.
ΤΡΑΓΩΔΙΑΙ ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ
ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ ΤΡΑΓΩΔΙΑΙ
ΕΚ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕIΣΑI ΥΠΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ.
ΜΕΡΟΣ Α'.
ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΔΕΠΑΣΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΑΙ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΑ1 ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1876.
ΤΗ ΣΥΖΥΓΩ ΜΟΥ.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ουδενός μετά τον Όμηρον ποιητού, αρχαίου ή νεωτέρου, τα έργα τοσούτον την σήμερον κατέστησαν πάγκοινα, όσον τα του Σαικσπείρου. Τα επί των δύο της γης ημισφαιρίων πολυάριθμα Αγγλοσαξωνικά φύλα ενδιατρίβουσι περί αυτά, όσον σχεδόν και περί τας ιεράς γραφάς· οι δε στίχοι αυτού, εν είδει ρητών ή παροιμιών, κοσμούσι τας αγορεύσεις ή ποικίλουσι την ομιλίαν πάντων των την Αγγλικήν λαλούντων. Οι Γερμανοί, ιδιοποιούμενοι τον μέγαν της Αγγλίας δραματουργόν, θεωρούσιν αυτόν ως τον κατ' εξοχήν δήθεν αντιπρόσωπον και διερμηνέα της Τευτονικής διανοίας. Τα δε λοιπά της Ευρώπης έθνη, και αυτοί έτι οι Ινδοί, επολιτογράφησαν δι’ επανηλημμένων πολλάκις μεταφράσεων τα αριστουργήματα αυτού. Εκτός δε των αλλεπαλλήλων εκδόσεων και μεταφράσεων, πλείστα περί Σαικσπείρου εγράφησαν και οσημέραι γράφονται· σχόλια, ερμηνείαι, μονογραφίαι παντός είδους, έρευναι ιστορικαί, φιλοσοφικαί και αισθητικαί μελέται· ο κατάλογος μόνος της Σαικσπειρείου βιβλιογραφίας αποτελεί πολυσέλιδον βιβλίον (1). Προς δε τούτοις και σύλλογοι φιλολογικοί, εις τα περί Σαικσπείρου αποκλειστικώς ασχολούμενοι, επί μάλλον και μάλλον υπεκκαίουσιν εν Αγγλία τε και εν Γερμανία τον υπέρ του κορυφαίου των νεωτέρων δραματικών ποιητών ζήλον και θαυμασμόν.
Ο τοιούτος όμως του γενικού θαυμασμού φόρος εβράδυνε ν' αποδοθή εις τον Άγγλον ποιητήν. Ναι μεν, και ζων ούτος ετιμήθη εν τη ιδία πατρίδι· αλλ' η μετά τον θάνατον αυτού επελθούσα θρησκευτική και πολιτική εν Αγγλία μεταρρύθμισις, μετέπειτα δε η από της καθόδου των Στουάρδων επίδρασις της Γαλλικής σχολής επί της Αγγλικής φιλολογίας, επεσκίασαν επί μίαν όλην εκατονταετηρίδα την φήμην και την μνήμην του Σαικσπείρου. Εις την αναστήλωσιν της δόξης αυτού συνετέλεσαν τα μάλιστα οι Γερμανοί, ουχί μόνον διά της αισθητικής των έργων αυτού αναλύσεως, αλλά και διά της επί της σκηνής εξακολουθήσεως των δραματικών αυτού παραδόσεων, χάρις εις του Γαίτου και εις του Σχιλλέρου τ' αριστουργήματα. (2) Ούτως η νέα, η ρωμαντική λεγομένη σχολή, παρεδέχθη βαθμηδόν τον Σαικσπείρον ως αρχηγόν και ως πρότυπον, η δε λατρεία αυτού εξετάθη έκτοτε και πέραν των ορίων του Τευτονικού κόσμου. Ούτω δε και οι Γάλλοι αυτοί, λησμονήσαντες του Βολταίρου την καταφοράν, καταθέτουσιν ήδη τον λίθον αυτών, και λίθον συχνάκις πολύτιμον, εις το επί μάλλον και μάλλον ανυψούμενoν οικοδόμημα της δόξης του Άγγλου δραματουργού.(3)
Αλλά προς εξασφάλισιν της μετά θάνατον δόξης ολίγον φαίνεται εργασθείς ο Σαικσπείρος αυτός. Ουδέποτε ζων ησχολήθη περί την συλλογήν και έκδοσιν των έργων αυτού. Διαφιλονεικείται μάλιστα μέχρι της σήμερον η γνησιότης τινών των εις αυτόν αποδιδομένων, ενώ ουδεμία αφ' ετέρου υπάρχει βεβαιότης, ότι πάντα τα υπ' αυτού γραφέντα περιεσώθησαν. (4) Αλλ' ούτε περί του βίου αυτού γνωρίζομεν τι μετά θετικότητος, εκτός ότι εγεννήθη τω 1564 εν Statford επί του ποταμού Avon, ότι ενυμφεύθη το 19ον της ηλικίας έτος άγων, ότι παραιτήσας μετ' ου πολύ την τε πατρώαν στέγην και την κατά επτά έτη πρεσβυτέραν αυτού σύζυγον, μετέβη εις Λονδίνον, ένθα επιδοθείς εις το θεατρικόν στάδιον απετέλεσε μέρος των θιάσων, χάριν των οποίων συνέθετε τα δράματα αυτού, και ότι αφού διά της τοιαύτης εργασίας απέκτησε πλούτον ικανόν προς βίον άνετον, επέστρεψεν εις την γενέθλιον πόλιν, και αγοράσας γαίας, κατά την πατροπαράδοτον παντός Άγγλου φιλοδοξίαν, διεβίωσεν έτη τινά εν αξιοπρεπεί ανεξαρτησία, και απέθανε τω 1616. μ. Χ. (5) Εις τα ολίγα γνωστά προσετέθησαν ακολούθως πολλά περί του βίου αυτού, τα μεν έχοντα το κύρος συγχρόνων μαρτυριών και παραδόσεων, τα δε όλως αδέσποτα. Εκ πάντων δε τούτο κυρίως εξάγεται ότι ο Σαικσπείρος επεδόθη εις το έργον δι’ ου απηθανατίσθη, ουχί εκ προθέσεως ουδ' επί σκοπώ να δοξασθή, αλλ' υπό της φοράς των πραγμάτων ωθούμενος, και υπό της ανάγκης όπως απολαύση ούτω την υλικήν ανεξαρτησίαν και την εν τη πατρίδι αποκατάστασιν. Ο νους αυτού ήτο πρακτικός ως αληθούς Άγγλου· η δε συνένωσις αύτη της υψίστης ποιητικής εμπνεύσεως μετά της βιωτικής πρακτικότητος αποτελεί τον ιδιάζοντα αυτού χαρακτήρα. Γράφων είχεν υπ' όψιν το ακροατήριον αυτού, ουχί δε τας μετέπειτα γενεάς. Δεν εδεσμεύετο υπό προκεχαραγμένων κανόνων, ουδέ προέθετο διά των δραμάτων αυτού ν' αναπτύξη φιλοσοφικάς θεωρίας, αλλ' επαρουσίαζεν επί της σκηνής τον άνθρωπον και τα ποικίλα αυτού πάθη υπό την αληθή, υπό την αιωνίαν της ανθρωπίνης φύσεως μορφήν. Διά τούτο τα έργα αυτού είναι πλήρη ζωής, και θα ζώσι πάντοτε. Διά τούτο δ' έχουσιν εξ ανάγκης και ελλείψεις· ελλείψεις όμως, αίτινες είναι τα σημεία μόνον της εποχής καθ' ην έζη, τα ίχνη της ατμοσφαίρας υφ' ης περιεκυκλούτο, και διά των οποίων ουδόλως αμαυρούται η ενυπάρχουσα εις τα έργα αυτού ταύτα αμάραντος καλλονή.
Ταύτα οφείλει να έχη υπ' όψιν ο αμερόληπτος του Σαικσπείρου θαυμαστής, όπως μη παρασύρηται υπό των υπερβολών, εις τας οποίας άγει μονομερής και ενθουσιώδης λατρεία. Ούτως ενθουσιώδεις ερμηνευταί, υπερεπιτείνοντες συχνάκις την έννοιαν του κειμένου, αποδίδουσιν εις τον ποιητήν προθέσεις και θεωρίας, αίτινες αυτόν πρώτον ήθελον βεβαίως εκπλήξει· ή λεπτολογούντες περί τας αναλύσεις αυτών, υπερασπίζουσι και τα επιλήψιμα, ουδέν παραδεχόμενοι το ημαρτημένον εν τω ειδώλω αυτών· ή παραβάλλοντες προς τους ποιητάς της αρχαίας Ελλάδος θεωρούσι πάντων υπέρτερον τον Άγγλον δραματουργόν, μη αρκούμενοι εις την ανακήρυξιν αυτού ως του μεγίστου των νεωτέρων χρόνων ποιητού, ουδέ εις την αίγλην, διά της οποίας το μέγα αυτού όνομα περιβάλλει την ομιχλώδη Άρκτον.
Αλλά δύναται και υπό των λαών της Μεσημβρίας να εννοηθή και να εκτιμηθή ο Σαικσπείρος; Δύναται να μεταφυτευθή και πέραν των Τευτονικών συνόρων το βόρειον τούτο άνθος; Ήθελε διστάσει τις ν' αποκριθή καταφατικώς εις τοιούτον ερώτημα, εάν περί των κωμωδιών αυτού επρόκειτο· καθότι ως πολλάκις ελέχθη, έκαστον έθνος ευρίσκει συνήθως το γελοίον άλλο αλλαχού. Πάντες όμως οι άνθρωποι επί τοις αυτοίς θρηνούσιν· αι δε του Σαικσπείρου τραγωδίαι κατέστησαν ήδη κοινόν του πεπολιτισμένου κόσμου κτήμα, ουδέ απαιτείται, πιστεύω, απολογία τις διά την απόπειραν της εξελληνίσεως αυτών. Άλλως τε δε τοιαύτη απόπειρα δεν γίνεται πρώτον ήδη παρ' ημίν, ουδ' είναι ξένα εις Ελληνικάς ακοάς τα ονόματα του Ρωμαίου, του Οθέλλου και του Ληρ. (6)
Αι τρεις αύται τραγωδίαι, των οποίων ήδη την μετάφρασην δημοσιεύω, αποτελούσιν, ούτως ειπείν, αληθή του ανθρωπίνου βίου τριλογίαν. Εν τω Ρωμαίω έχομεν της νεότητος τα πάθη, τον δυστυχή δύο νεαρών ψυχών έρωτα. Εν τω Οθέλλω βλέπομεν την οδύνην μιας ανδρικής καρδίας υπό της ζηλοτυπίας σπαρασσομένης. Εν δε τω βασιλεί Ληρ διαδραματίζονται της γεροντικής ηλικίας τα βάσανα και αι συμφοραί. Ηδύνατο ίσως να συμπεριληφθή των τραγωδιών τούτων η ανάλυσις ενταύθα. Αλλά μεθ' όσα περί αυτών και περί Σαικσπείρου εν γένει εγράφησαν, εθεώρησα σκοπιμώτερον να σταχυολογήσω εκ των δοκιμωτέρων Σαικσπειριστών κριτικά τινα και εξηγηματικά αποσπάσματα, άτινα εν μεταφράσει προσήρτηνται εκάστη των προκειμένων τραγωδιών, όπως δι’ αυτών λάβη ο Έλλην αναγνώστης ιδέαν τινά της πληθύος και της ποικιλίας της τοιαύτης ύλης.
Αλλ' εάν η απόπειρα της εξελληνίσεως των αριστουργημάτων τούτων δεν χρήζη δικαιολογήσεως, φοβούμαι όμως, ότι πολλοί των αναγνωστών μου θα προσδοκώσι τοιαύτην υπέρ του ύφους και της γλώσσης της μεταφράσεως.
Τον δρόμον της νέας Ελληνικής εχάραξαν ήδη οι ημέτεροι πεζογράφοι, καίτοι διαφέροντες προς αλλήλους ως προς το τέρμα το οποίον απεκδέχονται, και ερρύθμισαν ύφος τι του πεζού λόγου, κατά το μάλλον και ήττον ακολουθούμενον παρά πάντων των καθ' ημάς γραφόντων. Αλλ' ως προς την ποίησιν μένει εισέτι εκκρεμές το ζήτημα, και δεν φαίνεται ουδαμώς αδικαιολόγητος, ούτε καταδικαστέα η προτίμησις της καθομιλουμένης και η χρήσις αυτής, ως γλώσσης ποιητικής. Και αυτή δε η ανωτάτη παρ' ημίν ακαδημαϊκή αρχή, το Εθνικόν Πανεπιστήμιον, ενώ κατ' αρχάς κατεδίκαζε την κοινήν και εξωστράκιζεν αυτήν από των ποιητικών διαγωνισμών, επισήμως εδήλωσε την αναίρεσιν της τοιαύτης καταδίκης ότε, εθνικής πανηγύρεως τελουμένης, ανέθετε την εξύμνησιν του πρωτομάρτυρος της Ελληνικής αναγεννήσεως εις τον εξοχώτερον των ζώντων αντιπροσώπων της δημοτικής ημών ποιήσεως. (7)
Αλλ' η σήμερον καθομιλουμένη, τροπολογηθείσα ως εκ των νέων του έθνους ημών περιστάσεων, δεν είναι βεβαίως η προ της επαναστάσεως εν χρήσει. Ώστε, καίτοι παραδεχόμενοι την αναπόδραστον επί της ποιητικής της νέας Ελλάδος γλώσσης επιρροήν των εθνικών τραγουδιών, της βάσεως και αφετηρίας ταύτης της νέας ημών ποιήσεως, δεν δυνάμεθα όμως άνευ αναχρονισμού να περιορίσωμεν αυτήν εντός του λεξικού και της φρασεολογίας της δημοτικής ανθολογίας. Όθεν επροσπάθησα μεταφράζων τον Σαικσπείρον να τηρήσω μέσον τινά όρον, γράφων την καθομιλουμένην ως σήμερον κοινώς λαλείται. (8) Άλλοι θα κρίνωσιν εάν, ή κατά πόσον, επέτυχον εις την εφαρμογήν της θεωρίας, ότι διά τοιαύτης γλώσσης δύναται εν μέρει να διατηρηθή η ορμή και το πάθος, η φυσικότης, εν ενί λόγω, του πρωτοτύπου. Άλλοι επίσης θα κρίνωσι μέχρι τίνος επραγματοποιήθη ο διπλούς σκοπός, τον οποίον προεθέμην, του να μεταφράσω όσον ένεστι πιστώς το Αγγλικόν κείμενον, ταυτοχρόνως δε να δώσω μορφήν Ελληνικήν εις την μετάφρασίν μου. Είθε να μη αναφανώσιν αι του έργου μου ατέλειαι τοσαύται, ώστε να ματαιωθή η εις την δημοσίευσιν αυτού ωθήσασά με ελπίς, ότι ηδυνάμην ούτω να συντελέσω εις τε την παρ' ημίν εξάπλωσιν της δόξης του Σαικσπείρου, και εις πλουτισμόν της νέας Ελληνικής σκηνής. (9)
Αλλ' οία δήποτε αποβή της δημοσιεύσεως ταύτης η τύχη, ουδαμώς απαλλάτομαι της οφειλής προς τους βοηθήσαντάς με κατά την μετάφρασίν μου φίλους, ιδίως δε προς τον Κον Σάθαν, όστις εκ του πλησίον παρακολουθών την εργασίαν, παρώτρυνέ με δια των ενθαρρύσεών του εις αποπεράτωσιν αυτής, και προς τον Κον W. Wagner, τον ουχί μόνον δια τας βαθείας περί την Ελληνικήν αρχαίαν τε και νεωτέραν γνώσεις αλλά και δια τας επί Σαικσπείρου μελέτας διακεκριμένον καθηγητήν όστις προθύμως μοι εχορήγησε και μακρόθεν αρωγήν πολύτιμον.
Αλλ' ο κυριώτερός μου βοηθός, ο σταθερός κατά τας ποικίλας του έργου δυσκολίας παραστάτης, ήτο η σεβαστή μου μήτηρ. Εις ταύτην και εις την προς ην το βιβλίον ανατίθεται ανήκει πάσα αυτού επιτυχία· η δ' αποτυχία εις εμέ. Δ. Β.
***
(1) Ίδε την κατά την τριακοσιοστήν της του ποιητού γεννήσεως επετηρίδα δημοσιευθείσαν βιβλιογραφίαν (Bibliotheca Shakespeareana υπό Franz Thimm, Βα έκδοσις, 1872), πληρούσαν σελίδας 118 εις 8ον. Πολλά δ’ έκτοτε περί Σαικσπείρου απανταχού εδημοσιεύθησαν.
2) Οι Άγγλοι ανομολογούσι την περί την μελέτην του εθνικού αυτών ποιητού υπεροχήν των Γερμανών. Ίδε την υπό του θεμελιωτού του νέου εν Λονδίνω Σαικσπειρείου συλλόγου F. I. Furnivall εισαγωγήν εις την Αγγλικήν μετάφρασιν του σπουδαιοτάτου του Γερβίνου συγγράμματος. (Shakespeare Commentaries)
3) Ιδίως άξιον λόγου και μελέτης είναι το έργον του Mezières, Shakspeare, ses Œuvres et ses Critiques.
4) Η κατά το 1623 πρώτη απάντων των του Σαικσπείρου δραμάτων έκδοσις δεν περιλαμβάνει την έκτοτε μετ' αυτών εκδιδομένην τραγωδίαν «Περικλής, πρίγκηψ της Τύρου.» Τα εν τη πρώτη εκείνη εκδόσει τριάκοντα και έξ δράματα καταλέγονται υπό την τριπλήν κατάταξιν των κωμωδιών, ιστοριών και τραγωδιών. Και κωμωδίαι μεν αριθμούνται δέκα και τέσσαρες· ιστορίαι δε (ήτοι ιστορικά δράματα) δέκα, φέρουσαι τα ονόματα επτά εκ των βασιλέων της Αγγλίας· αι δε τραγωδίαι περιλαμβάνουσι δώδεκα δράματα. Εξ αυτών πέντε είναι αι κατ' εξοχήν τραγωδίαι, τ' αριστουργήματα του Σαικσπείρου, αι τρεις δηλονότι εν τη παρούση μεταφράσει δημοσιευόμεναι, ο Μ ά κ β ε θ, και ο Χ ά μ λ ε τ, ή Αμλέτος. Περί των Ελληνικήν ή Ρωμαϊκήν υπόθεσιν εχόντων δραμάτων αυτού εδημοσίευσεν ο Γάλλος Paul Shapfer, (εν τη Revue politique et Littéraire των ετών 1875 και 1876, αξιόλογον πραγματείαν, εις την οποίαν παραπέμπω τον αναγνώστην.
5) Και περί της γραφής του ονόματος αυτού δεν συμφωνούσιν οι Άγγλοι, γράφοντες ποτέ μεν Shakespear και Shakespeare, ή Shakspeare και Shakspear, ποτέ δε Shakespere ή Shakspere. Συγγνωστέα λοιπόν κατά μείζονα λόγον η παρ' ημίν ασυμφωνία ως προς την ελληνικήν ορθογραφίαν αυτού.
6) Ιδού σημείωσις των γνωστών μοι περί Σαικσπείρου καθ' ημάς δημοσιεύσεων.
Η Τ ρ ι κ υ μ ί α, δράμα Ουιλιέλμου Σαικσπήρ, μετάφρασις Ι.
Πολυλά, Κερκυραίου. Κέρκυρα, 1855.
Ι ο ύ λ ι ο ς Κ α ί σ α ρ, τραγωδία εις πέντε πράξεις του ποιητού Σαικσπήρου, εκ του Αγγλικού κειμένου εις την Ελληνικήν μεταγλωττισθείσα υπό Νικολάου Κ. Ιωνίδου. Αθήνησι 1858.
Α μ λ έ τ ο ς, βασιλεύς της Δανίας, τραγωδία του Άγγλου Σαιξπήρου, ενστίχως μεταφρασθείσα υπό Ιωάννου Η. Περβάνογλου. Εν Αθήναις 1858.
Ο Μ ά κ β ε θ, τραγωδία εις πράξεις πέντε, μεταφρασθείσα υπό Ν. I. Κ. η προσετέθη και βιογραφία του ποιητού. (Επί κεφαλής του τίτλου: Σαιξπήρου τραγωδίαι). Εν Αθήναις 1862
Σ α ι κ σ π ή ρ ο υ, ο Β α σ ι λ ε ύ ς Λ η ρ, μελέτη Σ. Ν.
Βασιλειάδου. Εν Αθήναις 1870.
Ρ ω μ α ί ο ς και Ι ο υ λ ί α, δράμα εις πράξεις πέντε, υπό
Σαικσπήρου, μεταφρασθέν υπό Α. Σκαλίδου. Εν Αθήναις 1873.
Ο Ο θ έ λ λ ο ς εξεδόθη εν μεταφράσει, ως πληροφορούμαι, εν επιφυλλίδι του περιοδικού: «Ο Φιλόκαλος Σμυρναίος».
Ο Κ υ μ β ε λ ί ν ο ς, μελέτη επί του δράματος του Σαικσπήρου, υπό Κ. Γ. Ξένου. (Εν φυλλαδίω 9 του περιοδικού ο Βύρων, εν Αθήναις 1874.)
Τ α ά π α ν τ α τ ο υ Σ α κ ε σ π ή ρ ο υ, μετ' εικόνων, υπό
Αλεξάνδρου Μέυμαρ. Παράρτημα της εν Παρισίοις εκδιδομένης Εθνικής
Επιθεωρήσεως, 1875. Εξεδόθη μέχρι τούδε ο Μάκβεθ, και μέρος του
Αμλέτου. Εν τη Βιβλιογραφία αυτού ο Thimm μόνον την υπό του Κου
Περβάνογλου μετάφρασιν του Αμλέτου αναφέρει, και εν υποσημειώσει
(μετ' αμφιβολίας ως προς την ύπαρξιν αυτής) την της Τρικυμίας.
7) Ίδε τας προσηρτημένας εις τον διθύραμβον του Κου Α. Βαλαωρίτου επιστολάς του Κ. Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου, της 1 Φεβρουαρίου και της 25 Μαρτίου 1872.
8) Ούτε τους γραμματικούς τύπους εθεώρησα αναγκαίον να καταπατήσω προς διατήρησιν δήθεν της καθ' ημάς κοινής προφοράς· αφήκα δε το ν και όπου δεν προφέρεται, ως έγραψα υιός και εορτή και Ιουλιέτα και Ιάγος, αντί των γιος και γιορτή και Γιουλιέτα και Γιάγος.
9) Προς ενθάρρυνσιν των (είτε εξ επαγγέλματος, είτε μη) ηθοποιών επισυνάπτω περικοπάς τινας περί του επί Σαικσπείρου Αγγλικού θεάτρου εκ του προμνημονευθέντος συγγράμματος του Γερδίνου. «Τα δημόσια θέατρα ήσαν κακώς εκ ξύλων ωκοδομημένα και αστεγή. Περί μεν την ενδυμασίαν των ηθοποιών μεγάλη κατεβάλλετο φροντίς ήτο δε αύτη μεγαλοπρεπής και συχνάκις πολυδάπανος· αλλά τα της σκηνογραφίας ήσαν πενιχρώτατα. Επί παραστάσεως τραγωδιών μέλανα παραπετάσματα εκρέμαντο επί του θεάτρου. Επιγραφή δέ τις έφερε το όνομα του χώρου, όπου οι θεαταί ώφειλον να φαντασθώσιν ότι παρευρίσκονται· ώστε και πλοία ευκόλως επαρουσιάζοντο τοιουτοτρόπως επί της σκηνής, και αι τοπογραφίαι διά μιας μετεβάλλοντο. Ικρίωμά τι εν μέσω της σκηνής υπελαμβάνετο ως πύργος, ή τείχος ή εξώστης ή παράθυρον.» Αλλ' η τοιαύτη πενιχρότης, ως παρατηρεί ο Γερδίνος, ουδαμώς συνεπάγεται της δραματικής τέχνης την ατέλειαν. «Ούτως εν Γερμανία είδομεν το θέατρον αναβιβαζόμενον από των αχυρώνων εις πενιχρά στεγάσματα, εκείθεν δε εις πολυτελή οικοδομήματα· αλλά κατ' αντίστροφον ίσως λόγον εκπίπτει η διανοητική απόλαυσις, το ενδιαφέρον και η καλαισθησία των θεατών. Όσω ολιγώτερον αποσπάται η προσοχή ως εκ των εξωτερικών τελειοποιήσεων, τοσούτω μάλλον προσκολλάται αύτη εις τους ηθοποιούς, κατά τοσούτον δε και αυτοί ούτοι αφιερούνται εις της τέχνης αυτών την ουσίαν. Συνετέλει δ' εις τούτο και ο των γυναικών αποκλεισμός τότε από της σκηνής. Παίδες εξεπροσώπουν τας γυναίκας. Το τοιούτον δε, ενώ αφ' ενός αφήρει πολλούς πειρασμούς και επί της σκηνής και όπισθεν αυτής, εχρησίμευεν αφ' ετέρου ως σχολείον επιτυχέστατον προς μόρφωσιν αρίστων ηθοποιών.
ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (1)
ΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο ΠΡΙΓΚΗΨ της Βερώνας.
ΠΑΡΗΣ, νέος άρχων, συγγενής του πρίγκηπος.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ )
) αρχηγοί των δύο αντιμαχομένων οικογενειών.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ )
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, συγγενής του προηγουμένου.
ΡΩΜΑΙΟΣ, υιός του Μοντέκη.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ, συγγενής του πρίγκηπος και φίλος του Ρωμαίου.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, ανεψιός του Μοντέκη, φίλος του Ρωμαίου (2).
ΤΥΒΑΛΤΗΣ, ανεψιός της συζύγου του Καπουλέτου.
ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ )
) καλόγηροι.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ )
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ, υπηρέτης του Ρωμαίου.
ΣΑΜΨΩΝ )
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ) υπηρέται του Καπουλέτου.
ΑΒΡΑΑΜ, υπηρέτης του Μοντέκη.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ.
ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ.
ΠΕΤΡΟΣ.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Πάρη.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Καπουλέτου.
Η ΣΥΖΥΓΟΣ του Μοντέκη.
Η ΣΥΖΥΓΟΣ του Καπουλέτου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ, θυγάτηρ του Καπουλέτου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ της Ιουλιέτας.
ΠΟΛΙΤΑΙ ΤΗΣ ΒΕΡΩΝΑΣ, ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΙ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ, ΠΡΟΣΩΠΙΔΟΦΟΡΟΙ, ΦΡΟΥΡΟΙ, ΝΥΚΤΌΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΑΙ
Η σκηνή εις την Βερώναν, άπαξ δε εν τη πέμπτη πράξει εις Μάντουαν.
ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (3).
Πλατεία.
(Εισέρχονται ο ΣΑΜΨΩΝ και ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ φέροντες ξίφη και ασπίδας).
ΣΑΜΨΩΝ
Γρηγόρη, μα την πίστιν μου ούτ' εγώ τρώγω άχυρα,
ούτε συ! (4)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Όχι βέβαια! μήπως είμεθα γαϊδούρια;
ΣΑΜΨΩΝ
Θέλω να ειπώ, αν μας θυμώσουν να πηδήσωμεν κατ'
επάνω των.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Κύτταξε όμως να μη πηδάς πολλά παλούκια.
ΣΑΜΨΩΝ
Δεν αργώ να κτυπήσω, αν πάρω φωτιάν!
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Αλλ' αργείς να πάρης φωτιάν, διά να κτυπήσης.
ΣΑΜΨΩΝ
Κι' ένα σκυλί από το σπίτι του Μοντέκη με φέρνει
άνω κάτω!
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Όποιος είναι άνω κάτω σαλεύει. Και η παλληκαριά
είναι να μη σαλεύσης απ' εκεί όπου ευρέθης.
ΣΑΜΨΩΝ
Δεν σαλεύω κ' εγώ αν απαντήσω κ' ένα σκυλί απ'
εκείνο το σπίτι· ή άνδρα, ή γυναίκα τύχω δεν σαλεύω!
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Λοιπόν είσαι δειλός; Μόνον οι δειλοί κολνούν εις
τον τοίχον.
ΣΑΜΨΩΝ
Καλά λέγεις· και διά τούτο σπρώχνομεν εις τον τοί-
χον τας γυναίκας, οπού είναι αδύνατα αγγεία. Λοιπόν
κ' εγώ, αν πιασθώ με τους Μοντέκιδες, θα σπρώξω τους
άνδρας από τον τοίχον, και τας γυναίκας εις τον τοί-
χον.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Ο πόλεμος είναι μεταξύ των αυθεντών μας και των
ανδρών οπού τους δουλεύουν.
ΣΑΜΨΩΝ
Τι με μέλει! Εγώ θα κάμω τον τύραννον αφού πια-
σθώ με τους άνδρας, θα καταπιασθώ και τας γυναίκας.
Δεν θ' αφήσω κορίτζι.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
θα τας κόψης όλας;
ΣΑΜΨΩΝ
Θα τας κόψω; ή…, όπως θέλεις πάρε το.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Να το πάρη όποιος το δοκιμάσει.
ΣΑΜΨΩΝ
Θα με δοκιμάσουν εμένα, όσον στέκω εις τα πόδια
μου. Το ηξεύρει ο κόσμος ότι δεν μου λείπει αίμα.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τι καλά οπού δεν είσαι ψάρι! — Τράβα το εργαλείον
σου, κ' έρχονται δύο άνθρωποι του Μοντέκη (8).
(Εισέρχεται ο ΑΒΡΑΑΜ και έτερος ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Μοντέκη).
ΣΑΜΨΩΝ
Εγύμνωσα το σπαθί μου. Πιάσου μαζή των. Σου,
δίδω χέρι.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης;
ΣΑΜΨΩΝ
Μη με φοβάσαι.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Εσένα θα φοβηθώ;
ΣΑΜΨΩΝ
Άφησε να ήμεθα 'ς το δίκαιόν μας. Ας κάμουν
εκείνοι την αρχήν.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας
το πάρουν όπως τους αρέσει.
ΣΑΜΨΩΝ
Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον
μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν,
εντροπή ιδική των (6).
ΑΒΡΑΑΜ
Διατί μας δαγκάνεις το δάχτυλόν σου, Κύριε;
ΣΑΜΨΩΝ
Δαγκάνω το δάχτυλον μου, Κύριε.
ΑΒΡΑΑΜ
Δι' εμένα το δαγκάνεις, Κύριε;
ΣΑΜΨΩΝ, μυστικώς προς τον Γρηγόρην.
Αν του ειπώ ναι, είμεθα εις το δίκαιόν μας;
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Όχι.
ΣΑΜΨΩΝ
Όχι, Κύριε· δεν το δαγκάνω δι’ εσένα, αλλά δαγ-
κάνω το δάχτυλόν μου, Κύριε.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Πόλεμον θέλεις, Κύριε;
ΑΒΡΑΑΜ
Πόλεμον, Κύριε; Όχι, Κύριε.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Είδε μη, εδώ είμαι εγώ, Κύριε! Ο αυθέντης μου εί-
ναι όσον καλός είναι και ο ιδικός σου.
ΑΒΡΑΑΜ
Δεν είναι καλλίτερος από τον ιδικόν μου.
ΣΑΜΨΩΝ
Πολύ καλά, Κύριε.
(Εισέρχεται ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΜΟΣ και κατόπιν αυτού ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ).
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Ειπέ του ότι είναι καλλίτερος, κ' έρχεται ένας συγ-
γενής του αυθέντου μας.
ΣΑΜΨΩΝ
Μάλιστα, Κύριε, είναι καλλίτερος από τον ιδικόν σου.
ΑΒΡΑΑΜ
Ψεύματα λέγεις!
ΣΑΜΨΩΝ
Έξω τα σπαθιά, αν είσθε παλληκάρια! — Γρηγόρη,
μη ξεχνάς την σπαθιάν οπού σ' έμαθα.
(Μάχονται).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, σύρων το ξίφος. Σταθήτε, ανόητοι! Κάτω τα σπαθιά! Δεν ηξεύρετε τι κάμνετε!
(Κτυπά τα ξίφη αυτών).
ΤΥΒΑΛΤΗΣ, εφορμών με τα ξίφος εις την χείρα.
