.
Καστοριά (Ταξιδιωτικό)
Δύο δρόμοι σε πάνε στην Καστοριά από τη Θεσσαλονίκη. Ο ένας περνά από το Αμύνταιο το παλιό Σόροβιτς και ο άλλος από την Κοζάνη. Έτσι έχεις μια ευχάριστη αλλαγή στα συγκοινωνιακά μέσα, εξόν από τη διαφορά που παρουσιάζει το τοπίο στη καθεμιά από τις δυο διαδρομές. Προτιμούμε λοιπόν να πάμε από το Αμύνταιο και να γυρίσουμε από την Κοζάνη, για να χαρούμε και τις δυο αυτές στράτες με τα ιδιαίτερα θέλγητρά τους.
Πρώτη Ιουλίου και όμως σα νάναι άνοιξη. Ολάκερη την περασμένη βδομάδα ο καιρός ήταν βροχερός και ακατάστατος και μονάχα σήμερα καλοσύνεψε και δείχνει ένα πρόσωπο πρόσχαρο σαν απριλιάτικο.
Το τρένο ξεκινά στις 7.20'. Περνά το σταθμό της Σίνδου και το Πλατύ, όπου αλλάζει γραμμή και τραβάει προς τα βορειοδυτικά. Στην πορεία μας συναντάμε την Αλεξάνδρεια (τον αλλοτινό Γιδά), ένα πλουσιότατο χωριό και τη Σκύδρα (το παλαιό Βέρτεκοπ). Η Βέροια ό,τι που φαίνεται πέρα μακριά, μέσα σε ένα δάσος από φρουτόδεντρα. Καθώς περνάει το τρένο βλέπουμε τα μακρολαίμικα λελέκια στα θερισμένα σταροχώραφα, να περπατάν με το πάσο τους πάνω στα ψηλόλιγνα ποδάρια τους, δίχως να νοιάζονται για τα αυτοκίνητα ή για τα τρένα, λες και τάχουνε πια συνηθίσει. Καμιά φορά σηκώνονται και βλέπεις τότε καλά το μακρύ λαιμό τους και τις πλατιές και οδοντωτές σα ριπίδια φτερούγες τους.
Πυκνά δάση από φρουτόδεντρα σκεπάζουν τον κάμπο της Βέροιας και της Έδεσσας, μα δεν υπάρχουν φρούτα. Τα χτύπησε φέτος η πάγρα στον ανθό τους και καταστράφηκαν όλα. Μερικοί ράντισαν τα δέντρα τους με κρύο νερό πριν βγει ο ήλιος, για να διαλυθεί η πάχνη που είχε καθίσει πάνω στο λουλούδι, και έσωσαν τον καρπό τους. Βλέπουμε από μακριά να γυαλίζουν στον ήλιο οι καταρράχτες της Έδεσσας και να απλώνεται στα πόδια της ο απέραντος φρουτόκαμπος. Όποιος δεν είδε ανθισμένο τούτον τον κάμπο την άνοιξη δεν είδε τίποτε. Κι όμως στο σταθμό βλέπουμε ένα μικρό αγόρι να πουλάει μέσα σε ένα καλαθάκι μερικά άγουρα ροδάκινα. Αυτή είναι η φετινή παραγωγή της Έδεσσας που πνίγει τις αγορές με τα φρούτα της. Το ίδιο και η Βέροια και η Νάουσα. Το Βέρμιο υψώνει το σκούρο και ορθόστητο όγκο του πάνω από την πολιτεία με τους καταρράχτες...
Αφήνουμε τον κάμπο και ανεβαίνουμε τους χωματόλοφους. Βράχοι και τουνέλια. Το τοπίο αλλάζει, αποχτά ποικιλία στη σύσταση και στους τόνους του, δεν είναι πια ομοιόμορφο και μονότονο. Να και η Άγρα με τα υδροηλεκτρικά έργα της. Οι χοντροί μεταλλικοί αγωγοί στην αντικρινή λοφοπλαγιά γυαλοκοπούν στον ήλιο. Μέσα σε αυτούς τους γιγάντιους σωλήνες έχει "εγκλειστεί" η δύναμη του νερού. Ο άνθρωπος δεσμεύει και τιθασεύει αυτή τη δύναμη για να τη χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του. Οι αγωγοί έχουνε μια κλίση υπολογισμένη για νάναι ανάλογη και η πίεση. Κάτω στο πλάτωμα βλέπεις τα χτίσματα του εργοστασίου για την ύδρευση και για τον εξηλεκτρισμό.
Όπως περιμένουν τα παιδιά τα πασχαλινά αυγά, έτσι περιμένουμε και εμείς τη λίμνη του Οστρόβου. Είναι μια λαχτάρα και μια αναμονή από τα παιδικά μας χρόνια, ένα παραμύθι η λίμνη που τα όριά της χάνονται στον ορίζοντα. Ακύμαντη, άπατη, αταξίδευτη, που δεν την κατοικούν τα ψάρια γιατί φοβούνται την πλάνη του άξενου και απύθμενου βάθους της. Η λίμνη που τρώει τις πολιτείες της. Η Άρνισσα είναι μια από αυτές τις πολιτείες που βούλιαξαν μέσα στον κρύο και πλανερό κόρφο της. Τώρα ένα χωριό είναι στη θέση της, κατάμονο στην απόσταση του τόπου και του χρόνου, μελαγχολικό και φιλέρημο, που λέει τον καημό του σαν τον ένα και μοναδικό ψαρά που συναντήσαμε στο γύρισμα της γραμμής. Καθόταν στην ακρολιμνιά δίπλα στα νεροκάλαμα και έριχνε και ξανάριχνε τα αγκίστρι του δίχως ελπίδα σε ένα νερό σταματημένο σαν πετρωμένο στο χρόνο.
Στην αρχή αντικρίζεις μια έκταση νερού κλειστή και ρηχή σαν τέλμα. Είναι η μικρή λίμνη. Όσο τη γυροφέρνει το τρένο τόσο ανοίγεται σε πλάτος και σε απόσταση, ίσαμε που χάνεται προς ένα απέραντο βάθος σα λιμνοθάλασσα. Απίθανα όμοια με σύννεφα, διαγράφονται στο βάθος τα βουνά. Το τρένο φυσομανά χαράζοντας ένα γύρο της κύκλο σα να θέλει να την κλείσει μέσα στη σιδερένια αγκαλιά του. Και όσο προχωρεί ο κύκλος, όσο κλείνει, τόσο καταχτάς σιγά-σιγά τις διαστάσεις της. Στο μαγικό καθρέφτη της ό,τι που αναριγούν παλιές αναμνήσεις που αρχίζουν να αργοσβήνουν. Τούτος ο τόπος με τη γαλήνη και με τη σιωπή του, που τον περιζώνουν θεόψηλα βουνά, σαν το Βέρνο, το Βέρμιο, το Σνιάτσικο, το Καϊμακτσαλάν, είδε άλλοτε να ανεμίζεται από πάνω του η σημαία της πιο σκληρής μάχης. Τα νερά της λίμνης παίρνουν συχνά προς το απόβραδο μια θωριά ματοβαμμένη.
