.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΕΡΓΑ ΕΚΛΕΚΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Χ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ
Ε Κ Δ Ο Σ I Σ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ
ΔΡ. 5.60
Αρ. 22
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ
ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ
Ο „ΕΩΣΦΟΡΟΣ"
[ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ]
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΓΡΑΦΕΙΑ & ΠΡΑΤΗΡΙΑ: 9 — ΟΔΟΣ ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΛΩ — 9
1917
Τυπογραφείον Ε. Κρανιωτάκη. Αρσάκη 2 — Αθήναι
„ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ"
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ του δημοσιογράφου και φιλολόγου κ. Χαριλάου Παπαντωνίου δύναται από μιας απόψεως να επικληθή το θαυμασιώτατον, ως και το Εθνικώτατον των Ελληνικών έργων. Υπό τον τίτλον αυτόν διαγράφεται συγγραφική εργασία λογοτεχνικού κάλλους και μεγαλειώδους Ιστοριολογικής συνθέσεως. Εις τα διάφορα τμήματα και μέρη της Ε. Ε. αναλύεται και ζωγραφείται ο Ελληνικός Κόσμος, εις όλας τας ωραίας, υψηλάς και υπερτάτας γραμμάς και απόψεις του· εις την μυχίαν αυτού εσωτερικότητα, εις ό,τι υπερανθρωπικόν και προτυπώδες εκ της δημιουργίας αυτού προβάλλει επί της Ιστορικής σκηνής — εις κάλλος και εις ιδέαν, εις πνευματικότητα και εις ήθος, εις έργα και κατορθώματα, εις δραματικότητα και τραγωδίαν. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ είναι μεγαλότεχνος και αρμονικωτάτη εικών ιστορικής κινήσεως και ιστορικού δεδομένου, βαθεία ψυχογραφική και ηθογραφική συγγραφική σύνθεσις — διά μέσου όλων των μορφών, των τόνων και των μαγγανευμάτων της τέχνης τον λόγου. Εν ταυτώ δε και πιστοτάτη, όσον και πλήρης, ιστοριογραφική απόδοσις του θέματος, το όποιον ανέλαβε να εμφανίση εις ουσιαστικήν ανάλυσιν και εις εντατικήν εικόνα. Ο τόμος ούτος ανήκει εις τον κύκλον αυτής, τον αναφερόμενον εις το πολυθρύλητον και τραγικόν Βυζάντιον, εις τον Μεσαιωνικόν Ελληνισμόν, όστις είναι εν τω Ιστορικώ Δράματι η πραγματοποίησις αυτής της Υπερανθρωπικής Ιδέας, εις δε την εσωτερικότητα και την Κοινωνικότητα αυτού — ως Ψυχισμός και ως εκδήλωσις Ζωής — υπερτάτη έντασις, θαύμα, γοητεία και θρύλος.
Περί της αξίας του έργου θα ομιλήση εις την συνείδησιν των αναγνωστών ο πρώτος εκδιδόμενος τόμος ούτος, εις τον οποίον, υπό το όνομα του Εωσφόρου, κρύπτεται ένα από τα πλέον καταπληκτικά και υπερανθρώπεια πρόσωπα του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, ο Ιωάννης Τσιμισκής. Ότε πρό τινων ετών μέρος της τριλογίας αυτής εδημοσιεύθη διά της Αθηναϊκής εφημερίδος «Πατρίς», ένεκα Εθνικού λόγου, εχούσης τότε μεγίστην διάδοσιν, η εκ της αποκαλυπτικής αυτής ιστορικής σελίδος ολική εντύπωσις των αναγνωστών — εντύπωσις όχι μόνον εκ του εθνικού περιεχομένου, αλλά και εκ της λογοτεχνικής μορφής και εκ της ιστοριογραφικής συνθέσεως του έργου — υπήρξε τοιαύτη, ώστε η μεν δημοσιεύσασα αυτό εφημερίς να λάβη απειρίαν εμπλέων θαυμασμού υπέρ αυτού επιστολών, και, εκ των εσχατιών έτι της γης, όπου Έλλην, ο δε «Χρόνος» των Παρισίων, η «Τριμπούνα» της Ρώμης και άλλα ευρωπαϊκά φύλλα να δημοσιεύσωσι σοβαροτάτας κριτικάς και αναλύσεις αυτού παρ' ειδημόνων, παρουσιασάντων αυτό ως μεγάλην ιστοριογραφικήν επιτυχίαν και ιστοριολογικώς βαθύτατον, αλλά και ως έργον υψηλής εμπνεύσεως, παρθένου λογοτεχνικού κάλλους, ύλης και συνθέσεως εμφανιζούσης αυτό ως προϊόν της πλέον δημιουργικής και ταραχώδους φανταστικότητος, υπό την οποίαν η πραγματικότης. πλήρης και τηρουμένη αμείωτος, πρισματίζεται εις καθαράν ποιητικότητα, εις καλλιτεχνικόν διάγραμμα και εις καλλιτεχνικάς όψεις θαυμαστάς . . . .
Η εργασία του κ. Παπαντωνίου έχει γίνει κατά τρόπον τοιούτον, ώστε έκαστον εκ των μερών του έργου του, ασχέτως προς την ανάγκην της χρονολογικής συναφείας και συσχετίσεως, να δύναται να παρουσιάζεται ως τι εντελώς αυτοτελές, να δύναται να παρακολουθήται ως ιδιαιτέρα και αυτόνομος ιστορική σελίς — όλα δε, αφ' ετέρου, τα μέρη της μεγίστης ιστοριολογικής αυτής συγγραφής να έχωσι πλήρη συνάφειαν και συνοχήν προς άλληλα, δυνάμενα ούτω, διά της απλής εξωτερικής συσχετίσεώς των και συμπαραθέσεως, να συγκροτήσωσιν αμέσως τον όλον κύκλον αυτής. Τοιαύτης ούσης της Ελληνικής Εποποιίας κατά το περιεχόμενον και την μορφήν, ελπίζομεν ότι οι συνδρομηταί και αναγνώσται της «Φιλολογικής Κυψέλης» διά της ιδιαιτέρας υποστηρίξεως του τόμου αυτού θα ενισχύσωσι την διάθεσιν αυτής, όπως αναλάβη την παρουσίασιν του όλου έργου προ του Ελληνικού κοινού, έργου μεγάλου εθνικού περιεχομένου, το οποίον ως μεγαλοπρεπεστάτη συγγραφική σκηνογραφία περιλαμβάνει εις την εξέλιξιν και την σύνθεσιν αυτού την ελληνικήν ψυχήν, το ελληνικόν ιδεώδες και την ελληνικήν εμφάνισιν εν τη παγκοσμίω Ιστορία.
1917
*
* *
Α'.
ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΗΝΗΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΦΩΚΑΣ, ο μέγιστος Αυτοκράτωρ, ο «Διγενής Ακρίτας» των μεσαιωνικών θρύλων και ασμάτων, ο αλετήρ των Σαρακηνών και Σωτήρ της Κρήτης» — ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ, ο «Κεραυνός», ο «Εωσφόρος», ο περικαλλής και υπερφυής, ο πανένδοξος Στρατηλάτης, ο κατασυντρίψας εις τον Αίμον τους Σλαύους, ο (μέγας) Ιππότης τον Σταυρού και της Πίστεως, ο Έλλην Αλκιβιάδης και Μάκβεθ, ο θέσας επί της κεφαλής του αιματοστάλακτον στέμμα.
I
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΦΩΚΑΣ, εκ των μεγίστων στρατηγών του Βυζαντίου, «Μάγιστρος» και «Μέγας Δομέστικος των Σχολών της Ανατολής», ήτοι αρχιστράτηγος του εν Ασία Αυτοκρατορικού στρατού, ο νικητής του Σεΐφ Εδδωλάχ, του περιωνύμου Εμίρου του Χαλεπίου, των Σαρακηνών ηγεμόνων της Μοσούλης, της Ταρσού και της Τριπόλεως· ο «αήττητος πρωταθλητής της Εθνικής αμύνης κατά του επαράτου και φοβερού Σαρακηνού»· ο δημοτικώτατος εις τα πλήθη της Βασιλευούσης, ο του αρχαίου αρχοντικού της Καππαδοκίας οίκου των Φωκάδων γόνος· ο «δεινός αγορεύειν προς τα στρατεύματα», ο βαθύτατα ευσεβής, ο βιαιοπαθέστατος ανήρ, ο απλούς και αρχαϊκός, ο δικαιοκρίτης, ο τα ήθη αυστηρότατος, εντείνων την ακρότητα της εν αρετή ασκήσεως μέχρι του πλέον υπερβατικού ασκητισμού· ο χαλινόνων τα μεγάλα πάθη του διά της τρομερωτέρας θελήσεως, αλλά συντριβείς προ του έρωτος και της φιλοδοξίας, ως ύελος επί σιδήρου. Ο «σιδηρόσωμος», ο «ελευθερωτής και ανακτητής» της Κρήτης. Ο «τρις εις την Βασιλεύουσαν θριαμβικώς εισελθών». Ο αντιμετωπίσας Ρώσους και Βουλγάρους. Ο Φωκάς ο «επιφανέστατος και πανευσεβέστατος», ο μεταρρυθμιστής της Εκκλησίας με τον περίφημον πρόλογόν του εις την σχετικήν «Νεαράν» (1) — έγεινεν Αυτοκράτωρ ως εξής, με δύο λέξεις:
Επιστρέφων εις Κων)πολιν μετά νικηφόρον εκστρατείαν εις την Ασίαν, έμαθε καθ' οδόν, ότι απέθανεν ο Αυτοκράτωρ Ρωμανός και ανηγορεύθησαν από την Σύγκλητον και τον Πατριάρχην οι ανήλικοι αυτού υιοί Βασίλειος (2) και Κωνσταντίνος, ανατεθείσης της αρχής εις την μητέρα των Θεοφανώ. Τότε εσκέφθη τον Θρόνον . . . . Εισήλθε «θριαμβικώς» εις την Κων)πολιν, ως στρατηγός μέγας νικητής εν Ασία. Ο πρωθυπουργός Ιωσήφ Βρίγγας ήρχισε να χάνη το έδαφος παρά τη Βασιλίσση Μητρί και βασιλευούση Θεοφανώ, τη «δαιμονικής χάριτος και ψυχής», της οποίας η γοητεία δεν εγνώριζεν ήτταν και το κάλλος αντηνάκλα όλας τας ακτίνας της αμαρτίας και ανέμιζε την θέρμην της τρυφής της νεαρωτάτης και ανδροψύχου, νέας Ελένης και Κλυταιμνήστρας . . . .
. . . . . Ως «αυτοκράτωρ στρατηγός της Ασίας», αφού κινδύνευσεν εν Κων)πόλει από τον φθόνον του Ιωσήφ Βρίγγα, «ανευφημήθη Βασιλεύς εν Καισαρεία από όλα τα τάγματα», βοηθηθείς εις την επανάστασιν από τους αρχηγούς του στρατού του, μεταξύ των οποίων πρώτος ο Τσιμισκής. Προτού ο υψηλός ιπποτισμός του Τσιμισκή κρημνισθή προ των θελγήτρων της Θεοφανούς, εξεδηλώθη την περίστασιν εκείνην υπέροχος. Ο Βρίγγας του επρότεινε καθαρά δι' απεσταλμένων εις την Ασίαν την εξόντωσιν του Νικηφόρου και, εις αντάλλαγμα, την βοήθειαν διά να ανέλθη εις το ανώτατον στρατιωτικόν αξίωμα της αυτοκρατορίας. Ο Τσιμισκής έσχισε τας επιστολάς και απήντησε διά της εξωθήσεως του Νικηφόρου εις επανάστασιν διά το Στέμμα, «χάριν της Πατρίδος και της Δικαιοσύνης», ως είπε . . . . Στάσις τριήμερος εξερράγη εν Κων)πόλει. Ο Βρίγγας ουδέν κατώρθωσε να συγκρατήση· κατέφυγεν ικέτης εις την Αγίαν Σοφίαν . . . . Ο Νικηφόρος εισήλθεν εν θριάμβω εις την Βασιλεύουσαν. «Καλώς ήλθες — εκραύγαζον οι «δήμοι» και εβόων οι λαοί — καλώς ήλθες, ανδρειότατε νικητά, αεισέβαστε, Θεόστεπτε, λάμπων την υφήλιον πάσαν . . . .» Εστέφθη μεγαλοπρεπέστατα εις την Αγίαν Σοφίαν, διώρισε τον Τσιμισκήν «Μάγιστρον και Δομέστικον της Ανατολής», ενυμφεύθη την Θεοφανώ, την «άπιστον και τρομεράν και σατανικού θελγήτρου γυναίκα», κατεπυρπολήθη από τον έρωτα προς αυτήν. Διά κοσμημάτων αμυθήτων εκάλυψεν αυτήν, διά πλουσιωτάτων κτημάτων επροίκισεν. Εξησφάλισε την διαδοχήν εις τα τέκνα του Ρωμανού, η Μακεδονική δυναστεία ενισχύθη εις τον θρόνον διά της συνδέσεως αυτής με τον οίκον των Φωκάδων . . . . Παρήλθε χρόνος . . . . Φήμαι μυστηριωδώς διεδίδοντο από της ημέρας της εκ Συρίας επιστροφής του περί συνωμοσιών και επιβουλών εναντίον του. Κατά την εορτήν των Αγίων Ασωμάτων άγνωστος μοναχός, εγχειρήσας τολμηρώς επιστόλιον προς τον Βασιλέα χωρίς να είπη τίποτε, εξηφανίσθη. Το επιστόλιον έλεγεν: «Εις εμέ τον σκώληκα απεκαλύφθη παρά της Προνοίας, Βασιλεύ, ότι θα μεταστής των τήδε μετά τον παρελθόντα Σεπτέμβριον τρίτω μηνί» . . . . Η νεαρά και εμπαθής Θεοφανώ ήρχισε να αποστρέφη απ' αυτού το πρόσωπον. Ο λαός εγόγγυζεν ένεκα των μεγάλων πολεμικών δαπανών, των συνεχών στρατεύσεων, οι στρατηγοί εφρύαττον από φθόνον. Ο κοινωνικώτατος και γόης Τσιμισκής, το είδωλον του στρατού και του λαού, ο «κύριος της Αυλής», εβασίλευεν ήδη εν τη καρδία της Θεοφανούς. Η φήμη ότι αυτή είχε δηλητηριάσει τον 23 ετών αποθανόντα σύζυγόν της Βασιλέα Ρωμανόν είχε πνιγή, έμενεν ανεξερεύνητος.
Ο Τσιμισκής, ο «αιμύλος», δεν ηδύνατο πλέον να ανεχθή τον Νικηφόρον, όστις τον μετεχειρίζετο απαράλλακτα όπως και τους άλλους Υπάρχους. Εν τούτοις εις αυτόν ώφειλε κατά μέγα μέρος τον θρόνον . . . .
Ο Βασιλεύς γίνεται ανήσυχος, μέσα εις την δολίαν και ύποπτον ατμοσφαίραν. Η μελαγχολία τον κατατρώγει. Εντείνει την άσκησιν της αυστηροτάτης εγκρατείας και σκληραγωγίας εις το υπέρτατον σημείον. Θραύσματα κεράμων είνε το στρώμα της κλίνης του, οι πένθιμοι Ψαλμοί του Δαυίδ ο νυκτερινός σύντροφός του, ο γόος του Προφήτου αντηχεί την νύκτα εις τον Βασιλικόν κοιτώνα — ασκητήριον ερημίτου της Αραβίας. Αι μυστηριώδεις επιστολαί και ειδοποιήσεις προς τον Αυτοκράτορα εξακολουθούν, συμπυκνώνονται. Οιωνοί προστίθενται και συμπίπτουν. Έκλειψις ηλίου, πτοήσασα τους λαούς, τω 968, μετά θυελλών και σεισμών, συνταράσσει το πνεύμα του Βασιλέως. Εγγίζει η ολεθρία νυξ της 10ης προς την 11ην Δεκεμβρίου.
Τα πάντα είνε προδοτικά περί τον Άνακτα, ως και αυτή η ψυχή του . . . . Την φοβεράν εκείνην εβδομάδα δεν αφήκεν από το στόμα του τον περίφημον ΞΗ' Ψαλμόν «Σώσον με ο θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ εστίν υπόστασις· ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου. Εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου. Επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου οι μισούντες με δωρεάν· εκραταιώθησαν οι εχθροί μου, οι εκδιώκοντές με αδίκως . . . . Ότι ένεκά σου υπήνεγκα ονειδισμόν και εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπόν μου· απηλλοτριωμένος εγεννήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου . . . . . Ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν· και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον . . . . Και έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος . . . . . .
Ησθάνετο ήδη προ των ποδών του ανοικτόν το βάραθρον της Μοίρας, η παραλυσία της ψυχής του τον ώθει εγγύτερον προς αυτό, όσω θερμότερον επόθει να σωθή και προσεπάθει να εντείνη αυτήν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Ω!... Συ, ψυχή μου άτυχη, στα ξόβεργα πιασμένη, που όσον αγωνίζεσαι να ξεκολλήσης, τόσον βαθύτερα εμπλέκεσαι!»
Είνε οι λόγοι του μεγάλου αμαρτωλού βασιλέως Κλαυδίου εις τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, μετά ματαίαν προσευχήν, που έκαμε γονατιστός επί ώρας την παραμονήν του φόνου του. Ομοία ήτον η κατάστασις του δυστυχούς Νικηφόρου.
Αλλά, απέναντι του μαύρου κύκλου των λογισμών του και των ανθρώπων του, εις τον οποίον επνίγετο ούτος, ωρθώνετο ένας άλλος λαμπρός και ακτινοβριθής, όπου διεγράφετο το δαιμόνιον και απειλητικόν άστρον του Τσιμισκή. Η Αυλή, αι μεγάλαι δέσποιναι, οι ευγενείς, ο όχλος, ο τρομερός στρατός, οι πλούσιοι, αι λεγεώνες των καλογήρων που τους έβαλεν εις τάξιν και εις περιορισμούς ο Νικηφόρος — μη ανεχόμενοι τον ασκητισμόν του Αυτοκράτορος — ευρίσκοντο, είτε μυστικά, είτε απροκαλύπτως, συνησπισμένοι περί το νέον είδωλον της Αυτοκρατορίας, τον Τσιμισκήν, εισελθόντα ήδη εις τον κύκλον της αμαρτίας υπό την λάμψιν των πυρωδών ομμάτων της Θεοφανούς. Είχε πωλήσει και αυτός την ψυχήν του εις τον Σατανάν διά τον θρόνον και τον έρωτα, όπως διά την απόλαυσιν ο Φάουστ. Εν στιγμή τελευταίας ανατινάξεως της ψυχής του ο Αυτοκράτωρ τον διατάσσει να απέλθη πάραυτα εις την Ασίαν, μέχρι δευτέρας διαταγής . . . .
Αυτό ήρκεσε . . . .
*
* *
ΚΑΙ η ποίησις ακόμη εκλήθη εις συνεργασίαν από τους συγχρόνους του Τσιμισκή χρονογράφους διά να δώσουν την εικόνα του.
Περικαλλής ήτον, ωραίας χροιάς, ωραιόκομος. Καρτερικός, γεμάτος από ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματα, «ευκάρδιος», ανδρόνους, μαχητής απροσμάχητος, οξυνούστατος, μεγαλόψυχος, σώφρων, ανδρείος, πράος, φοβερός εις την χρήσιν των όπλων, ελευθερόψυχος, αμνησίκακος. Λέγει Λέων ο Διάκονος: «Κανένας από τους επικαλουμένους την βοήθειάν του δεν έμενεν ανικανοποίητος. Ήτον ακράτητος εις το να ευεργετή — αν δεν τον περιώριζεν ο «παρακοιμώμενος» Βασίλειος, ήτον ικανός να μοιράση εις τους έχοντας ανάγκην όλους τους Βασιλικούς θησαυρούς. Αλλά και αβρός και φιλόκαλος και περί τους πότους και τους έρωτας και πάσαν του σώματος ηδονήν έκδοτος . . . . Η φιλευσπλαγχνία του έφθανε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε επλησίαζε, διά να παρηγορήση, και τους από τας πλέον οικτράς και απαισίας νόσους πάσχοντας.
«Είχεν όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα των γενναίων φύσεων».
Ο Μανασής λέγει περί αυτού:
«Ήτο πράος, ηδύς . . . . Όμμα χαριτοβλέφαρον, βλέμμα σταλάζον τέρψιν, πρόσωπον ιλαρώτατον, χειρ φιλοδωροτάτη. Κατέρριψε την οφρύν όλων των γειτονικών προς την Αυτοκρατορίαν εθνών, έκαμε τους λαούς αυτούς διά του ξίφους του να καταλάβουν καλά, ότι δεν είνε άξιοι να αποβλέπουν εις το σημείον που ίστανται οι Έλληνες».
Ύμνος εις την ατομικήν και την κυβερνητικήν αρετήν του Τσιμισκή είνε τα σημειώματα των χρονογράφων.
«Επλάτυνε τα στενωθέντα υπό των εχθρών όρια του Κράτους με χώρας απειροπλέθρους, το εμεγάλυνε καταπληκτικώς, έπηξε τας σκηνάς των Ελληνικών στρατιών και μέχρι των όχθων του Τίγρητος . . . Ήτο φρικαλέος διά τους εχθρούς, να τον αντιμετωπίσουν δεν ηδύναντο» . . . .
Είχε λευκοτάτην και λεπτήν επιδερμίδα, ως τρυφερά παρθένος, ήτον ωραίας χροιάς, που ηδύνετο το όμμα να τον βλέπη. Η ξανθή κόμη του, όχι σημειωμένη ξανθή, αλλά χρυσόχρους, ως ανταύγεια σεληναίου φωτός, την ώραν που κλίνει προς το χάσμα των ορέων το θλιμμένον άστρον της νυκτός και αναφωσφορίζει εις το άπειρον διάστημα η ευγενής ωχρότης του, πλημυρρούσα με θάμβος τας ψυχάς. Στέμμα μετάξινον ήτον η κόμη αυτή, πλουσία και λεπτή ανεχύνετο επί το ευγενές μέτωπον. «Ανδρώδεις», με φως χάριτος, ολοκύανοι, ως το βάθος του στερεώματος κατά τας αρχάς του έαρος, οι οφθαλμοί του· ζωήν έντονον εκπέμποντες, υπό την χάριν και το φως αυτών εσημειώνοντο αστραπαί. Αλλά, εν ταυτώ, έβλεπες μέσα των και όλην την ουρανιότητα, την ευγένειαν της αγαθότητος. Σε είλκυεν ως μαγνήτης, ήτον η αβροπρέπεια ένσαρκος και έμψυχος. Σύμμετρος, λεπτή και χαριέντως γρυππή η ρις. Πυρρά η γενειάς του, επλαισίωνε το πρόσωπόν του ωραιότατα, ως ένα κύμα χρυσούν. Σχεδόν ερυθρά ήτον, ακτινοβολούσης στιλπνότητος. Αν και ήτο βραχύς το ανάστημα, είχεν όμως τοιαύτην αναλογίαν, είχε τοιαύτην έντασιν παρουσιάσεως, τοιαύτην βασιλικότητα παραστάσεως, κινήσεων, ήθους, εκφράσεως, εικόνος εν γένει, ώστε η μικροσωμία αυτή να μη αφαιρή τίποτε από την όλην ωραιότητα και λαμπρότητά του. Ευρύ στέρνον και μετάφρενον είχε. Ήτο δε αθλητικώτατος. Η σωματική του δύναμις ήτο φαινόμενον. Είχε μεγίστην ευκινησίαν εις τας χείρας, ήτον «αδεούς και ακαταπλήκτου ψυχής, υπερφυούς τόλμης». Δηλαδή, η ψυχή του φόβον δεν είχε, ούτε συνεταράσσετο ποτέ, η τόλμη του ήτον υπερανθρωπική.
