμώ, πραγματικός εν τη εθελοθυσία [8] . Παραδείγματα τοιούτου φιλελληνισμού ήσαν λίαν σπάνια εκτός της Γερμανίας (οίον το του Λόρδου Βύρωνος και του Συνταγματάρχου Στάνχοπ εν Αγγλία καί τινων Αμερικανών εν ήττονι βαθμώ). Και ενώ εν ταις λοιπαίς πεπολιτισμέναις χώραις μέχρι τον 1824-25 αραιά μόνον απαντώσι παραδείγματα φιλελληνισμού, η Γερμανία από του 1821 εμφανίζεται ως μεγάλη κοιτίς και φλογερόν εργαστήριον φιλελληνισμού· Πανεπιστήμια, Ακαδήμειαι, Σύλλογοι επιστημονικοί είνε τα κέντρα της μεγάλης φιλελληνικής κινήσεως και ενεργείας, καθηγηταί δε και η Ακαδημαϊκή νεότης είναι οι κυριώτατοι πράκτορες της τοιαύτης κινήσεως. Εκείνο, όπερ ο λόρδος Γράνβιλ είπε τω 1873 τοις φοιτηταίς Αγγλικών πανεπιστήμιων, ότι η Ακαδημαϊκή νεότης εδημιούργησε την νέαν Ελλάδα, αληθεύει κυρίως περί της Ακαδημαϊκής νεότητος της Γερμανικής. Ποιηταί και ποιήτριαι, λόγιοι πάσης τάξεως, συγγραφείς και δημοσιογράφοι, πολιτειολόγοι και μυθιστοριογράφοι, βασιλείς και βασιλόπαιδες, στρατηγοί και στρατιώται, εστρατεύοντο πάντες υπέρ του ελληνικού αγώνος.

Αλλ' ενταύθα ευρίσκεταί τις πάντως προ της εξής απορίας και ερωτήσεως: Πώς ούτως εχόντων των πραγμάτων η Γερμανία δεν μετέσχεν ως κράτος του υπέρ ελευθερίας αγώνος των Ελλήνων και κατέλιπε το έργον τούτο εις κράτη υποδεέστερα αυτής κατά την ηθικήν ρώμην και ζέσιν του φιλελληνισμού; Πώς η Γερμανία ή το Γερμανικόν Κράτος δεν εγένετο Δύναμις ευεργέτις της Ελλάδος, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία; Αι τοιαύται ερωτήσεις είναι καθ' εαυτάς αρκούντως σοβαραί και πείθουσιν ημάς ίνα, πριν ή προχωρήσωμεν εις την περαιτέρω παράστασιν και αφήγησιν του Γερμανικοί φιλελληνισμού, λύσωμεν το ούτω προβαλλόμενον ημίν ζήτημα.

Και λοιπόν απαντώντες εις την άνω ερώτησιν, λέγομεν ότι κατά τον χρόνον, καθ' όν ο πυρσός του γερμανικού φιλελληνισμού, αναρριπισθείς εν αρχή του αγώνος, μετεποίησε πάσαν την διανοουμένην και αισθανομένην Γερμανίαν απ' άκρου εις άκρον εις κάμινον φλεγομένην πυρός φιλελληνικού, κράτος Γερμανικόν ή Γερμανία ως κράτος και δύναμις πολιτική δεν υπήρχεν. Αι μεγάλαι ελπίδες και προσδοκίαι του Γερμανικού λαού, του τοσούτον ενθουσιωδώς και ηρωικώς αγωνισαμένου υπέρ ελευθερίας εναντίον του Ναπολεοντείου Γαλλικού ζυγού και λαβόντος παρά των ηγεμόνων αυτού πανδήμους υποσχέσεις και επαγγελίας περί πολιτικής ενότητος και περί συγκροτήσεως κράτους Γερμανικού ηνωμένου, εψεύσθησαν δεινώς, και τον καταλυθέντα του Ναπολέοντος ζυγόν διεδέξατο ο απολυταρχικός της ιεράς Συμμαχίας ζυγός· και το χείριστον, εν τη δημιουργηθείση τω 1815 Γερμανική πολυαρχία, εν τη λεγομένη Γερμανική ομοσπονδία των πολλών μεγάλων, μεσαίων και μικρών Κρατών η Αυστρία, το κράτος το μέγιστον και ισχυρότατον, το έχον την προεδρίαν εν τω ομοσπονδιακώ συμβουλίω των κρατών των Γερμανικών και την ηγεσίαν εν τη εξωτερική πολιτική της ομοσπονδίας, ήτο, κατά πνεύμα και το αίσθημα το εθνικόν, το ήκιστα πάντων γερμανικόν. Και είχε μεν το κράτος τούτο γερμανικόν πληθυσμόν ικανώς ισχυρόν και είχεν επίσημον γλώσσαν την γερμανικήν, αλλ' εν πάσι τοις άλλοις κεφαλαίοις του πολιτικού και πνευματικού βίου των Γερμανών ήτο ου μόνον το ήκιστα γερμανικόν, αλλά και το μάλιστα πολέμιον προς την Γερμανίαν ως λαόν και έθνος.

Εν τω πολυσυνθέτω τούτω πολιτικώ μουσείω εθνών και λαών η μόνη δύναμις η συνέχουσα τα πάντα ήτο η δυναστική ενότης και ο κύριος χαρακτήρ του Κράτους ήτο δυναστικός, πολεμιώτατος προς πάσαν αρχήν εθνότητος ως δύναμιν διαλυτικήν του Κράτους. Εντεύθεν η Αυστρία ήτο η γενομένη αιτία της ματαιώσεως πάσης προς πολιτειακήν ελευθερίαν και εθνικήν ενότητα του Γερμανικού έθνους, του ζητούντος αμφότερα ταύτα, ως αντάλλαγμα των μεγάλων αυτού εθνικών πολέμων των ετών 1813-15, ενεργείας των άλλων Γερμανικών Κυβερνήσεων και των πολιτικών και των εθνικών ηγετών και αντιπροσώπων της εθνικής ιδέας του γερμανικού λαού. Αι δε διαβόητοι αρχαί της Ιεράς Συμμαχίας του 1815, ών επετήδευε την θερμήν προστασίαν και φρούρησιν, ήσαν απλώς προσχήματα προς καταπολέμησιν ουχί των ανατρεπτικών πολιτικής και κοινωνικής τάξεως επαναστατικών αρχών, ως προσεποιείτο ότι επίστευεν, αλλά της εθνικής ιδέας των Γερμανών.

Ο απέναντι του εξωτερικού κόσμου διερμηνεύων την πολιτικήν ταύτην Γερμανός το γένος πρίγκηψ Μετερνίχος, αρχιγραμματεύς της αυτοκρατορίας, εκήρυττεν εξ ίσου ως απλά γεωγραφικά ονόματα και γεωγραφικούς όρους τα ονόματα Ελλάς, Ιταλία και Γερμανία· και ήσαν αυτώ αι περί εθνικής ενότητος ιδέαι των Γερμανών και πάντα τα εθνικά ζητήματα των Γερμανών τοσούτον μισητά όσον και τα των Ιταλών και των Ελλήνων. Την δε εν τω ελληνικώ αγώνι μισελληνικωτάτην αυτού πολιτικήν υπηγόρευεν αυτώ προ πάντων ο φόβος Ρωσοτουρκικού πολέμου ο δυνάμενος να προέλθη εκ του αγώνος εκείνου, πολέμου δυναμένου να λάβη ευρείας διαστάσεις και να περιπλέξη και την Αυστρίαν, καθ' όν χρόνον το Κράτος τούτο στρατιωτικώς και οικονομικώς εν τοιαύτη διετέλει καταστάσει, ώστε εκ τοιούτου τινός πολέμου ζημίας μόνον και καταστροφάς ηδύνατο ν' αναμένη. Αλλ' η Αυστριακή αύτη πολιτική εύρισκε στήριγμα και εκτός των ορίων του Αυστριακού Κράτους. Η Αγγλική πολιτική των χρόνων εκείνων διηυθύνετο υπό του διαβοήτου μαρκησίου Λονδονδέρρυ του διά δηλητηριώδους διπλωματικού καλάμου καταπολεμούντος τον ελληνικόν αγώνα και ενισχύοντος την Μετερνίχειον μισελληνικήν πολιτικήν εν Γερμανία και εν Ευρώπη διά συνεννοήσεων διηνεκών και συνεντεύξεων προς τον Αυστριακόν αρχιγραμματέα. Αλλά και η Ρωσική πολιτική του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Α' απεκήρυξεν εν αρχή τον ελληνικόν αγώνα ως έχοντα την αυτήν αρχήν προς τα εν Ιταλία και εν Ισπανία ανατρεπτικά κινήματα· και ότε δε τάχιστα διέγνω τον χαρακτήρα αυτού τον αληθή, και πάλιν εν ταις πολιτικαίς ενεργείαις αυτού υπέκυψεν εις τας υποβολάς και εισηγήσεις της Αυστριακής πολιτικής. Μετά δε της Ρωσίας και Αυστρίας συνετάσσετο και η μισελληνικήν πολιτικήν μετερχομένη τότε Γαλλία. Εν Γερμανία το κράτος, το δεύτερον μετά την Αυστρίαν ερχόμενον ως προς το μέγεθος και την ισχύν, ήτο το Πρωσσικόν, όπερ απέναντι της Αυστρίας, μεθ' ής συνετάσσετο σύμπασα η Ευρώπη τω 1821-22, δεν ηδύνατο ν' ακολουθήση πολιτικήν ελευθέραν φιλελληνικήν. Και όμως η πολιτική της Πρωσσίας απ' αρχής του ελληνικού αγώνος ήτο κατ' ουσίαν φιλελληνική. Καθ' όν χρόνον ο Μετερνίχος τον ελληνικόν αγώνα εχαρακτήριζεν ως έργον ψεύδους και απάτης καταδεδικασμένον αρχήθεν εις αποτυχίαν ως πάντα τα έργα του σκότους και του ψεύδους, την δε ενδεχομένην επιτυχίαν αυτού ως μεγίστην συμφοράν εν Ευρώπη, ο δε περίφημος Γεντζ ο βοηθός αυτού, εκείνος του πολιτικού βίου του οποίου, κατά Γερβίνον, εκάστη σελίς απεκάλυπτε και έν αίσχος, εκάλει τους Έλληνας φυλήν καταχθονίαν, και εν Αγγλία δε ο Λονδονδέρρυ εκήρυττεν ότι ο αγών ο ελληνικός είχε την αυτήν αρχήν και χαρακτήρα, όν τα εν τη λοιπή Ευρώπη ανατρεπτικά κινήματα, και ότι εκ της επιτυχίας του αγώνος τούτου χάος μόνον και κυκεών πολιτικός και ηθικός ηδύνατο να προκύψη, άτε μη εχούσης της ελληνικής φυλής ουδέ δυναμένης να παραγάγη εξ εαυτής στοιχείον πολιτικής αναγεννήσεως· και ότι Αγγλία και Ευρώπη σύμπασα ησθάνοντο την ανάγκην να διαμαρτυρηθώσιν ισχυρώς εναντίον πάσης σκέψεως και αποπείρας της διά Ρωσοτουρκικού πολέμου αντικαταστάσεως εν Ευρώπη οθωμανικού κράτους δι' Ελληνικού· κατά τον χρόνον, λέγομεν, εκείνον μόνη κυβέρνησις μεγάλης Δυνάμεως ευρωπαϊκής συνηγορούσα υπέρ του ελληνικού αγώνος ήτο η Πρωσσική. Και ενώ τα επίσημα φύλλα της Πρωσσικής κυβερνήσεως, από φόβου συγκρούσεως προς την Αυστρίαν, τους Έλληνας εθεώρουν αθώα θύματα πλάνης, η Πρωσσική Κυβέρνησις ου μόνον εν τη προς την Ρωσικήν περί των ελληνικών πραγμάτων εγκύκλιον απαντήσει αυτής επεδοκίμαζε την δι' ευρωπαϊκού συνεδρίου ως ευρωπαϊκού ζητήματος λύσιν του ελληνικού ζητήματος, αλλά και δι' υπομνήματος συνταχθέντος υπό του εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών συμβούλου Αγκιλλών (βραδύτερον Υπουργού των Εξωτερικών) συνηγόρει υπέρ των ελληνικών δικαίων. Το υπόμνημα τούτο συνταχθέν κατά Ιούλιον 1821 συμφώνως προς το πνεύμα της υπό του πρωθυπουργού της Πρωσσίας κόμητος Άρδεμβεργ προς τον βασιλέα εκθέσεως της 10/22 Ιουνίου, έλεγεν: «Η ελληνική επανάστασις είναι αποτέλεσμα των καταπιέσεων της Πύλης, λαβούσα απλώς αφορμήν προς έκρηξιν εκ της επιδράσεως του εν Ευρώπη επαναστατικού κόμματος. Η αρχή και η δύναμις της επαναστάσεως έγκεινται εν αυτώ τω έθνει των Ελλήνων των καταστάντων ικανών να εξεγερθώσιν ένεκα της παρακμής και αδυναμίας των Τούρκων και της ωμότητος αυτών, ής ένεκα το ζήτημα το ελληνικόν μετετράπη εις ζήτημα φιλανθρωπίας, έτι δε εν τη κοινή της Ευρώπης γνώμη, ήν ασπάζονται πάντες οι φίλοι της εννόμου τάξεως, του χριστιανισμού και της δικαιοσύνης. Η ελληνική επανάστασις ουδέν κοινόν έχει προς τας της Νεαπόλεως Σαρδηνίας, Ισπανίας και Πορτογαλλίας, πλην ίσως της αφορμής της εκρήξεως. Οι Έλληνες δεν είναι αντάρται εναντίον νομίμου εξουσίας, ουδ' είναι άνθρωποι διακινδυνεύοντες υπέρ τεμαχίου τινός χάρτου πάντα τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής τάξεως. Εκείνο, όπερ ώπλισεν αυτούς, εισίν αισθήματα ευγενέστατα και ευγενέστατοι σκοποί· η δε του Σουλτάνου δεσποτεία δεν είναι Κυβέρνησις, αλλά παραφθορά πάσης κυβερνήσεως· ουδεμία υπάρχει υποχρέωσις υποταγής εις την τοιαύτην δεσποτείαν, καθ' ής και εν παντί άλλω χρόνω θα εδράττετό τις των όπλων ορμώμενος από αισθημάτων φιλανθρωπίας και θρησκευτικής αληθείας, Όπερ σήμερον απαγορεύεται υπό υψηλότερου σκοπού . . . Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος δεν θα δυνηθή ν' αντιστή μέχρι τέλους προς υπαγορεύσεις της ευσεβείας και της φιλανθρωπίας αυτού. Κατ' ακολουθίαν ο πόθος της διατηρήσεως της ειρήνης και της ομονοίας εναντίον των επαναστάσεων άγει εξ ανάγκης εις την μόνην οδόν του να κατασταθή ο ελληνικός αγών ζήτημα ευρωπαϊκόν και να προληφθή η Ρωσσική επέμβασις διά της επεμβάσεως της Ευρωπαϊκής, εν άλλαις λέξεσι να τεθώσιν οι Έλληνες υπό την προστασίαν της Ευρώπης» .

Ταύτα έλεγε προς την Ευρώπην τέσσαρας μόλις μήνας μετά την έκρηξιν της Ελληνικής επαναστάσεως η Πρωσσική Διπλωματία, καθ' όν χρόνον πλην της Ρωσσίας πάσαι αι λοιπαί μεγάλαι Δυνάμεις διέκειντο εχθρικώτατα προς τον αγώνα. Ημείς αναδιφήσαντες όσα ηδυνήθημεν διπλωματικά έγγραφα αναγόμενα εις την ιστορίαν του αγώνος απ' αρχής μέχρι τέλους αυτού, ουδέν εύρομεν κατά την ορθήν αντίληψιν και κρίσιν των πραγμάτων, κατά την ανυπόκριτον ειλικρίνειαν και παρρησίαν, κατά την θερμότητα των αισθημάτων και τον σεβασμόν προς την αλήθειαν και την δικαιοσύνην, ουδέν έγγραφον δυνάμενον να παραβληθή καν προς το ανωτέρω Πρωσσικόν υπόμνημα, και διά τούτο προ 25 ήδη ετών συγγράφοντες την διπλωματικήν ιστορίαν του μεγάλου αγώνος και καταχωρίζοντες εν αυτή το ειρημένον έγγραφον ελέγομεν: «Ούτω αι υγιέσταται και αληθέσταται και δικαιότατοι αρχαί και θεωρίαι περί της φύσεως και του χαρακτήρος της ελληνικής επαναστάσεως και περί του τρόπου της λύσεως του ελληνικού ζητήματος εξηγγέλλοντο υπό της Πρωσσίας εις την Ευρώπην από του 1821 και συνιστάτο η διά της κοινής ευρωπαϊκής ενεργείας πρόληψης είτε περιορισμός παντός Ευρωπαϊκού πολέμου. Εν τω υπομνήματι τούτω διαλάμπει αληθώς ουχί απλώς η ασφαλής διάγνωσις του αληθούς χαρακτήρος του ελληνικού αγώνος (διότι τούτον διεγίνωσκε κατά βάθος και αυτός ο Μετερνίχος, καίπερ εν τω φανερώ όλως τουναντίον ομολογών και κηρύττων), αλλ' η πολιτική χρηστότης, η ειλικρίνεια και η παρρησία, μεθ' ής η Πρωσσία εισηγείτο τη Ευρώπη την μόνην απέναντι του ελληνικού αγώνος τηρητέαν ορθήν πολιτικήν. Εις την τοιαύτην περί του ελληνικού αγώνος γνώμην της Πρωσσικής Κυβερνήσεως (προσεθέτομεν) συνετέλεσεν ουκ ολίγον και ο φιλελληνικός ενθουσιασμός ο κατά το πρώτον ήδη έτος καταλαβών την μη Αυστριακήν Γερμανίαν κ.λ.π.».

Εις ταύτα προστίθεμεν νυν ενταύθα, ότι η Πρωσσική διπλωματία απ' αρχής μέχρι τέλους του αγώνος εφάνη πρόθυμος εις πάσας τας υπέρ Ελλάδος προτασσομένας ενεργείας εργαζομένη υπό το πνεύμα τούτο και εν Πετρουπόλει και εν Λονδίνω· — και εν Κωνσταντινουπόλει δε ετήρησε γλώσσαν αυστηρού, αλλ' ειλικρινούς συμβούλου προς την Πύλην. Τω δε 1827, ότε η Γαλλία ως όρον της εις την Αγγλορωσικήν περί Ελλάδος συνεννόησιν προσχωρήσεως αυτής έθηκε την εις συνθήκην μεταξύ των πέντε Δυνάμεων μετατροπήν του Αγγλορωσικού πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως, η Πρωσσική Διπλωματία ειργάσθη εκθύμως [9] προς τούτο και εν Λονδίνω (διά του πρέσβεως Μπύλωβ) και εν Βιέννη, αλλ' άπασαι αι προς τον σκοπόν τούτον καταβληθείσαι ενέργειαι αυτής εματαιώθησαν υπό της Αυστριακής κακονοίας· και η Πρωσσία (ήτις άλλως δεν είχε στόλον ίνα πέμψη αυτόν εις τας ελληνικάς θαλάσσας) ηναγκάσθη υπό των Αυστριακών εις ουδετερότητα απλώς ευμενή, ίνα μη διά της προς την Αυστρίαν φανεράς αντιπράξεως προκαλέση εσωτερικάς ανωμαλίας και περιπλοκάς εν τη Γερμανική ομοσπονδία. Άλλως η Πρωσσία εποιήσατο χρήσιν πάντοτε όσης είχεν εν Κωνσταντινουπόλει ροπής πολιτικής, ίνα πείση την Πύλην εις τας υπέρ της Ελλάδος προτάσεις των τριών Δυνάμεων. Άξιον δε σημειώσεως, ότι ο βασιλεύς της Πρωσσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ' και ο τότε επίδοξος διάδοχος Φρειδερίκος Γουλιέλμος, ούτος μάλιστα λίαν απολυταρχικάς πρεσβεύων αρχάς, ιδιωτικώς εφάνησαν λίαν φιλέλληνες (όπως πάντες σχεδόν οι Γερμανοί ηγεμόνες) και προσήνεγκον και αδράς χρηματικάς δωρεάς υπέρ του αγώνος. Ούτως εξηγησάμενοι την θέσιν της Πρωσσικής πολιτικής εν τω ελληνικώ αγώνι, μεταβαίνομεν εις την ιδιαιτέραν ιστορίαν του Γερμανικού φιλελληνισμού.

