Οι καρμανιόλοι της Σάμου
Εισαγωγικά: Η προεπαναστατική κοινωνία
Μετά το θάνατο του Κιλίτζ -Αλή η Σάμος που είχε χαριστεί προσωπικά σ’ αυτόν έγινε κληροδότημα (βακούφι) , σε Μουσουλμανικό τέμενος της Κωνσταντινούπολης, όπως αποδεικνύεται πλέον και από οθωμανικά έγγραφα της εποχής εκείνης που δημοσιεύτηκαν. Δηλαδή οι έποικοι δεν είχαν την πλήρη κυριότητα της γης, αλλά το δικαίωμα χρήσης της. Από τα ίδια έγγραφα όμως, φαίνεται ότι αυτό περιοριζόταν μόνο στην αρώσιμη γη, ενώ τα αμπέλια, οι κήποι και τα οικήματα ήταν στην πλήρη ιδιοκτησία των κατοίκων. Επίσης φαίνεται ότι πολύ γρήγορα οι Οθωμανοί περιόρισαν τα προνόμια του νησιού, με το διορισμό Τούρκων αξιωματούχων στο νησί. Ενώ ο επίτροπος του κληροδοτήματος, ο εκάστοτε Σειχ- ουλ Ισλάμ , έπαιρνε κάθε χρόνο για όφελος του τεμένους, τα δικαιώματα επικαρπίας των αρώσιμων γαιών, τη δεκάτη, τους τελωνιακούς δασμούς, καθώς και διάφορα έκτακτα «δοσίματα» τα οποία έπρεπε να τα συγκεντρώνουν οι πρόκριτοι. Η τοπική Οθωμανική διοίκηση επέβλεπε την όλη διαδικασία. Το κοινοτικό σύστημα δηλαδή, υποτάχτηκε ουσιαστικά στους Τούρκους αξιωματούχους. Αργότερα με την εγκατάσταση αρχιεπισκόπου στο νησί, ο οποίος είχε εκτεταμένη δικαστική δικαιοδοσία για τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών, το διοικητικό σύστημα της Σάμου παγιώθηκε έχοντας ως άξονες τους Τούρκους αξιωματούχους, τους προεστούς και την Εκκλησία. Οι πρόκριτοι όμως, έχοντας ως κύρια δικαιοδοσία την κατανομή της φορολογίας , κατάφεραν με τον συγχρωτισμό τους με την οθωμανική επικυριαρχία και τη δόλια εκμετάλλευση των φορολογικών προσόδων να γίνουν οικονομικά κυρίαρχη τάξη στο νησί και να μετατρέψουν το σύστημα αυτοδιοίκησης σε ολιγαρχικό. Σε αυτή την πραγματικότητα θα βασιστεί το κίνημα των Καρμανιόλων, για να διεκδικήσει την αλλαγή του κοινωνικού status του νησιού προβάλλοντας το ουσιαστικό αίτημα της διάσωσης των αρχαίων προνομίων. Με βάση και τα παραπάνω η οικονομία του νησιού κινήθηκε με κυρίαρχο άξονα τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, με τις καλλιέργειες οικογενειακής βάσης και τη μικρή έγγειο ιδιοκτησία, έστω με τον περιορισμό της επικαρπίας του βακουφιού. Το ερώτημα είναι γιατί δημιουργήθηκαν οι μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις που εξέθρεψαν το παραπάνω κίνημα, όταν είναι γνωστό ότι κίνητρο του εποικισμού ήταν η κατάληψη καλλιεργήσιμης γης, γεγονός που λογικά θα είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ισορροπία με βάση τις μικρές οικογενειακές καλλιέργειες. Η κατάληψη της γης ήταν βέβαια ανισομερής. Οι έποικοι ήρθαν στη Σάμο κατά κύματα, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να καταλάβουν τις περισσότερες και πιο εύφορες γαίες, ενώ όσο προχωρούσε ο εποικισμός, η καλλιεργήσιμη γη λιγόστευε και οι νεοφερμένοι ωθούνταν στα ορεινά και άγονα μέρη. Τέλος η ύπαρξη ακτημόνων δικαιολογείται με την ύπαρξη σχετικά μεγάλων γαιοκτησιών , όπως αυτή του Νικόλα Σαρακίνη που δωρήθηκε στο μοναστήρι της Πάτμου. Η λογική αυτή εξήγηση πρέπει να συνδυαστεί όμως με την ακόλουθη που ανταποκρίνεται στα δεδομένα της ιστοριογραφίας και αντανακλά τη διαμόρφωση του τοπικού συστήματος εξουσίας. Οι πρόκριτοι δηλαδή, είχαν την ευχέρεια, με τη σύμπραξη των Οθωμανών αξιωματούχων, να απαλλοτριώνουν προς όφελός τους εκτάσεις που για διάφορους λόγους, όπως π.χ. τη μη ύπαρξη αρρένων κληρονόμων, έφευγαν από την κυριότητα των άλλων καλλιεργητών. Από την άλλη όντας συλλέκτες της φορολογίας και διαχειριστές του ταμείου του «κοινού», πέρα από την όποια διαρπαγή των δημόσιων χρημάτων, μπορούσαν να δανείζουν χρήματα στους καλλιεργητές, οι οποίοι μη μπορώντας να αντέξουν την αποπληρωμή των δανείων χρεοκοπούσαν και έτσι οι προεστοί συγκέντρωναν στα χέρια τους μεγάλες καλλιεργήσιμες γαίες. Η όλο και μεγαλύτερη με το χρόνο φορολογική επιβάρυνση των αγροτών, οδηγούσε περισσότερους στο δανεισμό και την ενδεχόμενη πτώχευση. Φαίνεται ότι η παραδοσιακή τάξη των προεστών, μέχρι και τις παραμονές της επανάστασης του 1821, συνέχιζε να αντιμετωπίζει την αύξηση της φορολογίας ως τρόπο πλουτισμού, αφού αναγκάζεται ο αρχιεπίσκοπος Σάμου Κύριλλος να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του στην Κωνσταντινούπολη, για να περιορίσει τις καταχρήσεις εις βάρος του ποιμνίου του.
Οι Σαμιώτες μάλλον μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με το εμπόριο και τη θάλασσα, ενώ οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες από μια άποψη πρέπει να παρέμεναν στάσιμες, αφού δεν παρατηρείται σοβαρή εμποροναυτική δραστηριότητα, όπως συμβαίνει σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Μια σημαντική παρατήρηση όμως που μπορεί να γίνει εδώ, έχει σχέση με τον εποικισμό. Κατ’ αρχήν το ίδιο το γεγονός του εποικισμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καινοτόμος μετανάστευση. Διότι το κίνητρο των εποίκων ήταν η αλλαγή των συνθηκών της ζωής τους και μέχρι ενός σημείου αυτό έγινε πραγματικότητα:
α. Αρκετοί έποικοι κατέλαβαν αρχικά αξιόλογη καλλιεργήσιμη γη. Μια υπόθεση που μπορεί να γίνει, είναι, ότι οι περισσότεροι έποικοι ήταν ακτήμονες ή γενικότερα φτωχοί άνθρωποι για να δικαιολογηθεί η ριψοκίνδυνη φυγή τους από τις εστίες τους, αφού πέρα από τις όποιες υποσχέσεις της Οθωμανικής εξουσίας, δεν γνώριζαν ακριβώς τι θα συναντήσουν. Ας σημειωθεί ότι κατέφτασαν έποικοι έξω από το πλαίσιο της άμεσης γειτονίας για τα μέτρα της εποχής εκείνης, όπως π.χ. από την Πελοπόννησο και τη Ρούμελη.
β. Οι έποικοι βρέθηκαν σε ένα χώρο, στον οποίο δεν υπήρχαν αρχικά παγιωμένες δομές. Έπρεπε να μπορέσουν να αυτοδιοικηθούν, να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη, να λειτουργήσουν το καθεστώς των προνομίων. Αργότερα θα χρειαζόταν να το προστατέψουν, από την αυξανόμενη επέμβαση των Τούρκων. Οπωσδήποτε θα απαιτήθηκε κάποιος χρόνος μέχρι να παγιωθούν οι συγκεκριμένες οικογένειες που νέμονταν τα οφέλη από το δημογεροντικό σύστημα .
γ. Οι νέοι κάτοικοι του νησιού έπρεπε να δοκιμάσουν νέες καλλιέργειες, ή να πειραματιστούν με τις παραδοσιακές των τόπων καταγωγής τους σε ένα νέο φυσικό περιβάλλον. Συγχρωτίστηκαν με γείτονες οι οποίοι προέρχονταν από τελείως διαφορετικά μέρη του ελληνόφωνου χώρου, επέδρασαν ο ένας στο άλλο και στο τέλος δημιούργησαν σε γενικές γραμμές ένα ενιαίο πολιτισμό.
δ. Οπωσδήποτε τα προνόμια και ιδιαίτερα η απουσία Οθωμανικών πληθυσμών από το νησί παρά την προϊούσα καταπίεση των προκρίτων, έδιναν μια αίσθηση υπεροχής σε σχέση με τους άλλους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Όλα αυτά σηματοδοτούν ένα εσωστρεφές ασφαλώς πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα δυναμικό. Βέβαια σε κάποια φάση περιορίστηκε η σημασία των παραπάνω παραγόντων αφού «καταστάλαξαν» οι νοοτροπίες, οι συνήθειες και οι συμπεριφορές των κατοίκων, όμως δεν έπαψαν να είναι αυτοί που δημιούργησαν το «κέλυφος» της προεπαναστατικής Σαμιακής κοινωνίας και του ιδιαίτερου πολιτισμού της.
Το ότι η Σάμος συνολικά δεν ανοίχθηκε στη θάλασσα και το εμπόριο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπήρξαν θύλακες με έντονη εμποροναυτική δραστηριότητα, όπως π.χ. το Καρλόβασι, του οποίου οι κάτοικοι πολύ νωρίς, σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ασχολήθηκαν με την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων του νησιού, αποκομίζοντας καλό εισόδημα παρά το γεγονός ότι δεν είχαν καλό φυσικό λιμάνι. Τα παραπάνω οδηγούν στις εξής σκέψεις: Περιοχές όπως το Καρλόβασι, χωρίς να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες αναπτύσσουν το εμπόριο, επειδή οι έποικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί προήλθαν από περιβάλλοντα με σχετική εμπορική κίνηση. Οι έμποροι μεταφέροντας προϊόντα του τόπου (μοσχάτο κρασί και κρεμμύδια) έρχονται σε αναγκαστική επαφή με τους αγροτικούς πληθυσμούς μεταφέροντας ειδήσεις, ιδέες και συμπεριφορές σ’ αυτούς. Το γεγονός ότι ευπορούν από αυτή την εργασία τους, είναι ένα κίνητρο και για ριψοκίνδυνα άτομα που προέρχονται από άλλα περιβάλλοντα να ασχοληθούν με το εμπόριο και έτσι αυτή η καινοτομία εισάγεται μέσα στον παραδοσιακό ιστό των άλλων κοινοτήτων. Οι πτωχεύσεις των μικρών αγροτικών νοικοκυριών ενισχύουν αυτή τη διαδικασία. Τούτο μάλιστα αντανακλάται στον παραδοσιακό προφορικό πολιτισμό, καθώς σε πολλά λαϊκά παραμύθια παρατηρούμε την αντίληψη ότι οι παρίες της κοινότητας πρέπει να αναζητήσουν την τύχη τους έξω από αυτή.