Με τούτα τ' άκαρδα σκυλιά τι παίζεις το σπαθί σου;
Γύρνα εδώ, Μπεμβόλιε, κι’ αντίκρυσε τον Χάρον.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Βάλε 'ς την θήκην το σπαθί, κ' εδώ ειρήνην θέλω·
ή καν μεταχειρίσου το και συ, να τους χωρίσης.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Κρατείς 'ς το χέρι σου σπαθί, και μου λαλείς ειρήνην!
Αυτήν την λέξιν την μισώ, όσον μισώ τον άδην,
και όλους τους Μοντέκιδες, και σε! Δειλέ, φυλάξου!
(Μάχονται άπαντες· εισέρχονται εκατέρωθεν οπαδοί των δύο οίκων
και συμμετέχουν της μάχης· κατόπιν δε πολίται φέροντες ρόπαλα).
ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ξύλα, κοντάρια, ρόπαλα! Κτυπάτε τους, κτυπάτε!
'ς τον άνεμον, Μοντέκιδες! 'ς την ζάλην, Καπουλέτοι!
(Εισέρχεται ο γέρων ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ ενδεδυμένος κοιτωνίτην,
και η σύζυγος αυτού).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τί είν' ο θόρυβος αυτός; Δος το μακρύ σπαθί μου.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τι θα το κάμης το σπαθί; Μη θέλης πατερίτζαν;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δος το σπαθί μου! Κύτταξε, ο γέρος ο Μοντέκης
καταντικρύ μου στέκεται, και σείει το 'δικόν του.
(Ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ εισέρχεται μετά της συζύγου αυτού).
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Μη μ' εμποδίζης, άφες με! — Ω παληο-Καπουλέτε!
ΜΟΝΤΕΚΑΙΝΑ
Βήμα δεν κάμνεις απ' εδώ να σμίξης τον εχθρόν σου.
(Εισέρχεται ο πρίγκηψ μετά της συνοδείας του).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Ω άνδρες ανυπόταγοι, εχθροί της ησυχίας,
'ς το αίμα των γειτόνων σας τι βάφετε τα χέρια;
Δεν θα μ' ακούσετε; Ω σεις, — ω άνθρωποι, — ω κτήνη,
που θέλετε να σβύσετε του πάθους σας την φλόγα
εις βρύσιν ολοπόρφυρην, 'ς το αίμα των φλεβών σας!
Αν θέλετε 'ς τα σίδερα να μη σας βάλω όλους,
απ' τ' άνομα τα χέρια σας πετάξετε 'ς το χώμα
αυτά τ' ανόσια σπαθιά, 'ς το έγκλημα βαμμένα,
κι' ακούσατε τον ορισμόν και την απόφασίν μου.
Τρεις πόλεμοι εμφύλιοι από αέρος λόγια,
Μοντέκη εξ αιτίας σου, — κ' εσένα Καπουλέτε, —
την ησυχίαν τρεις φοραίς ετάραξαν της χώρας,
κ' ηνάγκασαν τους γέροντας κατοίκους της Βερώνας,
ν' αφήσουν τα ειρηνικά στολίδια που τους πρέπουν,
και με κοντάρια παλαιά κ' ειρηνοσκουριασμένα
'ς τα γηρασμένα χέρια των, να θέλουν να χωρίσουν
την σκουριασμένην έχθραν σας! — Εάν συμβή και πάλιν
τους δρόμους να ταράξετε με τα μαλώματά σας,
της ταραχής η πληρωμή θα είν' η κεφαλή σας!
Τώρα πηγαίνετ' απ' εδώ, σεις όλοι, τραβηχθήτε.
Συ, Καπουλέτε, μοναχά έλα μαζή μου τώρα·
και το απόγευμα και συ να έλθης, ω Μοντέκη(7),
τι άλλο απεφάσισα κι' ορίζω να το μάθης.
Φύγετ' ευθύς, ή θάνατος θα είναι η ποινή σας!
(Απέρχονται ο ΠΡΙΓΚΗΨ και η συνοδεία του, ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
μετά της συζύγου αυτού, ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ, οι πολίται, και οι υπηρέται.
Μένουσι δε ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ, η ΣΥΖΥΓΟΣ αυτού και ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ).
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Ποιος ξαναέβαλε φωτιάν 'ς την παλαιάν μας έχθραν;
Ήσουν εδώ απ' την αρχήν, ανεψιέ; Ειπέ μου.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Οπόταν έφθασα εδώ, τους δούλους του εχθρού σου
μαζή με τους ανθρώπους σου τους ηύρα εις τα χέρια.
Αμέσως εξεσπάθωσα διά να τους χωρίσω·
αλλ' ο Τυβάλτης έξαφνα προβάλλει κορωμένος,
με το σπαθί ολόγυμνον, και μου τρυπά τ' αυτιά μου
με λόγια ερεθιστικά, και σείει το σπαθί του
επάν' απ' το κεφάλι του, και κόπτει τον αέρα,
και ο αέρας, άκοπος, σφυρίζει περιγέλιον.
Ενώ σπαθοκοπήματα ‘περνούσαν μεταξύ μας,
ο κόσμος επερίσσευε κι' από τα δύο μέρη,
κ' επλήθαινεν ο πόλεμος, ως την στιγμήν 'που ήλθεν
ο πρίγκηψ, και μας 'χώρισε.
ΜΟΝΤΕΚΑΙΝΑ
Πού είναι ο Ρωμαίος;
'πέ μου τον είδες σήμερον; Πώς χαίρετ' η καρδιά μου
που εις το μάλωμα αυτό εκείνος δεν ευρέθη.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Μιαν ώραν πριν λαμπροφανή ο δοξασμένος ήλιος
'ς την θύραν της Ανατολής την καταχρυσωμένην,
ανησυχία ψυχική μ' εσήκωσ' απ' την κλίνην,
κ' εβγήκα έξω 'ς την δροσιάν κ' εκεί καταντικρύ μου
'ς το δάσος των συκαμινιών, 'ς της πόλεως την άκρην
τον είδα να περιπατή, πρωί, πρωί, τον υιόν σου.
Να του 'μιλήσω 'πήγαινα· αλλά ευθύς 'που μ' είδεν
εκείνος ετραβήχθηκε 'ς το πύκνωμα του δάσους.
Από εμένα και αυτόν τον έκρινα, (διότι
οπόταν έχω συλλογαίς την μοναξιάν γυρεύω,)
κ επήρα ‘γώ τον δρόμον μου κ' εκείνος τον 'δικόν του,
κ' έκαμα χάριν εις εμέ και χάριν εις εκείνον.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Συχνοπηγαίνει μοναχός 'ς το δάσος πριν να φέξη,
και την δροσιάν την πρωινήν με δάκρυα πληθαίνει,
και με αναστενάγματα τα νέφη συννεφιάζει (8)·
Και άμα 'ς την Ανατολήν ο Ήλιος αρχίση
να πλησιάζη με χαράν εις της Αυγής την κλίνην
και να τραβά τα σκιερά παραπετάσματά της,
ο υιός μου ο βαρύκαρδος φεύγει το φως, γυρίζει,
και κλειδομανταλόνεται, και τα παράθυρά του
κλειστά τα έχει, και μισεί την λάμψιν της ημέρας,
και μίαν νύκτα τεχνητήν ολόγυρα του κάμνει.
Ω! τούτο μαύρα κι’ άσχημα φοβούμαι θα τελειώση,
αν την αιτίαν του κακού κανείς δεν ξερριζώση.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Και η αιτία, Θείε μου, ποια είναι; Την γνωρίζεις;
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Δεν την γνωρίζω· και αυτός να την ειπή δεν θέλει.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Και τον εστενοχώρησες να την ξεμυστερεύση;
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Και μόνος επροσπάθησα, και διά μέσου φίλων.
Πλην σύμβουλος του πόνου του εκείνος είναι μόνος·
Δεν λέγω σύμβουλος καλός, — πλην τόσον πιστευμένος,
τόσον κρυφός και μυστικός, τόσον βαθειά τον χώνει…
'σαν άνθος 'που το 'δάγκασε φαρμακερόν σκουλήκι,
πριν τα ευώδη φύλλα του τ' απλώση 'ς τον αέρα,
και δώση αφιέρωμα το κάλλος του 'ς τον ήλιον.
Αν ήτο τρόπος την πηγήν της λύπης του να 'ξεύρω,
θα ήτο μόνη μου χαρά το ιατρικόν να εύρω (9).
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ μακρόθεν).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Να, έρχεται. Παρακαλώ, αφήσατέ μας μόνους.
Θα καταφέρω να μου ‘πή ποιος είναι ο καϋμός του.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ παρά να κατορθώσης
να σου ανοίξη την καρδιάν. — Πηγαίνωμεν, γυναίκα.
(Αναχωρεί ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ μετά της συζύγου του).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Εξάδελφε, καλόν πρωί!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είναι πρωί ακόμη;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Μόλις εσήμαναν εννηά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όταν περνά με λύπαις
αργά που φεύγει ο καιρός! — Από εδώ τρεχάτος
δεν έφευγ' ο πατέρας μου, νομίζω;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ναι, εκείνος. —
Τι λύπη κάμνει μακρυναίς ταις ώραις του Ρωμαίου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λείπει εκείνο που κονταίς 'μπορούσε να ταις κάμη.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Είσαι εις έρωτα;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χωρίς…
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Χωρίς τον έρωτά σου,
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είμαι χωρίς απόκρισιν εκεί όπου λατρεύω.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Αλλοίμονον! Ο έρωτας, να έχη τόσην γλύκαν,
και τέτοιος τύραννος σκληρός όπου χωθή να είναι!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αλλοίμονον! Ο Έρωτας κι’ αν με δεμένα 'μάτια
όπου θελήση να χωθή, ευρίσκει μονοπάτια!
Πού θα γευθής; — Τι έπαθαν κ' επολεμούσαν πάλιν;
Αλλ' όμως μη μου το ειπής, διότι το γνωρίζω.
Ω! είν' εδώ μίσος πολύ και περισσή αγάπη!
Αγάπη με μαλώματα! Ερωτευμένον μίσος!
Ω! Κάτι, απ' το Τίποτε αρχή αρχή πλασμένον!
Μια ελαφρότης σοβαρά, — σπουδαία ματαιότης, —
και χάος ασχημόπλαστον μορφαίς καλαίς γεμάτον, —
και ο καπνός ολόλαμπρος, — και το πτερόν μολύβι, —
'σαν πάγος κρύα η φωτιά, — κι’ αρρώστια η υγεία, —
και ύπνος ολοάγρυπνος, που είναι και δεν είναι…
Ιδού τι έχω 'ς την καρδιάν, κ' είν' η καρδιά μου άδεια!
Δεν με γελάς; (10)
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Δεν σε γελώ, εξάδελφέ μου· κλαίω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλή καρδιά! Και κλαίεις τι;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Το βάρος της καρδιάς σου,
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και όμως η αγάπη σου 'ς αυτό παραστρατίζει.
Η λύπη πώχω, αρκετά το στήθος μου βαραίνει,
και τώρα με την λύπην σου το βάρος του πληθαίνει.
Το αίσθημα που μ' έδειξες, την πίκραν πλημμυρίζει
που μου γεμίζει την καρδιάν την πολυπικραμένην.
Είναι καπνός ο Έρωτας, και γίνετ' απ' τα νέφη
των στεναγμών αν σηκωθή, εκείνος που λατρεύει
βλέπει την λάμψιν της φωτιάς· αν ο καπνός καταίβη,
δεν βλέπει παρά πέλαγος, οπού με δάκρυ τρέφει.
Τι άλλο είν' ο Έρωτας; — Μια γνωστική μανία, —
πόνος που πνίγει τον λαιμόν, και γλύκα ζωογόνος!
Εξάδελφε, σε χαιρετώ.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Αγάλια! πού πηγαίνεις;
Μαζή σου έρχομαι κ' εγώ. Με αδικείς, αν φύγης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τον εαυτόν μου έχασα· δεν είμ' εδώ· Ρωμαίος
δεν είν' αυτός που σου λαλεί· είναι αλλού εκείνος,
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ειπέ μου τώρα σοβαρά ποιαν αγαπάς;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τι θέλεις;
Ν' αναστενάξω και να ‘πώ;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ν' αναστενάξης; όχι·
πλην σοβαρά, ποια είν' αυτή 'που αγαπάς, ειπέ μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
‘Πέ σοβαρά τον ασθενή να κάμη διαθήκην!
'Σ ένα που κείτεται βαρυά, βαρύς ο λόγος είναι.
Εξάδελφέ μου, σοβαρά, λατρεύω μιαν γυναίκα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Αφού δι’ έρωτα λαλείς, έως εκεί μαντεύω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Περίφημα επέτυχες. Κ' είναι καλή κι’ ωραία!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Και θα την ηύρες βέβαια ωραία 'ς το σημάδι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όχι· την έσφαλες εδώ. Του Έρωτος τα βέλη
δεν την τρυπούν εις την ψυχήν είν' Άρτεμις εκείνη.
Μ' ανίκητην σεμνότητα διπλοθωρακισμένη,
δεν το ψηφά του Έρωτος το παιδιακίσιον τόξον,
ούτε ματιαίς ερωτικαίς να την κτυπούν αφίνει,
ούτε αγάπης στεναγμούς να την πολιορκήσουν.
Ούτε ανοίγει την καρδιάν εις δόλωμα χρυσίου,
που ως και άγιον πλανά. Πλούσια εις τα κάλλη
είναι πτωχή μόνον 'ς αυτό: πως όταν ξεψυχήση,
ο θησαυρός του κάλλους της κατόπιν δεν θα ζήση(11).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Την παρθενιάν ωρκίσθηκε να μη την παραιτήση;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι· κ' η φιλαργυρία της είναι φρικτή σπατάλη.
Διά να μένη αυστηρή 'ς τα τρυφερά της κάλλη,
κανένας δεν θα γεννηθή να τα κληρονομήση·
'ς την ευμορφιάν της γνωστική, 'ς την γνώσιν της ωραία
κερδίζει τον παράδεισον, διότι μ' απελπίζει.
Ετάχθη να μην αγαπά· και δι’ αυτό το τάγμα,
αποθαμμένος ζω εγώ, που ζω και σε τα λέγω.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Από τον νουν σου βγάλε την. Όπως σου λέγω κάμε.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να με διδάξης και τον νουν λοιπόν να σταματήσω.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ελευθερίαν, αδελφέ, 'ς τα μάτια σου να δώσης.
Ιδέ και άλλαις ευμορφιαίς.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτός θα ήναι τρόπος
ακόμη πλέον εύμορφη να μου φανή εκείνη.
Όταν ιδής μιας γυναικός την μαύρην προσωπίδα (12)
και της φιλεί το μέτωπον, μ' εκείνην την μαυρίλαν
φαντάζεσαι πως κρύπτονται λευκά κι’ αφράτα κάλλη
Εκείνος οπού τυφλωθή, δεν λησμονεί ποτέ του
τι θησαυρόν πολύτιμον 'στερήθηκε το φως του!
Απ' όσαις 'ξεύρεις δείξε μου και την ωραιοτέραν,
και όλη της η ευμορφιά θα ήναι δι’ εμένα,
ωσάν βιβλίον ανοικτόν, που θα με δασκαλεύη,
πόσον μια άλλη ξεπερνά την ωραιότητά της. —
Ώρα καλή! Να λησμονώ ποτέ δεν θα με μάθης.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Αν δεν μου ‘πής το κάθε τι, δεν εξοφλώ μαζή σου.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Οδός έμπροσθεν της οικίας του Καπουλέτου.
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, ο ΠΑΡΗΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ)
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Την ιδίαν υποχρέωσιν λαμβάνει κι' ο Μοντέκης,
καθώς εγώ, και δύσκολον δεν έπρεπε να ήναι
'ς ανθρώπους γέρους 'σαν εμάς, να ειρηνεύσουν πλέον.
ΠΑΡΗΣ
Του κόσμου την υπόληψιν την έχετε κ' οι δύο,
και κρίμα είν' αιώνια να ζήτε 'ς τα μαχαίρια.
Αλλ' όμως τι θ' αποκριθής 'ς την ζήτησίν μου τώρα;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δεν έχω ή να ξαναπώ εκείνο που σου είπα.
Είναι η κόρη μου μικρή, και εις τον κόσμον ξένη·
ακόμη δεκατέσσαρα τα χρόνια της δεν είναι(13)·
δυο καλοκαίρια πρόσμεινε να μαρανθούν ακόμη,
και τότε είναι ώριμη, και νύμφην την μετρούμεν.
ΠΑΡΗΣ
Μητέρες είναι ζηλευταί νεώτεραί της άλλαι.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Και πάρωρα 'μαράθηκαν απ' την πολλήν την βίαν..,.
Η μαύρη γη μου έφαγε τας άλλας μου ελπίδας.
Αυτή μου μένει μοναχή, παρηγοριά κ' ελπίς μου.
Να της κερδίσης την καρδιάν προσπάθησε, ω Πάρη,
και αν σε θέλη, σύμφωνη θα ήν' η θέλησίς μου·
αν σ' αγαπήση, και δεχθή εκείνη να σε πάρη,
ακολουθεί κ' η ψήφος μου, κ' η συγκατάθεσίς μου.
Απόψε, κατά παλαιάν συνήθειαν, εορτάζω,
και όλους, όσους αγαπώ, τους έχω καλεσμένους.
Είσαι και συ από αυτούς, αν θέλης να ορίσης.
Το πτωχικόν μου θα ιδής να το στολίζουν άστρα,
που κι’ αν 'ς την γην περιπατούν, την νύκτα θα φωτίζουν.
Όσην λαχτάραν και χαράν αισθάνετ' ένας νέος,
οπόταν ο Απρίλιος ευμορφοστολισμένος
βάλη το πόδι του γοργός 'ς τα ίχνη του χειμώνος,
τόσην και συ θα αισθανθής 'ς το σπίτι μου απόψε,
μέσ' ταις δροσάταις ευμορφιαίς, οπού εκεί θ' ανθίζουν.
Ιδέ τας όσας είν' εκεί, και άκουσέ τας όλας,
και δόσε την προτίμησιν 'ς εκείνην που τ' αξίζει·
'ς ταις άλλαις μέσα ταις πολλαίς κ' η κόρη μου θα ήναι,
κι αν δεν αξίζη 'σαν αυταίς, ας μετρηθή μαζή των.
Έλα μαζή μου. —
(Προς τον υπηρέτην)
Συ, μωρέ, τα πόδια σου 'ς τον ώμον, και την Βερώναν κύτταξε να πάρης δρόμον δρόμον. Εύρε αυτούς, που είν' εδώ εις το χαρτί γραμμένοι, κ' ειπέ τους πως το σπίτι μου απόψε τους προσμένει,
(Εγχειρίζει κατάλογον των προσκεκλημένων εις τον υπηρέτην και απέρχεται· μετ' αυτού και ο Πάρης)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ, παρατηρών τον κατάλογον. Εύρε, λέγει, αυτούς που είν' εδώ γραμμένοι! — Είναι γραμμένον ο 'ποδηματάς να βλέπη την πήχυν του, και ο ράπτης το καλαπόδι του, και ο ψαράς το κονδύλι του, και ο ζωγράφος το δίχτυ του. — Με θέλει να εύρω εκεί- νους που είν' εδώ γραμμένοι! Και πού να 'ξεύρω εγώ τι ονόματα έγραψεν εδώ, εκείνος οπού τα έγραψε; — Ας εύρισκα κανένα γραμματισμένον! — Να, 'ς την φωνήν!
(Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ω άνθρωπε, την μιαν φωτιάν άλλη φωτιά την καίει·
ο ένας πόνος που πονεί, μικραίνει άλλον πόνον·
αν ζαλισθής, ανάποδα γυρνάς, — περνά η ζάλη·
μια λύπη απελπιστική ιατρεύει άλλην λύπην·
αν μόλυσμα το 'μάτι σου καινούριον φαρμακεύση,
το παλαιόν φαρμάκι του αμέσως ξεθυμαίνει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτά ιατρεύονται καλά με το πεντάνευρόν σου (14).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ποια είν' αυτά, παρακαλώ;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τα πόδια τα σπασμένα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ρωμαίε, ετρελλάθηκες;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όλως διόλου όχι·
Πλην είμαι και από τρελλόν σφικτώτερα δεμένος,
κλεισμένος εις τα σίδερα, καταβασανισμένος,
και ραβδισμένος, νηστικός…
Παιδί μου, καλή 'μέρα.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Διπλοκαλημερίζω σε. — Ηξεύρεις να διαβάζης;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω ναι! διαβάζω το γραπτόν της μοίρας της κακής μου.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και θα το έμαθες αυτό χωρίς βιβλίον ίσως.
Αλλ' όμως ό,τι κι' αν ιδής, μπορείς να το διαβάσης;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εάν την γλώσσαν εννοώ, κ' ηξεύρω τα ψηφία.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Α! μετρημένα ομιλείς. Θεός να σ' ευλογήση!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σταμάτησε, καλό παιδί, κ' ηξεύρω να διαβάζω.
(Αναγινώσκει τον κατάλογον).
«Ο σιορ Μαρτίνος και η γυναίκα του και η κόρη του, ο κόντε Ανσέλμης και αι ωραίαι αδελφαί του, η αρχόντισσα η χήρα Βιτρουβίου, ο σιορ Πλακέντιος και αι νόστιμαι ανεψιαί του, ο Μερκούτιος και ο αδελφός του ο Βαλεντίνος, ο θειος μου Καπουλέτος, η γυναίκα του και αι θυγατέρες του, η ωραία ανεψιά μου Ροζαλίνα, η Λιβία, ο σιορ Βαλέντιος και ο εξά- δελφός του Τυβάλτης, ο Λούκιος και η ζωηρά Ελένη».
Να εύμορφη συνάθροισις! Και πού θα τους μαζεύσης;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Επάνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πού;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
'Σ το δείπνον μας· 'ς το σπίτι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τίνος σπίτι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Τ' αυθέντου μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Α! έπρεπε αυτό να σ' ερωτήσω.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Να σου το ειπώ χωρίς να μ' ερωτήσης. Ο αυθέντης μου
είναι ο μεγαλόπλουτος Καπουλέτος. Και αν δεν είσαι
από τους Μοντέκιδες, κόπιασε και συ, αν αγαπάς, να
κερασθής ένα ποτήρι κρασί. Ο Θεός να σ' ευλογήση!
(Αναχωρεί).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
'Σ του Καπουλέτου σήμερα το σπίτι θα δειπνήση
κ' η Ροζαλίνα σου αυτή, που τόσον την λατρεύεις,
και όλ' αι πλέον θαυμασταί ωραίαι της Βερώνας.
Πήγαιν' εκεί, και σύγκρινε το πρόσωπόν της μ' άλλα
που θα ιδής, (πλην δίκαιον το 'μάτι σου να ήναι),
και κόρακα τον κύκνον σου θα σου τον αποδείξω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εάν εις την λατρείαν των ποτέ των απιστήσουν
τα 'μάτια μου, — εάν ποτέ κηρύξουν τέτοιον ψεύμα,
ας χύνουν αντί δάκρυα, φωτιάν! Κι' αυτά τα 'μάτια,
που αν κ' επνίγηκαν συχνά, δεν 'πέθαναν ακόμη,
αυτοί εδώ οι υαλιστοί, οι κολασμένοι ψεύται,
μέσα 'ς την φλόγα να καούν, 'σαν άπιστοι που θάναι!
'Σ τα κάλλη την αγάπην μου θα ξεπεράση άλλη!
Ο ήλιος, που το 'μάτι του τα πάντα εξετάζει,
δεν είδεν άλλην 'σαν αυτήν απ' την αρχήν του κόσμου!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Καλήν την είδες, επειδή κοντά δεν ήτον άλλη,
και μόνην την εζύγιζες και εις τα δυο σου 'μάτια.
Αλλ' αν εις την κρυστάλλινην αυτήν την ζυγαριάν σου
ζυγίσης την αγάπην σου και με καμμίαν άλλην,
από αυτάς που 'ς τον χορόν να λάμπουν θα σου δείξω,
εκείνη, που καλλίτερην την έχεις, θα ξεπέση.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πηγαίνω· όχι να ιδώ το θέαμα που λέγεις,
πλην μόνον διά να χαρώ την λάμψιν που μ' ευφραίνει.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.
(Εισέρχονται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τι έγεινεν η κόρη μου; Την κράζεις, παραμάνα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Δεν είν' εδώ; Τι έγινε! — Αρνάκι μου, πουλί μου!
Κύρι' ελέησον, καλέ!… πού είσαι; Ιουλιέτα!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ, εισερχομένη.
Τί είναι; ποιος με κράζει;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Η μητέρα σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εδώ είμαι, μητέρα μου· τι ορίζεις;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Να σου το ειπώ… Παραμάνα, άφησέ μας ολίγον· έχω
κάτι κρυφόν να της ειπώ. — Παραμάνα, έλα οπίσω και
ήλλαξα γνώμην. Σε θέλω ν' ακούσης την ομιλίαν μας.
Η κόρη μου τώρα έχει τα χρονάκια της· εσύ τα 'ξεύρεις.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μα την πίστιν μου, τα 'ξεύρω τα χρονάκια της ως
το λεπτόν.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Δεν έχει τελειωμένα τα δεκατέσσαρα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να χάνω δεκατέσσαρα δόντια, (μολονότι, κακόν που
μούλθε, δεν μου έμειναν παρά τέσσαρα,) αν τα έχη τε-
λειωμένα τα δεκατέσσαρα. Πότε έχωμεν των Αγίων
Αποστόλων; (15)
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Σήμερον δεκαπέντε, ή εκεί κοντά.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κοντά ή μακρυά, από όλαις ταις ημέραις του χρό-
νου, όταν έλθη των αγίων Αποστόλων θα κλείση τα
δεκατέσσαρα. Αυτή και η Σουσάνα μου, (ο θεός ν' ανα-
παύση κάθε χριστιανού ψυχήν!) εγεννήθηκαν μαζή. Η
καϋμένη η Σουσάνα μου! Μου την επήρεν ο Θεός· δεν
την ήξιζα να την έχω εγώ. — Λοιπόν, ως καθώς σου λέ-
γω, ανήμερα των Αγίων Αποστόλων, την νύκτα, τε-
λειόνει τα δεκατέσσαρα· σωστά δεκατέσσαρα. — Το εν-
θυμούμαι ωσάν να ήτον σήμερα. Είναι τώρα ένδεκα
χρόνια, οπού έγινε ο σεισμός. Και την απέκοψα, από
όλαις ταις ημέραις του χρόνου, ίσα ίσα εκείνην την ημέ-
ραν του σεισμού (16). Όσον ζω, δεν θα το λησμονήσω.
Είχα βάλλει αψιθιάν 'ς το βυζί μου, και ήμουν καθισμέ-
νη 'ς τον ήλιον, κάτω από τον περιστεριώνα. — Ο αυθέν-
της μου και του λόγου σου ελείπατε εις την Μάντουαν.
— Δουλεύει ακόμη το μυαλόν μου! Λοιπόν, ως καθώς
σου λέγω, ευθύς οπού εγεύθηκε την αψιθιάν 'ς την ρό-
γαν του βυζιού μου, και είδε την πίκραν, — ω! πώς
εθύμωσε το ανοητάκι μου, και τα έβαλε με το βυζί μου.
— Κ' εκεί, δος του ο περιστεριώνας κούνημα! Δεν είχα
χρείαν να μου ειπή κανείς να το ξεκόψω από τον τοί-
χον. Και από τότε επέρασαν ένδεκα χρόνια· διότι έστεκε
'ς τα πόδια της τότε. Ναι, μα τον Σταυρόν! Επεριπα-
τούσε, κ' έτρεχεν επάνω κάτω· αφού, ίσα ίσα μίαν ημέ-
ραν προ του σεισμού είχε πέσει καταγής κ' εκτύπησε
'ς το κούτελον και ο άνδρας μου, (Θεός συγχωρέσοι τον,
αγαπούσε να χωρατεύη ο μακαρίτης,) εσήκωσε το παιδί
από καταγής, και του λέγει: «τι είν' αυτά, λέγει, μου
πέφτεις προύμητα τώρα; όταν βάλης γνώσιν, θα πέφ-
της ανάσκελα, λέγει· αλήθεια, Ζουλή;» Και μα την
Παναγίαν, το σιχαμένον αφίνει τα κλαύματα, και του
λέγει, ναι. Κύτταξε τώρα, τι καλά οπού ήλθεν ο χω-
ρατάς! Χίλια χρόνια να ζήσω, δεν θα το λησμονήσω.
«Αλήθεια, Ζουλή,» λέγει· και το γλυκόν ανοητάκι
αφίνει τα κλαύματα και του κάμνει, ναι.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Καλά, καλά! Άφησέ τα τώρα αυτά, παραμάνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ναι, Κυρία· αλλά δεν ημπορώ να μη γελώ, όταν μ'
έρχεται εις τον νουν πώς άφησε τα κλαύματα, και του
κάμνει, ναι. Και όμως είχε 'ς το κούτελον ένα πρήξι-
μον ωσάν αυγόν — φοβερόν πρήξιμον! Και έκλαιε δυ-
νατά! «Τι είν' αυτά, λέγει ο μακαρίτης· μου πέφτεις
προύμυτα τώρα, λέγει· όταν βάλης γνώσιν, θα πέφτης
ανάσκελα. Αλήθεια, Ζουλή;» κ' εκείνο αφίνει τα κλαύ-
ματα και του λέγει, ναι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τώρα σου λέγω σώπαινε, και παύσε, παραμάνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ιδού που ετελείωσα. — Θεός να σε χαρύνη!
Αχ! ωραιότερον μωρόν δεν 'βύζαξα ποτέ μου.
Να μ' αξιώση ο θεός να ιδώ τα στέφανά σου,
και άλλο δεν επιθυμώ.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αυτό είν' ίσα ίσα
που ήθελα να της ειπώ. — Παιδί μου, Ιουλιέτα,
ειπέ μου, η καρδούλα σου τι λέγει περί γάμου;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ούτ' ωνειρεύθηκα ποτέ τέτοιαν τιμήν ακόμη.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τιμήν! Αν δεν ετύχαινα η μόνη σου βυζάστρα,
θα έλεγα πως 'βύζαξες την γνώσιν με το γάλα.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Καιρός να το συλλογισθής. Εδώ εις την Βερώναν
ονομασταί αρχόντισσαι πολύ νεώτεραί σου
μητέρες κι’ όλα έγιναν κ' εγώ που σου τα λέγω,
μητέρα σου, παιδάκι μου, ήμουν επάνω κάτω
'ς την ηλικίαν, οπού συ παρθένος είσ' ακόμη.
Αλλά, να τα κοντολογώ, ο Πάρης ο γενναίος
σ' εζήτησε γυναίκα του.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ω κόρη μου, τι άνδρας!
Τι άνδρας, Ιουλιέτα μου! Αληθινά κηρένιος!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Του τόπου μας η άνοιξις δεν έχει τέτοιον άνθος.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τω όντι άνθος είν' αυτός· 'ς την πίστιν μου είν' άνθος!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Λοιπόν τι λέγεις, κόρη μου; Ο νέος σου αρέσει;
Απόψε θα τον έχωμεν ς' την συναναστροφήν μας·
το πρόσωπόν του κύτταξε να το καλοδιαβάσης·
ιδέ την ωραιότητα εκεί ζωγραφισμένην,
εξέτασε τ' αρμονικά χαρακτηριστικά του,
και πώς η χάρις του ενός το άλλο ευμορφαίνει.
Κι αν κατά τύχην εις αυτό το εύμορφον βιβλίον
εύρης και κάτι σκοτεινόν, θα το ιδής γραμμένον
'ς το περιθώρι των ματιών (17). Εκεί επάνω γράφει,
ότι αυτό το ακριβόν βιβλίον της αγάπης,
το άδετον, χρειάζεται το δέσιμον του γάμου,
και τότε ωραιότερον θα φαίνεται ακόμη.
Το ψάρι δεν επιάσθηκε. — Το εύμορφον το πράγμα
κι απ' έξω σκέπασμα καλόν χρειάζεται να έχη·
και εις τα 'μάτια των πολλών η δόξα του βιβλίου
αυξάνει, αν τα φύλλα του χρυσοδεμένα ήναι.
Ό,τι κι’ αν έχη τ' αποκτάς λοιπόν, εάν τον πάρης,
και δεν μικραίνεις δι’ αυτό διόλου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να μικραίνη!