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΕΝ ΤΩ ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΑΓΩΝΙ


Ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός, ο μετά την έναρξιν του αγώνος του ελληνικού τω 1821 μετά τοσαύτης ορμής και ενεργείας εκδηλωθείς, ήτο απόρροια φιλελληνισμού δυνάμει υπάρχοντος εν τη χώρα ταύτη απ' αιώνων και διά της σπουδής και καλλιεργείας των ελληνικών γραμμάτων επί αιώνας αναπτυχθέντος. Τα πρώτα σπέρματα του τοιούτου φιλελληνισμού ερρίφθησαν εν Γερμανία από της δευτέρας πεντηκονταετίας του 10 μ. Χ. αιώνος, ότε μετά πολλάς ενεργείας καταβληθείσας εκ μέρους του Βασιλέως των Γερμανών και Αυτοκράτορος του Αγίου Ρωμαϊκού Κράτους Όθωνος Α' και επανειλημμένας εις την αυλήν Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείας, επέμφθη εις Γερμανίαν διά Ρώμης (ένθα ετελέσθησαν οι γάμοι) η πορφυρογέννητος βασιλόπαις Θεοφανώ ως περίπυστος [10] νύμφη του υιού και επιδόξου διαδόχου (του Όθωνος Β' έπειτα βασιλέως και αυτοκράτορος). Οι εν τη ακολουθία της Ελληνίδος βασιλόπαιδος ευρισκόμενοι λόγιοι έθεσαν εν Γερμανία τας πρώτας βάσεις καλλιεργείας των ελληνικών γραμμάτων, ήτις δεν εξέλιπεν έκτοτε εν Γερμανία. Κατά δε τον 15 και 16 αιώνα, ότε οι Έλληνες εξ Ανατολής λόγιοι τοσαύτην παρέσχον επίδοσιν εν Ιταλία εις την των ελληνικών γραμμάτων σπουδήν, οι εν Ιταλία παιδευθέντες πρώτοι μεγάλοι Γερμανοί ελληνισταί Ιωάννης Ραϊχλίνος ή Καπνίων, και ο εκ Ροττερδάμης Έρασμος οι μεταβαλόντες, ως είπομεν, από σφοδράς αγάπης προς τα ελληνικά γράμματα και τα Λατινικά και Γερμανικά ονόματα αυτών εις ελληνικά ταυτόσημα, εκαλλιέργησαν και διέδοσαν ισχυρώς τα ελληνικά γράμματα, διδάσκοντες, εκδίδοντες και μεταφράζοντες αρχαίους Έλληνας ποιητάς και συντάσσοντες γραμματικάς της ελληνικής γλώσσης. Πάντες ούτοι ένεκα του προς την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν ενθουσιασμού αυτών ησθάνοντο συμπάθειαν προς την Ελλάδα· αλλ' η συμπάθεια αύτη είχεν απλώς χαρακτήρα ηθικόν και πλατωνικόν. Μόνον ο του Μελάγχθονος φίλος Λούθηρος ερρήγνυε κραυγήν οδύνης προς λαούς και ηγεμόνας επί τοις παθήμασι των χριστιανών της Ανατολής· αλλά και του Λουθήρου το αίσθημα είχε χαρακτήρα φιλανθρωπίας γενικωτέρας χριστιανικής. Τον αυτόν χαρακτήρα είχον και τα υπέρ των Χριστιανών της Ανατολής κηρύγματα τον Γερμανού καθολικού μοναχού Σχέρερ περί τα τέλη τον 16 αιώνος. Ως γνωστόν, ου πολύ μετά τον θάνατον τον Λουθήρου, οι προτεστάνται θεολόγοι της Τυβίγγης έπεμψαν εις Κωνσταντινούπολιν τον θεολόγον Στέφανον Γέρλαχ, ίνα συνάψη σχέσεις μεταξύ των ευαγγελικών Γερμανών και της ορθοδόξου εκκλησίας. Έκτοτε δ' ήρξατο εν Γερμανία μείζον υπέρ της ελληνικής εκκλησίας και υπέρ των Ελλήνων διαφέρον, ει και αι περί συνεννοήσεως μεταξύ των εκκλησιών διαπραγματεύσεις εις ουδέν απέληξαν αποτέλεσμα. Του τοιούτου δε διαφέροντος σύμπτωμα υπήρξε και η τω 1584 υπό του Κρουσίου εκδοθείσα περίφημος Turcograecia. Η από τον επομένου (17ου) αιώνος έτι μάλλον ενισχυθείσα μεταξύ της ελληνικής Ανατολής και της Γερμανίας πνευματική επικοινωνία έδωκε κατά μικρόν εις τον εν Γερμανία φιλελληνισμόν, χαρακτήρα και διεύθυνσιν θετικωτέραν, αποβλέπουσαν εις την ελευθέρωσιν των Ελλήνων. Κήρυξ διαπρύσιος [11] και σημαιοφόρος της νέας ταύτης διευθύνσεως υπήρξε περί τα τέλη του 17ου αιώνος ο εν Νυρεμβέργη ιεροκήρυξ Ιωάννης Βύλφερ (Wülfer). Ούτος νέος έτι ών (18 ετών) εξέδωκε πραγματείαν επιγραφομένην «η Ελλάς θρηνούσα την ερήμωσιν αυτής και επικαλουμένη βοήθειαν παρά των αλλοδαπών, μάλιστα παρά των Τευτόνων». Βραδύτερον ο Βύλφερ έγραψε συγκινητικάς επιστολάς προς τους εν Βενετία Έλληνας. Εν νέα δε πραγματεία, εκθέτων τα όσα έπασχεν η Ελλάς, επεκαλείτο την βοήθειαν πάντων των ηγεμόνων και μάλιστα του αυτοκράτορος Λεοπόλδου Α', προς όν παρίστανε την Ελλάδα ερχομένην ικέτιν και λέγουσαν εν γλώσση Ελληνική Ομηρική: «Κλύθι ω Αυτόκρατορ· ικέτις τέιν άντα ικάνω.» και αφηγουμένη πάντα όσα οι Έλληνες οι αρχαίοι έπραξαν υπέρ της ανθρωπότητος και ικετεύουσα τους αγαθούς βασιλείς της Εσπερίας ίνα ελευθερώσωσι τους χριστιανούς Έλληνας, εφώνει τάδε: «Ουδέν ελευθερίης βέλτερόν εστιν ανθρώποις· όστις ελευθερίης απολαύει, όλβιος εστιν· ός κείνης στέρεται, κρυεραίς άταισι παλαίει». Η επίκλησις της Ελλάδος ετελεύτα ομηρικώτατα «Νυνί, φίλοι, των βαρβάρων άιδι προϊάπτετε ψυχάς· έστι γαρ έχθιστος ανθρώπων ο Τούρκος». Εις το ποίημα τούτο του Βύλφερ απήντησεν ο εν Άλτδορφ της Βαυαρίας ελληνιστής καθηγητής Κένιγ δι' επιγράμματος ελληνικού, επικροτών εις τας ιδέας του Βύλφερ. Καθ' όν χρόνον Βύλφερ και Κένιγ εκήρυττον ταύτα, νικηφόροι προήλαυνον αι στρατιαί του αυτοκράτορος Λεοπόλδου Α' και του ηρωϊκού Δουκός και Εκλέκτορος της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Εμμανουήλ Β' εις τον Κάτω Δανούβιον και εις την ελληνικήν Χερσόννησον και επιτροπεία Ελλήνων σπουδαστών εν Γερμανικοίς Πανεπιστημίοις προσήρχετο προς τον Βαυαρόν ήρωα εκλιπαρούσα την ελευθέρωσιν της Ελλάδος. Και η μεν επελθούσα τω 1699 ειρήνη επέσχε την περαιτέρω προέλασιν των νικηφόρων Γερμανικών στρατιών. Αλλ' ο γερμανικός φιλελληνισμός ελάμβανεν έκτοτε διεύθυνσιν θετικήν πολιτικήν, χωρών εκ παραλλήλου προς την εν τοις Γερμανικοίς Πανεπιστημίοις τεραστίαν επίδοσιν της των ελληνικών γραμμάτων καλλιεργείας και εν αμίλλη προς ταύτην. Η προσοχή των Γερμανών Φιλολόγων ήρξατο επεκτεινομένη κατά μικρόν από του ύψους της κλασσικής φιλολογίας και επί την φιλολογίαν την νεοελληνικήν και επί τους νέους Έλληνας. Άπασα δε η ελληνική φιλολογία ήρξατο να επιδρά σπουδαιότατα και επί την γερμανικήν γραμματείαν, ουχί μόνον την κλασσικήν, αλλά και την δημοτικήν. Η κατά την οκτωκαιδεκάτην εκατονταετηρίδα διηγηματική ποίησις, λέγει ο καθηγητής Αρνόλδος, ασμενίζει ως επί το πολύ εις εγχωρίους ελληνικάς υποθέσεις. Ο Wieland και ο Heinse εισάγουσιν εις το Γερμανικόν κοινόν τας ελληνικάς σκηνογραφίας. Ο Heinse εν τη περιφήμω πραγματεία αυτού Ardinghello (Μακάρων νήσοις), εν ή εκτίθενται αι περί πλαστικής και ζωγραφικής θεωρίαι αυτού (τη εκδοθείση τω 1787), λαμβάνει την υπόθεσιν εκ της νεωτέρας Ελλάδος· εν τω μέσω δε του Αιγαίου πελάγους αναθρώσκει [12] η ιδεώδης του ποιητού πολιτεία· υπό το φαιδρόν δε τούτο κλίμα θέλει να επαναγάγη ο ποιητής το κράτος του Ελληνισμού και να εξελάση την βαρβαρότητα. Δέκα έτη μετά το Ardinghello (τω 1797) εφάνη η μυθιστορία ο «Υπερίων» ή ο «εν Ελλάδι ερημίτης» του μεγίστου λυρικού ποιητού Φρειδερίκου Χέλδερλιν, εν ή ποιητική μεγαλοφυία, βάθος και πλούτος διανοημάτων, υπόθεσις ευγενεστάτου ελληνικού πνεύματος και συναρπάζουσα τας ψυχάς υψιπέτεια εισίν ηνωμένα και ήτις έχει την έμπνευσιν εκ της νέας Ελλάδος. Ο Υπερίων, ο πρωταγωνιστής, εν ώ απεικονίζεται αυτό το πνεύμα και ο βίος του ποιητού, είναι ο πρώτος νεώτερος Έλλην εν τη γερμανική ποιητική γραμματεία, εκπροσωπών τον νεώτερον ελληνισμόν εν τη αναγεννήσει του αρχαίου και δους αφορμήν εις την παρά τοις Γερμανοίς γένεσιν του ελληνικού ζητήματος υπό έννοιαν πολιτικήν, του ζητήματος δηλονότι της πολιτικής αποκαταστάσεως του Ελληνικού Γένους. Τοσαύτη δε υπήρξε κατά τους χρόνους εκείνους η της Γερμανικής ποιήσεως και φιλολογίας επί την προαγωγήν του ζητήματος τούτου ηθική ροπή, ώστε τω 1801, ότε ήρξαντό τινα μικρά επαναστατικά κινήματα εν τη Στερεά Ελλάδι, ο περίφημος εν τω Πανεπιστημίω της Ιένης καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων Άσιος ηθέλησε να κατέλθη εις την Ελλάδα ίνα αγωνισθή.

Ότι ο φιλελληνισμός ούτος δεν απέβαλε και τον όν είχε κυρίως κατά τον 16 αιώνα θρησκευτικόν εν μέρει χαρακτήρα και ότι, καθ' όν χρόνον οι σοφοί φιλόλογοι και φιλόσοφοι από βημάτων πανεπιστημιακών εκήρυττον την ελευθερίαν της Ελλάδος, το αυτό εποίουν και ιεροκήρυκες οίος ο μνημονευθείς ελληνιστής άμα και θεολόγος Βύλφερ και ο θεολόγος Tschirmer τω 1813 και ο Iken εν τω «Ελληνίω» αυτού εκήρυττεν ότι είνε μεγάλη πλάνη το νομίζειν ότι η ελληνική εκκλησία αφίσταται πολύ της ευαγγελικής, τούτο βεβαίως δεν δύναται ν' αμφισβητηθή· αλλ' εγγύτερον προς την αλήθειαν ευρίσκονται οι φρονούντες, ότι ο Γερμανικός φιλελληνισμός του 18 και των αρχών του 19 αιώνος ήτο κυρίως ισχυρά αφύπνισις του πνευματικού φιλελληνισμού (Humanismus) του 15 και 16 αιώνος, κίνησις φιλολογική και αισθητική. Η λατρεία του αειζώου ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής τέχνης έδωκεν, ως λέγει και ο Caminade, εις την έξαρσιν ταύτην του ενθουσιασμού τον αληθή αυτής χαρακτήρα, υπέρ πάντας δε τους άλλους Γερμανούς οι φιλόλογοι και οι φιλόσοφοι Γερμανοί ήσαν, κατά Heine, οι καταληφθέντες υπό φλογός φιλελληνισμού, ο Θείρσιος εν Μονάχω, ο Ζόινε (Zeune) εν Βερολίνω, ο Ιάκοψ εν Γότθη, ο Φόσσιος εν Εϊδελβέργη, ο Κρύγιος [Κρούγιος] εν Λειψία.

