.
Περιφέρεια : Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης
Νομός : Έβρου
-- Δήμος Βύσσας --
Τα Ρίζια είναι οικισμός του Νομού Έβρου και ανήκει σήμερα διοικητικά στον Δήμο Ορεστιάδας.
Τα Ρίζια βρίσκονται στο Βόρειο τμήμα του Νομού Έβρου περίπου 20 χιλιόμετρα βορείως της Ορεστιάδας. Το χωριό αριθμεί περί τους 1700 κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αγρότες. Πηγή ζωής αλλά και ομορφιάς αποτελεί ο ποταμός Άρδας που ρέει παραπλεύρως του χωριού. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες κατά τους χειμερινούς μήνες και σχετικά υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο και η άνοιξη είναι οι καλύτερες εποχές, από άποψη θερμοκρασίας, για να επισκεφθεί κάποιος τα Ρίζια. Το Νοέμβριο και συγκριμένα στις 8 του μηνός γιορτάζει το χωριό, αφού η εκκλησία του είναι αφιερωμένη στους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πλήθος κόσμου συρρέει στο Ναό κάθε χρόνο, διότι εκεί βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, δωρεά των κρεοπωλών του Κάραγατς το 1825. Επίσης, κάθε χρόνο στις αρχές Αυγούστου, διοργανώνεται στην παραλία του Άρδα η γιορτή καλαμποκιού με μουσικοχορευτικές και άλλες εκδηλώσεις.
Η Ιστορία των Ριζίων Αρχαιότητα
Τα Ρίζια (με αυτό το όνομα) είναι ένα χωριό με ιστορία περίπου 200 χρόνων. Ωστόσο ανασκαφές στην τοποθεσία Άγιος Νικόλαος ή Τσάγια, περιοχή η οποία βρίσκεται 600 μέτρα βορειοανατολικά του χωριού, δείχνουν πως κατοικήθηκε πολύ νωρίτερα. Συγκεκριμένα στην περιοχή ανακαλύφθηκαν υπολείμματα οικισμού της πρώιμης εποχής του Σιδήρου (9ος – 8ος αιώνας Π.Χ.), κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν τα μεγαλιθικά μνημεία που λαξεύονταν σε φυσικούς ογκόλιθους. Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν ύστερα από διαπίστωση της αναγκαιότητας τους από την Αρχαιολογική εταιρία, από τον Ε.Πεντάζο. Στην ίδια θέση υπήρχε τύμβος με διάμετρο 30 και ύψος 7 μέτρα. Με τη διάνοιξη δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών κατά τα έτη 1987-1989, διαπιστώθηκε ότι ο τύμβος ήταν ταφικός και είχε κατασκευαστεί με χώματα και υλικά του οικισμού. Η επίχωση του τύμβου περιείχε άφθονη κεραμική με εγχάρακτη, ραβδωτή και εμπίεστη διακόσμηση, πήλινα σφοντύλια, είδωλα κ.α. στη βάση του τύμβου και σε διάφορα σημεία εντοπίστηκαν δάπεδα από πηλό που ανήκαν σε πασσαλόπηκτα σπίτια του οικισμού. Η ύπαρξη σπιτιών ενισχύεται και από την εύρεση απορριμματικών λάκκων οι οποίοι θα κατασκευάστηκαν αρχικά ως αποθηκευτικοί. Τέτοιες κατοικίες δεν εντοπίστηκαν μέχρι τώρα , αλλά σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις πρέπει να ήταν κατασκευασμένες με πασσάλους , κλαδιά και πηλό, όπως αυτές που είναι γνωστές από ανασκαφές της γειτονικής Βουλγαρίας . Εκεί μάλιστα βρίσκονται κατά 0,60 μ. μέσα στο φυσικό έδαφος . Η εστία στο εσωτερικό τους βρίσκεται πάντοτε στη δυτική πλευρά, ενώ ο φούρνος και οι λάκκοι για την αποθήκευση βρίσκονται σε γειτονικό χώρο εξωτερικά των κατοικιών.
Η κεραμική που προέρχεται από τα Ρίζια έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την κεραμική που προέρχεται από τους τύμβους και τους τάφους της Ρούσσας. Στο νοτιοανατολικό τμήμα και κοντά στην περιφέρεια του τύμβου εντοπίστηκε ορθογώνιος λάκκος με ψημένα τα τοιχώματά του από τη φωτιά και με έντονα ίχνη της καύσης του νεκρού. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν θραύσματα γυάλινων αγγείων, σιδερένια καρφιά, πήλινο πινάκιο και δύο χάλκινα νομίσματα από τα οποία το ένα είναι της Αδριανουπόλεως, εποχής Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.). Στην κύρια όψη του νομίσματος εικονίζεται προτομή του Αυτοκράτορα , ενώ στην άλλη εικονίζονται καθιστοί οι τρεις ποταμοί της περιοχής Έβρος, Άρδας, Τούνζας και υπάρχει επιγραφή «Αδριανοπολιτών» (ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Δ.Τριαντάφυλλος – Δ. Τερζοπούλου).
Η περιοχή του οικισμού με εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια , ο ευρύτερος χώρος του Έβρου και του Άρδα που γνώρισε μετακινήσεις φυλών και διασταυρώσεις πολιτισμών μαζί με τις συχνές παλαιότερα πλημμύρες και προσχώσεις του ποταμού, ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν στην επιλογή της θέσης με στόχο τον εντοπισμό διαδοχικών πολιτιστικών φάσεων, ως την χαλκολιθική και Νεολιθική εποχή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε ανασκαφική έρευνα σε οικισμό της πρώιμης εποχής του Σιδήρου στο χώρο της Δυτικής Θράκης. Αξίζει να αναφερθεί ότι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν και σε άλλα μέρη της Θράκης και του Έβρου όπως: στο σπήλαιο Μαρώνειας και στις ακροπόλεις Αγίου Γεωργίου και Εργάνης, οι ανασκαφές στη Ρούσσα, Κοτρωνιά, Προσκυνητές Ροδόπης και στο Νεοχώρι Ξάνθης του Δ. Τριαντάφυλλου, οι ανασκαφές του Δ. Μάτας στο Μικρό Βουνί και στο Βρυχό Σαμοθράκης και τέλος η ανασκαφή της Μάκρης και οι εθνοαρχαιολογικές έρευνες στη Σαρακηνή Ροδόπης του Ν. Ευστρατίου. Ο μεγαλιθικός προϊστορικός πολιτισμός του Έβρου είναι ένα σπάνιο μνημειακό σύνολο για την περιοχή της Νότιας Βαλκανικής. Αποτελεί μια τοπική ιδιομορφία που δεν απαντάται τόσο οργανωμένα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο ενώ και σε σχέση με την Ευρώπη, η πυκνότητά του σε λαξευτά βραχογραφήματα μόνο με την Valcamonica της βόρειας Ιταλίας θα μπορούσε να συγκριθεί. Πολλοί είναι εκείνοι που τονίζουν ότι οι ανασκαφές θα έπρεπε να συνεχιστούν για να συμπληρωθούν όλα τα κενά που δεν επιτρέπουν την ανασύνθεση της ζωής του ανθρώπου κατά τη διάρκεια των διαφόρων περιόδων της προϊστορίας. Τα Ρίζια από το 1800 και μετά.
Τα Ρίζια είναι ένα πολύ παλιό χωριό με ιστορία πολύ λίγο γνωστή σε μας τους νεώτερους. Aνήκαν διοικητικά στην Αδριανούπολη και ήταν ένα από τα δύο χωριά (σε σύνολο δεκαεννέα χωριών) που είχε Ελληνικό όνομα. Το χωριό καταστράφηκε τελείως κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Σπίτια, σχολεία και εκκλησία κάηκαν ή ανασκάφηκαν εκ θεμελίων. Τούρκοι κομιτατζήδες συνέλαβαν τον μουχτάρη του χωριού Κωνσταντίνο, τον βασάνισαν ποικιλοτρόπως, του αφαίρεσαν τα δόντια και τον πέταξαν σε ένα φρεάτιο. 16 οικογένειες διέφυγαν στην Ελλάδα μετά από επανειλημμένες επιθέσεις των Τούρκων τον Φεβρουάριο του 1914.
Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη του χωριού από το 1800.Στην παλιά εκκλησία του χωριού , πριν την ίδρυση της, υπήρχε νεκροταφείο ,όπου όλες οι επιτύμβιες πλάκες είχαν χρονολογίες από το 1800 ως το 1850. Έτσι σκάβοντας οι άντρες του χωριού και ανοίγοντας θεμέλια για την παλιά εκκλησία έβρισκαν ταφόπετρες με αυτές τις χρονολογίες. Για παράδειγμα βρέθηκε μια ταφόπετρα με επιγραφή που αναφέρει ότι η Ελένη του Γιάνκου απεβίωσε τον Αύγουστο του 1835 .Πολλές από αυτές τις πλάκες πιθανόν να υπάρχουν και σήμερα. Ακόμη άντρες από το κρεοπωλείο του Κάραγατς έκαναν δώρο στην εκκλησία του χωριού μια εικόνα του 1815 που απεικονίζει τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και υπάρχει μέχρι σήμερα. Η εικόνα αυτή λέγεται πως είναι θαυματουργή γι' αυτό και κάθε χρόνο στις 8 Νοεμβρίου που γιορτάζει η εκκλησία του χωριού συρρέει πλήθος πιστών για προσκύνημα.
