.
Ο Τζέιμς Μπράντλεϋ (James Bradley, Μάρτιος 1693 – 13 Ιουλίου 1762) ήταν Άγγλος αστρονόμος, γνωστός κυρίως από δύο σημαντικές ανακαλύψεις: την αποπλάνηση του φωτός (1725–1728) και την κλόνιση του γήινου άξονα (1728–1748). Αυτές οι ανακαλύψεις αποκλήθηκαν «οι χρησιμότερες του αιώνα» από τον Ντελάμπρ, ιστορικό της αστρονομίας και αστρονόμο, διευθυντή του Αστεροσκοπείου των Παρισίων στην ιστορία του για την αστρονομία του 18ου αιώνα, επειδή «σε αυτές τις δύο ανακαλύψεις του Μπράντλεϋ χρωστούμε την ακρίβεια της σύγχρονης αστρονομίας. .... Αυτή η διπλή υπηρεσία προς την Αστρονομία εξασφαλίζει στον ανακαλύψαντα την πλέον διακεκριμένη θέση (μετά τον Ίππαρχο και τον Κέπλερ) μεταξύ των μεγαλύτερων αστρονόμων όλων των εποχών και χωρών.»[1]
Η ζωή και το έργο του
Ο Τζέιμς Μπράντλεϋ γεννήθηκε στο χωριό Σέρμπορν, κοντά στο Τσέλτναμ της κομητείας Γκλόστερσερ, στην Αγγλία, και ήταν γιος του Γουίλιαμ Μπράντλεϋ και της Τζέιν Πάουντ[2]. Στις 15 Μαρτίου 1711 εισάχθηκε στο Κολέγιο Μπέιλιαλ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από όπου απεφοίτησε με πτυχίο το 1714 και master of arts το 1717. Οι πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις του έγιναν στο Ουάνστηντ (σήμερα προάστιο του Λονδίνου), υπό την καθοδήγηση και τα μαθήματα του αιδεσιμότατου Τζέιμς Πάουντ, θείου του και ικανού ερασιτέχνη αστρονόμου. Ο Πάουντ τον γνώρισε στον Έντμοντ Χάλλεϋ, ο οποίος με τη σειρά του, διακρίνοντας το ταλέντο του, συνετέλεσε στο να εκλεγεί ο Μπράντλεϋ εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας στις 6 Νοεμβρίου 1718.
Το επόμενο έτος ο Μπράντλεϋ χειροτονήθηκε ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας για να γίνει βικάριος στο χωρίο Μπρίντστοου, αλλά παραιτήθηκε το 1721, όταν διορίσθηκε στη Σαβιλιανή έδρα της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ ως λέκτορας της «πειραματικής φιλοσοφίας από το 1729 ως το 1760, έδωσε 79 κύκλους διαλέξεων στο Ασμόλειο Μουσείο.
Το 1722 ο Μπράντλεϋ μέτρησε τη διάμετρο του πλανήτη Αφροδίτη με ένα σύστημα φακών με εστιακή απόσταση 65 μέτρων.
Η ανακάλυψη της αποπλανήσεως του φωτός έγινε ενώ ο Μπράντλεϋ προσπαθούσε να ανιχνεύσει την αστρική παράλλαξη[3]. Συγκεκριμένα, συνεργάσθηκε επί τριετία με τον βουλευτή και ερασιτέχνη αστρονόμο Σάμουελ Μολυνέ μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 1728, επιχειρώντας να μετρήσουν την παράλλαξη του αστέρα Ελτανίν (γ Δράκοντος).