Έτι τω 1811 ο κλεινός γεωγράφος και ιστορικός Ούκερτ έγραψεν «Εικόνας εξ Ελλάδος», άς ανέθηκεν εις τον Γκαίτε Βόλφιον και Φόσσιον· εν τη πραγματεία δε ταύτη κηρύσσεται ως επικειμένη η ελευθέρωσις της Ελλάδος. Δύο έτη μετά τον Ούκερτ ο κλεινός ελληνιστής Φρειδερίκος Θείρσιος εν Ακαδημεική διατριβή προήγγελλε την προσεχή ανάστασιν του «προσφιλούς λαού», μετά δύο δ' έτη πάλιν ο βαρώνος Ιωσήφ Άουφενβουργ ήθελε να κατέλθη εις Ελλάδα, ίνα εργασθή προς ελευθέρωσιν αυτής· αλλ' ο νεαρός ενθουσιώδης ευπατρίδης, αφού προυχώρησε μέχρι της Τρεβίζης, ηναγκάσθη να επανέλθη εις τα ίδια. Όπως ο κατά τα έτη 1813-14 εν τω υπέρ ελευθερίας των Γερμανών αγώνι υπέρ της Γερμανικής ελευθερίας ενθουσιασμός συνήπτετο μετά του υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος ενθουσιώδους πόθου, ούτω και η από του 1815 καταλαβούσα τας ευγενείς Γερμανικάς ψυχάς επί τη ματαιώσει των εθνικών ελπίδων περί ενότητος και πολιτειακής ελευθερίας απογοήτευσις έτι μάλλον εξήπτε τον πόθον της ελληνικής ελευθερίας· και εν τη ιδέα ταύτη εύρισκον παραμυθίαν και ανακούφισιν ηθικήν αι ψυχαί των υπέρ της Γερμανίας ενθουσιώντων μεγάλων Γερμανών και επί μακρόν έκτοτε η φιλοπατρία η Γερμανική συνεδέετο μετά της αγάπης προς την νέαν Ελλάδα και πάντες οι μεγάλοι Γερμανοί φιλοπάτριδες ήσαν και φιλέλληνες. Ότε τω 1812 ο τότε φιλελεύθερος έτι Γερμανός ποιητής Κοτσεβούε (ο βραδύτερον γενόμενος αντιδραστικός και οικτρόν ένεκα τούτου ευρών τέλος) εποίησε το ποίημα αυτού «Τα ερείπια των Αθηνών» και εψάλη τούτο ως εξόδιον εν τω βασιλικώ θεάτρω της Πέστης, μελοποιηθέν υπό του Μπετόβεν, γενική συγκίνησις και κατάνυξις βαθεία κατέλαβε πάντας επί ταις συμφοραίς της αναξιοπαθούσης Ελλάδος. Αι από του παρελθόντος δε αιώνος ήδη αρξάμεναι πνευματικαί σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας έτι μάλλον συνεσφίγχθησαν, επιστολαί από επιστημονικών συλλόγων Γερμανικών επέμποντο εις Έλληνας λογίους ενθαρρύνουσαι τους υπέρ αναγεννήσεως αγώνας, Έλληνες δε λόγιοι διωρίζοντο μέλη Ακαδημειών, ως ο Άνθιμος Γαζής (μέλος των Ακαδημειών Βερολίνου και Μονάχου). Αύτη η Αυστριακή Βιέννη, ήτις περί τα τέλη του 18 και τας αρχάς του 19 αιώνος ήτο κέντρον μικράς ελληνικής άμα και φιλελληνικής κινήσεως, εγένετο τω 1815, ότε εκρίνετο ενταύθα και ερρυθμίζετο η τύχη των λαών και κρατών της Ευρώπης, εντευκτήριον μεγάλων Ελλήνων και φιλελλήνων. Ενταύθα συνηντήθησαν Ιάκωβος Γριμμ, Άνθιμος Γαζής, Ιωάννης Καποδίστριας· αλλά πάσαι αι υπέρ Ελλάδος παρά τοις ισχυροίς ενέργειαι αυτών υπέρ Ελλάδος εματαιώθησαν υπό της Αυστριακής πολιτικής, ής ο αντιπρόσωπος αρχιγραμματεύς της Αυτοκρατορίας πρίγκηψ Μετερνίχος έλεγε προς τον εν ταις προπαρασκευαστικαίς επιτροπείαις του Συνεδρίου προτείνοντα την βελτίωσιν της θέσεως των Ελλήνων I. Καποδίστριαν, ότι δεν εγνώριζεν έθνος ελληνικόν, αλλά μόνον υπηκόους χριστιανούς του Σουλτάνου, όπως δεν εγνώριζεν έθνος Γερμανικόν και έθνος Ιταλικόν. Το μόνον έργον του Καποδιστρίου εν Βιέννη υπήρξε τότε, ως γνωστόν, η ίδρυσις της «Εταιρείας των Φιλομούσων» προς διάδοσιν της παιδείας εν Ελλάδι, ής Εταιρείας ενεγράφησαν ως μέλη πλείστοι ηγεμόνες, εν οίς πρώτος ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος, και πολιτικοί άνδρες. Ως γνωστόν, έν έτος μετά το συνέδριον της Βιέννης ιδρύθη, κατά μίμησιν της υπό του Καποδιστρίου ιδρυθείσης, η «Εταιρεία των Φιλικών», αλλ' αύτη έλαβεν ευθής πολιτικόν χαρακτήρα αποβλέπουσα εις την ελευθέρωσιν του έθνους. Της εταιρείας ταύτης λαβών γνώσιν ο Θείρσιος εγένετο εξωτερικόν μέλος αυτής και εδιπλασίασεν έκτοτε τον υπέρ της Ελλάδος ζήλον, κηρύττων και από έδρας πανεπιστημιακής και από βήματος Ακαδημειών και Συλλόγων την προσεχή ελευθέρωσιν της Ελλάδος, μέχρις ού, εκραγείσης τω 1821 της επαναστάσεως, ίδρυσεν ευθύς, παρορμήσει του επιδόξου διαδόχου του Βαυαρικού θρόνου Λουδοβίκου, ομού μετά του έπειτα Υπουργού γενομένου βαρώνου Σεγκ τον φιλελληνικόν σύλλογον του Μονάχου, ού εγένετο Πρόεδρος. Έν των υπέρ Ελλάδος μεγάλων έργων του Θειρσίου ευθύς εξ αρχής της επαναστάσεως ήτο ότι κατώρθωσε να προσαγάγη εις τας υπέρ Ελλάδος γνώμας και ενεργείας αυτού την μέγα δυναμένην τότε εν τη δημοσία γνώμη Γερμανίας και Ευρώπης και πρωτίστην των Γερμανικών εφημερίδων Αυγουσταίαν «Γενικήν εφημερίδα» (Algemeine Zeitung von Augsburg), ήτις μέχρι τέλους υπεστήριζε τον ελληνικόν αγώνα, δεχομένη εις τας στήλας αυτής πάσας τας υπέρ Ελλάδος πραγματείας των φιλελλήνων. Μετά του Θειρσίου ηνώθη ο της φιλοσοφίας καθηγητής Κρύγιος, όστις και συνέταξε πρόγραμμα, ήτοι εναρκτήριον λόγον πανεπιστημιακόν «περί αναγεννήσεως της Ελλάδος», και περί τα μέσα Ιουλίου 1821 εξέδωκε την πρώτην προκήρυξιν περί συστάσεως επικουρικών συλλόγων και συλλογής εράνων. Εις το κήρυγμα τούτο προσήλθεν αρωγός ο βαρώνος Δάλβεργ και ο περίφημος Γάγερν. Ο Γάγερν πρώτος συνέλαβε το σχέδιον της συγκροτήσεως λεγεώνος φιλελλήνων. Και, συνωδά προς το σχέδιον του Γάγερν, απέτεινεν ο Θείρσιος (6/18 Αυγούστου) επίκλησιν προς τους Γερμανούς. Η επίκλησις αύτη τοσούτω μάλλον ισχυράν εύρεν ηχώ εν τη διανοία των Γερμανών, όσον πλην του εν Μονάχω είχον ιδρυθή τω 1821 σύλλογοι φιλελληνικοί εν Στουττγάρδη, Τυβίγγη, Φρειβούργω, Εϊδελβέργη και Φραγκφούρτη και έν τισι πόλεσι της Γερμανικής Ελβετίας, ενώ τουναντίον, ως λέγει ο Αρνόλδος, εν άλλαις ευρωπαϊκαίς χώραις ο φιλελληνισμός ου μόνον ουδαμώς υπεστηρίζετο, αλλά και κατεδιώκετο. Τουναντίον δ' εν Γερμανία, καίπερ καταδιωκόμενος απηνώς, ηθικώς τε και πολιτικώς, υπό της πανισχύρου Αυστριακής πολιτικής, πανταχού εθριάμβευε, μεθ' όσα εν Βιέννη εδημοσιεύοντο δηλητηριώδη εναντίον των Ελλήνων άρθρα εν τω οργάνω του διαβοήτου Γεντζ «Αυστριακώ παρατηρητή» (Oesterreichischer Beobachter), υπ' αυτού του Γεντζ ως κύρια άρθρα ή εν είδει ανταποκρίσεως δήθεν εξ Ελλάδος συντασσόμενα, και υπό του Τουρκιστού Χάμμερ, του γράψαντος βραδύτερον την ιστορίαν του Οθωμανικού κράτους, εν τοις «Βιενναίοις Χρονικοίς» γραφόμενα. Δεινή εναντίον του εν Γερμανία φιλελληνισμού εξηγείρετο τότε η διεφθαρμένη ηθικώς Αυστριακή αριστοκρατία και διπλωματία, αριθμούσα εν ταις τάξεσιν αυτής πάντας τους Αυστριακούς διπλωμάτας, εν οίς τινες ομού μετά του Γεντζ και διά καλάμου δηλητηριώδους κατεπολέμουν τον ελληνικόν αγώνα, οίος ο εν Πετρουπόλει τω 1824-25 Αυστριακός πρεσβευτής κόμης Λεβζέλτερν εξενεγκών το διαβόητον απόφθεγμα: «η Ευρώπη δεν οφείλει εις την αρχαίαν Ελλάδα ουδέ το τέταρτον του πολιτισμού, όν επορίσθη παρά των Αράβων». Εν Γερμανία αυτή μόνον οι χρηματιστικοί κύκλοι της Φραγκφούρτης αντέδρων ασθενώς εναντίον του ρεύματος του φιλελληνισμού. Τουναντίον δε εν ετέρω μεγάλω εμπορικώ και χρηματιστικώ κέντρω της Γερμανίας, τω Αμβούργω, η φιλελληνική κίνησις επήνεγκε και την ίδρυσιν ουχί μιας, αλλά πολλών φιλελληνικών επιτροπειών. Αυτό το Βερολίνον κατέστη κέντρον μεγάλης φιλελληνικής κινήσεως, μεθ' όλην την επιτετηδευμένην της Κυβερνήσεως επιφυλακτικήν πολιτικήν. Ου μόνον σοφοί μεγάλοι συγγραφείς, οι μέγιστοι ιστορικοί Νέανδρος και Νείβουρ (ούτος μάλιστα κατέχων θέσιν επισημοτάτην εν τη υπηρεσία του Κράτους) και ο περίφημος επί επιστημονική μεγαλοφυία και επιστημονική φιλανθρωπία καθηγητής της ιατρικής Χύφελανδ ήσαν ηγέται της εν Βερολίνω φιλελληνικής κινήσεως, αλλά και ο του θρόνου διάδοχος, (όπως και ο βασιλεύς πατήρ αυτού), καίπερ άλλως πρεσβεύων αρχάς πολιτικάς απολυταρχικάς (κατά τα δόγματα της πολιτικής φιλοσοφίας του Άλλερ). Διά των ανδρών τούτων και διά πλείστων άλλων περιφανών λογίων, καθηγητών, συγγραφέων, απ' άκρου εις άκρον της Γερμανίας η φιλελληνική κίνησις ευθύς από του πρώτου έτους τεραστίας έλαβεν εκτάσεις εξωτερικάς και έντασιν εσωτερικήν. Ευγενείς δέσποιναι, λέγει ο Αρνόλδος, εκ της ανωτάτης των ευπατριδών τάξεως περιήρχοντο από οικίας εις οικίαν, συνεπιβοηθούντων του βασιλέως και του πεφωτισμένου πρίγκηπος διαδόχου και του Δημοτικού συμβουλίου.

Εν Βρεσλαυία της Πρωσσίας στρατιώται και υπηρέται προσήρχοντο εις τας επιτροπείας φέροντες τον οβολόν αυτών. Ιδίως οι φιλόλογοι διέπρεπον επί φιλελληνική θέρμη. Συγκινητικώτατοι ήσαν ιδίως οι λόγοι, μεθ' ών ο γηραιός Φόσσιος, ο μεταφραστής των ομηρικών επών, συνώδευσε την εν Εϊδελβέργη εκ χιλίων φιορινιών (2 1/2 χιλ. φρ.) συνδρομήν αυτού «ως μικράν δόσιν του μεγάλου χρέους, ανθ' ής έτυχε παρά της Ελλάδος παιδεύσεως». Εν Λειψία δ' εντός του ναού του Αγίου Θωμά ο καθηγητής Τσίρνερ εκήρυττεν ακαταπαύστως υπέρ των εν Ανατολή καταδυναστευομένων χριστιανών. Πολλοί συγγραφείς φιλελληνικών πονημάτων αφιέρουν τα εκ της πωλήσεως αυτών εισπραττόμενα χρήματα εις τους ελληνικούς συλλόγους. Ου μόνον δε φιλέλληνες, αλλά και έτεροι συγγραφείς έπραττον το αυτό εκ φιλανθρωπίας, λέγει ο Αρνόλδος. Εμελοποιούντο άσματα, εδημοσιεύοντο χαλκογραφίαι, ετελούντο συναυλίαι, ετυπούντο βιβλία, τα πάντα επεχειρούντο προς υλικήν των Ελλήνων συνδρομήν. Πλείστοι όσοι ήσαν οι προσελθόντες εθελονταί. Εις την κλήσιν του Δάλβεργ υπείκοντες, έδραμον νέοι και πρεσβύτεροι εις τα εν Στουττγάρδη και Ασσαφενβούργω (της Βαυαρίας) κεντρικά στρατολογικά γραφεία. Ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί, ενώ ήλπιζον ταχείαν προαγωγήν μένοντες εν τη πατρίδι αυτών, έμποροι και χειρώνακτες, διδάκτορες της φιλοσοφίας, φοιτηταί και καλλιτέχναι, συγγραφείς και ποιηταί, έτι δε και γυναίκες καταλέγονται εις την χορείαν των εθελοντών. Τω 1821-22 επέμφθησαν εις την Ελλάδα υπό των φιλελληνικών Συλλόγων 327 εθελονταί· έτεροι δε εθελονταί απήλθον ιδίοις αναλώμασιν [13] . Ο του Νείβουρ φίλος Λίβερ μάτην ηγωνίσθη να πραγματώση τα ιδεώδη αυτού σχέδια εν Ελλάδι· αλλ' ηρώων ουδεμία υπήρχεν έλλειψις. Μεταξύ των πρώτων εθελοντών, τον πρώτον ήδη μήνα της επαναστάσεως σπευσάντων εις την Ελλάδα, ήν, ως ερρήθη, ο από Ολσατίας (Χόλστεϊν) ευγενής Βάλδεμαρ Κουάλεν, πεσών εν τη μάχη των Θερμοπυλών παρά τον ηρωικώς ενταύθα μαχόμενον Αθ. Διάκον. Θαυμάσια ανδραγαθήματα διέπραξεν εν Ελλάδι, κατά τον Αρνόλδον, ο λοχαγός Φάβεκ. Εν τοις νεαροίς αγωνισταίς τοις καταβάσιν εις Ελλάδα συνηριθμείτο και ο αξιωματικός Σάγχορστ, επί θυγατρί γαμβρός του περιωνύμου Πρώσσου στρατάρχου Γναϊζενάου. Μεγάλας υπηρεσίας προσήνεγκεν εις την Ελλάδα ο το πρώτον έτος ήδη της επαναστάσεως κατελθών εις Ελλάδα, εκ των κατά του Ναπολέοντος πολέμων γνωστός Βυρτεμβέργιος στρατηγός Νόρμαν Έρενφελς, γενναίως υπερασπίσας την Πύλον εναντίον του Τουρκικού στόλου και είτα γενναίως αγωνισάμενος και τραυματισθείς εν τη μάχη του Πέτα (1822). Ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός εισεχώρησε τότε και εις την παιδαγωγικήν επί τοσούτον (λέγει πάντοτε ο Γερμανός Αρνόλδος), ώστε είς των αρίστων καθηγητών, ο Μυγχ, μεγαλοφώνως απεφαίνετο υπέρ της εισαγωγής της καθ' Έλληνας προφοράς των ελληνικών γραμμάτων εις τα Γερμανικά γυμνάσια. Και οι εν τοις γυμνασίοις μαθηταί κατελήφθησαν τότε υπό τοσούτου και τηλικούτου ενθουσιασμού, ώστε εν τοις τετραδίοις αυτών εικόνιζον τας νίκας των Ελλήνων· είς δε των φιλελλήνων τούτων μαθητών (ο ύστερον επιφανής ιστορικός Ερνέστος Κούρτιος) έλαβε παρά του Γυμνασιάρχου ράπισμα ένεκα της φιλελληνικής παραφοράς αυτού. Και ο ύστερον μέγας ιστορικός Γερβίνος, ο τοσούτον θαυμασίαν συγγράψας ιστορίαν του ελληνικού αγώνος, νέος ών τότε και μεστός φιλελληνισμού, μόλις και μετά βίας εκωλύθη υπό των γονέων αυτού του μεταβήναι εις Ελλάδα· αλλ' η Ελλάς η στερηθείσα τότε ενός περιπλέον φιλέλληνος πολεμιστού ημείφθη είτα μυριοπλασίως διά του καλάμου του μεγαλοφυούς ιστοριογράφου του ελληνικού αγώνος. Αλλ' ενταύθα γενόμενοι του λόγου ακούσωμεν και ολίγων τινών του μεγάλου τούτου ιστορικού περί του εν Γερμανία φιλελληνισμού ρημάτων.

«Την πρώτην έργοις εκδηλουμένην (λέγει ο Γερβίνος) συμπάθειαν εύρεν ο Ελληνικός αγών εν Γερμανία, ένθα η πολιτική τέχνη εσιώπα και ουδένα ηδύνατο να θέση φραγμόν ιδιοτελή εις την γλώσσαν της ενθουσιώδους φαντασίας του ανθρωπίνου ευγενούς φρονήματος. Καθ' όν χρόνον ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ευρίσκετο εν Φωξάνη, είχε πέμψει τον ενθουσιώδη ιατρόν αυτού Ηπίτην μετά συστατικών επιστολών προς τους εν Γερμανία Έλληνας και φιλέλληνας, ίνα εξεγείρη υπέρ του ελληνικού αγώνος την ηθικήν αρωγήν των λογίων και των φιλελευθέρων πολιτικών μερίδων. Ο Ηπίτης ήλθε το πρώτον εις Βιέννην, ένθα οι φίλοι αυτού κατεπειγόντως συνέδραμον αυτώ, ίνα αποφύγη την τύχην του Ρήγα· αλλ' επί παντός άλλου (εκτός της Αυστρίας!) Γερμανικού εδάφους έτυχε φιλοξενίας ευμενούς, εν Μονάχω, Λειψία, Δρέσδη, εν Γοττίγγη και εν Ιένη, εν Βερολίνω και εν Αννοβέρω, εν Αμβούργω και εν Κιέλω.

Εν Μονάχω ο Θείρσιος και εν Λειψία ο Κρούγιος, εγένοντο αυτοί ιδιαίτεροι φίλοι, μη έχοντες ανάγκην άλλως της παρ' εκείνου παρορμήσεως υπέρ της ευεργετικής αυτών επιδράσεως. Ο Θείρσιος ειργάζετο ίνα διά της «Γενικής εφημερίδος» της Αυγούστης διαδίδη αληθείς ειδήσεις και ορθάς γνώμας περί του ελληνικού κινήματος και αντιδράση εναντίον των αυστριακών περί συναφείας του ελληνικού αγώνος προς τον Ιταλικόν Καρβοναρισμόν διαβολών. Ο Κρούγιος είχεν ήδη εκδώσει εναρκτήριου λόγον κατά το Πάσχα περί της αναστάσεως της Ελλάδος. Βραδύτερον εξέδωκεν επίκλησιν υπέρ συγκροτήσεως φιλελληνικών συλλόγων προς βοήθειαν του ελληνικού αγώνος και συλλογήν χρημάτων προς εξοπλισμόν φιλοπολέμων φιλελλήνων. Μετά τούτου ηνώθη ο πρώην λοχαγός της πολιτοφυλακής (Landwehr) βαρώνος Δάλμαν εν τω σχεδίω του συγκροτήσαι λεγεώνα εθελοντών, ών τόπος συναθροίσεως έμελλε να ήναι το Όφενπαχ ενεργεία του Γάγερν, όστις ήδη εν τη Βουλή της Έσσης Δαρμστάδης είχεν υψώσει την φωνήν αυτού υπέρ των Ελλήνων. Και παρενεβλήθησαν ουκ ολίγα κωλύματα εις την διάδοσιν της επικλήσεως του Κρουγίου και τω Θειρσίω εδόθησαν διαταγαί περιστέλλουσαι την ενέργειαν αυτού, της Αυστρίας καταπολεμούσης ιταμώς πάσαν φιλελληνικήν εξέγερσιν, καθ' όν χρόνον η επίσημος εφημερίς της Γαλλικής Κυβερνήσεως Moniteur και αι Αγγλικαί εφημερίδες εχλεύαζον και διέβαλλον τον εθουσιασμόν «των νεαρών Τευτόνων» . Τότε αι κυβερνήσεις των μικροτέρων Γερμανικών Κρατών ευρίσκοντο εν αμηχανία απέναντι αμφοτέρων των αντιμαχομένων ροπών· η δε αστυνομία δεν ήτο ασφαλής. Τούτο παρώξυνε την προς εξακολούθησιν της φιλελληνικής κινήσεως ορμήν. Το ομοσπονδιακόν συμβούλιον ήτο άφωνον. Αι Βερολίνειοι εφημερίδες κατεχώριζον ακωλύτως άρθρα υπέρ του ελληνικού αγώνος· εν Δρέσδη κατά την εν τω θεάτρω παράστασιν της «Μίννας» του Βάρνχαϊμ εξερράγη γενικός ενθουσιασμός ότε ο ηθοποιός Παύλος Βέρνερ απήγγειλεν ότι ήθελε να εκστρατεύση ουχί κατά των Περσών (ως ελέγετο εν τω δράματι), αλλά κατά των Τούρκων. Μεταξύ Μοίνου και Νέκαρος, εν Φραγκούρτη, Μογοντιάκω, Όφενπαχ, Δαρμστάτη, Εϊδελβέργη, επεκράτει μεγάλη κίνησις. Ωσαύτως δε εν Στουτγάρδη, Χομβούργω, μετ' ολίγον δε και εν άλλοις πολλοίς τόποις».