Στα Ρίζια δεν υπήρχαν πρόσφυγες . Οι πιο παλιοί θυμούνται μόνο 12 οικογένειες. Άλλη πληροφορία αναφέρει ότι παλιά υπήρχαν στο χωριό 30 οικογένειες Χριστιανών και 30 οικογένειες Τούρκων. Το χωριό τότε κατοικούνταν από ντόπιους κατοίκους, όχι από Πόντιους ,Αρβανίτες ή Γκαγκαβούζηδες. Αλλά αργότερα ήρθανε 18 οικογένειες, από την Ανδριανούπολη και το Κάραγατς .Επίσης γύρω στα 1920 ήρθαν στο χωριό πέντε άτομα ως χωροφύλακες , πήραν γυναίκες από τα Ρίζια, και δημιούργησαν οικογένειες.
Το 1890 ήρθε για πρώτη φορά παπάς στο χωριό, ο παπα-Αδάμης. Ως τότε ερχόταν ένας παπάς από την Αδριανούπολη. Το χωριό, για κάποια περίοδο, ονομαζόταν Νταουτζιάρα . Το σημερινό όνομα όμως του χωριού, παραμένει ακόμη και σήμερα ένα μυστήριο, καθώς κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από πού προήλθε. Υπάρχουν λοιπόν 5 εκδοχές: Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζει ότι προέρχεται από την παραγωγή ρυζιού, εξ ου και η ονομασία Ρύζια. Συγκεκριμένα στην περιοχή Αετόλοφος υπήρχε μία πηγή που τα νερά της κάλυπταν όλη την τοποθεσία από τη συγκεκριμένη περιοχή έως την περιοχή του χωριού με αποτέλεσμα την καταλληλότητα του εδάφους για την καλλιέργεια ρυζιού. Όταν σταμάτησε η καλλιέργεια ρυζιού άλλαξε και η ορθογραφία του ονόματος του χωριού σε Ρίζια. Η 2η εκδοχή υποστηρίζει ότι το χωριό κτίστηκε δυο φορές κατά την εποχή της τουρκοκρατίας και κάηκε και τις δυο φορές από τους Τούρκους! Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να το ονομάσουν Ρίζια για να ριζώσει, όπως κι έγινε. Η 3η εκδοχή προκύπτει από την ύπαρξη πλούσιων ριζωμάτων στις όχθες του ποταμού Άρδα. Η 4η εκδοχή τελευταία υποστηρίζει ότι το χωριό πήρε το όνομα του από τον Ιταλό μεγαλογαιοκτήμονα Richi, ο οποίος είχε στην κατοχή του όλη την περιοχή των Ριζίων και έτσι της έδωσε το όνομα του. Η 5η και τελευταία υποστηρίζει ότι το όνομα Ρίζια δόθηκε από κάποιο Ιταλό πρόξενο, τον Βερνάτσιο, ο οποίος όταν ερχόταν στην περιοχή για να δει τα χωράφια του αποκαλούσε το χωριό με την ιταλική του ονομασία, δηλαδή Ρίζια. Ο σημερινός τρόπος γραφής του ονόματος του χωριού πάντως είναι Ρίζια.
Στα πρώτα χρόνια του χωριού ,λοιπόν, γύρω στο 1800 υπήρχαν μόνο 30 σπίτια Τούρκων και 30 σπίτια χριστιανών . Οι Τούρκοι είχαν φιλικές σχέσεις με τους κάτοικους Στο χωριό οι κάτοικοι δεν είχαν ούτε περιουσίες ούτε βοϊδάμαξες , ούτε ζώα, ούτε δουλειές και έτσι αναγκάζονταν να δουλεύουν στα δυο μεγάλα τούρκικα τσιφλίκια για μια μπουκιά ψωμί. Η εργασία που αναλάμβαναν ήταν πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχαν τα σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα , παρά μόνο ξύλινα εργαλεία με τα οποία δούλευαν στους κάμπους και έσπερναν μόνο καλαμπόκι. Από αυτές τις εργασίες δεν έπαιρναν χρήματα παρά μόνο λίγο φαγητό για να συντηρούν τις οικογένειες τους. Την ώρα της εργασίας οι Τούρκοι έδιναν στους εργάτες γεύμα με την ονομασία τσορμπάς που αποτελούνταν από διάφορα φαγητά ( φασόλια, φακές, ρεβίθια). Δούλευαν μόνο οι μεγάλοι σε ηλικία .Πολλοί μάλιστα δούλευαν στα αμπέλια της Αδριανούπολης. Από το 1904 που έγινε ο δρόμος Αδριανούπολη–Ορκαχιοϊ άρχισαν να δουλεύουν και οι νεότεροι στα αμπέλια των πλούσιων Τούρκων. Η ζωή τους όμως, πριν από την δημιουργία του δρόμου ήταν απελπιστική. Παρόλα αυτά επιβίωσαν, και με το πέρασμα των χρόνων κατάφεραν να φτιάξουν ένα εξαιρετικά όμορφο χωριό.
Τα Τσιφλίκια τα διοικούσαν Τούρκοι. Στα Ρίζια οι Τσελεμπήδες είχαν στην κατοχή τους 4000 στρέμματα. Τα πράγματα, όμως ξεκίνησαν να αλλάζουν το 1880 όταν οι γεωργοί αρχίζουν να αποκτούν ζώα και να σπέρνουν τα χωράφια με το ξύλινο αλέτρι. Το 1920 αρχίζουν να καλλιεργούν τα χωράφια (μπαϊρια) χρησιμοποιώντας τα σιδερένια άροτρα. Στη δεκαετία 1930-40 αναφέρεται και η εκτροφή κουκουλιών (σηροτροφεία). Ακόμη καλλιεργούνταν καπνά ως επί το πλείστον για προσωπική χρήση και όχι για εμπόριο. Γύρω στα 1935-36 απαγορεύθηκε η καλλιέργεια και δόθηκε εντολή να καταστραφούν ή να παραδοθούν στην αστυνομία με αποτέλεσμα να καούν πολλά χωράφια με καπνά στην περιοχή του Αϊ Νικόλα. Άλλες καλλιέργειες ήταν το ζαχαροκάλαμο, η σκούπα, το βαμβάκι, το σουσάμι κ.τ.λ.
Η Ρωσία λίγα χρόνια πριν, το 1876 κήρυξε πόλεμο με την Τουρκία . Από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία έφτασαν οι Ρώσοι και στο χωριό κυνηγώντας τους Τούρκους. Όταν ήρθαν οι Ρώσοι στα Ρίζια είχαν καλές σχέσεις με τους ντόπιους. Μόνο τότε μπόρεσαν οι Ριζιώτες να αποκτήσουν τα πρώτα τους ζώα και κάρα ,αφού τα άφηναν πίσω τους οι κυνηγημένοι Τούρκοι. Οι Ρώσοι στρατιώτες προχώρησαν στη Ρουμανία και στην Βουλγαρία και έφτασαν μέχρι έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Τότε οι Τούρκοι της Βουλγαρίας έφυγαν από το Σβίλενγκραδ προς την Αδριανούπολη με 100 βοϊδάμαξες. Μια άλλη ομάδα ερχόταν από την Αδριανούπολη ξεγυμνώνοντας στο πέρασμα τους όλα τα χωριά . Οι Καραγατσιανοί, οι Καστανιώτες και οι Ριζιώτες συνεννοήθηκαν να τους αντιμετωπίσουν, όλοι μαζί γιατί αλλιώς θα πάθαιναν τρομερή ζημιά από την τούρκικη αυτή φυλή, τους Τσερκέζηδες. Μόλις οι Έλληνες έμαθαν ότι ερχόταν οι Τούρκοι , έπιασαν το Ηρίντερέ ή Ηριτερκή (η τοποθεσία βρίσκεται 1 χιλιόμετρο μακριά από τα Ρίζια).Όταν Οι Τούρκοι έφτασαν στον Ηρίτερκη, ξέζεψαν τις άμαξες τους για να ξεκουραστούν και να βοσκήσουν τα ζώα. Τη νύχτα περικυκλωθήκανε από τους Έλληνες οι οποίοι το πρωί στέλνουν μήνυμα, λέγοντας τους να παραδοθούν, γιατί ήταν περικυκλωμένοι . Ο αρχηγός των Τούρκων όμως απάντησε ότι οι Τσερκέζηδες χώμα γίνονται δεν παραδίνονται. Περίπου 20 Τούρκοι ανέβηκαν στα άλογα τους για να χτυπήσουν τούς Έλληνες, ενώ αυτοί τους είχαν στήσει ενέδρα . Σκοτώθηκαν τέσσερις περίπου πέφτοντας στην ενέδρα, ενώ οι άλλοι γύρισαν πίσω . Τότε οι δικοί μας όρμησαν στις άμαξες τους .