Το τρένο ξεγλωσσίζεται, μάχεται να φάει την απόσταση και την περιφέρεια της λίμνης, που τρέχει και αυτή μαζί του ατέρμονη και ακούραστη. Είναι το κυνήγι του λιονταριού και της λαφίνας. Τα βουνά αχνογράφονται σ' έναν χαμένον ορίζοντα. Το νερό αλλάζει, γίνεται σκούρο πράσινο κι ύστερα γκρίζο. Ψάχνουμε σαν τους ναυαγούς τον ορίζοντα μήπως ανακαλύψουμε κανένα πανί. Τίποτα. Μήτε πανί μήτε κουπί. Μονάχα δυο ποταμόβαρκες βόσκουν μέσ' στα βουρλοκάλαμα της ακρολιμνιάς, σαν αράθυμα γουρούνια που τ' αμόλησαν εκεί να τραφούν και να παχύνουν. Ένα φορτηγό τρένο είναι σταματημένο στο χωριό. Μια ατέλειωτη πολυποδαρούσα που μας κλείνει τη θέα της λίμνης. Όταν πια δώσει ο Θεός και περάσει, ξανοίγεται μπροστά μας ένα σπάνιο όραμα. Ένα νησάκι ξεφυτρώνει στη μέση της λίμνης και δίπλα του ένα άλλο πιο μικρό που να βουλιάζει. Ένας μιναρές βρίσκεται ακόμα πάνω στο μεγάλο νησί, σα δέντρο ξεραμένο από το πέρασμα του χρόνου. Το τρένο βαρέθηκε να κυνηγά τη λίμνη. Την έφερε γύρα μισό κύκλο και έστριψε δεξιά. Πήρε άλλο δρόμο. Τραβάει προς το Αμύνταιο ξεφυσώντας από το κακό του: Ουφ... ουφ... ουφ... κάνει ενώ χυμάει προς το κανάλι του δρόμου.
Να και το Αμύνταιο, το παλιό Σόροβιτς, ένα μεγάλο χωριό που νεκρώθηκε ύστερα από τη νέα σιδηροδρομική γραμμή της Κοζάνης. Άλλοτε ήταν κόμβος συγκοινωνιακός της δυτικής Μακεδονίας και σημαντικό εμπορικό κέντρο. Τώρα το δέρνει η μοναξιά, η πλήξη και το κεσάτι. Οι δρόμοι και οι πλατείες του στοίχειωσαν. Αριά και που να τους περάσει κάποιος. Τέσσερα μουλάρια είναι δεμένα στον κορμό μιας χαμηλής φτελιάς. Φοράνε σιδερένια σαμάρια και βιτσίζουνε με τις ουρές τους τον αέρα για να διώξουνε τις μύγες. Το ίδιο κάνουνε και οι έμποροι που κάθονται μπροστά στην πόρτα των μαγαζιών τους.
Ψάχνουμε για καφενείο. Ένα τραπεζάκι και ένας ίσκιος είναι ό,τι να πεις τούτη την ώρα. Η κυρά Πολυξένη είναι μέσα στα μαύρα όπως όλες οι γυναίκες του Σόροβιτς. Ποιος ξέρει τι έχασε. Όλες εδώ έχουνε χάσει ανθρώπους στον πόλεμο και στην κατοχή. Είναι ακόμα νιούτσικη, καλοβαλμένη, νόστιμη. Σιάχνει ολοένα το μαύρο μπαρέζι της και μιλάει γρήγορα σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουμε. Μιλάει με μια άλλη σλαβομακεδόνικα. Καταλαβαίνει πως είμαστε περαστικοί και θέλουμε μια σταλιά νερό να βρέξουμε τα χείλια μας και έρχεται προς τη μπάντα μας. Μας μιλάει καθαρά ελληνικά με γλύκα και με κάποια συστολή. Είναι μια μορφή αδύνατη, χλωμή, βασανισμένη. Έχει μαύρα ζωηρά μάτια και χοντρά χείλια. Μας ρωτάει από που ερχόμαστε.
- Από την Αθήνα, της λέμε.
Ξαφνιάζεται. Της φαίνεται μεγάλη απόσταση.
- Αυτό θα σας μείνει, μας λέει. Εγώ είκοσι χρόνια τώρα πάω και έρχομαι από το καφενείο στο μαγέρικο και από το μαγέρικο στο καφενείο. Είκοσι χρόνια κάνω αυτό το πήγαινε έλα μέσα σε τούτη την πλατέα. Πάω ίσαμε το αντικρινό ντουβάρι και ξαναγυρίζω. Είκοσι χρόνια τα ίδια και τα ίδια: Να βλέπω τα μουλάρια να κλωτσάνε τον αέρα. Τι να κάνω; Ο τόπος ρημάζει. Όλο και ρημάζει. Όλοι φεύγουνε για την Αμερική. Λίγοι ξαναγυρνάν στα χωριά της Πρέσπας για να ξαναβρούν τα χωράφια και τα σπίτια τους.
Αποχαιρετάμε την κυρα-Πολυξένη και πάμε να φέρουμε μια βόλτα μέσ' στο χωριό. Συναντάμε δυο κορίτσια του Γυμνασίου με μαύρες ποδιές. Μαγαζιά που πουλάνε όλα τα είδη. Όπως σε όλα τα χωριά έτσι και εδώ ένα μαγαζί είναι μαζί παντοπωλείο, υφασματοπωλείο, κουρείο, πεταλωτήριο και οδοντιατρείο. Το ίδιο μαγαζί πουλάει ρύζι, μπακαλιάρο, ρέγκες, σαπούνι, πετρέλαιο, ψάθινα καπέλα, σώβρακα, ραδιόφωνο, βερνίκια, γεωργικά εργαλεία, ζιζανιοκτόνα, νάιλον, πασμάδες κομπιναιζόν, πέταλα κ.ά. Όχι σπάνια είναι και συμβολαιογραφείο.
Μια ώρα μακριά είναι η λίμνη Πέτερσκο. Είναι μικρή μα κάνει μεγάλο κύμα, καθώς τη δέρνει η τραμουντάνα. Τη βλέπεις από μακριά να σαλαγάει τ' αρνιά της σα φουρκισμένος τσοπάνος. Κατεβαίνουμε το καλντιρίμι. Μια γουρούνα πλατσουράει μέσα σε μια μαύρη λούμπα στη μέση του δρόμου. Ένα τσούρμο παιδιά χαζεύουν ένα γύρο της. Στο λιβάδι φουρφουρίζουν κάτι θεόψηλες λεύκες, χοντρά καραγάτσια και πλατάνια. Βλέπεις και συκιές, μουριές, ροδιές, αχλαδιές, καρυδιές και άλλα φρουτόδεντρα. Φράχτες από βατομουριές που κλείνουν μέσα μποστάνια και δεντροπερίβολα. Αψηλές κουμούλες και θημωνιές στον κάμπο. Γυναίκες τσαπίζουν τα περιβόλια, ξεβοτανίζουν θερίζουν. Φυσάει αγέρας από τη λίμνη και σβαρνίζει τ' άχερα. Μυρίζει ξερό χορτάρι. Οι μπατόζες δουλεύουν σα χαμάληδες. θερίζουν, δεματιάζουν, δένουν τις μπάλες.
Γυρνάμε στο χωριό από το ίδιο μονοπάτι του λιβαδιού.
Ο σταθμός του αυτοκινήτου είναι και αποθήκη ξυλείας. Ο σταθμάρχης πουλάει και σκούπες. Έχει και δυο κορίτσια και θέλει δυο καρέκλες για να βολευτεί. Μιλάνε σα νάχουνε καραμέλες στο στόμα τους.
Ένα καράβι ξεκινά χωρίς άλλο πιο γρήγορα από το λεωφορείο Αμυνταίου. Φυσάει και ένας αέρας που σκουπίζει τους δρόμους. Έχουμε και μια κυρία που ταξιδεύει τουαλέτα χορού και ασημένιο γοβάκι.