Εις τους πολέμους ώρμα μέσα εις το κέντρον των εχθρών, εκεί όπου ήτον η μεγαλειτέρα συμπύκνωσις [διότι δεν επροφυλάσσετο, ούτε συνεκρατείτο, εις τοιαύτην περίστασιν] — εφόνευεν όσους ηδύνατο, και με ταχύτητα αστραπής επανήρχετο εν μέσω των στρατιωτών του, «κακών απαθής». Εις τα άλματα, εις τους σφαιρισμούς, εις τους ακοντισμούς, εις την τοξοβολίαν, εις τον χειρισμόν του ξίφους ήτον αήττητος. Ως πτηνόν ηδύνατο να υπερπηδά τέσσαρας «κέλητας ίππους στοιχηδόν ισταμένους», δηλ. κατά σειράν, εις βάθος. Διά μέσου δακτυλίου διεπέρα το βέλος. Νικητής μέγας των Σαρακηνών, υπερόχου οράσεως κατά την στρατιωτικήν εν Καισαρεία στάσιν προς ανάρρησιν του Νικηφόρου, της οποίας υπήρξεν ο πρωτουργός».
Ήτον ο πρώτος ιππεύς του Βασιλείου, μέγας κατακτητής γυναικείων καρδιών. Όπου έρριπτε το φως των οφθαλμών του ο Τσιμισκής, επυρπόλει. Η καλλονή του σου εφαίνετο πνευματικής φύσεως και πηγής, αλλ' εν ταυτώ την ενόμιζες και σαρκικωτάτην. Εκεί που ελάμβανες την εντύπωσιν, ότι έχεις ενώπιόν σου ένα Άγιον, όπου δεν έχει αίσθησιν των δυσαρμονιών και του σκότους του κόσμου τούτου, εφωτίζεσο αστραπιαίως, όταν παρετήρεις πάλιν, ότι ευρίσκεται εμπρός σου μία τελεία σύνθεσις της ανθρωπίνης υποστάσεως, χωρίς να λείπη γραμμή ομαλή, αλλά ούτε και ανώμαλος — υπό την ακύμαντον ακτίνα της αγιωσύνης έβλεπες να κινήται η πυρά της κολάσεως.
Εις δε τους τρόπους, εις την κοινωνικότητα, ήτο τόσον λεπτός, αριστοκρατικώτατος, άψογος καλλιτέχνης και πανευγενής, ώστε, όστις ήθελε να είνε αλάνθαστος εις αυτό, εις αυτόν έπρεπε ν' αποβλέπη, όπως οι Γάλλοι ελάμβανον από τον μέγαν ηθοποιόν των Τάλμαν και μαθήματα εις το φέρεσθαι εξωτερικώς, όταν έπαιζεν εις το θέατρον. Εν τούτοις, αυτός, ο αβροπρεπέστατος και αρχοντομαθημένος, ήτο συνειθισμένος εις τοιαύτην σκληραγωγίαν και ήτο τόσον καρτερικός, ώστε εξεπλήσσοντο με αυτόν οι άνθρωποι. Ήτο μεγαλοφυία στρατηγική — ο «πρώτος ευπατρίδης και ο πρώτος ιππότης των χρόνων του εν Ανατολή», ο πόλεμος ήτον η ηδονή του, ενώ του ήρμοζε να είνε μόνον άνθρωπος των Γραμμάτων και της Τέχνης και της Αυλής. Διά να εννοήσετε καλλίτερον τον χαρακτήρα του, την παραδοξοτάτην αυτήν φύσιν, αναζητήσατέ τον εις τον Αλέξανδρον, εις τον Αντώνιον της Ρώμης, εις τον Μάκβεθ, εις τον Αθηναίον Αλκιβιάδην, εις τον Ιωάννην τον μαθητήν του Χριστού.
Η οικογένειά του έδωκε περιφήμους στρατηλάτας εις το Κράτος. Ευγενέστατος και περίδοξος πολεμικός οίκος της Ιεραπόλεως της Αρμενίας, εις την οποίαν Ιεράπολιν εγεννήθη και ο Τσιμισκής. Περίδοξος είνε εν τη Βυζαντινή ιστορία ο πάππος του Ιωάννης Β' ο Κούρκουας. Συγγενής εκ μητρός ήτον ο Τσιμισκής με τους Φωκάδες. Αυτός λοιπόν είνε ο ήρως, τον οποίον ψυχογραφούμεν και ιστορούμεν, ο "ΕΩΣΦΟΡΟΣ„ κατά τους Βουλγάρους.
Προχωρούμεν τώρα εις τα έργα και τα πάθη, αφού εγνωρίσαμεν τα πρόσωπα και τας ψυχάς.
*
* *
ΑΦΑΙΡΕΙ λοιπόν ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος από τον Ιωάννην Τσιμισκήν, τον δώσαντα εις αυτόν τον ενδοξότερον θρόνον του κόσμου, την αρχιστρατηγίαν της Ανατολής. Απέρχεται λυσσών ο Τσιμισκής εις τα εν Ασία κτήματά του. Η στυγνή μελαγχολία του Αυτοκράτορος επιτείνεται σφόδρα. Στερείται και του μόνου βαθύτατα αγαπώντος αυτόν πατρός του, τον οποίον κατεβίβασε με τας ιδίας του χείρας εις τον τάφον.
Κλείεται επί ημέρας κατά σειράν εις τα μάλλον απομονωμένα δωμάτια του Ιερού Παλατίου, αμίλητος. Αλλά εντείνεται και η μυστική συνεννόησις Θεοφανούς και Τσιμισκή. Κατορθώνει αυτή να πείση τον Αυτοκράτορα διά την ανάκλησιν του Τσιμισκή.
Τον περιετύλιξεν εις την πλάνην της γοητείας της, εις την ανίκητον διαλεκτικότητά της — επίστευσεν εις την ειλικρίνειαν του πλάσματος αυτού, θέλων να πλανηθή, να εύρη ηθικόν στήριγμα εις την κατάρρευσίν του.
Τον βεβαιώνει ότι ο στρατάρχης, όστις ήτο χήρος, θέλει να νυμφευθή, και αυτός είνε ο λόγος που πρέπει να επανέλθη εις την πρωτεύουσαν εκ νέου. Η πληροφορία αυτή πραΰνει την μυστικήν ζηλοτυπίαν του Βασιλέως.
«Αγάπην υπέρ το προσήκον πάντοτε παρείχε τη Θεοφανώ ο Νικηφόρος», λέγει Λέων ο Διάκονος.
Ο Τσιμισκής, ανακληθείς απ' ευθείας παρ' αυτού του Αυτοκράτορος, σπεύδει εις Κωνσταντινούπολιν και ζητεί αμέσως ακρόασιν. Δεν του επέτρεψεν όμως ο Αυτοκράτωρ να εμφανίζεται καθ' εκάστην προ αυτού, ως επέβαλλε το έθος εις πάντα επιφανή διατρίβοντα εν Κωνσταντινουπόλει.
Αποσύρεται, ατάραχος κατ' επιφάνειαν, αλλά θυελλωδέστατος μέσα του, ο Τσιμισκής εις την οικίαν του, εις την Χαλκηδόνα. Αλληλογραφεί κρύφα με την ερωμένην του Θεοφανώ. Λαμβάνει αλλεπαλλήλους μυστικάς συνεντεύξεις με αυτήν εις τα άδυτα του αυτοκρατορικού γυναικωνίτου, διαπερών καθ' εκάστην νύκτα τον Βόσπορον διά λέμβου. Αποφασίζεται και κανονίζεται οριστικώς η εξαφάνισις του Νικηφόρου, τίθεται ο όρος να λάβη ο Τσιμισκής σύζυγον την Θεοφανώ, αυτή δε να του δώση την βασίλειον αρχήν.
Η Θεοφανώ ύφανε τα πάντα εξασφαλιστικώς εν τω Παλατίω διά της δαιμονίου επιτηδειότητός της, της θερμουργίας, της σκοτίας βαθύτητός της. Ο αγνοών τον φόβον Τσιμισκής υπεβοήθησε το επικίνδυνον έργον της των ιδιαιτέρων συνεννοήσεων εν τω Ιερώ Παλατίω . . .
Το πλήθος των δυσηρεστημένων ηύξανε καθ' εκάστην, ένεκα της τραχύτητος του Νικηφόρου.
Μεταξύ αυτών ο Τσιμισκής εκλέγει τους ειδικούς συνενόχους διά το έγκλημα. Κυριώτατοι αυτών ήσαν ο στρατηγός Μιχαήλ Βούρτζης, ο ένδοξος πορθητής της Αντιοχείας, και ο πατρίκιος Λέων Πεδιάσιμος, ο Ταξίαρχος Λέων Βαλάντης και Θεόδωρος ο Μελάγχρους, ή Ατζυποθεόδωρος, καλούμενος ούτω διά το σκοτεινόν του προσώπου του.
Δέκα το όλον ήσαν, τολμηρότατοι, «εν αιτία έχοντες» τον Βασιλέα, τας λαμπροτάτας υποσχέσεις λαβόντες παρά του Τσιμισκή. Αλλεπαλλήλους συνεντεύξεις λαμβάνει με αυτούς η Θεοφανώ, εις αυτά τα Ανάκτορα, μεσολαβούντων εμπίστων, θεραπόντων, ευνούχων, δούλων, γυναικών.
Ήλθεν η πεπρωμένη της 10ης προς την 11ην Δεκεμβρίου.
Οι κυριώτεροι των συνωμοτών, μετημφιεσμένοι εις γυναίκας, αι οποίαι δήθεν μετέβησαν εις τα Ανάκτορα προς επίσκεψιν της Βασιλίσσης, κρύπτοντες τα όπλα υπό τα ιμάτια αυτών, εισήχθησαν ιδιαιτέρως ένας έκαστος εις τον γυναικωνίτην.
Εκεί η Θεοφανώ έκρυψεν αυτούς εντός σκοτεινών δωματίων, πλησιέστατα τω θαλάμω του Αυτοκράτορος.
Την εσπέραν εκείνην ο Νικηφόρος, «παρά τον καιρόν της υμνωδίας», πλησιάζοντος του εσπερινού δηλαδή, συνταρασσόμενος από απαισιωτάτας προαισθήσεις, δέχεται αναφοράν κληρικού των Ανακτόρων, λέγουσαν: «Μάθε, Βασιλεύ, ότι αυτήν την νύκτα θα εξολοθρευθής. Διά να ιδής δε ότι σου λέγω αλήθειαν, ας ερευνηθή η γυναικωνίτις, όπου θα ευρεθούν άνδρες ένοπλοι, οι μέλλοντες να σε σφάξωσι»!
Ο μέγας τελετάρχης Μιχαήλ λαμβάνει αμέσως διαταγήν από τον Αυτοκράτορα, τηρήσαντα απάθειαν, να ερευνήση. Όλα τα δωμάτια του ευρυτάτου διαμερίσματος των γυναικών του Παλατιού ηνοίχθησαν, πλην εκείνου ακριβώς, όπου ήσαν οι συνωμόται!
Και βεβαιώνει ο Μιχαήλ τον Αυτοκράτορα, ότι και πάλιν «περί φωνασκισμού» πρόκειται.
Η δυσοιώνιστος επιστολή του μοναχού ευρέθη, μετά το έγκλημα, επί του σώματος του Νικηφόρου . . . .
Η νυξ της πενθίμου εκείνης ημέρας προχωρεί, οι συνωμόται, αναμένοντες κεκρυμμένοι τον αρχηγόν Τσιμισκήν, ανησυχούσι δεινώς, αρχίζουν να φοβούνται διά την τύχην των. Όχι διότι εδυσπίστουν εις το άτρομον του Τσιμισκή. Η αναταραττομένη, ένεκα της θυέλλης, θάλασσα τους κάμνει να σκέπτωνται μήπως ο Τσιμισκής δεν κατορθώση να διέλθη τον Βόσπορον, να προσεγγίση εις τα Ανάκτορα. Η Θεοφανώ στέλλεται προς συνάντησιν του Νικηφόρου διά να συγκρατήση τας υποψίας του.
Και πάντα ταύτα ετελούντο εις τον πύργον του Βουκολέοντος, τον οποίον επίτηδες έκτισεν ο Αυτοκράτωρ ως απόρθητον καταφύγιον, κατά ενδεχομένης εξεγέρσεως εναντίον του.
Εκαλείτο ούτος από τον λαόν και Ακρόπολις.
Ήτο φοβερώτατος πύργος, δαιδαλώδες φρούριον μάλλον, εγγύτατα του λιμένος του Βουκολέοντος, του ιδιαιτέρου λιμένος του Βασιλέως, κειμένου κάτωθι του Ανακτορικού περιβόλου, επί της ακτής της Προποντίδος.
Διά να ιδρυθή, κατηδαφίσθησαν πολλαί οικίαι. Παμμεγίστας αποθήκας σίτου και άλλων επιτηδείων περιελάμβανε. Ομοίως κλιβάνους, οπλοθήκας, πολεμικάς μηχανάς. Εφοβείτο ο Αυτοκράτωρ πολιορκίαν από τον όχλον. «Ακρόπολιν και τυραννείον κατά των αθλίων πολιτών απειργάσατο», ελεγον οι αντινικηφορικοί. Αι μεγάλαι δαπάναι του φρουρίου αυτού είχον τω όντι εξερεθίσει τον ευμετάβλητον όχλον. Αλλ' η κτίσις του ήτο συνδεδεμένη με ένα παράδοξον: Ενώ επροχώρει η οικοδομή, ηκούσθη αιφνιδίως από το μέρος της θαλάσσης, ευρισκομένου εκεί και του Βασιλέως, ο οποίος περιεσκόπει την εργασίαν, ήδε η φωνή:
— «Βασιλεύ, ως υψοίς τα τείχη, καν μέχρι πόλου φθάσης, ένδον το κακόν, ευάλωτος η πόλις!» «Βασιλεύ, όσω και αν υψώνης τα τείχη, και εάν έως το πολικόν άστρον τα υψώσης, το κακόν που θέλεις να αποκλείσης είνε μέσα, το φρούριον θα σπάση!»
Εμβρόντητος ο Βασιλεύς, εξαποστέλλει εις όλην την γύρω ακτίνα ανθρώπους διά να ανακαλύψουν την προέλευσιν της μυστηριώδους προειδοποιήσεως. Σημειώνει ο χρονογράφος, ανώνυμος, εναντιόφρων: «Αλλά δεν ηδυνήθη να αποφύγη το δίκαιον πεπρωμένον, και ο λαός επρόσεξεν, ότι ο εκπεσών από την αγάπην του ηγεμών δολοφονήθει την ιδίαν ημέραν, που παρέδωκεν εις αυτόν επισήμως τας κλείδας του πύργου του Βουκολέοντος ο επιμελητής της οικοδομής, μετά την εντελή αποπεράτωσίν της».
Μεταβαίνει λοιπόν, ως προανεφέραμεν, η Θεοφανώ προς τον Βασιλέα, συγκεντρώνεται εις όλην την υποκριτικήν της τέχνην, παρουσιάζει εις τελείαν αληθοφάνειαν πλαστόν πρόσωπον συμπονούσης συζύγου, συντρόφου της καρδίας — η περιποιητική επίδειξίς της της νυκτός εκείνης ήτον αριστούργημα τέχνης και φαινομενικής ειλικρινείας, χωρίς καμμίαν υπερβολήν η οποία ηδύνατο να την προδώση. Του λέγει, ότι έχει να του κάμη ανακοινώσεις, αλλά, προς τούτοις, ότε αντελήφθη ότι το δηλητήριον της εμφανίσεώς της και του ρόλου της ήρχιζε να ποτίζη την κουρασμένην και διψώσαν παρηγορίαν ψυχήν του Βασιλέως, του καθιστά γνωστόν, ότι την ώραν αυτήν είνε υποχρεωμένη εις ένα Βασιλικόν καθήκον.
Είχον μεταβή τας ημέρας εκείνας εις την πρωτεύουσαν Βουλγαρίδες, θυγατέρες αρχόντων, αι οποίαι επρόκειτο να μνηστευθούν με πρίγκηπας και μεγιστάνας του Βυζαντίου. Τούτο εγίνετο ως επικύρωσις τρόπον τινά συναφθείσης με το Βουλγαρικόν γένος συμμαχίας. Εφιλοξενούντο αύται από το Αυτοκρατορικόν ζεύγος, και η Θεοφανώ, μετέχουσα της πολιτικής όσον και των ερώτων, εννοούσε να επιδεικνύη εις τοιαύτας περιστάσεις όλην του Βυζαντίου την επιβολήν, την μεγαλοπρέπειαν και την υψηλήν ευγένειαν. Επεμελείτο λοιπόν η ιδία την περιποίησιν των ξένων αρχοντισσών, αν και ήτο τεταγμένη προς τούτο πληθύς θεραπαινίδων και άλλων προσώπων της Αυλής. Λέγει λοιπόν προς τον Νικηφόρον:
«Θεόστεπτε και προσφιλέστατε σύζυγε, το καθήκον να μείνω πλησίον σου την νύκτα αυτήν, όπου θέλω να συνομιλήσωμεν και βλέπω ότι με την χάριν της Αειπαρθένου Μαρίας και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου ήρχισες να απαλλάττεσαι από την βαθείαν και ανεξήγητον θλίψιν της ψυχής σου, ήτις συντρίβει και εμέ ομοίως, είμαι ηναγκασμένη να το αθετήσω προς στιγμήν. Πρέπει την ώραν αυτήν να ίδω, ως καθ' εκάστην εσπέραν, τας ευγενείς Βουλγαρίδας παρθένους, που φιλοξενούνται εις τον οίκον μας· με αναμένουν, πολύ ολίγον θα ασχοληθώ με την επίσκεψιν αυτήν, δύναται να μείνη ανοικτός ο κοιτωνίσκος μέχρις ου επανέλθω. Τότε γίνεται το κλείσιμον όλων των εξόδων, αφού κοιμώμαι και εγώ εις το ίδιον διαμέρισμα».
Ο Νικηφόρος, είτε παραπεισθείς, είτε απαυδήσας και θιγόμενος εις τον εγωισμόν του να λαμβάνη εις κάθε περίστασιν μέτρα υπέρ της ζωής του, αυτός ο τοσάκις αντιμετωπίσας τον θάνατον, ο καταφρονήσας αυτού εις τα πεδία των μαχών, δεν αντέλεξεν.
Έλαβε τας Θείας Γραφάς και αφωσιώθη εις την ανάγνωσιν αυτών, αναμένων. Αλλά βαρεία είνε η νυξ, η ψυχή του θολώνεται — ίσως η απατηλή αίσθησις εξασφαλίσεως και γαλήνης, εκ της υποβολής της Θεοφανούς, ίσως η επίδρασις εκ του μυστηριώδους ιερού κειμένου — ο ύπνος ήρχισε να τον κυριεύη. Τότε περικαλύπτεται με τον παλαιόν μανδύαν του οσίου μοναχού Μιχαήλ Μαλεΐνου και κατακλίνεται. Από καιρού σπανίως εκοιμάτο επί της μεγάλης αυτοκρατορικής κλίνης, ήτις όμως και αυτή, προκειμένου περί υπνώσεως, ήτο παρεσκευασμένη ως κλίνη στρατιώτου.
Αφότου δε απέθανεν ο προσφιλέστατος εις αυτόν πατήρ του Βάρδας, ο Καίσαρ, και ησθάνθη τον εαυτόν του τελείως απομονωμένον εν τω κόσμω, κατεκλίνετο προς ύπνον επί δέρματος τίγρεως, εστρωμένου χαμαί και κάτωθι των εικόνων του Χριστού, της Θεοτόκου και του Τιμίου Προδρόμου, οσάκις δεν ερρίπτετο επί των θραυσμάτων των κεράμων, επί των οποίων διήρχετο τας νύκτας του, όταν ο παροξυσμός του θρησκευτικού πάθους του υπηγόρευε να ταλαιπωρήση ακόμη περισσότερον το σώμα του, διά να κρατή εγγύτερον προς τον Θεόν την ψυχήν του.
«Την νύκτα δε εκείνην, την αποφράδα, εκοιμήθη χωρίς να έχη πλησίον του τα όπλα του. Πρώτην φοράν έγινε τούτο ... Ποίος δαίμων, σταλμένος από τον Αρχέκακον, να ετύφλωσε τόσον το πνεύμα του πανευσεβεστάτου Βασιλέως μου, ώστε να παραδοθή ανοχύρωτος εις τους μιαρούς εχθρούς του, να αφήση μακράν εαυτού τους μόνους ειλικρινείς συντρόφους του, τα όπλα του, ακριβώς την θεοκατάρατον αυτήν νύκτα που του εχρειάζοντο περισσότερον; . . . Επλήσθη κακών η ψυχή του, και η ζωή του τω Άδη ήγγισεν. Εγένετο ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος, επ' αυτόν επεστηρίχθη ο θυμός του Κυρίου, και πάντας τους μετεωρισμούς Αυτού επήγαγεν επ' αυτόν, επλάνησεν αυτόν εν αβάτω και ουχ οδώ. Άβυσσος εκύκλωσεν αυτόν εσχάτη...», λέγει εις δακρύβρεκτον λόγον ο ευσεβής χρονογράφος, πιστότατος φίλος του Νικηφόρου.
Και κατόπιν, εξαπτόμενος από την ανάμνησιν του σκληροτάτου θανάτου του Αυτοκράτορος, εκκεραυνοί κατά των φονέων το του Μωυσέως:
«Παροξύνω ως αστραπήν την μάχαιράν μου, και ανθέξεται κρίματος η χειρ μου, και εκδικήσει . . . . Μεθύσω τα βέλη μου αφ' αίματος, και η μάχαιρά μου καταφάγεται κρέας, αφ' αίματος ανόμων, από κεφαλής αρχόντων εχθρών . . .»
II
. . . ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΠΝΙΓΕΙ τα πάντα εις το κύμα του, εις την καρδίαν της νυκτός επαναπαύεται ο κόσμος . . . Λυσσά ο άνεμος επάνω εις την θάλασσαν, τα κύματα της Προποντίδος ορχούνται περί την μάστιγά του, τα στοιχεία την νύκτα εκείνην εξαπολύονται από την κανονικότητά των, η φύσις έχασε τον ρυθμόν της, ωσάν να την εγγίζη η πνοή της φρίκης και της ανομίας, που έμελλε να χαράξη εις την Ιστορίαν το θεοστυγές διάστημα της 10ης προς την 11ην Δεκεμβρίου του 969 από Χριστού έτους. Η χιών πίπτει πυκνοτάτη, καλύπτει με την άπειρον κινουμένην θάμβωσίν της το διάστημα, η βασιλεύουσα υψούται εκ της λευκής επιφανείας της ως ένα ατελεύτητον περιλάξευμα μαρμάρου, τείνον προς τον ουρανόν με τους απειρογράμμους θόλους των εκκλησιών, τους πύργους των συμπύκνων φρουρίων της. Παρά τους πόδας της βρυχάται, ή στενάζει το κύμα, η δίνη των νιφάδων τρικυμίζεται υπέρ αυτήν. Το φρούριον του Βουκολέοντος διαγράφεται πελωριώτερον και μεμονωμένον παρά την σειομένην από την τρικυμίαν ακτήν.
Από την άντικρυ Χαλκηδόνα ακάτιον εκκόπτεται και χωρεί προς την θάλασσαν. Τέσσαρες άνδρες είνε το πλήρωμά του. Αλλά ο άνεμος το αναγκάζει να αντιστραφή. Παραπλέει τον αιγιαλόν, εξαφανίζεται· βιαιότατα κωπηλατούντες οι εν αυτώ, το προσορμίζουν τέλος εις την σκοπουμένην ξηράν, όπισθεν των επάλξεων του Φρουρίου του Βουκολέοντος, εις τον ομώνυμον λιμένα, πλησίον του μαρμαρίνου συμπλέγματος, όπου παρίστανε πάλην ταύρου προς λέοντα.
Οι τέσσαρες άνδρες είνε ο Ιωάννης Τσιμισκής με τους συντρόφους του. Συνενώνονται με τους αναμένοντας εκεί αοράτους συνενόχους, που τους είχε κρυμμένους η Θεοφανώ εις τα Ανάκτορα. Εις τα ασκεπή υπερώα της υψίστης κορυφής του Πύργου ένας από την σπείραν, ταχθείς εκεί από την Αυτοκράτειραν, ηγρύπνει, αναμένων με αγωνίαν την συνάσπισιν των σφαγέων . . . . Όταν τους είδε τέλος επί το αυτό, εκπέμπει συριγμόν, το προσυμφωνημένον σύνθημα, και εν τω άμα πλεκτή κλίμαξ ρίπτεται από τα δωμάτια της Αυτοκρατείρας. Ταχείς ανέρχονται οι δολοφόνοι. Τους αναμένουν εντός και άλλοι . . . . Ο Κεδρηνός σημειώνει, ότι διά κοφίνων ανεσύρθησαν προς τον γυναικωνίτην, ένας έκαστος χωριστά . . . . Τελευταίος ανέρχεται ο άτρομος Τσιμισκής, θέλων να εξασφαλισθή από τους άλλους . . . .