Η συνθήκη του Κιουτσούκ- Καϊναρτζή έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στη ναυτιλία και το εμπόριο της Σάμου, καθώς τα αγροτικά προϊόντα της Σάμου, ιδιαίτερα το ονομαστό μοσχάτο κρασί και οι σταφίδες, ξεπερνώντας το χώρο του Αιγαίου, εξάγονται τώρα σε πολλά λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Οι Σαμιώτες καραβοκύρηδες, όπως και πολλοί άλλοι αγαιοπελαγίτες, θα αποδειχτούν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνοι «σπάζοντας» αποκλεισμούς ακτών στα πλαίσια των Ισπανογαλλικών πολέμων και πουλώντας πολύ ακριβά τα Σαμιώτικα κρασιά στα αποκλεισμένα παράλια. Οι ζώνες εμποροναυτικής δραστηριότητας εξαπλώθηκαν σε κάθε πλευρά του νησιού : Στο φυσικό λιμάνι του Βαθιού, στον όρμο Μαραθοκάμπου στο Ποτοκάκι του κάμπου της Χώρας, στον Πάλο Κουμεκων και σε πολλούς άλλους όρμους. Εδώ υπάρχει ένας μικρόκοσμος, πέρα από τους ναυτικούς, που ανεξαρτητοποιήθηκε από τη γη: Καραβομαραγκοί, μεσίτες, αγωγιάτες. Στο τέλος του αιώνα οι ναυτικοί της Σάμου υπολογίζονταν -σύμφωνα με μια προξενική έκθεση- στα 2.000 άτομα, αριθμός όχι ευκαταφρόνητος με τα τότε πληθυσμιακά δεδομένα. Το γεγονός ότι αρκετοί είναι σκορπισμένοι στους διάφορους ορμίσκους που χρησιμεύουν ως «σκάλες» για να φορτώνονται τα πλοία με τα γεωργικά προϊόντα δημιουργεί ακόμα ευνοϊκότερες συνθήκες για την επικοινωνία των νέων αυτών κοινωνικών ομάδων με την παραδοσιακή αγροτική πλειοψηφία.
Άλλο δίκτυο μεταφοράς πληροφοριών στο νησί είναι και οι λιανέμποροι. Οι έμποροι διατηρούν «μαγαζιά» στα λιμάνια και τα κεντρικά χωριά και από εκεί για να πουλήσουν το εμπόρευμα, ή το περιφέρουν οι ίδιοι στα πανηγύρια των χωριών όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος, ή το μεταπουλούν σε άλλους λιανέμπορους.
Άλλη μία σημαντική ομάδα οι τεχνίτες συγκεντρώνονται σε πέντε οικισμούς: Βαθύ, Καρλόβασι, Μαραθόκαμπος, Χώρα, Μυτιληνιοί. Υπήρχαν γύρω στα χίλια εργαστήρια σε όλο το νησί, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν πολλαπλάσια τα άτομα που απασχολούνταν σ’ αυτά, αν αναλογιστεί κανείς τις τεχνολογικές δυνατότητες εκείνης της εποχής. Παρόλα αυτά στη Σάμο δεν είχαν σχηματιστεί ακόμα την εποχή αυτή πάρα πολύ μεγάλες περιουσίες. Όπως αναφέρει ο Επ. Σταματιάδης εύπορος λογιζόταν αυτός που είχε περιουσία 200 γρόσια, ενώ όποιος είχε περιουσία 500 γροσίων ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Αυτό μπορεί να φανερωθεί και με τη σύγκριση με κατάστιχα των εξόδων του «κοινού» της ίδιας περιόδου, που μελέτησε και δημοσίευσε ο Αλ. Σεβαστάκης.
Η παιδεία μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν την επανάσταση του 1821 είναι υποτυπώδης. Μόλις το 1757 βρίσκουμε το πρώτο οργανωμένο σχολείο στη Χώρα, μέχρι τότε κάποια στοιχειώδη γράμματα ίσως παρέχονταν από κληρικούς. Η πρώτη προσπάθεια για σχολείο ισάξιο αυτών που ήδη υπήρχαν στα γειτονικά νησιά και στην απέναντι μικρασιατική ακτή (Χίος, Σμύρνη) ξεκίνησε από το Καρλόβασι από έναν καταγόμενο από τη Σάμο επίσκοπο, τον Τυρολόης Πορφύριο Ζαμπέτη. Το 1784 η σχολή γίνεται Πατριαρχικό σταυροπήγιο, συνδιοικούμενη από το «κοινό» της πόλης και τον αρχιερέα του νησιού. Η ίδρυση και η λειτουργία της σχολής είναι κατόρθωμα των Καρλοβασιτών, ο οποίοι μετά το θάνατο του Πορφύριου, συνέχισαν την προσπάθειά του, παρά τις υπέρογκες δαπάνες που έπρεπε να υποστούν, για τη λειτουργία της σχολής, σε σχέση με τα εισοδήματά τους. Καταδεικνύεται έτσι η σχέση του εμποροναυτικού κόσμου με το αίτημα των γραμμάτων, καθώς το Καρλόβασι ήταν -όπως επισημάναμε παραπάνω- ο κυριότερος «θύλακας» του εμπορίου και της ναυτιλίας.. Η παιδεία που παρέχεται όμως σ’ αυτή τη σχολή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όμως «νεωτερική». Όλα τα παραπάνω στοιχεία μας οδηγούν στη σκέψη, ότι, παρά το δυναμισμό και την ισχύ τους οι καραβοκύρηδες και οι άλλες καινούργιες κοινωνικές ομάδες, δεν μεταβλήθηκαν σε μιαν «αριστοκρατία του χρήματος», όπως συνέβη την ίδια εποχή στην εμπορικά αναπτυγμένη Σμύρνη, αλλά παρέμεναν σε άμεση σχέση με τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, ώστε να δέχονται, βέβαια, επιρροές απ’ αυτά, αλλά κυρίως να μπορούν να τους μεταβιβάζουν ιδέες και συμπεριφορές των «νέων χρόνων», καθώς η σχέση αυτή ευνοούσε τις νέες κοινωνικές δυνάμεις. Η φτώχεια των αγροτών και απόγνωση τους από την αδικία των προκρίτων, έκανε και τα πλέον συντηρητικά αγροτικά στρώματα, να βλέπουν ως θετικό παράδειγμα, όσους είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από το φαύλο κύκλο της εκμετάλλευσης. «Όχι σκλαβιά βασιλική, αμή απ’ τους δικούς μας, απ’ τους συμπατριώτας μας κι από τους προεστούς μας.» , θα διαλαλήσει μέσα από τους στίχους του ο Αναγνώστης Σαλαμαλέκης, λαϊκός ποιητής που κατέγραψε, τα γεγονότα που ορίζουν αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κίνημα των Καρμανιόλων» . Η διαμόρφωση μιας τέτοιας νοοτροπίας, η οποία θέλει τους Ρωμιούς προεστώτες των κοινοτήτων, καταπιεστές μαζί με τους επικυρίαρχους Οθωμανούς, έχει να κάνει και με την εξέλιξη του κοινοτικού συστήματος σε ολιγαρχικό σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ανάμεσα σ’ αυτά και η Σάμος.
Το κοινοτικό σύστημα στηρίχθηκε, όπως αναφέραμε ήδη σε παραχώρηση προνομίων από την πλευρά της σουλτανικής ηγεσίας. Τα προνόμια αυτά, πέρα από τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης του νησιού, προεκτεινόταν στην οργάνωση της οικονομικής ζωής, την κατοχύρωση των τοπικών ιδιωτικών εννόμων σχέσεων . Ήταν διαρθρωμένο σε ομοσπονδιακή βάση: Τρεις «Μεγάλοι Προεστοί» ή επίτροποι του κοινού, εκλέγονται από σύνοδο αντιπροσώπων των χωριών και εγκαθίστανται στη Χώρα του νησιού σε δημόσιο οίκημα το οποίο χρησιμοποιούν και ως κατοικία. Έχουν στην υπηρεσία τους υπαλλήλους και ασχολούνται με θέματα που αφορούν όλο το νησί, κυρίως με την κατανομή των φόρων αναλογικά σε κάθε οικισμό και τη συλλογή τους. Οι «Μικροί Προεστοί» είναι οι δημογέροντες του κάθε οικισμού. Έχουν στη διάθεσή τους ένα κήρυκα τον «πρωτόγερο». Σε μεγαλύτερα χωριά υπάρχουν κι άλλοι υπάλληλοι, όπως ο «βαρδιάνος» (όργανο για την τάξη) στο Βαθύ. Οι προεστοί και οι υπάλληλοί τους παίρνουν ετήσιο μισθό. Όπως αποδεικνύεται πλέον και από το αρχειακό υλικό οι δημογέροντες της Σάμου είχαν και εκτεταμένη δικαστική εξουσία, την οποία βέβαια ασκούσαν με τη συγκατάθεση του επικυρίαρχου Οθωμανού αγά. Η δικαστική αρμοδιότητα του κοινού επεκτεινόταν και στα ποινικά αδικήματα ( εκτός ίσως από τον φόνο), τα οποία τιμωρούσαν με βαριά πρόστιμα. Σε ελάχιστες βέβαια περιπτώσεις οι χριστιανοί κατέφευγαν στην οθωμανική δικαιοσύνη, όπως είχαν δικαίωμα. Το «κοινό» όμως, μάλλον ασκούσε πίεση στα θύματα, ή τους συγγενείς τους ώστε να μη καταφύγουν σ’ αυτή. Σε μια περίπτωση-από τις ελάχιστες- ανθρωποκτονίας κατά την περίοδο 1805-1812, οι πρόκριτοι του νησιού επιβάλουν πρόστιμο σε συγγενή θύματος που προκάλεσε την επέμβαση της Οθωμανικής δικαιοσύνης Πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά οι Οθωμανοί επικυρίαρχοι δεν είχαν επιτρέψει στην Εκκλησία, δικαστικό θεσμό αναγνώρισαν για την περιοχή των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων μεταξύ των χριστιανών, το δικαίωμα να δικάζει και τις αξιόποινες πράξεις που διέπρατταν αυτοί μεταξύ τους. Όμως από τον 17ο αιώνα και μετά, ο θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέκτεινε τη δικαιοδοσία του και στο χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, γεγονός που ανέχτηκε ο κατακτητής. Η εξέλιξη αυτή δείχνει τη δύναμη του κοινοτικού θεσμού, ειδικότερα μάλιστα στο χώρο του Αιγαίου, από όπου έχουν διασωθεί οι περισσότερες σχετικές έγγραφες πηγές. Οι Οθωμανοί διατήρησαν για τον εαυτό τους την εκδίκαση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι Οθωμανικές δικαστικές αρχές δεν κινούνταν αυτεπάγγελτα κατά των φονέων, οι δημογέροντες προσπαθούσαν να αντιμετωπιστεί το έγκλημα στα πλαίσια του «κοινού» με χρηματική αποζημίωση των συγγενών του θύματος από τον δράστη.