Τα λελέκια μάζεψαν ένα σωρό ξερό χορτάρι και έχτισαν τη φωλιά τους πάνω στο καμπαναριό. Το ένα κάθεται στη φωλιά του, το άλλο κάνει την κυρία πάνω στον τρούλο. Πορπατάει με ανεμελιά και με καμάρι.
Φεύγουμε. Πίσω μας αφήνουμε το πελαργόνι να πηγαίνει σαν την κυρα- Πολυξένη από τη μια άκρια του τρούλου στην άλλη και τη θυμωμένη λίμνη του Πέτερσκο να ξεμαλλιάζεται και να αεροχτυπιέται.
Μπροστά μας ξανοίγεται μια δημοσιά που τραβάει προς το άπειρο. Δεξοζερβά στέκονται τ' αψηλά καραγάτσια της, σα φρουροί που παρουσιάζουν όπλα. Δεν έχει τέλος τούτος ο δρόμος, χάνεται. Γυναίκες θερίζουν τσαπίζουν στα χωράφια και στα περιβόλια. Άλλοι θεριστάδες κοιμούνται κάτω από αχεροκάλυβα και τσαρντάκια. Στη μέση στέκεται ένας παπάς ψηλός, ξερακιανός, με κάτι γένια σαν αθέριστο χορτάρι και με ένα ράσο που ο ήλιος τόκανε πράσινο. Δεν μπαίνει, μονάχα δίνει μια παραγγελιά και τραβιέται στην άκρια.
Πιάνουμε τα ψηλώματα. Πλαγιές όλο οξυά, βελανιδιά και φτέρη. Οργιάζει η βλάστηση. Στο δρόμο βλέπουμε ταμπούρια από τσουβάλια γεμάτα χώμα, μέσα σε τελάρα από κλαριά οξυάς. Από δω πέρασε ο πόλεμος με όλα τα φουσάτα του.
Χωριά μας γνέφουν ψηλά από τις βουνοράχες. Το Πενό, το Σκλήθρο, το Λέχοβο με το πανηγύρι του. Βαράει ο ζουρνάς και το μεγάλο νταβούλι μέσα στη χαράδρα. Κόσμος κατέβηκε από τη Φλώρινα για το πανηγύρι στο Λέχοβο.
Στον κάμπο το Βαρικό. Ψηλά στο βουνό το Νυμφαίο ή αλλοτινή Νέβεσκα και η κατακαημένη Κλεισούρα. Πόσες φορές την κάψανε, πόσους ανθρώπους της σκοτώσανε οι Γερμανοί. Λένε τρακόσους, μπορεί και περισσότερους. Το ίδιο έγινε και στη Νέβεσκα.
Δεν καθόμαστε στο Λέχοβο, γιατί ο οδηγός μας βιάζεται να περάσει τα "σύνορα" δηλαδή μια πόρτα στην κορφή του βουνού σαν κορνίζα, από όπου βλέπεις κάτω στον κάμπο το όραμα της λίμνης και της πολιτείας της Καστοριάς.
Κάτω από την καστρόπορτα περιμένουν μερικοί επιβάτες.
Περνούμε τη Βασιλειάδα, την Κορησό, το Δισπηλιό, που λεγόταν άλλοτε Γκράνο-Βόντα δηλ. Μεγάλο Νερό και μπαίνουμε στην περιοχή της λίμνης.
Ο ουρανός είναι καθαρός, μα η λίμνη είναι σταχτιά γιατί τη σκιάζουν τα γύρωθε βουνά.
Η Καστοριά είναι αντίκρυ μας, αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω σε δυο λόφους. Βλέπεις τα ιδιότυπα σπίτια της με τις κεραμιδωτές στέγες. Στη μέση της πολιτείας και στην κορφή του λόφου ξεχωρίζει μια μυτερή στέγη σαν πύργος που ταξιδεύει τον ουρανό.
Πλαγιές ένα γύρο μαλακές με καθάρια και απλά περιγράμματα, γυμνές που τώρα τις δεντροφυτεύουν με κυπαρίσσια. Απέραντα βαλτοτόπια στην ακρολιμνιά σκεπασμένα με νερόχορτα και καλαμιές, που τα αποξηραίνουν και τα κάνουν γήπεδα. Φυσάει στη λίμνη και την κάνει να κυματίζει. Όσο βραδιάζει δυναμώνει το αεράκι και αναταράζει τα νερά.
Η λίμνη έχει το σχήμα του αυγού άμα την κοιτάζεις πάνω από το λόφο της Καστοριάς. Η χερσόνησος αυτή, που στο λαιμό της είναι χτισμένη αμφιθεατρικά η χώρα, έχει πενήντα μέτρα ύψος. Προχωρεί μέσα στη λίμνη και τη χωρίζει σε δυο ίσα μέρη. Ένα γύρο την περιζώνουν βουνά απλόγραμμα.
Εδώ ήτανε στα αρχαία χρόνια μια αρχαία πολιτεία το Κήλητρον, που θα πει το θελκτικό. Στα Ρωμαϊκά χρόνια χτίστηκε η Διοκλητιανούπολις και πιο ύστερα ο Ιουστινιανός έχτισε μια άλλη πολιτεία που τη βάφτισε με το όνομα της λίμνης. Είπανε πως τόνομα Καστοριά το πήρε από το ναό του Κάστορα που τόνε λατρεύανε οι ντόπιοι. Το πιθανότερο όμως είναι να ονομάστηκε έτσι από τη λίμνη που είχε πολλούς κάστορες. Η γνώμη τούτη είναι του Άμαντου και φαίνεται πιο σωστή.
Η Καστοριά σου κάνει εξαρχής την εντύπωση μιας βυζαντινής πολιτείας με την ιδιορρυθμία της, με τα στενά και μαιανδρικά σοκάκια της, με τις πολλές εκκλησιές της και με τα ιδιότυπα σπίτια της.
Ανάμεσα στα παλιά σπίτια βλέπει κανείς που και που να ξεπηδούν σύγχρονες οικοδομές. Ένα τέτοιο οικοδόμημα, που είναι η τελευταία λέξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι το τουριστικό ξενοδοχείο που χτίζεται τώρα. Πολλοί από τους κεντρικούς δρόμους έχουν ασφαλτοστρωθεί.
Οι Καστοριανοί είναι άνθρωποι έξυπνοι, δραστήριοι, ανοιχτόκαρδοι, εξυπηρετικοί, με αγνά και ελληνικότατα αισθήματα. Είναι πάντα πρόθυμοι να σου φανούν χρήσιμοι και να σου δώσουν κάθε πληροφορία. Αγαπούν τα γράμματα, τη μουσική, είναι λεπτοί στους τρόπους και είναι προικισμένοι με εξαιρετικό εμπορικό πνεύμα. Το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο είναι γνωστό στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Έχουνε μια φυσική ευγένεια. Δεν περιμένουνε να τους χαιρετήσεις. Σε χαιρετάνε πρώτοι και σου απευθύνουνε το λόγο.
- Πώς σας φαίνεται η Καστοριά; μας λέει κάποιος.
- Ότι να πούμε είναι τίποτα μπροστά σ' αυτό που βλέπουμε.
- Δεν είναι τίποτα αυτό που βλέπετε. Αυτό που υπάρχει εδώ είναι πολύ μεγάλο και σπουδαίο. Δεν είναι μονάχα η ομορφιά της λίμνης και της χώρας, είναι μια άλλη ομορφιά που χρειάζεται να τη ζήσετε για να τη χαρείτε και να τη νοιώσετε. Μα πρέπει να μείνετε κάμποσο για να μπείτε στην ουσία της. Οι περισσότεροι εδώ έρχονται και φεύγουν σαν τουρίστες. Μα έτσι δε βλέπουν τίποτε. Παίρνουν μαζί τους εντυπώσεις της στιγμής. Έρχονται μονάχα για τη λίμνη. Τριγυρνάνε σαν πεταλούδες γύρω από τη λίμνη, θαρρείς και τους μαγεύει. Πάνε και στον κινηματογράφο...