Αν υπήρχε, αυτή η ηλιοκεντρική παράλλαξη θα έπρεπε να διαπιστωθεί ως μία μικρή ετήσια κυκλική κίνηση της φαινομενικής θέσεως του αστέρα. Παρότι λοιπόν οι Μπράντλεϋ και Μολυνέ δεν παρατήρησαν την αναμενόμενη μετατόπιση, ανίχνευσαν μία διαφορετική και ανεξήγητη ετήσια κυκλική κίνηση. Λίγο μετά τον θάνατο του Μολυνέ, ο Μπράντλεϋ συνειδητοποίησε ότι την προκαλούσε το φαινόμενο της αποπλανήσεως του φωτός[3], κάτι που δημοσιοποίησε με επιστολή του προς τον Χάλλεϋ.
Η μοναδική διαφορά της παραλλακτικής από την αποπλανητική μετατόπιση στη θέση ενός αστέρα (αμφότερες είναι φαινομενικές και οφείλονται στην κίνηση της Γης περί τον Ήλιο) είναι η διαφορά στην κατεύθυνση της μετατοπίσεως σε σχέση με την εποχή. Στη περίπτωση του Ελτανίν, η παραλλακτική μετατόπιση θα έφερνε τον αστέρα στη νοτιότατη θέση του τον Δεκέμβριο και την βορειότατη τον Ιούνιο. Αντίθετα, ο Μπράντλεϋ βρήκε ότι η νοτιότερη θέση ήταν τον Μάρτιο και η βορειότατη τον Σεπτέμβριο. Στην αρχή δεν μπόρεσε να σκεφθεί ποια ήταν η αιτία. Σύμφωνα με μία συχνά αναφερόμενη ιστορία, η λύση του αινίγματος τού ήρθε όταν ιστιοπλοούσε στον Τάμεση. Πρόσεξε πως όταν η βάρκα του στρεφόταν, η σημαιούλα στην κορυφή του ιστού άλλαζε διεύθυνση, παρότι η διεύθυνση του ανέμου παρέμενε σταθερή: το μόνο που άλλαζε ήταν η κατεύθυνση και η ταχύτητα της βάρκας. Ο Μπράντλεϋ τότε κατάλαβε ότι αν η Γη μετέβαλλε συνεχώς τη διεύθυνση της ταχύτητάς της περί τον Ήλιο ενώ η ταχύτητα του φωτός που ερχόταν από τον αστέρα παρέμενε πεπερασμένη και σταθερή, τότε η διεύθυνση από την οποία φαινόταν να έρχεται το φως του θα μεταβαλλόταν αντιστοίχως, όπως ακριβώς η διεύθυνση της σημαιούλας της λέμβου. Ο Μπράντλεϋ διεπίστωσε ότι η ερμηνεία αυτή ταίριαζε καλά με τις παρατηρήσεις τους. Κι αυτό πρόσφερε αρκετά «δώρα»: μπορούσε να δώσει μία εκτίμηση για το πόση περίπου ήταν η ταχύτητα του φωτός και φανέρωνε ότι η αστρική παράλλαξη, αν υπήρχε, ήταν υπερβολικά μικρή για να ανιχνευθεί με την ακρίβεια που ήταν διαθέσιμη στον Μπράντλεϋ (κι αυτό με τη σειρά του υπεδείκνυε ότι οι απλανείς αστέρες βρίσκονταν σε πολλαπλάσιες αποστάσεις από όσο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει την εποχή εκείνη).
Η ανακάλυψη αυτή ήταν εξίσου πειστική απόδειξη ότι η Γη περιφερόταν περί τον Ήλιο όσο θα ήταν η ανίχνευση της ηλιοκεντρικής παραλλάξεως. Ανακοινώθηκε στη Βασιλική Εταιρεία (το αντίστοιχο των Ακαδημιών της ηπειρωτικής Ευρώπης) τον Ιανουάριο του 1729 (Phil. Trans. xxxv. 637). Η ακρίβεια στον υπολογισμό της ταχύτητας του φωτός που απέφερε η θεωρία της αποπλανήσεως ήταν καλύτερη από εκείνη των προηγούμενων εκτιμήσεων, όπως π.χ. του Όλε Ρέμερ[3].
