Γεγονότα, Hμερολόγιο

.

Ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με μικρό αριθμό ταινιών μέχρι το 1940 (35 κατά προσέγγιση). Η άνθησή του άρχισε μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, με 4-7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950 και σταδιακά η παραγωγή αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το 1960. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας μέχρι τις 97 ταινίες το χρόνο (με μέσο όρο 80 ταινίες το χρόνο). Από το 1974 μέχρι σήμερα η παραγωγή κυμαίνεται σε πολύ μικρότερα επίπεδα από 10 ταινίες μέχρι 40 ταινίες το χρόνο.

Η πρώτη περίοδος

Η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου αρχίζει το 1906, αν και συχνά αναφέρεται ως έτος αρχής του το 1914. Το 1906 κινηματογραφείται μια μικρού μήκους ταινία των Ολυμπιακών αγώνων που διεξάχθηκαν τότε. Επρόκειτο για ταινία γυρισμένη με απλά τεχνικά μέσα, ωστόσο δεν έλειπαν και ορισμένα στοιχειώδη καλλιτεχνικά γνωρίσματα. Ένα χρόνο αργότερα, το (1907) έγινε μια ακόμη ταινία του είδους αυτού που παρουσίαζε τον εορτασμό της ελληνικής Εθνικής επετείου. Στα επόμενα τρία χρόνια, δεν σημειώνεται καμία άλλη ελληνική ταινία. Το 1911 ο Κώστας Μπαχατώρης, παρουσίασε στην οθόνη, το κωμειδύλλιο του Περισιάδη Γκόλφω, που γνώρισε στο θέατρο μεγάλη επιτυχία. Οπερατέρ της ταινίας ήταν ο Ιταλός Μαρτέλι και πρωταγωνίστρια η βεντέτα του θεάτρου της εποχής Ολυμπία Δαμάσκου. Είχε μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διαρκούσε δηλαδή περίπου μία ώρα και δέκα λεπτά, και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ' ένα φωτογραφικό στούντιο. Η ταινία είχε πολλά ελαττώματα και λάθη αλλά ο κόσμος την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, πράγμα το οποίο παρακίνησε πολλούς να μιμηθούν τον Μπαχατώρη.

Το 1912 ιδρύθηκε η πρώτη κινηματογραφική εταιρία, η Αθηνά Φιλμ και η πρώτη της ταινία ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή των νεαρών Ελλήνων πριγκίπων. Ύστερα από αυτό γυρίστηκε μία άλλη ταινία μήκους χιλίων μέτρων με τίτλο Η τύχη της Μαρούλας, που αποτελούσε την πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις στοιχειώδους καλλιτεχνικού και τεχνικού επιπέδου. Το 1913, η ίδια εταιρία παρουσίασε μία σειρά μικρών κωμωδιών τύπου μπουρλέσκ, με πρωταγωνιστή το δημοφιλή κωμικό Δημητρακόπουλο. Η επιτυχία των κωμωδιών αυτών ήταν πολύ μεγάλη και τον επόμενο χρόνο, ο Λεπενιώτης γύρισε στον ίδιο τύπο την ταινία Ο Βιλλάρ στα μπάνια του Φαλήρου. Το 1916 ιδρύθηκε μία δεύτερη κινηματογραφική εταιρία, η Άστυ Φιλμς, που τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την κωμωδία με τίτλο Η προίκα της Αννούλας. Ακολούθησαν τα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που σταμάτησαν μέχρι το 1920 την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου. Την εποχή αυτή ο Αχιλλέας Μαδράς και οι αδελφοί Γαζιάδη επεχείρησαν να γυρίσουν μερικά ντοκιμαντέρ. Στην ίδια περίοδο έγιναν και τα πολεμικά ντοκιμαντέρ του Γιώργου Προκοπίου. Στα μικρά αυτά φιλμ, που αποτελούν και τα μόνα κινηματογραφικά ντοκουμέντα που έχουμε από το Μικρασιατικό Πόλεμο, ο Προκοπίου αναδείχτηκε ως γνήσιος καλλιτέχνης. Παρά τα πρωτόγονα μηχανικά μέσα, πέτυχε υψηλού επιπέδου φωτογραφία, καταπληκτική κίνηση του φακού και ρεαλιστική εικόνα.

Το 1921 ο Γαζιάδης παρουσίασε την ταινία Ελληνικό θαύμα, όπου χρησιμοποίησε Ρώσους ηθοποιούς. Το 1924 γυρίστηκαν μερικές σύντομες ταινίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο κωμικός Μιχαήλ Μιχαήλ. Ένα χρόνο αργότερα η Άστυ Φιλμς έδωσε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της που προξένησε εξαιρετική εντύπωση, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί της ήταν άγνωστοι ερασιτέχνες. Ο τίτλος της ήταν Το απόπαιδο. Τον ίδιο χρόνο, ο Μιχαήλ Μιχαήλ παρουσίασε τις κωμωδίες του Οι γάμοι της Κοντσίτας και η Απαγωγή της Μάρως, δύο μικρού μήκους ταινίες που γυρίστηκαν από μια καινούρια ελληνοαγγλική εταιρία παραγωγής. Το 1926 δημιουργείται από τους αδελφούς Γαζιάδη μια νέα εταιρία, η Νταγκ Φιλμς. Ο Δημήτρης Γαζιάδης είχε σπουδάσει κινηματογραφία στο Μόναχο και ήταν συγχρόνως οπερατέρ, σκηνοθέτης και φωτογράφος. Το 1927 η Νταγκ Φιλμς παρουσιάζει τη πρώτη ταινία της που ήταν το Έρως και κύματα, που αποτέλεσε σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος έκτοτε πραγματοποίησε αλματώδη εξέλιξη.
Ηχητικός κινηματογράφος

Το 1930 η Νταγκ Φιλμς παρουσίασε μια νέα σειρά από ταινίες, που τα σενάριά τους έγραψαν γνωστοί συγγραφείς και ο πρωταγωνιστές τους είχαν επιλεγεί από τους καλύτερους ηθοποιούς του Βασιλικού θεάτρου. Τότε όμως είχε παρέλθει η εποχή του βωβού κινηματογράφου και το κοινό υποδεχόταν με ενθουσιασμό τον ηχητικό κινηματογράφο. Την περίοδο αυτή η Νταγκ Φιλμς παρουσίασε την οπερέτα του Χατζηαποστόλου Οι απάχηδες των Αθηνών, με πρωταγωνιστή τον τενόρο της Λυρικής σκηνής Πέτρο Επιτροπάκη και πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Σαγκάνου, που ήταν από τις πρώτες καλλιτέχνιδες του Βασιλικού θεάτρου. Η ταινία αυτή γνώρισε σημαντική επιτυχία και παρακίνησε την Νταγκ Φιλμς να γυρίσει τη δεύτερη σημαντική ομιλούσα ταινία της, που είχε τίτλο Φίλησέ με Μαρίτσα. Εκείνη, παρά το γεγονός ότι βρήκε πολύ καλή υποδοχή από το κοινό, ήταν και η τελευταία της Νταγκ Φιλμς. Αμέσως μετά διαλύθηκε, αδυνατώντας να προσαρμόσει τις εργαστηριακές της εγκαταστάσεις στις απαιτήσεις του ομιλούντος κινηματογράφου, που είχε πια καθιερωθεί.

