.
αβγοτάραχο
αβγοτάραχο < αβγό και τάριχος (ταριχευμένο αυγό)
Ουσιαστικό
αβγοτάραχο ουδέτερο
ταριχευμένη ωοθήκη ψαριού
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.