Η εκκλησιαστική αρχή άργησε να έρθει στη Σάμο (1623) και βρήκε ήδη διαμορφωμένο το κοινοτικό σύστημα . Μέχρι τότε τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων, νέων και παλιών, εξυπηρετούσαν κυρίως μοναχοί. Κοινοβιακός μοναχισμός υπήρχε στο νησί και κατά την περίοδο της υποτιθέμενης ερήμωσης. Με τη διαμόρφωση του Εκκλησιαστικού συστήματος, αρχικά ως πατριαρχικό σταυροπήγιο με επικεφαλής έξαρχο και αργότερα ως αρχιεπισκοπή, η Εκκλησία έγινε γρήγορα πηγή ισχύος. Ο αρχιεπίσκοπος Σάμου είχε τη δικαστική δικαιοδοσία για τις διαφορές των Χριστιανών. Κυρίαρχος χώρος εφαρμογής της εκκλησιαστικής δικαστικής δικαιοδοσίας ήταν το οικογενειακό δίκαιο, με το οποίο βέβαια επιδικαζόταν διαφορές, οι οποίες είχαν και οικονομικές συνέπειες: π.χ. διαζύγια, προίκες και κληρονομικά δικαιώματα. Γι αυτή τη δικαιοδοσία του, ο αρχιεπίσκοπος ήταν εφοδιασμένος με σουλτανικό μπεράτι , το οποίο απαγόρευε την επέμβαση των Τουρκικών αρχών. Υποστηρίζεται ότι η απαγόρευση αυτή επεκτεινόταν και στους τοπικούς προκρίτους, αφού ήταν οι απαγορευτικές ρήτρες ήταν διατυπωμένες γενικευτικά. Την επικράτηση του εκκλησιαστικού δικαστικού συστήματος, ευνόησε το γεγονός ότι το γραπτό Βυζαντινό δίκαιο (η «Εξάβιβλος») , στο οποίο στηριζόταν η εκκλησιαστική κρίση, ήταν το κοινό δίκαιο όλων των εποικιστών της Σάμου, ενώ ίσως οι τοπικές συνήθειες να ήταν ακόμα στη φάση της διαμόρφωσής τους. Η «Εξάβιβλος», νομική σύνθεση του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, «κριτή» Θεσσαλονίκης (14ος αιώνας), χρησιμοποιήθηκε κυρίως με τις παραφράσεις της στην απλή γλώσσα. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ερμήνευαν με μεγάλη ευελιξία τις διατάξεις του βυζαντινού δικαίου με σκοπό οι αποφάσεις τους να είναι αποδεκτές και εφαρμοστέες από τις τοπικές κοινωνίες, καθώς πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να εφεσιβληθούν αυτές στα Οθωμανικά δικαστήρια. Από την άλλη βέβαια χρησιμοποιούσαν την απειλή του αφορισμού , η οποία είχε μεγάλη επίδραση στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να είναι εφαρμοστέες οι αποφάσεις τους.
Τα όρια ανάμεσα στη δικαστική εξουσία των δύο αρχών (εκκλησιαστική και κοινοτική) ήταν συγκεχυμένα. Είναι γνωστό ότι οι φορείς του κοινοτικού συστήματος, σε άλλα νησιά κινήθηκαν προς τον περιορισμό αυτής της δικαστικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας. Στην περίπτωση της Σάμου, τέτοια προσπάθεια μαρτυρείται, σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα έρευνα, σε ύστερη φάση. Όμως αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες λαϊκά δικαστήρια ασχολήθηκαν με καθαρά εκκλησιαστικά θέματα, όπως π.χ. ηθικά παραπτώματα κληρικών, χωρίς να υπάρχει καταγεγραμμένη αντίδραση από την πλευρά της Εκκλησίας.
Η παρουσία της Οθωμανικής εξουσίας ήταν ισχνή. Υπήρχαν ελάχιστοι αξιωματούχοι (Αγάς, Καδής, Ναΐπης και Σούμπασης) και μερικά εκτελεστικά όργανα. Άλλοι Τούρκοι δεν φαίνεται να υπάρχουν. Φαίνεται ότι το προνόμιο το σχετικό με τη μη εγκατάσταση Τούρκων, διατηρήθηκε. Επίσης φαίνεται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι πρόκριτοι είχαν τη δυνατότητα να ζητούν την αντικατάσταση των Οθωμανών διοικητών και να το πετυχαίνουν. Ο υψηλότερος όμως θεσμός στη συνείδηση του πληθυσμού, ήταν η σύνοδος των αντιπροσώπων των χωριών η οποία στις αρχές κάθε Μάρτη συνεδρίαζε στη Χώρα. Είχε πρώτα από όλα ελεγκτικό ρόλο: Οι αντιπρόσωποι έπρεπε να ελέγξουν τους λογαριασμούς των «Μεγάλων Προεστών» για την αποφυγή καταχρήσεων. Έπειτα αποφάσιζαν πως θα κατανείμουν τον κεφαλικό φόρο και για άλλα θέματα που απασχολούσαν γενικότερα τον τόπο. Οι συνεδριάσεις της συνόδου ήταν δημόσιες και σε καθοριστικές στιγμές, πλήθη ανθρώπων μαζευόταν στη Χώρα για να προασπίσουν τα «δίκαια» του νησιού. Στη συνείδηση των κατοίκων του νησιού παρέμενε ο προνομιακός θεσμός, ο οποίος αποτελούσε «ανάχωμα» απέναντι στην πλήρη μετατροπή του κοινοτικού συστήματος σε ολιγαρχικό. Για τον λόγο αυτό, παρόλο που οι Οθωμανοί αξιωματούχοι, αλλά και ορισμένοι πρόκριτοι θέλησαν να τον αχρηστεύσουν, δεν τα κατάφεραν.
Το κίνημα των Καρμανιόλων ορόσημο για την είσοδο στη «νεωτερική εποχή»
Όπως είπαμε στη Σάμο, η αντίδραση ενάντια στο κατεστημένο των προεστών εκφράστηκε καθαρά με προσπάθεια ανατροπής τους από την εξουσία. Προσπάθεια που πέτυχε δυο φορές, την πρώτη προς το τέλος της Τουρκοκρατίας και τη δεύτερη κατά την επανάσταση του 1821. Ως γνωστό καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαμε διάφορα κινήματα με κοινωνικό περιεχόμενο, όπως π.χ. του Διονυσίου μητροπολίτη Λαρίσης - Τρίκης, του «Φιλόσοφου» ή «Σκυλόσοφου», στο χώρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Απ’ την άλλη είναι γεγονός ότι σε φιλελεύθερα στοιχεία βασιζόταν ο αρχικός πυρήνας του εθνικού ξεσηκωμού, πράγμα το οποίο εκφράστηκε και στις αποφάσεις των πρώτων εθνοσυνελεύσεων. Σίγουρα η κοινωνική δυναμική που εκφράστηκε στη Σάμο δεν ήταν διαφορετική στην ουσία της από εκείνη που εμφανίστηκε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όμως οι τοπικές ιδιαιτερότητες, με κυριότερη την ισχνή παρουσία του Οθωμανικού παράγοντα, επέτρεψαν να φανούν εντονότερα οι κοινωνικοί και ιδεολογικοί ανταγωνισμοί. Το όνομα «Καρμανιόλοι», ήταν ήδη σε χρήση στα Επτάνησα και μάλλον το έφεραν στη Σάμο Επτανήσιοι έμποροι και ναυτικοί, οι οποίοι προς το τέλος του 18ου αιώνα σχηματίζουν αξιόλογη παροικία στη Σάμο. Οι περισσότεροι μάλλον συμπαθούσαν τους Καρμανιόλους και εμφανίζουν την ίδια νοοτροπία μ’ αυτούς σχετικά με την ανάπτυξη των γραμμάτων. Σύμφωνα με τις πηγές αυτό που έδωσε το όνομα «Καρμανιόλοι» στη ριζοσπαστική αυτή ο ομάδα, ήταν «ο χορός της καρμανιόλας», τον οποίο χόρευαν και οι εξεγερμένοι Γάλλοι κατά τη λεγόμενη περίοδο της «τρομοκρατίας». Κάποιοι Σαμιώτες ναυτικοί, συνεπαρμένοι από την ιδέα της επανάστασης τον δίδαξαν στη φτωχολογιά του νησιού και από τότε έγινε σύμβολο της ρήξης των περισσότερων κατοίκων του νησιού με τους παραδοσιακούς δημογέροντες. Οι ηγέτες των Καρμανιόλων, πέρα από τον αρχηγό Λυκούργο Λογοθέτη (Γεώργιο Παπλωματά), είναι έμποροι και καραβοκύρηδες μικρής εμβέλειας που μένουν μόνιμα στο νησί και αναδεικνύονται μέσα από τη σκληρή αντιπαράθεση με τους παλαιούς προεστούς. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκουν ακόμα και ευκατάστατοι κτηματίες όπως ο Χριστόδουλος Καψάλης από τον Παγώνδα, οι οποίοι, ενώ άνηκαν στο περιβάλλον των «παλαιών προκρίτων»,αποσπάστηκαν από αυτό, αποδεχόμενοι το αίτημα των ριζοσπαστών για ορθολογικότερο φορολογικό σύστημα. Αργότερα αναδεικνύονται και οι μορφωμένοι νέοι, απόφοιτοι των σχολών Πάτμου, Σμύρνης, Κυδωνιών και Χίου. Κανένας τους δεν είχε κάνει σπουδές στη Δύση. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι αυτοί προσπαθούσαν να σπουδάσουν κάτω από πιο αντίξοες συνθήκες. Είναι σημαντικό, ότι όλοι οι Σαμιώτες συνδρομητές σε νεοεκδιδόμενα βιβλία, από το 1814 που ανιχνεύονται σε καταλόγους εκδοτών, ανήκουν στο περιβάλλον των Καρμανιόλων ή στην Εκκλησία. Κανένας τους δεν προέρχεται από την παράταξη των «παλαιών προεστών».