Πανταχού της Γερμανίας εν τω δημοσίω βίω και εν αυτώ έτι τω ιδιωτικώ διεφαίνοντο τεκμήρια της φιλελληνικής ορμής. Και εν τοις χοροίς έτι των προσωπιδοφόρων ανεφαίνοντο πολλοί ενεδυμένοι Σουλιωτικάς στολάς κατά τας εικονογραφίας του Στάκελβεργ. Εν Λειψία το τυπογραφείον του Ερνέστου Κλάιν ήτο ιδίως προωρισμένον εις φιλελληνικάς δημοσιεύσεις, αλλά και πολλαχού άλλοθι της Γερμανίας εξετυπούντο φυλλάδια επ' αγαθώ των Ελλήνων. Τότε ο διδάκτωρ Χέυνιγ εδημοσίευσε πραγματείαν επιγραφομένην «Καθήκον της Ευρώπης να ενώση την Ελλάδα μετά του Χριστιανικού κόσμου», μετά του προτεταγμένου λογίου: «Ο σταυρός δεν θα μείνη πλέον τεθαμμένος εν τω ζόφω· η Ελλάς πληροσέληνος και ουχί πλέον ημισέληνος». Από του 1821 πάντα τα Γερμανικά φύλλα ήσαν πλήρη εθνογραφικών και τοπογραφικών ειδήσεων περί Ελλάδος. Το «Εωθινόν φύλλον» (Morgenblatt) του Βερολίνου είχεν από του 1823 ιδιαίτερον τμήμα επιγραφόμενον «Νέος Ελληνισμός (Neugriechentum)». «Αδύνατον, λέγει ο Αρνόλδος, να περιγράψη τις τον τότε καταλαβόντα το γερμανικόν έθνος ενθουσιασμόν· οι λόγιοι μετεποιούντο εις διπλωμάτας, ούτοι δε εις λογίους. Τινές ωνειροπόλουν ήδη την πλήρη ανάστασιν της αρχαίας Ελλάδος, αυτός δε ο μέγας αρχαιολόγος Οδοφρείδος Μύλλερ, ο ύστερον αποθανών εν Ελλάδι και ταφείς εν τω Κολωνώ, απεφήνατο γνώμην ότι διά της ελληνικής επαναστάσεως ο πνευματικός της Ευρώπης βίος θα αλλοιωθή εντελώς και θα συναφθή στενώτερον προς τον αρχαίον και τον ανατολικόν πολιτισμόν».

Χαρακτηριστικόν αξιοσημείωτον του Γερμανικού φιλελληνισμού ήτο, ότι ούτος ήτο κοινός (εκτός της Αυστρίας) πάσι τοις Γερμανοίς άνευ τοπικών ή φυλετικών μεταξύ των πολλών Γερμανικών λαών διαφορών ή πολιτικών διαιρέσεων μεταξύ των διαφόρων κρατών ή διαιρέσεων θρησκευτικών μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, ήτο καθολικόν αίσθημα Γερμανικόν παντός διανοουμένου και αισθανομένου Γερμανού, επεκταθέν και εις αυτούς τους εν Γερμανία Ιουδαίους. Έχομεν δε το λαμπρόν παράδειγμα του Ιουδαϊκού Γερμανικού φιλελληνισμού, το του εν Βεστφαλία ραββίνου Έλβιγκ, επικαλεσαμένου την βοήθειαν των Ιουδαίων της Γερμανίας υπέρ των Ελλήνων διά συγκινητικοτάτης προκηρύξεως αρχομένης από της ρήσεως του προφήτου Μαλαχίου: «Ουχί πατήρ είς πάντων ημών; ουχί είς (θεός) έκτισεν ημάς; τι ότι εγκαταλείπετε έκαστος τον αδελφόν αυτού, του βεβηλώσαι την διαθήκην των πατέρων ημών;» Προχωρών δε ο Ραββίνος έλεγεν εν τη επικλήσει των υπέρ Ελλήνων συνδρομών: «Τις Ισραηλίτης δύναται ν' αναγνώση τα παθήματα των Ελλήνων και να μη χύση δάκρυα πικρά;»

Αλλά πριν ή προχωρήσωμεν περισσότερον εις τα εν Γερμανία υπό του φιλελληνισμού τελούμενα, ρίψωμεν και έν βλέμμα επί τους φιλέλληνας πολεμιστάς τους αφικνουμένους εις την Ελλάδα. Οι πολεμισταί ούτοι οι κατά εκατοντάδας αποτελούντες ιδιαιτέρους λόχους, απερχόμενοι της Γερμανίας, μετέβαινον εις την Ελλάδα διά Μασσαλίας το πλείστον (της διά Τεργέστης πορείας απαγορευομένης υπό της Αυστρίας), επιβαίνοντες ενταύθα πλοίων ναυλουμένων υπ' αυτών τούτων δαπάναις των φιλελληνικών συλλόγων, έφερον δ' εις την Ελλάδα και διαβατήρια παρεχόμενα αυτοίς υπό των αυτών συλλόγων. Οι κατά το 1821-22 πρώτοι αφικόμενοι Γερμανοί ήλθον λίαν επικαίρως, αυτοί κυρίως αποκρούσαντες κρατερώς, ως είπομεν, υπό τον γενναίον στρατηγόν Νόρμαν Έρενφελς την κατά της Πύλου επίθεσιν του Τουρκικού στόλου, αυτοί δ' απετέλεσαν κυρίως τον εν Πέτα γενναίως αγωνισάμενον και μεγάλας απωλείας υποστάντα λόχον των φιλελλήνων. Εν τη ατυχεί δε ταύτη αποβάση τοις Έλλησι μάχη εφονεύθη μέγα μέρος των Γερμανών φιλελλήνων, ετραυματίσθη δε βαρέως, ως ερρήθη, και ο στρατηγός Νόρμαν (αποθανών βραδύτερον εκ των πληγών αυτού). Και αυτοί οι αιχμαλωτισθέντες Γερμανοί απεκεφαλίσθησαν, πλην ενός Πρώσσου, όστις γινώσκων την χειρουργικήν εσώθη, ίνα χρησιμοποιηθή υπό των νικητών εν τη τέχνη αυτού. Οι υπολειφθέντες εκ της ατυχούς μάχης του Πέτα ενωθέντες μετ' άλλων νεωστί ελθόντων Γερμανών έλαβον σπουδαίον μέρος εις την άλωσιν του Παλαμηδίου, ενταύθα δε, εν Ναυπλίω, προς ταις άλλαις πολλαίς στερήσεσι, μεγάλην έπαθον συμφοράν υπό της τότε ενσκηψάσης εις την πόλιν ταύτην δεινής επιδημίας. Αλλ' αφώμεν νυν τον λόγον τον περί των εν Ελλάδι Γερμανών φιλελλήνων και περί της ειρημένης νόσου εις τον αυτόπτην των γενομένων ιστοριογράφον Φώτιον Χρυσανθόπουλον ή Φωτάκον, γραμματέα του Θ. Κολοκοτρώνη, όστις, ως άλλος Θουκυδίδης, και της φοβεράς νόσου μετασχών και ταύτην περιέγραψε και τα παθήματα των Γερμανών. Και η μεν νόσος, έχουσα έν τισιν ομοιότητα προς την υπό του Θουκυδίδου περιγραφομένην λοιμώδη νόσον, ιστορείται υπό του Φωτάκου ως εξής: «Αλλά έπειτα αρρώστησα από τον τύφον, όστις εγεννήθη εντός του Ναυπλίου. Η επιδημία αύτη υπήρξε φοβερωτέρα εκείνης, η οποία έγεινεν εις την Τριπολιτσάν, διότι εθέρισε πολλούς Έλληνας, οίτινες εμβήκαν απ' έξω πάνω από τον καθαρόν αέρα εις το Ναύπλιον. Ούτοι άμα εισήλθον έλαβον τα φορέματα και τα άλλα πράγματα των Τούρκων και απ' αυτά εμολύνθησαν. Η νόσος αύτη είχε πολλά και παράξενα συμπτώματα και αποτελέσματα. Όστις κατελαμβάνετο απ' αυτήν ήτο αδύνατον να ζήση και όστις έζη και διέφευγεν αυτήν εστερείτο μίαν από τας αισθήσεις του ή την μνήμην ή την ακοήν. Όταν η νόσος έφθανεν εις την ακμήν της, ο πάσχων εκυριεύετο από μανίαν και η φαντασία του ανέβαινεν υψηλά. Πολλοί εκ των αρρώστων εσηκώθησαν οι μεν την νύκτα, οι δε την ημέραν και επήγαν να κολυμβήσουν εις την θάλασσαν, όπου και επνίγησαν. Ερρίπτοντο δε εις την θάλασσαν διά να δροσισθούν, διότι η εσωτερική φλόγα των ήτο αθεράπευτος (14) Άλλοι πάλιν ενόμιζον ότι το έδαφος ήτο θάλασσα και ερρίπτοντο από τα παράθυρα της οικίας των κάτω εις την γην, αφού προηγουμένως εξεδύοντο και άφινον τα ενδύματά των εις το σπήτι διά να μη βραχούν. Όσοι δε από το πέσημον εσώζοντο, εγύριζον γυμνοί εις την πόλιν και κανείς δεν τους εσυμμάζευεν: όλος δε ο κόσμος από τον φόβον της νόσου έφευγε. Τινές δ' άλλοι εφαντάζοντο ότι ήσαν ιερείς και γυρίζοντες μέσα εις τας οικίας των εμιμούντο τους ιερείς ιερουργούντας εις τας εκκλησίας των». Και ταύτα μεν περί της νόσου κατά Φωτάκον.

Περί δε των φιλελλήνων Γερμανών και των παθημάτων αυτών από της νόσου λέγει τάδε ο Φωτάκος: «Πολλοί από τους ευρεθέντας εκεί φιλέλληνας Γερμανούς, ελθόντας νεωστί διά να προσφέρουν τον εαυτόν των θυσίαν εις την κλασσικήν γην των παλαιών Ελλήνων, διότι και τα διαβατήριά των τοιαύτα ήσαν και ούτως έλεγον: «Θεέ σώσον την Ελλάδα. Απέρχεται ο δείνα (ενταύθα εσημειούτο το όνομα, το επώνυμον και η πατρίς του), εις την Ελλάδα να συναγωνιστή μετά των αδελφών Ελλήνων, ελευθερόνων την πατρίδα του Επαμεινώνδα, του Θεμιστοκλέους, του Περικλέους και των λοιπών Ελλήνων», το δε διαβατήριον υπέγραφαν τα μέλη μιας φιλελληνικής επιτροπής υπό το όνομα κομιτέ· αυτοί όλοι εχάθησαν οι δυστυχείς δωρεάν, διότι δεν είχον κανένα συγγενή να τους συμμαζώξη και να τους περιποιηθή· άλλως τε δεν εγνώριζον και την γλώσσαν διά να εξηγούνται. Αν δε κανείς εξ αυτών είχε σώας τας φρένας και επήγαινε γυρεύων νερόν να σβύση την φωτιάν, η οποία μέσα του εκαίετο, καμμίαν βοήθειαν δεν εύρισκε, διότι έφευγον οι γεροί από κοντά του διά να μη μολυνθούν, και τούτο όχι μόνον εις τους φιλέλληνας εγίνετο, αλλά και εις τους ιδίους συγγενείς των πασχόντων, οίτινες και αυτοί ακόμη τους άφιναν. Εκτός δε τούτων ούτε ιατρούς, ούτε νοσοκομεία, ούτε άλλο τι μέσον θεραπείας υπήρχεν. Οι Έλληνες χωρικοί εφοβούντο να τους πλησιάσουν, όχι διά να μη μολυνθούν και πάθωσι και αυτοί, αλλά κυρίως εκ της προλήψεως, ότι οι προσβαλλόμενοι απ' αυτήν την νόσον δαιμονίζονται . . . Πολλοί των ευρεθέντων Γερμανών φιλελλήνων και νεωστί ελθόντων απέθανον από την νόσον. Ούτοι σωθέντες μετά του Πέτα την ατυχή μάχην έμειναν ως ζύμη του τακτικού και εκείθεν ήλθον εις το Λουτράκι και εις την Κόρινθον· έπειτα πάλιν, ως ενθυμούμαι, εβγήκαν και ύστερα ετοποθετήθησαν εις το Ξηροκάστελον και εις το μοναστήριον του Αγίου Δημητρίου και ούτως έλαβον και αυτοί μέρος εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου. Αν και δεν ήσαν πολλοί, διότι δεν υπερέβαινον τους διακοσίους, όμως οι άνδρες αυτοί ανέλαβον τον αγώνα να φυλάττουν ως σκοποί νύκτα και ημέραν. Εστάλαξαν οι πτωχοί εις τα πόδια των, και είναι άξιοι επαίνου διά την επί ένα περίπου μήνα τοιαύτην υπηρεσίαν των, διότι ωφέλησαν την πολιορκίαν και μάλιστα αυτοί πρώτοι των Ελλήνων κατά την άλωσιν εμβήκαν μέσα εις το Παλαμήδιον. Δεν ενθυμούμαι τα ονόματά των διά να τα μνημονεύσω, και να πλέξω τον στέφανον της καρτερίας των. Και όμως μέχρι τέλους αδικήθησαν εις την διανομήν των λαφύρων, διότι τα επήραν οι άτακτοι. Αν έβλεπέ τις τούτο το τακτικόν σώμα πώς έγεινε τότε και πώς ήτο ενδεδυμένον, ποτέ δεν θα το ελησμόνει· αλλ' ούτε ημπορεί τις να το ζωγραφίση, διότι προς τούτο θέλει όλου του κόσμου τα χρώματα. Έφερον παραδείγματος χάριν μπινίσια τουρκικά διαφόρων χρωμάτων, και της γούναις ανάποδα και μακρόθεν εφαίνοντο σαν αρκούδες ή καμήλαις. Εις δε τας κεφαλάς των έφερον καβούκια τουρκικά. Άλλοι εξ αυτών ήσαν ξυπόλυτοι, και άλλοι πάλιν εφόρουν υποδήματα κόκκινα και κίτρινα και μέστια γυναικεία. Πολλοί δε άλλοι είχον αντί μανδύου παπλώματα εις την ράχιν των. Οι δε σκοποί μακρόθεν δεν διεκρίνοντο αν ήσαν άνθρωποι. Έβλεπέ τις μόνον ένα πράγμα και εμαύριζε και μόνον από την ορθήν λόγχην του όπλου εγνωρίζοντο ότι ήσαν σκοποί.

Ο δε καιρός ήτο χειμώνας και έκαμε κρύο πολύ, και διά τούτο υπέφεραν οι πτωχοί. Ο αρχηγός των Νόρμαν καλούμενος, Γερμανός και αυτός το γένος, όστις απέθανε κατά το 1823, ως και οι λοχαγοί έδειξαν μεγάλην γενναιότητα και καρτερίαν αμίμητον, και όπως η μητέρα τρέφει και περιποιείται τα παιδιά της, έτσι και αυτοί επεμελούντο τους στρατιώτας των. Είχον δε ούτοι και όλη μέρα πόλεμον με την έλλειψιν των αναγκαίων μέσων, διότι έως να εύρουν το ένα, τους έλειπε το άλλο, και διά ταύτα τα αίτια και άλλα ακόμη, ποτέ εις την Ελλάδα δεν ηδυνήθη να πήξη αυτό το σώμα των τακτικών. Όλοι δε αυτοί οι Γερμανοί, υπήρξαν οι ειλικρινέστεροι και αφιλοκερδότατοι φίλοι της Ελλάδος και διά τας τοιαύτας αρετάς των εμάκρυνα τον λόγον περί αυτών» .

Ταύτα λέγει εν γλώσση απλή και αφελεί εκπροσωπούση αυτά τα φρονήματα του Ελληνικού λαού είς εκ των του λαού ανθρώπων, αυτόπτης γενόμενος των υπό των Γερμανών φιλελλήνων εν Ελλάδι από της αρχής του αγώνος πραχθέντων. Τα υπό του Φωτάκου σαφώς και εικονικώς εν τη απλότητι περί των παθημάτων των Γερμανών εκτιθέμενα εγνώσθησαν και εν Γερμανία υπό τινων τω 1823 επιστρεψάντων οίκαδε φιλελλήνων, αλλ' ου μόνον ουδαμώς περιέστειλαν την δύναμιν και ενέργειαν του φιλελληνισμού, αλλά και έτι μάλλον επέτειναν και ενέτειναν αυτάς. Πυρετωδώς προς τούτο ειργάζοντο υπέρ των Ελλήνων εν Γερμανία τότε οι πολλοί φιλελληνικοί σύλλογοι, προ πάντων δε ο του Μονάχου, ού ο υπό την προστασίαν του βασιλέως Λουδοβίκου προεδρεύων καθηγητής Θείρσιος έχων οτρηρόν [15] βοηθόν τον βαρώνον Σεγκ, δεν έπαυσε λαλών και γράφων.

Ομοίως δε ειργάζοντο και οι προμνημονευθέντες άλλοι φιλόσοφοι και φιλόλογοι. Μέγα πλήθος λογίων και συγγραφέων, ποιητών και ποιητριών, πεζογράφων συγγραφέων, μυθιστοριογράφων, διηγηματογράφων εκ του αγώνος του ελληνικού λαμβανόντων τας εμπνεύσεις και τας υποθέσεις των έργων αυτών, έπειτα εφημερίδες, περιοδικά, ο ημερήσιος και ο περιοδικός τύπος και πλήθος καθ' ημέραν εκδιδομένων εν βιβλιαρίοις πραγματειών διετήρουν άσβεστον και φλογερόν το πυρ του φιλελληνισμού. Ούτω δε παρήχθη ολόκληρος νέα γραμματεία Γερμανική, τον ελληνικόν αγώνα έχουσα υπόθεσιν κατά τρόπον μοναδικόν εν τη ιστορία των γραμμάτων.