Την ίδια περίοδο στο μεταξύ ιδρύθηκαν άλλες πιο συγχρονισμένες εταιρίες όπως η Ηρώ Φιλμς, η Ακρόπολις Φιλμς και άλλες. Η δεύτερη παρουσίασε μία σειρά μικρές κωμωδίες με πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, έναν πολύ καλό μιμητή του Σαρλώ. Τον ίδιο χρόνο (1930), ο Ορέστης Λάσκος, δόκιμος σαν νεοέλληνας ποιητής, στράφηκε προς τον κινηματογράφο και γύρισε το Δάφνις και Χλόη, που θεωρείται η πρώτη ρεαλιστική ελληνική ταινία.

Στην επομένη δεκαετία, αν και δημιουργήθηκαν αρκετές νέες εταιρίες, όπως η Τέλεγκαν, ο Φοίβος κ.ά., ο ελληνικός κινηματογράφος περιορίσθηκε αποκλειστικά στα μικρά ντοκιμαντέρ και τις ταινίες επικαίρων. Οι Έλληνες κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν αυτόν τον χρόνο για να προσαρμόσουν τα στούντιο τους στις ανάγκες του ομιλούντος κινηματογράφου. Πρώτος ο Ν. Δαδήρας, που είχε ιδρύσει παλαιότερα την Ολύμπια Φιλμς, έκανε μια προσπάθεια για να παρουσιάσει την πρώτη ολοκληρωμένη ομιλούσα ταινία, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Ο συγχρονισμός όμως του ήχου και της εικόνας έγινε στη Γαλλία και την Αμερική. Η προσπάθεια αυτή τελικά απέτυχε ενώ το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη ταινία, Η δεσποινίς δικηγόρος, που ο συγχρονισμός της έγινε στην Αυστρία. Μόλις το 1939 παρουσιάζεται μια ικανοποιητική ελληνική ταινία στον τομέα του ομιλούντος, που γυρίστηκε από το Φίνο. Ήταν το Το τραγούδι του χωρισμού, με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, τη Λίντα Μιράντα και την Ευτυχία Δανίκα. Η ταινία αυτή ήταν και το πρώτο ελληνικό έργο που γυρίστηκε με συγχρονισμένα μηχανήματα εικόνας και ήχου.
Παρατηρήσεις

Στο σημείο αυτό τελειώνει η πρώτη περίοδος (του βωβού κινηματογράφου) και αρχίζει η αποκλειστική και συστηματική παραγωγή ταινιών του ομιλούντος. Δεν έχει βέβαια να παρουσιάσει ταινίες εντυπωσιακές από πλευράς τέχνης, εκτός από τα ντοκιμαντέρ του Προκοπίου και το Δάφνις και Χλόη του Λάσκου, για το οποίο έγινε και κάποια σχετική συζήτηση στην Ευρώπη, όπου κίνησε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Ο ελληνικός κινηματογράφος, στην πρώτη εποχή του, πορεύεται με πανάρχαια, ακατάλληλα τεχνικά μέσα και κινείται σε περιορισμένα οικονομικά περιθώρια. Εκτός από αυτό, χρησιμοποιεί ηθοποιούς του θεάτρου, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ειδίκευση και εξοικείωση στον κινηματογραφικό φακό, που απαιτεί βέβαια εντελώς διαφορετική τεχνική. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η υποστήριξη με την οποία το ελληνικό κοινό περιέβαλε την έβδομη τέχνη.

Πρέπει να παρατηρηθεί ακόμη ότι αν και χρησιμοποίησε στην πρώτη εκείνη εποχή πολλά ελληνικά θέματα, δεν εμφάνισε ελληνικό χαρακτήρα, ούτε καμιά ξεχωριστή πρωτοτυπία. Η πρώτη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή στο σύνολό της μιμείται πότε τα γαλλικά και πότε τα αμερικανικά πρότυπα. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού δεν είναι δύσκολη. Από τη μια μεριά δεν ήταν δυνατό να υπάρξει και να παρουσιασθεί στην Ελλάδα ένας Γκρίφιθ, ένας Ρενέ Κλερ ή ένας Ινς. Από την άλλη, το κράτος της εποχής δε θεώρησε την έβδομη τέχνη άξια να ασχοληθεί σοβαρά μαζί της για να τη θεμελιώσει και να την προστατεύσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά.

Μερικές ελληνικές ταινίες της πρώτης αυτής περιόδου είχαν γυρισθεί στην Αίγυπτο, είτε με ελληνοαιγυπτιακή συνεργασία, είτε απλώς με χρήση των αιγυπτιακών στούντιο, που μολονότι ήταν σε καλύτερη κατάσταση από πλευράς μηχανικού εξοπλισμού, εκτός από την καθαρότερη φωτογραφία και το πιο φροντισμένο μοντάζ, δεν παρουσίαζαν κανένα άλλο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Η πρώτη περίοδος του ελληνικού κινηματογράφου, που καθορίζεται χρονολογικά από το 1906 ως το 1940, χαρακτηρίζεται από τη φιλότιμη αλλά σε χαμηλό επίπεδο δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ανυπαρξία ειδικευμένων τεχνικών και καλλιτεχνών, την αδιαφορία του κράτους και την προχειρότητα των μηχανικών μέσων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν μερικά ονόματα που πρωτοστάτησαν στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου. Εκτός από τον Μπαχατώρη, το Μαδρά, τους αδελφούς Γαζιάδη, τον Γιόζεφ Χεπ, τον Γ. Προκοπίου, τον Ορέστη Λάσκο, τον Τάκη Δαδήρα, το Φιλοποίμενα Φίνο, τον Αντώνη Ζερβό κ.ά., υπήρξαν και αρκετοί ηθοποιοί που συνέδεσαν το όνομά τους με τον κινηματογράφο, αν και φυσικά δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στο θέατρο. Ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μήτσος Μυράτ, η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη και ένα πλήθος άλλοι, πρόσφεραν την συμβολή τους στη νέα τέχνη και πολλές φορές με θυσία της προσωπικής τους προβολής, επειδή ήταν κακή η φωτογραφία, άπειρος ο σκηνοθέτης ή αφελές το σενάριο. Πρέπει επίσης να αναφερθούν και δυο εξαιρέσεις: η Καίτη Πάνου και η Ζινέτ Λακάζ, που έπαιζαν αποκλειστικά στον κινηματογράφο, χωρίς να έχουν καμιά σχέση με το θέατρο, αλλά και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν ειδική κινηματογραφική εκπαίδευση.


Η μεταπολεμική περίοδος

Τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής 1940-1944 δεν αφήνουν περιθώρια εξέλιξης στον ελληνικό κινηματογράφο, έδωσαν όμως το υλικό και τα θέματά τους στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες του μεταπολέμου. Αξιοσημείωτη είναι η ίδρυση της Φίνος Φιλμς (1942) που κατόρθωσε να παρουσιάσει αξιόλογη δουλειά.
Μετά την απελευθέρωση, η κινηματογραφική παραγωγή ανεβαίνει. Ενώ το πρώτο - μέτριο σε εξοπλισμό - στούντιο του Σκουληκίδη κλείνει, ιδρύονται δύο αρκετά συγχρονισμένα στούντιο. Το Άλφα στα Μελίσσια και της Ανζερβός στη Φιλοθέη. Διαθέτουν την αναγκαία έκταση και σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό. Αργότερα ιδρύονται και μερικά μικρότερα στούντιο.