Μυθικής τω όντι τόλμης ήτο η απόπειρα αυτή. Ελάχιστοι εκ των ανθρώπων του Παλατιού ήσαν μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν, δεν ήσαν δε ολίγοι οι εν αυτώ διαμένοντες, πάσης τάξεως και παντός πνεύματος. Τινές και επηγρύπνουν επί της ασφαλείας του Αυτοκράτορος, φοβούμενοι από καιρού κακούργον τόλμημα εναντίον του. Ως δε φαίνεται και εκ του επεισοδίου της εγχειρίσεως προς τον Βασιλέα σημειώματος από καλόγηρον της Αυλής, κατ' αυτό το εσπέρας της τελευταίας ημέρας του Άνακτος, υπήρχον εν τω Παλατίω και οι διαφωτισθέντες ασφαλώς και εν λεπτομερεία περί του σχεδιασθέντος ανοσιουργήματος. Εις δε την υπηρεσίαν των Ανακτόρων, πρόσωπα της οποίας υπεβοήθουν την Θεοφανώ εις την προεξοικονόμησιν των σχετικών με την δολοφονίαν, ουδείς ηδύνατο να έχη πίστιν, διότι η υποβοήθησις αυτή, εκεί όπου δεν ήτο συνέπεια καθαράς προσυνεννοήσεως, προήρχετο από τυπικήν οφειλήν υπακοής, ή από φόβον εκ της τρομεράς Βασιλίσσης, της και επινοητικωτάτης άλλως τε. Εν τούτοις, υπάρχουν παραδείγματα εκ της Βυζαντιακής ιστορίας, κατά τα οποία εις τοιαύτας περιστάσεις πρόσωπα των Ανακτόρων, ουδέν δείξαντα μέχρι της τελευταίας στιγμής, απεκάλυψαν ακριβώς επάνω εις αυτήν τους μελετώντας σκοτεινόν τι και κακόν — είτε εξ οικείας αποφάσεως, είτε λόγω μυστικής προσυνεννοήσεως με τα κινδυνεύοντα υψηλά πρόσωπα. Και τότε ήσαν τρομεραί αι συνέπειαι διά τους αποκαλυπτομένους συνωμότας. Επί πλέον δε, το φοβερόν σώμα των «Βαράγγων», η αυτοκρατορική σωματοφυλακή, δεν ήτο μακράν διά να προλάβη πάσαν απόπειραν, εάν τυχόν ελάμβανε γνώσιν κατά τας στιγμάς εκείνας.
Δι' αυτό η πράξις του Τσιμισκή και της Θεοφανούς, μετά των ολιγίστων συμπρακτόρων των, θεωρείται ως μοναδική υπό έποψιν ακαταλογίστου τόλμης εν τη Βυζαντιακή ιστορία, η οποία γέμει εν τούτοις υπερβατικών και ασυνήθων πραξικοπημάτων παντός είδους.
Τέλος οι συνωμόται, ενωθέντες και «το ξυστόν του Πύργου καταλιπόντες», εισορμώσιν όλοι ομού, γυμνά κρατούντες τα ξίφη, εις τον Βασιλικόν θάλαμον. Τελευταίος και πάλιν εισήλθεν ο Τσιμισκής. Εισήλασαν από την θυρίδα, διά της οποίας συνεκοινώνει ο ιδιαίτερος κοιτών της Θεοφανούς με τον κοιτώνα του Αυτοκράτορος. Η ιδία τους ήνοιξε την θυρίδα, η οποία έμεινεν αμόχλευτος την νύκτα εκείνην . . . . Τους ωδήγησε δε η ιδία και έως μέσα εις τον κοιτώνα του Βασιλέως, ο οποίος ήτο μέγα δωμάτιον. Την λεπτομέρειαν αυτήν την αναφέρει ο Άραψ ιστορικός Αβουλβέδας. Αλλά, ευρεθέντες εντός του θαλάμου οι δολοφόνοι, απομαρμαρούνται αίφνης, μετά την πρώτην, προς όλα τα σημεία αυτού, κατόπτευσιν . . . .
Ημίφως, κλίνον προς το σκότος, εκράτει μέσα εις τον θολωτόν μέγαν κοιτώνα του Αυτοκράτορος. Εις το ύψος της αριστερά αψιδωτής γωνίας λεπτός χρυσούς καταρράκτης χύνεται. Είνε των κανδηλών του καταχρύσου εικονοστασίου. Μεταξύ των αποστιλβόντων καλλιτεχνημάτων της Βυζαντινής εικονουργίας και σεβασταί παλαιαί εικόνες, όπου αι γλυκείαι και εκστατικαί μορφαί μόλις διαφαίνονται υπό την σκοτεινήν σύγχυσιν των αποσβεσθέντων χρωμάτων. Είνε δώρα περιωνύμων ασκητών προς τον θεοσεβή Αυτοκράτορα, ιστορικά ιερά κειμήλια, με θαυματουργικήν φήμην. Μέγισται αι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και του Προδρόμου, αποτελούν το κέντρον του ιερού χορού. Εις το σκότος της κόγχης, κάτωθεν της μεγάλης βάσεως του εικονοστασίου, αναπαύεται ο Αυτοκράτωρ, επί του δέρματος της τίγρεως, εντελώς αφανής από τους κακούργους. Η μεγάλη αυτοκρατορική κλίνη, κειμένη εις το αντίστοιχον διαγωνίως άκρον του θαλάμου, περικυκλωθείσα αμέσως από τους συνωμότας, παρουσιάζεται προ των οφθαλμών των εντελώς κενή. Τούτο ήτο εκείνο το οποίον τους απεμαρμάρωσεν. Ήσαν δε ούτοι οι εισελθόντες εις το δωμάτιον, όπως ρητώς αναφέρει ο Κεδρηνός, ο Μιχαήλ Βούρτζης, ο Λέων Πεδιάσιμος, ο Λέων Βαλάντης, ο πρόσωπον Άδου έχων Ατζυποθεόδωρος, ο Τσιμισκής και ένας ακόμη. Οι υπόλοιποι ανέμενον έξω, καταλλήλως τοποθετημένοι εντός των εγγύς θαλάμων και των υπόπτων διόδων των Ανακτόρων, έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον.
Φρικώδης πανικός κατέλαβε τους ατρομήτους εκείνους άνδρας. Μη γνωρίζοντες τας εναλλασσομένας έξεις του Αυτοκράτορος, όσον αφορά τον ύπνον, επίστευσαν αμέσως ότι επροδόθησαν. Και συγχρόνως τους παρέλυσεν η σκέψις ότι ήτο αδύνατον να φύγωσι. Συνεννοούνται και αποφασίζουν να ριφθούν εις την θάλασσαν από την κορυφήν των τειχών και να αναχθούν εις το πέλαγος κολυμβώντες! Αλλά η απαισία τύχη του Νικηφόρου ενήδρευε. Και, καθ' ήν στιγμήν ήσαν έτοιμοι να απέλθουν, εμφανίζεται προ αυτών «ανδράριόν τι εκ των ευνούχων», το οποίον δακτυλοδεικτεί μυστηριωδώς προς το μέρος του εικονοστασίου, εις την σκοτεινήν κόγχην, και εξαφανίζεται. Η απαισία Θεοφανώ, ενεδρεύουσα παρά την θύραν του κοιτώνος, αφού ωδήγησεν έως εκεί τους συνενόχους της, θέλουσα να απολαύση όλην την σκηνήν της εξοντώσεως του ασκητικομανούς συζύγου της — του αχρήστου πλέον εις αυτήν διά τον βίον, όπως αυτή τον ενόει, δηλαδή βίον λάμψεως, διαρκούς απολαύσεως, επιδείξεως και χλιδής, του φυσικώς πλέον μισητοτάτου εις τοιαύτην γυναίκα — αλλά και μη φθάσασα οπωσδήποτε ακόμη εις τον βαθμόν της πωρώσεως, ώστε να βλέπη κρεουργούμενον εμπρός της τον σύζυγον Αυτοκράτορα, και να την βλέπη εκείνος· κυριευμένη από την σκέψιν, ότι έπρεπε να είνε εντελώς εξησφαλισμένη η υπόθεσις από παντός απροόπτου ενδεχομένου, διά το οποίον ήτον ανάγκη αυτή μόνη να επαγρυπνή, είχε παρ' εαυτή και τον μεμυημένον ευνούχον εις την θύραν, όπου ωτακουστούσε.
Βαθύτατα εκάθευδεν ο Άναξ εις την γωνίαν. Εις την υπόδειξιν του ευνούχου, οι φονείς, ξιφήρεις, ως άγρια θηρία αναπηδούν και τον περικυκλώνουν αμέσως. Ούτε αυτός ο θόρυβος εξυπνά τον Αυτοκράτορα. Τότε ορμώσιν όλοι μαζή κατ' αυτού και αρχίζουν να τον κτυπούν λυσσαλέοι διά των ποδών. Ανατινάσσεται ο Άναξ, βλέπει κατάπληκτος τους δαίμονας περί αυτόν, αναγνωρίζει τα πρόσωπα, ρίπτει βαθύ και μαρτυρικόν βλέμμα επί πάντων — μεινάντων ακινήτων και σιωπηλών την στιγμήν εκείνην, με τα μακρά επικαμπή ξίφη εις τας χείρας, αιωρούμενα επί τον Βασιλέα — και μένει ημιανασηκωμένος, στηριχθείς επί του τοίχου και «την κεφαλήν στηρίξας επί του αγκώνος». Αντελήφθη, ότι «ουκ έστι σωτηρία», αλλά και ανέμενε να του ομιλήσουν οι συνωμόται.
Τότε Λέων ο Βαλάντης, περιανεμίσας το ξίφος του, καταφέρει τρομερώτατον κτύπημα επί της ακαλύπτου, με άφθονον κόμην περιεστεμμένης, κεφαλής του Αυτοκράτορος. Υπό την κοπτεράν αιχμήν του ξίφους διασπαράσσεται βαθέως όλον το μέτωπον, η οφρύς και η βλεφαρίς, όλον το πρόσωπον πνίγεται από το εκπηδήσαν αίμα, και μόνον ο εγκέφαλος έμεινεν απρόσβλητος. «Θεοτόκε, βοήθει!» είνε η κραυγή του Αυτοκράτορος υπό το άλγος των τραυμάτων του, «Αγία Δέσποινα, ελέησον!» Σπαρακτική είνε η θρηνητική επίκλησις του Αυτοκράτορος, προσπαθεί να υψώση τας χείρας προς τον ουρανόν εις δέησιν, το πρόσωπόν του καλύπτεται από το αναβλύσαν αίμα, πιστεύει ότι δύναται ίσως και να συγκινήση τους φονείς, σπαράσσεται επάνω εις το δέρμα του θηρίου. «Οίον θέαμα οίκτου και ανθρωπίνης συμφοράς!» — Η διήγησις είνε Λέοντος του Διακόνου, θεωρείται πιστοτάτη εις όλας τας λεπτομερείας της, μόνον δε εις μερικά ασήμαντα σημεία υπάρχει κενόν, το οποίον αναπληρούται από τον Κεδρηνόν και τον Άραβα χρονογράφον. — Αλλά οι συνωμόται είνε άτεγκτοι, σπεύδουν εις την συμπλήρωσιν του έργου των.
*
* *
ΑΦΟΥ εξεμηδένισαν τον γίγαντα, τον αρπάζουν στενάζοντα και οδυνώμενον, του δένουν τας κνήμας και τον μετάγουν επάνω εις την μεγάλην αυτοκρατορικήν κλίνην. Εκεί είχεν αποσυρθή και εκάθητο ζοφερός και αμίλητος ο Τσιμισκής. Απέναντί του είχε την ακτινοβολίαν των μορφών του Χριστού, της Παρθένου, το απειλητικόν πρόσωπον του στυγνού Προδρόμου. Οι ολολυγμοί του Αυτοκράτορος, «του φίλου, του συστρατιώτου και του ομαίμονος», επλήρουν τα ώτα του, αλλά αυτός δεν είχε την στιγμήν εκείνην καρδίαν διά να δεχθή εκεί όπου έπρεπε τας εντυπώσεις αυτάς, το κυανούν βλέμμα του είχεν ενώπιόν του το θάμβος ενός Στέμματος, του «Στέμματος του Κόσμου», και η μνήμη του έτρεχεν αγρία εις τας περιφρονήσεις του Νικηφόρου προς αυτόν, επότιζεν απλήστως την στιγμήν εκείνην την ψυχήν του με το νάμα της εκδικήσεως. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω — λέγει Κύριος». Αυτόν τον τρομερόν λόγον, την επιταγήν του Κυρίου, την ελησμόνησεν ο Ιωάννης Τσιμισκής, διά να την ενθυμηθή αργότερα, μετά έτη . . . .
Διά της βίας προσπαθούν να θέσουν αυτόν γονυπετή έμπροσθεν του ακάμπτου Τσιμισκή. Αλλά, δεδεμένος ων και υπό σκοτοδίνης καταληφθείς ένεκα του φοβερού τραύματος, δεν δύναται να σταθή, και κυλίεται κατά γης.
Εγείρεται τότε και αναστηλούται προ αυτού ο Ιωάννης, φοβερός και απαίσιος, αφρίζων. Εκκεραυνώνει από του στόματος του τρομερώτατον κατηγορητήριον κατά του Αυτοκράτορος, ανάμικτον με εμπαθεστάτας ύβρεις, με αισχίστας λοιδορίας. Την δεινήν απόκρυφον ταραχήν που ωγκώνετο εκ των βαθέων της ψυχής του επί τη θέα του διεσπαραγμένου μεγάλου φίλου του, της «πρώτης Μεγαλειότητος του κόσμου», επίστευσεν ότι ημπορούσε να την πνίξη υπό τους κεραυνούς των κατηγοριών του, τας οποίας έκρινε δικαίας και βασίμους, ικανάς να καλύψουν τοιούτον έγκλημα. Ταυτοχρόνως όλοι μιμούνται τον Τσιμισκήν. Αρχίζουν καθυβρίζοντες τον Αυτοκράτορα, «έκαστος επέρριπτε κατά πρόσωπον την ύβριν και την εκδίκησιν αυτού».
— Άθλιε τύραννε, ωρύετο αλλόφρων ο Τσιμισκής, θα μας κρίνη ο Θεός . . . . Αλλά αποκρίθητι. Δεν είμαι εγώ εκείνος, ο οποίος έβαλα εις την κεφαλήν σου το λαμπρότερον στέμμα του κόσμου; Δι' εμού δεν ανήλθες εις την βασίλειον των Ρωμαίων αρχήν και παντοδύναμος κατέστης Αυτοκράτωρ; Και όμως την ευεργεσίαν αυτήν την ελησμόνησες. Ο φθόνος και η μανία σε άναψαν εναντίον μου [υπό φθόνου και μανίας οιστρηλατηθείς απεστράφης απ' εμού] και δεν εδίστασες εμέ, τον ευεργέτην σου, να καθαιρέσης από την αρχηγίαν του στρατού, να με στείλης εις την ύπαιθρον χώραν διά να συναγελάζωμαι και να συζώ με τους γεωργούς, ωσεί των τιμών του πολίτου εστερημένος μετανάστης, εγώ, ο ανδρών γενναιότατος και σου ρωμαλεώτερος, τον οποίον τρέμουσι των πολεμίων τα στρατόπεδα . . . . Αλλά, ποίος θα σε λυτρώση τώρα από τας χείρας μου; . . . . Απάντησε λοιπόν, εάν ημπορής, απάντησέ μου, δικαιολογήσου δι' όλα τα εναντίον μου εγκλήματά σου . . . . »
Ενώ ο Αυτοκράτωρ εδέχετο εν οδύνη και στεναγμοίς την τρομεράν αυτήν θύελλαν των ύβρεων, των προκλήσεων, των κατηγοριών από όλους τους μαινομένους δημίους του και έβλεπε συνταρασσόμενα υπεράνω του από την φρίκην του πάθους και της ικανοποιημένης εκδικήσεως το δαιμονικόν πρόσωπον του Τσιμισκή και το ζοφερώτατον του Ατζυποθεοδώρου, απεστραγγίζετο επί του προσώπου του και το τελευταίον αίμα της κεφαλής του... Ήκουε και έβλεπε τα πάντα με πλήρεις τας αισθήσεις, αγωνιωδώς είχεν ανοιγμένους τους οφθαλμούς προς την γύρω του απαισίαν εικόνα, η ψυχή του εκρέματο υπέρ το χάος του ολέθρου. Εδέχετο τους εξευτελισμούς και τας ύβρεις, αλλά «ουδέν απεκρίνετο εις αυτάς». Δεν διέκοψεν όμως την προσευχήν του, τας δυνατάς επικλήσεις προς τον Θεόν και την Θεοτόκον, υπέρ της σωτηρίας του, υπέρ της σωτηρίας της ψυχής του. «Γεγωνυία τη φωνή τον Θεόν και την Θεοτόκον επικαλούμενος ην».
Με μανίαν θηρίων, «μανικώς», επιπίπτουσι τότε, εξερεθισθέντες ακόμη περισσότερον, οι σφαγείς κατά του δυσμοίρου. Ο Τσιμισκής τον αρπάζει από τον πώγωνα, εκτινάσσει την κεφαλήν του — συντρίβουσι την σιαγόνα του με τους γρόνθους, με κτυπήματα των λαβών των ξιφών των, μετακινούσι τους οδόντας από των φατνωμάτων. Ο Ιωάννης πλήττει διά των ποδών το σχεδόν ακίνητον ήδη σώμα του Αυτοκράτορος, καταφέρει κατά του προσώπου του νέον κτύπημα διά του ξίφους, το οποίον διασχίζει το κρανίον.
Τότε «δη» αμιλλώνται οι αιμοβορώτατοι ούτοι άνδρες, οι εκ μίσους μαινόμενοι, τις πρώτος να πλήξη τον Βασιλέα. «Ο μεν εκδικεί μακράν εξορίαν, ο δε την δυσμένειαν και τας καταφρονήσεις του Δεσπότου, της αλώσεως της μεγάλης Συριακής μητροπόλεως αναμιμνησκόμενος». Αλλά έρχονται τέλος εις την συναίσθησιν της ανάγκης όπως δοθή πλέον πέρας εις το έργον. Διότι θόρυβοι, μεγαλυνόμενοι βαθμηδόν, φθάνουν εις τας ακοάς των από τα βάθη του Ανακτόρου. Τότε ένας εκ των συνωμοτών διαπερά τον Αυτοκράτορα διά του μακρού και κυρτού κατά την αιχμήν ξίφους του, συστρέφει αυτό θηριωδώς εντός του βασιλικού σώματος, και το αποσπά καθημαγμένον. Η τελευταία πνοή του θύματος, ένας στεναγμός λέοντος, ένα γοερώτατον παράπονον μάρτυρος, εξέρχεται μαζή με το ξίφος. Ο Νικηφόρος εξέπνευσεν αμέσως. Ο Μέγας Αυτοκράτωρ, ο «Νικητής», ο «Καλλίνικος», όπως τον ωνόμασεν η λαϊκή φωνή διά τους μοναδικούς και απειραρίθμους θριάμβους του κατά των εχθρών της πίστεως και του Γένους.
Την στιγμήν εκείνην κρότοι τρομεροί διασείουσιν ολόκληρον το Ιερόν Παλάτιον, εξ όλων των άκρων και των λαβυρίνθων αυτού προστρέχουσι προς τα τραγικά δώματα του Αυτοκράτορας αναμίξ οι πιστοί διαμείναντες μετά των μεμυημένων αυλικών. Διεδόθη πλέον εκ των εγγυτέρων προς τον θάλαμον διαμερισμάτων μέχρι των απωτάτων, ότι μέγα τι και φοβερόν κατά του «Κυρίου» συνετελέσθη. Οι κρότοι προέρχονται από τα κτυπήματα των πελέκεων των «Βαράγγων», των Σκανδιναυών Αυτοκρακρατορικών σωματοφυλάκων, εκείνων εξ αυτών, οίτινες ήσαν τεταγμένοι την νύκτα εκείνην ως φρουροί εις τας πύλας του Παλατίου. Απαισίως ηχούσιν εν τη νυκτί οι κτύποι των πελέκεων επί των χαλκίνων πυλών, τας οποίας πνευστιώσι να διαρρήξωσιν. Ελπίζουν να προλάβουν. Οι πρώτοι όμως ευρεθέντες μέσα εις τον πύργον, όταν αι πύλαι υπεχώρησαν υπό τα λυσσαλέα κτυπήματα των πελέκεων των γιγάντων αυτών, συνήντησαν απεγνωσμένην αντίστασιν των συνωμοτών. Αλληλοσπαραγμός επηκολούθησεν εις τους διαδρόμους και θαλάμους. Ο Αβουλφαράγιος αναφέρει ότι 70 ήσαν οι εκ των Βαράγγων πεσόντες νεκροί, φρικωδώς διαμελισθέντες. Και η πάλη διήρκεσε τόσον, και ήτο τόσον μανική, ώστε, ως αναφέρουν οι χρονογράφοι, προς στιγμήν επιστεύθη ότι απωλέσθη πάσα ελπίς διά τους συνωμότας. Ο Τσιμισκής, τρομερώτατος εν μέσω των μεγάλων φρικωδών εκείνων στιγμών, όταν είδε να κλίνη η νίκη υπέρ των ιδικών του, μη εννοών να χάση ούτε στιγμήν, τα πάντα επιβλέπων και τα πάντα προβλέπων, φοβερόν πνεύμα του Κακού εν μέσω των δαιμόνων του, καλεί τον αιμοσταγή Ατζυποθεόδωρον, αυτός δε σπεύδει προς την μεγάλην αίθουσαν του «Χρυσοτρικλίνου», όπως προκαλέση την ανακήρυξίν του ως Αυτοκράτορος.
Ο Ατζυποθεόδωρος εκτελεί την διαταγήν του Τσιμισκή. Αποκόπτει την κεφαλήν του νεκρού Αυτοκράτορος και επιδεικνύει αυτήν από τινος των παραθύρων προς τον συρρεύσαντα περί τα Ανάκτορα λαόν και στρατόν. Υπό το φως των πυρσών, καπνιζόντων, σείεται προ του λαού η κεφαλή του Νικηφόρου. Ο Ατζυποθεόδωρος κρατεί αυτήν από την μακράν, μαύρην ακόμη, κόμην. Είνε περιρραντισμένη και ηυλακωμένη με το αίμα των πληγών της. Από τον νεόκοπον λαιμόν στάζει εις μεγάλους θρόμβους το αίμα. Οι συνωμόται, κρατούντες δάδας, διευθύνουν το φως αυτών προς την μορφήν του Αυτοκράτορος. Η χιών στροβιλίζεται υπέρ τον ζοφερόν όγκον του Πύργου, ο άνεμος στενάζει επί τας στέγας του. Χιλιάδες οφθαλμών δέχονται το τρομερόν, το άγριον, το φανταστικόν εκείνο θέαμα. Κατάπληκτος ο λαός και ο στρατός ακινητεί, εν νεκρική σιγή. «Κύριε, συγχώρησον αυτόν», εκψιθυρίζεται από πολλών στομάτων, χείρες κινούνται εις το σημείον του Σταυρού. Οι προστρέχοντες ακόμη μισθοφόροι στρατιώται, με την ιδέαν να απολυτρώσωσι τον ζώντα εισέτι βασιλέα, όπως επληροφορήθησαν αορίστως καθ' οδόν, απολιθούνται εις την θέαν της εικόνος, ήτις διαγράφεται εις το ύψος του Πύργου, με το φως, τον καπνόν και την επισειομένην αιμοσταγή κεφαλήν, τας αγρίας μορφάς των συνωμοτών και σφαγέων, εν τω βάθει, εις το θολόν διάστημα. Οι αλλόφυλοι ούτοι πολεμισταί, οι ισχυροτάτην συναίσθησιν της στρατιωτικής υποχρεώσεως έχοντες, οι μισούμενοι υπό του λαού διά την αγριότητά των, και μισούντες αυτόν διπλασίως, δεν σκέπτονται εν τούτοις πλέον ν' αντιμετωπίσωσι τα γενόμενα και την στάσιν. Θα έδιδον μυριάκις την ζωήν των, εάν υπήρχεν ελπίς να περισώσωσι τον Αυτοκράτορα, αλλά τώρα, ότε αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν θα τους ενισχύση, αποσβένουσιν από την σκέψιν των την ιδέαν της εκδικήσεως του Κυρίου των.