Οι Τούρκοι πανικοβλήθηκαν από την ορμή και τον ηρωισμό των Ελλήνων και έφυγαν. Αμέσως ξεσηκώθηκαν όλοι οι κάτοικοι των χωριών (Ριζιώτες, Καστανιώτες, Γκαγκαβούζηδες) και κυνηγώντας τους Τούρκους κατάφεραν να τους διώξουν από τα ελληνικά εδάφη. Το 1912 η Βουλγαρία , η Ελλάδα και η Σερβία κήρυξαν πόλεμο στην Τουρκία. Οι Τούρκοι μάζεψαν από το χωριό όλα τα ζώα και τις τροφές . Όσα γλίτωσαν τα πήραν οι Βούλγαροι, που πέρασαν τους αιχμαλώτους Τούρκους μέσα από τα Ρίζια. Ήταν περίπου 20000 και όσοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τους σκότωναν επί τόπου. Το 1913 όταν πολεμούν οι Έλληνες με τους Βουλγάρους, οι Τούρκοι ξανάρχονται. Έχουν στο στρατό τους και Άραβες που λεηλατούν, βιάζουν και σκοτώνουν. Οι Τούρκοι που έμειναν παλιά στα Ρίζια, ξανάρχονται και παίρνουν πίσω τις περιουσίες τους, καίγοντας αυτούς που τις είχαν. Το 1918 με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στην Ελλάδα η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη. Το 1919 ήρθε στα μέρη μας ο Γαλλικός Στράτος και το 1920 ο Ελληνικός στρατός με ένα τάγμα τσολιάδων. Από το 1921 ως το 1925 υπήρχε επιδημία κοκίτη στο χωριό. Καθημερινά πέθαιναν 2-3 παιδιά. Στο κοινοτικό κατάστημα του χωριού υπάρχουν έγγραφα που μαρτυρούν ότι τα έτη 1920-1933 τα χωριά, Καναδάς, Άρζος, Κέραμος, Φυλάκιο και Χανδράς ανήκαν στην επικράτεια των Ριζίων, τα οποία τότε ήταν δήμος. Το 1933 πλημμύρισαν περισσότερα από 30 σπίτια, επειδή ένα ρέμα κατέβασε πολύ νερό. Το 1936 όταν ο Μεταξάς ίδρυσε την Ε.Ο.Ν., υπήρχαν στα Ρίζια 60 φαλαγγίτες και 20 πρόσκοποι που φορούσαν μπλε ρούχα. Η Ιστορία των Ριζίων μετά τον πόλεμο του 1940. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Ριζιώτες ήταν ενωμένοι και δεν υπήρχαν Γερμανόφιλοι ή συνεργάτες των Γερμανών . Αυτή η ιστορία διασώθηκε από στόμα σε στόμα και είναι η πολύτιμη κληρονομιά μας. Το 1945 κάτοικοι των Ριζίων άρχισαν να φεύγουνε στα βουνά μετά την απελευθέρωσή τους από τις κατοχικές δυνάμεις του Χίτλερ. Πολλοί, γύρω στα 40-50 άτομα έφυγαν και συγκεντρώθηκαν στη Σερβία ,όπου ίδρυσαν ένα στρατόπεδο με την ονομασία Μπουλκές . Εκεί εκπαιδεύονταν για να έρθουν σε επαφή λίγο καιρό μετά, με τους έλληνες που ζούσαν, εδώ. Το 1946 έφυγαν ακόμα 6 άτομα από τα οποία οι δύο πιάστηκαν από την αστυνομία. Ο ένας ,ο Θυμιούδης Στέργιος, πιάστηκε στην Δαδιά, σοβαρά τραυματισμένος στο πόδι, με αποτέλεσμα να το χάσει και ο άλλος, ο Εμμανουηλίδης Ζαχαρίας, στο Καράτσαλι ( μια περιοχή κοντά στο χωριό) στο εκκλησάκι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Οι ποινές όσων καταδικάζονταν ξεκινούσαν από 3 χρόνια φυλάκιση μέχρι και ισόβια και έτσι πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν, ενώ άλλοι εξορίστηκαν στα νησιά Γυάρο και Μακρόνησο. Οι πιο πολλοί κατέφυγαν στα βουνά και έτσι άρχισε ο ανταρτοπόλεμος, ο πιο τρομερός εμφύλιος στην ιστορία της Ελλάδας. Τα ανταρτικά σώματα αποτελούνταν κυρίως από κομμουνιστές, οι οποίοι μετά το 1945 δεν υπάκουαν στους νόμους του κράτους. Οι κάτοικοι βρίσκονταν σε απόγνωση ,γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν πλέον όχι μόνο το κράτος αλλά και τους αντάρτες. Μια διμοιρία στρατού ήρθε στο χωριό και με διμοιρίτη τον Κωνσταντινίδη Αθανάσιο δημιουργήθηκαν τα Τ.Ε.Α. Οι άντρες από 16-18 χρονών έκαναν πολυβολεία γύρω από το χωριό με συρματοπλέγματα. Το τέλος του πολέμου ήρθε στις 29 Αυγούστου 1949, όταν νικήθηκαν οι δυνάμεις των ανταρτών στα βουνά Γράμμος και Βίτσι. Το 1967 πάλι οι δυνάμεις των ΤΕΑ βρισκόταν στα σύνορα με την Τουρκία όπως και το 1974 με την μόνη διαφορά ότι εγκατέλειψε το χωριό ο άμαχος πληθυσμός και πήγε στα χωριά Μηλιά, Κυπρίνο, Κόμαρα, και Θεραπειό όπως έγινε και το 1987.
To Δημοτικό σχολείο.
Όπως λένε οι γηραιότεροι του χωριού, το πρώτο δημοτικό σχολείο υπήρξε το κελί που λειτουργούσε τα έτη 1919-1921. Το 1923 έγινε το πρώτο δημοτικό σχολείο στην τοποθεσία όπου βρίσκεται ο παιδικός σταθμός. Λειτούργησε εκεί για πολλά χρόνια, ώσπου κρίθηκε ακατάλληλο το κτίριο για να λειτουργεί ως σχολείο. Το σχολείο συνέχισε να λειτουργεί στο γυναικωνίτη της εκκλησίας , σε σπίτια, αποθήκες και μαγαζιά, μέχρι το 1956-57 οπότε και έγινε το σημερινό σχολείο. Πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι το σχολείο χτίστηκε σε δύο δόσεις. Το σημείο όπου βρίσκεται το δημοτικό σχολείο ήταν το Τούρκικο νεκροταφείο και γύρω απ’ αυτά τα οικόπεδα ήταν ο Τούρκικος Μαχαλάς. Όλα αυτά πέρασαν οριστικά στα χέρια των κατοίκων του χωριού μετά το 1941. Μάλιστα. κατά την περίοδο που το σχολείο λειτουργούσε στην εκκλησία και επειδή η εικόνα των Ταξιαρχών που υπάρχει εκεί λέγεται πως είναι θαυματουργή, πολλές οικογένειες που μέλη τους ήταν ψυχικά άρρωστοι, πήγαιναν τους αρρώστους στην εκκλησία και τους άφηναν συνήθως 40 μέρες, αλυσοδεμένους, με την ελπίδα να γιατρευτούν. Πολλοί από αυτούς πράγματι γιατρεύτηκαν με αξιοθαύμαστο τρόπο, ακόμα και σοβαρές περιπτώσεις, ωστόσο όσοι πήγαιναν τότε στο σχολείο έχουν να αφηγηθούν αρκετές ιστορίες των ανθρώπων αυτών που κάποιες φορές λυνόταν και κινδύνευαν τα παιδιά που βρισκόταν εκεί, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό γινόταν συνέχεια.
Αξιοθέατα
Παραλία ποταμού Άρδα
Η παραλία του ποταμού Άρδα βρίσκεται δίπλα στο χωριό. Εκεί υπάρχουν πολλά μαγαζιά για διασκέδαση και χαλάρωση στα οποία οι επισκέπτες αλλά και οι κάτοικοι του χωριού απολαμβάνουν τη φυσική ομορφιά του ποταμού Άρδα και τη δροσιά που προσφέρει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Επίσης υπάρχει τσιμεντένια κοιτόστρωση (κασίς' στη ντόπια διάλεκτο) που συνδέει τα Ρίζια με τον Καναδά και τα υπόλοιπα χωριά που βρίσκονται στην απέναντι όχθη. Η περιοχή αυτή σε περιόδους έντονων χιονοπτώσεων και βροχοπτώσεων το χειμώνα έχει πλημμυρίσει αρκετές φορές, χωρίς σοβαρές ζημιές ευτυχώς. Στην παραλία του ποταμού Άρδα διοργανώνεται κάθε χρόνο η γιορτή καλαμποκιού, για να τιμηθεί το προϊόν αυτό, στην οποία εμφανίζονται χορευτικά συγκροτήματα και χορωδίες, γίνονται θεατρικές παραστάσεις και ομιλίες και προσφέρεται άφθονο καλαμπόκι στον κόσμο.
Ευρύτερη περιοχή ποταμού Άρδα
Ο ποταμός Άρδας διασχίζει μια αρκετά μεγάλη έκταση, στην οποία πλούσιες συναντώνται η χλωρίδα και η πανίδα. Δέντρα όπως λεύκες (καβάκια στην ντόπια διάλεκτο), ιτιές, φουντουκιές, καρυδιές, μουριές αλλά και πολλά άλλα είδη υπάρχουν στον κάμπο του Άρδα. Επίσης μπορούν να συναντηθούν πολλά είδη ζώων όπως πάπιες, χήνες, κύκνοι κ.α. Κάθε χρόνο, την Πρωτομαγιά πλήθος κόσμου συρρέει στην περιοχή για να απολαύσει τη φύση, το καλό φαγητό και την παρέα, να διασκεδάσει, να χορέψει και γενικότερα να περάσει καλά με τον τρόπο που ταιριάζει σε αυτή τη μέρα. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια προσπάθεια ανάπλασης της περιοχής με ενέργειες όπως δενδροφύτευση, ασφαλτόστρωση κάποιων μικρών δρόμων και τοποθέτηση λαμπών, τραπεζιών για πικνίκ και ψησταριές. Όλα αυτά γίνονται με γνώμονα τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος καθώς ο Άρδας αποτελεί περιοχή Natura.
Πολιτισμός
Σύλλογοι...