Οι εταιρίες παραγωγής γίνονται συνεχώς περισσότερες. Τη Φίνος Φιλμς, που εμφανίστηκε πρώτη, καθώς και της Ανζερβός, Νοβάκ ακολουθούν οι εταιρίες Παρθενών, Μεσόγειος, Π. Μήλας, Λαμπρινός, Τζαλ Φιλμς, Κ. Κονιτσιώτης, Γκρεγκ Τάλλας, Κώστας Καραγιάννης, Αφοί Καρατζόπουλοι, Ψαρράς-Ρουσόπουλοι-Λαζαρίδης, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης.
Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλες αξιόλογες εταιρίες κινηματογραφικών ταινιών: Σκούρας Φιλμ, Χρ. Σπέντζος, Σάββας Φιλμ, Ρεξ Φιλμ, Ακρόπολις Φιλμ, Κόσμος Φιλμ, Νίκος Παπαδόπουλος, Νίκος Αβραμέας, Σκαραβαίος Φιλμ, Κοράλ Φιλμ, Άστυ Φιλμ, Βασίλης Λαμπίρης, Νόβακ Φιλμ, Ντελέρνο Φιλμ, Τάσος Γιαννόπουλος, Γιώργος Σαρρής, Απόστολος Τεγόπουλος, Όσκαρ Φιλμ, Χρ. Μανιάτης, Ιωαννίδης Φιλμ, Στέλιος Τατασόπουλος, Λίλα Κουρκουλάτου, Νίκος Μαρκίδης, Τάκης Περγαντής, Κώστας Στράντζαλης, Ηλίας Περγαντής, Σύλιας και Υιός, Παρθενών Φιλμ, Κορώνα Φιλμ, Χαλιώτης Φιλμ, Αφοί Κυριακόπουλοι, Σ.Α.Κ.Ε., Γιώργος Χανιώτης, Νίκος Σπέντζος, Νίκος Βαρβέρης κ.ά. Οι προσπάθειες των εταιριών υπήρξαν φιλότιμες, χωρίς εν τούτοις να κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα όρια της εμπορικής σκοπιμότητας.
Οι Έλληνες σκηνοθέτες

Ο Γιώργος Τζαβέλλας, ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης, γύρισε την Κάλπικη Λίρα, ταινία αποτελούμενη από τέσσερα σκετς. Το σπονδυλωτό αυτό κινηματογραφικό είδος είναι κάτι καινούριο και όχι πολύ αρεστό στο ελληνικό κοινό. Και όμως η Κάλπικη λίρα όπου παίχτηκε σημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Είναι η ιστορία μιας κάλπικης λίρας, που την κατασκεύασε ένας αγαθός, στο βάθος, ανθρωπάκος, που συνέρχεται γρήγορα από το πάθος της απληστίας και του παράνομου κέρδους και απαλλάσσεται από τις πονηρές του επιθυμίες για το κάλπικο κατασκεύασμά του. Η κάλπικη λίρα συνεχίζει ωστόσο τη σταδιοδρομία της και περνά από χέρι σε χέρι, διαγράφοντας και υπογραμμίζοντας καταστάσεις και ανθρώπινους χαρακτήρες, αρχίζοντας από τη σάτιρα για να καταλήξει στο δράμα.
Μέσα απ' αυτή την πορεία προβάλλει το κεντρικό νόημα του έργου, που συνοψίζεται στο ότι η ζωή μας είναι ψεύτικη, επιφανειακή, αλλά στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει κάτι το αληθινό και γι' αυτό μεγαλειώδες. Ο Γιώργος Τζαβέλλας χειρίζεται το θέμα του με πολλή ευαισθησία και αναμφισβήτητο ταλέντο. Η ταινία του είναι απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή και έχει μια γοητευτική και συναρπαστική λιτότητα. Η επιτυχία του έγκειται στο ότι δε μιμήθηκε κανέναν. Η Κάλπικη λίρα είναι μια ταινία με γνήσιο ελληνικό χαρακτήρα. Πρωταγωνιστές της είναι ο Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χορν και Έλλη Λαμπέτη, που συντέλεσαν πολύ στην θριαμβευτική πορεία του έργου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Ο Γιώργος Τζαβέλλας αποτελεί ένα ανεκμετάλλευτο κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου. Άλλες ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα είναι: Χειροκροτήματα (1943) με τον Αττίκ, τη Ζινέτ Λακάζ και τον Δημήτρη Χορν, Μαρίνος Κοντάρας με τον Μάνο Κατράκη, Ο μεθύστακας (1950) με τον Ορέστη Μακρή, Η Αγνή του λιμανιού (1958), με μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, το Σωφεράκι (1953) με το Μίμη Φωτόπουλο, και η Αντιγόνη (1961) με τον Μάνο Κατράκη, που έλαβε το Α' βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ κινηματογράφου του Αγίου Φραγκίσκου.

Άλλος αξιόλογος σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε ο θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος. Οι σημαντικότερες ταινίες του θεωρούνται: Παπούτσι από τον τόπο σου (1946) με το Μάνο Φιλιππίδη, Αλέκο Λειβαδίτη και τη Γεωργία Βασιλειάδου, Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), Ένα βότσαλο στη λίμνη, Ένας ήρωας με παντόφλες και Σάντα Τσικίτα, με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Τα σενάρια των έργων αυτών είναι παρμένα από θεατρικά έργα που έγραψε ο ίδιος μαζί με το Χρήστο Γιαννακόπουλο. Στις ταινίες του Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, Η Αλίκη στο ναυτικό και Η κόρη μου η σοσιαλίστρια πρωταγωνιστούσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που σκηνοθέτησε τις καλύτερες μουσικές κωμωδίες, έδωσε και αρκετά δραματικά έργα, όπως τον Κατήφορο, Νόμος 4000, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Ίλιγγος, Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο. Από τις κωμωδίες του οι σημαντικότερες είναι: Κάτι να καίει', Μερικοί το προτιμούν κρύο και Ραντεβού στον αέρα. Από τις μουσικές κωμωδίες του ξεχωρίζουν ιδιαίτερα Οι θαλασσιές οι χάντρες και Μια κυρία στα μπουζούκια.

Σημαντικές ταινίες έδωσε στον ελληνικό κινηματογράφο και ο Μιχάλης Κακογιάννης, από τη Στέλλα ως τον Αλέξη Ζορμπά. Από το 1956 μέχρι το 1966 γύρισε ταινίες με θέματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μία πολύ αξιόλογη προσφορά του είναι ότι κατόρθωσε με σύγχρονη αίσθηση να μεταφέρει στην οθόνη την Ηλέκτρα, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Είναι ίσως δύσκολο να τοποθετήσει και να χαρακτηρίσει κανείς το αναμφισβήτητα αξιόλογο και υποβλητικό προσωπικό στυλ του Κακογιάννη.