Πρέπει να σημειωθεί, ότι τα χρόνια αυτά που οι νέοι της Σάμου φεύγουν από το νησί για να σπουδάσουν με κυριότερο προορισμό τη Σμύρνη, κορυφώνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους οπαδούς και τους αντιπάλους του διαφωτισμού. Ειδικότερα στην πόλη αυτή, η οποία για τα δεδομένα της εποχής ήταν ένα πολύ μεγάλο αστικό κέντρο, ο ανταγωνισμός είχε πάρει το χαρακτήρα ανοικτής σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες της πόλης. Το «Φιλολογικό Γυμνάσιο», το οποίο ήταν κάτω από τον έλεγχο της κοινότητας, αποτελούσε τον κυριότερο φορέα της διάδοσης των «νεωτερικών» ιδεών. Υπό τον έλεγχο της εκκλησίας ήταν η παλαιότερη «Ευαγγελική Σχολή». Στη Σμύρνη όμως η κοινωνική κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική από ότι στη Σάμο: Υπάρχει μια τάξη πολύ πλούσιων εμπόρων, ασχολουμένων με το διαμετακομιστικό εμπόριο, η οποία ελέγχει ουσιαστικά την κοινοτική εξουσία. Η τάξη αυτή αν και είναι ο πιο συνεπής φορέας των ιδεών του διαφωτισμού, δεν αποδέχεται τη συμμετοχή νέων κοινωνικών στρωμάτων στην άσκηση της κοινοτικής εξουσίας. Η εμπορική ανάπτυξη είχε δημιουργήσει «μικροαστικά» στρώματα λιανέμπορων και τεχνητών που ζητούσαν συμμετοχή στη διοίκηση του «κοινού» της πόλης. Αυτές οι ομάδες είχαν διαμορφώσει μια συγκεχυμένη δημοκρατικού τύπου ιδεολογία, η οποία φυσικά ήταν σε αντιπαράθεση με την ιδεολογία των «μεγαλοαστών». Οι νέοι από τη Σάμο που σπούδαζαν στη Σμύρνη, αλλά και οι έμποροι που ταξίδευαν εκεί πρέπει λογικά να επηρεάστηκαν και από την ιδεολογική διαμάχη που σηματοδοτεί ο ανταγωνισμός των σχολών, αλλά και από τις κοινωνικές συγκρούσεις. Στην ιδιαίτερη τους πατρίδα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο εμποροναυτικός κόσμος, που δεν είχε αυτονομηθεί ακόμα οικονομικά και κοινωνικά, είναι η ραχοκοκαλιά ενός κινήματος ενάντια στους παραδοσιακούς δημογέροντες, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλη γαιοκτησία στα χέρια τους και από κει αντλούσαν τη δύναμή τους. Το κίνημα αυτό, καταρχήν σχηματικά και όπως παρουσιάζουμε παρακάτω και ουσιαστικά, ταυτίζεται με το κυρίαρχο αποτέλεσμα της πολιτικοκοινωνικής νεωτερικότητας, δηλαδή τη Γαλλική επανάσταση.
Ο αρχηγός των Καρμανιόλων Γεώργιος Παπλωματάς (Γεώργιος Λογοθέτης, Λογοθέτης Λυκούργος) ήταν άνθρωπος που είχε δουλέψει για τους Φαναριώτες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, φτάνοντας μέχρι το υψηλό αξίωμα του Λογοθέτη. Όπως, όμως, φαίνεται, είχε γνωρίσει καλά τις ιδέες του Ρήγα, καθώς ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από το περιβάλλον του Αλέξανδρου Υψηλάντη , στο οποίο και ο μεγάλος Έλληνας είχε βρει προστασία. Η γνωριμία του Λυκούργου Λογοθέτη με τα κείμενα του Ρήγα φαίνεται εξάλλου και από τα κείμενα των τοπικών πολιτευμάτων της Σάμου, των οποίων υπήρξε ο κυριότερος συντάκτης. Κατά τη διετή εξορία του στο Άγιο Όρος, κατάφερε να δημιουργήσει φιλίες με τους συντηρητικούς μοναχούς και να γίνει στο τέλος «γραμματέας του κοινού». Έτσι ο Λογοθέτης γίνεται ο άνθρωπος που γνωρίζει και εξοικειώνεται με όλες τις αντιφατικές νοοτροπίες της προεπαναστατικής κοινωνίας. Πέρα από τα βασικά γράμματα στο Καρλόβασι, είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη δουλεύοντας παράλληλα ως γραμματικός στο Πατριαρχείο.
Ο Ιωάννης Λεκάτης ήταν άλλη μια ηγετική φυσιογνωμία των Καρμανιόλων. Σπούδασε και αυτός στην Πορφυριάδα σχολή του Καρλοβάσου και μετά στην Πάτμο, τη Χίο και τη Σμύρνη. Χρημάτισε αρχικά γραμματέας του μητροπολίτη Κυρίλλου. Το 1831 αγοράζει τυπογραφείο, το φέρνει στη Σάμο και τυπώνει διάφορα βιβλία, ανάμεσα στα άλλα -σε μετάφραση μιας γυναίκας, της Φωτεινής Σπάθη - την τραγωδία του Βολταίρου, «ο Φανατισμός ή ο προφήτης Μωάμεθ . Ο Λεκάτης έχει αφήσει πίσω του ένα σημαντικό γραπτό, από το οποίο φαίνεται συνεπής αποδέκτης της «νεωτερικής» παιδείας. Η σκέψη του κινείται στον άξονα τριών εννοιών: «Ελευθερία- Παιδεία- Πρόοδος». Πρότεινε από τότε την κατασκευή έργων, όπως τεχνητά λιμάνια, τα οποία θα πραγματοποιηθούν μισόν αιώνα μετά. Κρίνοντας των χαρακτήρα των κατοίκων διαφόρων χωριών, προσπαθεί να εντοπίσει ποιες λαθεμένες νοοτροπίες τους οδηγούν στη στασιμότητα. Κανείς, πιστεύει, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, επειδή συμπτωματικά κατοικεί στον ίδιο γεωγραφικό χώρο μ’ αυτούς. Πρέπει να το αποδείξει με τη συμπεριφορά και τον πολιτισμό του.
Σημαντική λόγια μορφή ήταν και ο ποιητής Γεώργιος Κλεάνθης, ο οποίος στην τελευταία φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας , θα αναδειχθεί σε ηγετικό παράγοντα του νησιού. Σε προεπαναστατικά ποιήματα του ανιχνεύονται άμεσες επιδράσεις από τον Αδ. Κοραή. Ταξιδεύει το 1815 -1817 στην Ιταλία και τη Γαλλία και συναρπάζεται από τον απόηχο της Γαλλικής επανάστασης. Πιστεύει ότι η επανάσταση έχει επηρεάσει την καθημερινή συμπεριφορά του Γαλλικού λαού, έτσι ώστε να δείχνει πιο χαρούμενος και αισιόδοξος σε σχέση με τον Ιταλικό.
Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του ποιητή, νομίζω πως είναι σημαντική, για να εξηγήσουμε το πως η Γαλλική επανάσταση και άλλα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη, επηρεάζουν τη Σάμο. Δεν γίνεται αυτό κυρίως με «μετακένωση» μορφοποιημένων ιδεών. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει καλύτερα για «μετακένωση» συμπεριφορών, αλλά ακόμα και εικόνων από άλλα μέρη της Μεσογείου όπου την ίδια εποχή έδρασαν νεωτερικά κινήματα, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Οι δρόμοι του θαλάσσιου εμπορίου το επιτρέπουν αυτό. Στη Σάμο συναντούν την καταπίεση, τη φτώχεια και την ανάπτυξη νέων κοινωνικών στρωμάτων. Έτσι το ίδιο παραδοσιακό πολιτισμικό πλαίσιο μετεξελίσσεται, εντείνοντας και τη μεταβολή των κοινωνικών δομών. Όσα άτομα και κοινωνικές ομάδες καταπιέζονταν από τις παρωχημένες κοινωνικές σχέσεις μπορούσαν να γίνουν φορείς του ριζοσπαστικού κοινωνικοπολιτικού λόγου, αφού αυτός συναντούσε προϋποθέσεις πρόσληψης από το πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο βέβαια συνεχίζει να έχει πάρα πολλά παραδοσιακά χαρακτηριστικά.
Οι Καρμανιόλοι διεκδίκησαν την τοπική κοινοτική ηγεσία, την πήραν το 1805 και την κράτησαν μέχρι το 1812. Οι παλαιοί πρόκριτοι, που ονομάζονταν σκωπτικά «Καλικάντζαροι» θα αντιδράσουν λυσσαλέα για να πετύχουν την εμπλοκή του Οθωμανικού παράγοντα. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι, αν και αρχικά κινήθηκαν εναντίον του κινήματος, αποτραβήχτηκαν γρήγορα. Κατανόησαν μάλλον ότι σκοπός του κινήματος δεν ήταν η ανατροπή της επικυριαρχίας τους, αλλά η αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών του «κοινού». Το τίμημα που καταβλήθηκε από τους Καρμανιόλους ήταν η φυλάκιση και εξορία του ηγέτη τους Λυκούργου Λογοθέτη με χαλκευμένες κατηγορίες και η κατατρομοκράτηση του πληθυσμού από τουρκικά στίφη, πριν ακόμα αποφασίσει ο Οθωμανικός παράγοντας να απεμπλακεί από την εσωτερική διένεξη. Από το 1812 μέχρι και το 1821 την εξουσία ξαναπαίρνουν οι «παλαιοί προεστοί», αν και εντείνουν την εκμετάλλευση των μικροκαλλιεργητών, το υπόδειγμα εναλλακτικής διακυβέρνησης έχει καθιερωθεί. Με την έκρηξη της επανάστασης θα παραγκωνιστούν πλήρως. Οι Καρμανιόλοι κυρίαρχοι πλέον στο νησί θα προτιμήσουν μια «χαλαρή σχέση» με την κεντρική διοίκηση του αγώνα και θα αντιταχθούν στην επέκταση των εθνικών συνταγμάτων στο νησί.. Είδαν μάλλον με δυσπιστία τα κεντρικά σχήματα διοίκησης, με την κυρίαρχη παρουσία σ’ αυτά των ομάδων εξουσίας της Οθωμανικής περιόδου (κοτζαμπάσηδες). Ακόμα οι ιδέες τους για τη διάρθρωση του κράτους δεν συνέπιπταν με αυτές των εθνικών πολιτευμάτων. Το πολίτευμα της Σάμου προέβλεπε ισχυρή μονοπρόσωπη κεφαλή στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και πολύ διευρυμένη συμμετοχή του λαού στη νομοθετική εξουσία, τη διαδικασία ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας. Μετά την καταστροφή της Χίου, για την οποία οι ένθερμοι Σαμιώτες επαναστάτες και ο ηγέτης τους θα θεωρηθούν υπεύθυνοι, θα υπάρξει μια σύντομη περίοδος επανόδου των παλαιών δημογερόντων που καλύπτονταν πίσω από τους απεσταλμένους της Κεντρικής διοίκησης. Γρήγορα η αντίδραση του πληθυσμού ανατρέπει αυτή την εξέλιξη. Οι Καρμανιόλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα κρατήσουν την εξουσία μέχρι το 1834, όταν επιβλήθηκε με την απειλή σφαγής το καθεστώς της ημιαυτόνομης- υποτελούς στην «Υψηλή Πύλη», «Ηγεμονίας της Σάμου» και οι περισσότεροι από αυτούς αυτοεξορίστηκαν στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Πίσω από όλους αυτούς τους οξείς ανταγωνισμούς, διακρίνουμε μια ριζική αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτούς που για διάφορους λόγους -π.χ. συμφέροντα και νοοτροπίες- υπερασπίστηκαν με φανατισμό το παραδεδεγμένο κοινωνικό πλαίσιο, και σ’ αυτούς που ζήτησαν την επανεξέτασή του, ώστε με την εισαγωγή νέων δομών σ’ αυτό, ή ακόμα τη διόρθωση και τον εξορθολογισμό ήδη υπαρχόντων, να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες των ανθρώπων. Υπό αυτό το πρίσμα τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν την είσοδο της Σαμιακής κοινωνίας στη «νεωτερική εποχή». Ο Αναγνώστης Σαλαμαλέκης διασώζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γύρω από την πρώτη προσπάθεια των Καρμανιόλων να κρατηθούν στην ηγεσία του «κοινού», αιτιολογεί και την παθητικότητα των «πτωχών» στο παρελθόν, παρά την καταπίεση:
.......«Λοιπόν αυτά εγίνονταν από περίσσα χρόνια
τρώγαν το αίμα των πτωχών σαν τα κακά τελώνια.