Οι πολιτιστικές δραστηριότητες του χωριού είναι άφθονες καθώς υπάρχουν πολλοί σύλλογοι που διοργανώνουν εκδηλώσεις όλο το χρόνο. Αναβιώσεις εθίμων, γιορτές και το ετήσιο πανηγύρι του χωριού αφιερωμένο στους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ, είναι μόνο μερικές από τις δραστηριότητες. Το χωριό διαθέτει τους εξής συλλόγους: Σύλλογος Γυναικών Ριζίων, Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Ριζίων, Σύλλογος Ηλικιωμένων Ριζίων, Σύλλογος Αιμοδοτών Ριζίων, Ποδοσφαιρική Ομάδα.
Έθιμα Θεοφάνεια
Με τον ερχομό του καινούριου χρόνου, στις 6 Ιανουαρίου, γιορτάζουμε με μεγάλη λαμπρότητα τα Θεοφάνεια. Την παραμονή των Φώτων τελείται στην εκκλησία ο «μεγάλος» αγιασμός. Το αγιασμένο νερό το πίνουν οι άνθρωποι για υγεία και μακροημέρευση. Λέγεται δε, ότι αν το νερό παγώσει, λόγω του σφοδρού ψύχους, θα είναι υγιής ο κόσμος όλη τη χρονιά. Την ίδια μέρα, ο παπάς του χωριού συνοδευόμενος απ’ τον καντηλανάφτη, επισκέπτεται όλα τα σπίτια για να φωτίσει μ’ ένα κλωνάρι βασιλικό τους νοικοκυραίους, τους χώρους του σπιτιού, στάβλους και αποθήκες.
Παλαιότερα, ο καντηλανάφτης περνούσε στο λαιμό του το «χιιμπέ» (μπρος-πίσω τορβάς) για να μαζεύει εκεί μέσα το αλεύρι που πρόσφεραν- σαν αμοιβή- οι νοικοκυρές στον παπά. Επίσης κρατούσε στο χέρι του ένα καλαθάκι για να βάζει τα υπόλοιπα κεράσματα (μπριζόλες, λουκάνικα). Αν κάποιος από τους νοικοκυραίους ήταν τσοπάνος, χάριζε στον παπά μαλλί, το οποίο τύλιγε στο χέρι του καντηλανάφτη. Ανήμερα των Φώτων, μετά τη Θεία Λειτουργία κληρικοί και πιστοί με τα εξαπτέρυγα και τις εικόνες να προπορεύονται της πομπής κατευθύνονται στον ποταμό Άρδα για τον καθιερωμένο Αγιασμό των υδάτων. Αφού ολοκληρωθεί η δοξολογία, ο παπάς ρίχνει το σταυρό στα παγωμένα νερά του ποταμού. Θαρραλέα παλικάρια του χωριού πέφτουν στο ποτάμι για να τον πιάσουν. Ο τυχερός που θα τον πιάσει, μαζί με τους υπόλοιπους θα γυρίσουν τον σταυρό στο χωριό από σπίτι σε σπίτι ψέλνοντας το τροπάριο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..».
Οι άνδρες του χωριού θα επισκεφτούν αμπέλια και χωράφια για να τα ραντίσουν με αγιασμό για «καλή σοδειά και μπερεκέτι».
Μπαμπίν-ντεν
Η ογδόη Ιανουαρίου-γιορτή της Οσίας Δομνίκης – είναι αφιερωμένη στις γυναίκες και ιδιαίτερα σ’ αυτές που είναι μητέρες. Είναι η γιορτή της «μπάμπως», της «μαμής».
Στη Θράκη, συνηθίζουμε να λέμε τη λέξη «μπάμπω» που σημαίνει γριά, και σύμφωνα με μελετητές ίσως να σχετίζεται με το μυθικό πρόσωπο της Βαυβώς. Τη μέρα αυτή-παλαιότερα- οι παντρεμένες γυναίκες και ιδιαίτερα αυτές που είχαν γίνει ή επρόκειτο σύντομα να γίνουν μητέρες, επισκέπτονταν την μπάμπω και της έδιναν δώρα. Της πρόσφεραν μια πίτα, φαΐ και ένα τσιμπέρι. Απαραίτητο όμως ήταν να κρατούν πετσέτα και σαπούνι που θα της τα χάριζαν στη μπάμπω για να πλύνει και να σκουπίσει τα χέρια της. Μετά της φιλούσαν το χέρι σε ένδειξη σεβασμού. Αυτή κερνούσε στις γυναίκες κρασί και γλυκά και καμιά φορά τις φίλευε κιόλας. Και τότε τραγουδούσαν όλες μαζί και γλεντούσαν.
Η ουσιαστική έννοια της συνήθειας αυτής δεν υπάρχει σήμερα. Έχει μετατραπεί σε μια απλή αναπαράσταση εθίμου, γιατί οι πρακτικές μαμές των χωριών έχουν αντικατασταθεί από τα νοσοκομεία και τις κλινικές.
Μπέης
Ένα πολύ παλιό έθιμο που έχει τις ρίζες του στα αρχαία Δημήτρεια. Είναι γιορτή της σποράς.
ΜπέηςΟ Μπέης κάθε περιοχής- στα χρόνια της Τουρκοκρατίας- λειτουργούσε ως φοροεισπράκτορας. Οι Χριστιανοί κάτοικοι βρήκαν ένα τρόπο με τη γιορτή αυτή(έθιμο) απ’ τη μία να τον «τιμούν», κατά κάποιο τρόπο(να του ρίχνουν στάχτη στα μάτια, που έλεγε και ο λαός) και από την άλλη να τον διακωμωδούν. Ο Μπέης καθισμένος πάνω σε στολισμένο κάρο γύριζε από σπίτι σε σπίτι για να εισπράξει τον καθιερωμένο φόρο(ισιούρι). Έριχνε μια χούφτα σπόρους (στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.α.) στην αυλή του κάθε σπιτιού, λέγοντας μια ευχή: «πλούδια, μπιμπούδια κι απ’ όλα τα μπιρικιτούδια».
Τα παλικάρια που τον συνόδευαν (αϊλιακτσήδες) κερνούσαν ούζο ή κονιάκ, σταφίδες και στραγάλια. Κι οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά βραστά, λουκάνικα, ψωμί κ.α. για μεζέ. Αφού τελείωνε το κάλεσμα, μαζευόταν συνήθως σ’ ένα καφενείο (παλαιότερα στο σπίτι του Μπέη) κι εκεί μέσα έτρωγαν και έπιναν με την παρουσία των ξακουστών ζουρνατζήδων και νταουλτζήδων. Έξω ήταν αραδιασμένα τα «ιντίλια» (δώρα) πάνω σ’ ένα ξύλο που είχε σχήμα σταυρού. Ο Μπέης έκοβε την πίτα και μοίραζε τα κομμάτια στους παρευρισκόμενους άνδρες, για να δουν σε ποιον θα πέσει «η δραχμή» για να γίνει ο Μπέης της επόμενης χρονιάς.
Ύστερα σχηματίζοντας μια πομπή με τον Μπέη να προπορεύεται καθισμένος καμαρωτά πάνω σε κάρο, τους ζουρνατζήδες και τους νταουλτζήδες να τον συνοδεύουν και πλήθος κόσμου να ακολουθεί. Κι όλοι μαζί κατευθύνονταν σ’ ένα μεγάλο «μεϊντάνι» λίγο έξω από το χωριό (στης εκκλησίας το μεϊντάνι) για να γίνει η καθιερωμένη αναπαράσταση της σποράς (όργωμα- σπορά). Δύο νέα παλικάρια ελεύθερα ή αρραβωνιασμένα, έσερναν το ζυγό κι ο Μπέης κρατώντας τον «πλούχο» (αλέτρι) προσπαθούσε να οργώσει. Στα χέρια του κρατούσε τον «κάτσινο» (ξύλινο μυτερό ραβδί) και φοβέριζε τους νεαρούς που έκαναν επανειλημμένες προσπάθειες να ξεφύγουν. Κάποια στιγμή όμως τα κατάφερναν και του ξέφευγαν, έτρεχαν μακριά. Ο Μπέης, κρατώντας τον τενεκέ με τη σπορά στο ένα χέρι προσπαθούσε να σπείρει. Οι νεαροί ξαναζύγωναν και προσπαθούσαν να τον ρίξουν κάτω, στο χώμα. Μετά από αρκετές προσπάθειες τα κατάφερναν. Συμβολική η όλη διαδικασία. Δήλωνε τον αγώνα των ελεύθερων αρχικά Ελλήνων και κατόπιν των σκλαβωμένων στους Τούρκους, να απελευθερωθούν απ’ το «ζυγό» και να ανατρέψουν τον κατακτητή.
Στη συνέχεια, ξεκινούσε η παλαίστρα. Ονομαστοί παλαιστές από την Ανδριανούπολη, την Τζουμαγιά (χωριό Σερρών) κι απ’ τα γύρω χωριά έρχονταν για να πάρουν μέρος. Τα ζευγάρια κανονίζονταν από βραδύς. Κι η σειρά είχε να κάνει με την ηλικία. Πρώτα οι μικροί και ύστερα οι μεγάλοι. Πριν ξεκινήσουν την παλαίστρα (οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παλαιστές) έβγαιναν κατά ζευγάρια και κρατώντας ένα μαντήλι δεμένο στις τέσσερις γωνίες (έτσι ώστε να σχηματίζει χούφτα) μάζευαν «πάρσα» (αμοιβή) απ’ τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος γύρω-γύρω. Κι ο αγώνας ξεκινούσε. Οι ζουρνάδες και τα νταούλια δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα κι ο ήχος δυνάμωνε ή χαμήλωνε ανάλογα με την κρισιμότητα της φάσης. Ο κόσμος παρακολουθούσε με αγωνία, έπαιρνε το μέρος του ενός ή του άλλου, χειροκροτούσε και επευφημούσε βάζοντας στοιχήματα. Οι παλαιστές έπαιρναν κάποια δώρα αλλά ο τελικός νικητής (ο νικητής των νικητών) θα έπαιρνε ως έπαθλο το «κότσι» (κριάρι). Ακολουθούσε γλέντι σε καφενείο του χωριού, τα έξοδα του οποίου πληρώνονταν απ’ τον καινούριο Μπέη.