«Ο ενθουσιασμός ούτος ο υπέρ της Ελλάδος εξεγερθείς εν Γερμανία τω 1821, λέγει ο Γάλλος Gaston Caminade, υπήρξεν αίσθημα λίαν περίπλοκον, ως προϊόν τριών μεγάλων δυνάμεων: παθών πολιτικών, πίστεως θρησκευτικής, λατρείας καλαισθητικού ιδεώδους. Ο εν τη χώρα ταύτη φιλελληνισμός εμφανίζεται οτέ μεν ως επεισόδιον της ιστορίας του ελευθέρου φιλελληνικού ρεύματος, οτέ δε ως ρεύμα ακραιφνώς φιλολογικόν. Οτέ μεν εν τη ψυχή των Γερμανών φιλελλήνων μαντεύει τις τας δονήσεις παθών πολιτικών, άτινα μετά τας δοκιμασίας του 1813 και τας απογοητεύσεις, αίτινες παρηκολούθησαν την νίκην, ανύψουν το εθνικόν αίσθημα. Ενίοτε δε τουναντίον το προς τον «ιερόν αγώνα» διαφέρον φαίνεται ειρηνικώτερον, νοερώτερον αν μη μάλλον περιεσκεμμένον. Ηδύνατό τις να ονομάση το αίσθημα τούτο προσδοκίαν και συμπάθειαν φιλοπράγμονα πνεύματος εξεγειρομένου υπό γοητείας του ονόματος «Ελλάς», έτι δε μάλλον ενθουσιασμόν γενναίον της καρδίας, εξεγειρόμενον υπό των παθημάτων και υπό της υπερηφάνου επαναστάσεως ενός λαού. Αλλά πάντα ταύτα τα ρεύματα μιγνύμενα προς άλληλα αποτελούσι χείμαρρον ακάθεκτον και ισχυρόν». Προς υποστήριξιν του ισχυρισμού αυτού ο Γάλλος συγγραφεύς αναφέρει τα γραφόμενα εν τω «Νεκρικώ διαλόγω (Totengespräch)» του Μονάχου κατά το πρώτον έτος της επαναστάσεως της ελληνικής: «Πάντα τα κόμματα ενούνται εν τω αυτώ υπέρ του ελληνικού αγώνος διαφέροντι. Αι ευσεβείς ψυχαί παρορμώνται υπό της θρησκείας και του χριστιανικού αισθήματος, τα πεφωτισμένα πνεύματα υπό αναμνήσεων κλασσικών, οι φιλελεύθεροι υφ' ής κατέχονται ελπίδος περί μελλουσών δημοκρατιών και της μελλούσης δημοκρατίας της Ευρώπης». Και εν ταύταις μεν ταις γνώμαις του Γάλλου συγγραφέως υπάρχει τις πάντως αλήθεια μονομερής. Αλλ' ο Γάλλος ούτος μαρτυρεί άγνοιαν αυτού περί τε του βαθυτέρου χαρακτήρος του Γερμανικού φιλελληνισμού όταν λέγει: Ο φιλελληνισμός υπήρξεν απλούν πρόσχημα. Οι ύμνοι οι υπέρ των Ελλήνων, ένθα η λέξις ελευθερία φρικάζει εις το τέλος εκάστου στίχου, ενοούντο υπό παντός κόμματος προοδευτικού, ως τις ηχώ ζώσα της Γερμανικής συνειδήσεως». Προς αναίρεσιν του ισχυρισμού τούτου αρκεί ν' αναφέρωμεν το γεγονός ότι εν Γερμανία ουχί απλώς οι φιλελεύθεροι ησθάνοντο ενθουσιασμόν υπέρ του ελληνικού αγώνος, αλλά και οι άκροι συντηρητικοί και απολυταρχικοί. Απολυταρχικός ην ο μέγιστος των φιλελλήνων βασιλεύς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ως απολυταρχικότατος ήτο και ο διάδοχος του Πρωσσικού θρόνου. Ο διάσημος Στάιν, ο Γάγερν, ο Χείβουρ, ήσαν άνδρες ιστάμενοι πλησιέστατα ηγεμόνων και αυλών. Ο Γερμανικός φιλελληνισμός είχε πάντα τα ουσιώδη γνωρίσματα αυτοτελούς αισθήματος συμπαθείας υπέρ του Ελληνικού, αισθήματος απ' αιώνων, ως είδομεν, αναπτυσσομένου πάντα δε, όσα αναφέρει ο Caminade ως αποτελούντα συστατικά συνθέτου και περιπλόκου αισθήματος, ήσαν αισθήματα συνεφελκυόμενα υπό του πρώτου και ουσιώδους και αυτοτελούς αισθήματος και ενισχύοντα αυτό, ούτω δε εξηγητέον και το υπό του Caminade αναφερόμενον του Γερμανού φιλέλληνος Iken, εν τω ποιηματίω αυτού, «Eλληνίω» (Hellenion) λόγιoν: «Hμείς οι Γερμανοί εν τοις Έλλησιν oρώμεν την ιδίαν ημών εικόνα και το ημέτερον πνεύμα, ως εξ ορμεμφύτου και αφανώς πως, επαναφέρεται τον χρόνον της από του Γαλλικού ζυγού ελευθερώσεως ημών. Ο πολιτειολόγος δεν δύναται να βλέπη άνευ αισθήματος πόθου συγκροτούμενος αύθις τας Αμφικτυονίας και τας πολιτείας τας ελληνικάς, συνερχομένας και διασκεπτομένας περί των συμφερόντων των Ελλήνων και ήδη νομίζει ότι ακούει (ο πολιτειολόγος) τους αρμονικούς λόγους νέου Δημοσθένους, Αισχίνου και Ισοκράτους». Και αυτή δε η σταθερότης και διάρκεια του Γερμανικού φιλελληνισμού καθ' όλον το διάστημα του αγώνος, μαρτυρεί, ότι ουχί παροδικός τις ενθουσιασμός, αλλά συνείδησις λαμπρώς πεφωτισμένη και αίσθημα βαθέως ερριζωμένον εν τη τοιαύτη συνειδήσει υπήρξαν τα κύρια γενεσιουργά αίτια του φιλελληνισμού τούτου, ού διαπρεπείς αντιπρόσωποι υπήρξαν οι διαπρεπέστεροι των μεγάλων ανδρών και των ηγεμόνων της Γερμανίας (16) . Αλλ' ως είρηται μεταξύ πάντων των ανδρών τούτων και των ηγεμόνων και ηγεμονοπαίδων αυτών, μέγιστος των φιλελλήνων, υπήρξεν ο της Βαυαρίας βασιλεύς Λουδοβίκος, περί ού δίκαιον είναι ιδιαίτερος ενταύθα να γένηται λόγος.

Χαρακτηριστικώτατον παράδειγμα του ιδεώδους ηθικού ύψους και του υψηλού ηθικού αισθήματος, ού ενεφορείτο ο Γερμανικός φιλελληνισμός, είνε ο βασιλεύς Λουδοβίκος, εκπροσωπών τον φιλελληνισμόν τούτον εν οίκω ηγεμονικώ Γερμανικώ εκ των αρχαιοτάτων, ευγενεστάτων και ηρωικωτάτων της Γερμανίας και της Ευρώπης, και επί θρόνου ηγεμονικού εκ των λαμπροτάτων της Γερμανίας. Και πολύ προ του βασιλέως Λουδοβίκου, εκατόν και επέκεινα έτη προ της εκρήξεως της ελληνικής επαναστάσεως, έναυσμά τι φιλελληνισμού είχεν εκδηλωθή εν τω οίκω των Βιτελσβάχων, επί του Δουκός και Εκλέκτορος της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Εμμανουήλ, ως έφθημεν ειπόντες εν τοις έμπροσθεν, ενός των μεγάλων ηρώων, ούς ανέδειξαν οι περί τα τέλη του 17ου αιώνος μεγάλοι και μακροχρόνιοι εναντίον του Οθωμανικού Κράτους πόλεμοι των Γερμανών, και ο Μαξιμιλιανός Εμμανουήλ ην ο δεξάμενος εις ακρόασιν Έλληνας φοιτητάς εκλιπαρούντας την βοήθειαν αυτών προς ελευθέρωσιν της Πατρίδος αυτών. Βεβαίως δε και ο Μαξιμιλιανός και οι διάδοχοι αυτού δεν ήσαν ξένοι προς το από των χρόνων εκείνων εν Βαυαρία και ιδίως εν Μονάχω αρξάμενον κίνημα του φιλελληνισμού, περί ού εγένετο υφ' ημών εν τοις έμπροσθεν λόγος. Αλλ' όπως ο από αιώνων εν Γερμανία εν λανθανούση μάλλον ή ήττον καταστάσει αναπτυσσόμενος και διηνεκώς αυξανόμενος φιλελληνισμός εν τη επαναστάσει του 1821 εξέπεμψε τας ουρανομήκεις αυτού φλόγας, ούτω και ο οίκος των Βιτελσβάχων εν τω βασιλεί Λουδοβίκω ανέδειξε τον ευγενέστατον, ενθουσιωδέστατον και υψηλοφρονέστατον φιλέλληνα ηγεμόνα. Έτι προ της εκρήξεως της επαναστάσεως του 1821 ο Λουδοβίκος ως διάδοχος του Βαυαρικού θρόνου, έμπλεως ων θαυμασμού προς τον αρχαίον ελληνισμόν, εξεδήλου τούτον εν πάση ευκαιρία. Φύσει ποιητής ων ένθεος και υπό των διδαγμάτων της κλασσικής παιδεύσεως πληρωθείς αγνού ενθουσιασμού προς το μεγαλείον του αρχαίου ελληνικού κόσμου, περιηγούμενος την Ιταλίαν, θεώμενος τα μεγαλοπρεπή ερείπια Παιστού (Ποσειδωνίας), αυτός ο εν συντηρητικωτάταις μοναρχικαίς αρχαίς παιδευθείς επίδοξος διάδοχος θρόνου βασιλικού εκήρυττεν εν τω προς τα ερείπια εκείνα ποιήματι αυτού: «θα προυτίμων να ήμαι πολίτης απλούς αρχαίας ελληνικής πόλεως παρά διάδοχος βασιλικού στέμματος». Ότε δε τω 1820 ευρέθη εν Μήλω το αριστούργημα της Μηλίας Αφροδίτης υπό των Γάλλων, έσπευσεν ο Λουδοβίκος, όστις, ων φειδωλός εν ταις του ιδιωτικού βίου δαπάναις, ήτο ελευθεριώτατος εν τω δαπανάν υπέρ της επιστήμης και των καλών τεχνών, ηγόρασε τον χώρον, ένθα υπήρχον τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου, εν ώ ευρέθη το αριστούργημα, ίνα ενεργήση ανασκαφάς εν αυτώ, επί τη ελπίδι ανευρέσεως των λειπόντων τεμαχίων του αγάλματος, ή άλλων ευρημάτων αρχαιολογικών. Αλλά τας ανασκαφάς ταύτας μόλις τω 1836 ηδυνήθη να ενεργήση, βασιλεύς ων, ο Λουδοβίκος, διότι μικρόν μετά την αγοράν του ειρημένου χώρου πάσαν προσοχήν και ενέργειαν του επιδόξου διαδόχου του Βαυαρικού θρόνου είλκυσεν ισχυρώς η εκραγείσα τω 1821 επανάστασις. Ο Λουδοβίκος ήτο είς των μάλιστα επί τω ακούσματι του γεγονότος εν μέσω ενθουσιώντος Βαυαρικού και Γερμανικού λαού υπό ενθουσιασμού αρρήτου καταληφθέντων. Η φοβερά αντιδραστική κατά της επαναστάσεως Αυστριακή πολιτική, η υπαγορεύουσα εκ Βιέννης τοις ηγεμόσι και ταις κυβερνήσεσι της Γερμανίας ομοίαν πολιτικήν, επέβαλλε μεγίστην επιφύλαξιν τω βασιλόπαιδι Λουδοβίκω. Αλλ' ούτος παρ' όλην την καταναγκαστικήν ταύτην επιφύλαξιν, δεν εδίσταζε να εργάζηται εκθύμως [17] υπέρ του ελληνικού αγώνος, ενθαρρύνων τον Θείρσιον και τον βαρώνον Σεγκ εις την ίδρυσιν του φιλελληνικού Συλλόγου του Μονάχου, εισφέρων και αυτός γενναίως και ανταποκρινόμενος ιδιωτικώς προς πάντας τους εν Γερμανία και Ιταλία φιλέλληνας. Φοιβόληπτος [18] δε γενόμενος επί τω πρώτω αγγέλματι της επαναστάσεως, εχαιρέτισε τον ελληνικόν αγώνα διά του εξής προς την Ελλάδα ύμνου.

«Ω Πατρίς των μεγίστων και ενδοξοτάτων ηρώων,
Θρόνε της διά παντός απαραμίλλου τέχνης,
Αιώνιον υψηλόν πρότυπον πάντων των κόσμων,
Η μετά δαψιλούς Μουσών εννοίας κεκοσμημένη,
Συ η πιστή κοιτίς της ευγενεστάτης μοίρας της ανθρωπότητος
Η εξόχοις δωρεαίς θείαις κεκοσμημένη Ελλάς,
Νίκα! μετά πόθου προσφωνεί σοι πας λαός.
Ω Πατρίς παντός αγαθόν, παντός υψηλού όπερ συνείχετο
    πιεζόμενον εν σοι χωρίς να η εξηφανισμένον,
Νίκα εν τω ιερώ αγώνι.
Νίκα! μετά πόθου προσφωνεί σοι πας λαός.»

Μετά τον πρώτον τούτον ύμνον, ο μουσόληπτος βασιλεύς ποιητής διά του εξής άσματος εχαιρέτισε το έαρ του 1821.

«Η Ηώς ανοίγει τας πύλας της Ανατολής εις τον ήλιου το χαρμόσυνον άρμα. Η σελήνη ωχριά και εξαφανίζεται. Διασκεδάννυται το σκότος το καλύπτον την αρίστην του ανθρωπίνου γένους μοίραν. Οι τάφοι ανοίγονται και έμπνους [19] εξεγείρεται από του μακροχρονίου ύπνου η Ελλάς η σώσασα ημάς ποτε από της βαρβαρότητος . . . Αν οι μεγάλοι της γης φέρωνται εχθρικώς προς σε, συ όμως είσαι ελευθέρα, μεγάλη Ελλάς, όταν ο Αιώνιος προφέρη το «Γίνου». Ας περιχέη σε το γλυκύ όνειρον των μυθωδών σου αιώνων και η ιστορία των ενδόξων σου ηρώων μετ' αναμνήσεων λαμπρού παρελθόντος. Ό,τι θαυμαστότατον εις του κόσμου τα χρονικά και εις τους ανθώνας της ποιήσεως είναι στενώς μετά σου συνδεδεμένον. Αντηχούσι πάλιν του Τυρταίον τα άσματα, οδηγούντα σε εις την μάχην και την δόξαν και σοι υπισχνούνται νίκην οι στίχοι αυτού. Ω Έλληνες, αι σκιαί των πεσόντων υπέρ της Ελλάδος αγωνιστών προτρέπουσιν υμάς να μη απαυδήσητε εις τον αγώνα. Σύγχρονοι και απόγονοι θέλουσιν ευγνωμονεί προς υμάς. Εξ ουρανού οι πεσόντες πάλαι ήρωες επιβλέπουσιν επί τα έργα υμών και ευλογούσιν υμάς και το ανθρώπινον γένος σύμπαν μετ' ελπίδων φαιδρών προς υμάς στρέφει το βλέμμα. Αι καρδίαι των ελευθέρων προσεύχονται υπέρ της ελευθερίας υμών. Ω Ελλάς, πατρίς των περικλεεστάτων ηρώων, αγλάισμα των Μουσών, μήτερ των αμιμήτων τεχνών, του κόσμου ο θαυμασμός, η τροφός της ευγενεστάτης μοίρας της ανθρωπότητος, Νίκα! νίκα! ανευφημούσι προς σε πάντες οι λαοί. Το υψηλόν και το καλόν εκρύπτετο εν τοις κόλποις σου πιεζόμενον, δεν εφυγαδεύθη όμως απ' αυτών. Νίκα εν τω ιερώ σου αγώνι!

» Αγαλλομένη κυλίει τα πλοία η νήσων πλειάδι κοσμουμένη θάλασσα. Τας πρώρας αυτών σέβονται οι ύφαλοι και οι σκόπελοι, διότι φέρουσι το μέγιστον των αγαθών, φέρουσιν ελευθερίαν, φέρουσι των τυράννων την πτώσιν. Μακρόθεν και εγγύθεν ορμώσιν οι μαχηταί. Οι λαοί εν αλαλαγμοίς ρίπτονται εις τας μάχας. Ως επί Κάδμου η γη εσπαρμένη μετά των οδόντων του δράκοντος, ούτως αρδευομένη σήμερον μετά των δακρύων της Ελλάδος γεννά οπλίτας.

» Εμπρός Έλληνες! εμπρός εις τα όπλα. Μάχεσθε της Σπάρτης τα τέκνα μετά της αρχαίας ανδρείας υμών. Εμπρός της Κορίνθου και των Αθηνών τα Τάγματα! Γένεσθε, ό,τι ήσαν οι πατέρες υμών, και ας ανανεωθώσιν οι παλαιοί χρόνοι. Η πατρίς υμών γενήσεται αύθις οικητήριον τέχνης και επιστήμης και ο Σταυρός της Αγίας Σοφίας θέλει λάμψει εις ελευθέρους λαούς.»

Κατά τον αυτόν χρόνον εν άσματι «Προς τους Έλληνας» λέγει προς αυτούς ο φιλέλλην ποιητής: «Έλληνες, ίδετε τα δάκρυα της μητρός υμών· ίδετε αυτήν ωχράν και πάσχουσαν να κράζη προς υμάς: Εμπρός εις τον αγώνα, Έλληνες πλέξατε στεφάνους δάφνης. Εις τον Ουράνιον έχετε πίστιν. Εν τω θορύβω της μάχης επικαλείσθε την δεξιάν Αυτού, Αύτη ως κόνιν διασκεδάσει τον υπερόπτην πολέμιον.»

Ότε το θέρος του 1822 κατά την εισβολήν του Δράμαλη η Ελλάς εφαίνετο κινδυνεύουσα τον έσχατον κίνδυνον, ο υπό αγωνίας κατεχόμενος επί τη τύχη της Ελλάδος, αλλά μη θέλων ν' απολέση πάσαν ελπίδα ποιητής ζητεί πανταχού, εν τη φύσει αυτή, να εύρη άγκυραν ελπίδος και κράζει προς την βροχήν κατά την ημέραν των γενεθλίων αυτού, τω 36 έτει της ηλικίας (1822):

«Στάζετε της βροχής αι ρανίδες· στάζετε ως χαράς δάκρυ αν η Ελλάς ενίκησε λαμπράν νίκην· ως δάκρυα θλίψεως, αν ηττήθη.»

Αυθημερόν δε πριν έτι έλθωσιν αι περί της ήττης του Δράμαλη ειδήσεις, λέγει τω Θεώ:

«Επίτρεψον, ω Θεέ, ίνα ο σημερινός λαμπρός ουρανός αναγγείλη μοι μέλλον λαμπρόν τη Ελλάδι.»

Την αγωνίαν του ποιητού επί τη τύχη της Ελλάδος κατά τον χρόνον εκείνον εκδηλοί και η εξής κατά το θέρος 1822 προς τους Έλληνας επίκλησις:

«Έλληνες, αγωνίσασθε τον αγώνα του θανάτου· υπό παντός του κόσμου εγκαταλελειμμένοι, αγωνίσασθε εν τω λυκόφωτι της εσπέρας, τω φωτίζοντι τα ερείπιά σας.

» Εν τη γη, όπου ήνθουν αι τέχναι, όπου εγεννήθη ό,τι ωραίον και μέγα, όπου διάνοιαι σοφαί και σοφίας ηγέται εφάνησαν.

» Εν τη γη, όπου πρότερον ο ήλιος έλαμψε, πρέπει τώρα το σκότος να βασιλεύη;

» Υιοί ηρώων, μη απαυδήσητε και αν εσήμανεν η εσχάτη σας ώρα.

» Θέλετε αναβιώσει εν ωδαίς και ύμνοις.

» Ο Άδης σκιρτά και πενθούσιν οι άγγελοι, η ανθρωπότης στενάζει και εις των ηγεμονικών παλατίων τα τείχη αντηχούσι κραυγαί ευθυμίας, διότι βάρβαρος καταπατεί την Ελλάδα.

» Μη απελπίζετε, καν φαίνηται απολομένη η εσχάτη της ελπίδος ακτίς»
.

Την κατά των ηγεμόνων της Ευρώπης και της Γερμανίας αδιαφορίαν προς την Ελλάδα, ήν έψεξεν ο ποιητής εν τοις άνω ειρημένοις, ψέγει αύθις εν τοις επομένοις στίχοις.

«Ο βοηθήσας τη Γερμανία σώσει την Ελλάδα. Της Γερμανίας τον ζυγόν απέσεισεν Εκείνος, ουχί οι ηγεμόνες αυτής. Εκείνος θραύσει και τας αλύσεις υμών. Ο Παντοδύναμος ζη έτι» .

Την δεινήν αγωνίαν την κατέχουσαν την ψυχήν του βασιλόπαιδος ποιητού εκδηλοί και το επόμενον περί Ελλάδος άσμα.

«Ως πνεύμα παρίσταται πανταχού εμπρός μου η τύχη σου, ω Ελλάς, και τότε η φύσις ζοφερόν περιβάλλεται νέφος προ των οφθαλμών μου» .