- Φυσικά, λέω, Καστοριά θα πει κάτι άλλο. Αυτά είναι για τους ντόπιους, μα ο ξένος που έρχεται για τον κινηματογράφο είναι ακατανόητο.
Ας είναι. Τον ρωτάμε κάτι άλλο. Είναι πάντα πρόθυμος να μας πει για τη φύση και για τον άνθρωπο της Καστοριάς.
Η φύση είναι όπως τη βλέπουμε με την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή μας. Έχει και μυστικά που θα χρειαστεί να τα αποκαλύψουμε.
Τον άνθρωπο τον έχουμε μπροστά μας. Είναι τούτος ένας "μορφωμένος" δίχως να έχει χάσει τη φυσικότητά του. Θα συναντήσουμε και "αμόρφωτους" και απλούς ψαράδες ή χωριάτες. Όλοι έχουν κοινό γνώρισμα την απλότητα, την ανθρωπιά, την ευγένεια και την ευφυία.
- Είμαστε πάνω από δέκα χιλιάδες ψυχές, λέει ο συνομιλητής μας, αμάλλαγοι Έλληνες και ελληνόγλωσσοι, ντόπιοι και πρόσφυγες. Είχαμε και κάμποσους Τούρκους και Εβραίους. Είμαστε κυρίως έμποροι, γουναράδες. Θάχετε ακούσει τι όνομα έχουν οι Καστοριανοί γουναράδες μέσα και έξω από την Ελλάδα. Είναι μοναδικοί στον κόσμο. Μια και ήρθατε δεν πρέπει να φύγετε δίχως να δείτε πώς γίνεται η κατεργασία των γουναρικών. Είναι και αυτό μια ιδιοτυπία της Καστοριάς. Τα γουναρικό, η λίμνη, η εκκλησία, το παλιό αρχοντικό. Αυτά κάνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Ο Καστοριανός λοιπόν είναι έμπορος, γουναράς, επιστήμονας, ταμπάκης, ψαράς, εργάτης και ποιητής. Δικός μας είναι ο Χριστόπουλος. Θα δείτε ψηλά στην κορφή το άγαλμά του. Θα δείτε και την προτομή του Παύλου Μελά.
- Πώς σας φαίνεται το κλίμα μας; μας ρωτάει.
- Πρέπει να μείνουμε για να το γνωρίσουμε. Περιμέναμε να βρούμε ζέστη και κουνούπια σε μια λίμνη.
- Χμ, λέει, έτσι νομίζουν όλοι και ξαφνιάζονται. Δεν περιμένουν τόση δροσιά κατακαλόκαιρο. Όμως μη θαρρείτε πως είναι πάντα έτσι. Τούτες τις μέρες φυσάει. Γενικά όμως κάνει πολλή ζέστη το καλοκαίρι και πολύ κρύο το χειμώνα. Πέφτει χιόνι, πήζει η λίμνη. Το κλίμα όμως είναι πολύ υγιεινό. Υγρασία δεν υπάρχει, μήτε κουνούπι. Το νερό που πίνουμε είναι πολύ καλό, άλλοτε πίναμε νερό από τη λίμνη. Τώρα έχουμε περίφημο υδραγωγείο. Έγινε με τη δωρεά των Καστοριανών "η Ομόνοια" της Ν. Υόρκης και των άλλων ομογενών του εξωτερικού. Χρειάστηκαν υπέρογκα ποσά, που μονάχα οι συμπατριώτες μας του εξωτερικού μπορούσαν να τα προσφέρουν. Έχουνε για αυτό και για πολλές άλλες ευεργεσίες που κάνανε, τη ευγνωμοσύνη του λαού. Σχολειά, εκκλησιές, δρόμοι, κοινωφελή ιδρύματα και ένα σωρό άλλα έργα τα χρωστάμε σε αυτούς το περισσότερο.
Η Καστοριά, όπως σας είπα, έβγαλε μεγάλους δωρητές. Έβγαλε και μεγάλους εμπόρους, δασκάλους, σχολάρχες, επιστήμονες και γραμματισμένους. Έβγαλε και αγωνιστές και εθνομάρτυρες. Μαζί με το Ρήγα Φεραίο θυσιάστηκαν και τρεις Καστοριανοί. Νέοι και οι τρεις. Ο ένας ήτανε έμπορος, ο άλλος μαθηματικός, ο τρίτος φοιτητής. Ο πρώτος τη γλύτωσε. Οι δυο άλλοι παραδόθηκαν από τους Αυστριακούς στους Τούρκους και πήγαν στην κρεμάλα.
"Πόσους καταχτητές δε γνώρισε τούτος ο τόπος! Ρωμαίοι, Φράγκοι, Σλάβοι, Τούρκοι, Γερμανοϊταλοί, και πόσοι δεν πέρασαν από πάνω της! Ήτανε πάντα εξαιτίας τη θέσης της ένα από τα ισχυρότερα κάστρα και όλοι τη διεκδικούσαν. Ήτανε από τα παλιά χρόνια ένα σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο. Κάτω από όλους τους καταχτητές κράτησε τον ελληνισμό της και πάλεψε για τη λευτεριά της.
Στην Τουρκοκρατία ήτανε όχι μόνο πνευματικό μα και αγωνιστικό κέντρο του ελληνισμού. Μπήκαμε στον αγώνα του 21 από τους πρώτους. Και ο Μακεδονικός αγώνας από τούτα τα χώματα άρχισε. Εδώ έδρασε κατά του Βουλγαρικού κομιτάτου ο καπετάν Βάρδας, ο Βέργας, ο Νταλίπης, ο Μάνος. Το 1912 στις 11 του Νοέμβρη μπήκε μέσα ο ελληνικός στρατός...
Και άρχισε να μας δίνει λεπτομέρειες ιστορικές από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο καθώς και από τον Ιταλοαλβανικό. Είχε λάβει μέρος σε όλους τους πολέμους και ήτανε, όπως έδειχνε με την πείρα και την ευρυμάθειά του, μια ζωντανή ιστορία."
Τον ευχαριστήσαμε και ακολουθήσαμε τις υποδείξεις και τις πληροφορίες του προκειμένου να δούμε και να γνωρίσουμε από μέσα την Καστοριά.
Η λίμνη διαιρείται σε δυο ίσα μέρη. Έχει υψόμετρο εξακόσια μέτρα και έκταση 28 τετρ. χιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο βάθος της είναι 10 μέτρα. Ένα γύρο της τα γραφικά χωριά του Μαύροβου, της Κρεπενής, του Μεγάλου Τσιφλικιού, της Λίτσιστας.
Ένα μοντέρνο πάρκο με παγκάκια. Πλατάνια και φτελιές στην όχθη. Μια σειρά χαμηλά μοντέρνα χτίσματα με τόξα. Μοιάζουν λουτρά. Αργότερα μάθαμε πως είναι μία ψαραγορά. Πολύ ωραίο οικοδόμημα για ψαραγορά. Μπορείς να το πάρεις για εξοχικό κέντρο με μουσική και εξέδρα χορού.
