.
Ετυμολογία
αγρολήπτης < αγρο- (< αγρός) + -λήπτης (< λαμβάνω)
Ουσιαστικό
αγρολήπτης αρσενικό (θηλυκό: αγρολήπτρια)
(νομικός όρος) ο αγρότης που ενοικιάζει γη προς καλλιέργεια έναντι ενός ποσοστού επί της παραγωγής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αγρολήπτης | αγρολήπτες |
γενική | αγρολήπτη | αγροληπτών |
αιτιατική | αγρολήπτη | αγρολήπτες |
κλητική | αγρολήπτη | αγρολήπτες |
Συγγενικές λέξεις
αγροληπτικός
αγροληψία
→ δείτε τις λέξεις: αγρός και λαμβάνω
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.