Την μεγαλόνει μάλιστα ο άνδρας την γυναίκα.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Λοιπόν, τι αποκρίνεσαι; ο Πάρης σου αρέσει;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Να τον αρέσω θα ιδώ, αφού εσύ το θέλεις,
αν ήναι με το να ιδώ να έλθη το ν' αρέσω·
αλλά δεν έχω τον σκοπόν ν' αφήσω την 'ματιάν μου
να 'πάγη πλέον μακρυά από την άδειάν σου.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ, εισερχόμενος.
Κυρία, ήλθαν οι καλεσμένοι, το δείπνον είναι έτοι-
μον, εσένα σε προσμένουν, την θυγατέρα σου την ζη-
τούν, την παραμάναν την βλασφημούν εις το μαγει-
ρειόν, και κάθε τι είναι εις τον τόπον του. Πηγαίνω εις
την δουλειάν μου. — Κοπιάσατε αμέσως, αν αγαπάτε.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αμέσως. — Ιουλιέτα μου, ο Πάρης μας προσμένει.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Με την ευχήν μου, κόρη μου, και την καλήν την ώραν,
κ' αι νύκταις 'σαν ταις 'μέραις σου να ήν' ευτυχισμέναις!
(Απέρχονται)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.
Οδός εις Βερώναν.
(Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ, ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ, ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΜΟΣ και πέντε
ή έξ έτεροι προσωπιδοφόροι, μετά δαδούχων)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και πώς; Με μήνυμα γραπτόν την άδειαν ζητούμεν;
Ή να πηγαίνωμεν εμπρός χωρίς απολογίαν; (18)
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Δεν είναι πλέον του συρμού η τόση φλυαρία.
Δεν έχομεν να στείλωμεν τον Έρωτα εμπρός μας,
με τόξον εις τα χέρια του, και με δεμένα μάτια,
εκεί σαν σκιάχτρον να φανή, τας νέας να τρομάξη.
Ας λείψη κι’ όταν έμβωμεν ο πρόλογος ξεστίχου,
που ένας τον καλαναρχά, κι’ άλλος σιγά τον λέγει.
Πηγαίνομεν, ένα χορόν χοροπηδούμεν, κ’ έξω!
Αν τους αρέσωμεν καλά· ει δε κακόν 'δικόν των.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δος μου δαυλόν, και όρεξιν δεν έχω να πηδήξω.
Εγώ, που είμαι σκοτεινός, το φως θα σας κρατήσω (19)
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Όχι, Ρωμαίε μου καλέ· σε θέλω να χορεύσης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αληθινά δεν ημπορώ. Σεις ελαφρά πατείτε
με υποδήματα χορού κ' ευλύγιστην πατούνα,
ενώ εμένα μου πατεί μολύβι την ψυχήν μου,
κι ούτ' ημπορώ να κινηθώ απ' το πολύ το βάρος.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ερωτευμένε, τα πτερά του Έρωτος δανείσου,
κι ανασηκώσου με αυτά, να ιδής πώς θα πετάξης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη,
που να πετάξω δεν 'μπορώ 'ς τα ελαφρά πτερά του.
το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη.
Τέτοιον παιδάκι τρυφερόν 'ς το βάρος σου θ' ανθέξη;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι,
είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Εάν σου φέρνεται σκληρά, φέρσου σκληρά μαζή του·
αν σε κεντά, κέντα και συ, να τον εξημέρωσης. —
Δώσατ' εδώ ένα κουτί, το μούτρον μου να χώσω.
(Φορεί προσωπίδα).
'Σ την προσωπίδα προσωπίς! Και τώρα τι με μέλει,
εάν την ασχημάδα μου κανείς μου ψεγαδιάση;
Τα φρύδια τούτα τα χονδρά την εντροπήν ας πάρουν.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Εμπρός! πηγαίνωμεν εμπρός! Εμβαίνωμεν, κι’ αμέσως
το ρίχνομεν εις τον χορόν.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ένα δαυλόν εμένα.
Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος
ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια (20).
Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν.
ΜΕΡΚΟΊΊΙΟΣ
Επήδησεν ο ποντικός από το παραθύρι…. (21|)
Αλλ' εάν είσαι ποντικός, σε βγάζω απ' την τρύπαν,
Ή μάλλον, με συμπάθειον, απ' την αγάπην, όπου
έως τ' αυτιά ευρίσκεσαι, Ρωμαίε, βουτημένος.
Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πώς τούτο;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου
τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον.
Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.
Εάν λαλούμεν γνωστικά μίαν φοράν 'ς ταις πέντε,
πλην ο σκοπός είναι καλός συχνά και εις ταις πέντε.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κ' εκεί όπου πηγαίνομεν καλός είν' ο σκοπός μας,
όμως δεν είναι γνωστικόν.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Και διατί;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Διότι, —
διότι είδα όνειρον 'ς τον ύπνον μου απόψε.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Είδα 'ς τον ύπνον μου κ' εγώ.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τι ήτον τ' όνειρόν σου;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Πως όποιος βλέπει όνειρα αέρα κοπανίζει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι, μέσα εις το στρώμα του, εκεί όπου κοιμάται
κι αλήθειαις ονειρεύεται.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τώρα καταλαμβάνω! Την Μάβω την Νεράιδα εφίλευες απόψε (22). Η Μάβω κάμνει την μαμμήν, και έρχεται την νύκτα, ωσάν δακτυλιδόπετρα μεγάλη, απ' εκείναις οπού οι δημογέροντες φορούν 'ς το δάχτυλόν των και ζεύγει 'ς το αμάξι της μικρά μικρά μαμμούδια, και ταξειδεύει και περνά εις μύταις κοιμισμένων. Είναι τ' αδράχτιαν των τροχών από αράχνης πόδια, κι απ' των ακρίδων τα πτερά του αμαξιού ο θόλος· απ' αραχνιάν ψιλήν ψιλήν τα χαλινάρια είναι· τα ζυγολούρια από υγρήν ακτίνα της Σελήνης· η μάστιξ γρύλλου κόκκαλον, και πάχνη το σχοινί της. Και ένας κούνουπας ψαρός ο αμαξάς της είναι, μικρός μικρός, 'σαν το 'μισόν απ' ένα σκουληκάκι οπού τσιμπά το δάκτυλον μιας οκνηρής κοπέλας. Τ' αμάξι της ο σκίουρος το έχει καμωμένον, ο λεπτουργός των Μαγισσών απ’ την αρχήν του κόσμου· και της το κατεσκεύασεν απ' άδειον λεπτοκάρυ. Κ' έτσι με δόξαν και πομπήν περιπατεί την νύκτα εις τα μυαλά των εραστών, και βλέπουν στ' όνειρόν των αγάπαις· — εις τα γόνατα των αυλικών, κι’ αμέσως χαιρετισμούς φαντάζονται πως κάμνουν κ' υποκλίσεις· 'ς των δικηγόρων απ' εκεί ταις φούκταις μεταβαίνει, κ' εκείνοι ονειρεύονται πελάτας, που πληρόνουν· 'ς των γυναικών περιπατεί τα χείλη, και αμέσως φιλάκια ονειρεύονται· πλην κάποτε θυμόνει η Μάβω, και τα χείλη των γεμίζει φουσκαλίδες,. εάν τα εύρη μ' αλοιφαίς και χρώματ' αλειμμένα. Καμμιάν φοράν εις αυλικού παρασκαλόνει μύτην, και εύνοια βασιλική 'ς τον ύπνον του μυρίζει. Άλλην φοράν ενός παππά την μύτην γαργαλίζει, και άρτους ονειρεύεται και προσφοραίς κ' εκείνος(23). Και κάποτε τ' αμάξι της τυχαίνει στρατιώτην κι απ' το λαρύγγι του περνά, και βλέπει στ' όνειρόν του καρτέρια, μάχαις, και σπαθιά, κ' εχθρών λαιμούς πως [κόπτει, φαντάζεται πως τον κερνούν πεντάπηχα ποτήρια, κ' εκεί βούζουν τύμπανα ‘ς τ' αυτιά του, και τρομάζει, κ' εξιππασμένος εξυπνά, — πλην κάμνει τον σταυρόν του, ξανατραβά το 'πάπλωμα κι’ αποκοιμάται πάλιν. Η Μάβω είν' η Μάγισσα εκείνη, οπού πλέκει την νύκτα εις τα σκοτεινά την χαίτην των αλόγων, και ταις τραχαίς ταις τρίχαις των με κόμπους εμπερ- [δεύει, π' αλλοίμονον, κι' αλλοίμονον εις όποιον τους ξεπλέξη! (24) Αυτ' είν' η στρίγλα πώρχεται την νύκτα, και πλακόνει τας νέας, όταν κείτονται ανάσκελα 'ς την κλίνην, και τας γυμνάζει να βαστούν των γυναικών το βάρος· αυτ' είν' εκείνη….
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σώπαινε, Μερκούτιέ μου, σώπα,
και διά τίποτε λαλείς.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Λαλώ περί ονείρων
και είναι κούφιου κεφαλιού τα όνειρα παιδάκια,
γεννήματα του τίποτε, ήγουν της φαντασίας·
κ’ η φαντασία είναι τι, λεπτόν 'σαν τον αέρα,
και άστατον 'σαν την πνοήν τ' ανέμου, οπού πότε
'ς την παγωμένην του Βορηά γλυκαίνεται αγκάλην,
και αν θυμώση έξαφνα, φυσά και την αφίνει
και στρέφεται προς την Νοτιάν την δροσοσκεπασμένην.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Μας 'βγάζει απ' τον δρόμον μας ο άνεμος που λέγεις.
Το δείπνον θα' τελείωσε. Θα φθάσωμεν εξώρας.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κ' εγώ φοβούμαι πρόωρα! 'Σαν να μου λέγη κάτι,
ότι μεγάλη συμφορά, 'ς το άστρον μου κρυμμένη,
απ' το νυκτοξεφάντωμα τ' αποψινόν θ' αρχίση,
κι ότι αυτή, την ύπαρξιν την καταφρονημένην
που κλείω εις τα στήθη μου, θα μου την τελείωση
με μιαν φρικτήν καταστροφήν θανάτου πριν της ώρας!
Αλλά Εκείνος π' οδηγεί το σκάφος της ζωής μου
ας του πρυμνίζη τ' άρμενα! Εμπρός, καλοί μου φίλοι.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Βαρέσατε τα τύμπανα!
(Εξέρχονται πάντες).
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
Αίθουσα εν τη, οικία του Καπουλέτου. (μουσικοί εις το βάθος της σκηνής κρατούντες τα όργανα αυτών. Εισέρχονται ΥΠΗΡΕΤΑΙ).
Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πού είναι ο Τηγανάς, και δεν έρχεται να σηκώσω-
μεν τα πράγματα; Που να σαλεύση πινάκι αυτός! Που
να καθαρίση πινάκι!
Β’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αλλοίμονον αν απομείνη το νοικοκυριόν εις τα χέ-
ρια ενός ή και δύο ανθρώπων, και εκείνα λερωμένα!
Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πάρε τα σκαμνιά απ' εδώ. — Σπρώξε εκεί τ' αρμά-
ρι. — Έχε τον νουν σου εις το ασημικόν. — Να μου
ζήσης, φύλαξέ μου κομμάτι αμυγδαλωτόν και, αν μ'
αγαπάς, ειπέ του θυρωρού ν' αφήση την Σουσάναν την
Μυλοπέτραιναν να έμβη μέσα, — και την Νέλλην. —
Αντώνη! Τηγανά!
Γ’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Παρών!
Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Σε φωνάζουν, σε ζητούν, σε θέλουν εις την τραπε-
ζαρίαν.
Γ’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δεν ημπορώ να είμαι κ' εδώ κ' εκεί. — Εμπρός παι-
διά! Τρέχετε επάνω κάτω, και όποιος μείνη ύστερος,
χάρισμά του ό,τι απομείνη.
(Αποσύρονται).
(Εισέρχεται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ μετά των προσκεκλημένων,
και προσωπιδοφόροι).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Καλώς ωρίσατ' άρχοντες! — Όσαις δεν έχουν κάλους
θα σηκωθούν εις τον χορόν να σας ξεποδαριάσουν.
Α, α! Ποια τώρ' απ' όλαις σας θα 'πή πως δεν χορεύει;
Εάν καμμιά την δύσκολην θελήση να μας κάμη,
παίρνω τον όρκον μου εγώ πως της πονούν οι κάλοι.
Ωραία δεν σας έπιασα; — Καλώς τους άρχοντάς μου!
Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα,
και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω
και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν
αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. —
Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε!
Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!
(Η μουσική παιανίζει· αρχίζει ο χορός).
Και άλλα φώτα γρήγορα· — 'ς τον τοίχον τα τραπέζια· κι ας σβύση πλέον η φωτιά· κάμνει μεγάλην ζέστην(25). Αι, θείε Καπουλέτε μου, κάθισ' εδώ κοντά μου· εκάμαμεν το χρέος μας ημείς εις τον καιρόν μας. Αφ' ότου εχορεύσαμεν ως πόσα χρόνια είναι;
ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Μα τον σταυρόν, εξάδελφε, είναι τριάντα χρόνια.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι! Ολιγώτερον καλέ, 'λιγώτερον σου λέγω.
Θα γείνουν την πεντηκοστήν είκοσι πέντε χρόνια
που είχεν ο Λουκέντιος τους γάμους του· και τότε
κ' οι δυο μας εχορεύσαμεν. Θυμάσαι;
ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Έχεις λάθος.
Θα είναι περισσότερον, αφού τριάντα χρόνων
είναι ο υιός του σήμερον.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι κάθεσαι και λέγεις!
Ήτον ανήλικος αυτός τώρα και δύο χρόνοι.
(Αποσύρονται).
ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην·
Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι
του νέου οπού την κρατεί, εκεί;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δεν την γνωρίζω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες!
Μου φαίνεται 'ς το μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη,
ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη!
Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι,
τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!
Πώς ξεχωρίζεται αυτή απ' ταις συντρόφισσαίς της,
'σαν περιστέρα κάτασπρη 'ς τα μαυροπούλια μέσα!
Ευθύς που παύση ο χορός, θα ιδώ πού θα καθίση,
να δώσω την ανέκφραστην χαράν στ' αδρύ μου χέρι
να πιάση το χεράκι της. — Αγάπησ' η καρδιά μου
ως τώρα; Όχι! Μάτια μου, εσείς να ορκισθήτε
πως ευμορφιάν αληθινήν απόψε πρωτοβλέπω!
ΤΥΒΑΛΤΗΣ, παρατηρών τον Ρωμαίον μακρόθεν.
Μοντέκης είναι βέβαια! Γνωρίζω την φωνήν του.
(Προς τον ακόλουθόν του)
Συ το σπαθί μου φέρε μου. — Και πώς αυθαδιάζει ο άθλιος να έρχεται με μούτρα σκεπασμένα, και 'ς τον χορόν μας να χωθή], να μας περιγελάση! Μα την τιμήν του γένους μου και μα την γενεάν μου, κρίμα δεν τόχω αν εδώ 'ς τον τόπον τον αφήσω!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι έπαθες, ανεψιέ; τι έχεις και ανάπτεις;
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Αυτός εδώ ένας εχθρός, ένας Μοντέκης είναι,
ένας αχρείος, θείε μου, που ήλθε με κακίαν
την εορτήν μας να ιδή και να μας περιπαίξη!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι; ο Ρωμαίος είν' αυτός;
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Εκείνος, ο αχρείος!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Ησύχασε και άφες τον, ανεψιέ καλέ μου·
αρχοντικόν κ' ευγενικόν το φέρσιμόν του είναι,
κι αν θέλης την αλήθειαν, τον έχει καύχημά της
όλ' η Βερώνα, ως καλόν και καθώς πρέπει νέον.
Και όλα να μου έδιδες του τόπου μας τα πλούτη,
δεν το 'καμνα 'ς το σπίτι μου να τον καταφρονήσω.
Κάμε λοιπόν υπομονήν και συ. Μη τον κυττάζης.
Το θέλημά μου είν' αυτό, και αν ψηφάς τι θέλω,
πρόσχαρος τώρα να φανής. Μη μου τα καταιβάζης,
και δεν ταιριάζουν 'ς τον χορόν καταιβασμένα μούτρα.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Ταιριάζουν, όταν χώνεται κ' ένας αχρείος μέσα!
Δεν υποφέρεται αυτό!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Πλην θα το υποφέρης!
Τι είναι τούτο, Κύριε; Σου λέγω δα! Πού είσαι;
Ο νοικοκύρης είμ' εγώ, ή συ; — Δεν υποφέρεις!
Ποιος σ' ερωτά; Ακούς εκεί! Θεέ συγχώρεσέ με,
θέλεις οι φίλοι μου εδώ να γείνουν άνω κάτω;
να γείν' ανάστα ο Θεός; τι θέλεις; να μου κάμης
το παλλικάρι;
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Θειε μου, είν' εντροπή μας.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Σώπα!
Συμμάζωξε τα λόγια σου! Ακόμη τι θ' ακούσω;
Να μη πλήρωσης ακριβά το φέρσιμόν σου τούτο.
Θα μου εναντιώνεσαι! Καιρός μα την αλήθειαν….
(προς νέαν τινά).
Πολύ καλά, ψυχούλα μου.
(Προς τον Τυβάλτην)
Πού έχεις τα μυαλά σου;
Να που το λέγω, 'σύχασε, ή…
(Προς τους υπηρέτας).
Κι άλλα φώτα! φώτα!
(Προς τους υπηρέτας).
Εμπρός να ζήτε.
(Προς τον Τυβάλτην)
Ειδεμή, εγώ σε ησυχάζω!
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Βιάζομαι να κρατηθώ· πλην ο θυμός με πνίγει,
κι από την στενοχώριαν μου ανατριχιάζω όλος.
Ας τραβηχθώ. Όμως αυτός εδώ ο ερχομός του,
και αν του φαίνεται γλυκός, εις πίκραν θα γυρίση.
(Αποσύρεται.).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν τύχη κ' εβεβήλωσε τ' ανάξιόν μου χέρι
το άγιον εικόνισμα οπού κρατώ, ας σκύψουν
δυο κόκκινοι προσκυνηταί, τα πρόθυμά μου χείλη,
και το τραχύ μου έγγιγμα μ' ένα φιλί ας σβύσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Το αδικείς το χέρι σου, καλέ προσκυνητά μου·
δεν έδειξεν ευλάβειαν οπού να μην αρμόζη.
Εγγίζουν οι προσκυνηταί τα χέρια των αγίων,
κι ασπάζονται μ' ευλάβειαν τα εικονίσματά των (26).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τα χείλη των προσκυνητών οι άγιοι δεν τάχουν;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τα έχουν να προσεύχωνται, προσκυνητά καλέ μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λοιπόν, ω δέσποινα γλυκειά, ό,τι τα χέρια κάμνουν
ας κάμουν και τα χείλη μου· 'ς την δέησίν των κλίνε!
Μην τ' αρνηθής, κι’ απελπισθούν εκεί οπού πιστεύουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Οι άγιοι ακίνητοι ακούουν τας δεήσεις.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μείνε ακίνητη και συ, ενώ εγώ θα παίρνω
εκείνο που σου δέομαι.
(Την ασπάζεται).
Μ' αυτό την αμαρτίαν
Των ιδικών μου των χειλιών την σβύνουν τα 'δικά σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μένει 'ς τα χείλη μου λοιπόν το κρίμα που επήραν.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Το κρίμ' από τα χείλη μου; Το μάλλωμα μ' ευφραίνει.
Δος μου το 'πίσω το λοιπόν.
(Την ασπάζεται εκ νέου).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Φιλείς 'σαν κομπολόγι(27).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία, η μητέρα σου να σου 'μιλήση θέλει.
(Η Ιουλιέτα διευθύνεται προς την μητέρα της).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ποια είναι η μητέρα της;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλόν μου παλλικάρι,
είν' η κυρία του σπιτιού. Εξαίρετη Κυρία,
και φρόνιμη νοικοκυρά, και αρεταίς γεμάτη.
Εβύζαξα την κόρην της, αυτήν που ωμιλούσες.
Χαρά ς' εκείνον που θα ‘πή: «την έβαλα 'ς το χέρι,
διότι παίρνει θησαυρόν.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Του Καπουλέτου κόρη!
Ω! τι γλυκός λογαριασμός! 'ς την κόρην του εχθρού μου
την ύπαρξίν μου χρεωστώ.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Καιρός ν' αναχωρούμεν
Τελειόν' η διασκέδασις.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κ' εγώ αυτό φοβούμαι.
Τελειόν' η διασκέδασις, κ’ η συμφορά αρχίζει.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Ακόμη δα, ω άρχοντες, μη φεύγετε ακόμη.
Σταθήτε να δειπνήσετε· τώρα θα φέρουν κάτι.
Τ' απεφασίσατε; Λοιπόν, υπόχρεώς σας είμαι,
υπόχρεως εις όλους σας πολύ. Καλήν σας νύκτα!
Φώτα εδώ! — Πηγαίνομεν κ' ημείς να κοιμηθούμεν.
Μα την αλήθειαν, θείε μου, είναι πολύ εξώρας.
Πηγαίνω 'ς το κρεββάτι μου.
(Αποσύρονται πάντες, εκτός της Ιουλιέτας και της Παραμάνας).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αι παραμάνα, έλα 'δω. — Αυτός εκεί ποιος είναι;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ο κληρονόμος και υιός του γέρο-Τιβερίου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι' ο άλλος απ' οπίσω του; Αυτός που 'βγαίνει τώρα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ο νέος ο Πετρούκιος μου φαίνεται.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κ' εκείνος
κοντά του; που δεν ήθελεν απόψε να χορεύση;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Δεν τον γνωρίζω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πήγαινε να μάθης τ' όνομα του. —
Εάν δεν είν' ελεύθερος, ο τάφος μου θα ήναι
το νυμφικόν κρεββάτι μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ, επιστρέφουσα.
Μοντέκης είναι τούτος·
είν' ο Ρωμαίος! το παιδί του πατρικού εχθρού σου!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Της μόνης έχθρας μου βλαστός η μόνη μου αγάπη!
Ω! πάρωρα τον 'γνώρισα, και πρόωρα τον είδα!
Εις την καρδιάν μου 'φύτρωσε παράδοξος αγάπη,
και τώρα έχω ν' αγαπώ τον μισητόν εχθρόν μου!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τι είν' αυτό; τι είν' αυτό;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Είν' ένα τραγουδάκι,
που μ' έμαθ' ένας χορευτής.
(Κράζουν έσωθεν την Ιουλιέταν).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Αμέσως! Ναι, αμέσως!
Έλα πηγαίνωμεν κ' ημείς; Έφυγ' ο κόσμος όλος.
(Απέρχονται)
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
Πλατεία παρά τον κήπον του Καπουλέτου.
ΡΩΜΑΙΟΣ, εισερχόμενος.
Ω! η καρδιά μου είν' εδώ. Κ' εγώ εδώ θα μείνω.
Κυλήσου, ζύμη γήινη, το κέντρον σου να εύρης (28).
(Πηδά τον τοίχον του κήπου).
(Εισέρχονται ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ και ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ρωμαίε μου! Εξάδελφε! Ρωμαίε!
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Έχει γνώσιν
ο νέος, και θα έφυγε να 'πάγη να πλαγιάση.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Τον είδα· έτρεξ’ απ' εδώ κ' επήδησε τον τοίχον.
Μερκούτιέ μου, κράξε τον.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Και να τον εξορκίσω· —
Ρωμαίε! παλαβέ, τρελλέ, ερωτοπληγωμένε!
Το σχήμα λάβε στεναγμού κ' εμπρός μας εμφανίσου
ή δίστιχον ερωτικόν ειπέ μου, και μου φθάνει·
φώναξε, Αχ! και ταίριαξε με περιστέρι, ταίρι
ή κάμε το εγκώμιον της άμιας Αφροδίτης,
ή δος ένα παράνομα εις το τυφλόν παιδί της(29).
Δεν με ακούει, δεν κουνεί, δεν ομιλεί. — Ρωμαίε! —
Εψόφησεν ο πίθηκος. — Εξορκισμόν θα κάμω.
Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια,
μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη,
μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν,
μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω,
'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Πώς θα θυμώση; Δίκαιον θα είχε να θυμώση,
εάν με τον εξορκισμόν της αγαπητικής του
του έστηνα δαιμόνιον τεράστιον εμπρός του,
και τ' άφηνα να στέκεται, ως που να καταφέρη
εκείνη με τα μάγια της να το κατακαθίση.
Αυτό θα τον επείραζεν ενώ τα όσα είπα
είναι καλά κι’ απείρακτα- διότι στ' όνομά της
εξώρκισα τον ίδιον εμπρός μας να φυτρώση.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Πηγαίνομεν. Εκρύφθηκεν ανάμεσα 'ς τα δένδρα·
θέλει να έχη συντροφιάν την νοτισμένην νύκτα.
Είν' η αγάπη του τυφλή και αγαπά το σκότος.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Αν η αγάπ' ήναι τυφλή δεν βλέπει πού πηγαίνει.
Τώρ' από κάτω από εληάν θα ήναι 'ξαπλωμένος,
να λογαριάζη ταις εληαίς της αγαπητικής του(30).
Ρωμαίε, καλήν νύκτα σου! — 'ς το στρώμα μου πηγαίνω·
δεν μου αρέσει να στρωθώ εις λίθινον κρεββάτι.
Έλα πηγαίνομεν.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Εμπρός! Του κάκου τον ζητούμεν,
ανίσως δεν επιθυμή να ευρεθή εκείνος.
( Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Ο κήπος του Καπουλέτου.
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος δεν έπαθε πληγήν, γελά τον πληγωμένον!
(Η Ιουλιέτα φαίνεται εις το παράθυρόν της).
Αγάλια! 'ς το παράθυρον τι φως εκεί προβάλλει; Ανατολή επρόβαλε, κ’ η Ιουλιέτα ήλιος! Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην. Ιδέ την απ' την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει, διότι συ την ξεπερνάς 'ς την δόξαν και 'ς τα κάλλη. Μη την λατρεύης (31)· άφες την, αν είναι και ζηλεύη· πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει, και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει(32)· πέταξέ την! Είν' η αγάπη μου εκεί· η δέσποινα μου είναι. Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι· — δεν είπε λέξιν αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω. Πλην υπερηφανεύθηκα· δεν ομιλεί εμένα. Δύο αστέρια τ' ουρανού, τα ωραιότερα του, θέλουν 'ς την γην να καταιβούν, και ως που να γυρίσουν παρακαλούν τα μάτια της 'ς τους ουρανούς να λάμπουν. Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φως 'ς την λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι. Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω το μάγουλόν της το γλυκόν!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ομιλεί. — Ομίλει,
ομίλει, άγγελε λαμπρέ! — Μου έλαμψες ‘ς το σκότος,
καθώς οπόταν ο θεός εις τους ανθρώπους στέλνει
τον πτερωτόν του μυνητήν απ' του ουρανού τα ύψη,
κι αναστηλόνουν έκθαμβα οι άνθρωποι τα μάτια,
και γέρνουν τα κεφάλια των οπίσω, να τον βλέπουν,
που κάθεται ‘ς τα σύννεφα τα αργοκινημένα
και αρμενίζει υψηλά ‘ς τους κόλπους του αιθέρος!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίε, ω Ρωμαίε! Αχ! τι λέγεσαι Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, παραίτα τ' όνομά σου,
ή αν δεν θέλης, μοναχά πως μ' αγαπάς ορκίσου
και έπαυσα να λέγομαι του Καπουλέτου κόρη (33)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν' ακούσω κι’ άλλα; ή αυτά με φθάνουν;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ' όνομά σου
είναι ο μόνος μου εχθρός. Μοντέκης αν δεν ήσουν,
μη άλλος θα εγίνεσο; τι θα ειπή Μοντέκης;
Μη τύχη κ' είναι πρόσωπον, ή χέρι, ή ποδάρι,
ή άλλο μέρος του κορμιού; Ω! τ' όνομα ν' αλλάξης!
Και τι σημαίνει τ’ όνομα; τ' άνθος που λέγουν ρόδον,
με οποίαν λέξιν κι’ αν το 'πουν, το ίδιον θα μυρίζη.
Και ο Ρωμαίος, τ' όνομα Ρωμαίος αν δεν είχε,
την χάριν δεν θα έχανε που έχει φυσικήν του.
Λοιπόν παραίτησε και συ, Ρωμαίε, τ' όνομά σου,
και δι’ αυτό σου τ’ όνομα, που μέλος σου δεν είναι,
εμένα όλην πάρε με.
ΡΩΜΑΙΟΣ
'Σ τον λόγον σου σε παίρνω·
'πέ με αγάπην σου, κ' ευθύς μ' εβάπτισες εκ νέου·
από εδώ κ' εμπρός εγώ δεν είμαι ο Ρωμαίος.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος ‘ς το σκοτάδι,
και χώνεσαι ‘ς τα μυστικά κρυφομιλήματά μου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν' ξεύρω με τι όνομα να σου ειπώ ποιος είμαι·
το όνομα μου το μισώ, ω δέσποινα γλυκειά μου,
διότι το εχθρεύεσαι. Γραμμένον αν το είχα,
θα το εξέσχιζα εδώ.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ' αυτιά μου μόλις ήπιαν
ως τώρα λέξεις εκατόν από αυτό το στόμα,
αλλά γνωρίζω την φωνήν. — Δεν είσαι ο Ρωμαίος;
Δεν είσαι του Μοντέκη υιός;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανέν από τα δύο,
αφού εσύ δεν τ' αγαπάς, ω κόρη γλυκυτάτη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης;
Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται,
και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι,
αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον.
Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως,
κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη·
κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αλλοίμονον 'ς εμένα!
Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι,
παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με,
και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει,
φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!
Καλλίτερα η έχθρα των να κόψη την ζωήν μου,
παρά να μη με αγαπάς, κι’ ο θάνατος ν' αργήση.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σ' ωδήγησεν εδώ τον δρόμον σου να εύρης;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο Έρως, που μου έδειξε τον τρόπον να τον μάθω·
εκείνος έβαλε τον νουν, κ' έβαλα 'γώ τα μάτια.
Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην
του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι
που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα
δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα,
ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης
δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.
Εταίριαζε να έμενα έως εκεί που πρέπει,
και όλ' αυτά να τ' αρνηθώ· αλλά, το καθώς πρέπει
ας 'πάγη τώρα 'ς το καλόν. — Με αγαπάς; — Το ξεύρω
θα μου ειπής πως μ' αγαπάς, κ' εγώ θα σε πιστεύσω
αλλά και αν με τ' ορκισθής 'μπορείς να με γελάσης
εις απιστίας εραστών ο Ζευς γελά, μας λέγουν.
Αν μ' αγαπάς, ειπέ μου το αληθινά, Ρωμαίε.
Ή αν θαρρής πως εύκολα μ' εκέρδισες, ειπέ το,
ώστε να κάμνω την κακιάν, τα φρύδια να σουφρόνω
και όχι ν' αποκρίνωμαι, και να σε βασανίζω
πριν με κερδίσης· — ειδεμή, αλλέως δεν το κάμνω·
Αληθινά, αισθάνομαι πολύ ερωτευμένη,
κ' ίσως ευρίσκης ελαφρύ πολύ το φέρσιμόν μου·
αλλ' όμως εμπιστεύσου με, Ρωμαίε, και θα μ' εύρης
πλέον πιστήν από αυτάς, που ξεύρουν να κρατούνται.
Τ' ομολογώ, να κρατηθώ κ' εγώ εχρεωστούσα,
πλην άθελά μου ήκουσες τον μυστικόν μου πόθον,
και πριν το πάρω είδησιν· λοιπόν συμπάθησέ με,
κ' εις ελαφράδα της καρδιάς μη τύχη κι’ αποδώσης
τα όσα εξεσκέπασεν η σιωπή του σκότους.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αγάπη μου, ορκίζομαι, μα το σεμνόν Φεγγάρι,
που τα κλαδιά τα φουντωτά των δένδρων ασημόνει….
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μη ‘ς το φεγγάρι ορκισθής, το άστατον φεγγάρι,
που κάθε μήνα κι’ αλλαγήν ‘ς τον δίσκον του μας κάμνει,
μη τύχη κ' η αγάπη σου αλλάζη 'σαν εκείνο.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εις τι λοιπόν να ορκισθώ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μην ορκισθής διόλου.
Ή ‘ς την χαριτωμένην σου την ύπαρξιν ορκίσου,
'ς αυτήν, που είναι ο Θεός οπού εγώ λατρεύω,
και σε πιστεύω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν ποτέ η καρδιακή αγάπη…
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μην ορκισθής καλλίτερα. — Αν κ' ήσαι η χαρά μου,
απόψε δεν την χαίρομαι την ένωσιν αυτήν μας.