Αριστερά η φαρδιά δημοσιά πλαισιωμένη με πανύψηλες φτελιές. Ρωτάμε ένα παιδί που κάθεται στα κάγκελα του μώλου για κάτι βενζινόπλοια που φορτώνουν κόσμο. Μας λέει πως πάνε αντίκρυ στο Μαύροβο και στα άλλα χωριά. Είναι κλειστό σαν πούλμαν με μεγάλα φινιστρίνια. Οι βάρκες είναι πρωτόγονες σαν σλέπια (πλάβες). Εδώ τις λένε "καράβια".
Μέσα στο σούρουπο τις παίρνεις για γόνδολες... Άμα τις πλησιάσεις βλέπεις πως το σχήμα τους είναι ολότελα πρωτόγονο, χοντοκομμένο σα μονόξυλα. Έτσι τις λένε άλλωστε τις ψαράδικες γιατί η "καρένα" τους έχει μονάχα μια σανίδα. Γίνονται από ντόπια ξύλα και είναι αυτοσχέδιες. Στην πραγματικότητα δεν έχουνε καρένα. Πάνω στο μονόξυλο μπαίνουν άλλες σανίδες, τα πλαϊνάρια, που αρμολογούνται με σιδεροδεσιές (διπλά καρφιά σε σχήμα ΙΙ). Μπροστά και πίσω η σανίδα εξέχει πολύ επάνω σαν τετράγωνο ασπίδι.
Το κουπί είναι κομματιαστό. Το πλατύ μέρος, που μπαίνει μέσα στο νερό είναι σαν το φτυάρι του φουρνόξυλου. Ένα μακρύ χέρι από στρογγυλό ξύλο είναι αρμοσμένο στο κουπί.
Φανταστείτε αυτή τη βάρκα σα μια στενόμακρη σκάφη. Τη ράχη που μπαίνει στο νερό, την καρένα ας πούμε την αλείβουν με κατράμι. Με αυτό το μονόξυλο ψαρεύεται το γλυκόψαρο της λίμνης: η τούρνα, το πλατύκι, το γλύνι (χρυσόψαρο), ο γουλιανός, το τσουκάνι, το γριβάδι, το σαζάνι, το τσιρόνι, το χέλι, η καραβίδα, το πρικί (πέρκα), ο κέφαλος, ο χρίσκος, η πέστροφα κά.
Ψαρεύουν με το καλάμι, με τον πεζόβολο, με τη ζαγάζα, με τη σουρτινίτσα και με τα "πελαΐσια" τεχνητές παγίδες από κλαριά ή σύρματα, "φωλιές" όπως τις λένε.
Προχωρούμε γύρω στην ακρολιμνιά, κάτω από αιωνόβια πλατάνια και λυσίκομες ιτιές. Είναι οι λεγόμενες κλαίουσες. Δε χρειάζεται να τις περιγράψω μια και το επίθετό τους σου δίνει πλέρια την εικόνα τους. Έχουν λυτή τη μακριά κόμη τους, που οι άκριες της αγγίζουν το νερό, και θρηνολογούν σα χορός γυναικών αρχαίας τραγωδίας.
Η λίμνη τώρα κουβαλά ένα ολόδροσο αεράκι και τρικυμίζει. Μικρά κυματάκια έρχονται και σπάζουν στην ακρολιμνιά, πάνω στα γλυμμένα βότσαλα και στα βραχάκια. Που και που βλέπεις και λίγη αμμουδιά.
Μια πάπια μπαίνει μέσα στο νερό σέρνοντας ξοπίσω της τα παιδιά της. Τα μαθαίνει να κολυμπούν. Είναι καμιά δεκαριά παπάκια. Τα τραβάει θαρρείς με το μαγνήτη της ουράς της. Κολυμπούν όλα μαζί σαν ένα σώμα, κακαρίζουν και ξαναβγαίνουν στην όχθη χτυπώντας τα φτερά τους.
Πιο πέρα αρχίζει η μεγάλη πούντα της χερσόνησος που στο λαιμό της είναι χτισμένη η Καστοριά, και χωρίζει τη λίμνη σε δυο άλλες λίμνες, η καθεμιά σε δυο μισόκυκλους. Έχει κάμποσα δέντρα επάνω του αυτό το βουνό-ακρωτήρι. Ένα νταμάρι τούχει σκάψει τα πλευρά.
Τα σπίτια της Καστοριάς είναι χτισμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά. Κεραμιδένια γεωμετρική στέγη. Τέσσερα παράθυρα, δυο από κάθε μπάντα. Η εσοχή στη μέση που χωρίζει το σπίτι σε δυο ίσα μέρη. Το μεγάλο παράθυρο της εσοχής. Ανώγι και κατώγι. Η καμαρωτή πορτάρα στο κατώγι με τις χοντρές κρικέλες της. Άλλος τύπος είναι το ανώγι (καφάσι) που εξέχει και στηρίζεται πάνω σε κυρτά μαδέρια σε ντουβάρια από τσατμά χρισμένο με σουβά.
Ανεβαίνουμε απόνα ανηφορικό καλντιρίμι πολύ στενό. Στο πιο ψηλό σημείο του λόφου είναι στημένο το άγαλμα του Χριστόπουλου. Ο "νέος Ανακρέων" κρατάει στο χέρι του ένα χειρόγραφο και αγναντεύει τη λίμνη.
Οι λεύκες κοιτάζονται μέσα στο μαγικό καθρέφτη της λίμνης, σα να καλλωπίζονται, ενώ οι ιτιές με τα λυτά μαλλιά τους μύρονται από πάνω της.
Τα ξημερώματα τα βουνά είναι σμαράγδινα. Παίρνουμε την άλλη παραλία της λίμνης για να πάμε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Μαυριώτισσας, που είναι στην άκρια της σούβλας της χερσόνησος. Ένα σπίτι σαν κάστρο καθρεφτίζεται στη λίμνη. Περνούμε κάτω από δυο σειρές ατέλειωτα πλατάνια, αψηλόκορμες λεύκες και ιτιές. Γυναίκες πλένουν στην όχθη κάτω από τις λεύκες και τις ιτιές. Κοπανίζουν τις κουβέρτες τους και τις απλώνουν στα ανάπλαγο πάνω στα βράχια, για να στεγνώσουν.
Ζερβά μας βουλιάζουν μέσα στην πρασινάδα τα σπιτάκια με τα δεντροπερίβολα. Στη μέση του δρόμου ένα καινούριο μονόξυλο είναι κιόλα έτοιμο να ριχτεί στο νερό. Μονάχα θέλει να κοπούν οι σανίδες που εξέχουν και να αλειφτεί η καρένα με κατράμι.
Περνούμε την πρώτη κούρμπα, τη δεύτερη, την τρίτη με τα ασβεστοκάμινα. Ένας εργάτης σα γύψινος, φτυαρίζει τον ψημένο ασβέστη. Ένας άλλος τον ρίχνει μέσα στο λάκκο για να λιώσει. Άλλοι φορτώνουν πάνω σε κάρα τον ασβέστη. Ένα νταμάρι. Ένας σκιροθραύστης αλέθει το χαλίκι. Πιο πέρα ένα καφενεδάκι με μια μικρή εξέδρα στη λίμνη. Δεν περιμένεις να βρεις ένα "κέντρο" με πάνινες καρέκλες, με ραδιόφωνο και με ψαροφωλιές σε τούτη την απόσταση.
Περπατάμε μιάμιση ώρα και θέλουμε ακόμη είκοσι λεπτά για το μοναστήρι. Από δω και πέρα αρχίζει μια περιοχή που δεν την υποπτεύεσαι. Αφήνουμε πίσω μας τον πολιτισμό και μπαίνουμε σε μιά ολότελα πρωτόγονη ζώνη. Σε μια παραδείσια ζώνη.