Το έθιμο αυτό κρατάει μέχρι και σήμερα και η αναπαράσταση του γίνεται μια Δευτέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα.
Με τον ερχομό της Άνοιξης, οι κοπέλες φορούσαν στα χέρια το «Μάρτη». Κόκκινη και άσπρη κλωστή στριμμένη που φοριόταν στον καρπό σαν βραχιόλι ή στο δάχτυλο σαν δαχτυλίδι. Μ’ αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι προστατεύονταν από τον ήλιο και το μαύρισμα. Κι όταν οι πελαργοί και τα χελιδόνια έφταναν, το έθιμο απαιτούσε να πετάξουν το «Μάρτη» στα κεραμίδια για να τον πάρουν τα πουλιά.
Στην αρχή του μήνα, άναβαν φωτιές στις γειτονιές και πηδούσαν από πάνω, πιστεύοντας ότι έτσι θα καίγονταν οι ψύλλοι. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε η συνήθεια να λένε ψέματα την Πρωτομαρτιά, σε αντίθεση με τη σημερινή συνήθεια της Πρωταπριλιάς.
Αη Σαράντς
Στις 9 Μαρτίου γιορτάζεται η γιορτή των Σαράντα Μαρτύρων, ο λεγόμενος «Αη-Σαράντς». Εκείνη τη μέρα επικρατεί το έθιμο να φτιάχνουν οι γυναίκες «ακ’τμαδις» (κρέπες) και να τις γαρνίρουνε με ζάχαρη ή μέλι, με κανέλα ή καρύδια.
Παλιότερα, στην τοποθεσία «Αη-Νικόλας» κοντά στο ποτάμι (Άρδας) υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Εκεί μαζευόταν χωριανοί κι έκαναν γλέντι, όπως εκείνοι ήξεραν εκείνα τα χρόνια τα καλά. Οι άνδρες έτρωγαν κι έπιναν πάνω στο «γιαμάτσι» (ύψωμα), ενώ οι γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν κάτω στο «μεϊντάνι» (άδειο δημόσιο μέρος). Τα μικρά παιδιά, με χαρές και γέλια, έκαναν τούμπες στο φρέσκο ψιλό χορταράκι που προσπαθούσε να βγει δειλά-δειλά.
Τα μεγαλύτερα παιδιά έκαναν «τσουλήθρα» από την κορυφή του υψώματος προς τα κάτω, καθισμένα πάνω σ’ ένα τσουβάλι, άλλοτε άδειο κι άλλοτε πάλι γεμάτο με χόρτο ή άχυρο για να κατεβαίνουν κάπως πιο μαλακά. Έβαζαν στοιχήματα κι έκαναν κόντρες ποιος θα κατέβει πιο γρήγορα. Το σημείο αυτό που γινόταν η αυτοσχέδια τσουλήθρα ήταν διακριτό από μακριά, γιατί πάνω στο χώμα είχε γίνει σχέδιο από την πολυχρησία. Τα παιδιά είχαν την τεχνική τους για να κατεβαίνουν άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά, βάζοντας για φρένο τα πόδια τους. Οι πιο τολμηροί πήγαιναν «στ’ απάτητα» για να παραβγούν τους άλλους. Συνήθως αυτοί ήταν αγόρια. Υπήρχαν όμως και κάποια «αγοροκόριτσα» που τολμούσαν να παραβούν τους κανόνες και να δοκιμάσουν.
Την ίδια μέρα και στο ίδιο σημείο, πολλοί ήταν αυτοί που έπαιρναν μια χούφτα μικρές πέτρες και καθισμένοι στο ύψωμα κοιτάζοντας εμπρός πετούσαν μια-μια τις πέτρες πίσω τους λέγοντας τις φράσεις: «ά’ γορίδα», «ά κορτσίδα». Ανάλογα σε ποια φράση πετιόταν η τελευταία πέτρα, αυτή σηματοδοτούσε το φύλο «αγόρι ή κορίτσι» που θα γεννιόταν στο σπιτικό τους από γυναίκα ή ζωντανό που ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Κυριακή των Βαΐων
Στα Ρίζια, όπως και στα περισσότερα χωριά του Έβρου και της Θράκης, η Κυριακή των Βαΐων ήταν ιδιαίτερα σημαντική μέρα, κυρίως για τα κορίτσια του χωριού.
Πρωί-πρωί της Κυριακής, ξεκινούσαν για να γυρίσουν τη Βάια. Ήταν μια αυτοσχέδια κούκλα που την έφτιαχναν με το «γλιτίρι» (μακρύ κομμάτι στρόγγυλου λεπτού ξύλου που κατέληγε σε σχήμα «Λ» λάμδα). Στο σχήμα λάμδα(Λ) του «γλιτιριού» έβαζαν μια πετσέτα στριφτή και την κάλυπταν με το «μαχραμά» (είδος μαντήλας) για να σχηματιστεί το κεφάλι. Ύστερα μ’ ένα μολύβι ζωγράφιζαν μύτη, στόμα, φρύδια και μάτια για να ζωντανέψουν το πρόσωπο της Βάιας. Λουλούδια από την εκκλησία στόλιζαν το κεφάλι της.
Κατόπιν ένα ξύλο δένονταν σφιχτά στο στρογγυλό ίσιο μέρος του «γλιτιριού», κοντά στο κεφάλι, ώστε να σχηματιστεί σχήμα Σταυρού για να γίνουν τα χέρια της Βάιας.
Μέρες πριν, τα κορίτσια φρόντιζαν να βρουν φουστάνια από μικρομάνες για να ντύσουν την αυτοσχέδια κούκλα τους. Κι η έννοια τους ήταν μεγαλύτερη, να τη στολίσουν και να τη ντύσουν όμορφα έτσι ώστε να είναι η καλύτερη. Το Σάββατο του Λαζάρου το απόγευμα (αποβραδύς) μαζεύονταν όλα τα παιδιά σε κάποια σημεία του χωριού (στην εκκλησία και σ’ άλλα μεϊντάνια) για να «δείξουν» την δική τους Βάια και να παραβγεί από τις άλλες σε ομορφιά. Ύστερα τις έστηναν όρθιες μες το σεντούκι με τ’ αλεύρι μέχρι τα χαράματα της επόμενης μέρας.
Νύχτα ακόμα, δύο-τρία κορίτσια μαζί, συνοδευόμενα από ένα μικρό αγόρι, το «φυλαχτάρη», φτιάχναν μια παρέα και ξεκινούσαν να επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού με τη Βάια στα χέρια. Έλεγαν τραγούδια της ημέρας καθώς το έθιμο απαιτούσε: «Βάια, Βάια του Βαϊού..», «Ένα μικρό μικρούτσικο, σαββατογεννημένο..», «Αρχοντς μι την αρχόντισσα..» κι άλλα πολλά, ανάλογα με την οικογένεια και τα μέλη της. Λόγια ίδια με τα κάλαντα των Χριστουγέννων, με τη διαφορά ότι εδώ ο ρυθμός ήταν διαφορετικός.
Οι νοικοκυρές έδιναν στα κορίτσια αυγά, ξερά φρούτα και καμιά φορά και λεφτά, «για το καλό». Κι όταν χτυπούσε η πρώτη καμπάνα για την εκκλησία, τα κορίτσια κουρασμένα αλλά αρκετά ευχαριστημένα μοιράζονταν τα «δώρα τους» απ’ το καλάθι, δίνοντας μερτικό και στο «φυλαχτάρη» κι ευχόταν να είναι και του χρόνου γερά για να γυρίσουν ξανά τη Βάια.
Πανηγύρι στο Καρά-τσιαλί
Στις 21 Μαΐου γιορτάζει το εκκλησάκι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στην περιοχή Καρά-τσιαλί (Μαύρο Αγκάθι). Οι γεροντότεροι διηγούνται πως ένα κορίτσι από το χωριό Βάλτος, ονειρεύτηκε ότι στη συγκεκριμένη τοποθεσία κοντά σε μια πηγή (Αϊάσμα- Αγίασμα) ήταν θαμμένη μια εικόνα (Αγ. Κων/νου και Ελένης). Η κοπέλα διηγήθηκε το όνειρο στην μητέρα της η οποία δεν έδωσε την δέουσα σημασία. Το όνειρο επαναλήφθηκε και μια γυναικεία μορφή προέτρεψε την κοπέλα να μιλήσει στον πατέρα της γιατί διαφορετικά θα γινόταν μεγάλο κακό.
Όταν έγινε η εκσκαφή, το όνειρο βγήκε αληθινό. Βρέθηκε μια ασημένια εικόνα και στο μέρος αυτό χτίστηκε πρόχειρα ένα εκκλησάκι (με σανίδα) προς τιμήν των Αγίων. Κάθε χρόνο, την ημέρα της γιορτής, κάτοικοι των γύρω χωριών (Ρίζια, Κέραμος, Βάλτος, Στέρνα) συγκεντρώνονταν και γίνονταν μεγάλο πανηγύρι με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς.