Ορμητικά, κ' εξαφνικά κι’ ανέλπιστα μου ήλθε· —
ήτον ωσάν την αστραπήν, οπού περνά και φεύγει
πριν ‘πή κανένας: άστραψε! — Γλυκέ μου, καλήν νύκτα!
Ίσως αυτό το σφαλιστόν το άνθος της Αγάπης
‘ς την αύραν του καλοκαιριού τα φύλλα του ανοίξη,
κι ανθίζει και μοσχοβολά ως που να ξαναέλθης.
Καλή σου νύκτα κι’ αγαθή! Το στήθος σου να είναι
αναπαυμένον κ' ήσυχον καθώς το ιδικόν μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μ' αφίνεις; κ' ευχαρίστησιν δεν θέλεις να μου δώσης;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποίαν ευχαρίστησιν απόψε περιμένεις;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Το τάγμα της αγάπης σου αντί της ιδικής μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και μη δεν σου την έταξα και πριν μου την ζητήσης;
Και όμως θα μου ήρεζε να μη την είχα δώσει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και διατί, αγάπη μου, να μου την πάρης πίσω;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Διά να έχω μοναχά να σου την ξαναδώσω.
Αλλά γυρεύω του κακού το πράγμα οπού έχω.
Είν' η αγάπη μου βαθειά 'σαν πέλαγος, κ' εξ ίσου
και η φιλοδωρία μου 'σαν πέλαγος μεγάλη,
και όσον περισσότερον σου δίδω, τόσον μένει,
διότι ανεξάντλητα τα έχω και τα δύο.
(Η παραμάνα κράζει έσωθεν),
Ακούω μέσα θόρυβον. Αγάπη μου σ' αφίνω.
— Αμέσως, παραμάνα μου. — Έσο πιστός, Μοντέκη.
Πρόσμειν' εδώ μίαν στιγμήν κι’ αμέσως επιστρέφω.
(Αποσύρεται).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ευλογημέν' η νύκτ' αυτή και τρις ευλογημένη!
Φοβούμαι μήπως όνειρον ήτον αυτό που είδα·
τόσον μου φαίνεται γλυκόν, που μόλις το πιστεύω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ, επιστρέφουσα εις το παράθυρον. Δυο λόγια μόνον να σου ‘πώ, κι’ αλήθεια καλήν νύκτα. Εάν τω όντι μ' αγαπάς, Ρωμαίε, τιμημένα, κ' είν' ο σκοπός σου στέφανα και γάμος, μήνυσέ μου με κάποιον, οπού αύριον εγώ θα σου τον στείλω, το πού και πότ' επιθυμείς η τελετή να γίνη, κ' είμ' έτοιμη την τύχην μου ‘ς τα χέρια σου να βάλω και εις τα πέρατα της γης να σε ακολουθήσω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.
Κυρία!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έφθασα. — Αλλά εάν κακόν ‘ς τον νουν σου
επέρασε, παρακαλώ…
ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.
Κυρία μου!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αμέσως!
— τότε να μη με ξαναϊδής, και άφες με να κλαίω.
Θα σε μηνύσω αύριον.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να μη σωθή η ψυχή μου
εάν ποτέ…
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Χίλιαις φοραίς, γλυκέ μου, καλήν νύκτα!
(Αποσύρεται).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χίλιαις φοραίς νύκτα κακή αφού δεν την φωτίζεις.
Ο Έρως προς τον Έρωτα λαχταριστός βαδίζει
καθώς το μαθητόπουλον π' αφίνει το βιβλίον
και όταν έλθη χωρισμός, 'σαν το παιδί γυρίζει
όταν με μάτια χαμηλά πηγαίνει 'ς το σχολείον.
(Αποσύρεται βραδέως).
(Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ έρχεται εκ νέου εις το παράθυρον).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίε! Πσιτ! — Ω! την φωνήν του ιερακάρη ας είχα,
το εύμορφον ιεράκι μου οπίσω να το κράξω.
Αχ! η σκλαβιά είναι βραχνή και δεν τολμά να κράξη.
Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται
θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση
κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον
με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει.
Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος
μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα,
'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίε μου!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αγάπη μου!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι ώραν να σου στείλω
το μήνυμά μου αύριον;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κοντά εις τας εννέα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πολύ καλά· μου φαίνεται ως τότε δέκα χρόνια.
Εξέχασα τι σ' ήθελα και σ' έκραξα οπίσω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εδώ να μένω άφησε ως που ‘ς τον νουν να σ' έλθη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ εδώ να περιμένης,
και θα θυμούμαι μοναχά πως θέλω να σε βλέπω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω,
και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης,
αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι,
π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη,
με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον,
και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της·
τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ας ήμουν το πουλάκι σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μακάρι, ω γλυκέ μου·
αλλά θα σ' εθανάτονα απ' το πολύ το χάδι.
Καλήν σου νύκτα- πήγαινε, Ρωμαίε. Καλήν νύκτα.
Τόσον μου φαίνεται γλυκειά του χωρισμού η πίκρα,
που έως αύριον 'μπορώ να λέγω καλήν νύκτα.
(Αποσύρεται).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο ύπνος 'ς τα ματάκια σου, ‘ς το στήθος σου γαλήνη!
Ας ήμουν η γαλήνη σου, ο ύπνος σου ας ήμουν,
τόσον γλυκά ν' αναπαυθώ. — Εις το κελλί πηγαίνω
αμέσως, τον πνευματικόν πατέρα μου να εύρω,
την ευτυχίαν μου να 'πώ κ' ευχήν να του ζητήσω.
(Αναχωρεί).
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
(Εισέρχεται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ κρατών κάλαθον).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Με χαμογέλοια η Αυγή τα πλουμιστά της μάτια
τα στρέφει προς την σκυθρωπήν την Νύκτα, και χαράζει
τα νέφη της Ανατολής με φωτερά χαράκια.
Και 'σαν να μεθοκόπησε, το Σκότος παραδέρνει,
κι από τον δρόμον προσπαθεί να έβγη του Ηλίου,
μη το πατήση ο Τιτάν κ' οι πύρινοι τροχοί του.
Και τώρα, πριν ο Ήλιος το φλογερόν του μάτι
τ' αναστηλώση, την χαράν να φέρη ‘ς την Ημέραν,
και να στεγνώση την δροσιάν της νοτισμένης Νύκτας,
πηγαίνω, το καλάθι μου να το παραγεμίσω
με βότανα φαρμακερά και με γλυκόχυμ' άνθη.
Είναι της φύσεως η Γη και τάφος και μητέρα·
γίνονται μνήμα νεκρικόν οι μητρικοί της κόλποι·
και τα παιδιά των σπλάγχνων της, τα ιδικά μας χέρια
τα κόπτουν εις τα στήθη της, όπου ζωήν βυζάνουν.
Χάραις εξαίρεταις πολλαίς έχουν πολλά παιδιά της,
καθένα χάριν χωριστήν, κανένα χωρίς χάριν.
Είναι η δύναμις πολλή κ' η αρετή μεγάλη
που έχει κάθε βότανον, κάθε φυτόν ή πέτρα·
κανένα πράγμα ποταπόν 'ς την γην ζωήν δεν έχει,
που διά κάτι αγαθόν ‘ς την γην δεν χρησιμεύει·
αλλά δεν έχει κι’ αγαθόν, που αν παραστρατίση,
να μη χαλνά η φύσις του κ' εις βλάβην να γυρίζη.
Ως και αυτή η αρετή γυρίζει 'ς αμαρτίαν
εάν στραβά εφαρμοσθή· καθώς κ' η αμαρτία
τυχαίνει κ' εξαγνίζεται 'ς τον δρόμον της κ' εκείνη. —
Μέσ' τον δροσάτον κάλυκα αυτού εδώ του άνθους
είναι κρυμμένον ιατρικόν και κατοικεί φαρμάκι·
αν το μυρίσης, η οσμή την αίσθησιν ευφραίνει·
αν το γευθής, εις την καρδιάν την αίσθησιν νεκρόνει.
Κ' εις του ανθρώπου την καρδιάν, καθώς 'ς το άνθος τούτο,
δυο βασιλείς αντίπαλοι στρατοπεδεύουν πάντα:
η θεία χάρις εξ ενός, εξ άλλου κακή τάσις·
και όταν το χειρότερον νικά και υπερέχει,
τρώγει την ρίζαν του φυτού σκουλήκι του θανάτου…
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλή σου 'μέρα, πάτερ μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ευλογητός, υιέ μου.
Ποιος ήλθε τόσον ενωρίς να με καλημερίση;
Παιδί μου! πρέπει ταραχή της κεφαλής μεγάλη
να σ' έκαμε την κλίνην σου τόσον πρωί ν' αφήσης.
Μετρά τας ώρας η φροντίς ‘ς τα μάτια των γερόντων,
κι όπου Φροντίδες κατοικούν ο Ύπνος δεν φωληάζει·
αλλ' όμως, όπου τα γερά τα μέλη της 'ξαπλόνει
Νεότης ξέννοιαστη, εκεί ο Ύπνος βασιλεύει.
Ο πρωινός σου ερχομός λοιπόν με βεβαιόνει
πως πρέπει να σ' εξύπνησε καμμία παραζάλη.
ή, εάν σφάλλω εις αυτό, μαντεύω πως απόψε
δεν 'πλάγιασε ‘ς το στρώμα του διόλου ο Ρωμαίος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι· η αλήθεια είν' αυτή· — αν μ' έλειψεν ο ύπνος,
πλέον γλυκειάν ανάπαυσιν εχάρηκ' η καρδιά μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Την αμαρτίαν ο θεός να σου την συγχωρήση!
στης Ροζαλίνας έμεινες;
ΡΩΜΑΙΟΣ
'Σ της Ροζαλίνας; Όχι·
εξέχασα και τ' όνομα και τον καϋμόν της, πάτερ.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Έτσι σε θέλω· εύγε σου! ‘Πέ μου λοιπόν, πού ήσουν;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Θα σου ειπώ το κάθε τι, πριν ερωτήσης πάλιν.
Την νύκτα εξεφάντωσα μαζή με τους εχθρούς μου,
και επληγώθηκα εκεί, χωρίς να το προσμένω,
αλλά επλήγωσα κ' εγώ. Κ' οι δύο θεραπείαν,
απ' τ' άγιον το χέρι σου, και συνδρομήν ζητούμεν.
Η έχθρα μου επέρασεν, αφού και τον εχθρόν μου
η χάρις όπου σου ζητώ θα ωφελήση, πάτερ.
ΛΑΥΡΕΝΙΟΣ
Ομίλησέ μου καθαρά, παιδί μου, κ' εξηγήσου.
Αν ήλθες γρίφους να μου ‘πής, θα σ' ευχηθώ με γρίφους.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λοιπόν σου λέγω καθαρά, πως μ' όλην την καρδιάν μου
του Καπουλέτου αγαπώ την κόρην την ωραίαν,
κι όπως εγώ την αγαπώ με αγαπά κ' εκείνη.
Δεμένοι ευρισκόμεθα, και μόνον τώρα μένει
με τ' άγιον μυστήριον του γάμου να μας δέσης.
Το πού, και πότε, και το πώς την είδα και με είδε,
και πώς ερωτευθήκαμεν κι’ αλλάξαμεν και λόγον,
θα σου τα 'πώ καταλεπτώς· — πλην κάμε μου την χάριν,
στεφάνωσέ μας σήμερον, αν μ' αγαπάς, ω πάτερ.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ελέησόν με ο θεός! Πώς ήλλαξε το πράγμα;
Την Ροζαλίναν, που ως χθες την αγαπούσες τόσον,
την ελησμόνησες ευθύς; Των νέων η αγάπη
λοιπό δεν είναι 'ς την καρδιάν; 'ς τα μάτια μόνον είναι;
Χριστέ και Παναγία μου! Διά την Ροζαλίνα
τα μάγουλά σου τα χλωμά αυλακωμένα ήσαν!
Τόσα πικρά σου δάκρυα επήγαν 'ς τα χαμένα,
αφού ως και την πίκραν των την έχεις ξεχασμένην.
Ακόμη απ' τον ουρανόν τους αναστεναγμούς σου
ο ήλιος δεν τους 'σκόρπισεν και αντηχεί ακόμη
'ς τα αυτιά μου τα γεροντικά το αναφυλλητόν σου·
Ιδού, ακόμη — κύτταξε, — 'ς το μάγουλόν σου μένει
ενός δακρύου παλαιού τ' ασκούπιστον σημάδι.
Αν είσαι συ που μου 'μιλείς, κι’ ο πόθος σου 'δικός σου,
τότε κι’ ο πόθος σου και συ της Ροζαλίνας είσθε!
Και τώρα τόσον ήλλαξες; Α! ομολόγησέ το:
δεν είναι ασυγχώρητον γυναίκες ν' αμαρτάνουν,
όταν 'ς τους άνδρας φαίνεται αδυναμία τόση.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Συχνά εκατηγόρησες εκείνην την αγάπην.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Παιδί μου, τον ξετρελλαμόν και όχι την αγάπην.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και μ' έλεγες τον έρωτα να θάψω.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Δεν σου είπα
να θάψης ένα έρωτα και άλλον να ξεθάψης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μη μ' επιπλήττης, πάτερ μου· αυτή οπού λατρεύω
δίδει καρδιάν αντί καρδιάς, κι’ αγάπην δι’ αγάπην!
Η άλλη δεν το έκαμνε.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Διότι ενοούσεν,
ότι τα χείλη αγαπούν, πλην όχι κ' η καρδιά σου.
Ας είναι πλέον, άστατε! Έλα μαζή μου τώρα,
Εάν σου γίνω βοηθός, θα το αποφασίσω
μόνον και μόνον επειδή ελπίζω εις αγάπην
να στρέψω με τον γάμον σας την έχθραν των σπιτιών σας.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πηγαίνομεν βιάζομαι να γίνη ο σκοπός μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Σιγά σιγά και γνωστικά. Σκοντάπτει όποιος τρέχει.
(Αποσύρονται).
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.
Οδός.
(Εισέρχεται ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ και ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Πού 'ς τον διάβολον να είναι αυτός ο Ρωμαίος; —
Δεν επήγεν να κοιμηθή την νύκτα;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Δεν επήγεν εις του πατρός του. Μου το είπεν ο άν-
θρωπός του.
ΜΕΡΚΟΤΙΟΣ
Αυτή η σκληρόκαρδη Ροζαλίνα με το χλωμόν της
το πρόσωπον τον κατατυραννεί και 'πάγει να τον τρελ-
λάνη.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ο Τυβάλτης, ο συγγενής του γέρο-Καπουλέτου, του
έστειλεν εις του πατρός του γράμμα.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Να μην έχω ζωήν, αν δεν τον προσκαλή εις μονο-
μαχίαν.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Θ' αποκριθή ο Ρωμαίος.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Όποιος ηξεύρει γράμματα ημπορεί ν' αποκριθή εις
ένα γράμμα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Θέλω να ειπώ, ότι θ' αποκριθή εις εκείνον οπού το
έγραψε, καθώς του πρέπει. Στήθος εις στήθος!
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Αλλοίμονον! Ο κακόμοιρος ο Ρωμαίος είναι απο-
θαμμένος πλέον! Τον εμαχαίρωσε το μαύρο 'μάτι μιας
άσπρης κοπέλας· του ετρύπησε το αυτί ένα ερωτικόν
τραγουδάκι· του επλήγωσε τα φυλλοκάρδια το βέλος
του τυφλού παιδιού που ηξεύρεις· — και θέλεις τέτοιος
άνθρωπος να δείξη στήθος εις τον Τυβάλτην;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Και τι τάχα είναι ο Τυβάλτης;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Δεν χωρατεύει ο Τυβάλτης. Ηξεύρει εις τα δάκτυ-
λά του τους νόμους της τιμής και την τέχνην της μο-
νομαχίας. Το σπαθί του το παίζει, καθώς παίζεις τον
ταμπουράν· προσέχει εις το μέτρημα, εις το λάλημα
και εις το κτύπημα· θα σου μετρήση έν, δύο, τρία, και
άρπα την εις το στήθος! Σου ετρύπησε το κουμβί ως
που να γυρίσης να ιδής. Φοβερός εις ταις σπαθιαίς!
Μονομάχος του πρώτου νερού! Ηξεύρει διατί και πώς
να ξεσπαθώση. Ω! περίφημη passata. Να punto re-
verso μίαν φοράν. Να σου hai(34).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Να σου, τι;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Να τους πάρη η ζάλη αυτούς τους φαντασμένους,
όλον μορφασμούς και τσακίσματα γεμάτους, και προσ-
ποίησιν απ' επάνω έως κάτω, οπού σου τα λέγουν τορ-
νευμένα: « Μα τον Δία! κάλλιστον ξίφος! Μέγιστος
ανήρ! εξαισία εταίρα!» Ω παπουλή μου, δεν είναι
αμαρτία να έχωμεν εις το κεφάλι μας αυταίς ταις σκνί-
παις, αυτούς τους οδηγούς του συρμού, αυτούς τους
pardonnez - mois, οπού γυρεύουν τους νεωτερισμούς
και δεν ημπορούν να στρογγυλοκαθήσουν εις τα παλαιά
μας σκαμνιά! που να τους καθήσουν εις τον λαιμόν τα
bonjour των και τα bonsoir των!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Να τος ο Ρωμαίος! Να τος!
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Πετσί και κόκκαλον! σωστός τσίρος. Ω σάρκα, σάρ-
κα, πώς αποψαρόνεσαι! Τώρα δα σου πηγαίνουν οι στί-
χοι, οπού εξεχείλιζεν ο Πετράρχης. Κοντά εις την ιδι-
κήν σου η Λαύρα ήτο μία μαγείρισσα· με μόνην την
διαφοράν, ότι ο ιδικός της αγαπητικός έψαλλε τον έρω-
τά του καλλίτερά σου. Κοντά εις την ιδικήν σου η Διδώ
ήτο μία χήνα, η Κλεοπάτρα μία γύφτισσα, η Ελένη
και η Ηρώ πατσαβούραι, η Θίσβη μία ανάλατη γαλα-
νομμάτα. Signor Ρωμαίε, bonjour. Ιδού γαλλικός
χαιρετισμός διά τα γαλλικά σου βρακιά. — Καλά μας
την έπαιξες χθες.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλή σας ημέρα και τους δύο. — Τι σας έπαιξα;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μας εξέφυγες, Κύριε· μας εξέφυγες.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Συμπάθησέ με, καλέ μου Μερκούτιε· είχα μίαν υπό-
θεσιν πολύ σπουδαίαν, και εις μίαν περίστασιν, ωσάν
αυτήν οπού μου έτυχεν, η χωριατιά είναι συγχωρη-
μένη μεταξύ φίλων.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Δηλαδή, με άλλα λόγια, εις μίαν περίστασιν ωσάν
αυτήν οπού σου έτυχε, συγχωρείται να δείξη κανείς
την ράχιν του….
ΡΩΜΑΙΟΣ
Από το πολύ σκύψιμον διά να ζητήση συγχώρησιν.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Καλά τα διορθόνεις.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καθώς η ευγένεια το απαιτεί.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ως προς τούτο, μη λησμονής, ότι εγώ είμαι της
ευγενείας το άνθος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τριαντάφυλλον;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μάλιστα τριαντάφυλλον.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εγώ τα έχω εις τα ποδάρια μου τα τριαντάφυλλα.
Κύτταξε τα δεσίματα των υποδημάτων μου.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Τι νόστιμος οπού είσαι. Μη στέκης! Εμπρός, ως που
να έβγουν οι πάτοι των υποδημάτων σου αυτών, και να
μην έχη πού να πατήση η νοστιμάδα σου….
ΡΩΜΑΙΟΣ
Διά να ξεπατώση το πνεύμα σου (35).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Βοήθεια, Μπεμβόλιέ μου, κ' εχάθηκα! Αι; δεν είναι
καλλίτερα έτσι παρά να μου βογκάς από έρωτα; Τώρα
μου αρέσεις· τώρα είσαι ο Ρωμαίος οπού θέλω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κύτταξ' εκεί· τι είναι αυτό που έρχεται;
( Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και ο ΠΕΤΡΟΣ).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ένα πανί! ένα πανί!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Δύο πανιά! Μία φούστα και ένα βρακί.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πέτρε!
ΠΕΤΡΟΣ
Παρών.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Το φυσερόν μου, Πέτρε(36).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Δος της το, Πέτρε, να κρύψη το πρόσωπόν της. Μου
αρέσει καλλίτερα το φυσερόν.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλή σας ημέρα, άρχοντες.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Καλή εσπέρα, αρχόντισσά μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλέ, από τώρα εβράδυασε;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ήρχισε να βραδυάζη, κυρά μου· διότι το δάχτυλον
της ώρας εγαργάλισε πλέον το μεσημέρι.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Δεν με ξεφορτόνεσαι; Τι λογής άνθρωπος είσαι του
λόγου σου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είναι, κυρά μου, ένας άνθρωπος, οπού ό Θεός τον
έπλασε κατ' εικόνα του, διά να κάμη άδικον του εαυ-
τού του.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλά και το λέγεις τω όντι! Να κάμη άδικον του
εαυτού του, λέγει. — Άρχοντες, ημπορεί κανείς σας
να μου ειπή πού να εύρω τον νέον Ρωμαίου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εγώ να σου το ειπώ· αλλ' ο νέος Ρωμαίος, ως που
να τον εύρης, θα ήναι γεροντότερος από τότε οπού ήρ-
χισες να τον γυρεύης. Εγώ είμαι ο νεώτερος με αυτό
το όνομα, κυρά μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Αν ήσαι συ ο Ρωμαίος, έχω κάτι να σου ειπώ κρυφόν,
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Κάλεσμα έχει να του κάμη.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μαυλίστρα! Μαυλίστρα! Χω, χω!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τι ξεφωνίζεις εκεί:
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Εμυρίσθηκα κυνήγι. — Άκουσε, Ρωμαίε, θα έλθης
έπειτα εις του πατρός σου; Θα γευματίσωμεν εκεί και
οι δύο.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλά· τώρα έρχομαι.
(Εξέρχονται ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ και ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλέ δεν μου λέγεις τι πράγμα είναι αυτός ο γλωσ-
σάς, οπού μου έκοψε τόσαις αυθάδειαις:
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είναι ένα αρχοντόπουλον, οπού του αρέσει ν' ακούη
την φωνήν του, και ημπορεί να ειπή εις ένα λεπτόν όσα
δεν έχει την υπομονήν ν' ακούση εις ένα μήνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Αν έχη την όρεξιν να φλυαρή δι’ εμένα, του δείχνω
εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος! Και αν εγώ δεν ημ-
πορώ, 'ξεύρω πού να εύρω τον παιξομύτην του. Το ξό-
ανον! Δεν είμαι εγώ απ' εκείναις οπού 'ξεύρει· (προς τον
Πέτρον) — Και συ στέκεις εκεί ορθοκαταίβατος, και αφί-
νεις όποιον τύχη να με κάμη ό,τι θέλει;
ΠΕΤΡΟΣ
Δεν είδα κανένα να σε κάμη ό,τι θέλει. Ας τον έβλε-
πα, και να ιδής πώς θα εξεσπάθονα! Ακούς! Φθάνει να
ιδώ, ότι είναι ανάγκη και ότι είμαι εις το δίκαιόν μου,
και ξεσπαθόνω 'σαν κάθε άλλον.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Με εσύγχυσε τόσον, οπού μου ήλθεν ανατριχίλα. Ο
παληάνθρωπος! — Παρακαλώ, Κύριέ μου, να σου ειπώ
δύο λόγια. Ως καθώς σου είπα, μ' έστειλεν η κυρία μου
να σ' εύρω. Το τι μου είπε να σου ειπώ, εγώ το 'ξεύρω·
αλλά, πρώτα και αρχή, έχω να σου ειπώ, ότι αν ο σκο-
πός σου ήναι να την γελάσης, έτσι να 'πούμεν, θα ήναι
το φέρσιμόν σου κακόν και ψυχρόν, έτσι να 'πούμεν· —
η κυρία μου είναι νέα νέα, και αν έβαλες εις τον νουν
σου να την παίξης, θα κάμης πράγμα οπού δεν είναι
τιμημένον.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Παραμάνα, να μου χαιρετήσης την Κυρίαν σου, και
να της ειπής ότι διαμαρτύρομαι…
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να καλή καρδιά! Και βέβαια θα της το ειπώ. Πανα-
γία μου, πώς θα το χαρή!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και τι θα της ειπής, παραμάνα; δεν με ήκουσες
ακόμη.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Θα της ειπώ ότι διαμαρτύρεσαι· και αυτό είναι εκείνο
οπού έπρεπε να κάμης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είπε της το απόγευμα να εύρη ευκαιρίαν
να έλθη 'ς του πνευματικού να την εξαγορεύση·
κ' εκεί θα γείνη, 'ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου,
και η εξομολόγησις και το στεφάνωμά μας.
Ιδού διά τον κόπον σου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ούτε λεπτόν δεν παίρνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω! έλα δα· παρακαλώ. Σου λέγω θα τα πάρης.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Απόψε το απόγευμα; Καλά· εκεί θα ήναι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
'Σ τον τοίχον του μοναστηρίου περίμενε ολίγον,
κ' εκεί θα στείλω άνθρωπον τώρα ευθύς να σ' εύρη
και να σου δώση τα σχοινιά, οπού θα έχω σκάλαν
εις τα εξάρτια τα 'ψηλά ν' αναίβω της χαράς μου.
Ώρα καλή! Φέρσου πιστά και θα σου το πληρώσω.
Ώρα καλή· εκ μέρους μου χαιρέτα την κυράν σου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να σ' ευλογήση ο Θεός, παιδί μου. — Άκουσέ με.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τι είναι, παραμάνα μου;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ο άνθρωπος αυτός σου
είναι πιστός; — Τα μυστικά ο ένας τα φυλάγει
καλλίτερα παρά οι δυο· το 'ξεύρεις.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μη φοβάσαι,
είναι πιστός και μυστικός.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πολύ καλά, αυθέντα μου. Δεν ξαναέγεινε τέτοια
γλυκειά νέα·. Θεέ μου, Θεέ μου! όταν ήτον τοσουλάκι
… Ω! είναι 'ς την Βερώναν έν αρχόντοπουλον, τον
λέγουν Πάρην, και νοστιμεύεται να την πάρη. Όμως
εκείνη η καϋμένη καλλίτερα έχει να βλέπη… δεν ηξεύ-
ρω τι, παρά εκείνον. Κάποτε διά να την χολιάσω, της
λέγω, ότι ο Πάρης είναι ο γαμβρός οπού της πρέπει·
αλλά όταν ακούη τέτοια λόγια· κιτρινίζει 'σαν το πανί,
η καϋμένη. — Ειπέ μου δεν αρχίζουν με το ίδιον ψηφίον
Ρωμαίος και ρόδον;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι, παραμάνα· διατί ερωτάς; Και τα δυο με ρω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Έλα, μη με περιπαίζης· το 'ξεύρω ότι δεν είναι με
ρω· ας ήναι. — Λοιπόν σου λέγει εκείνη κάτι φαρσεο-
λογίαις διά τ' όνομά σου και το ρόδον, οπού κάτι έδι-
δες να ταις ακούσης.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χαιρέτα μου την, παραμάνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλά, καλά· — Πέτρε!
ΠΕΤΡΟΣ
Παρών.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πήγαινε εμπρός. Σάλευε!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΉ ΠΕΜΠΤΗ.
Ο κήπος του Καπουλέτου.
(Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όταν την έστειλα, εννηά εσήμαινεν η ώρα,
και είπε το πολύ πολύ να λείψη μισήν ώραν.
Μη να τον εύρη δεν 'μπορεί; — Όχι· δεν είναι τούτο· —
είναι χωλή· κι’ ο Έρωτας, υπομονήν δεν έχει,
και θέλει ταχυδρόμους του τους στοχασμούς, που τρέχουν
δέκα φοραίς πλέον γοργοί από ακτίνα ήλιου,
όταν τους ίσκιους 'ς τα βουνά τα βουρκωμένα διώχνη·
και διά τούτο πτερωτόν τον Έρωτα τον έχουν,
και περιστέρια τον τραβούν, και φεύγει 'σαν αέρας. —
Έκαμ' ο Ήλιος το μισόν ημεροκάματόν του
κ' ευρίσκεται 'ς του δρόμου του την κορυφήν φθασμένος.
Επέρασαν απ' ταις εννηά έως το μεσημέρι
τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ' η παραμάνα!
Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη,
θα ήτο γοργοκίνητη· τα λόγια μου 'σαν σφαίρα
θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου,
κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε.
Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον 'θυμίζει·
είν' αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ 'σαν το μολύβι.
(Εισέρχονται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και ο ΠΕΤΡΟΣ).
Α! να την! — Ω μελίτικη, γλυκειά μου παραμάνα,
τι νέα; τον αντάμωσες; — Τον άνθρωπόν σου διώξε.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πέτρε, 'ς την θύραν πρόσμενε.
(Απέρχεται ο ΠΕΤΡΟΣ).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Γλυκεία μου παραμάνα,
λέγε μου τώρα. — Ω Θεέ! σε βλέπω λυπημένην!
Κακόν αν έχης να μου 'πής, καλόκαρδα ειπέ το,
και αν καλόν θα μου ειπής, μ' αυτό το ξυνισμένο
το πρόσωπόν σου μη χαλνάς τον εύμορφόν του ήχον.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη.
Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου!
‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις;
Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πώς ελαχάνιασες, και πώς αναπνοήν δεν έχεις,
αν σ' έμεινε αναπνοή να ‘πής πως δεν την έχεις;
Μ' αυτά που προφασίζεσαι πλειότερα μου λέγεις,
παρά εάν μου έλεγες εκείνα που μου κρύπτεις.
Καλόν μου φέρνεις ή κακόν; Εις τούτο αποκρίσου.
Μιαν λέξιν ‘πέ μου· τα λοιπά κατόπιν μου τα λέγεις.
Είναι καλόν; είναι κακόν; — Ειπέ να ησυχάσω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μα την αλήθειαν, περίφημα τον εδιάλεξες! Πού επή-
γες να τον εύρης τέτοιον άνδρα; Χαράς το! Ρωμαίος,
λέγει! Ίσως έχει πρόσωπον ευμορφότερον παρά κάθε
άλλον νέον, αλλά το ποδάρι του…. ποιος έχει καλλί-
τερον; Όσον διά το χέρι του και το ανάστημά του…..
και τι να ειπή κανείς; και με τίνος να το συγκρίνη; Δεν
είναι το άνθος της ευγενείας ο Ρωμαίος,… αλλά είναι
ήμερος 'σαν αρνάκι. — Πήγαιν' απ' εδώ παληοκόριτσο·
και ο Θεός μαζή σου! — Τι εγευματίσατε εδώ πέρα;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Α! όχι, όχι! Όλ' αυτά τα ήξευρ' από πρώτα.
Αλλά διά τον γάμον μας ειπέ μου, τι σου είπε.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Η κεφαλή μου πώς πονεί! Φοβούμαι να μη σπάση.
Ωχ! πώς πονεί κ' η ράχη μου! η ράχη μου — η ράχη!
Μ' επρόκοψες που μ' έστειλες να τρέχω τόσον δρόμον,
κ' επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γείνω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πολύ λυπούμαι να πονής, καλή μου παραμάνα·
καλή, — καλή μου, λέγε μου, τι είπεν ο Ρωμαίος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Παρήγγειλε να σου ειπώ, ως νέος τιμημένος,
κ' ευγενικός, και αγαθός, και καλοκαμωμένος,
κ' ενάρετος αληθινά… Η μάνα σου πού είναι;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Η μάνα μου; η μάνα μου πού είναι; — Είναι μέσα.
Και πού θα ήναι; θαυμαστήν απόκρισιν μου δίδεις:
«Παρήγγειλε να σου ειπώ ως νέος τιμημένος,
«πού είν' η μάνα σου».
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλέ, Χριστέ και Παναγία,
τι είναι τόσον άναμμα; Διά τα κόκκαλά μου
τα πονεμένα, είν' αυτό κατάπλασμα; Ωραία!