Είναι ένας τόπος τόσο παρθένος και αμάλαγος που θαρρείς και δεν πατήθηκε ποτέ από ποδάρι ανθρώπου. Θαρρείς και τον ανακαλύπτεις εσύ για πρώτη φορά και χαίρεσαι το έργο σου.
Πλατάνια πυκνά και λιγερόκορμα που πλέκουν τα κλαριά τους από πάνω σου και δεν αφήνουν τον ήλιο να περάσει. Περπατάς κάτω από μιαν ατέλειωτη θολωτή στράτα από πλατανόκλαρα, και μέσα της βασιλεύει δροσιά και "άφατη χαρμονή". Ένα όργιο πουλιών μέσα στις φυλλωσιές. Η λίμνη είναι ακύμαντη και φλιφλίζει κατά την όχθη με τα καλάμια, τα νούφαρα και τα άλλα νερολούλουδα. Ξυλοπετεινοί πετάνε τρομαγμένοι από τόνα δέντρο στο άλλο.
Σκέφτομαι πως η γης είναι τόσο όμορφη, γιατί βγήκε μια και μοναδική φορά από τα χέρια του Θεού. Έτσι πρέπει νάναι το έργο της τέχνης, μια καθαρή δημιουργία χωρίς "επανάληψη".
Ένα τσούρμο παιδιά έχουν ρίξει τ' αγκίστρια τους και περιμένουν το ψάρι να "τσιμπήσει". Ένας πιτσιρίκος έχει πιάσει κάμποσα μικρά τσιρόνια.
Περπατάμε κοντά δυο ώρες και μας είχαν πει πως η απόσταση ήταν ένα τέταρτο για τη Μαυριώτισσα. Άξαφνα, εκεί που δεν το περιμέναμε, βλέπουμε μια μεγάλη σπηλιά με σταλαχτίτες και πιο πέρα ένα ανοιχτό πλάτωμα, ένα παλιό σπίτι και η εκκλησιά, τοιχογραφημένη από μέσα και απόξω με την ίδια τεχνοτροπία. Η συμβατική ακαμψία έχει σπάσει και το σχέδιο κινείται πιο "φυσικό" και πιο ελεύθερο, χωρίς να χάνει σε ακρίβεια και σε τυπικότητα. Βλέπεις λόγου χάρη ένα "καράβι" ίδιο με της λίμνης. Μέσα ο Ιησούς, οι απόστολοι. Το σχέδιο είναι γραμμικό και ελεύθερο, δίνει όλη την κίνηση της φουρτούνας. Οι αμφιέσεις των αγίων αυτοκρατορικές, ιερατικές, όπως τις βλέπουμε στο μωσαϊκό του Ιουστινιανού της Ραβέννας. Ένας και μοναδικός καλόγερος ζει στο μοναστήρι της Μαυριώτισσας. Είναι παχύς, αυστηρός και λιγομίλητος. Με το τσιγκέλι του βγάζεις καμιά λέξη.
Ο γυρισμός είναι ακόμα πιο δύσκολος ύστερα από το δρόμο που κάναμε. Καλά που υπάρχει αυτό το καφενείο στο μισοστράτι και ξαποσταίνουμε για λίγο. Το νερό της λίμνης έχει μαζέψει στην όχθη κάτι ψιλά φύκια σαν κλωστές. Ένα μονόξυλο έχει αράξει δίπλα στην εξέδρα. Δυο ψαράδες βγήκαν στον όχτο και κάθονται πιο πέρα. Ο ένας είναι ξερακιανός με ένα στόμα σαν του ψαριού. Μας πιάνει την κουβέντα. Η γλώσσα του πάει σα ροδάνι. Είναι Αγιοστεφανίτης από την Πόλη.
- Ήρθαμε, λέει, από κει πέρα. Κουβαλήσαμε και τις βάρκες μας. Τις δουλέψαμε δεκαπέντε χρόνια. Τώρα δουλεύομε τις ντόπιες. Πολλοί φύγανε για αλλού. Εγώ ήπια νερό της λίμνης και έμεινα. Δούλεψα και στην Πρέσπα. Η μικρή Πρέσπα είναι στην έκταση σαν τη λίμνη του Οστρόβου. Δυο φορές σαν τη λίμνη της Καστοριάς. Η μεγάλη Πρέσπα είναι θάλασσα. Η μικρή χύνεται στη μεγάλη. Η μεγάλη στην Αχρίδα και η Αχρίδα στη θάλασσα. Τα χέλια ταξιδεύουν από τις λίμνες στη θάλασσα και από τη θάλασσα στις λίμνες. Τώρα ρίξανε σπόρο για πέστροφες στη δικιά μας λίμνη και αν πιάσει θάχουμε καλή σοδιά, είπε γελαζούμενος.
- Είδαμε, του λέει η γυναίκα μου, μια πινακίδα που γράφει πως απαγορεύεται το κολύμπι.
- Ναι, δεν επιτρέπεται στους ξένους να κολυμπάνε χωρίς οδηγό. Η λίμνη έχει ρουφήχτρες, τραβάει κάτω. Τις προάλλες πνίγηκαν δυο ξένοι. Γι' αυτό βάλανε την ταμπέλα.
Αληθινά, η λίμνη προκαλεί φόβο και δέος. Είναι ακύμαντη αλλά ύπουλη. Δεν ξέρεις τι γίνεται στο βάθος της. Τη νύχτα ξυπνάν και ζωντανεύουν οι θρύλοι και τα στοιχειά της.
Το "κέντρο" έχει μια ψαροφωλιά, όπως είπα. Ένα σιδεροβάρελο ανοιχτό από τις δυο μπάντες, βαλμένο όρθιο μέσα στο νερό. Έτσι, έχει πάντα να σου προσφέρει ψάρι της ώρας, τι λέω; ζωντανό ψάρι. Φτάνει να εκφράσεις την επιθυμία σου. Ο καταστηματάρχης βουτάει την απόχη μέσα στο βαρέλι και τραβάει όξω μια σπαρταριστή πέρκα, ένα τσουκάνι, ένα γριβάδι... Η "φωλιά" έχει μέσα ό,τι να πεις. Το βάνει στη σχάρα ή στο τηγάνι και σου το φέρνει με μια σαλάτα και με μια κούπα κρασί. Έτσι ξεχνάς όλο το δρόμο που έκανες με τα πόδια για να φτάσεις ίσαμ' εδώ.
Εντύπωση μας κάνει ένας άλλος ψαράς, που κάθεται σκυφτός και αμίλητος δίπλα στον πρώτο, λες και απουσιάζει. Κάθεται κουκουβιστός σα νάχει πέσει σε μεγάλη συλλογή. Έχει ένα ψαρί και ολοστρόγγυλο κεφάλι σαν καρπούζι και κάτι παχιά μουστάκια. Ποιος ξέρει τι τον τρώει για νάναι σε τέτοιο βύθος. Μια μονάχα φορά άνοιξε το στόμα του και είπε ένα "ναι". Νοιώθω την ανάγκη να τονε σκιτσάρω πάνω σε ένα τσιγαρόχαρτο. Δεν έχω τίποτα άλλο αυτή την ώρα. Αν είχα μια φωτογραφική μηχανή δε θα καταπιανόμουνα με μια δουλειά που δεν είναι του χεριού μου. Τούτοι οι δυο ψαράδες δίπλα στο μονόξυλό τους, που ξαποσταίνει και αυτό κάτω από την ιτιά, είναι ένα σπάνιο "θέμα" φτάνει να μην το βλέπει κανείς μονάχα σαν θέμα, δηλαδή σαν ζωγραφικό αντικείμενο. Υπάρχει μέσα σε αυτό το θέμα μια ανθρώπινη στάση, μια ανθρώπινη περίπτωση.