Αλλ' ότε μετά την ήτταν του Δράμαλη ευφρόσυνοι ειδήσεις αφίκοντο εις Μόναχον, ο ποιητής, προς τοις άλλοις νικητηρίοις παιάσιν, ψάλλει και εις την εν τω μελετητηρίω προτομήν του Ομήρου το ασμάτιον τόδε (επιγραφόμενον: «προς τον Όμηρον, ού η εικών εν τω θαλάμω μου»):

«Χαίρε, γηραιέ Όμηρε! η πατρίς σου είναι ελευθέρα· ουχί πλέον δούλοι, αλλ' ελεύθεροι θ' αναγινώσκωσι τα έπη σου» .

Τούτω τω έτει εποιήθη και ύμνος μακρός εις τον Κανάρην («Εις το καύσιμον του Τουρκικού πλοίου»).

Εν άσματι προς το φθινόπωρον του αυτού έτους πάλιν ο ποιητής στρέφει την διάνοιαν προς την Ελλάδα.

«Το εύθυμον φθινόπωρον ήλθε, μεμαραμένα πίπτουσι τα φύλλα. Προσκαλεί ημάς ο χυμός της αμπέλου. Εις την υγίειαν των λυτρωτών. Εις υγίειαν των ηρώων της ξηράς και της θαλάσσης! Εις των Ελλήνων την ελευθερίαν! Λάμπουσιν αι φλόγες του καιομένου Τουρκικού στόλου· των Ελλήνων τα δάκρυα εις αγαλλίασιν μεταβάλλονται. Εις υγίειαν των εν ταις μάχαις πεσόντων. Εις την γην επιστρέφουσι τα σώματα· αι ψυχαί αυτών πέτονται εις τας μονάς των μακάρων. Εις υγίειαν των αγωνισαμένων υπέρ Ελλάδος ξένων! αιώνιος έπαινος δι αυτούς! δάφναι φύονται εν τη γη τη πεποτισμένη μετά του αίματος αυτών. Και κενώσατε τα ποτήριά σας πάλιν και ψάλατε μεγαλοφώνως επινικίους παιάνας. Τιμήσατε τους ανδρείους μετ' οίνου και ασμάτων. Ζήτωσαν οι Έλληνες όλοι.»

Εις το τέταρτον έτος της επαναστάσεως (1824) εποιήθησαν οι μακροί ύμνοι «προς την Ελλάδα, εις το τέταρτον έτος της ελευθερίας αυτής» και ο μακρός ύμνος των Ψαρρών: «Μετά την πτώσιν των Ψαρρών». Τω επομένω έτει, πριν ή έτι ανέλθη εις τον θρόνον, εποίησε (το έαρ του 1821) νέον θούριον άσμα «Προς τους Έλληνας», έπειτα «Προσφώνησιν εις τους Έλληνας· (μετά την εις Πελοπόννησον εισβολήν του Ιμβραήμ) και άλλο «εις του Νεοκάστρου την άλωσιν». Ότε δε κατά Οκτώβριον του αυτού έτους ανήλθεν εις τον θρόνον, ο Λουδοβίκος, την νέαν αυτού θέσιν προς την Ελλάδα, ως βασιλεύς πλέον, εν αντιθέσει προς την μέχρι τότε, καθώρισεν ως εξής (εν τω άσματι «προς τους Έλληνας, ότε είμαι βασιλεύς 1825»).

«Μόνον ευχάς η ψυχή μου μέχρι νυν ν' αναπέμπη προς τους ουρανούς ηδύνατο, ω γενναίοι Έλληνες, υπέρ υμών, υπέρ του αγώνος υμών. Άπρακτοι διεσκεδάζοντο εν τω αέρι οι τόνοι της λύρας μου. Μόνον της χορδής ηδύνατον άπτηται η χειρ. Μονήρεις ήχουν ούτοι, ώσπερ στόνοι [20] μυστικής αγάπης. Νυν η λύρα μου εσίγησεν αλλ' ο λόγος ο ισχυρός ηχεί εντόνως από στόματος τον Βασιλέως εκ της πλησμονής της ζεούσης καρδίας, ίνα μεταποιηθή εις έργον, Έλληνες, προς σωτηρίαν υμών».

Και εις μεν την περί σιγής της λύρας αυτού γνώμην δεν έμεινε πιστός ο Βασιλεύς, ουδ' ηδύνατο να μένη καταδικάζων εις σιγήν την Μούσαν αυτού απέναντι των εν Ελλάδι φοβερών γεγονότων, ιδίως των περί το Μεσολογγίου. Διά τούτο και τω 1826 εποίησε προς το Μεσολόγγιον («μετ' αποκρουσθείσαν έφοδον»), ότε απεδείχθη ψευδής η άλωσις του Μεσολογγίου, είτα δε «παρηγορίαν προς τους Έλληνας» κατά την αγωνίαν του Μεσολογγίου τον Μάρτιον του 1826. Εν τω άσματι τούτω τω αρχομένω διά των ρημάτων:

«Εξαγριωθήτωσαν εναντίον Υμών οι πολέμιοι. Μισησάτω υμάς ο κόσμος. Μη απαυδάτε Έλληνες . . . ο Θεός έπλασε το φως από το σκότος» λέγονται και τάδε:

«Εν τη δεινοτάτη θλίψει της πατρίδος, εν τω θανάτω της αρμονίας, υψούται η ψυχή προς τον ουρανόν και εν τούτω αναπαύεται. Ο όλεθρός σου, Ελλάς, είνε η δόξα σου. Και ο Κύριος είνε βοηθός σου . . . Διά δοκιμασίας και διά ποταμών αίματος κεκαθαρμένη η ελευθερία σου θα διαμένη εις τους αιώνας. Μη αντιταχθήτε πολέμιοι της Ελλάδος. Του Παντοδυνάμου η θέλησις εκηρύχθη, υποταχθήτε εις τα νεύματα αυτού. Τις άνθρωπος δύναται να μεταβάλη την ημέραν εις νύκτα; Την φλόγα θέλετε να σβέσητε δι' αίματος και αυξάνετε μόνον την φλόγα.

Μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου εποιήθη υπό του Βασιλέως ποιητού «Ο θρήνος των Ελλήνων». Εν αυτώ προς τοις άλλοις παρίστανται οι Έλληνες λέγοντες προς τους Ευρωπαίους:

Ημείς από των ανθέων τον Παρνασσού επλέξαμεν στεφάνους υπέρ υμών, ημείς εκοσμήσαμεν τον έρημον βίον υμών διά των χαρίτων της τέχνης».

Εν τω άσματι τούτω πικρώς καταδικάζεται η πολιτική των ισχυρών της γης, η ασέβεια αυτών προς τον Θεόν και τα θεία παραγγέλματα της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Μετά τούτο εποιήθη το «Επιφώνημα εις το Μεσολόγγιον». «Η πτώσις σου είνε θρίαμβος!» αναφωνεί ο ένθεος ποιητής εν αυτώ. Και βραδύτερον εις του Μεσολογγίου την δευτέραν άλωσιν παρά των Ελλήνων (1829) εποιήθη νέον ποίημα εις το Μεσολόγγι «το λαμπρόν μνημείον δόξης, αξίας των περικλεεστάτων αρχαίων ηρώων». Εν τω αυτώ άσματι στρέφει ο ποιητής το βλέμμα από του Μεσολογγίου εις την Ακρόπολιν Αθηνών και τον Παρθενώνα. Ότε εκυριεύθη το Μεσολόγγιον υπό των Ελλήνων, αι Αθήναι δεν ήσαν έτι ελεύθεραι· δι' ό αναφωνεί ο ποιητής προς τους Έλληνας.

Μη κατακλιθήτε έτι εν ησυχία. Από του Παρθενώνος προσκαλεί υμάς ανεξάλειπτος δόξα. Όταν η σημαία υμών κυματίση και ο Σταυρός λάμψη εις την Ακρόπολιν, τότε μόνον η Ελλάς είνε αληθώς ελευθέρα» .

Πλην των εις τον μέγαν αγώνα ποιημάτων, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος μακρόν ποίημα εποίησε και εις τα υπό των Άγγλων αρπαγέντα αγάλματα του Παρθενώνος και «εις Ρώμην και Αθήνας». Εν τω άσματι τούτω προς την λαμπρότητα και τον θόρυβον της Ρώμης αντιτίθεται η σιωπηλή ησυχία, η εξυψούσα την ψυχήν ιερά μεγαλοπρέπεια των Αθηνών.

Αλλ' ο βασιλεύς ποιητής, ο μη δυνηθείς να τηρήση εν σιγή την λύραν αυτού ένεκα του κατέχοντος την ψυχήν αυτού φλογερού ενθουσιασμού, έμεινε πιστότατος εις την υπόσχεσιν, ήν έδωκε περί της εις έργα μεταποιήσεως του εντόνου λόγου. Ο Λουδοβίκος και προ του ανελθείν εις τον θρόνον ανεπισήμως βοηθών τω ελληνικώ αγώνι, ευθύς μετά την εις τον θρόνον άνοδον έπεμψε τω φιλελληνικώ συλλόγω Μονάχου 20 χιλ. φιορίνια (10 χιλ. φράγκα) ως συνδρομήν «αρχαίου φιλέλληνος», ως εγράφετο εν τω καταλόγω. Το γεγονός, γνωσθέν εν τοις Μετερνιχείοις κύκλοις, μέγαν ήγειρε θόρυβον· αλλ' ο βασιλεύς, ουδόλως εκ τούτου ταραχθείς, εν αρχή του επομένου έτους ανενέωσε την συνδρομήν διά του αυτού ποσού, έπεμψε δε ιδιαιτέρως 20 χιλ. φράγκα προς εξαγοράν αιχμαλώτων Ελλήνων. Σημαντικαί χρηματικαί δωρεαί εγένοντο τότε και εκ μέρους πάντων των μελών της Βασιλικής Οικογενείας. (21) Ο Βασιλεύς συνήψε τότε σχέσεις προς τον περίφημον Ελβετόν φιλέλληνα Εϋνάρδον και δι' αυτού προς τον φιλελληνικόν σύλλογον των Παρισίων, τον ιδρυθέντα τω 1825. Βραδύτερον ότε ο Κυβερνήτης ίδρυσε το πιστωτικόν αυτού ίδρυμα υπέρ των εν τω πολέμω εις ένδειαν περιελθόντων, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος, ενεγράφη δι' άλλας 50 χιλιάδας φιορίνια (100 χιλ. φρ.). Προς τούτοις τω 1826 έπεμψεν εις την Ελλάδα ανεπισήμως τον εν τω Ισπανικώ πολέμω διακριθέντα Βαυαρόν εθελοντήν συνταγματάρχην Κάρολον Έιδεκ μετά πολλών Βαυαρών κατωτέρων αξιωματικών και άλλων εθελοντών πολεμιστών, ίνα μετάσχωσι του ελληνικού αγώνος και ίνα ο Έιδεκ εκθέση πιστώς τω Βασιλεί τα κατά την εν Ελλάδι κατάστασιν υπό έποψιν αλκής πολεμικής. Μετά τίνος στοργής και μερίμνης πατρικής εφρόντιζεν ο Λουδοβίκος περί των εις Ελλάδα μεταβαινόντων Βαυαρών δηλούται εξ ών τη 19/31 Ιουλίου έγραφεν εις τον γραμματέα αυτού: «Είπατε αύθις τω Έιδεκ τάχιστα ότι εις τους εθελοντάς πρέπει να δίδηται οίνος καθαρός, διότι πρόκειται περί ζωής και θανάτου». Κατά Σεπτέμβριον του 1826 επέβησαν ο Έιδεκ μετά των συντρόφων αυτού του υπ' αυτού ναυλωθέτος «Πηγάσου» (εν Αγκώνι) ίνα μεταβώσιν εις την Ελλάδα. Εν ταις επιστολαίς δε, άς ο Λουδοβίκος μετά την εις Ελλάδα άφιξιν των Βαυαρών τούτων έγραφεν ιδιοχείρως και λίαν συχνώς, καταφαίνεται πάλιν ο ακραιφνής και φλογερός φιλελληνισμός αυτού. Τη 8 Ιανουαρίου 1827 έγραφε τω Έιδεκ: «Είη μεθ' υμών ο Θεός, γενναίοι μου Βαυαροί. Του τοσούτον τιμήσαντος εμέ εν Ελλάδι Έιδεκ τας προς με επιστολάς της 26 Σεπτεμβρίου και 25 Οκτωβρίου εκομισάμην. Με συνεκίνησε και ευφρόσυνόν μοι ενεποίησεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι του ενδόξου Μάρκου Βότσαρη η χήρα, τον μονογενή αυτής υιόν θέλει να εμπιστεύση εις εμέ απορρίψασα την του αυτοκράτορος της Ρωσσίας και πάντων των άλλων περί προστασίας αυτού προσφοράν. (22) Ανοικταίς αγκάλαις μέλλω να δεχθώ τον υιόν του υπ' εμού θαυμαζομένου ήρωος. Εις την μητέρα σκοπώ να δώσω σύνταξιν. Πόσον ευστόχως λέγεις ότι οι των Ελλήνων οπλαρχηγών υιοί πρέπει όλοι ομού ν' ανατρέφονται και παιδεύωνται εν Γερμανία, εν Μονάχω. Ενεργήσατε ίνα ο Κολοκοτρώνης πέμψη τον υιόν αυτού εκ της εν Γενεύη υποτροφίας εις την ενταύθα σχολήν των Ευελπίδων. Ο Σύλλογος θέλει να εκπαιδεύση έτι έξ Ελληνόπαιδας. Φροντίζω δε νυν ίνα προσκαλέσω καί τινα των φυγάδων ιερέων ενταύθα (23) ίνα παιδευθώσιν οι νέοι ούτοι εν τη πίστει των πατέρων αυτών. Ελπίζω ότι θα επιστρέψωσιν εις την πατρίδα αυτών, ουχί αποξενούμενοι των πατρίων, αλλ' ελληνικότεροι ή όσον ήσαν ότε ήλθον ενταύθα. Έλληνες, εστέ ηνωμένοι! Γενναίε Έιδεκ και γενναίοι σύντροφοι αυτού, χαίρετε!

Από 12/24 Απριλίου έγραφε: «Μετ' ευφροσύνου αισθήματος έμαθον τας παρά τας Αθήνας ηρωικάς πράξεις των εμών Βαυαρών ω περινούστατε [24] γενναίε Έιδεκ. Εκφράζετε τας συμπαθείας μου προς τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς. Αφ' ής ημέρας λήγει η άδεια υμών παρατείνω αυτήν επί έν έτος· αλλά δύναται να είναι βέβαιος έκαστος ότι και ευθύς επανιών, καλλίστης παρ' εμού θα τύχη υποδοχής. Πιστεύω, η Ελλάς εσώθη. Μετά την ελευθέρωσιν της Γερμανίας από της Ναπολεοντίου καταπιεστικής δεσποτείας, ουδέν άλλο ούτω διακαώς επόθουν όσον το να νικήση η Ελλάς. Ενήργουν και ενεργώ ίνα βοήθειαι προσρέωσιν εις την Ελλάδα.»

Από 2/14 Μαΐου 1827 έγραφεν ο Λουδοβίκος: «Οι οφθαλμοί μου υγράνθησαν, άξιε Εϊδέκερ, ότε ανέγνων την προς τον Κρέουζερ επιστολήν σας. Η τιμή, ήν υμείς, ανδρείοι πολεμισταί, περισώσατε εν Ελλάδι εις το όνομα της Βαυαρίας, ευφραίνει την καρδίαν μου. Ανοικταίς αγκάλαις θα δεχθώ τους έξ νεαρούς Έλληνας, οις πρέπει να προστεθή και ο του Καραϊσκάκη ανεψιός, όν επιθυμή τούτο ο ήρως εκείνος (25) βλέπων εν τη πράξει μου ταύτη αναγνώρισιν της αξίας αυτού εκ μέρους μου. Οι δύο εν τη στρατιωτική Σχολή σπουδάζοντες νεαροί Έλληνες ποιούνται, ως ακούω, σημαντικάς προόδους (26) . Ότε, πρό τινος μετέβην εις το Κατάστημα εκείνο απροσδοκήτως, ως συνηθίζω, και ηκροώμην της διδασκαλίας, εστράφησαν προς με ευγνώμονα βλέμματα ελληνικά. Και εν Βιέννη επετράπη νυν η συλλογή συνδρομών υπέρ των ενδεών ελληνικών οικογενειών (27) .

Ο Λουδοβίκος, όστις ως Διάδοχος είχε μεταβή εις Ιταλίαν μετά την έκρηξιν της επαναστάσεως, σκοπών κυρίως να υποστηρίξη και την εν τη χώρα εκείνη φιλελληνικήν κίνησιν, μετά την εις τον θρόνον άνοδον, δις εποιήσατο περιοδείαν εν τω κράτει αυτού προς τον αυτόν κυρίως αποβλέπων σκοπόν. Εν δε τη ειρημένη προς τον Εϊδέκερ επιστολή λέγει προς τοις άλλοις: «Ως η κατά το παρελθόν έτος εις Βρυκεναυίαν (Brückenau) μετάβασίς μου επήνεγκε την υπέρ Ελλάδος βοήθειαν, το αυτό προσδοκώ και εκ της νυν περιοδείας μου, διότι θα διέλθω διά των πόλεων, όν το έδαφος δεν επάτησα έτι ως Βασιλεύς. Και, ως εν τη πρώτη περιοδεία, θα απαγορεύσω τας φωταγωγίας, εκφράζων την ευχήν ίνα αντί τούτου δώσωσι τα χρήματα, εις τους εν Ελλάδι ενδεείς. Η Ελλάς, ελπίζω, απηλλάγη του ζυγού, αν μη αυτή εαυτήν διαφθείρη. Ευεργετικόν εμοί αίσθημα είναι ότι υπήρξα ο πρώτος ηγεμών, ο κηρυχθείς υπέρ του αγώνος των Ελλήνων, λόγω και έργω. Της Ελλάδος η ελευθερία ήτο εμοί πόθος πολύ προ της ενάρξεως του αγώνος. Είναι δ' εμοί ζήτημα καρδίας το να μένω ως βασιλεύς, ως πιστεύω ασφαλώς, τοιούτος, οίος ήμην ως διάδοχος. Οι νεαροί Έλληνες, ιδίως ο Δ. Μπότσαρης και ο συνοδός αυτού, έχουσι πολύ καλώς· αυτός τε και ο πιστός ακόλουθος Χρήστος, φορούσι διαρκώς οίαν εν Σουλίω στολήν».

Τη 4/16 Σεπτεμβρίου έγραφεν ο Λουδοβίκος προς τον Εϊδέκερ: «Ο εν Μονάχω φιλελληνικός Σύλλογος έχει νυν περίσσευμα, ώστε να διαθέτη δύο νέας θέσεις εν τη Σχολή. Οι ενταύθα ευρισκόμενοι δεν παύουσι του να μένωσιν Έλληνες, υπάρχει δε και ναός Ελληνικός και ιερεύς, όν εγώ πληρώνω εκ του ιδιωτικού μου ταμείου (28) , ούτω δε και διδασκαλίας τυγχάνουσι θρησκευτικής εν τη πίστει των πατέρων αυτών, εκτελούσι δε και τα της θρησκευτικής αυτών λατρείας. Οι Έλληνες έχουσιν ανάγκην πειθαρχίας και παιδεύσεως συστηματικής».