Αφήκαμεν τον Τσιμισκήν σπεύδοντα από την σκηνήν της φρίκης και του αίματος προς το «Χρυσοτρίκλινον», διά να περιβληθή τα πορφυρά πέδιλα και τα άλλα διάσημα της Αυτοκρατορικής εξουσίας, να ανευφημηθή Αυτοκράτωρ υπό των συνωμοτών και του πλήθους. Θα τον ίδωμεν πάλιν μετ' ολίγον εν τη περιωνύμω Μεγάλη Αιθούση του «Χρυσοτρικλίνου».
Κατά την μαρτυρίαν του Κεδρηνού, ο Νικηφόρος, ευθύς μετά την λήψιν της επιστολής του μοναχού προς το εσπέρας, η οποία τον προειδοποίει περί του μελετωμένου διά την νύκτα εγκλήματος, διεμήνυσεν εις τον αδελφόν του «κουροπαλάτην» Λέοντα να σπεύση εις τον Βουκολέοντα με μοίραν στρατιωτών. Αλλ' ούτος, όστις ήτο μανιώδης παίκτης, δεν ανέγνωσεν αμέσως το σημείωμα του Αυτοκράτορος· το αφήκεν επί του χείλους της κλίνης, όταν δε εις το τέλος του παιγνιδιού το ανέγνωσε, καταταραχθείς, ώρμησεν έξω με τον υιόν του Νικηφόρου και με εκείνους που ημπόρεσε να συγκεντρώση την ώραν εκείνην. Όταν ευρέθησαν εις την μεσημβρινήν άκραν του Ιπποδρόμου, η οποία ωνομάζετο «Σφενδόνη», ήκουσαν τους διαβάτας να λέγουν ότι προ ολίγου εσφάγη ο Αυτοκράτωρ, ταυτοχρόνως δε έφθανεν εις τα ώτα των η βοή φωνών που υψούντο από τους περιβόλους των Ανακτόρων και τας γειτονικάς οδούς και τας πλατείας. Ήσαν αι ανευφημίαι των συνωμοτών και άλλων πολλών πολιτών λαμπαδηφορούντων υπέρ του νέου «Κυρίου της Πόλεως».
Τότε κατέφυγον εις την Αγίαν Σοφίαν, ως εις άσυλον. Εν τούτοις ο Λέων, ο όποιος ήτο πλουσιώτατος, ηδύνατο, εάν ήτο φιλαδελφότερος και σθεναρώτερος, και μετά τα γενόμενα ακόμη να εκμηδενίση τον Τσιμισκήν.
III
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗΝ πενθιμωτάτην — «πλήρη οργής και θυέλλης» — ημέραν, 11ην Δεκεμβρίου, το ακέφαλον σώμα του Αυτοκράτορος εσημείου από όρθρου βαθέος την χιόνα του κήπου των Ανακτόρων, ερυθρούς εστιγματισμένην γύρω του από αίμα. Εκεί είχε ριφθή από του παραθύρου. Μόνον προς το εσπέρας ο Τσιμισκής ενεθυμήθη να διατάξη την εξαφάνισιν του λειψάνου. Την αρμόζουσαν επίσημον κηδείαν δεν ετόλμων να κάμωσι, μετά την δημοσία σχεδόν γενομένην δολοφονίαν και ένεκα της επακολουθησάσης μεγάλης συγχύσεως. Και η ταφή εγένετο «επονειδίστως λαθραία και εσπευσμένη».
Το πτώμα εναπετέθη εις πρόχειρον φέρετρον, κατασκευασθέν από ξύλα περισυλλεγέντα «τήδε κακείσε». Όταν το σκότος επύκνωσε, μετέφεραν αυτό «δρομαίοι», μυστικώτατα και εν πενιχροτάτη πομπή, εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου το κατέθηκαν αμέσως εις μεγάλην σαρκοφάγον, αριθμουμένην εις το «Ηρώον του Κωνσταντίνου».
Ετάφη ο Νικηφόρος φορών τον τρίχινον σάκκον, τον «σάκκον του μετανοούντος», τον οποίον έφερεν επί έτη υπό την βασίλειον πορφύραν του, όπως ο Βουλγαροκτόνος.
Τα θρησκευτικά «νενομισμένα» ετηρήθησαν. Ηκούσθη και η τελευταία επίκλησις, την οποίαν απηύθυνε τρις ο Τελετάρχης προς τους Αυτοκράτορας, όταν ανηγείροντο διά να καταβιβασθούν εις τας κρύπτας τα φθαρτά σκηνώματά των. Την απηύθυνεν αντικαθιστών το επί της κεφαλής του νεκρού μετάλλινον στέμμα — σύμβολον ανθρωπίνης ισχύος — με πορφυρούν διάδημα:
— «Αναπαύου, Άναξ· ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και ο Κύριος των κυριευόντων καλεί σε· απόθες από της κεφαλής σου το στέμμα!»
Ένα από τα θαυμαστότατα και περικαλλέστατα μνημεία της πάλαι ποτέ Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου η μεγαλοπρέπεια και ο πλούτος κατεθάμβωνεν, ήτο το Αυτοκρατορικόν νεκροταφείον των Αγίων Αποστόλων.
Οποίας μεγάλας σκέψεις, οποίαν τρικυμίαν συναισθημάτων δεν προκαλεί εις κάθε Έλληνα άξιον του ονόματος η ενθύμησις του ενδόξου αυτού χώρου, όπου ήσαν συσσωρευμένα τα φθαρτά σκηνώματα των μεγαλειτέρων ανδρών του Μεσαιωνικού Βασιλείου μας, Αυτοκρατόρων και Πατριαρχών, των οποίων πλείστοι συγκαταριθμούνται και μεταξύ των μεγίστων ανδρών του κόσμου, νέοι Αλέξανδροι και Περικλείς και Δημοσθένεις, εκτείναντες την Ελληνικήν Ιδέαν και την Ελληνικήν φήμην μέχρι των απωτάτων της οικουμένης, καταπυρπολήσαντες την Ελληνικήν δύναμιν επάνω εις τα απειράριθμα στίφη και τα Κράτη των βαρβαρωτέρων και επιφοβωτέρων λαών των τριών ηπείρων, εκπολιτίσαντες αυτούς διά του Ευαγγελίου και της Ελληνικής παιδείας και γλώσσης!
Οι Άγιοι Απόστολοι και η Αγία Ειρήνη εκρίνοντο ως αι ωραιότεραι και πολυτελέστεραι εκκλησίαι της βασιλευούσης μετά την Αγίαν Σοφίαν. «Πολυάνδριον» ή «Μυριάνδριον» ωνομάζετο από τους Βυζαντινούς ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο περίβολος αυτού. Ήτον ό,τι και η περιώνυμος εκκλησία του προαστείου των Παρισίων «Άγιος Διονύσιος», όπου εθάπτοντο οι Βασιλείς της Γαλλίας από Δαγοβέρτου του Α'. Είνε σήμερον αντικαταστημένοι οι Άγιοι Απόστολοι από το γνωστόν «Μέγα Τέμενος του Κατακτητού». Εκεί είχε κτισθή πρώτον «Βασιλική» από τον Μέγαν Κωνσταντίνον, κατόπιν ωκοδόμησεν ο Ιουστινιανός την εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων. Πρώτοι ετάφησαν εις τον περίβολον ο Κωνσταντίνος και η μήτηρ του Ελένη.
Ήτο γεμάτος ο μέγας ούτος περίβολος από κολοσσιαίους εκ πορφυρίτου λίθου αυτοκρατορικούς τάφους. Ήσαν κτισμένοι ούτοι εις δύο μεγάλας σειράς από το ένα και από το άλλο μέρος της εκκλησίας. Ηρώα εκαλούντο αι δύο σειραί. Ηρώον του Κωνσταντίνου και Ηρώον του Ιουστινιανού. Αι σαρκοφάγοι — αι πελώριοι μαρμάρινοι θήκαι — των νεκρών Βασιλέων είχον στολισθή λαμπρότατα και καλλιτεχνικώτατα, όταν η Αυτοκρατορία είχε φθάσει εις ακμήν δόξης και πλούτου. «Δι' οιονεί κολεού», συντεθειμένου από πέταλα αργύρου, από κλάδους χρυσού, από τους πολυτιμοτάτους των λίθων εγκολαπτούς ή ενδεδεμένους, εις όλα δε τα σημεία εγκατεσπαρμένους, ήτον εστολισμένη εκάστη από τας μεγίστας αυτάς σαρκοφάγους, αι οποίαι ήσαν αληθινά αριστοτεχνήματα γλυπτικής και αρχιτεκτονικού σχεδίου. Η διακοσμητική δε τέχνη, της οποίας οι Βυζαντινοί είνε οι περιφημότεροι αντιπρόσωποι εις όλους τους αιώνας, εκεί επεδείκνυεν όλον το δαιμόνιόν της. Οι χρονογράφοι του Βυζαντίου μεταβάλλονται εις ποιητάς προκειμένου να περιγράψουν το θάμβος και το μεγαλείον του Βασιλικού εκείνου κοιμητηρίου.
Όταν το φως του ηλίου συντρίβετο επί των διαχρύσων αυτών όγκων, «των οποίων και μόνον το σχήμα κατηύφραινε το όμμα και ωμίλει προς αυτό» — διαγραμμιζομένων υπό τους ωραιοτέρους Ελληνικούς, Ασιατικούς και νεοτεχνικούς ρυθμούς, καταστίκτων συμπλεγματικώς, ή μη, από μεγάλους πολυτίμους λίθους όλων των χρωμάτων, «δημιουργημάτων της φαντασίας και της ιδέας μάλλον, αλλά και του πλούτου, παρά της ξηράς τέχνης μόνον, την οποίαν ενείχον ολόκληρον και αυτήν εις όλας τας αρμονικάς εκδηλώσεις της»· όταν ο γλυκύς και έντονος ήλιος της Κων)πόλεως συνεζυγείτο εν τη πορεία του προς τον χώρον εκείνον του χρυσού και του αργύρου και του σμαράγδου και του ρουβινίου και του αδάμαντος και του οπαλλίου και του σαπφείρου και των ωραιοχρώμων κατεστιλβωμένων μαρμάρων — από του ερυθρού, ως σαρξ άρτι αποσφαγέντος νεαρού ζώου, μέχρι του πρασίνου, ως η πρώτη εαρινή χλόη εις τας απατήτους κλιτύς των ορέων όταν εκτύπα με τα ολόχρυσα κύματά του την έκτασιν αυτήν, είτε αντικλινόμενος υπέρ τα κυανά όρη και το γλαυκόν πέλαγος, είτε επιζυγιζόμενος από του κέντρου του ουρανού, είτε αποκλινόμενος προς τον φλογιζόμενον ορίζοντα, πνιγόμενον εις την θλίψιν και τον τόνον των λιποθύμων χρωμάτων — η όψις, την οποίαν ελάμβανεν η Βασιλική νεκρόπολις, «ονείρου και εκστάσεως κατάστασιν εδημιούργει εις τον βλέποντα».
Εκάστη σαρκοφάγος ενέκλειαν εντός πολυτιμότατα κοσμήματα. Εκεί ανεπαύοντο και οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι, οι «Νέας Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως Αρχιεπίσκοποι». Εκεί ήτο τεθαμμένος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αυστηρόταται ποιναί ήσαν ωρισμέναι δι' απόπειραν ενταφιασμού εις το μέρος εκείνο νεκρού, ο οποίος δεν ήτο, ή δεν προϋπήρξεν, αρχηγός της Εκκλησίας ή του Κράτους.
Εν τω ναώ δε, υπό το θυσιαστήριον, ήσαν κατατεθειμένα τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, Λουκά και Τιμοθέου, του πρώτου Επισκόπου Εφέσου. Εκ τούτου και το όνομα της Εκκλησίας. Όλαι αι υψηλαί δόξαι και όλαι αι υψηλαί καταισχύναι του Βυζαντίου ανεπαύοντο εκεί. Παρά τον ανδρείον ο δειλός. Παρ' εκείνον, του οποίου ο βίος ήτο μακρά πάλη, ο μετακινηθείς από τας λαμπούσας αιθούσας του Ιερού Παλατίου όσον και αι κοσμούσαι τους τοίχους αυτών εκ μωσαϊκού μορφαί. Παρά τον Κωνσταντίνον και την Ελένην ο Μέγας Θεοδόσιος, αλλά παρ' αυτόν οι έκφυλοι υιοί του.
Κυλινδρική σαρκοφάγος περιέκλειε το πτώμα του Ιουλιανού, το οποίον οι αντίπαλοι του «άτιμον και αποτρόπαιον» εκάλεσαν. Σαρκοφάγος από πράσινον μάρμαρον της Ιεραπόλεως έκλειε τον Μέγαν Ιουστινιανόν, παρ' αυτόν δε ανεπαύετο ο «νέος Μέγας Αλέξανδρος», ο Ηράκλειος.
Ο τρομερός όχλος της Κων)πόλεως ενέσκηπτεν ενίοτε και μέχρι του τελευταίου εκείνου αδύτου των Αυτοκρατόρων. Οι φίλοι των εικόνων συνέτριψαν την σαρκοφάγον, την περικλείουσαν Κωνσταντίνον τον Κοπρώνυμον, και την κόνιν αυτού εσκόρπισαν εις τον αέρα. Το ίδιον έκαμαν και οι Γάλλοι κατά των Βασιλέων των μετά αιώνας. Από του Αυτοκράτορος Αλεξίου Αγγέλου ήρχισεν η καταστροφή του θαυμαστού αυτού κειμηλίου της Αυτοκρατορικής νεκροπόλεως του Βυζαντίου. Ούτος απεγύμνωσε τους τάφους από τα πολύτιμα κοσμήματά των, εσύλησε τα μαυσωλεία των προκατόχων του, δια να εξαγοράση παρά των Λατίνων Σταυροφόρων την ειρήνην. Την 13ην προς την 14ην Απριλίου του 1204, κυριεύσαντες ούτοι την Κωνσταντινούπολη, συνέτριψαν εν τη βαρβάρω λύσση των τα πλείστα των περικαλλών αυτών Αυτοκρατορικών μνημείων. Την 29ην δε Μαΐου, την «αποφράδα», οι φανατικοί δερβίσαι Μωάμεθ του Κατακτητού συνεπλήρωσαν την καταστροφήν. Ο Κριτόβουλος σημειώνει, ότι πλήθος δερβισσών ησχολείτο μανιωδώς επί 14 συνεχείς ώρας εις το να καταστρέψη δια σιδηρών ροπάλων και τα εναπομείναντα άθικτα μαρμάρινα καλλιτεχνήματα των τάφων, και εκείνα, των οποίων την καταστροφήν δεν είχον φέρει εις πλήρες πέρας οι προηγηθέντες και χειρότεροι των κατακτηταί!
Εν τούτοις ο Ιταλός Βουοδελμόντιος λέγει, ότι είδε κατόπιν εις το νεκροταφείον αυτό ακέραια μνημεία εκ πορφυρίτου λίθου, ακέραια ως προς την λεκάνην αυτών, μεταξύ των οποίων και το του Μ. Κωνσταντίνου. Αληθές είνε ότι τινές των σαρκοφάγων περιεσώθησαν κατά το κύριον αυτών σώμα, ως θα ίδωμεν. Οπωσδήποτε όμως δεν θεωρούνται γνήσιαι, αι εν τω Βατικανώ αποκείμεναι του Κωνσταντίνου και της Ελένης.
*
* *
ΕΙΣ ΑΣΒΕΣΤΟΝ υπό των καταστροφέων μετεποιήθησαν τα κειμηλιώδη αυτά καλλιτεχνήματα, «τα εκ μαρμάρου άργυρον περιβεβλημένου, εκ τορνευτού πορφυρίτου, εκ ποικιλωτάτου και σπανιωτάτου γρανίτου»· τεμάχια αυτών εχρησιμοποιήθησαν εις κτίσεις οικιών. Συναπωλέσθησαν και αι «πελώριαι» επιτύμβιοι πλάκες, αι «σχήμα στέγης έχουσαι». Εις τον γείσον μιας από αυτάς, επί της λεκάνης της σαρκοφάγου Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου ορθουμένης, ο Άγιος Ιγνάτιος ο Πατριάρχης, υιός Αυτοκράτορος, αφού ενεκλείσθη πρότερον επί 15 ημέρας μέσα εις το κύτος της σαρκοφάγου του μνημείου, απετέθη υπό των βασανιστών του, φέρων μεγάλα βάρη από των ποδών του κρεμάμενα. Ούτε να φάγη, ούτε να πίη του έδωκαν, ούτε να κοιμηθή τον αφήκαν καθ' όλον το διάστημα της εγκαθείρξεως του αυτής εις ένα τάφον! Ο περίβολος του ναού ήτο διαρρυθμισμένος κατά στοάς μεγαλοπρεπεστάτας, κατά μήκος δε των στοών ευρίσκοντο μεμονωμένα μαυσωλεία βασιλέων και Πατριαρχών.
Εις την εξωτερικήν αυλήν του Ναού της Αγίας Ειρήνης ευρίσκονται αποτεθειμέναι Αυτοκρατορικαί σαρκοφάγοι — ήτοι αι λεκάναι, τα κύτη των μνημείων, άρτιαι οπωσδήποτε. Δύο, εκ των οποίων η μία ακεραία, είνε από πορφυρίτην λίθον. Εις την εσωτερικήν αυλήν ευρίσκεται άλλη μικροτέρα, από πράσινον αρχαίον λίθον. Είνε όλαι εντελώς γυμναί των πολυτιμοτάτων αυτών περικαλυμμάτων. Μεγάλοι Βυζαντιακοί σταυροί και μονογράμματα του Χριστού υπάρχουν επ' αυτών. Μία δε ωοειδής. Λέγεται ότι είνε αι δεχθείσαι τους νεκρούς των βασιλέων Κωνσταντίνου του Α', Κώνσταντος του Β', Ιουλιανού του Παραβάτου, Θεοδοσίου του Μεγάλου, Αρκαδίου, Μαρκιανού και της Πουλχερίας.
Προ του τεμένους Ζερέκ, του πάλαι ποτέ ναού του Παντοκράτορος, του ενδόξου και αρχαίου — ο Πασπάτης υποστηρίζει ότι ο ναός ούτος είνε ο σημερινός του Αγίου Θεοδώρου του Τίρωνος, — εις τον οποίον ετάφη ο Αυτοκράτωρ Μανουήλ ο Α' και τρεις του οίκου αυτού Αυτοκράτειραι, υπάρχει μεγάλη σαρκοφάγος από πράσινον πολύστικτον λίθον, με σταυρόν εις τας τέσσαρας όψεις. Τώρα χρησιμεύει ως δεξαμενή δια τας θρησκευτικάς πλύσεις των Μωαμεθανών.
Θεωρείται πιθανόν, ότι έκλειε τον νεκρόν της Ειρήνης, της «μεγίστης των βασιλισσών της Ανατολής». Δύο ή τρεις σαρκοφάγοι Βασιλικαί ευρίσκονται και εις συνοικίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εξαιρετικώς περιγράφεται από τους χρονογράφους του Βυζαντίου το μαυσωλείον του Βασιλέως Λέοντος ΣΤ' του Σοφού. «Ήτον από μάρμαρον που ευρίσκεται παρά τον Σαγγάριον ποταμόν της Βιθυνίας. Αυτό το μάρμαρον ήτο κατάστικτον την μορφήν, δηλαδή εφαίνετο σαν κεντημένο φυσικά, το χρώμα ήτον αίμα μοναχό — ήτον ακριβώς σαν πνεύμονας ανθρώπου, το έπιανες και δεν επίστευες ότι είνε λίθος».
*
* *
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ επίλογος, σημαντικώτερος διά τον αναγνώστην από την περιγραφήν του τρομερού αυτού βασιλικού δράματος, είνε απαραίτητος: «Το αίμα του θείου ανδρός έπεσεν επί τους φονείς αυτού», λέγει Ματθαίος ο Εδέσσης. Λέων ο Διάκονος σημειώνει: «Ουδείς των φονέων απήλαυσεν εν ειρήνη των καρπών του αδικήματος». Τον μυστηριώδη και βίαιον θάνατον του Τσιμισκή θα ίδωμεν, ως και την τύχην της Θεοφανούς, η οποία αποδιωχθείσα αμέσως σχεδόν από τα Ανάκτορα υπό του αρνηθέντος να την συζευχθή συνενόχου και εραστού της Τσιμισκή, επλανάτο μεταφερομένη από μοναστηρίου εις μοναστήριον, «μέχρι και των εσχατιών της Αρμενίας». Ο Λέων Βαλάντης, ο αμείλικτος, εθανατώθη αμέσως, «ως πρώτος πλήξας τον Νικηφόρον». Εις αυτόν, ως εις αποδιοπομπαίον τράγον, έπεσαν αι αμαρτίαι όλων των άλλων· ο Τσιμισκής δεν ηδυνήθη, ή δεν ηθέλησε να τον σώση.
Πενήντα επτά ετών εσφαγιάσθη ο Νικηφόρος, αφού κατασυνέτριψε τους τρομερωτάτους των τότε πολεμίων της Αυτοκρατορίας και της Χριστιανωσύνης, τους Σαρακηνούς, διά το οποίον και «σφύρα των Σαρακηνών» ωνομάσθη, αφού έθηκε «φοβερά όρια εις τα Βυζαντινά θέματα της Μικράς Ασίας και ωργάνωσε τον στρατόν εις βαθμόν άγνωστου μέχρι του νυν δυνάμεως και τελειότητος».
Ο Μωαμεθανικός κόσμος επανηγύρισε την εξολόθρευσίν του, οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι ηλάλαξαν εκ χαράς και ητοιμάσθησαν διά να καταλύσουν το Βυζαντινόν κράτος εις την Ευρώπην, αλλά την έπαθαν ελεεινότατα από τον Τσιμισκήν. «Τους εξετίναξε κατά τρόπον, όπου η Ιστορία ούτε παρουσίασεν, ούτε θα παρουσιάση ποτέ, τον επίστευσαν μυθικόν, υπερφυσικόν πρόσωπον, τους κατετάραξε, τους έκαμε να χάσουν την ιδέαν ότι είνε άνθρωποι», σημειώνει με αγαλλίασιν ο Βυζαντινός χρονογράφος.
Οι Σαρακηνοί ποιηταί εξύμνησαν τον Φωκάν, τιμώντες την υπεράνθρωπον ανδρείαν του και την στρατηγικότητα, η οποία τους εξεμηδένισεν.
Είνε γνωστά τα περίφημα δημώδη Ελληνικά άσματα, τα αναγόμενα εις πολεμικά κατορθώματα των προγόνων μας του Μεσαιώνος, τα του Ηρωικού κύκλου. Ταύτα είνε γνωστά και υπό την ονομασίαν «Δημώδη Ελληνικά άσματα του Α κ ρ ι τ ι κ ο ύ κύκλου», επειδή έχουν ως κεντρικόν ήρωα τον περιλάλητον Διγενήν Ακρίταν, το υπερφυσικόν αυτό ως προς την σωματικήν δύναμιν και την τρομεράν γενναιότητα δημιούργημα της λαϊκής Ελληνικής φαντασίας, οπού τινά εκ των ασμάτων τούτων τον παρουσιάζουν παλαίοντα σώμα προς σώμα και με τον Χάρον. Ο μέγας Έλλην λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, εν ομιλία του εις το Πανεπιστήμιον «Το εθνικόν των Ελλήνων έπος», δημοσιευθείση εις την «Λαογραφίαν», αποδεικνύει ότι τα άσματα αυτά του Ακριτικού κύκλου έχουσιν αφετηρίαν των τον 10ον αιώνα, τους επικούς και φονικωτάτους πολυετείς πολέμους των ημετέρων προς τους Σαρακηνούς, τους Άραβας, διεξαχθέντας κυρίως από τον Νικηφόρον, ως και τον Τσιμισκήν και τον Βουλγαροκτόνον. Θεωρείται πιθανόν ότι υπό τον Διγενήν Ακρίταν κρύπτει η λαϊκή φαντασία τον Νικηφόρον τον Φωκάν.