Τρώγαν το αίμα των πτωχών μ’ αυτοί δεν το νοούσαν
μόνον στο Θιό τους έριχναν,
και πάντα εβογγούσαν»....
και αλλού:
«’πειδή και ήτον άπρακτοι, δεν ξεύραν το καθένα
δεν είχαν το πολιτικό, ολίγοι ξεύραν πένα.
Διατί τότ’ οι άνθρωποι δεν ήξευραν ετότε,
δεν είχαν το πολιτικό, ήτανε ιδιώται.»
ή:
ο πρώτος πούταν ευφυής στους περασμένους χρόνους
τώρ’ είναι ο κατώτερος ετουτουνούς τους χρόνους
Ως και οι ζευγολάτιδες που σήκωναν τζ’ αλέτραις
κι αυτοί άνοιξαν τα μάτια τους
κι’ εγίνηκαν καθρέπταις.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ακόμα και σε ένα δημώδες ποίημα, σημειώνεται η ποιοτική διαφορά. Τώρα δηλαδή οι άνθρωποι, δεν αντιμετωπίζουν πλέον μοιρολατρικά τα αίτια της κακομοιριάς τους, δεν είναι «ιδιώται», οι πράξεις τους είναι συνειδητές. Το «πολιτικό», δηλαδή η δύναμη που αντλούν από τη μεταξύ τους επικοινωνία και ένωση με στόχο το κοινό συμφέρον, είναι μια δύναμη ικανή να αλλάξει τη ζωή τους. Αυτή ακριβώς η αιχμηρή διαφοροποίηση ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα», βρίσκεται πολύ κοντά στις φιλοσοφικές αρχές της νεωτερικότητας. Μια σειρά από ιστορικά στοιχεία θεμελιώνουν παραπέρα αυτή την άποψη.
Αφορμή για να ξεσπάσουν τα γεγονότα ήταν η αναζήτηση συστηματικών λύσεων για την πληρωμή των φορολογικών βαρών του νησιού προς τον Σουλτάνο, ώστε να αποφεύγεται μ’ αυτό τον τρόπο η αυθαιρεσία και η διαφθορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με οικονομικές αναλύσεις που έγιναν στην εποχή μας και αφορούν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η φορολογική επιβάρυνση των χωρικών ήταν η κύρια αιτία της παραγωγικής καθυστέρησης του αγροτικού χώρου. Οι καλλιεργητές των τιμαρίων, αλλά και οι ανεξάρτητοι μικροκαλλιεργητές, λόγω της υπέρογκης και ασταθούς φορολόγησης τους, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν καθαρά εισοδήματα από τις καλλιέργειες και έτσι δεν είχαν οικονομικά κίνητρα για την αύξηση της παραγωγής πέρα από τα όρια της αυτοκατανάλωσης και της πληρωμής των φόρων.
Η δημογεροντική ηγεσία αντέδρασε με βιαιότητα στις καινοτόμες ιδέες, όπως και στο αίτημα για υποχρεωτική λογοδοσία της στο λαό, αφού και τα δυο δημιουργούσαν «ρήγματα» στην καθιερωμένη πραγματικότητα, που ήταν προς όφελός της. Οι ιδέες για συστηματικότητα και εξορθολογισμό των σχέσεων ανάμεσα στους άρχοντες και αρχόμενους και η επιβολή του προσυμφωνημένου από το κοινωνικό σύνολο νόμου, πάνω στην αυθαίρετη βούληση των κυβερνώντων είναι ίσως η βασικότερη πολιτική αρχή των «νέων χρόνων».
Οι Καρμανιόλοι εκμεταλλεύτηκαν το θεσμό της συνόδου, και διατήρησαν το καθιερωμένο σχήμα αυτοδιοίκησης, επειδή το θεωρούσαν οργανικό στοιχείο της Σαμιακής κοινωνίας. Ήταν αναγνωρισμένο στοιχείο της τοπικής κοινωνίας, ήταν και βοηθητικό στη συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού στις νέες διαδικασίες. Έδωσαν λοιπόν νέα ώθηση σους παραδοσιακούς θεσμούς με την τακτική σύγκληση συνόδων, την ουσιαστική ελεγκτική λειτουργία τους πάνω στα πεπραγμένα της αρχής και με την παρουσία μάλιστα όχι μόνο των αντιπροσώπων, αλλά ευρύτερων πληθυσμιακών ομάδων. Με αυτές τις διαδικασίες εισήγαγαν ουσιαστικά την έννοια του πολίτη στον δημόσιο βίο της Σάμου.
Το παραδοσιακό αυτοδιοικητικό σύστημα της Τουρκοκρατίας ενσωματώθηκε σε γενικές γραμμές και στον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό», το συνταγματικό κείμενο της επαναστατικής περιόδου 1821. Όπως επικυρώνεται και επισημοποιείται συντακτικά το γραπτό ιδιωτικό δίκαιο που ίσχυσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, δηλαδή οι κωδικοποιήσεις του βυζαντινού δικαίου, δηλαδή η «Εξάβιβλος». Η λογική της εισαγωγής του Βυζαντινού δικαίου υπάρχει διότι αναζητείται η συνέχεια του δικαίου και η εξοικείωση των πολιτών μ’ αυτό. Όμως με τη συγκεκριμένη αναφορά στην «Εξάβιβλο» και όχι την αφηρημένη στο δίκαιο των «αειμνήστων Βυζαντινών ημών αυτοκρατόρων», των τοπικών ή εθνικών πολιτευμάτων της κεντρικής Ελλάδας, διευκολύνεται ο λαϊκός έλεγχος στη βάση της σαφήνειας του δικαίου. Ο «Στρατοπολιτικός Διοργανισμός» δεν απέκλεισε το έθιμο και το λαϊκογενές δίκαιο, το έκανε βάση της διαιτητικής δράσης των ηγετών των κοινοτήτων. Οι εμπορικές διαφορές πρέπει να επιδικάζονται με βάση την «Εξάβιβλο» ή, αν δεν καλυπτόταν από αυτή, με βάση της επικρατέστερες συνήθειες. Αποφεύγεται έτσι η εισαγωγή του Γαλλικού Εμπορικού δικαίου. Αν επιμείνει κανείς στο χαρακτηριστικό της αποδοχής των παραδοσιακών σχημάτων ίσως αμφισβητήσει τη νεωτερικότητα των Καρμανιόλων. Ειδικά για τη μετέπειτα εποχή της ηγεμονίας, υπάρχει η άποψη, ότι η πρωτοκαθεδρία του βυζαντινού δικαίου και των τοπικών ηθών στη διαμόρφωση του δικαίου και η ταυτόχρονη απόρριψη ξένων συγχρόνων πηγών, εκφράζει μια καθαρά οπισθοδρομική νοοτροπία. Όμως η ομάδα των Καρμανιόλων χρησιμοποίησε τα παραδοσιακά γνώριμα σχήματα για να αλλάξει τη νοοτροπία υποταγής του πληθυσμού και να πετύχει την ενεργοποίησή του για την προάσπιση των μόλις αποκτημένων κοινωνικών ή εθνικών ελευθεριών. Είναι διαφορετικό το οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν οι παραδοσιακές δομές την εποχή της ηγεμονίας.
Εξάλλου, υπάρχουν πολλά άλλα εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά στο εν λόγω συνταγματικό κείμενο και σε σχέση με τις προϋπάρχουσες στη Σάμο «πολιτειακές» και «δικαστικές» δομές, αλλά και σε σχέση με τα άλλα παράλληλα συντάγματα της Ελληνικής επανάστασης, διότι: α) Δημιουργείται νομικό πλαίσιο λειτουργίας για το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. β) Εισάγεται η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, η οποία δεν ίσχυσε στα άλλα τοπικά πολιτεύματα, εκτός από τον Γενικό οργανισμό της Πελοποννήσου, όπου επιβλήθηκε από τον Δ. Υψηλάντη. γ) Δίνεται συνταγματικό έρεισμα στην πρακτική λογοδοσίας και λαϊκού ελέγχου της διοίκησης, που είχε γίνει πραγματικότητα την προεπαναστατική περίοδο της διοίκησης των Καρμανιόλων. Το συνταγματικό αυτό κείμενο, όσον αφορά τις γενικές αρχές του, μπορεί να θεωρηθεί απότοκο του συντάγματος του Ρήγα Βελεστινλή, μόνο που εφαρμόστηκε σε συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες, για τούτο έπρεπε να είναι λειτουργικό, έχοντας αυτάρκεια και πληρότητα. Σε αυτή την ανάγκη, σίγουρα ήταν καθοριστική η εμπειρία του Λογοθέτη, κύριου συντάκτη του «Στρατοπολιτικού διοργανισμού», ως ανώτατου διοικητικού στελέχους των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όπου ίσχυαν -σύγχρονες για την εποχή εκείνη- κωδικοποιήσεις δικαίου με βάση το Βυζαντινό γραπτό δίκαιο και τις εγχώριες συνήθειες. Όμως η φιλοσοφία και η δομή του επαναστατικού πολιτεύματος της Σάμου, ήταν πολύ διαφορετική από τα απολυταρχικά αυτά κρατίδια. Οι ίδιες αυτές πολιτικές αρχές εκφράστηκαν και την περίοδο που οι Σαμιώτες αναγκαστικά αποσπάστηκαν από τη νεότευκτη Ελληνική πολιτεία, διότι σύμφωνα με τις διπλωματικές συμφωνίες το νησί έπρεπε να επιστρέψει στην Τουρκία. Οι Σαμιώτες τότε συνέστησαν την αυτόνομη «Σαμιακή Πολιτεία» (1830-1834), συνεχίζοντας την προσπάθεια για ελευθερία. Παρά τις όποιες προσαρμογές, ο καταστατικός χάρτης της «Σαμιακής Πολιτείας» ακολουθεί στις περισσότερες διατάξεις του τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό.»
