.
Γενικός όρος που σημαίνει τη χρησιμοποίηση χρωμάτων διαλυμένων σε λινέλαιο ή άλλο φυτικό λάδι, με τα οποία ζωγραφίζουμε ένα προετοιμασμένο καραβόπανο ή πλαίσιο.
Το λάδι στεγνώνει αφήνοντας μια σκληρή μεμβράνη που προστατεύει την αρχική ζωηρότητα του χρώματος. Τα χρώματα μπορούν να ανακατεύονται μεταξύ τους επάνω στο πανί ή και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ένα διαφανές βερνίκι, για να δοθεί ένα βάθος και μια διαφάνεια που δεν μπορούμε να πετύχουμε με την τέμπερα ή το φρέσκο.
Αντίθετα μ' αυτό που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, η ελαιογραφία δεν εφευρέθηκε απ' τους αδελφούς Βαν Άυκ, αλλ' αυτοί την τελειοποίησαν σε βαθμό άγνωστο ως τότε. Οι Βενετοί ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά αυτήν την τέχνη.
Μετά την πάροδο πολλών χρόνων μπορεί να παρατηρηθούν στις ελαιογραφίες αλλοιώσεις, που είναι συνήθως χημικές ή απλώς οπτικές. Σήμερα πωλούνται στο εμπόριο ειδικά παρασκευάσματα από αλκοόλ, με τα οποία επαναφέρεται η χαμένη ζωηρότητα των χρωμάτων.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License