Τα νερά είναι ασάλευτα, γυάλινα. Τίποτε δεν ανεβαίνει από το βάθος στην επιφάνεια, θαρρείς και έχει σταματήσει ο χρόνος. Το φως πάνω στους λόφους κόβει σα μαχαίρι. Και όμως η ώρα τούτη μοιάζει με νύχτα σε μια ακρογιαλιά που τη φωτίζει λοξά το φεγγάρι.
Η Καστοριά δεν έχει μονάχα φυσικές καλλονές μα και αξιόλογους καλλιτεχνικούς θησαυρούς και σπάνια ιστορικά και λαογραφικά μνημεία, έτσι που δίκαια πήρε τ' όνομα "πολιτείας της τέχνης". Σημαντικά είναι τα βυζαντινά μνημεία της που ανάγονται στην αναγεννητική εκείνη περίοδο της βυζαντινής τέχνης, που τοποθετείται στον δωδέκατο ως το δέκατο πέμπτο αιώνα δηλ. στην εποχή των Παλαιολόγων. Τα μνημεία τούτα δεν έχουν πέρα για πέρα ερευνηθεί. Από ό,τι όμως ξέρουμε σήμερα, η ιστορική και καλλιτεχνική τους αξία είναι πολύ σημαντική. Σώζονται ακόμα μερικά λείψανα της εποχής του Ιουστινιανού: Κάστρα διπλά και τριπλά με πόρτες και με πύργους. Επάνω στη βουνοκορφή μια ακρόπολη γύρω από την εκκλησιά του Αγίου Αθανασίου. Η χώρα έχει καμιά εβδομηνταριά εκκλησιές που ανήκουν σε διάφορες εποχές. Δεν έχουν όλες την ίδια ιστορική και καλλιτεχνική αξία. Τα μνημεία εκφράζουν μια ταραγμένη και ανήσυχη εποχή που προμηνάει την πτώση της αυτοκρατορίας. Η επαρχία δε βρίσκεται πια σε άμεση επαφή με την πρωτεύουσα, που δεν μπορεί να επιδράσει πνευματικά επάνω της. Έτσι αναπτύσσονται στην Παλιά Ελλάδα και στη Μακεδονία ντόπιες καλλιτεχνικές τάσεις και ιδιαίτερα ρεύματα. Εδώ, αντίθετα από την Κωνσταντινούπολη που καλλιεργεί τώρα το σταυροειδή τρουλωτό ναό, βλέπουμε να γεννιέται και να επικρατεί ο πρωταρχικός τύπος της βασιλικής. Ο τύπος τούτος δεν αντιγράφει την παλιά φόρμα, αλλά την ανανεώνει, την αναδημιουργεί και παρουσιάζει έτσι αρκετές ποικιλίες.
Από τις πρώτες εκκλησιές που συναντούμε στο δρόμο μας είναι οι Άγιοι Ανάργυροι, βασιλική του 12ου αιώνα, μονόκλιτη, τοιχογραφημένη στην πρόσοψη και μέσα. Έχει και έναν ωραίο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Μερικές από τις τοιχογραφίες έχουν κιόλα καθαριστεί. Οι μορφές διαπνέονται από μια τάση φυσιοκρατική δίχως να βγαίνουν από την τυπική τους συμβατικότητα. Η διακόσμηση τούτη έχει πολλή σχέση με την αντίστοιχη της Παναγίας των Χαλκέων της Θεσσαλονίκης.
Ο Άγιος Αθανάσιος έχει τοιχογραφίες πολύ κατεστραμμένες. Πολλές είναι σκεπασμένες με σοβά. Μια επιγραφή πάνω από την πόρτα μας λέει πως ανοικοδομήθηκε το 1384 "δαπάναις των ευγενεστάτων αυθεντών κυρ Στόγια και Θεοδώρου του Μουζάκη".
Η κουμπελίδικη στην πλατεία του Γυμνασίου ένα πραγματικό κομψοτέχνημα σε σχήμα σταυρικό με έναν κυλινδρικό κουμπέ. Χρονολογείται γύρω στον 11ο αιώνα.
Οι Ταξιάρχες είναι μια πιο μικρή εκκλησιά από του Αγίους Αναργύρους, αλλά με πολλές ομοιότητες. Στην πρόσοψη οι εικόνες των δύο Ταξιαρχών και μέσα μια αξιόλογη εικόνα της Παναγίας δεομένης.
Δίπλα στο ναό των Ταξιαρχών, πάνω σε μια πυραμίδα από μικρή ακανόνιστη πέτρα είναι τοποθετημένη η προτομή του Παύλου Μελά. Πιο πέρα βρίσκεται η Μητρόπολη κι προς την κατηφοριά η Ζωοδόχος Πηγή μια ολοκάθαρη εκκλησιά.
Άλλες εκκλησίες είναι ο Άγιος Νικόλαος της συνοικίας Οικονόμου, που "ανεκαινίσθη και ανιστορήθη διά συνδρομής, κόπων και εξόδων μοναχής Ευπραξίας 1482". Η Παναγιά η Βλαχέρνα με ωραιότατες τοιχογραφίες που τα θέματά τους έχουν ληφθεί από τη Βίβλο. Ο Άγιος Στέφανος ξεχωρίζει από τις άλλες με την πρωτοτυπία του στην αρχιτεκτονική. Έχει αρκετές αναλογίες με τη Μητρόπολη του Μυστρά και το Μοναστηράκι των Αθηνών. Ο Άγιος Γεώργιος της συνοικίας Αγίου Θωμά είναι διακοσμημένος εσωτερικά με τοιχογραφίες που θυμίζουν τους Ταξιάρχες της συνοικίας Οικονόμου.
Ύστερα από τις εκκλησιές ζητάμε να δούμε τα περίφημα αρχοντικά της Καστοριάς. Ένα κορίτσι προσφέρεται να μας πάει στο αρχοντικό του Νάζη, που είναι δίπλα στο άλλο του Εμμανουήλ.
Στεκόμαστε μπροστά σε μια πορτάρα με παμπάλαιες κρικέλες και με ένα σιδερένιο χτυπητήρι. Μια αυλή στρωμένη με πέτρες. Βγαίνει από το παράθυρο μια μαυροντυμένη μισοκαιρίτισσα και παχειά γυναίκα. Μαντεύει τι θέλουμε.
- Μπορούμε να δούμε τ' αρχοντικό; - Αυτό είναι η δουλειά μας, μας λέει.
Το αρχοντικό έγινε τώρα ένα διακοσμητικό μουσείο. Κάτω είναι τα χαγιάτια. Επάνω οι οντάδες. Μια μεγάλη σάλα, το δοξάτο, όπως το λένε. Δεξά στη γωνιά είναι το κουβούκλι για τους μουσικούς. Αντίκρυ στο κουβούκλι το καφάσι των κοριτσιών, που δεν τους επιτρέπονταν να παίρνουν μέρος στη γιορτή και παρακολουθούσαν πίσω από το καφάσι σαν τις χανούμισσες. Οι τοίχοι και τα ταβάνια είναι διακοσμημένα και ξυλόγλυπτα. Στον "καλόν οντά" βλέπουμε δυο διακοσμητικά συμβατικά λιοντάρια. Το ένα κοιτάει στο βορρά και το άλλο στο νότο με ανασηκωμένο το κεφάλι. Μοιάζουν φώκιες για νυφίτσες. Είναι οι προστάτες του σπιτιού. Ένας πετεινός λέει την πρωινή προσευχή του στον ήλιο, που ανατέλλει, και υμνεί τη Δημιουργία. Τα πατώματα είναι από χοντρές σανίδες φαγωμένες από την πολυκαιρία. Είναι ολοκάθαρα από την πάστρα.