Άλλην φοράν μονάχη σου να τρέχης 'ς ταις δουλειαίς
[σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι βάσανον! — Παρακαλώ, τι λέγει ο Ρωμαίος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πήρες την άδειαν να 'πας εις τον πνευματικόν σου;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ναι, την επήρα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
'Σ το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου
αμέσως πήγαινε. — Εκεί προσμένει ένας άνδρας
να γείνης η γυναίκα του. Επέστρεψε το αίμα
'ς τα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν.
'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον
εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον,
που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη
εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου
όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ.
Το κελλίον του Λαυρεντίου.
(Εισέρχονται ο πάτερ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ και ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Να ευλογήση ο Θεός τον γάμον σας, παιδί μου,
διά να μη πληρώσετε με πίκραις την χαράν σας.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αμήν, αμήν! Αλλ' η χαρά, ω πάτερ, που μου δίδεις
κάθε στιγμή οπού περνώ κοντά της και την βλέπω,
δεν ημπορεί να συγκριθή μ' όσαις κι’ αν έλθουν πίκραις.
Τα χέρια μας συνένωσε με τ' άγιά σου λόγια,
κι ας κάμη ό,τι του περνά ο Θάνατος κατόπιν.
Φθάνει εγώ ν' αξιωθώ να την ειπώ 'δικήν μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Τέτοιαις χαραίς ορμητικαίς ολέθρια τελειόνουν
και σβύνουν εις την δόξαν των, καθώς εκεί που σμίξουν
μαζή πυρίτις και φωτιά, φιλιούνται και ‘πεθαίνουν.
Το μέλι το γλυκύτερον απ' την πολλήν του γλύκαν
κανένας το σιχαίνεται και το αηδιάζει·
λοιπόν και η αγάπη σου ας ήναι μετρημένη·
εκείνη μόνη διαρκεί· αργά εξ ίσου φθάνει
κ' εκείνος που αργοπατεί, και όποιος πολυτρέχει.
(Εισέρχεται η Ιουλιέτα).
Κ’ η νύμφη έρχεται· ιδού· ποτέ, ποτέ σημάδι εις της αιωνιότητος την πλάκα δεν θ' αφήση τέτοιο ποδάρι ελαφρόν! — Ο εραστής δεν πέφτει, και αν ακόμη κρεμασθή εις ταις κλωσταίς της πάχνης, που 'ς τον αέρα τον ζεστόν πετούν το καλοκαίρι! Τόσον ζυγιάζει της ζωής η κούφια ματαιότης!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καλή εσπέρα κι’ αγαθή, πνευματικέ μου πάτερ.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Εκ μέρους και των δύο μας, παιδί μου, ο Ρωμαίος
ας σου ειπή ευχαριστώ.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ας τον καλησπερίσω,
ώστε ν' αξίζω να μου ‘πή ε υ χ α ρ ι σ τ ώ κ' εκείνος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω Ιουλιέτα μου, εάν κ' εσένα ξεχειλίζη
από χαράν το στήθος σου, καθώς το ιδικόν μου,
και αν με λόγια ημπορής εσύ να την εκφράσης,
η γλύκα τότε ας χυθή αμέσως της πνοής σου
'ς την ατμοσφαίραν την γλυκειάν που μας περικυκλόνει
κι ας αντηχήσ' η μουσική της θελκτικής φωνής σου
την ευτυχίαν να ειπή της ενταμώσεώς μας.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Το αίσθημα που της καρδίας τα βάθη πλημμυρίζει,
ούτε με λόγια λέγεται, ούτε στολίδια θέλει·
πτωχός εκείνος που μετρά τον θησαυρόν που έχει·
εμένα η αγάπη μου είναι πλουσία τόσον,
ώστε δεν έχει μετρημόν ούτ' ο μισός της πλούτος.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Εμπρός, να τελειόνωμεν. Ελάτε. Δεν σκοπεύω
να σας αφήσω μοναχούς, αν ήναι μ' άδειάν σας,
πριν ευλογία ιερά κάμη τους δύο ένα.
( Αποσύρονται).
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ.
ΣΚΗΝΉ ΠΡΩΤΗ.
Πλατεία.
(Εισέρχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ)
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Καλλίτερα να φεύγωμεν, καλέ Μερκούτιέ μου·
καίει ο ήλιος, κ’ εδώ γυρίζουν Καπουλέτοι·
εάν τους απαντήσωμεν, θα μαλοκοπηθούμεν,
διότ' η ζέστη η πολλή το αίμα το ανάπτει.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μου φαίνεσαι και συ ωσάν εκείνον, οπού όταν εμ-
βαίνη εις το καπηλειόν, πετά το σπαθί του επάνω εις
το τραπέζι και λέγει: «ο Θεός να δώση να μην το χρει-
ασθώ». Και άμα σου καταιβάση δύο ποτήρια, το αρ-
πάζει και χύνεται επάνω εις τον κάπηλαν, χωρίς τω
όντι να χρειάζεται.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Τέτοιος σου φαίνομαι;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Έλα, έλα. Δεν ηξεύρω να έχη όλη η Ιταλία άνθρω-
πον πλέον θερμοαίματον από εσένα. Γυρεύεις αιώνια
περίστασιν ν' απλώσης το ζωνάρι σου, και απλόνεις το
ζωνάρι σου διά να εύρης περίστασιν.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Τι θέλεις να ειπής με αυτό;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Θέλω να ειπώ ότι αν είχεν ο κόσμος άλλον ένα ωσάν
εσένα, δεν θα επολυχρόνιζε κανείς από τους δυο σας· —
ο ένας θα έτρωγε τον άλλον. Είσαι άξιος να πιασθής
με τον πρώτον, οπού σου φανή να έχη 'ς τα γένειά του
μίαν τρίχα παρεπάνω ή μίαν τρίχα παρακάτω από εσέ-
να. Είσαι καλός να μαλώσης, αν ιδής κανένα να δαγ-
κάνη λεπτοκάρυδον, μόνον και μόνον διότι τα μάτια
σου έχουν το χρώμα του. Μόνον τέτοια μάτια ημπορούν
να ιδούν εις τόσον πράγμα αιτίαν διά μάλωμα! Το κε-
φάλι σου είναι γεμάτον μαλώματα, όσον είναι το αυ-
γόν γεμάτον κροκάδι· αλλά έγεινε και ωσάν κλούβιον
αυγόν από τα πολλά μαλοκοπήματα. — Εμάλωσες μ'
ένα οπού έβηχεν εις τον δρόμον, διότι σου εξύπνησε το
σκυλί σου, ενώ ήτο κοιμισμένον εις τον ήλιον. Επιά-
σθηκες μ' ένα ράπτην, διότι έβαλε νέα φορέματα προ
του πάσχα, και μ' ένα άλλον, διότι έδεσε με παλαιόν
γαϊτάνι τα καινούρια του υποδήματα. Και ύστερον από
αυτά θα μου κάμης εσύ τον δάσκαλον, και θα με συμ-
βουλεύης να μη μαλώσω;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Αν ήμαι τόσον αψίκορος, τότε δεν αξίζω να μου
αγοράση κανείς την ζωήν μου ούτε δι’ ένα παράν.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ούτε δι’ ένα παράν, παράξενε·
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Μα την κεφαλήν μου, επλάκωσαν οι Καπουλέτοι!
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μα το παπούτσι μου, δεν με μέλει.
(Εισέρχεται ο ΤΙΥΒΑΛΤΗΣ μετ' άλλων).
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Ελάτε, φίλοι μου, κοντά, και θα πιασθώ μαζή των.
— Καλή εσπέρα. Μ' ένα σας, παρακαλώ, δυο λόγια.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Και μόνον δύο λόγια μ' ένα μας; Ζευγάρωσέ τα με
τίποτε άλλο· δεν προτιμάς λόγια με σπαθιαίς;
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Θα μ' εύρης και εις αυτό πρόθυμον, φθάνει να μου
δώσης αφορμήν.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Και δεν ημπορείς να την πάρης μόνος σου την αφορ-
μήν; Να σου την δώσουν πρέπει;
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Μερκούτιε, συχνολαλείς με τον Ρωμαίον!
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Συχνολαλώ! Παιγνιδιάτορα μ' έκαμες εμένα, να λα-
λώ; Αν με κάμης παιγνιδιάτορα, κύτταξε καλά να μη
σου ταις παίξω! Το βλέπεις το βιολί μου; Να μη σε
κάμω μ' αυτό να χορεύσης, εσύ! Ακούς εκεί, συχνο-
λαλώ!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
'Σ τον δρόμον ευρισκόμεθα· εδώ περνά ο κόσμος·
ή τραβηχθήτε πούποτε παράμερα, ή 'πήτε
αγάλια, όσα έχετε να 'πήτε μεταξύ σας,
ή ησυχάσετε. Εδώ ο κόσμος όλος βλέπει.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Τα μάτια τάχει ο καθείς να βλέπη, και ας βλέπη!
Δεν το κουνώ από εδώ εγώ διά κανένα.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Καλά! Μαζή σου ο Θεός! Ο άνθρωπός μου να τος.
(Εισέρχεται ο Ρωμαίος).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Αν άνθρωπός σου ήν' αυτός, να κόπτης τον λαιμόν μου.
Σύρε αν θέλης το σπαθί και θα σ' ακολουθήση·
μόνον και μόνον εις αυτό θα ήναι άνθρωπός σου.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Ρωμαίε, την αγάπην μου θα σου την αποδείξω
μ' αυτάς τας δύο λέξεις μου: Ένας αχρείος είσαι!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τυβάλτη, έχω αφορμήν να σ' αγαπώ εσένα,
και δεν σε συνερίζομαι δι’ όσον πάθος δείχνεις
μ' αυτόν σου τον χαιρετισμόν. Δεν είμ' εγώ αχρείος.
Ώρα καλή σου το λοιπόν. Ακόμη δεν με 'ξεύρεις.
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Εκείνο που μου έκαμες, δεν μου το διορθόνεις
μ' αυτά τα λόγια. Γύρισε, και σύρε το σπαθί σου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να σε πειράξω τίποτε δεν έκαμα ποτέ μου,
και σ' αγαπώ πλειότερον απ' ότι συ νομίζεις.
Θα έλθη ώρα και καιρός τον λόγον να τον μάθης.
Λοιπόν, ω Καπουλέτε μου, ησύχασε, διότι
το όνομά σου τ' αγαπώ ωσάν το ιδικόν μου.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Τι ταπεινή υποταγή! Τι εντροπή! Χαράς το!
Αυτός που παίζει ταις σπαθιαίς θα κάμνη ό,τι θέλει!
Εδώ, Τυβάλτη· κόπιασε· εδώ ποντικοπιάστη!
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Τι θέλεις απ' εμένα, συ;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Αγριόγατε, θέλω μίαν από ταις επτά σου ζωαίς!
Μου χρειάζεται τώρα η μία, και κατά το φέρσιμόν σου
σου κοπανίζω κατόπιν και ταις επίλοιπαις. Τράβα το
σπαθί σου από τ' αυτί, και δείξέ μου το, ειδεμή σου κό-
πτω εγώ τ' αυτιά με το σπαθί μου!
ΤΥΒΑΛΤΗΣ, σύρων το ξίφος.
Εδώ είμαι εγώ, να σου δείξω εσένα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μερκούτιέ μου, κρύψε το σπαθί σου.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Έλα, Κύριε· να ιδώ την τέχνην σου.
(Μάχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ και ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ξεσπάθωσε, Μπεμβόλιε, και κτύπα τα σπαθιά των
είν' εντροπή σας, άρχοντες· είν' εντροπή· σταθήτε·
Τυβάλτη! ω Μερκούτιε! Επρόσταξεν ο Πρίγκηψ
να παύσουν τα μαλώματα 'ς τους δρόμους της Βερώνας·
Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!
(Ενώ ο ΡΩΜΑΙΟΣ προτείνει το ξίφος μεταξύ αυτών όπως τους
χωρίση, ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ πληγόνει τον ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΝ υπό τον βραχίονα
του ΡΩΜΑΙΟΥ και απέρχεται μετά των φίλων αυτού).
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Μ' επλήγωσε! ς' τ' ανάθεμα τα δύο σπιτικά σας!
Από την μέσην μ' έβγαλε μιαν και καλήν! — Κ' εκείνος,
απλήγωτος το έστρηψε.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Τι; πληγωμένος είσαι;
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Δεν είναι παρά ξέγδαρμα· ναι, ξέγδαρμα· πλην φθάνει!
Πού είν' ο δούλος μου; Μωρέ, τρέχα ιατρόν να φέρης.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Θάρρος, ω φίλε· ελαφρά θα ήναι η πληγή σου.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ναι· δεν είναι βαθειά 'σαν πηγάδι, ούτε πλατειά 'σαν
εκκλησίας πύλη, αλλά είναι αρκετή, και θα κάμη την
δουλειάν της. Αν με γυρεύης αύριον, θα μ' εύρης πα-
ραχωμένον. Μ' εδιόρθωσε περίφημα, σου λέγω· 'ς τ' α-
ανάθεμα και τα δύο τα σπιτικά σας! Να πάρη η ζάλη!
Ένας σκύλος, ένας παληόγατος, ένας ποντικός να με
σκοτώση εμένα με μίαν τσουγγρανιάν! Ένας καυχη-
σιάρης, ένας αχρείος, ένα κνώδαλον, που παίζει το
σπαθί του με την αριθμητικήν! — Τι ήθελες να χωθής
μεταξύ μας; Μου έδωκε την σπαθιάν κάτω από το χέ-
ρι σου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Διά καλόν το έκαμα.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Ωχ! εις κανένα σπίτι
βοήθησέ με να χωθώ, πριν να λιγοθυμήσω,
Μπεμβόλιε· — ’ς τ' ανάθεμα τα δύο σπιτικά σας!
Μ' επρόκοψε περίφημα!…τα δύο σπιτικά σας… (37)
(Εξέρχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ και ο ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτός ο νέος ο καλός, ο ακριβός μου φίλος,
ο συγγενής του πρίγκηπος, πληγήν θανατηφόρον
επήρεν εξ αιτίας μου· και την υπόληψίν μου
μου την κατεκηλίδωσεν η γλώσσα του Τυβάλτη·
κ' εξάδελφόν μου σήμερον τον έχω τον Τυβάλτην!
Ω Ιουλιέτα μου γλυκειά, ιδέ, η ευμορφιά σου
καρδιάν μου βάζει γυναικός 'ς τα στήθη μου, και κάμνει
την κόψιν του την ανδρικήν να χάση το σπαθί μου.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, επανερχόμενος.
Ρωμαίε! Ο Μερκούτιος απέθανε, Ρωμαίε!
Την γην την εβαρέθηκε πριν έλθη ο καιρός του,
και η γενναία του ψυχή ανέβηκε 'ς τα νέφη.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είναι αρχή της συμφοράς η μαύρη τούτη 'μέρα·
εδώ αρχίζει ο καϋμός κι’ αλλού θα τελειώση.
(Εισέρχεται εκ νέου ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Να! λυσιασμένος έρχεται και πάλιν ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Α! ο Μερκούτιος νεκρός, και τούτος θριαμβεύει!
Φύγ' απ' εδώ Υπομονή, και γείνου οδηγός μου
εσύ Μανία φοβερά, πώχεις φωτιάν 'ς τα μάτια!
Τυβάλτη, 'πίσω πάρε τον τον λόγον που μου είπες
και ο αχρείος είσαι συ! Επάνω μας πλανάται
του Μερκουτίου η ψυχή, και συντροφιάν προσμένει
την ιδικήν σου την ψυχήν εκεί να του την στείλω.
Κατόπιν του ο ένας μας θα 'πάγη, ή κ' οι δυο μας!
ΤΥΒΑΛΤΗΣ
Εσύ παληόπαιδον, εσύ θα τον ακολουθήσης,
εσύ, που είχε συντροφιάν εκείνος κ' εδώ κάτω!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Το ποιος θα 'πάγη, το σπαθί θα το αποφασίση.
(Μάχονται· φονεύεται ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ).
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ρωμαίε, φύγε· πήγαινε! Νεκρός είν' ο Τυβάλτης,
κι ο κόσμος εσηκώθηκε. Τι στέκεσαι και βλέπεις;
Ο πρίγκηψ σ' εθανάτωσε αν σε συλλάβη… Φύγε!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω! Είμαι τ' αναγέλασμα της Μοίρας!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Τι προσμένεις;
(Απέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
(Εισέρχονται πολίται κ.τ.λ.).
ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Τον είδες; πού εξέφυγε; πού είν' ο δολοφόνος
του Μερκουτίου; λέγε μας, πού είναι ο Τυβάλτης;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Να ο Τυβάλτης, καταγής.
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ
Τυβάλτη, σε προστάζω
εις τ' όνομα του πρίγκηπος να με ακολουθήσης.
(Εισέρχεται ο πρίγκηψ μετά της συνοδείας του, ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ, ο
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ μετά των συζύγων αυτών, και έτεροι).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Πού είναι οι πρωταίτιοι αυτής της παραζάλης;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ω άρχον, ευγενέστατε, να σου τον φανερώσω
όλης αυτής της ταραχής τον αίτιον τον πρώτον..
αυτός, που τον εσκότωσεν ο νέος ο Ρωμαίος,
αυτός που τον Μερκούτιον εσκότωσε, — ιδέ τον.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τυβάλτη μου! ανεψιέ! παιδί του αδελφού μου!
Ω άρχον! ω εξάδελφε! ω άνδρα μου! Το αίμα
του συγγενούς μας έχυσαν! Δικαιοσύνη, πρίγκηψ!
Ξεπλήρωσε το αίμα του με του Μοντέκη αίμα.
Ανεψιέ, ανεψιέ!
ΠΡΙΓΚΗΨ
Μπεμβόλιε, ποιος ήτον
η αφορμή; ποιος ήρχισεν ο πρώτος;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Ο Τυβάλτης!
Αυτός, που τον εφόνευσε το ξίφος του Ρωμαίου.
Φρόνιμα λόγια και σωστά του είπεν ο Ρωμαίος·
του είπεν ότι αφορμήν δεν είχε να μαλώση·
τον υψηλόν σου ορισμόν να 'θυμηθή του είπε·
και του τα έλεγεν αυτά με γλύκαν 'ς την φωνήν του,
με 'μάτι ημερώτατον, μ' ευγένειαν 'ς τους τρόπους.
Αλλ' όμως ο αράθυμος Τυβάλτης δεν ακούει,
κι αντί τα λόγια του αυτά να τον καθησυχάσουν,
'ς του Μερκουτίου χύνεται το στήθος το γενναίον
με το σπαθί του το γυμνόν. Κ' εκείνος αναμμένος
το σίδερον 'ς το σίδερον αμέσως αντικρύζει,
και μ' ένα χέρι πολεμά τον θάνατον να διώξη,
κ' εις τον Τυβάλτην προσπαθεί με τ' άλλο να τον δώση
κι αυτός πασχίζει τεχνικά να του τον στείλη 'πίσω.
Και ο Ρωμαίος δυνατά φωνάζει: «χωρισθήτε,
σταθήτε, φίλοι»· και γοργά το χέρι του σηκόνει,
απ' ό,τι τους τα έλεγε γοργώτερος ακόμη,
και χύνεται 'ς την μέσην των και τους κτυπά με βίαν
τα κοπτερά των τα σπαθιά, να τους τα χαμηλώση.
Πλην κάτω απ' το χέρι του προκάμνει ο Τυβάλτης
και τον καλόν Μερκούτιον θανάσιμα πληγόνει
με μιαν επίβουλην σπαθιάν, κ' ευθύς τρεχάτος φεύγει.
Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσω 'ς τον Ρωμαίον,
που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει,
και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο.
Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω,
θανατωμένος έπεσε 'ς το χώμα ο Τυβάλτης,
κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος.
Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Ω πρίγκηψ, είναι συγγενής και τούτος του Μοντέκη
κλίνει εκεί που αγαπά κι’ αλήθειαν δεν σου λέγει.
Ήσαν καμμιά εικοσαριά που τον επολεμούσαν,
κ' οι είκοσι κατώρθωσαν τον ένα να σκοτώσουν.
Δικαιοσύνην σου ζητώ, ω πρίγκηψ! πλήρωσέ μου
με του Ρωμαίου την ζωήν τον φόνον του Τυβάλτη!
ΠΡΙΓΚΗΨ
Αυτόν εδώ που κείτεται τον 'σκότωσ' ο Ρωμαίος,
και τούτος τον Μερκούτιον — κ' εμένα ποίος τώρα
θα μου πληρώση την τιμήν του αίματος που κλαίω;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ
Όχι εκείνος, ο πιστός του Μερκουτίου φίλος.
Αν ο Ρωμαίος την ζωήν επήρε του Τυβάλτη
και έπταισε, το πταίσμα του επρόλαβε τον νόμον.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Τον εξορίζω απ' εδώ διά το πταίσμα τούτο.
Ιδού· επλήρωσα κ' εγώ της έχθρας σας τον φόρον,
και χύνεται το αίμα μου με τα μαλώματά σας.
Αλλά ποινή τόσον βαρειά επάνω σας θα πέση,
που όλοι σας θα κλαίετε και θα μετανοήτε!
'Σ τα δικαιολογήματα και εις τα παρακάλια
είμαι κωφός· δεν ωφελούν τα δάκρυα κ' οι θρήνοι·
δεν διορθόνεται μ' αυτά το πράγμα, και ας λείψουν.
Θέλω να φύγη απ' εδώ αμέσως ο Ρωμαίος·
ειδέ, αν μείνη κ' ευρεθή, θα ήν' υστερινή του (38)
η ώρα οπού ευρεθή! — Το πτώμα του Τυβάλτη
σηκώσατέ το απ' εδώ, κι’ ας γείνη όπως λέγω.
Όποιος φονέα συγχωρεί, τον φόνον προστατεύει!
(Απέρχονται πάντες).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πίσω 'ς του Φοίβου την σκηνήν γυρίσετε τρεχάτα,
ω άλογά του σεις γοργά, φλογοκαλιγωμένα!
Ω! τώρα ήτον ο καιρός να έλθη ο Φαέθων
να σας κεντρόνη τα πλευρά, να τρέξετε 'ς την Δύσιν
την Νύκτα να μου φέρετε την παχνοσκεπασμένην!
Έλα ν' απλώσης τα πυκνά παραπετάσματά σου,
ω Νύκτα, και σκοτείνιασε, που τ' αγκαλιάσματά μας
να μη 'μπορή να τα ιδή ο Έρως ο δραπέτης(39),
κι ο άνδρας μου να πεταχθή κρυφά 'ς την αγκαλιάν μου,
χωρίς κανείς να τον ιδή, κανείς να τον ακούση.
Δεν θέλουν φως οι ερασταί τα κάλλη των τους φέγγουν!
Είναι τυφλός, και προτιμά τα σκοτεινά ο Έρως.
Έλα, ω νύκτα ήσυχη και ταπεινή, ω! έλα
με την σεμνήν σου φορεσιάν, 'ς τα μαύρα βουτημένη,
και μάθε μου να νικηθώ, εις τρόπον να νικήσω,
'ς την πάλην την ερωτικήν δυο καρδιών παρθένων.
Το αίμα που τα μάγουλα μ' ανάπτει, κάλυψέ το
ως που να γείνη θαρρετή η 'ντροπαλή καρδιά μου,
και μόνον την αγνότητα σεμνού κι’ αθώου πόθου
να βλέπη 'ς τα αγκαλιάσματα συζυγικής αγάπης.
Ω! έλα Νύκτα, σίμωσε! Έλα, Ρωμαίε, έλα,
εσύ, ημέρα της Νυκτός! διότι θα μου έλθης
εις ταις πτερούγαις της νυκτός, λευκότερος ακόμη
και από χιόνι, 'ς τα πτερά του κόρακος στρωμένον.
Έλα, γλυκειά, ερωτική και μαυροφρείδα Νύκτα,
ω! έλα, έλα νύκτα μου και δος μου τον Ρωμαίον!
Κι αν αποθάνη, κόψε τον να κάμης αστεράκια·
και τότ' η όψις τ' ουρανού θα ευμορφαίνη τόσον,
που με την Νύκτα όλ' η γη θα ήν' ερωτευμένη,
και πλέον δεν θα προσκυνή την λάμψιν του ηλίου.
Ένα παλάτι μ' έλαχε του Έρωτος, κι’ ακόμη
εγώ δεν το εχάρηκα· 'πουλήθηκα, πλην είμαι
ανέγγικτη. Ω! βαρετή που είναι η ημέρα!
Έτσι εορτής παραμονήν βαρύνεται την νύκτα
το ανυπόμονον παιδί, που όταν 'ξημερώση
να πρωτοβάλη φόρεμα καινούριον περιμένει. —
Α! να η παραμάνα μου! ειδήσεις του μου φέρνει.
Μου φαίνονται ουράνια τα όσα κι’ αν μου λέγη
η γλώσσα, οπού τ' όνομα προφέρει του Ρωμαίου!
(Εισέρχεται η παραμάνα κρατούσα σχοινία).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι νέα, παραμάνα μου; Τι έφερες; την σκάλαν
που ο Ρωμαίος έστειλε;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ναι! μάλιστα· την σκάλαν.
(Την ρίπτει κατά γης).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αλλοίμονον! Τι έπαθες; και τι κτυπάς τα χέρια;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Απέθανε! απέθανε! Ώρα κακή που ήλθε!
Ώρα κακή! 'χαθήκαμεν, 'χαθήκαμεν σου λέγω.
Ω πίκρα! εσκοτώθηκε! αποθαμμένος είναι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μ' εφθόνησεν ο Ουρανός;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Σ' εφθόνησ' ο Ρωμαίος.
Ποιος να το έλεγε ποτέ, Ρωμαίε — ω Ρωμαίε!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποια είσαι συ; τι δαίμονας, και τι με βασανίζεις;
Δεν έχει τέτοια βάσανα η κόλασις η μαύρη!
Ειπέ μου, εσκοτώθηκε μονάχος ο Ρωμαίος; (40)
Νεκρός αν ήναι, 'πέ μου ναι· — αν όχι, 'πέ μου όχι.
Μια λέξις μόνη ας μου 'πή να ζω, ή ν' αποθάνω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Την είδα με τα 'μάτια μου, την είδα την πληγήν του!
μα τον σταυρόν! 'ς το στήθος του την είδα το γενναίον!
Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην,
ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον!
Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου.
Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε!
Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου.
Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου! Καλλίτερε μου φίλε,
ευγενικέ Τυβάλτη μου, ω νέε τιμημένε,
να ζήσω μ' έμελε νεκρόν να σε μοιρολογήσω!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι συμφορά είναι αυτή και τι ανεμοζάλη;
'Σκοτώθηκ' ο Ρωμαίος μου, κι’ απέθαν' ο Τυβάλτης;
Κι ο ακριβός εξάδελφος, κι’ ο ποθητός μου άνδρας;
Ας αντηχήση το λοιπόν Δευτέρα Παρουσία!
Εάν απέθαναν κ' οι δυο, τότε ζωή πού μένει;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Νεκρός είν' ο Τυβάλτης μας, νεκρός· και ο Ρωμαίος,
που του επήρε την ζωήν, εξωρισμένος είναι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι; ο Ρωμαίος έχυσε το αίμα του Τυβάλτη;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Εκείνος τον εσκότωσε, αλλοίμονον! εκείνος.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καρδιά φιδιού που μ' έκρυπταν τα άνθη της μορφής σου!
Τέτοια χιλιόκαλλη σπηλειά να κρύπτη τέτοιον δράκον!
Ω δαίμον' αγγελόμορφε, ω τύραννε ωραίε,
ω κόρακα, που με πτερά περιστεριού πετούσες·
αρνί με λύκου λύσσιασμα, ουσία σιχαμένη
με παρουσίαν θεϊκήν εις όλα εναντίος
απ' ό,τι μου εφαίνεσο κι’ απ' ό,τι εθαρρούσα!
Ω κολασμένε άγιε, κι’ αχρείε τιμημένε!
Ω φύσις, απ' την κόλασιν τι ήθελες να πάρης
ενός διαβόλου την ψυχήν, να την μεταφυτεύσης
εις τέτοιον γλυκοαίματον χαριτωμένον κήπον;
Πώς έτσι να χρυσοδεθή τέτοιον αισχρόν βιβλίον;
Πώς η ψευτιά να κατοική τόσον λαμπρόν παλάτι;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
'Σ τους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη;
Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. —
Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη
και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον!
Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος!
Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.
'Σ το μέτωπόν του η Τιμή στεφανοθρονιασμένη
'σάν βασιλεύς όλης της γης 'ς την δόξαν μέσα λάμπει!
Τι τέρας, νάχω την καρδιάν να τον κακολογήσω!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλόν να λέγης ημπορείς διά τον δολοφόνον
του εξαδέλφου σου;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κακόν πώς ημπορώ να λέγω
διά τον άνδρα μου, εγώ; Κακόμοιρέ μου άνδρα,
ποιος τ' όνομά σου το καλόν θα 'πή, αφού μονάχη,
τριών ωρών γυναίκα σου, εγώ σου το ξεσχίζω;
Πλην τον Τυβάλτην διατί, κακέ, να τον σκοτώσης;
Διότι θα εσκότονε τον άνδρα μου εκείνος·
Ανόητά μου δάκρυα, γυρίσετε οπίσω.
Της λύπης φόρος έπρεπε να ήν' οι σταλαγμοί σας,
και κατά λάθος προσφοράν εις την χαράν τους χύνω·
διότι ζη ο άνδρας μου, που ήθελ' ο Τυβάλτης
να τον σκοτώση· και νεκρός είν' ο εξάδελφος μου
που τον Ρωμαίον ήθελε να μου τον θανατώση.
Παρηγοριά είν' αυτό· λοιπόν εγώ τι κλαίω;
Ω! μία λέξις μ' έσφαξε, χειρότερη ακόμη
κι απ' του Τυβάλτη την σφαγήν. Να την ξεχάσω θέλω,
αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει,
καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία.
Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος
εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος,
μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.
Μου έφθανε τον θάνατον να κλαύσω του Τυβάλτη,
ή εάν πρέπη συντροφιάν η συμφορά να έχη,
κ' η πίκρα συνοδείαν της να έχη κι’ άλλην πίκραν,
πώς, όταν έλεγεν αυτή, νεκρός είν' ο Τυβάλτης,
δεν είπε: κι’ ο πατέρας σου κατόπιν, ή δεν είπε:
κ' η μάνα σου, ή και οι δυο. Αυτό καϋμός θα ήτο,
αλλά καϋμός υποφερτός. Αλλά εις του Τυβάλτη
τον θάνατον, να έρχεται κατόπιν, κι’ ο Ρωμαίος
εξωρισμένος! Με αυτό και μάνα, και πατέρας,
και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι,
όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι!
Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη!
ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην!
λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν….
— Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.
Θέλεις και συ να τον ιδής; Εγώ να σ' οδηγήσω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ας πλύνουν με τα δάκρυα εκείνοι ταις πληγαίς του.
Εγώ θ' αρχίσω να θρηνώ όταν εκείνοι παύσουν.
Θα κλαίω του Ρωμαίου μου εγώ την εξορίαν. —
Πάρε τα τούτα τα σχοινιά. Πτωχά σχοινιά, κ' οι δυο μας
είμεθα τώρα περιττοί. Εξωρισμένος είναι
εκείνος που σας ήθελε 'ς την κλίνην μου γεφύρι.
Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω
παρθένος χήρα… Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα,
έλα και συ· 'ς την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω,
να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
'Σ τον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση
θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι.
Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης.
Είναι κρυμμένος 'ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! εύρς μου τον! Δόσε του αυτό το δακτυλίδι·
'πέ του να έλθη να με ιδή, να μ' αποχαιρετήση.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
(εισέρχεται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ και ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Έλα, Ρωμαίε. Άνθρωπε της δυστυχίας, έλα.
Η λύπη ερωτεύθηκε, κακότυχε, μαζή σου,
και έγεινεν η συμφορά γυναίκα σου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω πάτερ,
τι έμαθες; του πρίγκηπος το θέλημα τι είναι;
Ποια πίκρα πάλιν άγνωστη με θέλει σύντροφόν της
που δεν την εδοκίμασα ως τώρα;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ω παιδί μου,
αληθινά συντρόφισσα σου έγεινεν η πίκρα.
Σου φέρνω την απόφασιν του πρίγκηπος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τι θέλει;
Τι άλλο θ' απεφάσισε παρά τον θάνατόν μου;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Τόσον δεν έκρινε σκληρά. Τον θάνατόν σου όχι,
αλλά την εξορίαν σου προστάζει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εξορίαν!