Οι Καρμανιόλοι μπορεί να αποδέχτηκαν και να ενσωμάτωσαν στη διοίκηση τους το παραδοσιακό κοινοτικό σύστημα, δεν αποδέχτηκαν όμως με κανένα τρόπο, τη νοοτροπία της διοίκησης των παραδοσιακών δημογερόντων, αλλά ούτε τα αποτελέσματα που είχε αυτή για τη ζωή του πληθυσμού. Με την επικράτηση της επανάστασης του 1821 οι αγρότες ξαναπήραν πίσω τα κτήματα που είχαν απολέσει προς όφελος των πιστωτών τους.
Άλλη ενέργειά τους που αποδεικνύει τη φιλελεύθερη ιδεολογία τους, ήταν ότι κατάργησαν και τις δυο φορές που βρέθηκαν στην εξουσία τη συντεχνία («εσνάφι», «ρουφέτι») των βαρελάδων. Είναι η μοναδική ίσως περίπτωση που επιμένουν στην κατάργηση ενός παραδοσιακού θεσμού. Δεν ανέχονται τις κλειστές τάξεις επαγγελματιών που βασίζουν τη δύναμή τους στην προστασία από την εξουσία για να ελέγχουν και να παρακωλύουν το εμπόριο . Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα αυτής πράξης ήταν κάποιοι να γίνουν και «λαδάδες και κρασάδες», τελικά και βαρελάδες και κάποιοι άλλοι να ζητούν την επιστροφή στα «παλαιά έθη»
Τελικά η πολυτιμότερη συνεισφορά του κινήματος των Καρμανιόλων στην οικοδόμηση ενός «νεωτερικού» υποδείγματος πολιτικής συμπεριφοράς ήταν, όπως σημείωσε ο Α. Σεβαστάκης, ότι: « ....καλλιέργησε μια ποιοτικά διαφορετική αλληλεγγύη μεταξύ του πληθυσμού. Η καθεστωτική αλληλεγγύη της υποταγής μεταμορφώθηκε σε μιαν επαναστατική αλληλεγγύη, απέναντι στις ακίνητες εξουσίες, τοπική και οθωμανική... (Σ.Σ. αργότερα, κατά την περίοδο 1821-1834, το ίδιο συνέβη και με τη νεότευκτη Ελλαδική εξουσία.) ... Αναζητήθηκε και κατακτήθηκε... η εισβολή στο προσκήνιο της ιστορίας του μαχόμενου προσώπου.»
Αυτή η αναζήτηση ενός καλύτερου πλαισίου κοινωνικής συμβίωσης, πραγματοποιήθηκε και με τη διατήρηση πολλών παραδοσιακών θεσμών. Αυτοί βέβαια τοποθετήθηκαν σε ένα καινούργιο άξονα αναφοράς, ο οποίος ήταν η εξυπηρέτηση των αναγκών του ανθρώπου και όχι η στείρα αντιγραφή του παρελθόντος.
Τι γίνεται όμως στη μετέπειτα περίοδο της ηγεμονίας; Είναι αδύνατο ένα τόσο εκτεταμένο κοινωνικό κίνημα να μην άφησε κανένα ίχνος, παρόλο που οι θερμότεροι οπαδοί του εκπατρίστηκαν.
Υπήρξε έντονη αντίσταση ενάντια στον πρώτο Ηγεμόνα με κατάληξη την επαναστατική συνέλευση το 1849 στο χωριό Πύργος. Με την προεδρία του ηγέτη των δημοκρατικών Ι. Λεκάτη, ο οποίος επέστρεψε στη Σάμο με στόχο το κοινωνικό κίνημα , συνέρχεται συνέλευση, η οποία:
α) Διακηρύσσει ότι η Ηγεμονική διοίκηση είναι υπεύθυνη ενώπιον του λαού της Σάμου.
β) Συστήνει επιτροπές για έλεγχο και διαφανή διαχείριση των οικονομικών του νησιού (κατά πάγια τακτική των Καρμανιόλων).
γ) Καταργεί τον επίσημο διορισμό εμπορομεσιτών «γιατί όσον το εμπόριο είναι ελεύθερον, τόσον ωφελείται και η Γεωργία και η Βιομηχανία».
δ) Τέλος ζητεί να εκλέγεται από τον λαό της Σάμου ο μητροπολίτης και αυτή η εκλογή απλώς και μόνο να τίθεται υπό την έγκριση του Πατριάρχη. Επιπρόσθετα, αποφασίζει να παίρνει αυτός μόνο σταθερό μισθό και όχι να πληρώνεται για τις ιεροπραξίες του.
Η Σαμιακή κοινωνία είχε αντιδράσει εξάλλου λίγο πιο μπροστά, για την ενδεχόμενη επαναφορά της δικαστικής εξουσίας του μητροπολίτη, εντός του καθεστώτος της Ηγεμονίας, και ζήτησε να την υπαγάγει κάτω από το έλεγχο των εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι «νεωτερικές» ιδέες γύρω από την κοινωνική συγκρότηση και διοίκηση, εξακολουθούν να είναι ζωντανές.
Η επαναστατική αυτή συνέλευση, απέτυχε τελικά στο να εφαρμοστούν οι παραπάνω αποφάσεις της. Πέτυχε όμως να αλλάξει η ηγεμονική διοίκηση. Με τη νέα ηγεμονική διοίκηση συμφώνησε στην κατάργηση του συστήματος των αιρετών δικαστών, θέλοντας να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Αναγνώρισε ότι στη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν οι διοικητικές δομές του «Καρμανιολικού» συστήματος.
Παράλληλα νέα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο σε αυτή την επαναστατική συνέλευση συνεχίσαν να συμμετέχουν στο δημόσιο βίο της Σάμου για αρκετά χρόνια μετά. Το 1949 είναι σημείο καμπής γιατί από τότε πολλοί φιλελεύθεροι άρχισαν να συνεργάζονται με το Ηγεμονικό καθεστώς όταν αυτό αντιστεκόταν στα σχέδια των παλαιών κοτζαμπάσηδων. Αναγνώρισε ότι δεν ήταν δυνατό να εδραιώσει την εξουσία του στο νησί βασιζόμενο μόνο σε μια κοινωνική ομάδα που υποβλεπόταν από τις άλλες. Εξ’ άλλου ο «σκληρός πυρήνας» του κινήματος ήταν έμποροι, ναυτικοί, άτομα που γενικά, μάλλον είχαν προοπτική εξόδου από τη στατικότητα της γης. Αυτοί ευνοήθηκαν από το «υβριδικό» οικονομικό καθεστώς της ηγεμονίας.
Η Εκκλησία απέναντι στο κίνημα των Καραμανιόλων
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι το πως αντέδρασε στο φιλελεύθερο - δημοκρατικό κίνημα η Εκκλησία. Ο Αλέξης Σεβαστάκης ο οποίος έχει κάνει εκτεταμένες και πολύχρονες έρευνες πάνω στο αρχειακό υλικό αυτής ακριβώς της περιόδου είναι κατηγορηματικός: «Το κίνημα των Καρμανιόλων ηγεμονεύει ιδεολογικά όχι μόνο στη συλλογική συνείδηση, αλλά και στο χώρο της εκκλησιαστικής συσσωμάτωσης. Ο αρχιεπίσκοπος Σάμου, οι Ηγούμενοι των μονών, η στρατιά των μοναχών και ο εφημεριακός κλήρος καλύπτουν με το κύρος της ορθοδοξίας και της επί αιώνες πνευματικής παρουσίας τους την επαναστατική δράση των Καρμανιόλων.» Η άποψη αυτή, απόλυτα στηριγμένη στα ιστορικά γεγονότα δημιουργεί μιαν έκπληξη, διότι τουλάχιστον η πρώτη φάση του κινήματος, η περίοδος δηλαδή που οι Καρμανιόλοι διεκδικούν και καταλαμβάνουν την κοινοτική ηγεσία του νησιού, συμπίπτει με την εποχή που το Οικουμενικό Πατριαρχείο «σκληραίνει» τη στάση του απέναντι στους οπαδούς του διαφωτισμού και τα «νεωτερικά» κινήματα.
Ενδεικτική της στάσης αυτής, είναι η εγκατάσταση γύρω στο 1819 στην Κωνσταντινούπολη λογοκριτή ( Ιλαρίων ο Κρής ή Σιναίτης) , ο οποίος είχε εντολή να εξετάζει τα εκδιδόμενα Ελληνικά βιβλία, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της ανάπτυξης των «επικίνδυνων» ιδεών του διαφωτισμού στον Τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο.
Ακόμα φαίνεται ότι το περιβάλλον του Πατριαρχείου είχε απειλήσει «να φέρει τον Κοραή σιδηροδέσμιο στην Πόλη».
Τέλος παραμονές της επανάστασης του 1821, οι τοπικοί επίσκοποι της Σμύρνης και της Χίου, εκδηλώνουν τη διάθεση να κλείσουν τα «νεωτερικά» σχολεία της Σμύρνης και της Χίου, το οποίο από πολύ συντηρητικό που ήταν με διευθυντή τον Αθανάσιο τον Πάριο, είχε αλλάξει κατεύθυνση με διευθυντή το Νεόφυτο Βάμβα.
Κατά τη δεύτερη φάση του κινήματος, την περίοδο της επανάστασης του 1821 οι Καρμανιόλοι και η τοπική εκκλησία συνεργάστηκαν πάρα πολύ στενά. Όμως αποκλείουμε την υπόθεση ότι οι εκκλησιαστικοί παράγοντες συνεργάστηκαν με την ομάδα των Καρμανιόλων, παρακινούμενοι μόνο από πατριωτικά αισθήματα. Ένα ισχυρότατο ιστορικό τεκμήριο που θεμελιώνει την άποψη αυτή, είναι η συμμετοχή των ηγετικών παραγόντων της τοπικής εκκλησίας στη «Φιλανθρωπική εταιρία». Η μυστική αυτή εταιρία, στα πρότυπα της «Φιλικής» και μοναδική στην Ελλάδα μετά την έκρηξη της επανάστασης, είχε ως κύριο σκοπό να παρεμποδίσει την εισπήδηση της κεντρικής Ελλαδικής διοίκησης στον χώρο της Σάμου. Η εισχώρηση αυτή προχωρούσε με συνεργασία των πολιτικών αντιπάλων των Καρμανιόλων -οι οποίοι προέρχονταν από την ομάδα των παλιών προεστών- και δημιουργούσε τη βάσιμη υπόνοια, ότι ήθελε να περιορίσει τις κοινωνικές κατακτήσεις που έφερε μαζί της η επανάσταση. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες συμμετέχουν σε μια «προς τα κοινωφελή ένωσι των αγαθών πατριωτών» που σκοπεί στην «ασφάλεια των δικαιωμάτων του κάθε πατριώτου» Αυτό θα γίνει κατορθωτό δε, «δια της δικαιοσύνης και της παιδείας».
