.

Ετυμολογία
αγροληψία < αγρο- (< αγρός) + -ληψία (< λαμβάνω)

Ουσιαστικό

αγροληψία θηλυκό

(νομικός όρος) η λήψη ξένου αγρού για εκμετάλλευση κατόπιν συμφωνίας

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αγροληψία αγροληψίες
γενική αγροληψίας αγροληψιών
αιτιατική αγροληψία αγροληψίες
κλητική αγροληψία αγροληψίες

Συνώνυμα

πάχτο
πάχτωμα

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη: αγρολήπτης

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library