Οι πρώτες παρατηρήσεις της αποπλανήσεως του φωτός έγιναν στο σπίτι του Μολυνέ στο Κιου Γκρην. Αργότερα, συνεχίσθηκαν στο σπίτι του Τζέιμς Πάουντ, στο Ουάνστηντ. Μετά τη δημοσίευση της ανακαλύψεως, ο Μπράντλεϋ συνέχισε να παρατηρεί και να επαληθεύει επί εικοσαετία τη δεύτερη μεγάλη του ανακάλυψη την κλόνιση του άξονα της Γης, την οποία δημοσίευσε μόλις στις 14 Φεβρουαρίου 1748 (Phil. Trans. xlv. I), έχοντας επιβεβαίωσει την προέλευσή της από παρατηρήσεις ακριβείας κατά τη διάρκεια μιας πλήρους περιφοράς των συνδέσμων της σεληνιακής τροχιάς (18,6 έτη).
Το 1742 ο Μπράντλεϋ διαδέχθηκε τον Χάλλεϋ στη θέση του Βασιλικού Αστρονόμου. Το αυξημένο κύρος του, τον βοήθησε να έχει επιτυχία όταν ζήτησε από τον βασιλιά για το Αστεροσκοπείο του Γκρήνουιτς νέου τύπου όργανα κόστους χιλίων λιρών για ακριβέστερες παρατηρήσεις και μετρήσεις, όπως ένα τεταρτημόριο 8 ποδών που ολοκληρωσε για λογαριασμό του το 1750 ο Τζων Μπερντ (John Bird). Συγκέντρωσε έτσι μέσα σε δέκα χρόνια στο Γκρήνουιτς υλικά ανεκτίμητης αξίας για την αναμόρφωση της αστρονομίας στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1748 ο Μπράντλεϋ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Copley της Βασιλικής Εταιρείας, ενώ το 1752 του χορηγήθηκε μία βασιλική σύνταξη 250 λιρών τον χρόνο.
Εννέα χρόνια αργότερα ο Μπράντλεϋ αποσύρθηκε για λόγους υγείας στο χωριό Τσάλφορντ του Γκλόστερσερ, όπου και απεβίωσε στο Skiveralls House σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε στον ενοριακό ναό του γειτονικού Minchinhampton. Η δημοσίευση του σώματος των παρατηρήσεών του καθυστέρησε εξαιτίας διαφωνιών σχετικά με την κυριότητά τους. Τελικώς εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Clarendon Press (σήμερα Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης) σε δύο τόμους, το 1798 και το 1805. Η αξιοποίηση και η ανάπτυξη της σημασίας τους χρειάσθηκαν ωστόσο τη διαίσθηση και την επιμέλεια του Φρίντριχ Βίλχελμ Μπέσελ.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο αστεροειδής 2634 Τζέιμς Μπράντλεϋ
Το όρος Μπράντλεϋ στην οροσειρά των Απεννίνων στη Σελήνη
Παραπομπές
Histoire de l'astronomie au dix-huitième siècle, σελ. 413 (έκδ. Bachelier, Παρίσι 1827). Δείτε επίσης τις σελ. xvii και 420.
Hockey, Thomas (2009). The Biographical Encyclopedia of Astronomers. Springer Publishing. ISBN 978-0-387-31022-0. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2012.
Hirshfeld, Alan (2001). Parallax:The Race to Measure the Cosmos. Νέα Υόρκη: Henry Holt. ISBN 0-8050-7133-4.
Βιβλιογραφία
Rigaud's Memoir, προλεγόμενο στο Miscellaneous Works and Correspondence of James Bradley, D.D. (Οξφόρδη 1832)
New and General Biographical Dictionary, xii. 54 (1767)
Andrew Kippis: Biog. Brit.
Fouchy: Eloge, Paris Memoirs (1762), σελ. 231 (Histoire)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Online κατάλογος των εργασιών του Μπράντλεϋ (μέρος των αρχείων του Βασιλικού Αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτς, που φιλοξενούνται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ)
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα James Bradley της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License