Στις ταινίες του απηχούνται συμπυκνωμένα σε μία πολύ προσωπική καλλιτεχνική αυτονομία, τα σημαντικότερα δείγματα των τάσεων που σημειώνονται στην παγκόσμια κινηματογραφική τέχνη. Η φήμη του στο εξωτερικό είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με την Ελλάδα. Άλλες αξιόλογες ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη είναι το Κυριακάτικο ξύπνημα, το Κορίτσι με τα μαύρα και Έτσι έσβησε η αγάπη μας (που γυρίστηκε για λογαριασμό Ιταλών).

Σημαντικός σκηνοθέτης για τον ελληνικό κινηματογράφο ήταν και ο Βασίλης Γεωργιάδης του οποίου οι ταινίες Τα κόκκινα φανάρια (1963) και Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965) γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία και προτάθηκαν για όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ το Κορίτσια στον ήλιο (1968) προτάθηκε για χρυσή σφαίρα. Ο Γεωργιάδης που εκτός από τις προαναφερθείσες ταινίες γύρισε και τις Οι άσσοι του γηπέδου (1953), Η κατάρα της μάνας (1961), Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο (1962), Γάμος αλά ελληνικά, Η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, Ραντεβού με μια άγνωστη (1968, Αγάπη για πάντα κ.ά.) αποτέλεσε τον μοναδικό Έλληνα σκηνοθέτη μετά τον Μιχάλη Κακογιάννη που προτάθηκε ποτέ για βραβείο όσκαρ, λαμβάνοντας έτσι διεθνή αναγνώριση. Ο Γεωργιάδης υπέγραψε επίσης και τη σκηνοθεσία της τηλεοπτικής μεταφοράς του μυθιστορήματος Ο Χριστός ξανασταυρώνεται που προβλήθηκε από την ΕΙΡΤ το 1975, καθώς και της πρώτης μεταφοράς του μυθιστορήματος Γιούγκερμαν που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ το 1976.

Ο Ντίνος Δημόπουλος έδωσε τις ταινίες Η Λίζα και η άλλη, Πυρετός στην άσφαλτο και Το Ταξίδι (1962). Ο Κώστας Μανουσάκης έδωσε τις ταινίες Έρωτας στους αμμόλοφους (1958), Προδοσία, (1964), που πήρε το βραβείο της ενώσεως κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το βραβείο ειρήνης, και το Φόβο (1966).

Μία ωραία προσπάθεια αποδίδεται και στον Τάκη Κανελλόπουλο, σκηνοθέτη που εμφανίστηκε με το Μακεδονικό γάμο, μικρού μήκους ντοκιμαντέρ σε φολκλορικό θέμα, και τον Ουρανό. Στην πρώτη ταινία ο σκηνοθέτης παρουσίασε ένα προσωπικό χαρακτήρα σε αξιόλογο επίπεδο. Πήρε τους ανθρώπους, το άγνωστο πλήθος, και τους άπλωσε σε ένα σύνολο γεμάτο συναισθηματισμό και ανθρώπινο πάθος. Ο Μακεδονικός γάμος είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ του είδους του, και οπωσδήποτε κινείται σε παγκόσμια κλίμακα με μεγάλες αξιώσεις. Στον Ουρανό όμως δεν πέτυχε τα ίδια αποτελέσματα. Έδωσε ωραίες εικόνες, αλλά το θέμα μοιάζει να του ξέφυγε. Άλλες ταινίες του: η Παρένθεση (1968) και η Εκδρομή (1966).

O Βαγγέλης Σερντάρης έδωσε το φιλμ νουάρ "Ληστεία στην Αθήνα" (1969), "Βασιλική", "Θερμοκήπιο", "Έβδομος ήλιος του Έρωτα'. Καλή η τεχνική της εικόνας και της ρεαλιστικής αφήγησης.

Ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Κολλάτος, πρωτοεμφανίστηκε με μία μικρή ιστορία της Κρήτης που έχει τίτλο Οι ελιές και της οποίας το σενάριο γράφηκε από τον ίδιο. Αργότερα έδωσε και μία δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους, το Θάνατο του Αλεξάνδρου. Ο Κολλάτος έχει έναν ιδιότυπο και αδρό ρεαλισμό και προσωπικό ύφος. Στην προσπάθεια του όμως να πρωτοτυπήσει φτάνει στην υπερβολή και αυτό αποβαίνει σε βάρος της δημιουργίας του, γιατί ο κινηματογράφος είναι πολύ ευαίσθητη τέχνη, όπου η κάθε ακρότητα μεγεθύνεται και ενοχλεί. Πάντως, η εργασία του Κολλάτου, με πολλά αναμφισβήτητα προτερήματα και μερικές αδυναμίες αποτελεί αξιόλογη κινηματογραφική προσφορά.

Ένας σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο Ερρίκος Ανδρέου, ο οποίος έδωσε τον Εφιάλτη, Διχασμό και Εκείνος και Εκείνη.

Πρέπει να αναφερθεί ακόμη και η εργασία μερικών άλλων αξιόλογων σκηνοθετών. Ο Γιώργος Σκαλενάκης γύρισε τις ταινίες Διπλοπενιές, Ντάμα σπαθί, Επιχείρηση Απόλλων και Ιμπεριάλε. Ο Στ. Τατασόπουλος σκηνοθέτησε τη Μαύρη γη (1952), σε σενάριο του Νίκου Σφυρόερα. Ο Ντίμης Δαδήρας τις Σκέψεις (1965) και το 13ος (1967). Ο Φίλιππος Φυλακτός τον Δημόκριτο (1968) κ.ά.
Άλλοι σκηνοθέτες είναι ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος, με τις ταινίες Η φωνή της καρδιάς, Η βίλα με τα νούφαρα, ο Μ. Καραγάτσης με την Καταδρομή (1946), ο Άγγελος Τερζάκης με τη Νυχτερινή περιπέτεια (1954), ο Γρηγόρης Γρηγορίου με τη Φωτεινή Σάντρη (1949), Το πικρό ψωμί (1951), Θύελλα στο φάρο, ο Χρήστος Σπέντζος με τις ταινίες Αμάρτησα για το παιδί μου και Έτσι έσβησε η ζωή μου, ο Γιώργος Ζερβός με τα Τέσσερα σκαλοπάτια (1951) και τη Λίμνη των πόθων (1958), ο Γιώργος Ασημακόπουλος με τον Πύργο των ιπποτών (1952).
Τα τελευταία χρόνια φάνηκαν αξιόλογοι νέοι λογοτέχνες με κορυφαίο τον πολυβραβευμένο στο εξωτερικό Θόδωρο Αγγελόπουλο. Αξιομνημόνευτες είναι τέλος οι σκηνοθέτιδες Μαρία Πλυτά, που γύρισε Τα αρραβωνιάσματα, το Βαφτιστικό και το Λουστράκο και η Λίλιαν Κουρκουλάκου, με την ταινία Στην πόρτα της κολάσεως (1960).