Αργότερα, στη θέση του παλιού χτίστηκε καινούριο εκκλησάκι από τους κατοίκους των Ριζίων, που βελτιώνεται συνεχώς ακόμα και σήμερα. Στις μέρες μας, τη συγκεκριμένη ημερομηνία τελείται Θεία Λειτουργία και Αρτοκλασία.
Της Αναλήψεως- Κουρμπάνι
Πολύ παλιά γίνονταν ένα έθιμο που ονομάζονταν «Κουρμπάνι». Αυτοί που είχαν κάνει «τάμα», πρόσφεραν αρνί, αγελάδα ή μοσχάρι και τα φέρναν χαράματα στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα ζωντανά σφάζονταν την ίδια μέρα από τους άντρες του χωριού. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα καζάνια από μέρες και φρόντιζαν να είναι «καλογανωμένα» κι αστραφτερά για να δείξουν τη νοικοκυροσύνη τους.
Γύρω- γύρω από την εκκλησία υπήρχαν τρύπες μεγάλες στο χώμα όπου άναβαν φωτιές για να βράσουν τα κρέατα μέσα στα καζάνια. Ένας ονομαστός μάγειρας Καράιμανς αναλάμβανε το φαγητό. Τα παιδιά πήγαιναν στα «γιούρτια» (χωράφια κοντά στο χωριό) για να φέρουν φρέσκα πράσινα κρεμμύδια. Κι έπαιρναν δύο- τρία από το καθένα- όχι περισσότερα- για να πάρουν από όλους και να μαζέψουν πολλά, για να γίνει πλούσιο και νόστιμο το κουρμπάνι. Έφερναν ακόμα «νανέ» (δυόσμο) αρκετό απ’τον «τα-νγκ-ρι» (σπίτι Ουντζούδη Χρήστου) για να δώσουν γεύση και άρωμα στο φαγητό τους. Οι άνδρες τα πλένανε και τα ψιλόκοβαν καλά κι αφού το κρέας κόντευε να βράσει, ο μάγειρας έριχνε τα υλικά μέσα στα καζάνια. Δύο καζάνια με συκωτάκια, έντερα κ.α. έβραζαν χωριστά για τα παιδιά.
Κι όταν κόντευε το μεσημέρι, κατέβαιναν και τα αγόρια που έβοσκαν τα ζώα στα μπαϊρια για να πάρουν κουρμπάνι μέσα στα τσουκάλια τους. Οι άνδρες κάθονταν γύρω- γύρω, έστρωναν «πισκίρια» (υφαντές πετσέτες) κι έτρωγαν από χωμάτινα ή τσίγκινα πιάτα. Δύο από αυτούς έπαιρναν ένα καζάνι, έβαζαν μια καθαρή πετσέτα στον ώμο ή στη μέση και γυρνούσαν τους μαχαλάδες φωνάζοντας τις νοικοκυρές να βγουν να πάρουν μερίδιο από το κουρμπάνι. Όλοι οι άνδρες που συμμετείχαν στη γιορτή αυτή, έδιναν τον Αύγουστο μισό «σνίκι» (είδος μέτρησης) «γέννημα» (στάρι) σαν πληρωμή γι’ αυτό το φαγοπότι.
Το έθιμο αυτό καταργήθηκε αργότερα, γιατί απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Θεωρήθηκε ως ζωοθυσία- κατάλοιπο της ειδωλολατρείας.
Θερισμός (Θέρος)
…Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, η δουλειά στα χωράφια ήταν δύσκολη κι έπαιρνε χρόνο πολύ γιατί δεν υπήρχαν μηχανήματα σαν και σήμερα. Όλα περνούσαν απ’ τα χέρια μας κι απ’ τα ζώα που είχαμε στο στάβλο μας…Νωρίς το πρωί τα αμάξια κινούσαν για τα χωράφια φορτωμένα με τους «καβραμάδες» (δρεπάνια), τους τορβάδες, τις ψάθες, τις λαϊνες και τις «τσοτρις» με το νερό, προμήθειες για να «φάει και να πιει».
Ιούνης μήνας σαν έρχονταν, όλο το χωριό ήταν σε κίνηση. Μέχρι εκεί που μπορούσε να αγναντέψει το μάτι σου, άνδρες και γυναίκες δούλευαν υπομονετικά κάτω από τον ήλιο. Με τους «μαχραμάδες» στο κεφάλι, κρατώντας στο ένα χέρι την «παλαμάρα» και στο άλλο τον «καβραμά», θέριζαν ολημερίς. Τα κομμένα στάχυα γίνονταν δεμάτια και τα δεμάτια στοιβάζονταν σε θυμωνιές. Κι όταν τα χέρια δεν υπάκουαν, οι ψάθες στρώνονταν για λίγη ξεκούραση. Ο τορβάς άνοιγε και τα λιγοστά καλούδια χόρταιναν την πείνα τους.
Τις περισσότερες φορές, ενώ οι γυναίκες θέριζαν, το φαΐ σιγόβραζε στη φωτιά στην άκρη του χωραφιού κι αν δεν υπήρχε γιαγιά στο σπίτι, τα μωρά κοιμόταν κάτω από τα αμάξια σε «κούνιες» που φτιάχνονταν πρόχειρα με σεντόνι και σκοινί.
Του «κιντί» (απόγευμα) λίγη ξεκούραση ήταν απαραίτητη. Δύο- τρεις μπουκιές ψωμί στο στόμα και λίγο νερό για να «ψυχοπιαστούν» να ξεδιψάσουν και να συνεχίζουν έτσι τη δουλειά, μέχρι εκεί που θα αντέξουν. Και όταν ο ήλιος κινούσε να κατεβαίνει- πήγαινε για ηλιοβασίλεμα- τότε τα αμάξια με τις «κουρκούϊες» (αυτοσχέδια στέγαστρα) έπαιρναν το δρόμο για το χωριό. Κουρασμένοι αλλά ευχαριστημένοι από τη δουλειά της ημέρας, άνδρες, γυναίκες και παιδιά έφταναν στα σπίτια τους για να ξεκουραστούν, γιατί η επόμενη μέρα δεν θα αργούσε να έρθει…
Αλώνια
Σαν έρχονταν ο Ιούλης, τα γιούρτια (χωράφια κοντά στο χωριό) γέμιζαν κόσμο. Γυναίκες και άνδρες με τα τσαπιά καθάριζαν το μέρος απ’ τα χορτάρια. Ύστερα κουβαλούσαν με τα αμάξια βαρέλια νερό, για να βρέξουν το χώμα και να στρώσουν άχυρο από πάνω.
Τα ζώα σέρνανε το «γιουβαρλάκι» (πέτρινος κύλινδρος) γύρω- γύρω στο αλώνι, για να πατηθεί και να γίνει ίσιο και σκληρό σαν τσιμέντο. Τώρα πια το αλώνι ήταν έτοιμο. Ξεφορτώνονταν τα δεμάτια, λύνονταν και σκορπίζονταν. Σειρά είχε η «ντουκάνι» που την έσερναν βόδια, αγελάδες ή άλογα πεταλωμένα και πατούσαν ώρα πολλή τα στάχυα, για να σπάσει το άχυρο και να ξεχωρίσει το «γέννημα» (στάρι).
Όταν «έβγαινε το αλώνι» το στάρι μαζευόταν σε «κουμούλες» (σωρούς) με τις γκραμπούλιες. Και ύστερα περίμεναν να φυσήξει αέρας καλός για να γίνει το λίχνιασμα με το «γιάμπο και το γιαμπούδι» (ξύλινο δικράνι μ ε5 ή 6 δόντια) για να φύγει το άχυρο μακριά. Όμως η δουλειά δεν τελείωνε εδώ. Έπρεπε να «διρμονίσουν» το στάρι (κοσκίνισμα με το «διρμόνι»-μεγάλο κόσκινο-στάρκο) για να βγει καθαρό χωρίς «κότσαλα» (στάχυα χοντρά, άσπαστα, άχυρα κ.λ.π.), που και αυτά με τη σειρά τους σπάζονταν με τον ίδιο τρόπο, αφού πλέον τα αλώνια είχαν τελειώσει. Χαρακτηριστική είναι η φράση: «μέχρι και την Παναγιά, τελειώνουν και τα κότσαλα».
Ο νοικοκύρης δεν μπορούσε να αποθηκεύσει το στάρι εάν πρώτα δεν περνούσε ο «ζαμπήτης» (φοροεισπράκτορας) για να μετρήσει τη σοδειά σε τενεκέδες ή «σνίκια» (μονάδα μέτρησης) και να βγει «ναντιά» (φόρος στο κράτος).
…Στα χρόνια που ήρθαν αργότερα, τα χέρια μας ξεκουράστηκαν λίγο. Στα αλώνια φάνηκαν οι «μπατόζις’ (μηχανήματα αλωνισμού) που έκαναν δουλειά καλή. Ήταν για μας μεγάλη ευκολία και σπουδαία ανακάλυψη, γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι καλύτερο και γρηγορότερο μέσο θα έβγαινε από εκεί και ύστερα..
Αύγουστος Ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού, γέμιζε τα νοικοκυριά με φρούτα και λαχανικά λογής- λογής, που χόρταιναν μικρούς και μεγάλους. Με σημείο αναφοράς τον Δεκαπενταύγουστο, χαρακτηριστικά τα λόγια των γεροντότερων «..Της Παναγιάς έφταναν τα παμίτια» (ποικιλία σταφυλιού).