Λυπήσου με, και πρόφερε θανάτου καταδίκην!
Μου είναι κι’ από θάνατον πλέον φρικτή και μαύρη
η εξορία! Πάτερ μου, μη λέγης εξορίαν.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Εξορισμένος απ' εδώ, απ' την Βερώναν, είσαι.
Υπομονή, υπομονή! Μεγάλος είν' ο κόσμος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κόσμον δεν έχει δι’ εμέ απ' την Βερώναν έξω·
δεν έχει παρά κόλασιν, και βάσανα και θρήνον!
Αν μ' εξορίζη απ' εδώ, μ' εξώρισ' απ' τον κόσμον,
μ' εξώρισεν απ' την ζωήν. Τι λέγεις εξορίαν;
Το πράγμα είναι θάνατος, κ' η λέξις δεν τ' αλλάζει.
Εάν τον θάνατον εσύ τον λέγεις εξορίαν,
μου κόπτεις το κεφάλι μου μ' ένα χρυσόν μαχαίρι,
κ' ενώ με σφάζει η μαχαιριά, χαμογελάς και βλέπεις!
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Θανάσιμον αμάρτημα! Φρικτή αχαριστία!
Το πταίσμα σου με θάνατον το τιμωρεί ο Νόμος,
αλλά ο πρίγκηψ ο καλός, το μέρος σου επήρε,
τον νόμον εχαλάρωσε προς χάριν σου, κι’ αλλάζει
την μαύρην λέξιν θάνατον, 'ς την λέξιν εξορία.
Σου είναι χάρις κ' έλεος αυτό, και δεν το βλέπεις;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν είναι χάρις· βάσανον και τυραννία είναι!
Μόνον εδώ είν' ουρανός, που ζη η Ιουλιέτα·
κ' εδώ θα ζουν κ' οι ποντικοί, κ' οι γάτοι, και οι σκύλοι,
και όλ' αυτά τ' ακάθαρτα τα πράγματα, και όλα
θα ημπορούν να την ιδούν· πλην όχι ο Ρωμαίος!
Κ' αι μυίγαις περισσότερην χαράν, τιμήν και δόξαν
απ' τον Ρωμαίον τον πτωχόν θα χαίρωνται, διότι
της Ιουλιέτας θα τσιμπούν το μαρμαρένιον χέρι,
και παραδείσου μυρωδιάν 'ς τα χείλη θα της κλέπτουν,
'ς τα δυο της χείλη που γλυκά φιλούν το ένα τ' άλλο,
κ' εντρέπονται το φίλημα και σεμνοκοκκινίζουν·
αυτά αι μυίγαις θα' μπορούν, πλην όχι ο Ρωμαίος!
Εκείνος είν' εξόριστος· αλλού θα ζη εκείνος!
Και λέγεις ότι θάνατος δεν είν' η εξορία;
Δος μου φαρμάκι δυνατόν, ή κοπτερόν μαχαίρι,
ό,τι κι’ αν ήναι που ευθύς τον θάνατον να φέρνη,
κι όχι τον θάνατον αυτόν, που λέγεις εξορίαν!
Ω! εξορίαν! Κάτω 'κεί, καλόγηρε, 'ς τον άδην
οι κολασμένοι, 'ς την φωτιάν, αυτήν την λέξιν λέγουν
κι ακούονται ουρλιάσματα εκεί που την προφέρουν!
Και πώς να έχης την καρδιάν, εσύ ιερωμένος,
εσύ πατήρ πνευματικός, που δίδεις ευλογίας
και αμαρτίας συγχωρείς, συ ο καλός μου φίλος,
να μου συντρίβης την καρδιάν μ' αυτήν την εξορίαν;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ω άνθρωπε αστόχαστε κ' ερωτοπληγωμένε,
δεν θα μ' ακούσης;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Θα μου ‘πής και πάλιν εξορίαν.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Την πανοπλίαν θα σου ‘πώ που πρέπει να φορέσης
φιλοσοφίαν! Είν' αυτή γλυκύ της πίκρας γάλα.
Παρηγορήσου με αυτήν κ' εξόριστος, υιέ μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εξόριστος! 'ς τον άνεμον φιλοσοφία τέτοια!
Αν η φιλοσοφία σου δεν ημπορή να κάμη
μιαν Ιουλιέταν, δεν 'μπορή να ξερριζώση πόλεις,
αν δεν 'μπορή το πρόσταγμα του πρίγκηπος ν' αλλάξη,
δεν ωφελεί, δεν βοηθεί! — Παραίτησε τα λόγια.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Αυτιά δεν έχουν οι τρελλοί· το βλέπω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πώς να έχουν,
αφού και 'μάτια να ιδούν οι φρόνιμοι δεν έχουν.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Να σ' εξηγήσω άφησε την θέσιν σου, παιδί μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να εξηγήσης δεν 'μπορείς εκείνο που δεν νοιώθεις.
Αν είχες συ τα χρόνια μου, εάν την Ιουλιέταν
την αγαπούσες, άνδρας της αν ήσουν προ μιας ώρας,
και τον Τυβάλτην 'σκότονες, κ' ερωτευμένος ήσουν
καθώς εγώ, κι' ωσάν εμέ και συ εξωρισμένος,
τότ' ημπορούσες να λαλής, και τότε τα μαλλιά σου
να τα τραβάς, και καταγής να πέφτης καθώς πέφτω,
και εις το χώμα να μετράς τον άσκαφτόν σου τάφον!
(Πίπτει κατά γης· κρούεται η θύρα).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Σήκω· ‘ς την θύραν μου κτυπούν κρύψου, Ρωμαίε,
κρύψου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν θα κρυφθώ· εκτός εάν τ' αναστενάγματά μου
μου κάμουν γύρω καταχνιάν και κρύψουν το κορμί μου.
(Κρούεται η θύρα).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ακούς· κτυπούν. — Ποιος είν' εκεί; — Σήκω, Ρωμαίε,
[σήκω·
θα σε συλλάβουν. — Έρχομαι, αμέσως. — Σήκω λέγω·
τρέξ' εκεί μέσα. — Έφθασα. — Θεέ, το θέλημά σου!
Τι πράγματ' ασυλλόγιστα! — Ήλθα, αμέσως, ήλθα.
Ποιος κτυπά; ποιος είν' εκεί; ποιος σ' έστειλε; τι θέλεις;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έξωθεν.
Να έμβω πρώτα, κ' έπειτα σου λέγω το τι θέλω.
Η Ιουλιέτα μ' έστειλε.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ω! τότε καλώς ήλθες!
(Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ω άγιε πνευματικέ, ω πάτερ μου, πού είναι
ο άνδρας της Κυρίας μου; πού είναι ο Ρωμαίος;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Να! καταγής· εμέθυσεν από τα δάκρυά του.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τα ίδια κι' απαράλλακτα κ' η Ιουλιέτα κάμνει.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Κ' οι δυο αξιολύπητοι, κ' οι δυο δυστυχισμένοι!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Έτσι κ' εκείνη καταγής 'ξαπλόνεται και κλαίει,
και ούτε τ' αναφυλλητόν, ούτε το κλαύμα παύει.
Ω! σήκω, σήκω απ' την γην να ήσαι άνδρας πρέπει.
Ω! σήκω! αν την αγαπάς την Ιουλιέταν, σήκω.
Τι ωφελεί τόσον κακόν και θρήνος;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Παραμάνα!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Αχ! όλοι θ' αποθάνωμεν, αυθέντη μου, αυθέντη!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Της Ιουλιέτας τ' όνομα επρόφερες. Τι κάμνει;
Ειπέ μου, δεν με θεωρεί αισχρόν μαχαιροβγάλτην,
αφού της εκηλίδωσα τα νειάτα της χαράς μας
με αίμα της συγγενικόν, με ιδικόν της αίμα;
Τι γίνεται η μυστική γυναίκα μου; τι λέγει
εις τον ανεμοστρόβιλον του έρωτός μας τούτον;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Δεν λέγει γρυ, αυθέντα μου, πλην κλαίει κι' όλον κλαίει·
και πότε ‘ς το κρεββάτι της ξαπλόνεται και πέφτει,
και πότ' ανασηκόνεται, και μιαν Τυβάλτη! κράζει,
Ρωμαίε! κράζει έπειτα, και πάλιν ξαναπέφτει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ωσάν να ήτο τ' όνομα εκείνο μία σφαίρα,
που από στόμα κανονιού εβγήκεν αναμμένη
και την εσκότωσε! Ωσάν εις τ' όνομα εκείνο
ν' ανήκη το ανόσιον το χέρι του φονέως
του εξαδέλφου της! — Ειπέ, καλόγηρε, ειπέ μου
πού τ' όνομά μου κατοικεί εις το αισχρόν κορμί μου;
πού να το εύρω δείξε μου, να το κατασπαράξω!
(Σύρει το ξίφος).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κάτω τ' απελπισμένον σου το χέρι! Άνδρας είσαι; φαίνεσαι άνδρας ‘ς την μορφήν, πλην είναι γυναικίσια τα δάκρυά σου· τ' άγρια καμώματά σου τούτα ενός θηρίου μαρτυρούν την άλογην μανίαν. Ω συ, με πρόσωπον ανδρός αδύνατη γυναίκα, και με ανθρώπινην μορφήν ανήμερον θηρίον… μα την ιερωσύνην μου, με κάμνεις και θαυμάζω. Σε είχα φρονιμώτερον· είχα γερόν τον νουν σου. Θέλεις και συ να σκοτωθής; Δεν φθάνει του Τυβάλτη ο σκοτωμός; Και με αυτό, αμαρτωλέ, που θέλεις να κάμης εναντίον σου, να την σκοτώσης θέλεις κ' εκείνην, την γυναίκα σου, που ζη απ' την ζωήν σου; Τι εξυβρίζεις κι' ουρανόν και γην και ύπαρξίν σου; Και ύπαρξίν σου, κι' ουρανόν, και γην, τα έχεις όλα, είν' εις το χέρι σου, και συ γυρεύεις να τα χάσης! Ω! εντροπιάζεις και μορφήν και πνεύμα και αγάπην! εις όλα είσαι πλούσιος, τα έχεις και τα τρία, πλην δεν τα χρησιμεύεσαι ‘ς την χρήσιν, που αρμόζει ‘ς το πνεύμα ‘ς την αγάπην σου κ' εις την καλήν μορ- [φήν σου. Ωσάν κηρένιον άγαλμα κατήντησ' η μορφή σου, αφού της έλειψ' η καρδιά ενός ανδρός γενναίου. Κατήντησ' η αγάπη σου επίορκη, διότι σκοτόνεις την αγάπην σου, που ν' αγαπάς ωρκίσθης. Το πνεύμα σου, το στόλισμα κι' αγάπης και μορφής σου, εις τα στραβά σε οδηγεί, αντί να σε φωτίζη, κι' απ' την ανοησίαν σου παίρνει φωτιά κι' ανάπτει, ωσάν πυρίτις εις φλασκί ατέχνου στρατιώτου· κ' εκείνο που είν' όπλον σου, το κάμνεις θάνατόν σου! Εξύπνησε, ω άνθρωπε, και ζη η Ιουλιέτα, που τώρα εξ αιτίας της ζητούσες ν' αποθάνης. Είν' ευτυχία σου αυτό! — Θα σ' έσφαζ' ο Τυβάλτης, αν δεν τον εθανάτονες. Και τούτο ευτυχία! — Ο Νόμος σ' εφοβέριζε με θάνατον, αλλ' όμως ημέρωσε προς χάριν σου και μόνον σ' εξορίζει. Και τούτο ευτυχία σου! — Η Τύχη σε χαϊδεύει, και χύνει ‘ς το κεφάλι σου επάνω ευλογίας, και αγαθά^ αλλά εσύ, 'σαν δύστροπη γυναίκα, ενώ η Τύχη σ' αγαπά, εσύ της κάμνεις μούτρα. Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. Εκεί εξόριστος θα ζης, έως να γείνη τρόπος ο γάμος σας να κηρυχθή, και ν' αγαπήσουν πλέον τα σπιτικά σας, να πεισθή κι' ο Πρίγκηψ να σου δώση συγχώρησιν, — και τότε συ οπίσω να μας έλθης, χαρούμενος πλειότερον χίλιαις φοραίς και χίλιαις, παρά που φεύγεις δυστυχής και καταλυπημένος. — Πήγαιν' εμπρός, και να ειπής την νύμφην, παραμάνα, να κάμη όλους ενωρίς ‘ς το σπίτι να πλαγιάσουν, (κι από την λύπην την βαρειάν, όλοι εκεί θα έχουν διάθεσιν ν' αναπαυθούν). — Θα έλθη ο Ρωμαίος.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση
να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια.
Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω
να της ειπώ πως έρχεσαι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι, πήγαινε αμέσως·
και ότι θέλω μάλωμα ειπέ της, παραμάνα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Το δακτυλίδι της αυτό μου είπε να σου δώσω.
Γρήγορα έλα, μην αργής, κ' επέρασεν η ώρα.
(Απέρχεται η παραμάνα).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω! πώς αναγεννήθηκε το θάρρος κ' η ελπίς μου!
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Καλή σου νύκτα· μην αργής· κ' έχε καλά τον νουν σου
ν' αναχωρήσης απ' εδώ ενόσω είναι νύκτα,
ή προς τα ξημερώματα, χωρίς να σε γνωρίσουν.
Κατοίκησε ‘ς την Μάντουαν· και με τον άνθρωπόν σου
έχω την έννοιαν μου εγώ ειδήσεις να σου στέλνω,
ευθύς που τίποτε συμβή εδώ διά καλόν σου.
Δος μου το χέρι· είν' αργά· καλήν σου νύκτα. Φύγε.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν δεν μ' επρόσμενεν αλλού τέτοια χαρά μεγάλη,
θα ήτο λύπη μου βαρειά ο χωρισμός σου, πάτερ.
Ώρα καλή.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.
Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και ο ΠΑΡΗΣ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τόσον πολύ ανάποδα τα πράγματα μας ήλθαν,
ώστε δεν ηύραμεν καιρόν την κόρην μας ακόμη
να την προδιαθέσωμεν. Πολύ τον αγαπούσε
τον μαύρον της εξάδελφον. Κ' εγώ τον αγαπούσα.
Πλην τι να γείνη; Όλους μας το χώμα θα μας φάγη!
Θα ήναι ‘ς το κρεββάτι της εκείνη· είν' εξώρας·
και την αλήθειαν να σου 'πώ, εάν κ' εγώ δεν είχα
την συντροφιάν σου, προ πολλού θα ήμουν πλαγιασμένος.
ΠΑΡΗΣ
Αγάπης λόγια δεν χωρούν ‘ς τα μοιρολόγια μέσα.
Καλήν σας νύκτα· 'πήτε της τα χαιρετίσματά μου.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Πρωί πρωί την γνώμην της εγώ θα εξετάσω.
Απόψε με βαρειάν καρδιάν να κλειδωθή επήγε.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Επήρα την απόφασιν να τα τελειώσω, Πάρη.
Ιδού, της κόρης μου εγώ σου τάζω την αγάπην.
Νομίζω, ή καλλίτερα να ‘πώ, δεν αμφιβάλλω,
ότι εκείν' εις κάθε τι θα κάμη όπως θέλω.
Εσύ, γυναίκα, πήγαινε κ' ιδέ την πριν πλαγιάσης,
κ' ειπέ της ότι την ζητεί ο Πάρης, ο υιός μου,
και ότι απεφάσισα — μ' ακούεις; — την τετάρτην….
στάσου· τι 'μέρα είν' αυτή;
ΠΑΡΗΣ
Δευτέρα, Κύριε μου.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δευτέρα; Α! 'σαν γρήγορα θα ήναι την τετάρτην.
Την πέμπτην ας το κάμωμεν. Να της ειπής την πέμπτην
με τούτο τ' αρχοντόπουλον οι γάμοι της θα γείνουν.
Προφθάνεις να ετοιμασθής; σ' αρέσει τόση βία;
θα γείνουν όλα ήσυχα, μ' ένα η δύο φίλους·
διότι εάν κάμωμεν ξεφάντωμα μεγάλον,
ενώ ακόμη σήμερα 'σκοτώθηκ' ο Τυβάλτης,
μπορεί ο κόσμος να ειπή, ότι τον συγγενή μας
δεν τον ελυπηθήκαμεν και δεν μας πολυμέλει.
Λοιπόν, θα προσκαλέσωμεν πέντ' έξη μόνον φίλους,
και τελειόνομεν. Αλλά, σου έρχεται η πέμπτη;
ΠΑΡΗΣ
Επεθυμούσα κι' αύριον να ξημερόνη πέμπτη.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Πολύ καλά! ώρα καλή! το είπαμεν την πέμπτην.
'Σ την Ιουλιέταν πήγαινε, γυναίκα, πριν πλαγιάσης,
κ' ειπέ της πότε γίνονται τα στεφανώματά της. —
Καλήν σου νύκτα. — Φέρετε τον λύχνον μου επάνω! —
Μα την ζωήν μου είν' αργά - τόσον εξώρας είναι,
ώστε κανένας κ' ενωρίς 'μπορεί να τ' ονομάση.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
Ο θάλαμος της Ιουλιέτας.
(Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα;
Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον
που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·
'ς εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα.
Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει·
δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια,
που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.
Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας,
και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα
εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις.
Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι·
είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει,
να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν,
και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.
Λοιπόν ακόμη πρόσμενε· μη φύγης από τώρα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ας μη προφθάσω να σωθώ, ας μ' εύρουν, ας με σφάξουν!
Αφού εσύ μου το ζητείς, εμένα δεν με μέλει!
'ματιά δεν είναι της Αυγής εκείνη η ασπρίλα·
είν' αντανάκλασις αχνή, που χύνει της Σελήνης
το μέτωπον και ούτ' αυτό κορυδαλός δεν είναι,
οπού ‘ς τον θόλον τ’ ουρανού επάνω μας βουίζει.
Εδώ να μείνω λαχταρώ να φύγω δεν το θέλω.
Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα.
Ψυχή μου, έλα — λέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως.
Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει
και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα!
Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν;(41)
Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.
Τι λέγουν, ο κορυδαλός αλλάζει με τον φρύνον
τα μάτια του; (42). Και την φωνήν ας είχεν αλλαγμένην,
αφού σε διώχνει απ' εδώ με το κελάδημα του,
σαν ξυπνητήρι θλιβερόν και παραπονεμένον.
Ω! φύγε, φύγε, και το φως αυξάνει και πληθαίνει(43).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λάμπει το φως, κ' η Μοίρα μας θολόνει και μαυρίζει.
(Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Παραμάνα μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Η μάνα σου θα έλθη.
'Ξημέρωσε. Προσέχετε.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Λοιπόν ας σε ανοίξω
παράθυρον, να έμβη φως, και η ζωή να έβγη!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Υγείαινε, αγάπη μου· ένα φιλί και φεύγω.
(Καταβαίνει από τα παράθυρον).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αναχωρείς, ω άνδρα μου, αγάπη μου, ψυχή μου!
Θέλω να έχω νέα σου κάθε στιγμήν και ώραν
πλην μήνας θα μου φαίνεται κάθε στιγμή μακράν σου.
Ω! με το μέτρημα αυτό χρόνια πολλά θα γείνουν,
ως που και πάλιν να ιδώ τον ακριβόν μου άνδρα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Συχνά συχνά, γυναίκα μου, ειδήσεις μου θα έχης.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Να σε ιδώ και να μ' ιδής άλλην φοράν ελπίζεις;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω βέβαια! Οι τωρινοί καϋμοί μας θα περάσουν
και θα τα λέγωμεν αυτά με γλύκαν μιαν ημέραν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει·
και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω,
ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου·
μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη
ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου!
(Απέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.
Από αυτόν τον σταθερόν, συ άστατη, τι θέλεις;
Ας είσαι Τύχη άστατη, ώστε ν' αλλάξης γνώμην
κι' αντί μακράν να τον κρατής, να μου τον στείλης 'πίσω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, έξωθεν.
Αι, κόρη μου, εξύπνησες;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι είναι; ποιος με κράζει;
Εσύ 'σαι, ω μητέρα μου; — (Εξύπνησ' από τώρα;
ή μήπως δεν επλάγιασεν ακόμη; τι να θέλη;)
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, εισερχομένη·
Πώς είσαι, Ιουλιέτα μου;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όχι καλά, μητέρα.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αιώνια τον θάνατον θα κλαίης του Τυβάλτη;
ή με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφον του θ' ανοίξεις;
κι αν τον ανοίξης, την ζωήν θα του την ξαναδώσης;
Παύσε τα κλαύματα λοιπόν. Η μετρημένη λύπη
πολλήν αγάπην μαρτυρεί· κ' υπερβολή της λύπης
δεν φανερόνει πολύν νουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! άφησε να κλαίω
εκείνον οπού έχασα.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Οπίσω δεν τον φέρνεις,
κ' αισθάνεσαι πλειότερον την λύπην του χαμού του.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αισθάνομαι πως μ' έλειψεν ο φίλος μου, και κλαίω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Δεν κλαίεις τόσον κόρη μου, τον θάνατον εκείνου,
όσον που ζη ο μιαρός, που 'πήρε την ζωήν του.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είν' αυτός ο μιαρός;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Ο μιαρός Ρωμαίος.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! δεν εταίριαξαν ποτέ ο μιαρός κ' εκείνος! (44).
Τον συγχωρώ, κι' απ' τον Θεόν συγχώρησιν να εύρη.
Πλην την καρδιάν μου 'σαν αυτόν δεν έκαυσε κανένας.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Σου καίει τόσον την καρδιάν το ότι ο κακούργος
ακόμη ζη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κ' εκεί που ζη τα χέρια μου δεν φθάνουν!
Εκδίκησιν ας έπαιρνα εγώ και όχι άλλος.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Θα έλθη κι' η εκδίκησις, θα έλθη· μη σε μέλει.
Παύσε τα κλαύματα. Εγώ ‘ς την Μάντουαν θα στείλω,
εκεί όπου εξέφυγεν αυτός εξωρισμένος,
να του κεράσουν κάτι τι που δεν το περιμένει,
ώστε να 'πάγη, συντροφιάν να κάμη τον Τυβάλτην
και την καρδιάν σου με αυτό θα την ευχαριστήσω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! την καρδιάν μου τίποτε δεν θα ευχαριστήση,
αν τον Ρωμαίον δεν ιδώ… νεκρόν(45)… το παν νομίζω,
αφού εκείνον π' αγαπώ δεν έχω… και μου λείπει.
Αν εύρης άνθρωπον εσύ να στείλης το φαρμάκι,
θέλω μονάχη μου εγώ να το προετοιμάσω,
τέτοιο, που άμα το γευθή να τον αποκοιμήση.
Αχ! πως αναγριόνομαι ν' ακούω τ’ όνομά του,
και όμως να μη δύναμαι να πεταχθώ κοντά του,
και όλην την αγάπην μου προς τον εξάδελφόν μου
να του την δείξω… εις αυτόν που 'πήρε την ζωήν του!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Ετοίμασέ το, κι' άνθρωπον θα εύρω να το δώση.
Πλην τώρα έχω να σου ‘πώ χαροποιά, παιδί μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καλοδεχάμενη η χαρά εις τέτοιαις μαύραις ώραις!
ποια είναι τα χαροποιά;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Ένα πατέρα έχεις,
που έχει, Ιουλιέτα μου, την έννοιαν σου, και θέλει
την πλακωμένην σου καρδιάν να σου την ελαφρώση,
και τώρα σου ετοίμασε χαρμόσυνην ημέραν,
που δεν την επερίμενες, και ούτ’ εγώ ακόμη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι’ αν έχω 'ρώτημα καλόν, τι 'μέρα είναι τούτη;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Πρωί πρωί, με το καλόν, την ερχομένην πέμπτην
ένας γαμβρός ευγενικός και ζηλευτός, ο Πάρης,
θα σ' οδηγήση απ' εδώ εις του Αγίου Πέτρου
την εκκλησίαν, κόρη μου, καμαρωμένην νύμφην.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Α! Μα την εκκλησίαν του και μα τον Άγιον Πέτρον,
εκεί εμένα βέβαια καμαρωμένην νύμφην
ο Πάρης δεν με οδηγεί! Τι είναι τόση βία;
Δεν ήλθε καν να μου το ‘πή ο άνδρας που με θέλει,
κι' αμέσως στεφανώματα! Παρακαλώ, μητέρα,
ειπέ το ‘ς τον πατέρα μου· δεν θέλω από τώρα
να 'πανδρευθώ. Και αν ποτέ θελήσω, παίρνω όρκον
πως προτιμώ χίλιαις φοραίς να πάρω τον Ρωμαίον,
που 'ξεύρεις πόσον τον μισώ, παρά ποτέ τον Πάρην!
Χαρά ‘ς το!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Να, που έρχεται ο ίδιος εδώ πέρα.
Ειπέ του τα μονάχη σου κ' ιδέ πώς θα τα πάρη.
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ και η παραμάνα).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
'Σ του ήλιου το βασίλευμα η γη δροσοσταλάζει·
αλλά εις το βασίλευμα του υιού του αδελφού μου
πέφτει βροχή με τα σωστά. Ποτάμι θα το κάμης;
Ακόμη χύνεις δάκρυα; Αιώνια θα βρέχη;
Το κάμνεις το κορμάκι σου συγχρόνως και καράβι
και άνεμον και θάλασσαν. Τα δυο σου 'μάτια είναι
η θάλασσα, με δάκρυα καταπλημμυρισμένη.
Καράβι έχεις το κορμί που πικροαρμενίζει
μέσ' την πλημμύραν. Κι άνεμος οι αναστεναγμοί σου.
Φοβούμαι, αν ο άνεμος δεν γαληνεύση, μήπως
το θαλασσοδαρμένον σου κορμάκι το βουλήση. —
Της είπες την απόφασιν που έλαβα, γυναίκα;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τα είπα, πλην ευχαριστεί…. να 'πανδρευθή δεν θέλει…
Ανόητη! της ήξιζε να πανδρευθή τον Χάρον!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Σιγά· δεν εκατάλαβα, γυναίκα· ξαναπέ το·
Τι λέγει; τι; ευχαριστεί; να 'πανδρευθή δεν θέλει;
Δεν είναι υπερήφανη, δεν είν' ευτυχισμένη
οπού εκαταφέραμεν, ενώ δεν το αξίζει,
να την αρραβωνίσωμεν με ένα τέτοιον νέον;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δεν είμαι υπερήφανη· ευγνώμων είμαι μόνον.
Δι' ένα πράγμα που μισώ 'περήφανη δεν είμαι.
Ευγνωμονώ διά κακόν, π' αντί καλού μου κάμνουν.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι πράγμα; ποιος σ' ερώτησε; Θα έχωμεν και γνώμην!
Ευγνώμων, κ' υπερήφανη, και είμαι, και δεν είμαι,
Κ' ευγνωμονώ, κι' όχι και ναι… Ακούς εκεί! Κεράτζα,
να παύσουν τα ευγνωμονώ και 'ξυπερηφανεύσου,
κ' ετοίμασε τα πόδια σου την ερχομένην πέμπτην
‘ς την εκκλησίαν γνωστικά να έλθης με τον Πάρην,
ει δε συρτήν έως εκεί εγώ θα σε τραβήξω!
Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη!
πήγαινε, βρώμα!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου,
ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην
‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω,
να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!
Δεν θέλω λέξιν να μου ‘πής· απόκρισιν δεν θέλω!
Με τρώγ' η απαλάμη μου! — Ελέγαμεν, γυναίκα,
πως δεν ευλόγησ' ο Θεός τον γάμον μας πλουσίως,
διότι μας εχάρισεν αυτήν την κόρην μόνον.
Αλλά μας έπεσε πολύ και τούτη, καθώς βλέπω.
Δεν ήτον ευλογία του· ήτο Θεού κατάρα!
Να μη σε βλέπω!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ο Θεός να την πολυχρονίζη!
Αυθέντα, έχεις άδικον αυτά να της τα λέγης.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Και πώς, κυρά σοφία μου; Τα λόγια σου ολίγα,
ή πήγαινε να φλυαρής με ταις συντέκνισσαίς σου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Δεν είπα τίποτε κακόν.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Να κάμνης την δουλειάν σου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κανείς μιαν λέξιν να ειπή εμποδισμένον είναι;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Σώπα, κομμένη κεφαλή! Σου είπα να πηγαίνης
να λέγης ταις σοφίαις σου εις ταις συντέκνισσαίς σου.
Εδώ δεν μας χρειάζονται.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Παρά πολύ ανάπτεις.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Μα την αγάπην του Θεού, ο νους μου θα μου φύγη!
Ημέραν, νύκτα, πάντοτε, ‘ς τον ύπνον μου, ‘ς τον ξύπνον,
‘ς την μοναξιάν, ‘ς την συντροφιάν, ο νους κι' ο λογι-
[σμός μου
ήτον αυτός και μοναχός: το πώς να την 'πανδρεύσω(46).
Και τώρα, που κατώρθωσα να εύρω τέτοιον νέον,
μ' ανατροφήν, και πλούσιον, κι' αρχοντογεννημένον,
γεμάτον προτερήματα και αρεταίς γεμάτον,
τώρα που ηύρα τον γαμβρόν που η καρδιά μου θέλει,
να έχης ένα ξόανον κλαψιάρικον εμπρός σου,
ν' ακούης ένα κνώδαλον με τ’ αναφυλλητόν της,
ενώ δουλεύει η Μοίρα της, εκείνη να σου λέγη:
δεν θέλω, δεν τον αγαπώ, είμαι ακόμη νέα,
ευχαριστώ, παρακαλώ, συγχώρησε. — Σου δείχνω,
σου δείχνω 'γώ συγχώρησε, αν δεν αλλάξης γνώμην!
Δεν μένεις εις το σπίτι μου, και όπου θέλεις βόσκε!
Δεν χωρατεύω. Σκέψου το. Η πέμπτη πλησιάζει.
Βάλε το χέρι ‘ς την καρδιάν και καλοσυλλογίσου.
Αν τύχη κ' είσαι κόρη μου, ‘ς τον φίλον μου σε δίδω.
Εάν δεν ήσαι κόρη μου, κρημνίσου, πείνα, δίψα,
‘ς τους δρόμους ψωμοζήτευε, και ψόφησε ‘ς τους δρόμους!
Μα την ψυχήν μου, όσω ζω δεν θέλω να σε 'ξεύρω,
κι' ούτε το 'μάτι σου θα ιδή ποτέ κληρονομιάν μου.
Ιδέ και συλλογίσου το. Το είπα. Δεν ξελέγω!
(Απέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! υψηλά ‘ς τους ουρανούς δεν κάθεται ευσπλαγχνία
να ελεήση απ' εκεί της λύπης μου το βάθος;
Μη μ' αρνηθής, μάνα γλυκειά. Ανάβαλε τον γάμον
Δι’ ένα μήνα μοναχά, ή μίαν εβδομάδα.
Αν δεν το κάμης, στρώσε μου την νυμφικήν μου κλίνην
‘ς το μνήμα, όπου από χθες κοιμάται ο Τυβάλτης.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Δεν έχω λέξιν να ειπώ και ομιλείς του κάκου.
Να κάμης όπως αγαπάς· 'τελείωσα μαζή σου.
(Απέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θεέ μου! — Παραμάνα μου, ειπέ μου, πώς να γείνη;
Είναι ο άνδρας μου ‘ς την γην, κ' οι όρκοι μου επάνω
‘ς τους ουρανούς. Πώς εις την γην οι όρκοι να γυρίσουν,
εκτός εάν εξ ουρανών ο ίδιος δεν τους στείλη;
Αχ! δος μου μίαν συμβουλήν παρηγορίαν δος μου.
Αλλοίμονον! η Μοίρα μου σκληραίς παγίδαις στήνει
εις μιαν αδύνατην ψυχήν, ωσάν την ιδικήν μου.
Ειπέ· τι έχεις να μου ‘πής; Αχ! παρηγόρησέ με,
ειπέ μιαν λέξιν να χαρώ, η μαύρη.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να τι λέγω.
Εξωρισμένον απ' εδώ τον έχουν τον Ρωμαίον
και βάζω το κεφάλι μου, ποτέ δεν θα τολμήση
εδώ να έλθη φανερά να σε ξαναζητήση·
ή και αν έλθη, μυστικά θα έλθη, και κρυμμένος.
Λοιπόν, αφού τα πράγματα ήλθαν καταπώς ήλθαν,
νομίζω το καλλίτερον να 'πανδρευθής τον Πάρην.