Η άμεση σχέση παραγόντων της τοπικής Εκκλησίας με το κίνημα καταγράφεται με την εμφάνιση του. Στην πρώτη επιτροπή που πήγε, με την έκρηξη του κινήματος το 1805, να εκθέσει στην Κωνσταντινούπολη τα παράπονα των Σαμιωτών για τη διεφθαρμένη διοίκηση των προκρίτων τους και της τοπικής Οθωμανικής αρχής, βρέθηκε ο ιερομόναχος χατζή Ιωακείμ. Αρχιεπίσκοπος της Σάμου την εποχή αυτή είναι ο Δανιήλ από την Πελοπόννησο. Αυτός είχε κατηγορηθεί από τους παλιούς κοτζαμπάσηδες ότι υποστήριζε τους Καραμανιόλους. Ζούσε βέβαια σε ένα πνευματικό περιβάλλον, που παραδεχόταν την ιεραρχική δομή της κοινωνίας, την καρτερία των αδυνάτων και εξαρτούσε πολλά πράγματα από τη φιλευσπλαχνία των πλουσίων. Η πράξη του όμως να μην εισπράξει την οφειλόμενη σε αυτόν εισφορά των οικονομικά κατεστραμμένων αγροτών, την ίδια στιγμή που οι εκμεταλλευτές πρόκριτοι απαλλοτρίωναν προς όφελός τους τα κτήματα αυτών των ανθρώπων, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πράξη με ευρύτερη συμβολική σημασία, αφού οι συγκρίσεις ήταν αυτονόητες για τη μικρή τοπική κοινωνία. Σε σχέση με τα καθιερωμένα προνόμια του εκκλησιαστικού θεσμού , πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αποδέχτηκε την περικοπή της δικαστικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας, έστω και αν κληρικοί δικάζονται από πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα τιμωρούνται αυστηρά για ηθικά παραπτώματα. Οι Καρμανιόλοι, όμως νοιάζονται ιδιαίτερα για την καλή εικόνα του κλήρου και δίνουν έκτακτη χρηματική ενίσχυση σε πάμφτωχους κληρικούς, έτσι ώστε να μην έχουν κίνητρα σιμωνιακών πράξεων. Το «κοινόν» επεμβαίνει για να ματαιώσει αλλαξοπιστίες και «χρηματοδοτεί» τη μεταστροφή Εβραίων.
Οπωσδήποτε, η διαφορετική στάση της τοπικής Εκκλησίας απέναντι στις ιδέες του διαφωτισμού από αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πρέπει να οφειλόταν εν μέρει και στην προσωπικότητα του επόμενου αρχιεπισκόπου Κύριλλου Αγραφιώτη, που βρίσκεται στον επισκοπικό θρόνο της Σάμου τη στιγμή που κορυφώνεται η σύγκρουση με τους «διαφωτιστές» Αυτός ήταν άνθρωπος με νεωτεριστικές ιδέες. Μόλις ήρθε στο νησί άρχισε να χτίζει λοιμοκαθαρτήρια, να οργανώνει σχολεία, να ιδρύει νοσοκομείο για τους φτωχούς, κάνοντας τον «Λόγιο Ερμή» της Βιέννης να αναφερθεί πάρα πολύ εγκωμιαστικά στο έργο του. Υποστήριξε σθεναρά τους Καρμανιόλους, κατήγγελλε τις αυθαιρεσίες και αδικίες των κοτζαμπάσηδων στο Φανάρι και δεν διάβασε τον αφορισμό του Αλ. Υψηλάντη από τον Γρηγόριο Ε’. Έγινε στέλεχος της διευθυντικής ομάδας του Λογοθέτη και αυτοεξορίστηκε μαζί του από το νησί. Υπήρξε κάτοχος βιβλίων του Βολτέρου και ιατροφαρμακευτικών συγγραμμάτων στα γαλλικά και τα ιταλικά, οργάνων αστρονομίας, φυσικής και ιατρικής, τα οποία εγκατέλειψε μετά τη φυγή του . Ο Κύριλλος αναφερόμενος στην κατάσταση του κλήρου της επισκοπής του το 1830, αναγνωρίζει ότι βρίσκεται «υπό αμάθειαν» και ότι αυτό είναι αποτέλεσμα του τυραννικού ζυγού και της επακόλουθης φτώχειας. Είναι σημαντική η παραδοχή αυτή από ένα ιεράρχη της εποχής: δηλαδή η εξάρτηση του πνευματικού έργου των κληρικών από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Την ίδια εποχή όμως, χαρακτηρίζει «διεφθαρμένο» και «καταφρονητή των θρησκευτικών εθίμων» τον αλληλοδιδακτικό δάσκαλο, ιεροδιάκονο Καλλίνικο, ο οποίος δεν συμφωνούσε με την προσκύνηση των εικόνων κι έδειχνε μάλλον μια ελευθεριάζουσα συμπεριφορά ως προς την ακριβή πίστη των θρησκευτικών δογμάτων. Για τον ίδιο δάσκαλο, το ίδιος έτος, η πολιτική αρχή του νησιού, η υπό τον Ι. Κωλέττη έκτακτη Επιτροπεία, πιστοποιεί ότι έδειξε άριστη διαγωγή. Όλα αυτά μπορούν να τον κατατάξουν στους συνεπείς εκπροσώπους των «νεωτερικών» ιδεών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αμβλύνθηκε το θρησκευτικό του συναίσθημα.
Πολλοί ιερείς, ειδικά από το Καρλόβασι, μεταναστεύουν μαζί με τον μητροπολίτη τους το 1834, στην Ελλάδα, επειδή προφανώς έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση υπό τον Λ. Λογοθέτη και δεν αισθανόταν άνετα στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση.
Οι σχέσεις βέβαια του κινήματος των Καρμανιόλων με την τοπική Εκκλησία, ήταν ομαλές και μάλλον θερμές διότι και οι Καρμανιόλοι ήταν άτομα με έντονη θρησκευτικότητα και ενεργά μέλη της τοπικής εκκλησίας, τουλάχιστον όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα βιογραφικά στοιχεία των ηγετικών και λογίων μορφών αυτού του κινήματος.
Από τους πιο συνεπείς οπαδούς των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού ήταν ο Ι. Λεκάτης. Αυτός τιμούσε όσους κληρικούς συνεισέφεραν στη διάδοση της παιδείας, αλλά οργιζόταν όταν αναφερόταν σε μοναστήρια που εκμεταλλεύονταν ακτήμονες. Το 1929 πρότεινε να αναλάβουν τα μοναστήρια τα οικονομικά των σχολείων. Τα περισσότερα δέχτηκαν.
Οι Καρμανιόλοι, θεωρούσαν την «αρετήν του Ευαγγελίου», διαγωγή που αντιβαίνει στον «δεσποτισμόν του Τυράννου αιμοβόρου εχθρού του χριστιανικού ονόματος», γι αυτό και όταν η αγαπημένη τους πατρίδα κινδυνεύε να γίνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τμήμα της Οθωμανικής επικράτειας, ενδιαφέρονται εντονότερα για τα θρησκευτικά θέματα και προβάλλουν τη θρησκευτική πίστη τους ως δύναμη και αιτία αντίστασης.
Αυτή η ιδιαίτερη στάση της τοπικής εκκλησίας της Σάμου, οδήγησε ορισμένους ερευνητές να κινηθούν σε ένα άλλο επίπεδο, ώστε να εξετάσουν πληρέστερα τη νοοτροπία που διαμορφώνουν οι εκκλησιαστικοί παράγοντες αυτής της εποχής.
Η έρευνα κινήθηκε πρώτα από όλα στο περιβάλλον του αρχιεπισκόπου Δανιήλ καθώς ήταν γνωστό ότι υπήρξε φημισμένος ιεροκήρυκας στην εποχή του, μαζί τον ανεψιό του Παρθένιο, ηγούμενο της μονής του Τιμίου Σταυρού και πρωτοσύγγελο του.
Σε χειρόγραφους κώδικες του παραπάνω μοναστηριού, σώζονται μια σειρά από κηρύγματα τα οποία οι ερευνητές τα αποδίδουν και στους δυο μαζί, με την έννοια ότι ο ανεψιός επεξεργάστηκε και εμπλούτισε αρχικές σημειώσεις του θείου του και αργότερα οι μοναχοί καθαρόγραψαν ευλαβικά το υλικό του Παρθενίου.
Ο αρχικός σχολιασμός των κειμένων αυτών έδειξε ότι απηχούν συντηρητικές, για την εποχή τους, κοινωνικοπολιτικές ιδέες: Η κοινωνία χωρίζεται σε πλούσιους και φτωχούς . Ανάμεσα στα δυο αυτά μέρη υπάρχει μια «ασύμμετρη» σχέση εξάρτησης. Κριτική εναντίον του πλούτου ασκείται μόνο όταν οι πλούσιοι παραβλέπουν αυτή τη σχέση εξάρτησης, με το να δείχνουν μια «αφιλάνθρωπη» στάση απέναντι στους φτωχούς. Οι αντιλήψεις αυτές συνοδεύονται και από την πεποίθηση ότι όσες ταλαιπωρίες και αν υποστεί ο πιστός στην παρούσα ζωή θα «αποζημιωθεί» στη μέλλουσα.