Από 8/20 Φεβρουαρίου 1829 έγραφε προς τον αυτόν: «Την επιθυμίαν υμών να επανέλθητε οίκαδε ευρίσκω λίαν φυσικήν και δεν δύναμαι ν' αντείπω· αλλά πρέπει να μη υπολάβη ο Καποδίστριας την επιστροφήν σας ως ελάττωσιν της εμής προς την Ελλάδα συμπαθείας. Η συμπάθεια αύτη είναι πάντοτε διάπυρος· τούτο εντυπώσατε καλώς εις την διάνοιαν αυτού και είπατε αυτώ μετά πόσου ζήλου εργάζομαι ίνα τα όρια εκταθώσι τουλάχιστον μέχρι των Θερμοπυλών (29) ».

Τη δε 10/22 Μαΐου έγραφερος τον Γραμματέα αυτού τάδε τα άξια σημειώσεως: «υπάρχουσι πάντως παρ' ημίν άνθρωποι (εννοεί τους περί Μετερνίχον), οίτινες, αν εγώ το έτος τούτο εδαπάνων χιλιάδας τινάς και εκατοντάδας φιορινιών προς κτήσιν αραβικών τίνων ίππων εις το ιπποστάσιόν μου, θα εύρισκον τούτο εν τάξει γινόμενον, ήθελον δε κραυγάσει ότι αντί τούτου δαπανώ προς ανατροφήν Ελλήνων αλλ' αφίημι τους κύνας να υλακτώσι και πορεύομαι την οδόν μου».

Ότε τω 1829 ο Θείρσιος προέτεινε τω Λουδοβίκω την εις τον ελληνικόν θρόνον υποψηφιότητα του δευτεροτόκου υιού αυτού Όθωνος, έγραψεν αυτώ ότι δεν ενόει διά τοιαύτης υποψηφιότητος ν' αμαυρωθή κατ' ελάχιστον η αγνότης και η αφιλοκέρδεια του φιλελληνισμού αυτού· και εγκατελείφθη όλως το σχέδιον του Θειρσίου επί δύο έτη. Ότε δε ο Θείρσιος κατ' εντολήν του Λουδοβίκου κατήλθεν εις την Ελλάδα και παρέσχε μεγάλας τη Ελλάδι ηθικάς τε και πολιτικάς υπηρεσίας, ανεκινήθη το ζήτημα της υποφηφιότητος εκείνης, ήν μόλις τω επομένω έτει εδέξατο ο Λουδοβίκος προσενεχθείσαν υπό των τριών Δυνάμεων και επί όροις παρασχούσι νέα ευρύτερα όρια τω κράτει και τον βαθμόν βασιλείου. Πολλά έπραξεν υπέρ της Ελλάδος ο Λουδοβίκος και μετά την ανάρρησιν του υιού αυτού ως βασιλέως της Ελλάδος, κοσμήσας συν τοις άλλοις και τον περίβολον του εν Μονάχω βασιλικού κήπου διά τριάκοντα εννέα λαμπρών τοιχογραφιών του περιφήμου ζωγράφου Πέτρου Εςς, στήσας ανδριάντας των αρχηγών του ελληνικού αγώνος εν ταις αιθούσαις των ανακτόρων του Μονάχου, οικοδομήσας κατά μίμησιν των Προπυλαίων της Ακροπόλεως Προπύλαια μεγαλοπρεπή εν Μονάχω και αναγράψας επί των τοιχωμάτων αυτών δεξιόθεν και αριστερόθεν μεγάλοις γράμμασι τα ονόματα πάντων των επιφανών της επαναστάσεως ανδρών, των πολεμάρχων της ξηράς και της θαλάσσης και των πολιτικών ανδρών και αυτών έτι των κληρικών αγωνιστών. Αλλά ταύτα δεν ανάγονται κυρίως εις την ιστορίαν του φιλελληνισμού.

Τοιούτος ο μέγας φιλέλλην βασιλεύς Λουδοβίκος, είς των τύπων του Γερμανικού φιλελληνισμού εκ των λαμπροτάτων. Εν τω χαρακτήρι δ' ακριβώς του φιλελληνισμού του Λουδοβίκου εικονίζεται ακριβώς ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός εν τη αυτοτελεία, απλότητι και τελειότητι αυτού ως ακραιφνής, αυθόρμητος, αυτοσυνείδητος προς τον εξεγειρόμενον ελληνισμόν ενθουσιασμός, προελθών ουχί όπως εν άλλαις ευρωπαϊκαίς χώραις, και δη εν Γαλλία και Αγγλία, ολόκληρα έτη μετά την έναρξιν του αγώνος και οιονεί παθητικώς εξ αισθήματος κοινής φιλανθρωπίας επί ταις συμφοραίς και εκ θαυμασμού προς τον ηρωισμόν του ελληνικού λαού, αλλ' ενεργητικώς από της πρώτης στιγμής μετά του αγώνος αυτού εκδηλωθείς και προϋπάρχων τούτου και συντελέσας ηθικώς εις την ύπαρξιν τούτου. Πάντες οι μεγάλοι αρχηγοί του Γερμανικού φιλελληνισμού επόθουν την ελευθέρωσιν της Ελλάδος προ της επαναστάσεως, ως τούτο λέγει περί εαυτού και ο Λουδοβίκος. Ο Θείρσιος δε και Στάιν και Γάγερν, ήσαν ωσαύτως φιλέλληνες, προσδοκώντες εξέγερσιν του ελληνικού έθνους. Και αυτός δε ο Γάλλος Gaston Caminade, ο θέλων να παραστήση τον Γερμανικόν φιλελληνισμόν ως ονειροπόλημα προελθόν εκ της προς ελευθερίαν εαυτών πολιτικήν επιθυμίας των Γερμανών και λέγων ότι οι Γερμανοί εν τω αγώνι των Ελλήνων έβλεπον τον ίδιον αυτών εθνικόν αγώνα, και αυτός, οιονεί αναιρών εαυτόν, λέγει περί ενός των μεγίστων αρχηγών του Γερμανικού φιλελληνισμού, του Γουλιέλμου Μυλλέρου, ότι «πολύ προ της επαναστάσεως ήτο προπαρεσκευασμένος να παραστήση πρόσωπον του Κορυφαίου του φιλελληνισμού».

Πάντως ενταύθα δεν δυνάμεθα να ποιώμεθα μακρόν λόγον περί πάντων των κορυφαίων του Γερμανικού Φιλελληνισμού, του Βασιλέως της Βυρτεμβέργης Γουλιέλμου Α', του επιδόξου Διαδόχου του Πρωσσικού Θρόνου και άλλων Γερμανών ηγεμόνων και ηγεμονοπαίδων και περί των μεγάλων κατά τους χρόνους εκείνους ηγετών του πνευματικού βίου των Γερμανών, οίτινες ήσαν και ηγέται του Φιλελληνισμού. Αρκεί ν' αναφέρωμεν ενταύθα εκ του καταλόγου των υπέρ του αγώνος ποιημάτων του ενθουσιωδεστάτου και κορυφαίου των φιλελλήνων ποιητών, του Γουλιέλμου Μυλλέρου (πατρός του περιφήμου Ασιανολόγου Μαξ Μυλλέρου) τα ονόματα των κυριοτέρων: 1) Οι φίλοι της αρχαιότητος, 2) Οι Έλληνες προς τους φίλους του αρχαίου βίου αυτών, 3) Ο Φαναριώτης, 4) Η Παρθένος των Αθηνών (Πρβλ. The maid of Athens του Βύρωνος), 5) Η Μανιάτισσα, 6) Ο γέρων της Ύδρας, 7) Ο ιερός Λόχος, 8) Οι Έλληνες προς τον Αυστριακόν Παρατηρητήν, 9) Τα ερείπια των Αθηνών προς την Αγγλίαν, 10) Ελλάδος ελπίς, 11) Η Πύλη, 12) Ο εξόριστος της Ιθάκης, 13) Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εν Μουγκάζη, 14) Η εις πλοία επίβασις των Αθηναίων, 15). Η εν Ασία αιχμάλωτος, 16) Ο μικρός Υδραίος, 17) Διδασκαλία Μανιατίσσης, 18) Η γλαυξ, 19) Ο Μανιάτης, 20) Ο αποχωρισμός των Παργίων, 21) Η μετά του Θεού συνθήκη, 22) Οι διακόσιοι και ο είς (εις τον Κ. Κανάρην), 23) Η Χίος, 24) Αι Θερμοπύλαι, 25) Ο Μπότσαρης, 26) Η Ύδρα, 27) Η Μπουμπουλίνα, 28) Το Μανιατόπουλο, 29) Η Σουλιώτισσα, 30) Άσμα προ της μάχης, 31) Οι βασιλείς και ο Βασιλεύς, 32) Άσμα παραμυθητικόν, 33) Τα αρχαία και τα νέα ιερά, 34) Σταυρώσατε αυτόν (Crucificite eum), 35) Το νίψιμον των χειρών του Πιλάτου, 36) Η έπαλξις του ουρανού, 37) Το ελληνικόν πυρ, 38) Οι νέοι Σταυροφόροι, 39) Η Μούσα μου, 40) Η λοιμόβλητος ελευθερία, 41) Η χήρα του Μανιάτου, 42) Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, 43) Έχ' ατρέμας, 44) Ο Αχελώος και η θάλασσα, 45) Ο Μάρκος Μπότσαρης, 46) Οι τελευταίοι Έλληνες, 47) Η Ελλάς και ο κόσμος, 48) Ο Βύρων, 49) Άνοδος του ουρανού, 50) Η εις ουρανόν άνοδος του Μεσολογγίου, 51) Το νέον Μεσολόγγι, 52) Το Μεσολόγγι έπεσεν.

Εκ των «Φίλων της αρχαιότητος» παραθέτομεν ενταύθα:

«Προς τι υμείς ενθουσιάτε υπέρ των μακρών ημών παναρχαίων
ηρωικών χρόνων;
Επιστρέψατε οίκαδε, υμείς οι υπερενθουσιασμένοι. Η οδός είνε
λίαν μακρά.
Το αρχαίον εγένετο νέον, το πόρρω λίαν πλησίον,
Ό,τι επί τοσούτον χρόνον ονειρεύεσθε, ενσώματον ίπταται
εμπρός Υμών».

Εκ του Φαναριώτου:

«Ιδού αι κεφαλαί των αδελφών ημών λάμπουσαι μετά στεφάνων
μαρτύρων.
Ιδού ο πρωτομάρτυς Γρηγόριος αναμένει ημάς μετά στεφάνων
νίκης.»

Εκ της Ελλάδος ελπίδος:

«Αδελφοί, μη ζητήτε βοήθειαν μακρόθεν.
Ελπίζεις πλέον; μη κτίζε πύργους επί της ελπίδος της
ελευθερίας σου.
Ησυχίαν και ειρήνην θέλει η Ευρώπη· διατί ετάραξες αυτήν;
Διατί αυθαιρέτως απετύφλωσας σεαυτήν μετά της μανίας της
ελευθερίας;»

Ο νους του ποιήματος εναντίον των πολιτικών της ιεράς συμμαχίας· έτι σαφέστερος ο νους ούτος εν τοις Σταυροφόροις (ιδίως εναντίον των περί τους Μέττερνιχ και Γεντζ):

«Έξω συ όστις μετ' αναιδούς στόματος την ελευθερίαν καλείς
ανταρσίαν
Και τον ηρωικόν αγώνα των Ελλήνων οικτείρεις ως τύφλωσιν.
Συ, όστις μετά της λεπτής σου πολιτικής τορνεύεις τας αποδείξεις,
Ότι δύναται τις να πνίξη την ανθρωπότητα διά της οδού της
νομιμοφροσύνης.»

Εκ του Ποντίου Πιλάτου εναντίον του Μέττερνιχ και Γεντζ:

«Ω! φέρετε χέρνιβα ιερόν αμίαντον.
Πιλάτε, νίψον την χείρα σου, νίψον το στόμα σου.
Η χειρ σου είνε μαύρη από μέλανος, το στόμα σου ελκώδες
από δηλητηρίου».

Εκ του εξορίστου της Ιθάκης:

«Άγγλοι, εξαλείψατε εκ των καταλόγων υμών το όνομα το εμόν.
Εξελάσατέ με εκ της προστασίας υμών, πωλήσατε και την
οικίαν μου.
Θα υπερασπίζω εγώ εμαυτόν, τον Θεόν ο Ουρανός είνε η
στέγη μου».

Εκ της λοιμοβλήτου ελευθερίας (εναντίον του διατάγματος του αυτοκράτορος της Αυστρίας του απαγορεύοντος εις τους πρόσφυγας Έλληνας την εις το έδαφος της αυτοκρατορίας είσοδον):

«Τι τοσούτον αγωνιωδώς κράζει ο των Φαρισαίων λαός, ανά
πάσας τας χώρας,
Τας κεφαλάς πεπασμένος παχυλώς μετά κόνεως και
διαρρηγνύων τα ιμάτια ;
Βοώσιν αυτοί: «Κλείσατε τους λιμένας, περιφράξατε αυτούς
ταχέως,
Τα μεθόρια κλείσατε και τας παραλίας διά πλοίων και λέμβων,
Ο λοιμός είνε εν ταις τάξεσιν αυτών.
Η ελευθερία αυτή προσεβλήθη υπό λοιμού.
Μη επιτρέψατε είσοδον μηδενί φυγάδι εξ Ελλάδος ερχομένω,
Ίνα μη η ελευθερία φέρη τον λοιμόν αυτής εις τας καλάς ημών
χώρας».

Εκ των ερειπίων των Αθηνών προς την Αγγλίαν (εναντίον της μισελληνικής πολιτικής του παρά τη Πύλη πρέσβεως λόρδου Στραγγφόρδου, ενός των αισχίστων μισελλήνων, οργάνου αξίου του αισχίστου μισέλληνος Κοστλρήγου (Λονδονδέρρυ):

«Ευδόκησον να δεχθής, Αγγλία, φρουρά της ελευθερίας τας
ημετέρας ευχαριστίας!
Έπεμψας εις τον Κύριον της Πύλης ευγενή τινα λόρδον
Ίνα μεσιτεύση υπέρ ημών και ποιεί τούτο ιπποτικώς.
Έλληνες, ακούσατε, τι ούτος διά καλάμου οξυγράφου κατώρθωσε.
Και όταν της νεαράς ελευθερίας τα άνθη καταπατηθώσιν εν κόνει,
Και όταν η ιερά της Αθηνάς πόλις γίνη βορά του μεγάλου
απίστου,
Και τότε, και τότε, νοήσατε αυτόν, ω Έλληνες, πρέπει να
ιστάμεθα απαθείς,
Ημείς φρουρούμενοι εν τη θυέλλη των όπλων υπό του ξίφους
του αγρίου ημών πολεμίου.

Από του Μάρκου Μπότσαρη:

«Ελευθέρα απέπτη η ηρωική αυτού ψυχή εκ των χαινουσών του
στήθους πληγών εις το κράτος της ελευθερίας».

 
Παραθέτομεν ενταύθα και δύο επιγράμματα του Γ. Μυλλέρου, το μεν εις τον Κανάρην (επί τη ψευδεί ειδήσει του θανάτου αυτού).

«Κωνσταντίνος Κανάρης καλούμαι ο εν τω τάφω τούτω κείμενος.
Δύο στόλους Οθωμανικούς ανετίναξα εις τον αέρα.
Εκοιμήθην εν Κυρίω εν τη κλίνη μου ως καλός Χριστιανός.
Είς μόνος πόθος μου εκ του κόσμου τούτου ετάφη μετ' εμού,
Ο πόθος ίνα εν συγκρούσει μετά τρίτου στόλου του εχθρού ημών
Πεταχθώ εις τον θάνατον εν μέσω αστραπών και βροντών».

Το άλλο επίγραμμα είναι εις τον τω 1822 εκ των πολλών μισελληνικών πολιτικών αυτού ασχολιών παραφρονήσαντα και είτα αυτοκτονήσαντα και άφατον θλίψιν εις τον Μέττερνιχ και Γεντζ παράσχοντα Καστελρήγου και εμπνεύσαντα τω Γεντζ θερμούς υπέρ αυτού εν τω ημερολογίω αυτού λόγους. Το επίγραμμα τούτο λέγει επιγραμματικώτατα:

«Ακούσατε! Χριστιανός τις Υπουργός παρεφρόνησεν εκ των
πολλών εργασιών.
Επιθυμούμεν να θεωρήσωμεν τον κατάλογον των εργασιών αυτού».

Βεβαίως ο ημέτερος ατημέλητος πεζός κάλαμος δεν δύναται ν' αποδώση εν μεταφράσει άπασαν την ποιητικήν δύναμιν και το ψυχικόν σθένος και προ πάντων την αρμονίαν των αισθημάτων του ποιητού προς τα έργα των υμνουμένων ηρώων ή στιγματιζομένων πολεμίων του υπέρ ελευθερίας αγώνος των Ελλήνων. Ως έξοχος αρετή του Γ. Μυλλέρου θεωρείται ιδίως ότι εν τοις ισχυροίς παλμοίς της ιδίας αυτού καρδίας ευρίσκει την γλώσσαν, εν ή λαλούσιν οι τε ήρωες αυτού και οι στιγματιζόμενοι πολέμιοι, χωρίς εν τούτοις ο ποιητής να εξέλθη των ορίων της πραγματικής αληθείας και αντικειμενικότητος, ως λέγουν οι φιλοσοφούντες. Οπωσδήποτε ο Γ. Μύλλερος θεωρείται ο κυριώτατος μετά του βασιλέως Λουδοβίκου υμνητής του ελληνικού αγώνος.

Υπέρ του ελληνικού αγώνος τοσαύτα εποιήθησαν και εν πεζώ εγράφησαν εν Γερμανία και ο φιλελληνισμός τοσούτον πλουσίαν παρήγαγεν ιδίαν γραμματείαν γερμανικήν, ώστε περί ταύτης ολόκληροι πραγματείαι δύνανται να γραφώσιν. Ενταύθα προσθέτομεν εις τα περί της γραμματείας ταύτης ολίγα τινά απλώς προς καθολικόν χαρακτηρισμόν του γερμανικού φιλελληνισμού.