Άλλοι σκηνοθέτες που διακρίθηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο ήσαν οι Γιώργος Θεοδοσιάδης, Ντίνος Κατσουρίδης, Στέλιος Τατασόπουλος, Ανδρέας Λαμπρινός, Οδυσσέας Κωστελλέτος, Κώστας Ανδρίτσος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Ορέστης Λάσκος, Γιώργος Διζικιρίκης, Μίμης Φραγκιαδάκης, Όμηρος Ευστρατιάδης, Ρένα Γαλάνη, Κώστας Φέρης, Κώστας Λυχναράς, Άδωνις Κύρου, Δημήτρης Δαδήρας, Βαγγέλης Σειληνός, Γιώργος Πετρίδης και Άγγελος Θεοδωρόπουλος.
Στους εξαιρετικούς επίσης Έλληνες σκηνοθέτες που βελτίωσαν σημαντικά την ποιότητα της κινηματογραφικής μας παραγωγής, αναφέρουμε τους Δημήτρη Νικολαΐδη, Ροβύρο Μανθούλη, Τάκη Κανελλόπουλο, Παντελή Βούλγαρη, Νίκο Φώσκολο, Νίκο Κούνδουρο, Γιώργο Ζερβουλάκο, Σπύρο Καψάσκη, Τζαννή Αλιφέρη, Ηλία Μαχαίρα, Κώστα Στράντζαλη, Κώστα Καραγιάννη, Χρήστο Κυριακόπουλο, Δημήτρη Αθανασιάδη, Νίκο Τσιφόρο, Ερρίκο Ανδρέου, Παναγιώτη Κωνσταντίνου, Νέστωρα Μάτσα, Νίκο Αβραμέα, Μανώλη Σκουλούδη, Φρίξο Ηλιάδη, Δημήτρη Γαλάτη.


Η μουσική των ταινιών

Η μουσική επένδυση` στην ταινία είναι ένας επίσης βασικός παράγοντας για την τελειότητα του έργου, για το οποίο πρέπει να είναι γραμμένη ειδικά, ώστε να συμβαδίζει χρονομετρικά με το μήκος των σκηνών του και ηχητικά με το είδος του. Στις περισσότερες ελληνικές ταινίες, ο παραγωγός ή ο σκηνοθέτης χρησιμοποιούν συχνά παλαιούς ή νέους δίσκους ή φωνοταινίες με κλασικά ή μοντέρνα κομμάτια. Αυτό δεν είναι βέβαια δημιουργική δουλειά. Στις φροντισμένες όμως ελληνικές ταινίες, η μουσική επένδυση ανατίθεται σε δόκιμους συνθέτες.

Τέτοιοι συνθέτες αναδείχθηκαν πολλοί και καλοί στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Μάνος Χατζηδάκις, με παγκόσμια αναγνώριση, ο Χρήστος Μουραμπάς, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Αργύρης Κουνάδης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Μίμης Πλέσσας, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά. Στους συνθέτες που έχουν γράψει ωραιότατη μουσική για ελληνικές και ξένες ταινίες, πρέπει να περιληφθούν και οι Γιώργος Μαλλίδης, Γιώργος Βιτάλης, Γιάννης Βέλλας, Χρήστος Χαιρόπουλος, Κώστας Γιαννίδης, Μίμης Κατριβάνος, Ζακ Ιακωβίδης, Νίκυ Γιάκοβλεφ, Μενέλαος Παλλάντιος, Μιχάλης Σουγιούλ, Γιώργος Μυρογιάννης, Ιωσήφ Ριτσιάρδης, Λυκούργος Μαρκέας, Βασίλης Τσιτσάνης, Τάκης Μωράκης, Λέανδρος, Γιώργος Μητσάκης, Αθαν. Κόκκινος, Άκης Σμυρναίος, Άκης Λυμούρης και Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος.

Μεγάλες επιτυχίες επίσης στη μουσική επένδυση και τα τραγούδια των ελληνικών ταινιών σημείωσαν και οι συνθέτες Μανώλης Χιώτης, Μίμης Μεταξάς, Αλέκος Σπάθης, Γεράσιμος Λαβράνος, Κώστας Κλάβας, Ανδρέας Οικονόμου, Ανδρέας Χατζηαποστόλου, Γιάννης Σακελλαρίδης, Απόστολος Καλδάρας, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Θεοδοσιάδης, Νίκος Μαμαγκάκης, Σπύρος Πιπεράκης, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Καραμπεσίνης, Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Ρουχωτάς, Δημήτρης Καλκάνης, Γιάννης Συνοδινός, Γιάννης Σπανός, Τόλης Βοσκόπουλος, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Ηρακλής Θεοφανίδης και Τόνια Καράλη.
Εκτός από τους προηγούμενους, αξιόλογη μουσική για ταινίες έχει γράψει και ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου, που έγινε πολύ γνωστός στο εξωτερικό. Τέλος, στους Έλληνες συνθέτες που έχουν γράψει με εξαιρετική επιτυχία τη μουσική πολλών ελληνικών και ξένων κινηματογραφικών ταινιών, περιλαμβάνεται και ο διαπρεπής μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που έχει επιβληθεί σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι Έλληνες ηθοποιοί

Αν ο ελληνικός κινηματογράφος δεν έχει γενικά ηθοποιούς ειδικευμένους στο φακό, αυτό δεν σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό υλικό που υπάρχει δεν είναι αξιόλογο. Αντίθετα, είναι βέβαιο πως οι Έλληνες ηθοποιοί διαθέτουν αναμφισβήτητο ταλέντο και ότι ένας καλός σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα να εκλέξει θαυμάσιο υλικό που θα συμβάλει στην επιτυχία της ταινίας. Η ειδίκευση άλλωστε - όταν υπάρχει το ταλέντο - είναι κάτι που αποκτάται με την πείρα και την κατάλληλη καθοδήγηση. Στον κινηματογράφο βέβαια προστίθεται και η ανάγκη της φωτογένειας και της κατάλληλης φωνής. Εδώ πρέπει να αναφερθούν μερικά ονόματα Ελλήνων ηθοποιών, που η παρουσία τους και η προσφορά τους στον κινηματογράφο μας ήταν αρκετά σημαντική.

Αναφέρθηκαν ήδη ο Δημητρακόπουλος, ο Λεπενιώτης, ο Κίμων Σπαθόπουλος, ο Μιχαήλ Μιχαήλ και η Ευγενία Δανίκα. Αυτοί, μαζί με μερικούς ακόμη, ήσαν οι πρωτοπόροι, που διέθεταν μεγάλη τόλμη για να αντιμετωπίσουν σε ανεκτά επίπεδα τον ανελέητο φακό. Επίσης η Μαίρη Σαγιάνου, που ο θάνατος τόσο πρόωρα έκοψε τη σταδιοδρομία της, ήταν μια εξαίρετη ηθοποιός που είχε τα προσόντα για μια λαμπρή κινηματογραφική καριέρα.

Στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου εμφανίστηκαν ακόμη και ο μοναδικός μας Βασίλης Λογοθετίδης, ο Κώστας Μουσούρης με την Αλίκη, που ήταν τότε γυναίκα του "Αστέρω", ο Νίκος Δεδραμής "Έρως και κύματα", η Κυβέλη με την Κοτοπούλη "Κακός δρόμος", ο Πέτρος Κυριακός "Οι Απάχηδες των Αθηνών", ο Γιάννης Αποστολίδης "Ανοιχτή θάλασσα", ο Δημήτρης Μυράτ "Κακός δρόμος" και "Η βίλα με τα νούφαρα", η Μερόπη Ροζάν "Γαλάζια κεριά", ο Χριστόφορος Νέζερ κ.ά.