Γυναίκες με καλάθια στα χέρια πήγαιναν στα αμπέλια περπατώντας ώρα πολλή για να φέρουν σταφύλια. Τα παιδιά που έπαιζαν ξέγνοιαστα στις γειτονιές, έτρεχαν με λαχτάρα να τις αντικρίσουν για να δοκιμάσουν τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς. Τον Αύγουστο όμως «έφταναν» και τα καρπούζια. Όλοι οι νοικοκυραίοι πήγαιναν στα «μποστάνια» και αφού φόρτωναν τις καντ(ι)νις στα αμάξια, κινούσαν για το χωριό.
Μίτζι
Από της Παναγίας και μετά, γέμιζαν τα αλώνια με καλαμπόκια. Κορίτσια και παλικάρια έκαναν «μίτζι». Μαζεύονταν στα αλώνια, καμιά φορά μέρα αλλά συνήθως σούρουπο, και ξενυχτούσαν για να καθαρίσουν τα καλαμπόκια από τα φύλλα. Αυτό γινόταν με τη σειρά σε κάθε αλώνι. ‘Σήμερα σε μένα και αύριο σε σένα». Λιγοστά φανάρια και πιο πολύ το φεγγάρι ήταν το φως για τη δουλειά τους. Καθώς η δουλειά προχωρούσε, στήνονταν γλέντι με τραγούδια και χορούς.
Η ίδια δουλειά επαναλαμβανόταν όταν τα καλαμπόκια ξεραίνονταν και ήταν έτοιμα για «ξεμπουμπόλιασμα» (διαχωρισμός του καρπού από το κοτσάνι). Με σκεπάρια «τυφλά» (όχι κοφτερά) στα χέρια, ξεκινούσαν να χωρίζουν τα «σπυριά» του καλαμποκιού από τα «κουτσιάνια». Τα χέρια δούλευαν, το στόμα τραγουδούσε ή έλεγε αστεία, οι ματιές των αγοριών και των κοριτσιών διασταυρώνονταν με νόημα και οι άνθρωποι ξέγνοιαστοι και ευχαριστημένοι με τα καλά που ¨έβγαλαν»- λίγα ή πολλά- ετοιμάζονταν για το χειμώνα που ερχόταν.
Σεπτέμβριος
…Άλλος ένας μήνας που για μας ήταν μήνας παραγωγής. Μαζεύαμε τη σοδειά μας όποια και αν ήταν αυτή, για να έχουμε για το χειμώνα και να μπορούμε να πούμε «Δόξα τω Θεώ». Ας είμαστε γεροί και φέτος για να φάμε, να πιούμε και να ξεχειμωνιάσουμε καλά…
Σαν έφτανε ‘Σταυρουδεκατέσσερις» έπρεπε να τιναχτούν οι καρυδιές. Η μέρα αυτή ήταν συγκεκριμένη- ούτε πρωτύτερα, ούτε αργότερα- και αυτό όχι γιατί υπήρχε κανένα έθιμο που το απαιτούσε, αλλά γιατί έτσι ήθελαν οι «ζάμπητδις» (φοροεισπράκτορες).
Τη συγκεκριμένη μέρα «έπιαναν» τους δρόμους και από τον κάμπο και από τα αμπέλια για να ελέγξουν την παραγωγή, να μετρήσουν την ποσότητα σε «σνίκια» και να πάρουν τον ανάλογο φόρο. Ύστερα ερχόταν η σειρά του τρύγου. Γέμιζαν τα αμπέλια κόσμο. Μικροί και μεγάλοι δούλευαν χαρούμενοι και αλληλοβοηθούνταν με τον γνωστό τρόπο «σήμερα σε μένα, αύριο σε σένα». Με φωνές, τραγούδια, χορούς, αστεία και πειράγματα δούλευαν και διασκέδαζαν μαζί. Πανηγύρι σωστό. Και όταν η μέρα τελείωνε, τα αμάξια φορτωμένα με σταφύλια γύριζαν στο χωριό. Και ήταν η σειρά να αρχίσει η διαδικασία για να γίνουν τα σταφύλια κρασί. Καθαρίζονταν καλά από τα σάπια που τυχόν είχαν μείνει, πλένονταν, στεγνώνονταν και ξεκινούσε το πάτημα. Και έτρεχε άφθονος ο γλυκός μούστος. Παιδιά και μεγάλοι δοκίμαζαν με λαχτάρα, γιατί σε λίγες μέρες θα «γυρνούσε» και δεν θα είχαν την ευκαιρία να τον ξαναγευτούν.
Και όταν τα κρασιά γίνονταν, έρχονταν έμποροι από την Ανδριανούπολη για να αγοράσουν μπρούσκο ή γλυκό από αυτούς που είχαν πολύ και για «πούλημα». …Και ήταν ονομαστά τα κρασιά μας, γιατί αν δεν τελείωναν τα δικά μας, δεν πήγαιναν να αγοράσουν από αλλού..
Οκτώβριος
«…Σταυρούδεκατέσσερις κι ύστερα, σταύρωνι κι σπέρνι».
Αυτή η χαρακτηριστική φράση σηματοδοτούσε πως οι ετοιμασίες για τη σπορά έπρεπε να αρχίσουν. Από τα αλώνια ακόμα χώριζαν τη «σπορά». Την φύλαγαν καλά σαν τα μάτια τους γιατί αν δεν έσπερναν, δεν θα είχανε ψωμί να φάνε. Την «τριόριζαν» (καθαρισμός με τριόρι-ειδικό μηχάνημα) την «φαρμάκωναν» και ήταν έτοιμη για σπάρσιμο.
Ύστερα ετοίμαζαν τα «γινιά». Πήγαιναν στον σιδερά για να τα «χτυπήσει» και να τα ακονίσει καλά για να αντέχουν. Οκτώβρης σαν έρχονταν, φόρτωναν στο αμάξι τον Πλούχο, τον ζυγό, την ζυψιά (ντισλίκ(ι) – ξύλο που έμπαινε στη μέση του ζυγού) και τη σπορά. Και όταν το αμάξι ήταν έτοιμο, έζεφταν βόδια, βουβάλια, αγελάδες ή άλογα (ότι είχε ο καθένας για ζευγάρι) και κινούσαν για να «κάνουν χωράφι». Όργωναν, έσπερναν και έκαναν «τουρμούκι» αν το χωράφι είχε «τεζέκις» (άσπαστα κομμάτια χώματος).
Ο κάθε νοικοκύρης, ανάλογα με τα στρέμματα χωραφιών που διέθετε, έσπερνε στάρι, κριθάρι, σίκαλη και «καπουλτζιά» (είδος κριθαριού που γίνονταν «γιαρμάς» για τα ζώα). Ύστερα περίμεναν βροχή Αη-Δημητρίσια για να φυτρώσει η σπορά και παρακαλούσαν για ένα χειμώνα χωρίς πολλές παγωνιές για να αντέξουν τα γεννήματα και να πάρουν σοδειά καλή.
Νυχτέρια
Και οι γυναίκες και ο άνδρες ήταν απασχολημένοι με το όργωμα και τη σπορά, οι γυναίκες ξεκινούσαν τις δουλειές για το χειμώνα. Ετοίμαζαν τα τουρσιά, κρεμούσαν στου «μαϊζί» (χαμηλό πίσω μέρος του σπιτιού- σαρκ’τμας) τις πλέχτρες με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια για να μην παγώσουν, τακτοποιούσαν τους τραχανάδες, τα κουσκούσια και τους ιφκάδις.
Τα βράδια, τα «νυχτέρια» αντικαθιστούσαν τα «ντιρνέκια» και άρχιζαν οι απαραίτητες δουλειές. Έκλωθαν μαλλί, γλιτίριζαν, έπλεκαν φανέλες και τσουράπια (πλεχτές μάλλινες κάλτσες) και τα κορίτσια ύφαιναν στον αργαλειό καραμιλωτά, φιτιλίθκα, παρτσαλένια και άλλα πολλά σχέδια για τις προίκες τους.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν κεράσματα για να φιλέψουν τις γειτόνισσες και τα παιδιά. Του «γκιβγκίρι» (εργαλείο κατασκευής ποπ-κορν) έμπαινε στη φωτιά για να χορτάσουν «πατλάκις» μικροί και μεγάλοι. Οι μασίνες έκαιγαν και το δωμάτιο μοσχομύριζε ψημένα ηλιόσπορα ή κολοκυθόσπορα.
Τα καλά γλυκά (ριτσέλι, πελτές, κυδώνι ψητό, κολοκύθι βραστό με ζάχαρη και κανέλα) έβγαιναν για κέρασμα μόνο σε ιδιαίτερες στιγμές όπως: γιορτές, μουσαφιριά, προξενιά κ.α. Και όταν η παρέα στο σπίτι ήταν κεφάτη, παρατούσαν όλες το αδράχτι, το βελόνι ή τη σαΐτα και έστηναν χορό τραγουδώντας έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Οι άνθρωποι ήταν φτωχοί αλλά ξέγνοιαστοι. Δεν ζητούσαν πολλά, παρά τα απαραίτητα για να ζουν κάπως καλά. Και ήταν στ’ αλήθεια ευχαριστημένοι.
Νοέμβριος
Αη-Στράτιος
Ο Νοέμβρης φτάνει με σημαντικότερο γεγονός την γιορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών(Αη-Στράτιος). Πλήθη πιστών συρρέουν για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ (δωρεά των κρεοπωλών του Κάραγατς) που μεταφέρθηκε από την Ανδριανούπολη στα Ρίζια του ‘Έβρου το έτος 1825.