Ω! είναι αξιόλογος ο νέος και ωραίος·
'σαν πατζαβούρα φαίνεται κοντά του ο Ρωμαίος!
Τι μάτι έχει! Αετός δεν έχει τέτοιο 'μάτι!
Να μην ιδώ ποτέ καλόν εάν αυτός ο γάμος
δεν έβγη καλορρίζικος. Τον ξεπερνά τον πρώτον!
Πλην και να μη τον ξεπερνά, απέθανεν ο πρώτος·
ή, και να μην απέθανε, δεν καταντά το ίδιον
αν ζης χωρίς να χαίρεσαι τα στέφανα εκείνα; (47)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Με την καρδιάν σου ομιλείς;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Και μ' όλην την ψυχήν μου.
Ει δε καρδιάν μου και ψυχήν κατάρα να ταις εύρη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αμήν!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τι είπες;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μ' έδωσες πολλήν παρηγορίαν.
Πήγαινε μέσα να ειπής, πως είμαι λυπημένη
διότι τον πατέρα μου παρώργισα, και ότι
πηγαίνω τώρα ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου
να 'πώ ταις αμαρτίαις μου και άφεσιν να λάβω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μετά χαράς θα το ειπώ. Τι φρόνιμα που κάμνεις.
(Εξέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κατηραμένε πειρασμέ! Παληόγρηα αχρεία!
Τι είναι το χειρότερον; Να θέλης να πατήσω
τον όρκον μου; ή το κακόν να λέγης του ανδρός μου,
μ' αυτήν την ίδιαν την φωνήν που μου τον επαινούσες
και ταίρι δεν του εύρισκες τόσαις φοραίς και τόσαις;
Ω! φύγε, σύμβουλε κακέ! Από εδώ και πέρα
θα κάμη διαζύγιον μ' εσένα η καρδιά μου. —
Να ιδώ αν ο καλόγηρος μου εύρη θεραπείαν.
Αν κι' απ' εκεί απελπισθώ, μου μένει ν' αποθάνω!
(Εξέρχεται).
ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
(Εισέρχονται ο πάτερ Λαυρέντιος και ο Πάρης).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται;
ΠΑΡΗΣ
Το θέλει
ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις.
Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει.
ΠΑΡΗΣ
Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην,
και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.
Η Αφροδίτη δεν γελά εις δακρυσμένον σπίτι·
αλλ' ο πατέρας της φρονεί, ότι καλόν δεν είναι
να κατακυριεύεται από την λύπην τόσον,
κι' ως φρόνιμος, εσκέφθηκε τον γάμον να ταχύνη,
και έτσι των δακρύων της να παύση την πλημμύραν·
διότι τρέφεται μ' αυτά ενόσω ζη μονάχη,
ενώ αν έχη συντροφιάν θα της περάσουν ίσως.
Ιδού που τώρα έμαθες το αίτιον της βίας.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
(Ας αγνοούσα διατί ν' αργοπορήση θέλω.)
Αλλά ιδού που έρχεται η νέα ‘ς το κελλί μου.
(Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).
ΠΑΡΗΣ
Καλώς την την γυναίκα μου και την αρχόντισσάν μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πρώτα να γείνω κ' έπειτα γυναίκα σου με λέγεις.
ΠΑΡΗΣ
Αυτό το πρώτα γίνεται την ερχομένην πέμπτην.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα γίνη ό,τ’ είναι γραπτόν.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Αυτό είν' η αλήθεια.
ΠΑΡΗΣ
Και ήλθες ‘ς τον πνευματικόν να σ' εξομολογήση;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξεμολογούμαι εις εσέ, απόκρισιν αν δώσω.
ΠΑΡΗΣ
Θα του ειπής πως μ' αγαπάς;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τον αγαπώ εκείνον·
αυτό το λέγω κ' εις εσέ.
ΠΑΡΗΣ
Πλην θα μου 'πής ελπίζω,
ότι κ' εμένα μ' αγαπάς.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καλλίτερα θ' αξίζη
αν απ' οπίσω σου το ‘πώ, ή να το ‘πώ εμπρός σου.
ΠΑΡΗΣ
Ψυχή μου, σου εχάλασαν τα δάκρυα την όψιν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δεν εκατώρθωσαν πολύ μ' αυτό τα δάκρυά μου,
διότι ήτον άσχημη και πριν μου την χαλάσουν.
ΠΑΡΗΣ
Την αδικούν πλειότερον από τα δάκρυά σου,
τα λόγια σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αδίκημα δεν είναι η αλήθεια·
και λέγω κατά πρόσωπον 'ς εμένα την αλήθειαν.
ΠΑΡΗΣ
Μου το εκατηγόρησες, και είναι ιδικόν μου
το πρόσωπόν σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πιθανόν, αφού δεν με ανήκει. —
Έχεις, ω πάτερ μου, καιρόν να σου 'μιλήσω τώρα,
ή θέλεις του εσπερινού την ώραν να γυρίσω;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Προκρίνω τώρα, κόρη μου πολυσυλλογισμένη.
Αυθέντα, σε παρακαλώ να μας αφήσης μόνους.
ΠΑΡΗΣ
Να με φυλάξη ο Θεός εμπόδιον να γείνω.
θα σε ξυπνήσω την αυγήν την πέμπτην, Ιουλιέτα.
Ως τότε, χαίρε· δέξου το το φίλημά μου τούτο.
(Απέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κλείσε την θύραν κ' έλα 'δώ. Κλαύσε και συ μαζή μου·
ελπίς δεν μένει, πάτερ μου· δεν έχει θεραπείαν.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Αχ, Ιουλιέτα! έμαθα την λύπην που σου ήλθε,
κ' η συλλογή μου είσαι συ, παιδί μου. Μου το είπαν
πως πρέπει, και αναβολή δεν ημπορεί να γείνη,
τον Πάρην να στεφανωθής την ερχομένην πέμπτην.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! μη μου λέγης, πάτερ μου, μη λέγης τι σου είπαν,
εάν δεν έχης να μου 'πής και πώς να τ’ αποφύγω.
Αν άλλον τρόπον να σωθώ η γνώσις σου δεν βλέπη,
ειπέ μου ότι γνωστικήν απόφασιν επήρα,
κ' ευθύς εδώ την εκτελώ με το μαχαίρι τούτο.
(Σύρει εκ του στήθους εγχειρίδιον).
Ταις δυο καρδιαίς μας ο Θεός, εμού και του Ρωμαίου, μας τας συνένωσε, και συ μας ένωσες τα χέρια. Παρά καινούριαν ένωσιν ποτέ να υπογράψη αυτό το χέρι πώβαλες ‘ς το χέρι του Ρωμαίου, ή η πιστή μου η καρδιά ς' εκείνον ν' απιστήση, μ' αυτό εδώ ας σπαραχθή και χέρι και καρδιά μου! Σκέψου λοιπόν, και συμβουλήν συ ο πραγμένος δος μου. Ει δε, με βλέπεις; μεταξύ εμού και του καϋμού μου θα έλθη το μαχαίρι μου κριτής να γείνη τώρα· απ' την απελπισίαν μου αυτό θα με γλυτώση, εάν δεν εύρ' η πείρα σου κ' η τέχνη σου τον τρόπον να μου γλυτώση την τιμήν. Ειπέ να σε ακούσω. Εάν δεν έχης ιατρικόν, ειπέ το, ν' αποθάνω.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Κόρη μου, στάσου. Μιαν μικρήν ελπίδα μισοβλέπω.
Απελπισμένον τόλμημα θα ήναι, καθώς είναι
απελπισμένη και φρικτή και η περίστασίς σου.
Εάν, παρά να 'πανδρευθής μεθαύριον τον Πάρην,
αποφασίζης και τολμάς να σκοτωθής αλήθεια,
θα έχης τότε δύναμιν και ν' αψηφήσης πράγμα
που ομοιάζει θάνατον, εσύ οπού γυρεύεις
με θάνατον αληθινόν να σώσης την τιμήν σου.
Εγώ σου δίδω ιατρικόν, αν θάρρος δεν σου λείπη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Παρά ποτέ να 'πανδρευθώ τον Πάρην, πρόσταξέ με
από αυτήν να κρημνισθώ την κορυφήν του πύργου·
ή στων κλεφτών να πλανηθώ τα μονοπάτια 'πέ μου·
ή πρόσταξέ με να χωθώ όπου φωληάζουν φίδια·
μαζή μ' αρκούδαις δέσε με ‘ς την ίδιαν αλυσίδα,
ή κλείσε με μεσάνυκτα 'ς ένα κιβούρι μέσα,
γεμάτον κόκκαλα νεκρών που τρίζουν και κτυπιούνται,
γεμάτον σκέλεθρα χλωμά κι' ολόγυμνα κρανία·
ή πρόσταξέ με να χωθώ εις ανοιγμένον μνήμα,
και τύλιξέ με στου νεκρού το σάβανον· ειπέ μου
πράγμα, που τρόμος μ' έπιανε και να τ’ ακούσω μόνον,
κι' αμέσως χωρίς δισταγμόν ή φόβον θα το κάμω,
να μείνω ακηλίδωτη γυναίκα του ανδρός μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου·
καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην
τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην
εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης,
χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.
Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα
εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως
λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου,
θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη
να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα
‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν·
κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου,
ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου·
τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα,
ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.
Εις την κατάστασιν αυτήν ενός πλαστού θανάτου
θα κείτεσαι αναίσθητη σαράντα δύο ώραις,
και μ' ένα 'ξύπνημα γλυκόν κατόπιν θα συνέλθης.
Αλλά την πέμπτην το πρωί, την ώραν οπού έλθη
να σ' εξυπνήση ο γαμβρός, θα σ' εύρη ‘πέθαμμένην.
Και κατά την συνήθειαν την παλαιάν μας τότε(48),
θα σ' εξαπλώσουν νεκρικά και λαμπροστολισμένην,
και θα σε φέρουν ανοικτήν ‘ς το ξυλοκράββατόν σου
‘ς τον τάφον, όπου οι νεκροί του γένους σου κοιμούνται.
Όμως εγώ ‘ς το μεταξύ, και πριν εσύ 'ξυπνήσης,
θα στείλω γράμμα κάθε τι να μάθη ο Ρωμαίος,
κ' εδώ να έλθη· και αυτός κ' εγώ το 'ξύπνημά σου
‘ς τον τάφον θα προσμένωμεν και την ιδίαν νύκτα
από εδώ ‘ς την Μάντουαν σε παίρνει ο Ρωμαίος.
Ιδού ο τρόπος να σωθής από την εντροπήν σου,
εκτός εάν ‘ς τα ύστερα το θάρρος σου κλονίση
είτε της γνώμης αλλαγή, ή φόβος γυναικίσιος.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! δος μου, δος μου το εδώ, και μη μου λέγης φόβους.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Να! πήγαινε· μη κλονισθής εις την απόφασίν σου,
και βοηθός σου ο Θεός! ‘ς την Μάντουαν θα στείλω
ένα πατέρα, γράμμα μου ‘ς τον άνδρα σου να φέρη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αγάπη, δος μου δύναμιν να εύρω σωτηρίαν!
Με την ευχήν σου, πάτερ μου.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και
ΥΠΗΡΕΤΑΙ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Προσκάλεσέ μου συ αυτούς, που είν' εδώ γραμμένοι.
(Εξέρχεται είς υπηρέτης).
Πήγαινε συ, και είκοσι μαγείρους 'νοίκειασέ μου (49).
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Θα σου τους φέρω όλους διαλεκτούς, αυθέντα μου.
Θα ιδώ πρώτα αν γλείφουν τα δάκτυλά των.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Και με τούτο θα τους δοκιμάσης;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και βέβαια, αυθέντα μου· μόνον οι κακοί μάγειροι
δεν γλείφουν τα δάκτυλά των· λοιπόν όποιος δεν γλεί-
φεται δεν μου κάμνει.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Πήγαινε· φεύγα.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης).
Δεν θα τα καταφέρωμεν ως τότε καθώς πρέπει. —
Λοιπόν επήγε ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου
η Ιουλιέτα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μάλιστα.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Ίσως την ωφελήσουν
τα λόγια του. Ανάποδη και δύστροπη που είναι.
(Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Να την. Ιδέ! Χαρούμενη απ' το κελλί γυρίζει.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι κάμνεις; Πού εγύριζες ως τώρα, πεισματάρα;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εις μέρος όπου έμαθα πως ήτον αμαρτία
ν' αντισταθώ ‘ς την γνώμην σου και εις το θέλημά σου.
Ο άγιος πνευματικός μ' επρόσταξε να πέσω
γονατιστή ‘ς τα πόδια σου, συγγνώμην να ζητήσω.
Συγχώρησέ με· ‘ς το εξής θα κάμω ό,τι θέλεις.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τον Πάρην να μηνύσετε! Αμέσως να τα μάθη!
Και αύριον πρωί πρωί το πράγμα να τελειόνη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
'Σ του Λαυρεντίου το κελλί απήντησα τον νέον,
και του απέδειξα εκεί την πρέπουσαν φιλίαν,
χωρίς να 'πάγω παρεκεί απ' ό,τι μου αρμόζει.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Καλά, καλά· το χαίρομαι· έτσι σε θέλω· σήκω.
Τώρα μου φέρνεσαι καλά. — Θέλω να ιδώ τον Πάρην.
Σας είπα να μηνύσετε αμέσως πως τον θέλω. —
Τον άγιον καλόγηρον! Μα τον εσταυρωμένον,
όλ' η Βερώνα δι αυτό θα του γνωρίζη χάριν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αναίβα, παραμάνα μου, μαζή μου να διάλεξης
τα νυμφικά φορέματα, που αύριον θα βάλω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Την πέμπτην· όχι αύριον έχεις καιρόν ακόμη.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Πηγαίνετε, πηγαίνετε· διά την εκκλησίαν
ετοιμασθήτε αύριον.
(Απέρχονται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αλλά καιρός δεν μένει·
νυκτόνει.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δεν βαρύνεσαι; Θα τρέξω άνω κάτω,
θα ετοιμάσω κάθε τι κ' ησύχασε, γυναίκα·
‘ς την Ιουλιέταν πήγαινε κ' ιδέ τα νυμφικά της.
Δεν πάγω ‘ς το κρεββάτι μου απόψε. Άφησέ με·
θα κάμω την 'νοικοκυράν. — Ποιος είν' εκεί; — Κανένας!
Εβγήκαν όλοι! Το λοιπόν μονάχος μου πηγαίνω
εις τον γαμβρόν, δι αύριον να τον προετοιμάσω.
Ελάφρωσιν αισθάνεται μεγάλην η καρδιά μου,
αφού αυτή, η παλαβή, ‘ς τα συγκαλά της ήλθε.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Ο κοιτών της Ιουλιέτας.
(Εισέρχονται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ και η παραμάνα).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αυτό το φόρεμα εδώ είναι καλόν. Απόψε
να με αφήσης μοναχήν, καλή μου παραμάνα.
Έχω να κάμω προσευχαίς, και να παρακαλέσω
να βοηθήση του θεού η χάρις την ψυχήν μου,
που 'ξεύρεις πόσας συμφοράς και αμαρτίας έχει.
(Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Δουλεύετε; Με θέλετε κ' εγώ να βοηθήσω;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όχι, μητέρα. Έτοιμα είν' όλα, όσα έχω
ς' την αυρινήν παράταξιν να βάλω. Άφησέ με
να μείνω τώρα μοναχή, παρακαλώ· κι' απόψε
ας μείνη η παραμάνα μου μαζή σου· κράτησέ την
η προετοιμασία σου θα σ' έχη άνω κάτω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Καλήν σου νύκτα· πλάγιασε να κοιμηθής αμέσως
και ύπνος σου χρειάζεται απόψε.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καλήν νύκτα,
(Απέρχονται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θεός ηξεύρει αν ποτέ ξαναενταμωθώμεν!
Ωσάν να μου παρέλυσε τας φλέβας κρύος φόβος,
και μου παγόνει της ζωής την ζέστην. — Θα τας κράξω·
αν τας ιδώ αναψυχήν θα λάβω. — Παραμάνα! —
Πλην τι την θέλω; Μόνη μου εγώ να παίξω έχω
την αποτρόπαιον σκηνήν! Έλα εδώ, φιάλη! —
Κι αν δεν ναρκόνη το πιοτόν; Θα με 'πανδρεύσουν τότε
αύριον; Ω! ποτέ, ποτέ! Ιδού τι θα με σώση!
Εδώ κοντά μου μείνε συ.
(Θέτει πλησίον της εγχειρίδιον).
Αλλά, εάν φαρμάκι
μου έδωσ' ο καλόγηρος, και θέλη ν' αποθάνω,
μήπως ο γάμος μου αυτός του φέρη ατιμίαν,
διότι μ' εστεφάνωσε με τον Ρωμαίον πρώτα;
Φοβούμαι μήπως είν' αυτό. Αλλ' όχι δεν πιστεύω·
αγίου έχει όνομα, και το αξίζει. Όχι·
δεν θέλω τέτοιος στοχασμός ‘ς τον νουν μου να περάση!
Και αν εκεί που κείτομαι, πριν φθάση ο Ρωμαίος
να με γλυτώση, έξαφνα ‘ς τον τάφον εξυπνήσω;
Ω! τι τρομάρα! Μην πνιγώ εις την καμάραν μέσα,
όπου αέρα καθαρόν το βδελυρόν της στόμα
δεν αναπνέει; και νεκράν όταν θα φθάση μ' εύρη;
Ή και αν ήμαι ζωντανή, η αγριάδα μήπως
να ευρεθώ ‘ς τα σκοτεινά, ‘ς την αγκαλιάν του Χάρου,
εις τέτοιον μέρος φοβερόν,… εκεί ‘ς τον θόλον μέσα,
όπου προ τόσων γενεών κ' εκατοντάδων χρόνων
σωριάζονται τα κόκκαλα προγόνων μου θαμμένων
όποτ ‘ς το χώμα το νωπόν το σώμα του Τυβάλτη
αιματωμένον σήπεται ‘ς το νεκροσάβανόν του·
όπου ‘ς τα βάθη της νυκτός φαντάσματα θα 'βγαίνουν…
Αλλοίμονον! μήπως εκεί 'ξυπνήσω πριν της ώρας,
'ς αποφοραίς σιχαμεραίς και εις κραυγαίς τρομάρας,
ωσάν να ξερριζόνεται βλαστάρι μανδραγόρα
και κράζει, και τρελλαίνεται ο άνθρωπος π' ακούει;.. (!0)
Ω! αν 'ξυπνήσω, μη εκεί τα λογικά μου χάσω,
μ' αυτούς τους φόβους τους φρικτούς περιτριγυρισμένη;
και φρενιασμένη, μη βαλθώ να παίζω με τα μέλη
των προπατόρων μου εκεί; κ' αιματοκυλισμένον
να 'βγάλω απ' το σάβανον το πτώμα του Τυβάλτη;
και μέσα ‘ς την μανίαν μου, ενός ανδρειωμένου
προγόνου μου το κόκκαλον ν' αρπάξω, και μ' εκείνο
στ’ απελπισμένα χέρια μου, να χύσω τα μυαλά μου;
Του εξαδέλφου μου, ιδού, μου φαίνεται να βλέπω
το φάντασμα, και κυνηγά να πιάση τον Ρωμαίον
διότι του εκάρφωσε ‘ς τα στήθη το σπαθί του!
Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!…
Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα!
(Πίπτει επί της κλίνης).
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.
Η αίθουσα του Καπουλέτου.
(Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος.
Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα.
Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα,
και η καμπάνα ' σήμανε ταις τρεις. Έχε ‘ς τον φούρνον
Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα·
φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο
θα ήσαι άρρωστος.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Εγώ; καθόλου. Να η ώρα!
Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον,
και δεν αρρώστησα ποτέ.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου
σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα·
πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Α! ζήλεια, ζήλεια!
(Εισέρχονται υπηρέται φέροντες δίσκους, καλάθους, ξύλα, κτλ.)
Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα;
Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Εμπρός, εμπρός.
(Εξέρχεται ο Α' υπηρέτης)
Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα;
κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.
Β’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Έχω κεφάλι δα κ' εγώ, αυθέντα, διά ξύλα·
δεν έχω χρείαν να μου 'πή ο Πέτρος να τα εύρω.
(Εξέρχεται).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Ά! μ' έκαμε κ' εγέλασα με την απόκρισίν του·
αλήθεια ξυλοκέφαλος! — Να! 'ξημερόνει κι’ όλα!
Ο Πάρης με την μουσικήν να έλθη δεν θ' αργήση·
όπου κι' αν ήναι θα φανή.
(Μουσική έσωθεν)
Να! έρχεται! Γυναίκα!
Αι, παραμάνα! δεν ακούς; πού είσαι, παραμάνα!
(Εισέρχεται η παραμάνα).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Την Ιουλιέταν 'ξύπνησε κ' ετοίμασε την. Τρέχα!
Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα·
τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
Ο κοιτών της Ιουλιέτας.
(Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ επί της κλίνης της. Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα!- —
Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία!
Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης;
Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη!
Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον.
Καλοκοιμήσου! Αύριον να κοιμηθής δεν έχει·
ο Πάρης δεν το συγχωρεί. — Θεέ, συγχώρεσέ με,
βαρύς που είν' ο ύπνος της! Να την 'ξυπνήσω πρέπει.
Κυρία μου, κυρία μου! Εάν ο Πάρης έλθη
και σ' εύρη ‘ς το κρεββάτι σου, θα σε κατατρομάξη.
Δεν θα τρομάξης; 'Ξύπνησε! — Με τα φορέματά σου
επλάγιασες; Τι είν' αυτό; Είν' ώρα να 'ξυπνήσης·
Κυρία! Ιουλιέτα μου!… Αλλοίμονον! Βοήθεια!
Βοήθεια! Η κυρία μου απέθανε! Βοήθεια!
Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη!
Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια!
(Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τι είν' ο τόσος θόρυβος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ημέρα ωργισμένη!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Τι έπαθες;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου!
Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω.
Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν.
(Εισέρχεται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Είν' εντροπή! Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω;
ήλθ' ο γαμβρός.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι!
Αλλοί, αλλοί!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Να την ιδώ… Τελειωμένη· κρύα·
το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη·
απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας·
ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της,
'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ώρα κακή μας 'πλάκωσε!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Ω συμφορά και πίκρα!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω,
μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου.
(Εισέρχονται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, ο ΠΑΡΗΣ και ΜΟΥΣΙΚΟΙ).
ΠΑΡΗΣ
Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Να 'πάγη έτοιμη, αλλά… διά να μη γυρίση!
Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα,
ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε. Ιδέ την
το άνθος που λαχτάριζες, το 'μάδησεν εκείνος·
ο Χάρος κληρονόμος μου, γαμβρός μου είν' ο Χάρος
Αυτός εστεφανώθηκε την κόρην μου· και τώρα
θα ξεψυχήσω, κ' εις αυτόν θ' αφήσω ό,τι έχω.
Και η ζωή μου και το παν ανήκουν εις τον Χάρον!
ΠΑΡΗΣ
Τόσον καιρόν επρόσμενα να έλθη τούτ’ η 'μέρα,
κι' αυτό το θέαμα εδώ μου έμελε να φέξη!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Κατηραμένη, άτυχη, πικρή και μαύρη 'μέρα!
Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε
εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου!
Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου,
αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη,
κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα!
ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα,
οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!
Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα!
Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη!
Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα!
ΠΑΡΗΣ
Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη!
Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι,
ω θάνατε, πικρέ — πικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου!
όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!
Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας
να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου!
όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω.
Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου!
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει!
Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.
Αυτή εδώ ‘ς τον ουρανόν και εις εσάς ανήκε·
πλην σήμερον ολόκληρην ο ουρανός την θέλει·
και τόσον το καλλίτερον διά την νέαν κόρην.
Τον θάνατον να κλέψετε, κ' εδώ να το κρατήτε
το ιδικόν σας μερτικόν, ‘ς το χέρι σας δεν είναι.
Εις την αιώνιον ζωήν κρατεί το μερτικόν του
ο Ουρανός. Ηθέλετε την υπερύψωσίν της·
και ήτον ευτυχία σας αυτή να ευτυχήση.
Προς τι την κλαίετε λοιπόν, που είν' ανυψωμένη
επάνω απ' τα σύννεφα, εις τ’ Ουρανού τα ύψη;
Δεν είναι η αγάπη σας αληθινή αγάπη,
εάν η ευτυχία της σας φέρνει τόσην λύπην.
Δεν εκαλοπανδρεύθηκε η χρόνια 'πανδρευμένη·
χαρά ‘ς την που 'πανδρεύεται, και νειόνυμφη ‘πεθαίνει,
Σφογγίσετε τα δάκρυα· ‘ς το εύμορφον κορμί της
ελάτε να σκορπίσετε το δενδρολίβανόν σας(51).
Στολίσετέ την έπειτα και συνοδεύσετέ την
‘ς την εκκλησίαν. Απαιτεί τα δάκρυα η φύσις,
αν και γελά το Λογικόν όταν η Φύσις κλαίη.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τα όσα θα εγίνοντο ς' την τελετήν του γάμου,
‘ς το λείψανον της Κόρης μου ας χρησιμεύσουν τώρα.
Αντί λαλούμενα χαράς, καμπάναις ας σημάνουν
αντί τραγούδια εύθυμα, ας ψάλουν μοιρολόγια·
του γάμου το συμπόσιον ας γίνη κόλλυβά της,
και τ’ άνθη της τα νυμφικά νεκρήν ας την ραντίσουν,
και κάθε τι αντίστροφον να γίνη και ν' αλλάξη!
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Πήγαινε μέσα. Πήγαινε μαζή του, ω Κυρία.
Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε
να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της.
Μ' αυτό τας αμαρτίας σας ο Κύριος παιδεύει,
και κλίνετε την κεφαλήν, να μη παραθυμώση.
(Εξέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, ο ΠΑΡΗΣ
και ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ).
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Αι! ας πηγαίνωμεν κ' ημείς και τα λαλούμενά μας.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πηγαίνετε· πηγαίνετε καλά μου παλλικάρια,
κ' εστράβωσαν τα πράγματα, καθώς παρατηρείτε.
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Ας ήτον εις το χέρι μας να 'σιάσουν, παραμάνα.
(Απέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
(Εισέρχεται ο ΠΕΤΡΟΣ(52) ).
ΠΕΤΡΟΣ
Μουσικοί, ω μουσικοί μου, παίξετε μου χ α ί ρ ο υ κ α ρ-
δ ι ά μ ο υ χ α ί ρ ο υ· αν θέλετε το καλόν μου, παιδιά μου,
παίξετέ μου το.
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Και διατί να σου παίξωμεν το χ α ί ρ ου κ α ρ δ ι ά
μ ο υ, χ α ί ρ ο υ;
ΠΕΤΡΟΣ
Διότι η ιδική μου καρδιά παίζει μέσα της το σ χ ί-
σ ο υ κ α ρ δ ι ά μ ο υ σ χ ί σ ο υ. Παίξετε μου, μουσικοί,
κανένα εύθυμον σκοπόν να με παρηγορήσετε.
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Δεν παίζομεν τίποτε. Δεν είναι καιρός διά μουσικήν
τώρα.
ΠΕΤΡΟΣ
Δεν παίζετε;
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Όχι.
ΠΕΤΡΟΣ
Τώρα να σας δώσω εγώ…
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Τι θα μας δώσης;
ΠΕΤΡΟΣ
Όχι χρήματα βέβαια! ξύλον θα σας δώσω.
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Σώπα, παληόδουλε.
ΠΕΤΡΟΣ
Κύτταξε να μη σου χώση το σπαθί του εις τα πλευ-
ρά ο παληόδουλος. Κύτταξε να μη σου βαρέση το ίσον
εις την ράχιν σου.
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Έλα έλα. Χώσε το σπαθί σου, και ξέχωσε το πνεύ-
μα σου.
ΠΕΤΡΟΣ
Τώρα να σας δείξω και το πνεύμα μου. Θα σας κο-
πανίσω με τον νουν μου, αντί να σας τρυπήσω με το
σπαθί μου. Αποκριθήτε μου ωσάν άνθρωποι.
Όταν την ψυχήν λύπη μας πλακώνει και την βασανίζει αίσθημα πικρόν, τοτ’ η μουσική με ήχον αργυρόν…
διατί ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; διατί λέγει, η μ ο υ σ ι κ ή
μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; Εδώ σε θέλω, Σίμε Λαγουτάρη.
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Το λέγει, διότι το αργύριον έχει γλυκόν ήχον.
ΠΕΤΡΟΣ
Περίφημα! Τί λέγεις εσύ, Τρίχορδε;
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Λέγω ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι οι μουσικοί παίζουν
διά το αργύριον.
ΠΕΤΡΟΣ
Εξαίρετα! Και συ, κυρ Δοξαρά;
Γ’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Δεν 'ξεύρω τι να 'πώ εγώ.
ΠΕΤΡΟΣ
Εγώ να σας το ειπώ. Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν
α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς.
Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν
μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει.
(Απέρχεται).
Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Τι παληάνθρωπος είναι αυτός;
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο-
λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ.
(Απέρχονται).
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
Οδός εις Μάντουαν.
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εάν του Ύπνου ημπορώ το 'μάτι να πιστεύσω,
τα όνειρά μου είδησιν χαροποιάν προλέγουν.
Αισθάνομαι ‘ς τον θρόνον του ελαφροκαθισμένον
τον κύριον του στήθους μου. Κι απ' την αυγήν ως τώρα
μια ασυνείθιστη χαρά ανοίγει την καρδιάν μου,
κι από την γην με στοχασμούς φαιδρούς μ' ανασηκόνει.
Απόψε την γυναίκα μου την είδα στ’ όνειρόν μου,
ωσάν να ήρχετο εδώ να με ιδή· και μ' ηύρεν
αποθαμμένον (όνειρον παράδοξον! ν' αφίνη
να συλλογήται ο νεκρός)· κι' αυτή με τα φιλιά της
τόσην εφύσησε ζωήν εις τα νεκρά μου χείλη,
ώστε ανέζησα εγώ, και ήμουν βασιλέας.
Αχ! Τι απόλαυσις γλυκειά η ζωντανή αγάπη,
αν της αγάπης η σκιά τόσην χαράν χαρίζη!
(Εισέρχεται ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Απ' την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ;
Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα.
Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου,
Τι κάμν' η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν.
Όταν εκείν' ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Λοιπόν εκείν' είναι καλά, κ' είναι καλά τα πάντα·
‘ς τον τάφον των προγόνων της το σώμα της κοιμάται,
κ' η άυλή της η ψυχή πετά με τους αγγέλους.
Εξαπλωμένην νεκρικά την είδα εις το μνήμα,
κ' ήλθα εδώ να σου το 'πώ. Συγχώρησε, αυθέντα,
αν φέρνω είδησιν κακήν. Το πρόσταγμά σου κάμνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! —
Πήγαιν' εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω·
κ' ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι
αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση
καμμία νέα συμφορά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μην έχης τέτοιον φόβον.
Πήγαινε τώρα· άφες με, κι' ό,τι σου είπα κάμε.
Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Όχι, αυθέντα μου καλέ, δεν έχω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν πειράζει.
Τρέξε να εύρης άλογα. Ευθύς κ' εγώ θα έλθω.
(Απέρχεται ο Βαλτάσσαρ).
Απόψε, Ιουλιέτα μου, μαζή σου θα πλαγιάσω! Πλην πώς να γίνη; — Ω! ‘ς τον νουν ενός απελπι- [σμένου τι γρήγορα που το κακόν εμβαίνει! — Ενθυμούμαι, εδώ πλησίον κατοικεί ένας φαρμακοπώλης. Προχθές τον είδα. Βότανα εμάζευε σκυμμένος, με ξεσχισμένον φόρεμα, με φρύδια σουφρωμένα· τον είχε ως το κόκκαλον η πτώχεια φαγωμένον. Και εις του ξεπεσμένου του εργαστηρίου τους τοίχους χελώναν είχε κρεμαστήν, και δέρμα κροκοδείλου βαλσαμωμένον, και πετσιά ψαριών φρικωδεστάτων· κι' ανάρια ‘ς το τραπέζι του αραδιασμένα ήσαν άδεια κουτιά, και πράσινα αγγεία χωματένια, και φούσκαις κατακίτριναις, και μουχλιασμένοι σπόροι, και τριαντάφυλλα παστά, κι' απομεινάρια σπάγγου. Κ' εγώ επαρατήρησα την πτώχειαν του, και είπα: Εάν ευρίσκεται κανείς να χρειασθή φαρμάκι, αυτός ο άθλιος εδώ θα του το επωλούσε, κι ας τιμωρή τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος. Ωσάν να το επρόβλεπα πως θα τον λάβω χρείαν! Εδώ νομίζω κατοικεί· αλλά το εργαστήρι είναι κλειστόν. Έχει εορτήν. — Εσύ, φαρμακοπώλη!