Προς τούτοις, το περί Πορφυρίου δημώδες άσμα, το Κεφαλληνιακόν άσμα «των υιών του Ανδρονίκου», είνε μακρυνή απήχησις του επικού κύκλου, ο οποίος εδημιουργήθη από τα μεγάλα κατά των Σαρακηνών κατορθώματα του Νικηφόρου, του «πρωταθλητού εν τη αμύνη της πίστεως, της οποίας το κοσμοϊστορικόν οικοδόμημα, σοφίας και κάλλους καρπός, εκ θεμελίων διεσείσθη από την Μωαμεθανικήν θύελλαν!»
Η Βουλγαρική δημώδης λογοτεχνία, περιλαμβάνουσα και σχετικά αποσπάσματα δημωδών Ελληνικών ασμάτων, εκθέτει τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηφόρου, διεκτραγωδεί τας δυστυχίας του. Εν παραλλαγή περιεργοτάτη εκτίθεται εν αυτή η περί του σκληρού τέλους του Ελληνική ιστορική παράδοσις.
Ιωάννης ο Μαυρόπους, ο γνωστός ως Επίσκοπος Ευχαΐτων και Μητροπολίτης Μελιτηνής, συνέθεσε συγκινητικώτατον, ωραίον τω όντι διά την απλότητα και το βαθύ πάθος, επίγραμμα εις τον Νικηφόρον το οποίον εχαράχθη επί του τάφου του. Αξίζει να το παραθέσωμεν, διότι απηχεί όλην την τρομεράν απορίαν, την τραγικήν οδύνην του Γένους, επί τη εξαφανίσει του πανευκλεούς Νικηφόρου, του Τρισμεγίστου, υπό τας πτέρυγας του οποίου ετήρησε την ύπαρξιν και την συνείδησιν το μέγα Γένος των Ρωμαίων, η Ελληνική φυλή, «διαποντισθείσα από τον αντίχριστον Σαρακηνόν και τον βαρβαρώτατον Σκύθην». Ιδού ο τραγικός αυτός γόος:
«Εδώ ευρίσκεται εκμηδενισμένος ο Νικηφόρος . . . Αυτός, που είχε περιλάβει εις το Κράτος του όλην την έκτασιν της γης, τώρα, ως μικρός, μικρόν μέρος αυτής κατοικεί. Αυτόν, όπου και τα θηρία τον εσέβοντο, τον εξόντωσαν ως ένα κοινόν άνθρωπον . . . Κοιμάται τώρα βαθειά εις τον τάφον ο μη γνωρίσας ποτέ ανάπαυσιν, ενόσω έζη! Θέαμα πικρόν . . . Αλλά εγέρθητι τώρα, Βασιλεύ, αναμένουν να τους οδηγήσης οι πεζοί σου, οι ιππόται σου, οι τοξοκράται σου, το στράτευμά σου όλον, αι φάλαγγες, τα τάγματα. Τα Σκυθικά θηρία λυσσώσιν εναντίον μας, έπνιξαν εις το αίμα τους λαούς μας, ενόσω όμως έβλεπες το φως του ηλίου, έτρεμον και την εικόνα σον εάν ητένιζον! Βασιλεύ μεγάλε, άκουσε τον θρήνον μου! Ανατίναξε τον νεκρικόν λίθον, που σε κρατεί εις τα πτέρνα της γης, και ανάστηθι να διώξης τα θηρία των Εθνών. Εξύπνησε, διά να θεμελιώσης την Αγίαν Αυτοκρατορίαν σου εις βάσιν, που δεν θα σαλευθή ποτέ, να την περιφράξης με την δύναμίν σου από τον ωκεανόν των βαρβάρων! Εάν δε δεν γίνεται να σε ίδωμεν ανακύπτοντα από τον τάφον σου, βόησον τουλάχιστον από τα έγκατα της γης εναντίον των απίστων ίσως και με μόνην την φωνήν σου τους διασκορπίσης. Και αν δεν ημπορή να γείνη αυτό, τότε κρύψε μας όλους εις το μνήμα σου! Διότι και ο νεκρός σου μόνος θα είνε ικανός να σώση τα πλήθη των πιστευόντων εις τον Χριστόν, των βαπτισμένων εις το όνομά του. Συ υπήρξες ο εις όλα Νικηφόρος, ο οποίος μόνον υπό γυναίκα ενικήθης!».
Απηχεί η φιλολογία των εθνών της Ανατολής από τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηφόρου. Τον διεξεδίκησαν δε και εκείνοι τους οποίους συνέτριψεν. Ο Αβούς Μαχασάν, ο Άραψ, γράφει, ότι κανείς δεν δύναται να παραβληθή προς αυτόν από της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και ότι δεν ήτο Έλλην, «ήτον υιός Μουσουλμάνου από την Ταρσόν, γνωστού, του Ιβν Ελ Κασσάς»!
Ολόκληρος εκκλησιαστική ακολουθία συνετάχθη διά τον Νικηφόρον από θαυμαστήν του κληρικόν.
Λέγει ένα τροπάριον από αυτήν:
Στρατιώτην τα όπλα σε,
Στρατηγόν η παράταξις,
Βασιλέα κράτιστον το διάδημα,
Αλλ' ασκητήν οι αγώνες σε,
Τα άθλα δε μάρτυρα
Καταγγέλλουσι τρανώς.
Νικηφόρε, τοις πέρασιν.
Όθεν ήθροισται
Η τιμώσα σε πόλις,
Ευφημούσα τους αγώνας και την νίκην.
Και το μακάριον τέλος σου.
Δηλαδή: Η μάχη στρατιώτην, ο πόλεμος στρατηγόν, ο Θρόνος Βασιλέα άριστον, αλλά οι αγώνες σου υπέρ της αρετής ασκητήν, και τα παθήματα μάρτυρα σε διαλαλούσι, Νικηφόρε, εις τα πέρατα του κόσμου. Διά τούτο είνε συνηθροισμένη και η τιμώσα την μνήμην σου πόλις, δοξάζουσα τους αγώνας σου και την νίκην σου εν πάση αρετή, και το μακάριον τέλος σου.
Η όλη εικών, δράσις και ψυχικότης του Νικηφόρου διαγράφεται εις τον τόμον της Ε. Ε., τον υπό τον τίτλον «Ο Τρισμέγιστος», τα κατά το τέλος όμως αυτού, αποτελούντα το περιθώριον ούτως ειπείν της περί αυτού ιστοριογραφίας, ανήκον ενταύθα. Ο «Εωσφόρος», ο «Αετός» και ο «Τρισμέγιστος», ήτοι ο Τσιμισκής, ο Βουλγαροκτόνος και ο Φωκάς, είνε η τριλογική σελίς εκ του Βυζαντινού μέρους της Ε. Ε.
Β'.
'ΑΝΩ ΣΧΩΜΕΝ ΤΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ!'
Α
ΑΦΗΚΑΜΕΝ τον Τσιμισκήν, σπεύδοντα από τον Βουκολέοντα διά των αιμάτων και της βοής προς την μεγάλην αίθουσαν του θρόνου εν τω Ιερώ Παλατίω, το Χρυσοτρίκλινον, διά να προφθάση ν' αναγορευθή Βασιλεύς. Εκεί θα συνεκέντρουν εκ των αγυιών και των συνοικιών τα πλήθη οι κυριώτατοι εκ των προμεμυημένων εις το έργον οπαδών του, όπως τον ανευφημήσουν, κατά τα κρατούντα, ως Αυτοκράτορα, πριν ή λάβη το κράτος της επί του χρόνου η επομένη ημέρα και ευρεθή ούτως η πόλις προ τετελεσμένου γεγονότος. Η κατατρόπωσις των Βαράγγων εις τον Βουκολέοντα από τους λυσσώντας συνωμότας, η εντύπωσις εκ της επιδείξεως από τα ύψη του Πύργου της αιμοσταγούς κεφαλής του Νικηφόρου προς τον συγκεντρωθέντα κάτωθεν λαόν και στρατόν, η τρομοκράτησις των αστών από τας διαδόσεις περί του ανηκούστου εγκλήματος, αστραπιαίως κυκλοφορησάσας ανά τας εγγυτέρω συνοικίας, αι οποίαι τους εκράτησαν εντός των οικιών των μέχρις ότου την επομένην ημέραν επληροφορήθησαν καλά ότι έληξεν οριστικώς η όλη υπόθεσις· η αναξιότης και η ατολμία των επιλέκτων οπαδών και των οικείων του Νικηφόρου — είχον ήδη εξασφαλίσει κατά το μέγιστον μέρος την ικανοποίησιν της φιλοδοξίας του Τσιμισκή. Αλλά η Κωνσταντινούπολις ήτον η πόλις των μεγάλων απροόπτων, και κατ' αυτάς τας τελευταίας ακόμη στιγμάς. Ο δε Τσιμισκής δεν ήτον από τους ανθρώπους που δύνανται να ηττηθούν εις ένα σοβαρόν ζήτημα από έλλειψιν προνοίας. «Ίσην τη ρώμη την γνώμην είχεν». Όθεν, συμφώνως με τας απ' αρχής προσυνεννοήσεις, οι άνθρωποί του, οι μη μετάσχοντες εις την εκτέλεσιν συνωμόται, αλλ' αναμένοντες εκ του ασφαλούς την ευτυχή περάτωσιν της δολοφονίας του Αυτοκράτορος, μόλις συνετελέσθη αύτη, διεσπάρησαν ανά τας κεντρικάς συνοικίας και οδούς της πόλεως, ανά τας πλατείας και τας αγοράς, με τα στίφη των στρατολογημένων μπράβων και των «ιδικών» των, πανόπλων και λαμπαδηφορούντων, και από «τριόδου εις τρίοδον» ανέκραζον: «Ιωάννης Αύγουστος, Βασιλεύς Ρωμαίων!» «Λογάδων ανδρών πλήθος, διά των αγυιών του Άστεως διερχόμενον, Αυτοκράτορα Ρωμαίων Ιωάννην, συν τοις ήδη βασιλεύσαντος Ρωμανού παισίν, ανηγόρευον» — επισημειοί Λέων ο Διάκονος. «Στίφη οπαδών του Τσιμισκή εξώρμων δαδοφορούντα, ανακράζοντα κλπ.» μνημονεύει έτερος χρονογράφος.
Τας διαδηλώσεις ταύτας παρηκολούθει εξ αποστάσεως ο περίφημος Βασίλειος ο «Παρακοιμώμενος» — ήτοι Αρχιθαλαμηπόλος — ο «Βίσμαρκ του Μεσαιωνικού Ελληνισμού», ως τον απεκάλεσαν οι ιστορικοί, ο «Πρίγκηψ», νόθος υιός του Βασιλέως Ρωμανού του Λεκαπηνού εκ Σκυθίδος δούλης, Πρωτοπρόεδρος ή Πρόεδρος της Συγκλήτου. Παρηκολούθει τας ομάδας των ανθρώπων του Τσιμισκή, διευθύνων πολύν αριθμόν εξ αποφασιστικών ανδρών, ανακηρυσσόντων επίσης τους τρεις Βασιλείς. Με τον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος είχε μεγίστην επίδρασιν εις τας τύχας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί σειράν ετών, θα ασχοληθώμεν ιδιαιτέρως εν τη αναπτύξει των κατορθωμάτων και της διοικήσεως του Τσιμισκή. Ο Νικηφόρος τον είχε περιαγάγει εις αφάνειαν, μη ανεχόμενος ευκόλως ανθρώπους επικινδύνου αξίας, ή εγωιστικής εκδηλώσεως. Ο Βασίλειος μετέσχε της συνωμοσίας ως μαρτυρεί Λέων ο Διάκονος — πνέων μένεα διά την παραγκώνισίν του. Η συμμετοχή του ήτο μυστικωτάτη και λίαν επιφυλακτική. Προκειμένου να αποτολμηθή η απόπειρα, προσεποιήθη τον βαρέως ασθενή. Υπελόγιζε και επί αποτυχίας του τολμήματος. Όταν όμως έμαθε το αποτέλεσμα, αποκατέστη αμέσως η υγεία του, και, σπεύσας αυτοστιγμεί, «ήθροισε τον όχλον των οικετών αυτού» — δηλ. συνεκέντρωσε το πλήθος των ανθρώπων του — διότι δεν εννοούσε να προχωρήση και να παγιωθή η μεταπολίτευσις, χωρίς να είνε πρώτος και καλλίτερος αναμεμιγμένος και αυτός. Και εκ των πρώτων ενίσχυσε μετά των οπαδών του κατά την απαισίαν εκείνην νύκτα τον απογνωστικόν και κακούργον αγώνα του Τσιμισκή.
Ιδού κατά το άνοιγμα της ημέρας, οπού έμπαινεν εις την θέσιν του αθανάτου της νυκτός, συγκεντρωμέναι αι ορδαί των απειραρίθμων πλέον οπαδών του Τσιμισκή — και ποίος ηδύνατο να ορθωθή απέναντί των και εναντίον των, αφού η πλειονότης των πολιτών κατέστη πανικόβλητος και η Νικηφορική μερίς ανανδροτάτη; — αναμίξ μετά σωμάτων στρατού, περικυκλούσαι το Ιερόν Παλάτιον, πλημυρρούσαι αυτό εντός, αναμένουσαι να επευφημήσουν τον Αρχηγόν και δολοφόνον ως «Αυτοκράτορα της Ανατολής, Αύγουστον, Βασιλέα των Ρωμαίων!»
Ευρεία και μεγαλοπρεπεστάτη αίθουσα ην το «Χρυσοτρίκλινον», η περιλάλητος μεγάλη αίθουσα του Θρόνου των Αυτοκρατόρων της Νέας Ρώμης.
Εις άλλην ευκαιρίαν θα δώσωμεν εικόνα της λαμπρότητος και του αμυθήτου καλλιτεχνικού πλούτου αυτής. Πριν ή επιλάμψη ο ήλιος επί την πρωτεύουσαν, ο Τσιμισκής είχεν ανευφημηθή ενθουσιωδέστατα εν τω Χρυσοτρικλίνω, είχεν ανακηρυχθή υπό του στρατού και του λαού, προσαγορευθείς «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, Κραταιότατος Βασιλεύς», υπό την φωνήν της καθιερωμένης ευχής: «Μακρά τα έτη της βασιλείας σου, πολλά τα έτη. Μακρά τα έτη της ζωής Τσιμισκή του Αυγούστου, πολλά τα έτη της ζωής του αηττήτου Βασιλέως, ον φυλάττοι Κύριος!» Χωρίς να χάση στιγμήν ο Τσιμισκής έσπευσε να συνεννοηθή με τον Πρόεδρον Βασίλειον διά την ρύθμισιν της νέας καταστάσεως, να εξασφαλισθή διά μέτρων συντόνων και αυστηρών από τους επικινδύνους εχθρούς του, και να αναλάβη υπό την στιβαρωτάτην χείρα του την διαχείρισιν της Αυτοκρατορίας, διά την οποίαν μέγιστοι κίνδυνοι εσημειούντο από Βορρά εκ των Σλαύων. Τους επικούς, τους μυθιστορικούς αληθώς, αγώνας του κατά του στοιχείου τούτου θ' αποθαυμάσωμεν εν τη συνεχεία.
Μετά επταήμερον ο Τσιμισκής εζήτησεν από τον Πατριάρχην να στεφθή εν τη Αγία Σοφία, το οποίον ισοδυναμεί με την «ισαπόστολον» ανακήρυξιν, διά να λάβη κύρος ιστορικόν η βασιλεία του και να επιβληθή εις την συνείδησιν του λαού. Αλλά ο Πατριάρχης Πολύευκτος, εναρετώτατος και αυστηρότατος, του απήντησεν: «Έβαψες τας χείρας σου εις ένδοξον αίμα. Πρέπει να μετανοήσης, να εξαγνισθής, να αποδείξης ότι δεν μετέσχες εις την δολοφονίαν του Νικηφόρου, να παραδώσης τους ενόχους, άλλως δεν θα εισέλθης εις τον άγιον χώρον. Ανάγκη και ν' αποδιώξης από το Ιερόν Παλάτιον την μοιχαλίδα και εναγή, η οποία εσχεδίασε και διηύθυνε το έγκλημα, την πρώτην ένοχον». Κατόπιν του επέβαλε και τον όρον να κηρύξη ακύρους τας διατάξεις του Νικηφόρου — την «Νεαράν» — διά της οποίας ενομοθετούντο επεμβάσεις της Πολιτείας εις καθαρώς Εκκλησιαστικά ζητήματα, και να διαθέση όλην την κινητήν και ακίνητον περιουσίαν του αφ' ενός υπέρ των πτωχών των περιχώρων της πρωτευούσης, αφ' ετέρου προς επέκτασιν ενός των μεγαλειτέρων ξενώνων αυτής.
Ο Τσιμισκής ενέδωκεν, εκών άκων, εις όλα ταύτα, η Θεοφανώ εξωρίσθη εις την νήσον Πρώτην, κατήγγειλεν ως μόνον εκτελεστήν του φόνου τον Λέοντα Βαλάντην κλπ., και εστέφθη την 25ην Δεκεμβρίου.
*
* *
ΙΔΟΥ ο Τσιμισκής ετοιμαζόμενος εις επίθεσιν κατά των Βουλγάρων και των Ρώσων, οίτινες ηπείλουν και αυτήν την Κωνσταντινούπολη, αφού έστειλεν εις την Ανατολήν κατά των Μωαμεθανών τον Πατρίκιον Νικόλαον. Διότι η εξαφάνισις του Νικηφόρου έδωκε το σύνθημα αγρίας κινήσεως μεταξύ των περιστοιχούντων το Κράτος βαρβάρων προς ολεθρίους εισβολάς.
Οι Ρώσοι, καταλαβόντες την Βουλγαρίαν, ήσαν εστρατοπεδευμένοι εις τας υπωρείας του Αίμου, εις απόστασιν ολιγίστων ημερών από της πρωτευούσης. Μέγιστος ήτον ο Ρωσικός στρατός, όστις είχε κληθή παρά του Νικηφόρου διά να επιρριφθή κατά της Βουλγαρίας, αλλά ήδη εστρέφετο κατά των προσκαλεσάντων αυτόν και συμμάχων, αφού πρώτον διά πυρός και σιδήρου κατέλαβεν όλην την πέραν του Αίμου χώραν. Ο ορμητικώτατος ηγεμών των Ρώσων Σβιατοσλαύος μόνον ένεκα του χειμώνος είχεν αναστείλει την προέλασίν του προς την Θράκην και Μακεδονίαν. Ο Νικηφόρος, διά ν' αποτρέψη τον κίνδυνον, είχεν οργανώσει κατά τους τελευταίους μήνας της βασιλείας του την άμυναν της Κων)πόλεως και ητοιμάζετο εις εκστρατείαν κατά των Ρώσων. Ήσαν δε πολεμικώτατοι και αγριώτατοι οι Ρώσοι εκείνοι πολεμισταί, «μεγαλόσωμοι και έκπαγλοι την θέαν», οι πρώτοι φοβεροί εξ Ευρώπης αντίπαλοι που αντιμετώπιζον το Βυζάντιον και προσήρχοντο εις επιδρομήν κατ' αυτού. Τον Μάρτιον του 970 η είδησις ότι οι Βουλγαρορώσοι είχον υπερβή αιφνιδίως τον Αίμον και ώρμησαν κατά της Φιλιππουπόλεως, μεγάλης και ισχυράς πόλεως, «πνίξαντες αυτόν εις φρικώδες λουτρόν αίματος», συνετάραξε την πρωτεύουσαν. 20,000 υπερασπιστάς της Φιλιππουπόλεως συλλαβόντες οι λυσσαλέοι ούτοι εχθροί αιχμαλώτους, τους ανεσκολόπισαν επί γραμμής πασσάλων, μέρος δε απηγχόνισαν. Ολίγον απείχε το όριον της Αυτοκρατορίας, διερχόμενον τότε μεταξύ Φιλιππουπόλεως και Αδριανουπόλεως. Πεδιάς μόνον, σχεδόν ανυπεράσπιστος, εχώριζε τους πολεμίους από της πρωτευούσης. Εις την επιδρομήν αυτήν και τα εκ ταύτης δεινά αναφέρονται οι στίχοι του επιτυμβίου του Νικηφόρου, το οποίον παρεθέσαμεν. Ο Σβιατοσλαύος έσυρε μαζύ του και αμέτρητα στίφη Ούγγρων, Πατσινακών.
Ουδείς ήλπιζε σωτηρίαν, εκλείψαντος του αηττήτου Νικηφόρου — και την απελπισίαν ταύτην διερμηνεύει χαρακτηριστικώτατα το επιτάφιον εκείνο ποιητικόν επίγραμμα.
Ο Τσιμισκής έστειλε πρώτον διαγγελείς — «βασιλικούς» — προς τον Σβιατοσλαύον, οι οποίοι εντονώτατα του είπον εξ ονόματος του: «Ο προκάτοχός μου σε εκάλεσεν εις τας χώρας αυτάς, ίνα τη βοηθεία σου καταβάλη τους Βουλγάρους. Θα πληρωθής διά τας υπηρεσίας σου. Ετοιμάσου όθεν να επιστρέψης αμέσως εις τον Κιμμέριον Βόσπορον, την πατρίδα σου, και να εκκενώσης τας χώρας που κατέλαβες, να εκκενώσης την Μοισίαν (3) , η οποία πάντοτε υπήρξεν απόμοιρα (4) της Μακεδονίας».
Ο Σβιατοσλαύος εξηγριώθη. Μετά την φρικτήν άλωσιν της Φιλιππουπόλεως, όλαι αι πόλεις και αι κώμαι της Θράκης υπετάγησαν αλληλοδιαδόχως, αι σλαυικαί προφυλακαί είχον προελάσει εγγύτατα της Κων)πόλεως. Απήντησεν ότι συμφωνεί εις την εκκένωσιν μόνον των χωρών της Θράκης, τας οποίας τελευταίον είχε καταλάβει, αφού όμως λάβη πρώτον αδρότατα λύτρα διά να τας παραδώση, ως και διά ν' αποδώση τους πολυπληθείς αιχμαλώτους. Αλλά ότι την προς βορράν χώραν, από του Αίμου μέχρι του Δουνάβεως, διά παντός θα διατηρήση, δηλαδή την παραδουνάβειον Βουλγαρίαν. Προσέθεσε δε: «Εάν, ω Βασιλεύ των Ρωμαίων, απορρίψης τας προτάσεις μου, το καλλίτερον που έχεις να κάμης είνε να εγκαταλείψης οριστικώς μετά των υπηκόων σου την Ευρώπην, όπου μόνον οι Βούλγαροι και οι Σλαύοι έχουν δικαίωμα να κατοικούν. Φύγετε εις την Ασίαν και άφετέ μας την Κων)πολιν».
Τότε εξεμάνη ο Τσιμισκής. Αλλά ήτο και πονηρότατος, και διά να κερδίση χρόνον, έστειλε πάλιν πρεσβευτάς προς τον Σβιατοσλαύον, οι οποίοι του είπαν: «Δεν θέλομεν να καταλύσωμεν πρώτοι ημείς την ειρήνην που οι πατέρες μας τη χάριτι του Θεού άθικτον μας εκληροδότησαν. Διότι πιστεύομεν ότι Θεία Πρόνοια το παν διευθύνει και πρεσβεύομεν τους νόμους των χριστιανών. Διά τούτο σας προτρέπομεν και σας συμβουλεύομεν ως φίλους να φύγετε αμέσως από τας χώρας αυτάς, αι οποίαι ουδόλως σας ανήκουν, χωρίς βραδύτητα και αναβολήν, έχοντες υπ' όψιν ότι, αν δεν συμμορφωθήτε προς την σωτήριον ταύτην συμβουλήν, ουχί ημείς, αλλά σεις θα είσθε οι ανατροπείς των ανέκαθεν συνωμολογημένων συνθηκών. Και μη νομίσετε ότι μας πτοεί τίποτε, διότι έχομεν πεποίθησιν εν Χριστώ τω αθανάτω Θεώ, ότι ασφαλώς, αλλά και σκληρώς, θα εκδιωχθήτε παρ' ημών, εάν δεν φύγετε εκουσίως. Μη λησμονείς τας συμφοράς του πατρός σου Ιγώρ, όστις αθετήσας τους με την Αγίαν Αυτοκρατορίαν ημών όρκους και συνθήκας και μετά μεγάλης δυνάμεως και απειραρίθμου στόλου κατά της πρωτευούσης ημών επελθών, μόλις διεσώθη με 10 λέμβους εις τον Κιμμέριον Βόσπορον, αυτός ούτος των ιδίων συμφορών άγγελος γενόμενος (5) . Παραλείπω τον οικτρότατον αυτού θάνατον, ότε, κατά των Γερμανών εκστρατεύσας και συλληφθείς, εις στελέχη προσεδέθη δένδρων και εις δύο εμερίσθη. Και συ λοιπόν δεν θα επανίδης την πατρίδα σου, εάν με αναγκάσης να υψώσω τα όπλα, αλλά θα εξαφανισθής πανστρατιά εν τη χώρα ταύτη, κατά τρόπον τοιούτον, ώστε ούτε καν λέμβος θα περισωθή διά ν' αναγγείλη εις την Σκυθίαν την συμφοράν».