Στη δεύτερη περίοδο έχουμε πλήθος εκλεκτούς ηθοποιούς, από τους οποίους ξεχωρίζουν η Κατίνα Παξινού, που εκτός από την θεατρική της σταδιοδρομία, δημιούργησε αξιόλογους ρόλους σε ταινίες διεθνούς επιπέδου όπως "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", "Κος Αρκαντίν", "Καίσαρ Βοργίας", "Ο Ρόκο και τ'αδέλφια του" και "Δίκη". Επίσης τον Αλέξη Μινωτή με τις ταινίες "Νοτόριους", "Πανικός στους δρόμους", "Χώρα των Φαραώ". Στις ταινίες αυτές οι δύο εξαίρετοι Έλληνες ηθοποιοί δεν ήταν πρωταγωνιστές. Τους ζητήθηκε όμως η συμβολή τους και απέδωσαν μια άρτια ερμηνεία στο ρόλο τους, η Παξινού μάλιστα τιμήθηκε για έναν από αυτούς με το Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (1944), γεγονός που τιμά την ελληνική τέχνη και δείχνει ότι ο μεγάλος ηθοποιός κρίνεται από την ερμηνεία και όχι από την έκταση του ρόλου του.

Στην κατηγορία των Ελλήνων ηθοποιών που διακρίθηκαν και στον ξένο κινηματογράφο, μπορεί να συμπεριληφθεί θαυμάσια και ο Σπύρος Φωκάς, που δημιούργησε μια καλή καριέρα στον ιταλικό κινηματογράφο με σημαντικούς ρόλους στις ταινίες "Ο θάνατος ενός φίλου", "Ο Ρόκο και τ'αδέλφια του", "Βία Μαρκούτα" κ.ά. Αλλά οι δρόμοι για τη σταδιοδρομία ενός νέου καλλιτέχνη σε ξένη χώρα δεν είναι εύκολοι. Ο Φωκάς αναγκάστηκε έτσι να διακόψει την προσπάθειά του στο εξωτερικό, γύρισε πίσω στην πατρίδα του και αποτελεί σήμερα ένα άξιο στέλεχος του ελληνικού κινηματογράφου. Σε μερικές ξένες ταινίες έπαιξε επίσης η Ρίκα Διαλυνά και η Κίτσα Καζάκου, που ασχολήθηκε περισσότερο με την τηλεόραση. Μια ταινία, τη "Φρύνη", γύρισε στο εξωτερικό η Βιργινία Πετιμεζάκη, διαλεγμένη χάρη στην αγαλματένια κορμοστασιά της. Η έξοχη Έλλη Λαμπέτη έγινε ιδιαίτερα γνωστή στο διεθνές κοινό με το "Μια μέρα ο μπαμπάς μου" του Γουέικμαν. Έχει παίξει και σε πολλές προηγούμενες ταινίες και ασφαλώς θα επακολουθήσουν και άλλες. Εκτός από αυτούς υπάρχουν ακόμη και άλλοι πολλοί Έλληνες ηθοποιοί που έπαιξαν σε ξένες ταινίες, οι οποίες γυρίστηκαν στην Ελλάδα.

Οι ηθοποιοί της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής είναι πολλοί. Ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Δημήτρης Χορν, που διακρίθηκε στις ταινίες "Φωνή της καρδιάς", "Κυριακάτικο ξύπνημα" και "Κάλπικη λίρα" ο Πέτρος Φυσσούν, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Πάντζας, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Γιάννης Βόγλης, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Τίτος Βανδής με τη θαυμάσια ερμηνεία του στους "Παρανόμους" και το "Ποτάμι" ο Νίκος Τζόγιας, που έδωσε ωραίους ρόλους στη "Νεκρή Πολιτεία" και την "Τελευταία αποστολή", και ο θαυμάσιος Μάνος Κατράκης που ήταν και παραμένει μεγάλο κεφάλαιο για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Εξάλλου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη δημιούργησε ένα σύγχρονο τύπο ενζενύ της οθόνης στα μέτρα που έκαναν άλλοτε διάσημη την Άννυ Όντρα. Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι ωραίος κινηματογραφικός τύπος, από τον οποίο ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης μπορεί να δημιουργήσει μια σύγχρονη βεντέτα διεθνούς κλάσεως. Η Μάρω Κοντού με την εξαιρετική φωτογένεια και την άνετη κίνηση παρουσιάζει πολλές δυνατότητες, όπως επίσης και η Έλλη Φωτίου και η Μαριάννα Κουράκου, η οποία έδωσε ένα σίγουρο δείγμα σε επίπεδο διεθνές με την τελευταία της ταινία η "Επιστροφή της Μήδειας". Στο παρελθόν είχαμε και τις αξιόλογες προσπάθειες της Τζένης Καρέζη, της Δάφνης Σκούρα, της Γκέλλυς Μαυροπούλου. Η μετριότητα όμως του ελληνικού κινηματογράφου δεν κατόρθωσε να αναδείξει όλα τα προσόντα τους.

Πρέπει επίσης να αναφερθούν η Αλεξάνδρα Λαδικού, η Έλενα Ναθαναήλ, η Ζωή Λάσκαρη, η Άννα Φόνσου, η Μέμα Σταθοπούλου, η Μάρθα Βούρτση, η Νινή Τζάνετ, η Μπέτυ Μοσχονά, η Χριστίνα Σύλβα, η Ντίνα Τριάντη, η Μάρθα Καραγιάννη, η Μίρκα Καλατζοπούλου κ.ά. Δεν πρέπει φυσικά να παραλειφθεί το εντυπωσιακό πέρασμα στην οθόνη της Ίλυας Λιβυκού με τον "Ντελικανή" κ.ά. ταινίες. Σε άλλη κατηγορία ανήκουν η Κάκια Αναλυτή που κι αυτή δεν αξιοποιήθηκε, η Άννα Μπράτσου, η Μαίρη Χρονοπούλου, που διαθέτει αναμφισβήτητες δυνατότητες για τον κινηματογράφο, η Νίκη Τριανταφυλλίδη, η Λίλιαν Μηνιάτη, η Κλεό Σκουλούδη, η Ελένη Προκοπίου, η Νάντια Χωραφά, η Μπεάτα Ασημακοπούλου, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, η Ελένη Ανουσάκη, η Βέρα Κρούσκα, η Καίτη Παπανίκα. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί η παλαιότερη συμβολή της Σμαρούλας Γιούλη στον ελληνικό κινηματογράφο, της Αντιγόνης Βαλάκου, της Ελένης Χατζηαργύρη, της Φλωρέτας Ζάννα, της Μιράντας Κουνελάκη και της εξαίρετης Άννας Συνοδινού. Πολύ καλή υπήρξε η εμφάνισή της Νέλλης Αγγελίδου στους "Παρανόμους".