Μετά τον Λουδοβίκον και Γ. Μύλλερον, ποιητής ονομαστότατος Γερμανός, υμνητής του ελληνικού αγώνος, είνε ο Φρειδερίκος Τύκερτ, ο ειπών «η μικρά της Ελλάδος χώρα είνε αρκούντως μεγάλη, ώστε να φέρη μέγαν λαόν». Έπειτα ο Ερρίκος Στήγλιτς, και ο Ερνέστος Γρόσι. Ο Αρνόλδος αναγράφει τα εξής ποιήματα των άλλων ονομαστών Γερμανών ποιητών: «προς τους νέους Έλληνας» (Geibel), «Ποιήματα υπέρ του ελληνικού αγώνος» (Σούμαν), «Ο φόβος του Θεού» (Φέλδμαν) πάντα αναγόμενα εις το 1821, «Θρήνος Ελλάδος» (Βλουμ), «Προς τους νέους Έλληνας» (Κρούγιος), «Ελλάδος ηώς [30] » (Ρελστάβ) του έτους 1822, «Έργω και δυνάμει ελεύθεροι Έλληνες» (Βόρα), «Έλληνες» (Πέτρι), «Δύο ποιήματα» (Χόφμαν Φάλερσλέβεν), «Υπέρ της Ελλάδος» (Κάμμερερ), «Αι Θερμοπύλαι» (Δαίβες) του έτους 1823. Των ετών 1824-25: «Προς τους μαχητάς τους καταβαίνοντας εις την Ελλάδα» (υπό Αδελαΐδος Στόλτεφορδ), «Ποιήματα» (υπό Βούβε). Τω 1826: «Η πτώσις του Μεσολογγίου» (υπό Walther), «Το Μεσολόγγιον» (υπό Μπύλωβ), «Μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου» (υπό Δέππου), «Λόγοι προς την Ελλάδα» (υπό Δεύερν), «Προς τον λόρδον Κόχραν» (υπό Βούρεν), «Δεν είμαι χριστιανός;» (υπό Χελ), «Αθήναι» (υπό Λάουτς), «Ελληνικόν πυρ επί του βωμού ευγενών δεσποίνων» (υπό Σαφίρ). Τω 1827: «Ελλάδος θάνατος και ανάστασις» (υπό Ρίχτερ), «Ελλήνων ευτυχία» (υπό Σάλλερ). Τω 1828-1829: «Ελληνικά άσματα» (υπό Weiden), «Προς τον υιόν του Μάρκου Μπότσαρη» (υπό Harring), «Το γένος των Ελλήνων» (υπό Ρίου), «Ο Ιμβραήμ προ του Μεσολογγίου» (υπό Φράιλιγραθ). Τα ποιήματα ταύτα είνε πάντα λυρικά.

Δράματα δ' εποιήθησαν «Η κόρη της Άνδρου» και «Αμαζόνες εν Λήμνω» (υπό Klarwasser 1823), «Αι γυναίκες των Μανιατών» (υπό Χάρριγκ τω 1824), «Ο πειρατής» (υπό Χάρριγκ 1825), «Η έφοδος του Μεσολογγίου», «Οι Χίοι» (υπό Ράουπαχ 1826).

Μυθιστορίαι δε εγράφησαν και εξεδόθησαν.

«Ο νέος Αχιλλεύς», εκδιδόμενος επ' ωφελεία των απορούντων Ελλήνων (υπό Έλσχολτς 1821), Εκ του βίου του Αλή πασσά (υπό Αμαλίας Σόπι 1821), «Η Μπουμπουλίνα η της καθ' ημάς Ελλάδος ηρωίς» (υπό Βουλπίου 1822), Η εις την Ελλάδα σταυροφορία» (υπό Ράιγχαρτ), «Περιπέτειαι εθελοντού κατελθόντος εις την Ελλάδα μετά του στρατηγού Νόρμαν» (υπό Φέλδχαμ), Επιστολαί εξ Ελλάδος» (υπό Χάρριγκ 1823), «Αγών και έρως, ήτοι δύο Έλληνες αδελφοί» (υπό Δέμελ 1823), «Η κόρη της Ιθάκης» (υπό Ch. Müller), «Περιγραφή ενθουσιώδους αποδημίας εις Ελλάδα (υπό Λέσσεν 1823), «Hellas und Helianor» (υπό της βαρωνίδος Richthofen 1823), «Μπότσαρης και Θεώνη» 1823 (ανώνυμον), «Οδυσσεύς Ανδρούτσος» (υπό Λύδεμαν 1823), «Το Τάγμα των Φιλελλήνων» (υπό Έλστερ), «Ο Σουλιώτης» (υπό Μόγκε), «Ο Νότης Μπότσαρης» (υπό ψευδωνύμου Φιλώτα), «Ο φιλέλλην» (υπό Βεχστάιν). Πλην τούτων εξεδόθησαν εν Γερμανία διαρκούντος του αγώνος και πλείστα πολιτικά φυλλάδια υπό των εξοχωτέρων συγγραφέων της Γερμανίας υπέρ του ελληνικού αγώνος Φοσσίου, Arndt και άλλων. Καθόλου δε ειπείν, αναρίθμητα εισι τα προϊόντα της υπό της ελληνικής επαναστάσεως εμπνευσθείσης και τοιαύτην υπόθεσιν εχούσης γερμανικής φιλολογίας. Και, ως λέγει ο Αρνόλδος» «ο φιλελληνισμός ενεφιλοχώρησεν εις όλον το έθνος από των ανωτάτων αρχόντων μέχρι των εσχάτων υπηρετών, επί πολύν δε χρόνον εδέσποσε της φιλολογίας» .

Τα μέχρι τούδε εκτεθέντα μαρτυρούσι και ερμηνεύουσιν αρκούντως και σαφώς τον καθόλου χαρακτήρα του Γερμανικού φιλελληνισμού εν αντιθέσει προς τον εν άλλαις τισί χώραις της Ευρώπης και ιδίως εν Γαλλία, εν μέρει δε και εν Αγγλία και Βορείω Αμερική διαρκούντος του αγώνος μετά το 1822 και ιδίως κατά το έτος 1825-27 εκδηλωθέντα φιλελληνισμόν, τον προελθόντα εκ φιλανθρωπικών αισθημάτων διά τα εν τω αγώνι παθήματα του ελληνικού λαού, τας φοβεράς καταστροφάς, σφαγάς και αιχμαλωσίας, έτι δε και εκ του θαυμασμού προς τα πολεμικά ανδραγαθήματα των Ελλήνων και την εν κινδύνοις αντοχήν. Ο Γερμανικός φιλελληνισμός προήρχετο από συμπαθείας πνευματικής προς το Ελληνικόν Έθνος, επί αιώνας διά της σπουδής των ελληνικών γραμμάτων και του προς τον ελληνικόν κόσμον θαυμασμού αναπτυχθείσης και αυξηθείσης. Ο Γερμανικός φιλελληνισμός δεν προήλθεν απλώς από των εν τω αγώνι ανδραγαθημάτων των Ελλήνων μαχητών και των επελθουσών εις τον ελληνικόν λαόν συμφορών εκ τούτων επερρώσθη μόνον αλλά προήλθεν απ' αυτής της ιδέας της Ελληνικής εξεγέρσεως της ενυπαρχούσης εν τη Γερμανική συνειδήσει προ της εκρήξεως της επαναστάσεως, απ' αυτής της ιδέας της επαναστάσεως, ήν προσεδόκων και επόθουν πολλοί επιφανείς Γερμανοί, και διά τούτο εξεδηλώθη ευθύς άμα τη ενάρξει του αγώνος μεθ' όλης της δυνάμεως της ηθικής και ενισχύθη έτι μάλλον εκ της πορείας του αγώνος. Διά τούτο ο Γερμανικός φιλελληνισμός υπήρξε τις δύναμις πνευματική και ηθική, μετέχουσα πολύ λογισμού και φιλοσοφίας, ουχί απλώς αίσθημα συμπαθείας. Και κατά τούτο οι Γερμανοί εθεώρουν τον αγώνα τον ελληνικόν ως αγώνα ίδιον και κατά τούτο ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός, καίπερ μετέχων πολύ του ιδεώδους, υπήρξεν αρχήθεν θετικός, ευσταθής, διαρκής και διαρκώς πιστός προς εαυτόν, έτοιμος προς πάσαν θυσίαν, αδάμαστος υφ' οιασδήποτε συμφοράς. Αν απέναντι τοιούτου ενθουσιασμού υπήρχε τότε ενιαίον Γερμανικόν Κράτος ή Κράτος ακραιφνώς γερμανικόν ισχυρόν και μη εδεσπόζετο η Γερμανία υπό κράτους ονόματι Γερμανικού, πράγματι δε ουδέν κοινόν ηθικώς και πνευματικώς και αισθηματικώς έχοντος προς την Γερμανίαν και καταδυναστεύοντος του εθνικού πνεύματος και αισθήματος του Γερμανικού· αν η Γερμανία διείπετο υπό τον βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου ή του βασιλέως της Βυρτεμβέργης Γουλιέλμου ή του βασιλέως της Πρωσσίας Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ' ή τον υιού και διαδόχου αυτού, πάντως το ελληνικόν ζήτημα απέναντι της Ευρώπης ήθελε διατελεί εν πάντη αλλοία θέσει και σχέσει και η λύσις αυτού ήθελεν επέλθει πολλώ ταχύτερα και πληρεστέρα.

Αλλά και ως είχον τα πράγματα, ο γερμανικός φιλελληνισμός πολλά ηθικώς και εμμέσως διέπραξεν υπέρ της Ελλάδος, εξ αυτού δε προήλθεν ως ανταύγεια και ο φιλελληνισμός των λοιπών Ευρωπαϊκών χωρών. Εν πάση περιπτώσει υπό έποψιν ιστορικήν, ο Γερμανικός φιλελληνισμός υπήρξεν έν των λαμπροτάτων και θαυμασιωτάτων ηθικών μεγαλουργημάτων του ανθρωπίνου γένους, τιμών αυτόν τον ανθρώπινον βίον και μαρτυρών εν τω ιστορικώ βίω της ανθρωπότητος ύπαρξιν κράτους πνευματικού, κράτους ιδέας και ιδεώδους, κράτους της ιδέας των μεγίστων αγαθών του πνευματικού βίου της ανθρωπότητος, κράτους φιλανθρωπίας υπό την υψίστην ηθικήν έννοιαν του ονόματος και του πράγματος, κράτους υπεροχής του υψίστου ανθρωπίνου πνευματικού ιδεώδους υπέρ το κράτος της ύλης και υλικών συμφερόντων, υπέρ το κράτος του φυσικού και ηθικού εγωισμού. Κατά τούτο ο Γερμανικός φιλελληνισμός δύναται να χαρακτηρισθή θρησκεία και λατρεία της ιδέας και του ιδεώδους.

Σήμερον δεν άγεται η Ευρώπη εν τοις περί Ελλάδος βουλεύμασιν αυτής ούτε υπό ιδέας, ούτε υπό ιδεώδους. Αλλά καθ' όν χρόνον αι λεγόμενοι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις καθίστανται πολέμιοι βαρέως πιέζοντες το στήθος της Ελλάδας και του ελληνικού Γένους, ταύταις δε προσέρχεται πρόθυμος συνεργός και η νεαρά Ιταλία, και αύτη κατέχει δυναστικώς πλειάδα ολόκληρον ελληνικών νήσων, Αγγλία δε και Γαλλία κατέχουσιν άλλην πλειάδα νήσων και της ηπειρωτικής Ελλάδος ου σμικρόν μέρος, το δε δεινότερον, η Ρωσία η μόνη δυναμένη εν τω παρελθόντι εξ αντικειμένου να καλήται προστάτις και ευεργέτις Ελλήνων τε και πάντων των Χριστιανών της Ελληνικής Ανατολής, η μέχρι προ μικρού αποκηρύττουσα πάντοτε εμφαντικώς ως διαβολάς και συκοφαντίας μισορωσικάς τα αποδιδόμενα αύτη επί τον Βόσπορον, την Κωνσταντινούπολιν και τον Ελλήσποντον σχέδια, νυν απαρνουμένη και αποκηρύττουσα την Ρωσίαν της Αικατερίνης Β ' και του Αλεξάνδρου Α', κηρύττει εμφαντικώτατα δια πρωθυπουργού προς την εθνικήν Ρωσικήν αντροσωπείαν, διά δε του Τσάρου αυτού προς τον στρατόν, ότι τα αποδιδόμενα αυτή βουλεύματα ήσαν αιώνιοι πόθοι της Ρωσίας και ότι ο νυν πόλεμος γίνεται προς πραγμάτωσιν των πόθων τούτων, ούτω δε πλήττεται μεν καιριώτατα και καταρρακούται η Μεγάλη ιδέα του Ελληνικού Γένους, ακρωτηραίνεται δε το υπάρχον Κράτος, εν μέσω δε της παχείας αχλύος και του πυκνού και ζοφερού νέφους του δεινώς καλύπτοντος τον ορίζοντα του εθνικού και πολιτικού βίου και υποστάσεως του Γένους ημών, μακρόθεν από των όχθων τον Γερμανικού Σπρέα φαίνεταί τις ηώς, ηχεί τις φωνή εκ του Γερμανικού Κοινοβουλίου κράζουσα και βοώσα ότι η Ελλάς είνε ιδέα και ως ιδέα δεν αποθνήσκει, και επαναλαμβάνουσα το Ελληνικώτατον Τρικούπειον απόφθεγμα «Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση,» και ότι το μέγα και κραταιόν Γερμανικόν έθνος θεωρεί δι' εαυτό ζήτημα τιμής την αποκατάσταση της Ελλάδος, εν τοιαύτη, λέγω, συνδρομή περιστάσεων, φόβων και ελπίδων φθοράς και ζωής, δεν θα ήναι αλυσιτελές [31] να ρίπτωμεν οι Έλληνες, ως προλαβών είπον, βλέμμα τι επιστρεπτικόν προς το ανεπίληστον παρελθόν, ίνα μη απογνώμεν βλέποντες προς το αχανές μέλλον. Η γνώσις δε και μελέτη του ενταύθα σκιαγραφουμένου Γερμανικού φιλελληνισμού δεν θα ήναι άχρηστος προς το έργον τούτο.



1] Ανεπίληστον: που δεν θα ξεχαστεί ποτέ.

2] Αριδήλως: Εμφανώς, ευκρινώς.

3] Καθόλου: Εν γένει.

4] Συνελόντι ειπείν: Συνοψίζοντας.

5] Αλκή: η σωματική δύναμη, η ακμή των σωματικών δυνάμεων, ευρωστία, σφρίγος.

6] Παρομαρτέω-ώ: Συνοδεύω, ακολουθώ.

7] Ακραιφνής: Αυτός που δεν νοθεύτηκε με ξένα στοιχεία, καθαρός, πραγματικός.

8] Εθελοθυσία: Αυτοθυσία, αυταπάρνησις.

9] Έκθυμος: Εγκάρδιος, πρόθυμος, ειλικρινής, ολόψυχος.

10] Περίπυστος: Ξακουσμένος, φημισμένος.

11] Διαπρύσιος: Διαπεραστικός, δυνατός

12] Αναθρώσκω: Αναπηδώ

13] Ανάλωμα: Κόστος, έξοδο.

14) Πρβλ. Θουκυδίδ. Β' 49. «Τα δ' εντός ούτως εκάετο, ώστε μήτε των πάνυ λεπτών ιματίων και σινδόνων τας επιβολάς μήδ' άλλο τι ή γυμνόν ανέχεσθαι, ήδιστά τε αν ες ύδωρ ψυχρόν σφας αυτούς ρίπτειν· και πολλοί τούτο των ημελημένων ανθρώπων και έδρασαν ες φρέατα, τη δίψη απαύστω ξυνεχόμενοι· και εν τω ομοίω καθειστήκει το τε πλέον και έλασσον ποτόν και η απορία του μη ησυχάζειν και η αγρυπνία επέκειτο διά παντός· και το σώμα, όσον περ χρόνον και η νόσος ακμάζοι, ουκ' εμαραίνετο αλλ' αντείχε παρά δόξαν τη ταλαιπωρία, ώστε ή διεφθείροντο οι πλείστοι, εναταίοι και εβδομαίοι υπό του εντός καύματος, έτι έχοντές τι δυνάμεως, ή ει διαφύγοιεν, επικατιόντος του νοσήματος ες την κοιλίαν και ελκώσεώς τε αυτή ισχυράς εγγιγνομένης απεφθείροντο. Εισί δ' οί και των οφθαλμών στερισκόμενοι διέφευγον, τους δε και λήθη ελάμβανε παραυτίκα αναστάντας των πάντων ομοίως και ηγνόησαν σφας τε αυτούς και τους επιτηδείους».

15] Οτρηρός: Εργατικός, φιλόπονος, ακάματος, δραστήριος.

16) Οι φιλελληνικώτατοι των ηγεμόνων και ηγεμονοπαίδων της Γερμανίας είνε, πλην του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α', ο βασιλεύς της Βυρτεμβέργης Γουλιέλμος Α', ο βασιλεύς της Πρωσσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ' και ο υιός και επίδοξος διάδοχος αυτού Φρειδερίκος Γουλιέλμος.

17] Έκθυμος: Αυτός που εκφράζεται με θέρμη και προθυμία, ειλικρινής, ολόψυχος.

18] Φοιβόληπτος: Εμπνευσμένος από τον Φοίβο (Απόλλωνα).

19] Έμπνους: Αυτός που ανασαίνει, ζωντανός.

20] Στόνος: ο αναστεναγμός στον θρήνο και γενικά ως εκδήλωση μεγάλης θλίψης.

21) Ο Αρνόλδος αναβιβάζει τα υπό του βασιλέως Λουδοβίκου υπέρ του ελληνικού αγώνος δαπανηθέντα εις 2 εκατομμύρια φρ. περιλαμβάνων εν τω ποσώ τούτω ως φαίνεται και τας δαπάνας των περί Εϊδέκερ εθελοντών.

22) Καθά γίνεται γνωστόν εκ της «Αλληλογραφίας» του Καποδιστρίου, ούτος είχεν υποσχεθή τη χήρα Μάρκου Βότσαρη να ενεργήση ίνα ο υιός αυτής παιδευθή εν Ρωσία ως υπότροφος του Αυτοκράτορος. Αλλ' η χήρα μαθούσα ότι ο Βασιλεύς Λουδοβίκος ήτο πρόθυμος να προστατεύση τον υιόν αυτής, προυτίμησε την εις Μόναχον αποστολήν αυτού.

23) Ο Βασιλεύς Λουδοβίκος διέταξεν ίνα ο Δήμος του Μονάχου δωρήσηται μίαν των Καθολικών εκκλησιών του Μονάχου εις χρήσιν των υπ' αυτού προστατευομένων Ελληνοπαίδων. Και η εκκλησία αύτη μένει μέχρι σήμερον Ελληνική, επιζήσασα και τη επαναστάσει του 1862.

24] Περίνους: Αυτός που διακρίνεται για την συγκρότηση της σκέψης και την σύνεσή του.

25) Ο Καραϊσκάκης είχεν αποθάνει 10 ημέρας προ της ημέρας, καθ' ήν έγραφε ταύτα ο Λουδοβίκος· αλλά δεν ήτο δυνατόν τότε εντός δέκα ημερών να λάβη γνώσιν τούτου.

26) Ούτοι φαίνεται ότι είναι ο Α. Ραγκαβής και ο εξάδελφος αυτού Σούτσος, υιός του τα πάντα απολέσαντος τω 1821 ηγεμόνος της Μολδαυίας Μιχαήλ Σούτσου, ή πιθανώς ο Δ. Βότσαρης και ο συνοδός αυτού.

27) Εις τούτο συνήνεσεν η Αυστριακή Κυβέρνησις μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου, ότε σύμπας ο πεπολιτισμένος κόσμος κατελήφθη υπό βαθυτάτης συγκινήσεως προς τα θύματα του ηρωισμού εκείνου.

28) Ο Λουδοβίκος μετεπέμψατο από Τεργέστης τον Αρχιμανδρίτην Μισαήλ Αποστολίδην, και διετήρει αυτόν εν Μονάχω ιδίαις δαπάναις.

29) Τα πρώτα όρια του ελλην. κράτους περιωρίσθησαν τω 1828 κατ' επίμονον απαίτησιν της Αγγλίας εις Πελοπόννησον και τας Κυκλάδας και τούτο μετά περιωρισμένης αυτοτελείας και φόρου υποτελείας.

30] Η ηώς: η αυγή

31] Αλυσιτελής: Αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library