«Τη βαρβαρική μανία και απονοία φερόμενος» εκ των συστάσεων αυτών του Αυτοκράτορος ο Σβιατοσλαύος, απήντησεν: «Ας μη λάβη τον κόπον ο Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων να έλθη μέχρι της χώρας ταύτης, δεν υπάρχει ανάγκη. Διότι ημείς οι ίδιοι όσον ούπω θα πήξωμεν τας σκηνάς μας προ των πυλών του Βυζαντίου και δι' ισχυρού χαρακώματος θα περιβάλωμεν την πόλιν, εξελθόντα δε εξ αυτής τον Βασιλέα, εάν ποτέ δυνηθή να εγκαρτερήση εις τον μέγαν τούτον αγώνα, γενναίως θα τον υποδεχθώμεν και θα τω δείξωμεν εμπράκτως, ότι δεν είμεθα τυχαίοι τινές αποχειροβίωτοι βάναυσοι, αλλά άνδρες αιμάτων, διά των όπλων τους εχθρούς καταβάλλοντες. Τρομερά πλανάται ο Βασιλεύς, εάν νομίζη ότι η σλαυική δύναμις είνε ομοία με την των αβροδιαίτων γυναίων και ότι δύναται να εκφοβίση ημάς διά τοιούτων απειλών, ως τα υπό τους μαστούς βρέφη διά μορμολυκείων».
Η σπουδαιοτέρα εν τω Μεσαιώνι εκδήλωσις των Ρωσικών βλέψεων, των καθόλου Σλαυικών βλέψεων, επί της Βασιλίδος των πόλεων ήτο η διά της εκστρατείας αυτής γενομένη. Είνε βαθυτάτης σημαντικότατος διά τον Ελληνισμόν η μελέτη της εξελίξεως των Βουλγαροσλαυικών επιδρομών εις την Θράκην και την Μακεδονίαν, των δύο τούτων λεωφόρων προς την Κων)πολιν και κοσμοϊστορικών χωρών. Το Ελληνο-Βουλγαροσλαυικόν ζήτημα είνε ακριβώς εν τω Μεσαιώνι και νυν ό,τι ήτον εν τη αρχαιότητι το Ελληνο-Περσικόν [της κυρίως δηλ. Ελλάδος μετά των εν Μ. Ασία αποικιών αφ' ενός και των Περσών αφ' ετέρου, κατόπιν δε της Μακεδονίας και των Περσών.] Είνε ό,τι ήτο κατόπιν το Ελληνο-Μωαμεθανικόν. Τουτέστι πάλη της Ελληνικής Ιδέας, της Ελληνο-χριστιανικής, προς την Ασιατικήν, την αντιανθρωπιστικήν, την αντιφιλοσοφικήν και αντικαλλιτεχνικήν. Και, δυστυχώς, εν τη Ιστορική ταύτη ανελίξει και πάλη ο Ελληνισμός, το μικρόν και πολυπαθές Ελληνικόν στοιχείον, δεν εστάλη αντιμέτωπον μόνον προς τον βάρβαρον Αφρικανισμόν, αλλά εστάθη και ίσταται αντιμέτωπον και προς τον Ευρωπαϊσμόν, προς το στοιχείον της Κεντρικής και βορείου Ευρώπης. Το ζήτημα τούτο της αντιθέτου εν τη Ιστορία στροφής του μικρού υλικώς σημείου, το οποίον κατέχει το Ελληνικόν στοιχείον, και των άλλων μεγάλων, εναλλάξ, αποτελεί την κεντρικήν γραμμήν της κινήσεως και της ανελίξεως της Ανθρωπότητος. Της κινήσεως δηλαδή και της ανελίξεως αυτής επί του εδάφους του πολιτισμού.
Ο Νικηφόρος, ο Τσιμισκής και ο Βασίλειος είνε μέγιστοι εθνικοί και πολιτικοί ηγέται εν τη αγρία, τη αδιαλλάκτω, τη υπερτέρα — ως αντιπροσωπευούση Ιδέας και Αρχάς — ταύτη πάλη, συντρίψαντες ταυτοχρόνως και αλληλοδιαδόχως και Βουλγαροσλαυισμόν εν τω Αίμω και Μωαμεθανισμόν εν Ασία, διά μαχών και θυσιών, τας οποίας δις ή τρις μόνον εγνώρισεν ο κόσμος εν τη Ιστορία. Η σύρραξις του Τσιμισκή προς τους Βουλγαροσλαύους αποτελεί αληθώς το κορύφωμα της μεσαιωνικής συγκρούσεως των δύο στοιχείων.
Ο άπληστος λοιπόν αρχηγός των εν τω Αίμω τότε Βουλγάρων και Σλαύων Σβιατοσλαύος — του οποίου την παράδοξον υπόστασιν θα σκιαγραφήσωμεν αργότερον — «δεν ηρκείτο εις τον Δούναβιν και την εμπορικήν αυτού κοιλάδα, εις την Βουλγαρίαν με το ανώμαλον αυτής έδαφος, τους ελώδεις αυχένας της, τα κλιμακωτά οροπέδια, τα απέραντα δάση της». Επόθει την Κων)πολιν, την πολύχρυσον πόλιν, την πλήρη καλλιτεχνικού πλούτου, «με την εξοχωτάτην θέσιν της, επί δύο μεγάλων θαλασσών», την γόησσαν!
Τον βαθύν τούτον πόθον του δεν είχεν αποκαλύψει έως τότε εις τας ορδάς του. Διότι αύται είχον αποκάμει, ο τρόμος δε εκ της ολοσχερούς καταστροφής του Ιγώρ, όταν λυσσαλέος απεπειράθη να αρπάση την Πόλιν από θαλάσσης, ετηρείτο αμείωτος εν ταις ψυχαίς των, από παραδόσεως. Τώρα όμως τα πράγματα είχον αλλάξει. Αι ορδαί ευρίσκοντο πλησίον της μυθικής πόλεως, η απλή και απαίδευτος φαντασία των διηγείρετο ακράτητος. Μέχρι της στιγμής είχον θριάμβους, αι λείαι ήσαν πλουσιώταται. Η διατάραξις εν Βυζαντίω εκ της αγρίας εξαφανίσεως του τρομερωτάτου Νικηφόρου ενίσχυεν αυτούς, ήλπιζον εσωτερικάς αναστατώσεις και εμφυλίους σπαραγμούς. Ο Σβιατοσλαύος εφρικία ψυχικώς φανταζόμενος ότι ήτο δυνατόν να καταλύση αυτός μίαν πανένδοξον και ισχυροτάτην Αυτοκρατορίαν, ήτις έως τότε είχεν εμπλήσει τρόμου τους λαούς της οικουμένης.
Ο προδότης και πονηρότατος Καλοκύρης, ο μνηστήρ του Βουλγαρικού θρόνου, αλλά και εις τον Βυζαντινόν αποβλέπων, διαρκώς τον προέτρεπε και τον περιέπλεκεν εις τους δολιωτάτους σκοπούς του. Τον συνεβούλευε να εγκατασταθή οριστικώς εν Βουλγαρία, τη πολύ ευκρατεστέρα και γονιμωτέρα από την Ρωσίαν, τον ώθει να κρατή αιχμαλώτους τους δύο υιούς του τελευταίου ηγεμόνος της Βουλγαρίας Βόριν και Ρωμανόν, απήτησε να εγκαθιδρυθή αυτός επί του θρόνου της Κων)πόλεως, μετά την κατάκτησιν αυτής, υποσχόμενος διαρκή συμμαχίαν της Αυτοκρατορίας και του Βουλγαροσλαυικού κράτους εν τω Αίμω.
Δεινή ήτον η θέσις της Αυτοκρατορίας από το μέρος του Βορρά. Αφ' ενός η Βουλγαρία με τον εξησκημένον κατά το Βυζαντινόν σύστημα από της εποχής του Τσάρου Συμεών στρατόν της. Αφ' ετέρου το κύμα των βαρβάρων από της Βαλτικής θαλάσσης μέχρι του Αίμου, υπό τον νέον κατακτητικόν αστέρα Σβιατοσλαύον, Βαράγγοι της Σκανδιναυίας, Ρώσοι, Σλαύοι, αι Φοινικαί ορδαί, οι Πατσινάκαι, οι Ούγγροι κλπ.
Η Βουλγαρία εξετείνετο μέχρις Αχρίδος, αι αρχαίαι Ρωμαϊκαί επαρχίαι Κροατία, Σερβία, Δαλματία, ήσαν πλέον σλαυικά στοιχεία και σλαυικαί δυνάμεις.
Εάν ηδραιούτο η καταδρομική επιχείρησις του Σβιατοσλαύου, τότε ούτος, με κέντρον των κτήσεων του την Πραισθλαύαν, θα εξηφάνιζεν από την Βαλκανικήν χερσόνησον το Βυζαντινόν Κράτος. Διότι, έχων την κυριαρχίαν του Δουνάβεως και της χερσαίας οδού, θα ηδύνατο να συγκεντρώση κατά της Κωνσταντινουπόλεως όλα τα Σκυθικά στίφη.
Αλλά, αφ' ετέρου, είχε το μέγα και εξαιρετικόν ευτύχημα η Αυτοκρατορία να ευρίσκεται τότε επί κεφαλής αυτής άνθρωπος, ο οποίος όχι μόνον ήτο μέγιστος στρατιωτικός, αλλά, εν ταυτώ, και μέγιστος πολιτικός, εκτάκτου δε και αδαμάστου ενεργητικότητος. Είνε παρατηρημένον ότι το Ελληνικόν Γένος εις όλας σχεδόν τας κρισιμωτάτας περιστάσεις του εξηρτήθη και εσώθη από ένα άνθρωπον. Ο άνθρωπος της σωτηρίας του ήτο εις την δεινοτάτην αυτήν περίστασιν ο Τσιμισκής. Εμελέτησε και ανεμέτρησε καλά τον κίνδυνον και ήρχισεν αμέσως να μεταφέρη σωρηδόν από την Ασίαν τας Βυζαντινάς στρατιάς. Δεν εξεστράτευσεν αμέσως ο ίδιος, επειδή ήτον ανάγκη να μένη εις την Κων)πολιν, αφ' ενός μεν επειδή εφοβείτο ακόμη ανατροπήν διά συνωμοσίας από το κόμμα του Φωκά, αφ' ετέρου διότι έπρεπε να οργανώνη εν τη πρωτευούση την ετοιμασίαν της εκστρατείας κατά των Βουλγαροσλαύων, την οποίαν προέβλεπε περιπετειώδη και μέλλουσαν να κρίνη αυτήν την ύπαρξιν της Αυτοκρατορίας. Το περίφημον στρατιωτικόν σώμα των «Αθανάτων» ιδρύθη τότε από τον Τσιμισκήν. Η ονομασία αύτη προήλθεν εκ του ότι μεθ' εκάστην μάχην τα κενά επληρούντο αμέσως δι' επιλέκτων ανδρών, ίσως δε και να ωνομάσθη ούτω κατά μίμησιν του αρχαίου σώματος των Περσών. Η εκστρατεία αυτή κρίνεται παρά των ιστορικών ως η «ενδοξοτάτη του αιώνος».
Ο πρώτος στρατός τον οποίον απέστειλε κατά των Βουλγαροσλαύων ετέθη υπό την αρχιστρατηγίαν του διαβοήτου στρατηλάτου Βάρδα του Σκληρού, γυναικαδέλφου του Τσιμισκή. Τα τολμήματα του Σκληρού, μεγίστης στρατιωτικής φυσιογνωμίας του Βυζαντίου και όλου του Μεσαιώνος, αποτελούν δραματικώτατον μέρος της όλης Βυζαντινής ιστορίας. Ο Σκληρός και ο ισάξιος Στρατηλάτης Βάρδας ο Φωκάς συνετάραξαν την Αυτοκρατορίαν επί δύο βασιλειών διά της περιφήμου στάσεως διά τον θρόνον, της συνεργασίας και κατόπιν της συρράξεως μεταξύ των, αφού πρώτον την εδόξασαν με τα κατορθώματά των. Η τρομερά αυτή στάσις, αρξαμένη επί Τσιμισκή και λήξασα επί Βουλγαροκτόνου, παρ' ολίγον ν' ανατρέψη ολόκληρον το οικοδόμημα της Μεσαιωνικής ημών Αυτοκρατορίας. Βάρδας ο Σκληρός ήτο μέλος του ομωνύμου στρατιωτικού οίκου, καταγομένου εκ της εν Πόντω Αμίδης, υιός του πατρικίου Νικήτα Σκληρού. Η αδελφή του Μαρία, «κάλλους και σωφροσύνης εις μέγα κλέους ήκουσα» κατά Λέοντα τον Διάκονον, δηλαδή διαβόητος διά την καλλονήν της και την αρετήν της, η οποία είχεν υπανδρευθή τον Τσιμισκήν, είχεν αποθάνει.
Ο Σκληρός είχεν εξοχωτάτας στρατιωτικάς αρετάς, ήτο καταπληκτικής ενεργητικότητος, ακατάβλητος, επινοητικώτατος, ενδοξότατα είχεν αγωνισθή εν Ασία επί των προκατόχων Βασιλέων, εις δε τον πόλεμον που περιγράφομεν ανεδείχθη μεγαλοφυής. Δεύτερος αρχηγός, ο επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ετάχθη Πέτρος ο Φωκάς, ο ονομαστός στρατοπεδάρχης, ο κυριεύσας επί Νικηφόρου εξ εφόδου την Αντιόχειαν, ο καταλαβών το Χαλέπιον, ο οποίος είχεν αποκρούσει και άλλοτε επιδρομήν Σκυθών κατά της Αυτοκρατορίας. Τότε εγένετο ήρως επικού επεισοδίου. Με ολίγους μόνον στρατιώτας είχεν επιτεθή κατά των επιδρομέων. Ο αρχηγός των Σκυθών, γίγας, κατακάλυπτος από την σιδηράν πανοπλίαν του και σύρων παμμέγεθες δόρυ, προέβαλεν από την τάξιν του στρατού του και τον εκάλεσεν εις μονομαχίαν ενώπιον των δύο στρατών. Ο Πέτρος, πλήρης μένους, πτερνίσας τον ίππον του, ώρμησεν αμέσως κατά του αντιπάλου του, έχων προτεταμένον το δόρυ και κρατών αυτό με τας δύο του χείρας. Δι αυτού, διασπάσας τον σύμπυκνον αλυσιδωτόν θώρακα του Σκύθου γίγαντος τον διεπέρασεν εν ριπή οφθαλμού, υπό το κεραυνοβόλον δε αποτέλεσμα οι επιδρομείς κατελήφθησαν υπό πανικού και ετράπησαν εις φυγήν, κατασφαζόμενοι υπό των ημετέρων. Ουδέποτε μέχρι τότε οι Βυζαντινοί είχον συμπλακή με τους Ρώσους εις μάχας εκ του συστάδην· ο προ ενός αιώνος πόλεμος είχε διεξαχθή κατά θάλασσαν κυρίως και διά τινων αψιμαχιών περί την Κων)πολιν.
Ο Τσιμισκής έδωκεν εντολήν εις το πρώτον τούτο σώμα του στρατού που απέστειλε κατά του Σβιατοσλαύου εις Θράκην, να αποφύγη επίθεσιν, να στρατοπεδεύση εις την πεδιάδα της Θράκης, να προφυλάσση την χώραν από των επιδρομών των εχθρών, να κάμη σκηνώσεις προς διαχείμασιν, να ασκήται συνεχώς και να τηρή διά συνεχούς επαγρυπνήσεως εαυτό εξησφαλισμένον από τους βαθείς πολεμικούς δόλους των πονηροτάτων εκείνων βαρβάρων. Αι εντολαί αύται ετηρήθησαν κατά γράμμα από τους δύο αρχηγούς Σκληρόν και Πέτρον Φωκάν.
Προς τούτοις, εξεπέμφθησαν πρόσωπα γνωρίζοντα την Ρωσικήν, όπως πληροφορώνται κατασκοπευτικώς περί των προθέσεων και των κινήσεων του Σβιατοσλαύου. «Ως κηλίς ελαίου» είχον εκταθή επί των βορείων της πεδιάδος της Θράκης οι βάρβαροι. Ο Τσιμισκής, περί πάντων προνοών και τα πάντα χρησιμοποιών, είχε στείλει μυστικά ανθρώπους εις την Βουλγαρίαν προς συνεννόησιν με το Βασιλικόν ή Εθνικόν Βουλγαρικόν κόμμα, δηλαδή το κόμμα εκείνο των Βουλγάρων που δεν ηνείχετο την υποταγήν εις τον Σβιατοσλαύον και τους Ρώσους του, το αφωσιωμένον εις τον ανατραπέντα παρ' αυτού Βασιλικόν οίκον της Βουλγαρίας. Οι απεσταλμένοι ούτοι ωργάνωσαν εν Βουλγαρία στάσιν κατά του Σβιατοσλαύου, αλλά ούτος επρόλαβε· συλλαβών όλους τους κυριωτέρους αρχηγούς της στάσεως και της βασιλικής αυτής μερίδος τους κατέσφαξεν αγρίως και διά τρομοκρατίας εξεμηδένισε την αντίδρασιν αυτήν.
Συνεμάχησε με τους Ούγγρους και τους Πατσινάκας, υπεσχέθη εις την Βουλγαρικήν αριστοκρατίαν την εις την ειδωλολατρείαν επάνοδον και την αποκατάστασιν των προνομίων της, συνήσπισε κατά των Ελλήνων όλον τον βαρβαρικόν κόσμον του Βορρά, προσέθεσεν εις το πεζικόν του τας απειροπληθείς ορδάς των δι' ακοντίου άμα και τόξου ωπλισμένων ιππέων των παραδουναβείων χωρών, αγριωτάτων πολεμιστών. Αι εμπροσθοφυλακαί του ήγγισαν διά των προσκόπων την Αδριανούπολιν, λεηλατούσαι, σφάζουσαι, τα πάντα ερημώνουσαι. Ταύτα συνέβαινον τον Απρίλιον του 970.
Μέγα ήτο το πλήθος των επιδρομέων αυτών, «Ούνων» με μίαν λέξιν από τους συγχρόνους ιστορικούς καλουμένων. Ήσαν σύμφυρμα τρομακτικόν αγριωτάτων και πολεμικωτάτων ανδρών, «δεινών την θέαν, ωμοτάτων, σωματικής αλκής και αρετής εξαιρέτου».
Ο Ζωναράς τους αναβιβάζει εις 300,000, ο Σκυλίτζης εις 308,000. Ο αριθμός θεωρείται υπερβολικός. Ήσαν ορδαί των Βουλγάρων, οι οποίοι εδέχθησαν την Ρωσικήν κατάκτησιν· οι γιγαντόσωμοι Σκανδιναυοί, οι κυρίως Βαράγγοι, οι Ταυροσκύθαι, «όλως σιδηροφορούντες, αμφίδοχμα ξίφη και τον φοβερόν πέλεκυν κρατούντες», οι πολιτισμένοι Σλαύοι της Νοβγορόδ, της Σμολένσκης και του Κιέβου, «γαλανόφθαλμοι, ξανθοί και γερμανικάς λόγχας και δαμασκηνουργή ξίφη φέροντες», οι άγριοι των δασών Σλαύοι, «ημίγυμνοι, σανδαλοφορούντες, δηλητηριώδη βέλη και τον δερμάτινον βρόχον, διά του οποίου ανήρπαζον τους εχθρούς, ανά χείρας κινούντες», οι αγριωποί, πυρότριχες και χλωμοί Φίννιοι της λεπτής λίμνης του άνω Βόλγα, «δοράς άρκτων περιβεβλημένοι και επί του ώμου φέροντες βαρύτατα ρόπαλα», οι Τσούδοι ιππείς της Φιλλανδίας, «περιδινούμενοι (κυματίζοντες) επί των βραχυσώμων ίππων των και δοκιμάζοντες καθ' οδόν παμμέγιστα τόξα», οι Βιάρμιοι του κόλπου του Αρχαγγέλου, «υπερηφάνως φέροντες τους χρυσούς αυτών δακτυλίους και τα εκ Βουλγαρίας αγορασθέντα ουγγρικά ξίφη», οι γιγάντιοι, έκπαγλοι, υπερφυούς ρώμης και αγρίας ενεργητικότητος Γουήνοι, Φίννιοι της λίμνης Βλεό, των οποίων τους αγώνας προς τους Σκανδιναυούς συμβολίζει εν τη μυθολογία του Βορρά η κατά των Άσων πάλη των Γιγάντων. Ήσαν οι Ούγγροι, τους οποίους Τούρκους οι χρονογράφοι του Βυζαντίου ονομάζουν, λόγω της αμιγούς Τουρκικής καταγωγής των.
Το πεζικόν του Σβιατοσλαύου ήτον εξαίσιον. Ο μέγας συρφετός εσταμάτησεν εις την Αρκαδιούπολιν (Λουλέ Βουργάς), όταν αι προφυλακαί της συνήντησαν τας των Βυζαντινών.
Εκεί εγένετο η πρώτη σύγκρουσις, 25 λεύγας από της Κων]πόλεως, μεταξύ Αδριανουπόλεως και Τυρολόης. Παρά τον χείμαρρον Εργίνον έμενε το στρατόπεδον των βαρβάρων. Βάρδας ο Σκληρός ήγεν αφ' ετέρου, κατά τους χρονογράφους, μόνον 1200 άνδρας, επιλέκτους. Αποχωρήσας της Αδριανουπόλεως, όπου είχεν εγκλεισθή εν αρχή, απεσύρετο βραδέως, υποκρινόμενος ότι φοβείται τον εχθρόν, και απαντών εις τας προκλήσεις αυτού, διανοίγων ούτω βαθμιαίως το βάραθρον, όπου θα τον εξηφάνιζεν. Οι Ρώσοι επίστευσαν, ότι οι Βυζαντινοί τους εφοβούντο· πράγματι, απέβαλον πάσαν προφύλαξιν, εις διασκεδάσεις και πότους διήρχοντο τας νύκτας, τας ημέρας εξηπλούντο ανά την χώραν, προς πάσαν διεύθυνσιν. Ως δίκτυον όμως εξήπλου ο Σκληρός, διά λαθραίων και μελετημένων κινήσεων, τον στρατόν του περί τον εχθρόν.