Άλλη προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι τα κείμενα αυτά «απηχούν ιδέες και πνευματικά κινήματα του ελληνικού διαφωτισμού», τα τοποθετεί στα όρια «της λαϊκής κηρυγματικής» της τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας, με κορυφαίους εκπροσώπους τον Ηλία Μηνιάτη και τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Ο λαϊκός κηρυγματικός λόγος, ειδικά την εποχή αυτή, είναι αναγκαστικά ηθικολογικός, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή. Όμως και εδώ αναγνωρίζεται ότι σε ορισμένους λόγους αποτυπώνεται μια διχοτομική αντίληψη για την κοινωνική συγκρότηση. Πάντως και η στάση του Νικηφόρου Θεοτόκη στο χώρο των κοινωνικοπολιτικών ιδεών μπορεί να κριθεί συντηρητική, παρόλο που ο ίδιος αποδέχτηκε τη «νεωτερικότητα» σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες. Όντως οι ιδέες του εμφανίζονται παράλληλες με αυτές των Παρθενίου - Δανιήλ. Ο άνθρωπος οφείλει να διαχειριστεί σωστά την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί για να πράξει το θέλημα του Θεού, ο πλούσιος με την «φιλανθρωπία» και ο φτωχός με την υπομονή του. Στη μέλλουσα ζωή θα ανταμειφθούν αυτοί που ακολούθησαν το σωστό δρόμο. Έτσι όμως η κοινωνική ανισότητα αποδίδεται στο Θεό, αφού θεωρείται θέλημά Του η κοινωνική κατάσταση στην οποία θα βρεθεί ο πιστός.
Στο κήρυγμα των Δανιήλ - Παρθενίου πάνω στην παραβολή «του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου» (χειρόγραφο 126, σπάραγμα δ’), συναντάμε διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαχειριστής των υλικών αγαθών που παραχωρήθηκαν από το Θεό με σκοπό την ωφέλεια όλων των ανθρώπων : «Κολασμένος πλούσιος είναι εκείνος, όπου δεν λογαριάζει πως ο θεός τον έκαμε πλούσιον δια να είναι οικονόμος και επίτροπος των πτωχών και ορφανών και ας ακούση τον Θεόν τι λέγει δια του προφήτου Δαυίδ : «σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σοι ήσθα βοηθός». Όμως από τα κηρύγματά τους λείπει η άποψη που συναντάμε σε πολλούς πατέρες (π.χ. Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ι. Χρυσόστομο ), ότι η οικονομική ανισότητα του παρόντος κόσμου δεν είναι έργο του Θεού, αλλά αποτέλεσμα των ανθρώπινων ενεργειών. Αντίθετα στο παραπάνω κήρυγμα επεκτείνεται η διδασκαλία του Απ. Παύλου για την αναγκαιότητα όλων των χαρισμάτων στην Εκκλησία ( Α’ Κορ. κεφ. 12), έτσι ώστε η φτώχεια και ο πλούτος να εμφανίζονται ως «χαρίσματα» του Θεού , αναγκαία για την ενότητα της κοινωνίας: «Διότι αν ήτον, καθώς λέγει ο απόστολος, όλον το σώμα του ανθρώπου οφθαλμός, που ήθελαν είσθαι τα λοιπά μέρη του σώματος, και αν ήταν όλοι οι άνθρωποι πλούσιοι, εις ποίους ήθελε να γίνεται η ελεημοσύνη; Και αν έλειπεν η ελεημοσύνη, η μεγάλη αρετή, πως εσώνετο ο άνθρωπος; και πάλι αν ήταν όλοι πλούσιοι και δεν εχρειάζετο ο ένας τον άλλον, πως ήθελαν να έχουν αγάπη μεταξύ τους.....»
Η επέκταση και στην περιβάλλουσα κοινότητα των χαρακτηριστικών που έχει η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, γίνεται έτσι αβίαστα, επειδή την εποχή αυτή, οι φορείς της εκκλησιαστικής παράδοσης ταυτίζουν την Εκκλησία και την κοινοτική οργάνωση των υπόδουλων χριστιανών. Όμως, όπως μας αποκαλύπτει και το ποίημα του Αναγνώστη Σαλαμαλέκη, όχι μόνο κάποιοι «διανοούμενοι», αλλά και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα, αμφισβητούσαν τότε τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές . Μάλιστα, θεωρούσαν αιτία της δημιουργίας αυτών των δομών, την άγνοια που είχαν οι άνθρωποι για «τα πολιτικά» πράγματα «τα περασμένα χρόνια». Βέβαια, ο Δανιήλ ως ιεράρχης, όπως ήδη αναφέραμε, έδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον για τους ενδεείς. Μ’ αυτό τον τρόπο έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στις κοινωνικές ομάδες που ακολουθούσαν το κίνημα των Καρμανιόλων, ενώ οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες τον έβλεπαν με καχυποψία.
Ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος, μετά το θάνατο του θείου του, το 1823 όπως το ίδιο το κείμενο (χειρόγραφο 119- σπάραγμα γ’) μας πληροφορεί, εκφώνησε έναν λόγο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε εναντίον όσων διέδιδαν στο νησί νέες ιδέες. Δεν μπορούμε - βέβαια- να αποκλείσουμε την περίπτωση οι ιδέες αυτές να ήταν καινοφανείς απόψεις στο χώρο των θρησκευτικών δογμάτων, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, πολύ λίγα χρόνια αργότερα σημειώθηκε και μια τέτοια περίπτωση. Όμως η γενικότητα με την οποία είναι διατυπωμένος ο λόγος αδυνατίζει την περίπτωση των δογματικών κακοδοξιών, διότι τότε οι «πλάνες» έπρεπε λογικά να αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια. Αυτοί που ο Παρθένιος θέλει να αντιμετωπίσει, πρέπει να ήταν φορείς του ευρωπαϊκού διαφωτισμού:
«.. Εις τούτο όμως αδελφοί, δεν απολείπουσι κατά καιρούς να φέρωνται κάποιοι εναντίως, οι μεν από την ειδικήν μας αυλή, οι δε από τη ξένην καταγόμενοι και δοκιμάζοντες να ανατρέψουσι το πράγμα, από πλάνην και ματαιότητά τους κινούμενοι, λέγουσι εδώ και εκεί ότι το δένδρον αυτό δεν είναι τάχα όπως το έχομεν ημείς, και ως το κρατούμεν, ..... ημείς δε ακούοντες τους τοιούτους λόγους των, ως ζωύφια τους αποβάλλομεν, ....... ότι αδύνατον να δεχθώμεν τα λόγια τους ως σωστά και αληθινά, αν δεν μας παραστήσουσι και αυτοί γράμματα, προ χιλιάδων χρόνων γραμμένα και από μιλιόνια ανθρώπων συμμαρτυρούμενα και βασιλικώς και θεϊκώς επικυρούμενα,....»
Είναι γνωστό, ότι ο Παρθένιος είχε διαφωνήσει με το θερμότατο οπαδό του διαφωτισμού Ι. Λεκάτη πάνω στο βιβλίο του Α. Πάλμα, «Πολιτική Κατήχησις», γιατί ο συγγραφέας του χρησιμοποιούσε τον όρο θρησκεία δίνοντας του ευρύτερη σημασία. Όμως, μπορεί να επισημανθεί και το γεγονός της επικοινωνίας, αφού το βιβλίο ο Λεκάτης του το έστειλε να το διαβάσει. Άλλη μια προσωπικότητα της τοπικής Εκκλησίας που συμπαρατάχθηκε ολοκληρωτικά με τους Καρμανιόλους, όντας ιδρυτικό μέλος της μυστικής τους εταιρίας, ήταν ο ιερομόναχος και δάσκαλος Ιγνάτιος. Εξορίστηκε και θανατώθηκε τελικά από τους Τούρκους τον καιρό της Ηγεμονίας, επειδή υποστήριξε επανάσταση ενάντια στον Ηγεμόνα Βογορίδη. Όμως, στα γραπτά που έχει αφήσει (ιδιωτικές επιστολές), εμφανίζεται ως ένα άτομο με παραδοσιακή σκέψη, νοοτροπία και συμπεριφορά. Οι «νεωτερικές» ιδέες τον αγγίζουν μόνο «κατ’ επίφαση», διότι «ακολουθεί ξένα προς αυτόν σχήματα, προσπαθώντας να προσαρμοστεί σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται».
Η ρευστότητα και η μεταβατικότητα της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς του Ιγνάτιου, μας αποκαλύπτει τα διλήμματα στα οποία βρέθηκαν ορισμένοι φορείς παραδοσιακών νοοτροπιών και στάσεων:. Από τη μια υπήρχε η ανάγκη να συνταχθούν με ένα λαϊκό κίνημα, το οποίο, έστω προσωρινά και πάνω στον επαναστατικό βρασμό, φαίνεται να υιοθετεί της ιδέες της Γαλλικής επανάστασης. Από την άλλη όμως τα παραδοσιακά πολιτισμικά σχήματα εξακολουθούσαν να επηρεάζουν κατά πολύ τη ζωή τους
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ. ΣΤΑΘΑΚΙΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΑΜΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΣΑΜΟΣ 20ΟΟ (ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)
Α. Σεβαστάκη, Το κίνημα των Καρμανιόλων (με ανέκδοτα έγγραφα), Αθήνα 1996
Μ. Βουρλιώτης, Συμβολή στην έρευνα για την ερήμωση της Σάμου, Σαμιακή επιθεώρηση(Ζ/25) Απρ. 1980
103
Φ. Ηλιού, Κοινωνικοί αγώνες και διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης, 2η έκδοση, εκδόσεις «Μνήμων» 1986
Α. Σεβαστάκης, Οι Καρμανιόλοι στην επανάσταση της Σάμου- Ιωάννης Λεκάτης, Αθήνα 1980
Α. Σεβαστάκης, Σαμιακή πολιτεία 1830-1834- Λογοθέτης Λυκούργος, Αθήνα 1985
J. Habermas, O φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας (μετάφρ. από τα Γερμανικά), Αθήνα 1993
Ιστορία του Ελληνικού έθνους «Εκδοτικής Αθηνών», τόμος ΙΑ΄. Το δίκαιο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Α. Σεβαστάκης, Η θεμελίωση της Σαμιακής Πολιτείας 1830-1834 (με ανέκδοτα έγγραφα), Σαμιακές Μελέτες τ. 2, Αθήνα 1996
Α. Σεβαστάκης, Δίκαιο και δικαστική εξουσία στη Σάμο 1550-1912.
Α. Σεβαστάκης , Οι Καρμανιόλοι στην επανάσταση της Σάμου- Ιωάννης Λεκάτης
Ν. Ζαφειρίου, Η Βυρσοδεψική εν Σάμω, Αρχείον Σάμου (3/Α-Δ)
Α. Σεβαστάκης Το «Στρατοπολιτικόν Σύστημα» Σάμου και η Κεντρική Ελληνική διοίκηση, Σαμιακές Μελέτες τ. 1
Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου»- οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Νικόλαος Πίκολος, Αθήνα 1988
Α. Σεβαστάκης, Επιδράσεις στα Σαμιακά πράγματα της Γαλλικής επανάστασης, της Φιλικής εταιρίας και του συντάγματος του Ρήγα, και Ε. Σταματιάδη, Σαμιακά 2η έκδοση τόμος 2ος
Μητρ. Ιω .Πάπαλης, Η Εκκλησία της Σάμου, από της Ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερον
Γεωγραφία της Ελλάδας : Αλφαβητικός κατάλογος
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Χώρες της Ευρώπης Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν 1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία. |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License