Από τα πολύ παλιά χρόνια ακόμα, έχει επικρατήσει η συνήθεια οι πιστοί που έχουν κάνει τάμα να κοιμούνται μέσα στην εκκλησία. Οι γεροντότεροι αναφέρουν πως είδαν με τα μάτια τους αρκετά θαύματα. Στον εσπερινό, καθώς και στη Λειτουργία ανήμερα γίνεται Αρτοκλασία και «διάβασμα» του «τραπεζιού» που απεικονίζει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Παλιότερα, τα έξοδα των άρτων και του «τραπεζιού» τα αναλάμβανε η εκκλησία, σε αντίθεση με σήμερα που τα αναλαμβάνουν όσοι έκαναν τάμα για υγεία. Δύο μέρες πριν, αρχίζουν οι ετοιμασίες και η ειδική τεχνίτρα θα στολίσει με κουφέτα, αμύγδαλα, ζάχαρη, φρυγανιά, μαϊντανό τριμμένο και άλλα υλικά- πάνω στο φρεσκοβρασμένο και καλά στεγνωμένο στάρι- το τραπέζι του Αη-Στράτιου.
Η μορφή του Αγίου απεικονίζεται πιστά και ολοζώντανη πάνω στο σιδροσίνι, με τέχνη και λεπτομέρεια που θα ζήλευαν ακόμα και επαγγελματίες. Μια τέχνη που πάει από την γεροντότερη στη νεότερη, αρκεί να έχει όρεξη και μεράκι.
Ανήμερα της γιορτής των Ταξιαρχών το τραπέζι θα διαβαστεί από τους ιερείς και θα μοιραστεί στον κόσμο ώστε να πάρουν όλοι για υγεία και μακροημέρευση. Μετά τη λαμπρή Θεία Λειτουργία, ακολουθεί περιφορά της Εικόνας.
Δεκέμβριος Κάλαντα
Μέρες αρκετές πριν τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν τα παλικάρια του χωριού να φτιάχνουν τις «παρέες» για τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Και κατά πως η ηλικία τους πρόσταζε, γίνονταν καλαντάρηδες της μικρής ή της μεγάλης παρέας. Συμφωνούσαν τα όργανα και ξεκινούσαν τις πρόβες. Ήταν μεγάλη η χαρά και η ικανοποίηση να φτιάχνεται η παρέα και να ετοιμάζεται για την μεγάλη ημέρα.
Αποβραδύς συγκεντρώνονταν και ξεκινούσαν να περιδιαβαίνουν τους δρόμους στις γειτονιές και να τραγουδούν «Χριστός γινιέτι, χαρά στουν κόσμου, χαρά στουν κόσμου στα παλικάρια, στα παλικάρια στα λιοντάρια…».
Ξημερώματα των Χριστουγέννων (ανήμερα) ξεκινούσαν οι παρέες από το σημείο συγκέντρωσης, αφού είχαν καταστρώσει σχέδιο ποιες γειτονιές θα επισκέπτονταν πρώτες. Συνήθως έπιαναν τις άκρες του χωριού και προχωρούσαν προς το κέντρο. Αντιλαλούσαν οι γειτονιές από τις δυνατές φωνές των παλικαριών και τους ήχους της γκάιντας, του κλαρίνου, του βιολιού. Το τουμπερλέκι και ο νταϊρές είχαν την τιμητική τους. Οι καλαντάρηδες, φορώντας καλπάκια ή σιαπκις στα κεφάλια, στολισμένα με αμάραντο βαρακωμένο (βαράκι0 με φύλλο χρυσού) περιδιάβαιναν τις γειτονιές και είχαν να πουν τραγούδια για όλους. Κατάλληλα και ταιριαστά για κάθε περίπτωση. Για τον αφέντη, τον παπά, για τους νοικοκυραίους, την αρραβωνιασμένη, την χήρα, την κόρη και τον νιο. Ακόμα και για το νεογέννητο του σπιτιού.
Χαρακτηριστικά δίστιχα για την ελεύθερη κοπέλα που ο αγαπημένος της έβρισκε την ευκαιρία να της στείλει διάφορα μηνύματα, έτσι τραγουδιστά και όμορφα.
«Ξύπνα περιστερούλα μου κι ήρθα στου μαχαλά σου Κι ου μαχαλάς σου τα’ άκουσι κι ‘συ ‘κόμα κοιμάσι Κοιμάσι κι ‘νιργιάζισι, στουν ύπνου σ’ αρβουνιάζισι…» «Στην πόρτα σου θα κρεμαστώ σαν το παχύ το ψάρι Κι αν δεν σε κλέψω μια βραδιά, δεν είμαι παλικάρι…» «Άναψε την καντήλα σου και βάλε λίγο λάδι Άνοιξ’ το παραθύρι σου να ‘ρθω κι εγώ το βράδυ…».
Στα σπίτια που υπήρχαν αρραβωνιασμένοι ή νιόπαντροι, τα παλικάρια απαιτούσαν την καλοπληρωμή τους φωνάζοντας δυνατά «την μπριζόλα, του μαντήλι». Κι η πεθερά, η μάνα ή η νιόπαντρη κοπέλα έπρεπε να τα έχει έτοιμα και να τους τα προσφέρει χαμογελαστά.
Στα σπίτια που οι νοικοκυραίοι ήταν μερακλήδες και τσορμπατζήδες (ευκατάστατοι) οι νοικοκυραίοι πρόσφεραν στις παρέες των καλαντάρηδων κρασί και μεζέ (λουκάνικα ή κομμάτια χοιρινού φρεσκοτηγανισμένου κρέατος) και κατόπιν στήνονταν χορός στη μέσα της αυλής.
Αργά το μεσημέρι, κουρασμένα και αρκετά ζαλισμένα τα παλικάρια μετρούσαν την καζάντια τους και το σούρουπο στήνονταν χορός τρικούβερτος στην πλατεία του χωριού με τα όργανα. Οι μπριζόλες και τα λουκάνικα που είχαν συγκεντρωθεί έσπαγαν μύτες καθώς τηγανίζονταν για να χορτάσουν τους άξιους καλαντάρηδες. Το γλέντι φούντωνε, έδιναν και έπαιρναν οι ευχές: «Άιντι κι απού χρόνι πιδιά…».
Κάπως έτσι συνεχίζουν και σήμερα τα αγόρια του χωριού την παράδοση των καλάντων, προσδοκώντας την αμοιβή τους όχι μόνο σε μπριζόλες και μαντήλια μα και σε χρήματα που στο τέλος θα μοιραστούν. Θα φάνε και θα πιουν και θα γλεντήσουν, για να ξεχάσουν το κρύο και την κούραση της ημέρας. Μα πάνω απ’ όλα θα έχουν περάσει και αυτά τα Χριστούγεννα κατά πώς πρέπει, ψάλλοντας το μεγάλο γεγονός της γέννησης του Χριστού και βιώνοντας χαρούμενα κομμάτια της λαϊκής μας παράδοσης, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Διοικητικές μεταβολές
Η κοινότητα Ριζίων αναγνωρίζεται επίσημα με προεδρικό διάταγμα το 1924 και ορίζεται ως έδρα κοινότητας. Σε αυτήν προσαρτώνται οι οικισμοί Χάνδαξ, Χάνδρα, Αρζός, Κέραμος, Καναδάς και Βάλτος. Το 1928, ο οικισμός Χάνδαξ καταργείται, ενώ το 1930, ο οικισμός Καναδάς αποσπάται και προσαρτάται στην κοινότητα Μαρασίων. Τον επόμενο χρόνο, ο οικισμός Φυλάκιον αποσπάται από την κοινότητα Κομάρων και προσαρτάται στην κοινότητα, ενώ ο οικισμός Χάνδρας αναβαθμίζεται σε έδρα κοινότητας και αποσπάται. Το 1934, η ίδια διοικητική μεταβολή εφαρμόζεται με την αυτονόμηση των οικισμών Άρζος και Βάλτος, ενώ το 1950, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται για τους οικισμούς Φυλάκιον και Κέραμος. Με την διοικητική μεταρρύθμιση του 1997 του σχεδίου Καποδίστρια, οι κοινότητες Νέας Βύσσης, Καβύλης, Καστανεών, Στέρνας, Ριζίων και οι οικισμοί αυτών, συνιστούν το δήμο Βύσσας.[1] Με την διοικητική μεταρρύθμιση του σχεδίου Καλλικράτη το 2011, ο Δήμος Βύσσας προσαρτάται στον Δήμο Ορεστιάδας και τα Ρίζια ως τοπική κοινότητα εντάσσεται στο διευρυμένο δήμο.
Δημοτική Ενότητα Βύσσας |
---|
Δημοτική Κοινότητα Νέας Βύσσης |
Νέα Βύσσα, η |
Τοπική Κοινότητα Καβύλης |
Καβύλη, η |
Τοπική Κοινότητα Καστανεών |
Καστανέαι, αι |
Τοπική Κοινότητα Ριζίων |
Ρίζια, τα |
Τοπική Κοινότητα Στέρνας |
Στέρνα, η |
Νομός Έβρου : Δήμος Αλεξανδρούπολης | Βύσσας | Διδυμοτείχου | Κυπρίνου | Μεταξάδων | Ορεστιάδος | Ορφέα | Σαμοθράκης | Σουφλίου | Τραϊανούπολης | Τριγώνου | Τυχερού | Φερών Για πλήρη κατάλογο των πόλεων και οικισμών του νομού, δείτε επίσης : Διοικητική διαίρεση νομού Έβρου |
Γεωγραφία της Ελλάδας : Αλφαβητικός κατάλογος
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Χώρες της Ευρώπης Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν 1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία. |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License