Μίαν ημέραν που όρισε, στέλλει επί κεφαλής ιππικού τον πατρίκιον Ιωάννην Αλακάν, με την εντολήν να προσποιηθή ταχείαν υποχώρησιν, έπειτα από μικράν συμπλοκήν, και να παραλλάσση την υποχώρησιν εις βραδυτέραν, εφόσον θα παρέσυρε τον εχθρόν προς το μέρος του, να υποχωρή εν τάξει, να εξερεθίζη κατά διαλείμματα τον αντίπαλον διά μικρών συμπλοκών, μέχρις ότου κατορθώση να τον παρασύρη οριστικώς εις τα κεντρικά σημεία της ενέδρας. Τότε να ειδοποιηθή καταλλήλως ο αρχηγός. Ακριβέστατα εξετέλεσε τας οδηγίας ο Αλακάς, την τελευταίαν δε στιγμήν, ειδοποιήσας τον Σκληρόν, ήρχισε φεύγων προτροπάδην μετά του ιππικού του, «από ρυτήρος». Οι Ρώσσοι ορμητικώτατα, όσον και αφελέστατα, κατεδίωξαν αυτόν. Ήσαν διηρημένοι εις τρία σώματα, το έν από τους Βουλγάρους και Ρώσσους· το άλλο από τους Ούγγρους, το τρίτον από Πατσινάκας. Με το τελευταίον συνεκρούσθη ο Αλακάς, όταν ακριβώς επέσπευδε την φυγήν του. Οι εχθροί, οι οποίοι ήσαν τέλειοι ιππείς, ώρμησαν προς εξολόθρευσιν του Ελληνικού ιππικού, το οποίον, άλλοτε βαδίζον εν πυκνή τάξει, άλλοτε ατιμετωπίζον τον εχθρόν και ξιφομαχούν με αυτόν, εχώρει κατ' ευθείαν προ το μέρος της ενέδρας. Εγγύς δε αυτού ακριβώς απσυνετέθη αιφνιδίως, τραπέν εις άτακτον φυγήν. Οι Πατσινάκαι, αλαζονευθέντες, έλυσαν τας τάξεις των και ώρμησαν αναμέσον των διεσκορπισμένων και ως πανικοβλήτων φευγόντων Ελλήνων ιππέων. Τότε παρουσιάζεται εξαίφνης ο αρχιστράτηγος Σκληρός, με το κύριον σώμα του στρατού. Σταματούν οι Πατσινάκαι, αλλά το κεραυνοβόλον της εμφανίσεως των ημετέρων και η κύκλωσις τους έκαμαν να εννοήσουν αμέσως, ότι δεν δύνανται πλέον να διαφύγουν, και να λάβουν την απόφασιν να υπεραμυνθούν μόνον μέχρις εσχάτων της ζωής των. Λυσσωδέστατα τους προσβάλλουν οι στρατιώται του Σκληρού, άλλο δε σώμα επιτίθεται κατ' αυτών εκ των όπισθεν, και η συμπλοκή αποβαίνει φρικωδεστάτη.
Αι δύο πτέρυγες των αυτοκρατορικών συγκλείονται επί τον εχθρόν, όστις, εκτεθείς πανταχόθεν εις τον φοβερόν κύκλον του θανάτου, κατασφάζεται εξ ολοκλήρου σχεδόν και εκτός ελαχίστου τμήματος, συλληφθέντος. Πληροφορηθείς ο Σκληρός από τους αιχμαλώτους τούτους, ότι ο Σβιατοσλαύος με το κύριον σώμα του στρατού του ανέμενεν εν παρατάξει μάχης την επίθεσιν, επισπεύδει την προέλασιν, παρ' όλον το μεγάλως δυσανάλογον των δυνάμεων.
Οι Βουλγαρορρώσσοι ανέμενον ευσταθώς την επίθεσιν, παρορμώντες αλλήλους εις αντίστασιν κατά της εφόδου των αυτοκρατορικών στρατευμάτων.
Επί της αρχαίας μεγάλης οδού της Θράκης εγένετο η πρώτη τρομερά αύτη σύρραξις του επί Τσιμισκή επικού πολέμου των Ελλήνων προς τους Βουλγάρους και τους Ρώσσους. Ούτοι ήσαν εστρατοπεδευμένοι 15 ώρας από της Αδριανουπόλεως, προς την διεύθυνσιν της Κων]πόλεως. Εις τρία σώματα είχε διαιρέσει τον στρατόν του ο Σκληρός· τα δύο τα έκρυψεν εκατέρωθεν της οδού, εντός δασών, με την εντολήν να επιπέσουν κατά του εχθρού εις το πρώτον σύνθημα, αυτός δε με το ισχυρότερον επετέθη κεραυνοβόλως. Η σύρραξις ήτο τρομακτική. Οι ελαφρώς ωπλισμένοι Ούγγροι και οι Βούλγαροι ιππείς εθραύσθησαν υπό την επέλασιν του βαρέος Βυζαντινού ιππικού και έφυγον εν αταξία προς το κύριον σώμα των Ρώσσων, αναταράξαντες αυτό. Τινές μόνον εκ των Ρώσσων, οι αρχηγοί κυρίως, εμάχοντο έφιπποι. Η μάχη αύτη περιγράφεται ως μοναδική υπό έποψιν σκηνικού μεγαλείου και τραγικής αναστατώσεως. Η λύσσα εκατέρωθεν είχεν εκφύγει πλέον από κάθε ανθρώπινον όριον. Δεν έβλεπέ τις ειμή ένα περιδινούμενον σύμπλεγμα ανθρώπων, δοράτων, ίππων, πελέκεων, ξιφών, δεν ήκουεν, ειμή τον ωμόν κτύπον των συγκρουομένων σιδηρών όπλων, τον μέγαν αλαλητόν συγκρουομένων στρατιών. Οι Ρώσσοι οπλίται, υπό την προστασίαν των μεγάλων ασπίδων των, λυσσωδώς τον πέλεκυν και το δόρυ εχειρίζοντο, η «οδινική» φρενίτις εδεκαπλασίαζε τας δυνάμεις των. Ηυτοκτόνουν σπαράσσοντες τα σπλάγχνα των, αλλά δεν παρεδίδοντο. Ο αήρ επάλλετο και ετρικύμιζεν από τας ιαχάς των Ελλήνων και τους φοβερούς αλαλαγμούς των συμπολεμιστών της στέππης, ενώ το αίμα ανεπήδα εξ όλων των σημείων εν τη αμειλίκτω εκείνη αλληλοσφαγή. Δραματικώτατα και επικώτατα επεισόδια έμειναν εν τη παραδόσει της Ιστορίας εκ της μάχης αυτής.
Ρώσσος αρχηγός, περίφημος εν τη στρατιά διά την φοβεράν σωματικήν του δύναμιν και το πελωριώτατον ανάστημα, πτερνίσας τον ίππον του, ώρμησε κατά του αρχιστρατήγου Σκληρού, μαχομένου και αυτού εφίππου επί κεφαλής του στρατού του, και με φοβεράν ορμήν κατέφερε το ξίφος κατ' αυτού. Τούτο εξωλίσθησεν επί της περικεφαλαίας του στρατάρχου. Ανθορμήσας τότε ούτος και επιδεξιώτατα περιστρέψας το ξίφος του, εκτύπησε κατά κεφαλής τον Ρώσσον. Και τόσον θαυμάσιον και ισχυρότατον ήτο το κτύπημα, ώστε το ξίφος, κατακόψαν την περικεφαλαίαν, εδιχοτόμησε σχεδόν την κεφαλήν του γίγαντος, όστις κατέπεσεν αμέσως νεκρός. Τότε δεύτερος Ρώσσος, φοβερώτατος την όψιν, ορμά κατά του Σκληρού. Προλαμβάνει όμως ο παρά το πλευρόν του μαχόμενος νεώτατος αδελφός του, πατρίκιος, και ορμά και αυτός συγχρόνως κατά του Ρώσσου, όστις έσκυψεν επί του ίππου του διά ν' αποφύγη το κτύπημα. Αλλά το βαρύ ξίφος του νέου Σκληρού, υπό χειρός ρωμαλαίας φερόμενον, καρατομεί τον ίππον, πεσόντα αμέσως μετά του αναβάτου. Ο Σκληρός αναπηδά, αρπάζει αυτόν από της σιαγόνος, και τον αποσφάζει.
Β
ΕΠΙ ώρας διεκυμαίνετο ούτω η μάχη, ότε ο Σκληρός διέταξε να δοθή το συμπεφωνημένον σύνθημα: «Ενηχήσαντος του ενυαλίου (ύμνου) και παταγούντων των τυμπάνων, εν μέσω φρενιτιώδους θορύβου, εξορμούν τα εις τα δάση, δεξιόθεν και αριστερόθεν, κεκρυμμένα σώματα των Ελλήνων και συνεπιτίθενται κατά των εξηντλημένων βαρβάρων. Καταπλαγέντες ούτοι, κλίνουν περίτρομοι προς φυγήν. Μάτην οι αρχηγοί προσπαθούν να τους συγκρατήσουν. Ο πανικός είχεν αρχίσει να τους διασαλεύη. Εν τούτοις είς των εφίππων αρχηγών, γίγας κατά το σώμα και διακρινόμενος από την απαστράπτουσαν πανοπλίαν του, κατορθώνει να αναχαιτίση προς στιγμήν και να στρίψη πάλιν προς την μάχην τινά των στιφών τούτων, δι' επικλήσεων και υπερανθρώπου επιβολής. Τότε ο Σκληρός, βλέπων τον νέον τούτον κίνδυνον, επιτίθεται κατά του Βαράγγου αρχηγού και τον ανατρέπει θανασίμως τραυματίσας αυτόν διά τρομερού κτυπήματος. Ιαχαί χαράς από μέρους των Ελλήνων υποδέχονται το αποτέλεσμα τούτο· οι Τογγολοσκύθαι, συνταραχθέντες εξ αυτού, τρέπονται οριστικώς εις φυγήν, τρέχουν πτερωτοί από τον φόβον, αποσυντίθενται, κραυγάς τρόμου και απογνώσεως αφίνοντες. Μέχρι της νυκτός κατεδιώκοντο ανά τας πεδιάδας της Θράκης, αποσφαζόμενοι ανηλεώς. 20,000 απωλέσθησαν ούτω, κατά τους χρονογράφους· οι λοιποί διέφυγον χάρις εις την νύκτα. Η εξολόθρευσις αύτη θεωρείται ένας μικρός και ασήμαντος πρόλογος εις τα κατόπιν γενόμενα περί τον Αίμον καταπληκτικότατα και υπερηρωικά, με απωλείας εκατέρωθεν, προκαλούσας ίλιγγον — διά της αυτοπροσώπου εκστρατείας του Τσιμισκή, πανστρατιά, διά στρατού και στόλου. Ο Λιμπώ γράφει: «Η εκστρατεία του Τσιμισκή υπήρξεν αξία των μεγίστων στρατηγών της αρχαιότητος και δίδει υψηλοτάτην ιδέαν της στρατιωτικής επιστημονικότητος και της ανδρείας του Βασιλέως τούτου».
Ενώ ήτον έτοιμος ο Αυτοκράτωρ να εκστρατεύση ο ίδιος επί κεφαλής των μεγάλων στρατιών, τας οποίας μετέφερεν εκ της Ασίας και τας παρεσκεύαζε διά την εκστρατείαν, εξερράγη εν Ασία η τρομερά και περιβόητος επανάστασις των Φωκάδων, του αδικηθέντος Αυτοκρατορικού οίκου. Αρχηγός της στάσεως ήτον ο στρατηλάτης Βασιλεύς ο Φωκάς, υιός του Λέοντος Φωκά, αδελφού του δολοφονηθέντος Αυτοκράτορος Νικηφόρου. Ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ.
Κατά των στασιαστών εστάλη ο αρχιστράτηγος Βάρδας ο Σκληρός, αντικατασταθείς υπό του Μαγίστρου Ιωάννου του Κουρκούα.
Η δραματικωτάτη αύτη επανάστασις, η οποία παρ' ολίγον να ανατρέψη την Αυτοκρατορίαν, η γιγαντομαχία του Φωκά και του Σκληρού, και η νέα, φοβερωτέρα στάσις, μετά την κατατρόπωσιν και σύλληψιν του πρώτου, της οποίας αρχηγός εγένετο αυτός ούτος ο Σκληρός, συμπαρασύρας τα άριστα και περισσότερα των στρατευμάτων και ορμών να αρπάση τον θρόνον, μόνον εν ιδιαιτέρω βιβλίω δύναται να ιστορηθή. Αι εκδηλώσεις του μεγίστου πάθους της φιλοδοξίας, το ψυχικόν μεγαλείον, τα τολμήματα, η δαιμονιότης της ενεργείας, η τραγικότης των αποτελεσμάτων ως προς τους αρχηγούς της στάσεως κάμνουν την ιστορίαν αυτής μίαν από τας βαθύτατα χαρακτηριστικάς και τας γραφικωτάτας της παγκοσμίου Ιστορίας.
Κατά το διάστημα αυτό, ολόκληρον έτος σχεδόν, οι Ρώσσοι και οι Βούλγαροι ωργίασαν εις την Μακεδονίαν και την Θράκην. Σφαγή και πυρ και λεηλασία ήτον η καθημερινή ενέργειά των. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, περίτρομοι, κατέφευγον κατά μυριάδας εις τας ωχυρωμένας πόλεις, εσκορπίζοντο εις τα απόκεντρα σημεία, οι αγροί έμενον ακαλλιέργητοι, όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων ήσαν λεία των βαρβάρων.
Ο Κουρκούας, ή Γκουργέν, εκ του ομωνύμου μεγάλου Αρμενικού οίκου, περιώνυμος άλλοτε στρατηλάτης, εκ των κορυφών της στρατιωτικής αριστοκρατίας του Βυζαντίου, δεν απεδείχθη τότε ικανός να περιορίση τους πολεμίους. Η ηλικία αφ' ενός, έξεις κακαί αφ' ετέρου, τον έρριψαν από την αξίαν του. «Εις ανάπαυσιν και πότους, παρά το πρέπον και φυσικόν, είχεν εκτραπή, ως άπειρος δε και αμαθής διεχειρίσθη την αποστολήν του», λέγει περί αυτού Λέων ο Διάκονος.
Ο χειμών του 970-971 διήλθεν εις ετοιμασίαν. Ο πυρφόρος στόλος ητοιμάζετο ν' αποπλεύση διά του Ευξείνου προς τα μέρη του πολέμου. Πλείστα φορτηγά πλοία συνεκόμιζον εις το «Χρυσούν Κέρας» τας απαιτουμένας διά την μεγάλην στρατιάν προμηθείας σίτου, φορβής, όπλων, πολεμικών μηχανών.
Η εξέγερσις διά τα κακουργήματα των βαρβάρων εν Θράκη και Μακεδονία εκράτει εις έξαψιν και εις μανίαν τους λαούς της Αυτοκρατορίας. Η 28η του Μαρτίου του 972, ημέρα Πέμπτη της εβδομάδος των Βαΐων, ήτον η ορισθείσα διά την αναχώρησιν του Αυτοκράτορος εκ Κων]πόλεως επί κεφαλής των στρατευμάτων.
Ανάστατος από πρωίας ήτον η πρωτεύουσα την ημέραν εκείνην, την «λυτρωτήριον», διότι η αναχώρησις έμελλε να γίνη πανηγυρικωτάτη, «ο αντιπρόσωπος του Θεού επί γης έμελλε ν' αντιμετωπίση τους ανθρώπους του σκότους».
Ο Βασιλεύς εξήλθε πρώτον εν τη «προόδω» των κτιρίων του Παλατίου, κρατών διά της δεξιάς την Αυτοκρατορικήν σημαίαν, ήτοι τον επί μακρού κοντού πλουσιώτατον Σταυρόν, εν τω κέντρω του οποίου υπήρχε το μέγιστον τεμάχιον του Τιμίου και Ζωοποιού Ξύλου.
Παρηκολούθει όλη η Αυλή και οι βαθμούχοι. Μετέβαινε να προσευχηθή, να επικαλεσθή τον Θεόν των νικών, εις την εκκλησίαν του Σωτήρος Χριστού, του «Χαλκίτου» Σωτήρος λεγομένην, επειδή έκειτο εις το μέρος του Ιερού Παλατίου, το οποίον ωνομάζετο «Χαλκή». Τούτο ήτο μεγαλοπρεπέστατον Προτεμένισμα, άνωθεν της πύλης του ανέκειτο η περίφημος εικών του Σωτήρος, η στέγη του ήτον από επιχρυσωμένον χαλκόν. Εις το μέσον του Προτεμενίσματος ο Τσιμισκής, άμα ανακηρυχθείς Αυτοκράτωρ, ήρχισε να κτίζη τον τάφον του. Τον έκαμεν «ολόχρυσον μετά χυμεύσεως», ως λέγει Λέων ο Διάκονος, εκεί δε και ετάφη. Δι' ιερών καλλιτεχνημάτων αμυθήτου αξίας επλούτισε τον ναόν τούτον ο Τσιμισκής, τρέφων ιδιαιτάτην ευλάβειαν προς αυτόν, όλα τα ακίνητά του τα διέθεσεν υπέρ αυτού.
Εκείθεν η πομπή εβάδισε προς την Αγίαν Σοφίαν, εν μέσω χιλιάδων λαού, κληρικών και στρατιωτών. Ο Αυτοκράτωρ έβαινε γυμνόπους, πάλλων τον πολεμικόν σταυρόν ανά χείρας κρατών, συνέψαλλον δε οι ιερείς, οι μοναχοί και ο λαός. Εις τον Μέγαν Ναόν εδεήθη γονυπετής προ του Ιερού Βήματος.
Η προσευχή του ήτον ειδικού όλως τύπου. Παρεκάλεσε τον Θεόν να δώση αυτώ «οδηγόν άγγελον εκ δεξιών αυτού, του στρατού αυτού προπορευόμενον, και διά της φλογίνης ρομφαίας του δεικνύοντα αυτώ την οδόν». Κατόπιν η λαμπρά και απειροπληθής πομπή εκίνησε διά τον ναόν των Βλαχερνών, τον «αγιώτατον εν Κωνσταντινουπόλει», όπου εφυλάσσετο η περιώνυμος εικών της Θεοτόκου, το παλλάδιον της Θεοφυλάκτου Πόλεως.
Με δυνατήν φωνήν, καθ' όλην την οδόν έψαλλεν ο Αυτοκράτωρ τας τεταγμένας εις τοιαύτας περιστάσεις ευχάς. Η λιτανεία, μυριάριθμος, διήρχετο από τας ανηφορικάς και χαλκοστρώτους οδούς της Πόλεως. Συνέψαλλεν ο λαός, συνέψαλλον αι χιλιάδες των ιερέων και των μοναχών, κύμα φωτός έρρεεν ως ποταμός από τας λαμπάδας που εκράτουν οι πιστοί.
Το σώμα των βαθμούχων της Αυτοκρατορίας, τα στρατιωτικά σώματα, οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί, οι μεγιστάνες, ο όχλος και οι πατρίκιοι, γυναίκες και παιδία, ασκηταί και ερημίται, εξετυλίσσοντο προς την αγιωτάτην εκκλησίαν των Βλαχερνών, ως ένας μέγας αστείρευτος ποταμός. Τα πολύτιμα λάβαρα, οι σταυροί, αι σημαίαι, εκυμάτιζον ως δάσος υπεράνω των κεφαλών και τας πορείας των πιστών.
Οι χοροί των εκκλησιών έψαλλον τας δεήσεις, μία δυνατή και ατελεύτητος ψαλμωδική βοή «Κύριε ενίσχυσον τον λαόν σου, νίκας δώρησον τω πιστώ Βασιλεί σου» ανήρχετο από όλας αυτάς τας χιλιάδας των λιτανευόντων.
Λαός επλήρου τας οδούς, τα θυρώματα, τα χείλη των τειχών, εν χορώ ανεδίδοντο διάθερμοι προς τον Θεόν και την μεγάλην Θεοτόκον ευχαί, ο λιβανωτός έστεφεν από όλων των σημείων την απειρόοπτον ιεράν «Θεωρίαν».
Γ
ΕΠΕΚΑΛΕΙΤΟ το πλήθος τας ευλογίας του Υψίστου επί κεφαλής του Άνακτος, ως αντιπροσώπου του Θεού επί της γης.
Από του ναού των Βλαχερνών η πομπή ανήλθεν εις το ομώνυμον Παλάτιον. Από του ύψους αυτού επεθεωρήθη παρά του Αυτοκράτορος ο λαμπρότατος στόλος των πυρφόρων σκαφών, συγκεντρωμένος ακριβώς απέναντι εν τω Κερατίω κόλπω. Το κυριώτατον αγκυροβόλιον των «κακαβοπυρφόρων» αυτών, των φορέων του τρομερού υγρού πυρός, ήτον εκεί· εκάλυπτον ταύτα, παρατεταγμένα προς τον πολεμικόν απόπλουν, όλην την επέκτασιν από του Παλατίου των Βλαχερνών μέχρι της μεγάλης γεφύρας του Κερατίου, της οριζούσης το κατερχόμενον ρεύμα του Βοσπόρου.
Ετέρα λιτανεία, μεγαλοπρεπής, αναμενομένη, προκύπτει εξ άλλου σημείου προς τα εκεί. Ιδού, φαίνεται ο Πατριάρχης. Προπορεύεται της Αγιωτάτης κορυφής της Εκκλησίας σώμα επιλέκτων στρατιωτών, με ολόλευκον στολήν, χρυσάς κρατούντων λόγχας, και με χρυσάς αλύσσεις περί τον λαιμόν.
Φάλαγξ κληρικών λαμπαδηφορούντων περιβάλλει τον Άγιον Πατέρα, υποστηριζόμενον από δύο επισκόπους, περιβεβλημένον αργυρούν ωμοφόριον, υπό χρυσών σταυρών διαποίκιλτον. Έτερος επίσκοπος φέρει εν κάλπη εξ επιχρύσου αργύρου την μίτραν.
Απαγγέλλονται αι νενομισμέναι ευχαί. Η μελωδία των ασμάτων των εκκλησιαστικών χορών εξαπλώνει την γλυκύτητά της εις τας ακοάς και τας ψυχάς των πιστών.
«Εις τοιαύτας περιστάσεις πλείστοι εθνικοί στρατιώται, εξερχόμενοι των τάξεων, εδέχοντο το άγιον βάπτισμα».
Ο αριθμός των πλοίων της εκστρατείας αυτής δεν ορίζεται. Ο της προηγηθείσης ναυτικής εκστρατείας εις την Κρήτην κατά των Σαρακηνών, υπό τον Νικηφόρον, ορίζεται εις 2.000.
Εκτός των πυρφόρων, υπήρχον και άλλα πολλά, «διήρεις και μονήρεις νήες».
Διατάσσει ο Τσιμισκής να μοιράσωσι χρήματα, εις τους ναύτας, «ελάτας και παμφύλους και πεζοναύτας». Ο μέγας δρουγγάριος Λέων, ο πρώην πρωτοβεστιάριος, ο οργανωτής και διοικητής του στόλου, θα οδηγήση ήδη αυτόν προς το στόμιον του Δουνάβεως, αναπλέων τον μέγαν ποταμόν, θα φράξη όλας τας παρόδους, κλείων ούτω την επιστροφήν των Ρώσσων εις την πατρίδα των διά ξηράς, είτε διά των ακτών του Ευξείνου.
Περιεργοτάτη η τότε λαϊκή γεωγραφική αντίληψις διά τον Δούναβιν ήτο.
Εφρόνουν ότι ήτον είς των ποταμών, οι οποίοι απέρρεον από τον Παράδεισον, ο καλούμενος Φισών. Ρέων προς ανατολάς, εξηφανίζετο υπό την γην, έρρεεν εντός αυτής επί μέγα διάστημα, ανεφαίνετο αίφνης κατόπιν εν ορμή προς τα Κεντικά όρη, εκυλίετο διά της Ευρώπης, εξέρρεε διά πέντε στομάτων εις τον Εύξεινον.
Ο ήλιος διαχρυσώνει όλην την θαυμασίαν σκηνογραφίαν της Κωνσταντινουπόλεως, του μαγικού αυτού συνθέματος της φύσεως, υπερκάλλου και υπερτέχνου ελίγματος γης και θαλάσσης, όπου οι νόμοι του Ωραίου εξαφανίζονται από την τελειότητα της εκδηλώσεώς του. Ήλιος εαρινός, φίλημα και θωπεία φωτός, εναρμονίζει την υγρότητα της δρόσου εις την μακαριωτέραν αίσθησιν.
Η θάλασσα εκτείνει τους βαθυκυάνους κυματισμούς της εις τους κόλπους της Πόλεως, απομάσσει τα στέρνα της, την εγγραμμίζει μέσα εις τας λεπτάς διακυκλώσεις της, επιρρίπτει το κυανούν θάμβος της επί των διαχρύσων θόλων των μεγάλων εκκλησιών, επί των ωχρών επάλξεων του θαυμασίου δικτύου των φρουρίων.
Αι ακτίνες του ηλίου διυφαίνουν την ανταύγειαν της θαλάσσης επάνω εις το ωραιότερον σύμπλεγμα των οικιών, των μεγάρων, των ανακτόρων, των κήπων, των καλλιστρόφων παρακτίων αποκλίσεων της γης, αι οποίαι είνε σαπφείριναι από την ευγενή και λεπτήν βλάστησιν.
Μεταξύ της Σταμπούλ και των υψηλών του Πέραν λόφων, των κλιτύων της Χρυσοπόλεως και της Χαλκηδόνος, του κόσμου των μεγάρων, των συνοικισμών και των κήπων των δύο αντιμετώπων ακτών του Βοσπόρου, όπου η Ασία επιπνέει επί της Ευρώπης, εις τριάκτινον υγρόν αστέρα λικνίζεται η θάλασσα αύτη, η οποία έμελλε να διανοίξη τον δρόμον εις τα πυρφόρα των Ελλήνων προς τας Κιμμερίους ακτάς και τον άγριον Δούναβιν. Κατάφορτος είνε η υγρά αύτη αγκάλη από τα έτοιμα προς εκκίνησιν Ελληνικά πλοία.