Ο τομέας των κωμικών ηθοποιών δεν υστέρησε. Από τους πρωταγωνιστές του θεάτρου διακρίθηκαν οι Χρήστος Ευθυμίου, Νίκος Σταυρίδης, Βασίλης Αυλωνίτης, Κούλης Στολίγκας και ο Μίμης Φωτόπουλος που είχαν άνετη κίνηση και πολλή φωτογένεια. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έδωσε σημαντικές ταινίες όχι μόνο στο χώρο της κωμωδίας. Ο Κώστας Χατζηχρήστος προσπάθησε με σειρά ταινιών του να καλλιεργήσει έναν ωραίο λαϊκό τύπο. Όπως και οι Κώστας Βουτσάς, Σταύρος Παράβας, Σωτήρης Μουστάκας, Θανάσης Βέγγος, Κώστας Ρηγόπουλος, Αλέκος Τζανετάκος, Τάσος Γιαννόπουλος κ.ά. Άλλοι κωμικοί καλλιτέχνες, είναι ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Νίκος Ρίζος, ο Στάθης Ψάλτης, ο Δημήτρης Πιατάς κλπ. Όλοι αυτοί είναι κινηματογραφικοί ηθοποιοί με ταλέντο που η προχειρότητα καταστρέφει την απόδοσή τους. Από την πλευρά Ελληνίδων ηθοποιών της κωμωδίας πρέπει να αναφερθούν η Ρένα Βλαχοπούλου με πολλές επιτυχείς κινηματογραφικές εμφανίσεις, η Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία στην εποχή της δημιούργησε ένα σπαρταριστό κινηματογραφικό τύπο.

Και φθάνουμε τώρα στους δεύτερους ρόλους, αφού προηγουμένως εξηγήσαμε ότι όταν λέμε δεύτερους, δεν εννοούμε οπωσδήποτε κατώτερους. Ο Όρσον Ουέλες π.χ. έχει παίξει άπειρους δεύτερους ρόλους και έχει παρουσιάσει αληθινά άξιες δημιουργίες. Το Χόλλυγουντ είχε οργανώσει στρατιά ολόκληρη δεύτερων ηθοποιών που ήταν παγκόσμια γνωστοί, σαν αστέρια πρώτου μεγέθους. Ο Ράντολφ Σκοτ, ο Ακίμ Ταμίρωφ, ο αξέχαστος και μοναδικός στο είδος του Λεό Καρίλο, Τζορτζ Ραφτ, ο πασίγνωστος και τόσο αγαπητός Ρομαίν Ρολάν, και πολλοί άλλοι. Στο είδος αυτό έχουμε θαυμάσιους ηθοποιούς: Τον Ορέστη Μακρή, το Διονύση Παπαγιαννόπουλο, το Λαυρέντη Διανέλλο, το Γιάννη Αργύρη, το Νικήτα Πλατή, το Θεόδωρο Μωρίδη, τον Ανδρέα Μπάρκουλη αφού σαν ζεν πρεμιέ δεν βρήκε τον ελληνικό κινηματογράφο σε επίπεδο ανάλογο με τις πολλές δυνατότητές του, τον Βαγγέλη Πλοιό, τον Ανδρέα Ντούζο, το Χρήστο Νέγκα, το Δήμο Σταρένιο, το Δημήτρη Νικολαΐδη, το Λιάκο Χριστογιαννόπουλο, το Βασίλη Κανάκη, το Γκίκα Μπινιάρη, το Ζώρα Τσάπελη, τον Παντελή Ζερβό, τον Τάκη Χριστοφορίδη, τον Περικλή Χριστοφορίδη, το Στέφανο Στρατηγό, το Γιώργο Καμπανέλλη, τον Κώστα Κακκαβά, το Νίκο Τσαχιρίδη, το Βύρωνα Πάλλη, το Λευτέρη Βουρνά, το Γιώργο Μούτσιο, τον Αρτέμη Μάτσα και για να μη νομιστεί ότι η σειρά που δίνουμε είναι και αξιολογική όπως γίνεται στα προγράμματα, τις διαφημίσεις ή τους τίτλους των ταινιών, θα αναφέρουμε ακόμα το Χρήστο Τσαγανέα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, το Θάνο Λειβαδίτη, το Γιάννη Φέρτη και τον Κώστα Καζάκο. Από τις γυναίκες σημειώνουμε τη Μιράντα Μυράτ, τη Μαλαίνα Ανουσάκη, την Ελένη Ζαφειρίου, τη Νίτσα Τσαγανέα, τη Θεανώ Ιωαννίδου, τη Σμάρω Στεφανίδου, τη Δέσπω Διαμαντίδου και τη Δάφνη Σκούρα.

Από τους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου που διακρίθηκαν τα νεότερα χρόνια αναφέρουμε τις Τζένη Ρουσσέα, Άννα Ιασωνίδου, Κατερίνα Γιουλάκη, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Τιτίκα Στασινοπούλου, Μπέτυ Αρβανίτη, Γκιζέλα Ντάλι,Ρία Δελούτση, Έλια Καλλιγεράκη, Άννε Λόνμπεργκ, Κατερίνα Βασιλάκου, Σούλα Γαλάτη, Ρένα Κοσμίδου, Νόρα Βαλσάμη, Στέλλα Νέρη, Αλέκα Στρατηγού, Αφροδίτη Γρηγοριάδου, Μάγδα Μακρή, Μιράντα Μόσχου, Τίνα Ορλάνδου και Δήμητρα Νομικού.
Άλλα γυναικεία στελέχη της 7ης Τέχνης, που ερμήνευσαν με μεγάλη επιτυχία διάφορους ρόλους είναι: Κία Γαλάνη, Ελένη Ξανθάκη, Άντζελα Ζήλεια, Άννα Πασπάτη, Ματίνα Καρρά, Έφη Οικονόμου, Μαρίνα Πεφάνη, Σάσα Καστούρα, Γοργώ Χρέλια, Κούλα Αβραμίδου, Μιρέλλα Τσάρου, Ρία Δελούτση, Μαρία Μπονέλλου, Λιλή Παπαγιάννη, Νίκη Λινάρδου, Σαπφώ Νοταρά, Νίτσα Τσαγανέα, Χαριτίνη Καρόλου, Ελένη Θεοφίλου, Χριστίνα Σύλβα, Ζέτα Αποστόλου, Μιράντα Ζαφειροπούλου, αδελφές Μπρόγιερ κ.ά.

Από τους ηθοποιούς που ξεχώρισαν για την άψογη ερμηνεία τους στις ελληνικές ταινίες σημειώνονται ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Χρήστος Πολίτης, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Σταύρος Παράβας, ο Κώστας Καρράς, ο Χρήστος Νομικός, ο Νίκος Γαλανός, ο Γιώργος Μαραμένος, ο Χρήστος Σπυρόπουλος, ο Κώστας Καραγιώργης, ο Βαγγέλης Πλοιός, ο Ηλίας Λογοθέτης, ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο Θάνος Μαρτίνος, ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Στέφανος Στρατηγός, ο Βύρων Πάλλης, ο Γιώργος Βελέντζας, ο Γιάννης Φέρτης, ο Σπύρος Καλογήρου, ο Νίκος Μπακογιάννης κ.ά.