- Είναι ένα κονάκι τετρακοσίων χρόνων, μας λέει η οικοδέσποινα. Είμαστε η έβδομη γενιά.
Έχει ακούσει μερικά πράγματα για το σπίτι και τα λέει σαν προσευχή.
- Δεν ξέραμε την αξία του σπιτιού και ασβεστώναμε τους τοίχους. Τώρα μάθαμε πως είναι κειμήλιο και πρέπει να το φυλάγομε όπως είναι και να το προσέχουμε.
Μας δείχνει πάλι τον "καλόν οντά" με τα δυο λιοντάρια του, με τα παραθυράκια του, σχεδιασμένα σαν αραβουργήματα με πράσινο και κόκκινο γυαλί. Ένα είδος βιτρώ με διπλά τζάμια. Αδύνατο να συλλάβεις την αρχή και το ξετύλιγμα του σχεδίου. Να και το κιόσκι όπου κάθονταν οι γέροι με τους ναργιλέδες. Κάθονταν καταγής πάνω σε βελέντζες και σε σελτέδες ή πάνω σε ντιβάνια.
Περνούμε στο "γυάλινον οντά". Εκεί φυλάγονταν τα γυαλικά που τα παράγγελνε ο κοναξής με σκάλισμα και με μονόγραμμα στην Ευρώπη. Η κυρά ανοίγει ένα ξύλινο κουτί και βγάζει ένα κρυστάλλινο μπουκάλι του κρασιού με το μονόγραμμα Ι.Δ. (Ιωάννης Διαμαντούλας). Αυτή η ξύλινη κασετίνα έκλεινε σα βαλίτσα και πήγαινε το πεσκέσι με τα μπουκάλια γεμάτα κόκκινο κρασί στο γαμπρό. Ένα παμπάλαιο σεντούκι διακοσμημένο με ρόδακες και με άλλα σχέδια είναι πεταμένο στη γωνιά. Ύστερα είναι το κελάρι και μερικά άλλα κατεστραμμένα δωμάτια.
Στο κιόσκι τώρα δουλεύει ένα γουναράς. Σωροί από κομμάτια που πρέπει να ξεδιαλεχτούν. Από τα πιο ενδιαφέροντα πράματα της Καστοριάς, όπως είναι γνωστό, είναι και ο τρόπος της κατεργασίας των γουναρικών. Είδαμε ένα τέτοιο εργαστήριο σήμερα το απόγεμα. Ο ιδιοκτήτης του μας έδειξε τον τρόπο της κατεργασίας που είναι μοναδικός στον κόσμο. Τα κομμάτια έρχονται σε μπάλες από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Αμερική ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό. Εδώ ξεχωρίζονται κατά ζώο: Αλλού οι ρενάρ, αλλού οι ερμίνες, αλλού τα βιζόν, τ' αστρακάν. Ξεχωρίζονται ύστερα κατά μέρη: Το στήθος, η ράχη, που είναι και το καλύτερο μέρος, τα πόδια, το κεφάλι, η ουρά. Ξεχωρίζεται έπειτα η ποιότητα, το ύψος της τρίχας ο χρωματισμός. Υπάρχουν δεκατέσσερις βασικοί χρωματισμοί. Εδώ τους υποδιαιρούν σε τρεις τον καθένα και τους κάνουν σαρανταδυό. Συναρμολογούνται τα όμοια σε μέγεθος και είδος κομμάτια τετραγωνισμένα, έτσι που και το πιο εξησκημένο μάτι δεν είναι δυνατό να διακρίνει πως το ύφασμα τούτο έχει γίνει από άπειρα μικρά κομματάκια, που το πιο μεγάλο μπορεί να είναι κάποτε πέντε πόντους. Έτσι ένα πανωφόρι από τεμάχια κοστίζει είκοσι φορές λιγότερο από ένα ολάκερο. Χρειάζεται όμως, όπως μας είπε ο γουναράς, να συστηματοποιηθεί αυτή η εργασία και να ενισχυθεί από το κράτος. Το γουναράδικο είναι και αυτό από τα πολύ ενδιαφέροντα πράματα που έχει να δει και να θαυμάσει στην Καστοριά.
Δεν εξαντλείται βέβαια το ενδιαφέρον με αυτά που είδαμε και περιγράψαμε. Θάχε κανείς ακόμα να δει και να ζήσει ένα σωρό πράματα και γεγονότα, όχι τόσο στην έκταση και στην ποικιλία τους, όσο στην μια και μοναδική της παρουσίας και της διάρκειάς τους.
Το άλλο πρωί αποχαιρετάμε την πολιτεία και τη λίμνη. Ανεβαίνουμε μαλακές πλαγιές. Ύστερα ο δρόμος ξετυλίγεται μπροστά μας γυάλινος και ατέρμονος. Περνούμε τόνα χωριό ύστερα από τάλλο: Το Μελάνθιο, το Άργος Ορεστικό, το Κωσταράζι, το Βογατσικό. Δεξά προς τον κάμπο αργοκυλάει ο Αλιάκμονας, που πότε πλαταίνει και λιμνάζει, πότε στενεύει και γίνεται ρυάκι.
Γυμνές πλαγιές, κόκκινα ματωμένα χώματα και που και που μικρά καλαμποχώραφα. Να και η Λειψίστα (Νεάπολη) και το Καλονέρι. Η διασταύρωση: Αριστερά πάει για τη Σιάτιστα. Δεξιά για την Κοζάνη. Ξοπίσω το Μικρόκαστρο. Άλλη διασταύρωση: Ο δρόμος για τα Γρεβενά. Ύστερα η Ξερολίμνη, το Δρέπανο, το Πολύμυλο. Από δω και πέρα αρχίζει η ανάβαση. Αποκάτω μας τα χωριά φαίνονται σαν αγιοβασιλιάτικα παιχνίδια. Πίσω μας ο δρόμος σα σταχτιά κορδέλα που χάνεται στον ορίζοντα. Γκρεμοί και άβυσσοι κάτω από τα πόδια μας που χάσκουν να μας καταπιούν. Αετοί και γεράκια πετάνε πάνω από τις χαράδρες. Το Βέρμιο ρίχνει τον ίσκιο του πάνω από τον κάμπο.
Περνούμε τη Ζωοδόχο Πηγή και τη μαγευτική Καστανιά. Είναι κατακαλόκαιρο και όμως κρυώνουμε. Στην κορφή του λόφου βλέπουμε την Παναγιά του Σουμελά, που φέρανε την εικόνα της από τον Πόντο και της έχτισαν μια θεόψηλη εκκλησιά.
Πλαγιές δασωμένες. Βουνά με οξυές που τα στολίζει η άσπρη αγράμπελη. Κάμπος. Η Κοζάνη λιάζει το κορμί της πάνω στα ψημένα χώματα. Άλλος κάμπος ατέλειωτος. Τσαρντάκια που από κάτω κουρνιάζουν πρόβατα. Αχεροκάλυβα Σαρακατσαναίων. Καβαλάρηδες στους χωραφόδρομους και καπνός που ανεβαίνει πάνω από τις καλαμιές σα σταχτιά σύννεφα καλοκαιριάς.
(Γ. Σφακιανάκη: "Ελληνική Γη, Οδοιπορικά")
Από την Live-Pedia.gr
Γεωγραφία της Ελλάδας : Αλφαβητικός κατάλογος
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Χώρες της Ευρώπης Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν 1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία. |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License