Τυφλούται ο οφθαλμός από την ζωηρότητα των χρωμάτων, με τα οποία είνε βαμμένα τα πλευρά των, τα ιστία των είνε και αυτά λαμπρότατα χρωματισμένα, «εν μυρίαις παραλλαγαίς», χρυσοκόσμητοι αι πρώραι των, χιλιάδας αι κώπαι των, γιγαντώδεις αι σημαίαι των, μυριόσχημα τα σήματα.
Εις τα υπερήφανα λάβαρά των είνε ζωγραφισμέναι αι εικόνες Παναγίας της Παρθένου, της «Οδηγητρίας», του Παντοκράτορος Χριστού, των δοξασμένων στρατιωτικών αγίων Θεοδώρου του Τίρωνος, Θεοδώρου του Στρατηλάτου, Γεωργίου και Δημητρίου.
Επάνω εις τας πτέρυγας των «Χελανδίων» και των «δρομώνων» και των «ουσιών» αποστίλβουν υπό τον ήλιον οι αλυσσιδωτοί θώρακες και οι πελέκεις των Βαράγγων, αι από λείον μέταλλον κυκλοειδείς ασπίδες.
Κοσμοπολιτικόν ήτο το πλήρωμα των πολεμικών πλοίων του Βυζαντίου, Έλληνες και τέκνα της Ανατολής και υιοί του σκοτεινού Βορρά, ποικίλας έχουν τας αμφιέσεις.
Υψούνται αι φωναί των «δρουγγαρίων», διατασσόντων εις κινήσεις τα πληρώματα, αναμιγνύονται με αυτάς αι φωναί των «Τουρμαρχών», των «Τοποτηρητών», των «Εκατοντάρχων», οι οποίοι επιβλέπουν τας επιβιβάσεις, την τελευταίαν κίνησιν διά την εγκατάστασιν επί των πλοίων. Πληθύς ακατίων και σχεδίων, κυανοχρόων, ή μιλτοχρόων, διαπλέουσι μεταξύ των πλοίων.
Είνε αι φέρουσαι τους ευγενείς του Βυζαντίου, χρυσοπαρύφους ή αργυροπάστους ενδυμασίας επιδεικνύοντας. Στένουν αι δύο όχθαι του Βοσπόρου, αι επαύλεις, τα άνδηρα, όπου επιρρίπτουν την σκιάν των τα μεγάλα δένδρα, οι υψηλοί τετράγωνοι πύργοι, αι σειραί των κατωχυρωμένων δι' επάλξεων τειχών, οι κήποι με την περικαλλή βλάστησιν, από το αναμένον πλήθος.
Από τα υπερώα του απεράντου γυναικωνίτου του Ιερού Παλατίου, όπισθεν των υψηλών κιγκλίδων των τειχών αυτού, αναμένουν να ιδούν την διέλευσιν αι γυναίκες των Ανακτόρων, αι φέρουσαι την ζώνην της πατρικίας.
«Ζωσταί πατρίκιαι», αι «σπαθάρισσαι», αι «υπάτισσαι».
Θόρυβος μέγας βομβεί υπεράνω της εικόνος αυτής εκ του τεραστίου συνωστισμού, αρχίζει η πολεμιστήριος μουσική να δονή τον αέρα υπό τα κύματα συνταρακτικών ήχων — σάλπιγγες, κρόταλα, κύμβαλα, τύμπανα — αναδίδονται πανταχόθεν οι παιάνες, αι πάμφωνοι ανευφημίαι των «Δήμων», αι «επίσημοι και παράδοξοι και κεκανονισμέναι».
Η στιγμή της εκκινήσεως εγγίζει, το σύνθημα θα δοθή, κίνησις παρατηρείται παρά τον Αυτοκράτορα, συντεταγμένοι περί αυτόν είνε οι Συγκλητικοί, οι ύπατοι θεράποντες της Πολιτείας, χρυσόν και μέταξαν περιβεβλημένοι, χρυσοϋφάντους πίλους επί των κεφαλών φέροντες.
Υψούται ουρανομήκης η τελευταία δέησις από τα πλήθη.
Οι χοροί των εκκλησιών αναμέλπουν τον ύμνον προς την «Οδηγήτριαν Παρθένον», την «απροσμάχητον έχουσαν το κράτος και εις νίκας καθοδηγούσαν Μητέρα», συμψάλλουν μετ' αυτών τ' αμέτρητα πλήθη του λαού, οι μοναχοί, οι ιερείς.
Εις μίαν στιγμήν, εγείρεται η κορυφή της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης, εκτείνει την χείρα υπέρ την φαντασμαγορίαν αυτήν, ο Αυτοκράτωρ δίδει το σύνθημα, κεραυνόηχος ανευφημία εκ μέρους του πλήθους καλύπτει και συνταράσσει το διάστημα, ανελίσσεται εις βραδείαν και μεγαλοπρεπή κίνησιν ο στόλος, έκαστον του οποίου πλοίον είνε σημειωμένον με το μηχάνημα, το εργαλείον, το φοβερώτατον υγρόν πυρ.
Κατέλιπεν ο Βασιλεύς την πρωτεύουσαν μετά του γενικού αρχηγείου, άγων μεθ' εαυτού τας τελευταίας μεγάλας επικουρίας και βαίνων προς συνάντησιν του άλλου στρατεύματός του, όπερ είχε διαχειμάσει προς νότον του Αίμου.
Επί ολίγας ημέρας εις Αδριανούπολιν έστησε το στρατηγείον του. Διερχόμενος διά Ραιδεστού, εδέχθη δύο απεσταλμένους του Σβιατοσλαύου, οίτινες ήσαν πράγματι κατάσκοποι.
Ο Τσιμισκής ηννόησεν, αλλά ουδέν έδειξε. Παρέδωκεν όμως αυτούς εις ανθρώπους του, όπως τοις επιδείξωσιν όλα τα κατά το στράτευμα και την πολεμικήν ετοιμασίαν, και κατόπιν εν ασφάλεια τους έστειλε πάλιν εις τον κύριόν των.
Τόσον κεραυνοβόλος ήτον η προέλασις του Τσιμισκή, ώστε αι φοβεραί «κλεισούραι» του Αίμου, μακραί και στεναί, απότομοι και δασώδεις, φαραγγώδεις, διάκρημνοι και σχεδόν αδιέξοδοι, δρόμοι των ορνέων μόνον και κατά του τρομερωτέρου εχθρού ουχί διά μεγάλων δυνάμεων δυνάμεναι να φυλαχθώσι, έμενον αφρούρητοι!
Πόσων μεγαλωνύμων και ηρωικών στρατιών του Βυζαντίου είχον γίνει ο άξενος τάφος αι φρικώδεις αύται διαβάσεις, και Βασιλέων Ελλήνων ακόμη, επερχομένων κατά των ιδίων και ως Λερναία Ύδρα ανανεουμένων αμειλίκτων τούτων εχθρών!
Εγγύτατα του τέρματος των παρόδων τούτων και των βορείων πλευρών του Αίμου εξετείνετο επί πεδιάδος η πρωτεύουσα των Βουλγάρων, η Μεγάλη Περεϊκσλάβετς, ή Πραισθλαύα, η σήμερον Πρεσλαύα, όπου ευρίσκεται η Εσκί- Σταμπούλ, ολίγον προς νότον της Σούμλας.
Δ
ΠΡΟ της διαβάσεως ο Τσιμισκής, καλέσας πολεμικόν συμβούλιον, είπε τα εξής προς τους στρατηγούς:
«Ω συστρατιώται, ενόμιζον ότι οι εχθροί, μη διασαλευθέντες βεβαίως κατά τας φρένας, ώστε να πιστεύσουν ότι θα τους αφίναμεν επί πολύ να μιαίνουν τα ιερά εδάφη της Αυτοκρατορίας και να φθείρουν τους λαούς, θα έκαμναν αδιαβάτους διά προτειχισμάτων και φρουρήσεως τας επικαιροτάτας και στενωτάτας ατραπούς και παρόδους του όρους. Αλλά φαίνεται εσκέφθησαν, ότι ημείς δεν θ' ανελαμβάνομεν τους μόχθους και τας ταλαιπωρίας του πολέμου κατά τας αγιωτάτας ταύτας ημέρας των Παθών του Κυρίου, αφίνοντες τας λαμπροφορίας και τας εορτάς και τας διασκεδάσεις.
Και διά τούτο, ως φαίνεται από όλας τας ενδείξεις και τας πληροφορίας μας, η διάβασις είνε ελευθέρα. Ίσως και να απεφάσισαν να ενεργήσουν επί άλλου πολεμικού σχεδίου. Ας επωφεληθώμεν λοιπόν και ημείς της μοναδικής ταύτης ευκαιρίας, και ας ορμήσωμεν αμέσως πέραν του Αίμου, ώστε να προσβάλωμεν αιφνιδίως τους Βουλγαροσκύθας, πριν ή, πληροφορηθέντες την πορείαν ημών, σπεύσωσι να μας αποκλείσωσι.
Πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας, ότι είμεθα υποχρεωμένοι να βαίνωμεν προς τελικήν εξόντωσιν των αγρίων αυτών, μη σκεπτόμενοι ουδόλως την ζωήν μας απέναντι του ιερωτάτου καθήκοντος προς την Πίστιν και το Γένος, μη ταλαντευόμενοι και μη κλίνοντες ούτε στιγμήν μέχρι της πληρώσεως του όλου έργου».
Οι στρατηγοί εφρικίασαν εις την πρότασιν του τολμήματος τούτου, ζωντανοί διήλθον προ της διανοίας των οι τραγικώτατοι όλεθροι των στρατιών του Κωνσταντίνου τω 757, του Νικηφόρου του Α' και του Σταυρακίου τω 811, εσκέφθησαν αμέσως τας πιθανάς φοβεράς ενέδρας, των οποίων θύματα είχον πέσει εις τα ίδια μέρη αι προαναφερθείσαι στρατιαί και Βασιλείς του Βυζαντίου, και εις τους λόγους του Αυτοκράτορος έμειναν πενθίμως σιωπώντες.
Ο Τσιμισκής αντελήφθη την αποδοκιμασίαν της προτάσεώς του, και λαβών πάλιν τον λόγον, ωμίλησε θερμότατα και παρορμητικώτατα, έκλεισε δε την ομιλίαν του διά των εξής:
«Γενήτε υπέρψυχοι, σκεφθήτε ότι είσθε απόγονοι ανδρών, οίτινες πάντοτε κατετρόπωνον τους εχθρούς των, και ακολουθήτε με τάχιστα, δι' έργων την ανδρείαν υμών δεικνύοντες».
Τότε κατενικήθη πας δισταγμός. Η παρέλασις ήρξατο. Προηγείτο το σώμα των Αθανάτων, το περιλάλητον δηλαδή εκείνο ιππικόν, το οποίον κατεδοξάσθη κατά τον πόλεμον τούτον, η «Αυτοκρατορική φάλαγξ», η εξ ευγενών νεανιών και εκ των ανδρειοτάτων πολεμιστών αποτελουμένη, με τους επιχρύσους θώρακας. Μετ' αυτό έβαινεν ο Βασιλεύς.
Ο παρακολουθών στρατιωτικός χρονογράφος λέγει εις το σημείον αυτό:
«Έβαινεν υπό του λαμπροτάτου επιτελείου του συνοδευόμενος. Εφόρει θαυμασίαν πανοπλίαν, από κεφαλής μέχρι ποδών περιβάλλουσαν αυτόν, και θυμοειδεστάτου και ακαθέκτου επέβαινεν ίππου. Μακρότατον εκράτει δόρυ. Εφωτοβόλει υπό τον ήλιον του Αίμου ως ο Άγιος Γεώργιος».
Το κύριον στρατιωτικόν σώμα ήρχετο ιδιαιτέρως κατόπιν υπό τον «πρόεδρον» Βασίλειον. Η υπό τον Βασιλέα εμπροσθοφυλακή απετελείτο, εκτός των Αθανάτων, από 15,000 πεζούς και 13,000 ιππείς.
Σπεύσας ταχύτατος, διήλθε μετ' αυτής τας κλεισούρας του Αίμου ακωλύτως, εισήλθεν εις την Βουλγαρίαν, και την 3ην Απριλίου ευρέθη προ της Πραισθλαύας, προς μεγάλην έκπληξιν των Ρώσσων. Ο Σβιατοσλαύος με την περισσοτέραν δύναμίν του ευρίσκετο εις Δορύστολον, την σήμερον Σιλίστριαν. Η φρουρά της πόλεως διετέλει υπό τον Σφέγγελον, επιφανέστατον Ρώσσον ηγεμόνα, εντός δε αυτής ευρίσκετο ο βασιλεύς των Βουλγάρων Βόρις, μετά της οικογενείας του και ο προδότης Καλοκύρης. 8.500 άνδρας εστοίχισεν εις την φρουράν η έξοδός της προς απόκρουσιν των πολιορκητών.
Την επιούσαν έφθασε και το σώμα του Βασιλείου με τας πολιορκητικάς μηχανάς, επεχειρήθη η εξ εφόδου άλωσις της πόλεως, ήτις επετεύχθη μετά λυσσώδη μάχην, ο Βόρις συνελήφθη, τυχών ηγεμονικών περιποιήσεων, η φθορά των Βουλγαρορρώσσων ήτο μεγάλη.
Οι τελευταίοι καταφυγόντες εις το μέγα και πολυδαίδαλον φρουριακόν Ανάκτορον, 7.000 περίπου, εξωντώθησαν και αυτοί, εμπρησθέντος του Ανακτόρου.
Εις αυτό εφυλάσσοντο πολυτιμότατοι θησαυροί των Βουλγάρων, εξ αρπαγών κυρίως από Ελληνικάς χώρας.
Σπεύδει ο Τσιμισκής προς το Δορύστολον.
Εις 60.000 άνδρας συνεποσούτο η υπό τον Σβιατοσλαύον φρουρά. Εις την πρώτην προ της πόλεως μάχην, ούτος ηττήθη. Εν τούτοις επί μήνα και πλέον αντέστη.
Ο Βυζαντινός στόλος εφύλαττε τον ποταμόν, ώστε δεν ηδύναντο οι πολιορκούμενοι να εκφύγωσι διά των πλοίων των. Κατά την τελευταίαν εκ παρατάξεως μάχην προ των τειχών, ο Βασίλειος, σωματοφύλαξ Ανεμάς, υιός του τελευταίου Εμίρου της Κρήτης Απδούλ Αζίζ, όστις είχε φονεύσει εις προηγουμένας προ της πόλεως συμπλοκάς τον γενναιότατον Ίκμορα, τον πρώτον μετά τον Σβιατοσλαύον Ρώσσον ηγεμόνα, επλήγωσε βαρέως τον Σβιατοσλαύον. Κυκλωθείς και αυτός εφονεύθη. Εις προηγουμένην συμπλοκήν εφονεύθη και ο Ιωάννης Κουρκούας, πολεμήσας ανδρειότατα. Κατά την μάχην ταύτην οι εχθροί απώλεσαν 15.000 άνδρας, οι Έλληνες 850.
Απελπισθείς ο Σβιατοσλάβος, προήλθεν εις συμβιβασμόν, συνηντήθη με τον Βασιλέα, απήλθε μετά των μετ' αυτού, αφού απέδωκε τους αιχμαλώτους, αλλά εις την αντίθετον όχθην Πετσενέγοι, ενεδρεύοντες, κατέσφαξαν και αυτόν και τους πλείστους των ανδρών του.
Θεοδωρούπολιν ωνόμασεν, από του αγίου Θεοδώρου, ο Βασιλεύς το Δορύστολον, όπως την Πραισθλαύαν Ιωαννούπολιν. Τέσσαρας μήνας μετά την εκστρατείαν ο Τσιμισκής επανήρχετο θριαμβευτής εις την πρωτεύουσαν.
Χρυσοκόλλητον λευκοπώλον άρμα ανέμενε τον Βασιλέα, και μυριάδες λαού, προ των τειχών.
Στέφανοι και σκήπτρα εκ χρυσού και λίθων πολυτελών προσεφέρθησαν εις αυτόν.
Δεν ηθέλησε να επιβή του άρματος, έθηκεν επί αυτού τα πολυτιμότατα των λαφύρων, και επί του εν αυτώ χρυσηλάτου θρόνου την εικόνα της Θεομήτορος, ενηγκαλισμένης τον Θεάνθρωπον Λόγον, ην εκ Βουλγαρίας εκόμισε.
Παρηκολούθησε την πομπήν έφιππος, με διάδημα εις την κεφαλήν.
Εις τον Ναόν της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπου κατέληξεν η πομπή, ηυχαρίστησε τον Ύψιστον, και επί της Αγίας Τραπέζης κατέθηκε το λαμπρότατον και πολυτιμότατον βουλγαρικόν στέμμα, λάφυρον.
Πείσας τον Βόριν να καταθέση τα παράσημα της βασιλείας, ήτοι την περιπόρφυρον και διά χρυσού και μαργαριτών κατάστικτον τιάραν, την αλουργόν εσθήτα, τον ανεκήρυξε μάγιστρον.
Η Βουλγαρία εγένετο βυζαντινή επαρχία.
*
* *
Απεφάσισεν έπειτα ο Ιωάννης να αναλάβη μέγαν αγώνα κατά των Μωαμεθανών, ίνα ανακτήση την Συρίαν μετά της Φοινίκης και Ιουδαίας, την Βαβυλωνίαν, την Μεσοποταμίαν και την καθαυτό μεγάλην Αρμενίαν, δημιουργών ούτω σύνορα εις το κράτος τον Άραξον, το Κάσσιον όρος, τον Τίγριν, την έρημον της Συρίας και τον Σουεσσικόν ισθμόν.
Πρώτον κατετροπώθησαν οι Μωαμεθανοί περί την Έδεσσαν, εις την Μεσοποταμίαν και εις την μεγάλην Αρμενίαν.
Έντρομοι οι Μωαμεθανικοί στρατοί έφευγον προς την Βαγδάτην. Αλλά ο Εμίρης Αβού Ταγλάβ κατώρθωσε να επανορθώση τας συνεπείας των ηττών τούτων.
Το επόμενον έτος 974 ο Τσιμισκής ανεδείχθη νικητής εις όλας τας μάχας, και έβαινε προς το Βαγδάτιον, ότε ο Καλίφης αυτού επρότεινε συνδιαλλαγήν, αντί ετησίου φόρου, πλουσιωτάτων δώρων και χρηματικού ποσού μεγάλου.
Επανήλθεν εις την πρωτεύουσαν ο Βασιλεύς, τελέσας «θρίαμβον» και επιδείξας τα πλουσιώτατα εξ Ασίας λάφυρα.
Το επόμενον έτος, επειδή οι Μωαμεθανοί παρεβίασαν τας συνθήκας και κατέλαβον πάλιν όλας τας μεταξύ Ευφράτου και Τίγρεως χώρας, ο Βασιλεύς εξεστράτευσεν εκ νέου κατ' αυτών, εισήλθεν εις την Συρίαν, εκυρίευσε την Ιεράπολιν, την Απάμειαν, την Έμυσον, την Ηλιούπολιν. Ώρμησε προς την Δαμασκόν, εδέχθη υποταγήν του Εμίρου της πόλεως, διήλθε το Λιβανόν όρος, εκυρίευσεν εξ εφόδου οχυρώτατον φρούριον, επί υψηλής και αποτομωτάτης κορυφής αυτού ευρισκόμενον, κατέβη εις την Φοινίκην, κατέλαβε την Βηρυτόν.
Επανερχόμενος, διήλθε δια του Αναβάρζου και διά του Ποδανδού και άλλων ευφόρων χωρών, αίτινες ήσαν ιδιοκτησία του παρακοιμωμένου Βασιλείου.
Ηγανάκτησεν ο Βασιλεύς εκ της τοιαύτης αποκαλύψεως, και εξεφράσθη δριμύτατα.
Ο Βασίλειος, φοβηθείς απώλειαν και του μεγίστου αυτού αξιώματος, εβουλεύθη κακόν κατά του Ιωάννου.
Και διά τούτο, ότε ούτος έφθασεν εις την παρά το όρος Ολυμπού έπαυλιν του εκ των μάλλον εξεχόντων μεγιστάνων του Βασιλείου πατρικίου και σεβαστοφόρου Ρωμανού, δι' ενός των ευνούχων υπηρετών, εδηλητηρίασε τον Βασιλέα ο παρακοιμώμενος διά δηλητηρίου, εξαντλούντος βραδέως τον οργανισμόν.
Τω όντι, μετά τινας μήνας, ο Τσιμιτσής είχεν απομείνει σκιά.
Απέθανε την 10ην Ιανουαρίου του 976 ετών 51.
Χαρακτήρ εξαιρετικός, λαμπροτάτων ψυχικών και ηθικών αρετών, σκιασθεισών μόνον από την νύκτα του εγκλήματός του κατά του Νικηφόρου, περιφημότατος πολεμιστής και στρατηλάτης μεγαλοφυής, έμπλεως από τον θρησκευτικόν ιδεολογισμόν του Μεσαιωνικού Ελληνικού Κράτους, αποτελεί, μετά του Νικηφόρου του Φωκά και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ένα εκ των περιφανεστάτων και εξοχωτάτων Ηγετών της Ελληνοβυζαντινής Αυτοκρατορίας.
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ
ΟΔΟΣ ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΛΩ 11α
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΕΙΣ Β'. ΕΚΔΟΣΙΝ | ||||
Αρ. | 1. | ΥΒΕΤ (κ. λ. π.) του Γκυ- ντε-Μωππασάν | Δρ. | 3. — |
» | 3. | ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΈΣ ΨΥΧΕΣ του Λ. Μαρκέλλου | » | 2.50 |
» | 4. | Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ του Δρος Βιλζ | » | 1.25 |
» | 14. | ΜΥΡΙΑΜ ΚΑΙ ΙΗΣΟΥΣ του Ζακ Καντέλ | » | 3. — |
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΕΙΣ Α'. ΕΚΔΟΣΙΝ | ||||
Αρ. | 20. | Η ΑΡΑΧΝΗ του Ευστρ. Ευστρατιάδου | » | 3. — |
» | 21. | ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ του Β. Ηλιοπούλου (Lux) | » | 2.50 |
» | 22. | ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟIIΑ του Χ. Παπαντωνίου | » | 2. — |
» | 23. | Ο ΑΓΩΝ ΔΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ του Γέριγκ | » | 3. — |
» | 24. | Ο ΝΑΝΤΑΣ του Αιμιλίου Ζολά | » | 2. — |
» | 25. | ΜΑΡΣΚΑ του Σούμπιν | » | 3.50 |
» | 26. | Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ του Γκόγκολ | » | 2.50 |
» | 27. | ΡΩΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ της Grazia Delleda | » | 2. — |
» | 28. | ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ του Κου ΣΑΜΠΡ Αιμ. Ζολά | » | 2. — |
» | 29. | ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΑΓΩΝΙ του Ερρίκου Μπορντώ | » | 2.50 |
» | 30. | 1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ — 2) Ο ΠΑΤΕΡ ΣΕΡΓΙΟΣ του Λέοντος Τολστόη |
» | 4. — |
» | 31. | 1) ΥΒΕΤ 2) ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ του Γκυ ντε Μωππασάν | » | 3. — |
» | 32. | ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ υπό Έδγαρ Πόε | » | 2. — |
» | 33. | ΟΙ ΠΟΝΕΜΕΝΟΙ του Μπγιεστέρν Μπγιόρσον | » | 5. — |
ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ||||
ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ του Κονδυλάκη (Διαβάτου) | Δρ. | 5. — | ||
ΣΕΛΙΔΕΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ του Δ. Λαμπίκη | » | 4. — |
1) Διάταξιν. ↩
2) Ο κατόπιν Βουλγαροκτόνος.↩
3) Βουλγαρίαν.↩
4) Φυσικόν εξάρτημα, παράρτημα, παρέκτασις.↩
5) Ο Ιγώρ, ηγεμών του Κιέβου, δις επήλθε κατά της Κων)πόλεως, με πολυπληθέστατον στόλον, αλλά κατεστράφη διά του υγρού πυρός.↩