Συνεχίζοντας την αναφορά εκλεκτών ηθοποιών που υπήρξαν βασικά στελέχη του ελληνικού κινηματογράφου πρέπει να μνημονεύσουμε και τους Γιάννη Μιχαλόπουλο, Γιώργο Μιχαλακόπουλο, Νίκο Ξανθόπουλο, Χρήστο Τσαγανέα, Νίκο Δαδινόπουλο, Βασίλη Μπουγιουκλάκη, Αλέκο Τζανετάκο, Κώστα Γιαννακά, Ερρίκο Μπριόλα, Τάκη Μηλιάδη, Ανέστη Βλάχο, Γιάννη Φέρτη, Χρόνη Εξαρχάκο, Λάκη Κομνηνό, Τάκη Μηλιάδη, Γιάννη Μαλούχο, Κώστα Καζάκο, Φαίδωνα Γεωργίτση, Δημήτρη Αγγελόπουλο και Γιάννη Αργύρη.
Βιβλιογραφία

Γιάννα Αθανασάτου, Ελληνικός κινηματογράφος (1950 - 1967): Λαϊκή μνήμη και ιδεολογία, εκδ. Finatec A. E.,Αθήνα, 2001.
Γιώργος Αραμπατζής, Λαίκισμός και κινηματογράφος. Μελέτη για τον ελληνικό λαϊκό κινηματογράφο της δεκαετίας του 60, εκδ.Ροές , Αθήνα 1991.
Πολυμέρης Βόγλης, "Από τις Κάννες στις κάμερες. Ο Εμφύλιος στον ελληνικό κινηματογράφο", στο Φωτεινή Τομαή (επιμ.), Αναπαραστάσεις του πολέμου, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 2006. σελ.103-122.
Αντωνία Βουτσαδάκη, Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου. Ένας πολιτικός κινηματογράφος,εκδ.Αιγόκερως, Αθήνα 2006.
Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, "Αρχή και εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου", "Η ενηλικίωση του ελληνικού κινηματογράφου", Ο ελληνικός κινηματογράφος, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002, σ. 15-73.
Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, "Ελληνικός κινηματογράφος 1955-1965: κοινωνικές αλλαγές της μεταπολεμικής εποχής στην οθόνη", 1949-1967: η εκρηκτική εικοσαετία, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2002, σ. 163-176.
Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, "Η πολιτική στις κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου", Τα Ιστορικά, τχ. 26 (1997), σ. 145-164 (αναδημοσίευση: Οπτικοακουστική κουλτούρα, τχ. 1 (2002), σ. 129-150).
Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, "Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος", Αριάδνη, επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, τ. 7 (1994), Ρέθυμνο, σ. 165-195.
Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, "Ο κινηματογράφος", Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Οι απαρχές, τ. Α2, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 1999, σ. 388-399.
Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, "Ο κινηματογράφος", Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Μεσοπόλεμος, τ. Β2, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003, σ. 367-377.
Δημήτρης Καλαντίδης, Ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία, 1923-2000. εκδ. Αιγόκερως, 2000.
Μαρία Κομνηνού, "Η Ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο", Τα Ιστορικά, τομ.5, τ/χ.8 ( Ιούνιος 1988), σελ.164-171.
Λυδία Παπαδημητρίου, Το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ. Κριτική πολιτισμική θεώρηση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009.
Μαρία Παραδείση, "Η παρουσίαση της νεολαίας στα κοινωνικά δράματα της δεκαετίας του εξήντα", Τα Ιστορικά, τομ.12, τ/χ.22 (Ιούνιος 1995),σελ.205-218.
Μαρία Παραδείση, "Ο Νεορεαλισμός στον Ελληνικό Κινηματογράφο", Τα Ιστορικά, τομ.11, τ/χ.20, (Ιούνιος 1994),σελ.123-146.
Άγγελος Ρούβας, Χρήστος Σταθακόπουλος, Ελληνικός κινηματογράφος Ιστορία, φιλμογραφία, βιογραφικά: 1971-2005,τομ. 1,2, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005.
Γιάννης Σολδάτος, Ένας αιώνας ελληνικός κινηματογράφος 1970-2000,τομ.1, 2, εκδ.Κοχλίας, Αθήνα, 2002.
Γιάννης Σολδάτος, Ο Ελληνικός κινηματογράφος, Ντοκουμέντα 1: Από τα περιοδικά του μεσοπολέμου, εκδ. Αιγοκερως, Αθήνα, 1994.
(Συλλογικό έργο), Οπτικοακουστική κουλτούρα. Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Κέντρο Οπτικοακουστικών Μελετών, 2002.
(Συλλογικό έργο), Σε σκοτεινούς δρόμους. Το φιλμ νουάρ στον ελληνικό κινηματογράφο, εκδ.Ερωδιός Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης,2007.
Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, Ελληνική κινηματογραφία: 1965-1975, Θεσμικό πλαίσιο, οικονομική κατάσταση, εκδ, Θεμέλιο, Αθήνα 1989.
Λάμπρος Φλιτούρης, "Ο εμφύλιος στο σελιλόιντ. Μνήμες νικητών και ηττημένων στον κινηματογράφο", στο Ρ.Βαν Μπουσχότεν, Τ.Βερβενιώτη, Ε.Βουτυρά, Β.Δαλκαβούκης, Κ.Μπάδα, Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, σ.387-404.

Διδακτορικές διατριβές

Αθανασάτου, Ιωάννα, Ελληνικός κινηματογράφος (1950 - 1967): λαϊκή μνήμη και ιδεολογία, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, 1999
Αρκολάκης, Μανόλης, Ελληνικός κινηματογράφος (1896-1939): συγκρίσεις σε ευρωπαϊκό και μεσογειακό πλαίσιο. Τρόποι παραγωγής και διανομής, Διδακτορική διατριβή, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, 2009
Σωτηροπούλου, Χρυσάνθη, Η Διασπορά στην Ελληνική Κινηματογραφία. Επιδράσεις και επιρροές στη θεματολογική εξέλιξε των ταινιών της περιόφου 1945-1986 Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, 1992

Δείτε επίσης

Ο ελληνικός κινηματογράφος στα Όσκαρ

Sister project Τα Βικιβιβλία έχουν ένα βιβλίο σχετικά, με τίτλο
Αρχείο ελληνικού κινηματογράφου/Ταινίες


Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Τα πρώτα βήματα του ελληνικού κιν/φου
Ελληνικές ταινίες - Χρήσιμες πληροφορίες

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

Εκπομπές που αγάπησα, Οι πρωτοπόροι του ελληνικού κινηματογράφου (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, 46ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: 28 κινηματογραφιστές (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Ελληνικός κινηματογράφος, τα ηρωικά χρόνια (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Ιστορικό κινηματογραφικό χάπενινγκ (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Νέος ελληνικός κινηματογράφος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Ο σκηνοθέτης και το κοινό στον ελληνικό κινηματογράφο (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Σινεμά εκατό χρόνια, μια συζήτηση για τον ελληνικό κινηματογράφο (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Σταθμοί στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ο ελληνικός κινηματογράφος στον μεσοπόλεμο (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
Παρασκήνιο, Το σενάριο στον ελληνικό κινηματογράφο (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)

Έλληνες

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License