(Εισέρχεται ο φαρμακοπώλης).
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Ποιος κράζει τόσον δυνατά;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Έλα εδώ, καλέ μου.
Πτωχός μου φαίνεσαι. Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα.
Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως,
κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη
εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη.
Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη
διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει
από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως
τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι;
‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα·
‘ς τα λιμασμένα 'μάτια σου η στέρησις' κ' η πτώχεια·
‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι' ο εξευτελισμός σου·
ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι' ο κόσμος δεν σε θέλει·
Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει·
λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Τα δέχεται η πτώχεια μου, η θέλησίς μου όχι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όχι την θέλησιν κ' εγώ, την πτώχειαν σου πληρόνω.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Πάρε αυτό και χύσε το 'ς ό,τι πιοτόν κι' αν ήναι,
και πιέ το. Είκοσι ανδρών την δύναμιν να έχης,
αμέσως οπού το γευθής, ευθύς σε τελειόνει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να τα φλωριά. Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι,
εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει,
από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ' εμποδίζει.
Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα!
Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. —
Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου
τον τάφον θα σε πάρω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος.
Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, εισερχόμενος.
'Σάν την φωνήν μου φαίνεται του πάτερ Ιωάννου.
Καλώς 'τον απ' την Μάντουαν! Τι λέγει ο Ρωμαίος;
Αν σ' έδωσε απόκρισιν γραμμένην, δος το γράμμα.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω,
νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον (53)· κ' εκεί όπου τον ηύρα
να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν
οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν
μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας,
και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι,
κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω
ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω.
Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο,
αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν,
και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη.
Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη,
εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ευθύς τον φέρνω.
(Απέρχεται).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα.
Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις.
Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον,
πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη.
Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν,
κ' έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου.
Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!
(Απέρχεται).
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Κοιμητήριον· εν αυτώ το οικογενειακόν των Καπουλέτων
μνημείον.
(Εισέρχεται ο ΠΑΡΗΣ, και ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ του φέρων άνθη και δαυλόν).
ΠΑΡΗΣ
Δος τον δαυλόν και πήγαινε. Παράμερα τραβήξου.
Ή σβύσε τον καλλίτερα. Να με ιδούν δεν θέλω.
Εσύ 'ξαπλώσου καταγής ‘ς τα έλατα αποκάτω,
κ' έχε τ’ αυτί σου κολλητόν κάτω ‘ς την γην την κούφιαν
απ' το συχνόν το σκάψιμον είν' άστρωτον το χώμα,
και αν ‘ς το κοιμητήριον κανείς περιπατήση,
θα τον ακούσης. Σφύριξε αμέσως που ακούσης.
Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ' εαυτόν.
Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω.
(Απομακρύνεται).
ΠΑΡΙΣ
Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην,
αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις!
Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω,
κι' αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.
Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα,
να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω.
(Σφυρίζει ο ακόλουθος).
Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος.
Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι,
και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου;
Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με!
(Εξέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ κρατών δαυλόν,
μοχλόν και αξίνην).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.
Το γράμμα τούτο δόσε το ‘ς τα χέρια του πατρός μου
πρωί πρωί. Δος μου το φως. Αν θέλης την ζωήν σου,
ό,τι κι' αν τύχη να ιδής και ό,τι κι' αν ακούσης,
μη πλησίασης κύτταξε και μη με διακόψης!
Έχω σκοπόν να καταιβώ ‘ς την κλίνην του θανάτου,
διότι και το πρόσωπον της γυναικός μου θέλω
να το ιδώ, κι' απ' το νεκρόν το χέρι της να πάρω
το δακτυλίδι που φορεί· πολύτιμόν μου είναι
και έχω λόγον ακριβόν που θέλω να το έχω.
Πλην αν γυρίσης και βαλθής να με παραμονεύσης,
μα τον Θεόν, τα μέλη σου κομμάτια θα τα κάμω,
να τα σκορπίσω εις αυτούς τους πεινασμένους τάφους!
Είν' οι σκοποί μου άγριοι, όσον κ' η ώρα τούτη·
ακόμη πλέον τρομεροί και εξαγριωμένοι
απ' ωργισμένην θάλασσαν, ή τίγριν πεινασμένην!
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
θα τραβηχθώ, αυθέντα μου, και δεν θα σε ταράξω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τούτο την αγάπην σου θα μου την αποδείξης.
Πάρε αυτά,
(Τω δίδει το βαλάντιόν του)
και πήγαινε, και ο Θεός μαζή σου!
Ώρα καλή σου, φίλε μου.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ας λέγη ό,τι θέλει,
εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει
το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι.
(Αποσύρεται).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου,
με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον!
Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω,
κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!
(Ανοίγει την θύραν του μνημείου).
ΠΑΡΗΣ
Αυτός είν' ο εξόριστος Μοντέκης, ο αυθάδης,
εκείνος οπού έχυσε το αίμα του Τυβάλτη,
και ν' αποθάνη έκαμε τ’ ωραίον τούτο πλάσμα
από την λύπην. Κ' έρχεται ακόμη να υβρίση
και τα θαμμένα των κορμιά! Να τον συλλάβω πρέπει. —
Σταμάτησε το έργον σου, ανόσιε Μοντέκη!
Και πέραν απ' τον θάνατον εκδίκησιν γυρεύεις;
Κατάδικε τρισάθλιε, σε συλλαμβάνω. Έλα,
υπάκουσέ με· πήγαινε μαζή μου. Θ' αποθάνης!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι· ο σκοπός μου είν' αυτός αλήθεια! Ν' αποθάνω! —
Απελπισμένον άνθρωπον μη ερεθίζης, νέε·
φύγε· ω! φύγε απ' εδώ και άφες με. Φοβήσου
αυτούς εδώ που κείτονται. Παρακαλώ σε νέε,
μη μ' αγριεύης, μη ζητής και άλλην αμαρτίαν
επάνω ‘ς το κεφάλι μου να μου επισωρεύσης.
Φύγε, σου λέγω· σ' αγαπώ καλλίτερ' απ' εμένα.
Κακόν δεν θέλω κανενός παρά του εαυτού μου.
Μη μένης· φύγε γρήγορα. Ζήσε να λέγης, ότι
ένας τρελλός ευσπλαγχνικός σ' εβίασε να φύγης.
ΠΑΡΗΣ
Δεν τα ψηφώ τα λόγια σου και τους εξορκισμούς σου,
κι' ως άνθρωπον παράνομον εδώ σε συλλαμβάνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πόλεμον θέλεις και καλά; Ιδού λοιπόν!
(Μάχονται).
Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Θεέ μου!
Σπαθιαίς! Τους νυχτοφύλακας ας τρέξω να φωνάξω.
(Απέρχεται).
ΠΑΡΗΣ
Μ' εσκότωσες! 'σπλαγχνίσου με, και άνοιξε το μνήμα,
κ' εξάπλωσέ με νεκρικά κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.
(Αποθνήσκει).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι;
Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης!
Τι μ' έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια
δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα;
Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον;
Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου;
Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της,
τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; —
Δος μου το χέρι. Είμεθα κ' εγώ και συ, καϋμένε,
μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον!
Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω
εις μνήμα θριαμβευτικόν… εις μνήμα; όχι! Φάρον!
διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα,
κ' η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις!
Εδώ 'ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.
(Καταθέτει τον Πάρην εντός του τάφου).
Πολύ συχνά ο άνθρωπος ‘ς το ψυχομαχητόν του αισθάνεται χαρούμενος, και οι τριγυρινοί του το ονομάζουν αστραπήν προ του θανάτου τούτο. Ιδού, κ' εμένα είν' αυτό η αστραπή μου τώρα! Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ω! της αναπνοής σου το μέλι το ερρούφησεν ο Θάνατος· αλλ' όμως ακόμη δεν εκάλυψε την ωραιότητά σου, ακόμη δεν σ' ενίκησε. Το κόκκινόν της χρώμα ακόμη αξεδίπλωτον το έχ' η ωραιότης επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου· του Χάρου δεν τα 'σκέπασεν η κίτρινη σημαία! Εις το αιματωμένον σου το σάβανον, Τυβάλτη, εδώ κοιμάσαι· τι ζητείς; τι άλλην χάριν θέλεις από το χέρι πώκοψε τα νειάτα σου ‘ς την μέσην, παρά να κόψη την ζωήν αυτήν, που εμισούσες; Συγχώρησέ με εξάδελφε! — Αχ, Ιουλιέτα, φως μου, πως είσαι τόσον εύμορφη ακόμη; Μη αλήθεια ο Θάνατος ο άυλος ερωτευμένος είναι; Μήπως το αποτρόπαιον, το άσαρκον το τέρας εδώ ‘ς το σκότος σε κρατεί, να σ' έχη ερωμένην; Από τον φόβον μου εδώ, μαζή σου θ' απομείνω. Ποτέ δεν φεύγω απ' αυτό του Σκότους το παλάτι. Εδώ θα μένω πάντοτε μαζή με τα σκουλήκια, που έχεις συνοδείαν σου. Εδώ, εδώ θα εύρω αιώνιον ανάπαυσιν. Εδώ θ' αποτινάξω απ' το τυραννισμένον μου κι' απηυδισμένον σώμα, τον βαρυτράχηλον ζυγόν του άστρου του κακού μου! Ιδέτε ύστερην φοράν, ω 'μάτια μου! Χαρήτε το ύστερον αγκάλιασμα, ω χέρια μου! Ω χείλη, εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον! Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης. Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον! Καλώς σε ηύρα αγάπη μου!
(Πίνει το δηλητήριον)
Πιστέ φαρμακοπώλη,
το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.
(Αποθνήσκει).
(Εισέρχεται εκ της ετέρας πλευράς του κοιμητηρίου ο ΠΑΤΕΡ
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, φέρων λύχνον, μοχλόν και αξίνην).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Βοήθειά μου ο Θεός! πόσαις φοραίς απόψε
εσκόνταψαν τα πόδια μου εις τάφους. — Ποίος είσαι;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Πάτερ Λαυρέντιε, εγώ, φίλος και γνώριμός σου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ευλογητός! Δεν μ' εξηγείς, τι φως εκεί του κάκου
φωτίζει μαυροσκούληκα κι' αόμματα κρανία;
Του Καπουλέτου είν' εκεί ο τάφος, αν δεν σφάλλω.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ο κύριός μου είν' εκεί, ω άγιέ μου πάτερ,
ο νέος οπού αγαπάς.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ποιος είναι;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ο Ρωμαίος.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Προ πόσης ώρας είν' εκεί;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
θα ήναι 'μισή ώρα.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
'Σ τον τάφον ακολούθει με.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Φοβούμαι να σ' ακούσω
Ο κύριός μου αγνοεί πως είμ' εδώ ακόμη,
και μ' εφοβέρισε φρικτά πως αν παραμονεύσω
θα με σκοτώση.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Μείν' εδώ· εγώ πηγαίνω μόνος.
Ω! τρέμω μήπως έγεινε καμμία δυστυχία.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω,
και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα
μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών. Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου; Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα, γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης;
(Ακούεται θόρυβος έξωθεν).
Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός! Ποιος άλλος; και ο Πάρης! και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη, τι θρήνος!… Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πάτερ,
ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι;
Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι·
ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος;
(Ακούεται θόρυβος έξωθεν).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει
εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.
Μια Δύναμις, που δεν 'μπορεί κανείς να την νικήση,
ανέτρεψε τα σχέδια και τους σκοπούς μας. Έλα!
Νεκρός o άνδρας σου εδώ ‘ς την αγκαλιάν σου είναι·
νεκρός κι' ο Πάρης. Φεύγωμεν. Θα σε τοποθετήσω
εις μοναστήρι άγιον καλογρηών. Μη στέκης·
μη μ' ερωτάς. — Eπλάκωσαν οι φύλακες! ω! έλα,
γρήγορα, φύγε!
(Θόρυβος έξωθεν).
Δεν τολμώ πλειότερον να μείνω.
(Εξέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πήγαινε, φύγε απ' εδώ· αλλά εγώ δεν φεύγω.
Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον;
Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι!
Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα
σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω
τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει,
και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω.
(Τον ασπάζεται).
Είναι τα χείλη σου ζεστά!
ΦΥΛΑΞ, έξωθεν.
Οδήγει μας. Πού είναι;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.
(Αρπάζει το εγχειρίδιον του Ρωμαίου)
Καλότυχον μαχαίρι,
χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω!
(Αυτοχειριάζεται και πίπτει επί του πτώματος του Ρωμαίου).
(Εισέρχονται οι νυκτοφύλακες και ο ακόλουθος του Πάρη).
Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ
Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε,
και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον.
(Εξέρχονται ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινες).
Τι θέαμα ελεεινόν! Ο Πάρης σκοτωμένος, κ' αιματωμένη και ζεστή ακόμ' η Ιουλιέτα, ενώ προ δύο ημερών ετάφηκ' εδώ κάτω! — Τρέξε στου πρίγκηπος εσύ, και συ στου Καπουλέτου, συ κράξε τους Μοντέκιδες. 'Σ τους τάφους ας σκαλίζουν οι άλλοι.
(Εξέρχονται έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ).
Εδώ έγινεν όλος αυτός ο θρήνος, και έχομεν να μάθωμεν το διατί να γίνη.
(Επιστρέφουσι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινές μετά του ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).
Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Τον ηύρα εις τα μνήματα· ο δούλος του Ρωμαίου.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Φυλάγετέ τον. Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση.
(Επιστρέφουσι έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ μετά του ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ).
Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει,
κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον
και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον.
Εισέρχεται ο ΠΡΙΓΚΗΨ μετά της συνοδείας του).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη,
κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας;
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και έτεροι).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
'Σ τους δρόμους
τρέχει ο κόσμος· μερικοί φωνάζουν ο Ρωμαίος,
του Πάρη άλλοι τ’ όνομα, και άλλοι Ιουλιέτα!
Και όλοι τρέχουν με φωναίς προς το 'δικόν μας μνήμα.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Τι είν' αυτό το άκουσμα το φοβερόν;
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Αυθέντα,
μαχαιρωμένος είν' εδώ ο Πάρης, κι' ο Ρωμαίος
αποθαμμένος, και ζεστή και νεοσκοτωμένη
η Ιουλιέτα, που προχθές ετάφηκ' εδώ κάτω.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου.
Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν
τους τάφους τούτους των νεκρών.
ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ
Ω ουρανέ! — Γυναίκα,
ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει!
Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη.
Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη,
στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα,
που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον!
(Εισέρχεται ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ και Έτεροι).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε,
εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε·
του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη.
Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν;
ΠΡΙΓΚΗΨ
Κύτταξ' εδώ να την ιδής.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Κακοαναθρεμμένε,
απ' τον πατέρα σου εμπρός ‘ς τον τάφον καταιβαίνεις;
ΠΡΙΓΚΗΨ
Ησύχασε, και πρόσμεινε να καθαρίσω πρώτα
το σκότος τούτο το πυκνόν, να μάθω την αιτίαν,
την κεφαλήν, και την πηγήν αυτής της παραζάλης.
Τότε θα γίνω αρχηγός πρώτος εγώ των θρήνων,
κι' ανοίγω εις την λύπην σας τον δρόμον του θανάτου·
αλλ' έως τότ’ υπομονή. — Οι ένοχοι πού είναι;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ο πλέον ύποπτος ιδού, κι' άν ένοχος δεν ήμαι.
Αλλά μου καταμαρτυρούν η ώρα και ο τόπος,
κ' επάνω μου του φονικού την υποψίαν στρέφουν.
Εγώ, αθώος κ' ένοχος, ιδού εμπρός σου στέκω,
να 'πώ την καταδίκην μου και την αθώωσίν μου.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Ειπέ μου γρήγορα λοιπόν εκείνο που γνωρίζεις.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ολίγα λόγια θα ειπώ· 'λίγη ζωή μου μένει,
κι' ούτ’ ημπορώ (κι αν ήθελα) να τα μακρολογήσω.
Η Ιουλιέτα σύζυγον τον είχε τον Ρωμαίον,
αυτόν που βλέπετε νεκρόν. Και την νεκράν εκείνην
πιστήν γυναίκα κι' ακριβήν την είχεν ο Ρωμαίος.
Εγώ τους εστεφάνωσα, εγώ. Και την ημέραν
του γάμου των του μυστικού απέθαν' ο Τυβάλτης.
Ο άκαιρός του θάνατος εστάθηκεν αιτία
εξωρισμένος ο γαμβρός από εδώ να φύγη.
Αυτόν η νέα έκλαιε και όχι τον Τυβάλτην
(Προς τον Καπουλέτον).
και με σκοπόν την λύπην της εσύ να ξερριζώσης, την ηρραβώνισες ευθύς, και να την στεφανώσης διά της βίας ήθελες αμέσως με τον Πάρην. Απελπισμένη έτρεξεν εκείνη και με ηύρε, κ' εγύρευε βοήθειαν, και τρόπον να γλυττώση από τον δεύτερον αυτόν τον γάμον, ή αλλέως εις το κελλί μου ήθελε να σκοτωθή εμπρός μου. Τότε κ' εγώ, που των φυτών τα μυστικά γνωρίζω, της έδωσα ναρκωτικόν. Το αποτέλεσμά του επέτυχε ‘ς το σώμα της, καθώς της το προείπα, και του θανάτου την μορφήν την έκαμε να λάβη. Εν τούτοις τον εμήνυσα να έλθη τον Ρωμαίον αυτήν την νύκτα την φρικτήν, και να την περιλάβη από τον τάφον της εδώ τον δανεικόν, την ώραν που έμελλεν η δύναμις του ιατρικού να παύση. Πλην έτυχεν εμπόδιον, κι' αντί αυτός να λάβη τα γράμματά μου, χθες αργά ο πάτερ Ιωάννης οπίσω μου τα έφερε. Και τότε μοναχός μου, την ώραν που επρόσμενα η νέα να ξυπνήση, ήλθα απ' τον τάφον μυστικά να την ελευθερώσω, κ' εις το κελλί εσκόπευα να την κρατώ κρυμμένην, έως να στείλω μήνυμα και πάλιν ‘ς τον Ρωμαίον. Αλλ' όταν έφθασα εδώ, λεπτά ολίγα μόλις πριν να την εύρω ξυπνητήν, τους ηύρα και τους δύο, τον Πάρην τον ενάρετον και τον πιστόν Ρωμαίον, αποθαμμένους καταγής. Εξύπνησε κ' εκείνη, κ' ενώ να φύγη απ' εδώ την επαρακαλούσα, κ' εις του Θεού τους ορισμούς υποταγήν να δείξη, μ' εξίππασεν ο θόρυβος κ' εβγήκ' από το μνήμα. Εκείνη δεν ηθέλησε να με ακολουθήση, κι' απελπισμένη, φαίνεται, 'σκοτώθηκε μονάχη. Αυτά γνωρίζω. — Ήξευρε τα στεφανώματά της η παραμάνα της. — Εάν εις όλα τούτα πταίω, ας παιδευθώ. Ο Νόμος σου ο αυστηρός ας κόψη ολίγον πριν της ώρας των τα γέρικά μου χρόνια.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Δι' άνθρωπον ενάρετον και άγιον σε είχα.
Τι άλλο έχει να ειπή ο δούλος του Ρωμαίου;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Εις τον αυθέντην μου εγώ της Ιουλιέτας είπα
τον θάνατον. Την Μάντουαν παραίτησεν αμέσως
κ' ήλθεν εδώ βιαστικός, 'ς αυτόν εδώ τον τάφον.
Το γράμμα τούτο μ' έδωσε να δώσω του πατρός του·
να τραβηχθώ μ' επρόσταξε, να τον αφήσω μόνον
αλλέως μ' φοβέρισε να κόψη την ζωήν μου.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Δος μου το γράμμα. Θα ιδώ τι γράφει του πατρός του.
Πού είναι και ο άνθρωπος του Πάρη; Φέρετέ τον. —
Ειπέ μου συ· τι έκαμεν εδώ ο κύριος σου;
Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Έφερε άνθη στης νεκράς το μνήμα να σκορπίση,
κ' επρόσταξε παράμερα εγώ να περιμένω.
Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας·
φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη·
κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.
Τον γάμον, την αγάπην του, τον θάνατον της γράφει,
και λέγει πως ηγόρασε ‘ς την Μάντουαν φαρμάκι,
και ήλθεν, εις τον τάφον της επάνω ν' αποθάνη,
κ' εδώ κι' αυτός ν' αναπαυθή κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.
Αυτοί που είναι, οι εχθροί; — Μοντέκη, Καπουλέτε!
Ιδέτε πώς την έχθραν σας ο Ουρανός παιδεύει·
εξολοθρεύει ο Θεός μ' αγάπην την χαράν σας!
Κ' εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα 'μάτια
έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη.
Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο
να σου ζητήσω ημπορώ;
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Εγώ θα δώσω κι' άλλο.
Από χρυσάφι καθαρόν θα στήσω τ’ άγαλμα της,
ώστε ενόσω εις την γην Βερώνα θα υπάρχη,
της Ιουλιέτας της πιστής να σώζεται η μνήμη,
και τ’ όνομά της ακριβόν κι' αγαπητόν να μένη!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Χρυσόν κοντά της τ’ άγαλμα θα στήσω του Ρωμαίου.
Άδικα θύματα κ' οι δυο της παλαιάς μας έχθρας!
ΠΡΙΓΚΗΨ
Αυτά τα 'ξημερώματα ειρήνην μαύρην φέρνουν.
Ο ήλιος απ' την λύπην του το πρόσωπόν του κρύπτει.
Πηγαίνωμεν. Θα έχωμεν πολύ συχνά αιτίαν
να ομιλούμεν δι αυτά τα θλιβερά συμβάντα.
Θα συγχωρήσω μερικούς· θα παιδευθούν οι άλλοι(54).
Δεν εξανέγεινε ποτέ τόσος καϋμός και θρήνος,
'σαν τον 'δικόν σας τον καϋμόν, Ρωμαίε, Ιουλιέτα!
(Εξέρχονται).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1) Η τραγωδία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας εδημοσιεύθη το πρώτον κατά το 1597 μ. Χ. Αλλά κατά συγχρόνους μαρτυρίας φαίνεται γραφείσα κατά το 1595· τινές δε των κριτικών θεωρούσιν αυτήν κατά δύο ή τρία έτη αρχαιοτέραν. Τω 1599 εξεδόθη εκ δευτέρου μετά προσθηκών και διορθώσεων· επί ταύτης δε βασίζονται αι μεταγενέστεραι της τραγωδίας εκδόσεις. Όπως δήποτε αύτη είναι εκ των πρώτων του Σαικσπείρου έργων, ή μάλλον ειπείν, το αριστούργημα της νεαράς αυτού ηλικίας. Διά τούτο, κατά το λέγειν του Mezières (Shakespeare ses Œuvres et ses critiques, σελ 259) «δεν είναι μεν η τελειοτέρα των τραγωδιών αυτού, αλλά προξενεί εντύπωσιν ζωηροτέραν ίσως πάσης άλλης, καθ' ο έχουσα εν εαυτή την έμπνευσιν και την έκφρασιν της νεότητος.»
«Το ποίημα τούτο, λέγει ο Schlegel, αποπνέει την ευωδίαν του έαρος, ανακαλεί την ηδυπάθειαν του άσματος της αηδόνος, και είναι τρυφηλόν ως ρόδον νεωστί διεπτυγμένον. Αλλ' από της πρώτης εν αυτώ περιεσταλμένης εκδηλώσεως και ανταλλαγής σεμνού έρωτος μεταφερόμεθα, — ταχύτερον ή όσον η άνθησις της νεότητος και του κάλλους διέρχεται, — εις πάθος άμετρον, εις ένωσιν αμετάκλητον· δι' αλλεπαλλήλων δε εκρήξεων ευδαιμονίας και απελπισίας, απολήγομεν εις το οικτρόν των δύο εραστών τέλος. Αλλά και αποθνήσκοντες φαίνονται ούτοι αξιόζηλοι, ωσεί θριαμβεύοντες διά του θανάτου αυτών κατά παντός του δυναμένου να τους αποχωρίση! Τα γλυκύτερα και τα πικρότερα, έρως και μίση, εορταί και θρήνοι, εναγκαλισμοί και ενταφιασμοί, η ζωή εν πάση αυτή τη ακμή, και αυτοκτονίαι, τα πάντα ενταύθα κατεπείγουσιν αλλεπάλληλα. Πάσαι δε αύται αι αντιθέσεις τοσούτον εναρμονίως συνέχονται, αποτελούσαι ενιαίαν εντύπωσιν, ώστε το σύνολον αντηχεί εν τη ψυχή ημών ωσεί διαρκής τις στεναγμός.»
Την υπόθεσιν του δράματος ηρύσθη ο Άγγλος ποιητής εξ ιταλικής πηγής, εκ της ιστορίας των δύο εραστών της Βερώνας, ήτις κατά παράδοσιν εγχώριον διεδραματίσθη τω έτει 1303 μ. Χ. Από του 1470 μέχρι του 1535 μ.. Χ. τρία ιταλικά διηγήματα εδημοσιεύθησαν πραγματευόμενα την υπόθεσιν ταύτην. Το τελευταίον τούτων, το του Bandello, μετεφράσθη γαλλιστί υπό του Pierre Boisteau· εκ της μεταφράσεως δε ταύτης επήγασεν αγγλικόν ποίημα, δημοσιευθέν τω 1562 μ. Χ.· ώστε η υπόθεσις του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ήτο ήδη γνωστή εν Αγγλία, ότε ο Σαικσπείρος συνέλαβε την ιδέαν του δράματος, δι ου απηθανάτισε τους εραστάς της Βερώνης. Αλλά και εκτός της Αγγλίας η αυτή υπόθεσις ενέπνευσεν ετέρους συγχρόνους ποιητάς. Ούτως ο Ισπανός Lope de Vega έλαβεν αυτήν ως θέμα μιας των τραγωδιών του. Και ο ημέτερος δε Βικέντιος ο Κορνάρος φαίνεται μέχρι τινός επηρεασθείς υπό της αναγνώσεως των ιταλικών διηγημάτων, των πραγματευομένων περί του ατυχούς έρωτος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Ναι μεν, ο μύθος του Ερωτοκρίτου πολλαχώς διαφέρει της ιταλικής εκείνης παραδόσεως, αλλ' υπάρχουσιν εν αυτώ ικανά σημεία υποδεικνύοντα την επίδρασιν της ιταλικής πηγής. Ο έρως του Ερωτοκρίτου και της Αρετής (ει και διάφορος κατά την αρχήν και τας περιπετείας του έρωτος του Βερωναίου ζεύγους,) αι συναντήσεις των εραστών εις το παράθυρον, η εξορία του τε Ερωτοκρίτου και του Ρωμαίου (ει και εκ διαφόρου αιτίας προκαλούμεναι), ο μυστικός αμφοτέρων αρραβών ή γάμος, ο επιβαλλόμενος υπό των πατέρων δεύτερος γάμος, και η άρνησις της τε Ιουλιέτας και της Αρετής, και η οργή των πατέρων και τα κατόπιν δεινά, και οι χαρακτήρες της Νένας εξ ενός και της παραμάνας αφ' ετέρου, ταύτα πάντα δεν φαίνονται τυχαίαι απλώς συμπτώσεις. Άλλως τε η επίδρασις της ιταλικής αγωγής και της ιταλικής φιλολογίας ήτο γενική καθ' άπασαν την τότε Ευρώπην. Εκεί ανεζήτουν υπογραμμόν και ηρύοντο έμπνευσιν ο Σαικσπείρος εν Αγγλία, ως ο Κορνάρος εν Σιτία της Κρήτης. Διά τούτο και μόνον, ανεξαρτήτως πάσης άλλης σχέσεως μεταξύ Ρωμαίου και Ιουλιέτας αφ' ενός και Ερωτοκρίτου αφ' ετέρου, !! εθεώρησα ως ουχί όλως αδιάφορον προς τον Έλληνα αναγνώστην την εν ταις επομέναις σημειώσεσι παραβολήν χωρίων τινών των δύο τούτων ποιημάτων. Ούτε θα σκανδαλίση τινά, φρονώ, η τοιαύτη παραβολή, ένεκα της ανισότητος των δύο ποιητών. Ο Σαικσπείρος ίσταται ως γίγας χρυσοστεφής εν μέσω απάντων των ποιητών της νεωτέρας εποχής, ενώ ο πτωχός Κορνάρος ούτε τον ταπεινόν στέφανον ελαίας, όστις τω προσήκει, ηυτύχησε εισέτι να περιβληθή. Αλλά δεν δικαιούμεθα διά τούτο να λησμονήσωμεν, ότι ο Ερωτόκριτός του, καίτοι φέρων τα ελαττώματα της εποχής καθ' ην εγράφη, έχει όμως τας αρετάς αληθούς ποιητικής εμπνεύσεως, και ότι δεν έσφαλεν ο ελληνικός λαός, ο επί τοσαύτας γενεάς αγαπήσας το ποίημα τούτο.
2) Εθεώρησα προτιμητέαν την βάρβαρον ταύτην γραφήν Μπεμβόλιος, ή την κακοφωνίαν και την διαστροφήν της διά του Β γραφής του ονόματος του Benvolio.
3) Τα δράματα του Σαικσπείρου, ότε το πρώτον εξεδόθησαν, δεν ήσαν διηρημένα εις πράξεις και σκηνάς. Οι μεταγενέστεροι εκδόται εθεώρησαν σκόπιμον τον εις πέντε πράξεις διαμερισμόν αυτών· τούτο δε εξηγεί την ανισότητα, ήτις ως επί το πολύ επικρατεί εις την πενταμερή ταύτην διαίρεσιν.
4) Προς τους προτιθεμένους να παραβάλωσι την μετάφρασίν μου προς το αγγλικόν κείμενον, οφείλω απολογητικήν τινα επεξήγησιν διά την μετρίασιν, έστιν ότε δε και την παράλειψιν εκφράσεών τινων του πρωτοτύπου. Απέναντι της δυσκολίας του να μεταφράσω, ή και της συστολής του να δημοσιεύσω τας τοιαύτας εκφράσεις εν πάση αυτών τη γυμνότητι, εθεώρησα προκριτωτέραν την συγκάλυψιν, ή την αποσιώπησιν ολιγίστων τινών χωρίων. Άλλως τε εις πολλάς των προς χρήσιν σχολείων ή οικογενειών αγγλικάς του ποιητού εκδόσεις πλείσται τοιαύται εκφράσεις παραλείπονται, ενώ ο μεταφραστής αντί της αποκοπής έχει το πλεονέκτημα να προσφεύγη εις την μετρίασιν αυτών. Και κατά τας θεατρικάς δε παραστάσεις πολλά επίσης αποσιωπώνται. Περί τούτου ιδίως η αγγλική εφημερίς Daily News, καταχωρίσασα την 28ην Ιανουαρίου 1875 επιστολήν ανταποκριτού αυτής, επραγματεύθη την επιούσαν δι άρθρου, ούτινος ιδού το συμπέρασμα. «Τινές των βαναυσολογιών, αίτινες παρεισβαίνουσιν εις τους διάλογους των Σαικσπειρείων δραμάτων δύνανται άνευ ζημίας τινός να παραλειφθώσιν. Αλλ' ενίοτε αι τοιαύται εκφράσεις χαρακτηρίζουσι δι' ανεξίτηλου τρόπου πρόσωπόν τι του δράματος, οίος λόγου χάριν ο Ιάγος, ούτινος η αισχρά καρδία διαστρέφει παν ό,τι αγνόν και όσιον. Αι τοιαύται βαναυσολογίαι δεν δύνανται να απαλειφθώσιν. Ο ποιητής εθεώρησεν αναγκαίον να χαρακτηρίση δι' αυτών τα ιδανικά πλάσματα, άτινα διά της φαντασίας αυτού ενεσάρκωσε». Ταύτα ας χρησιμεύσωσιν ως απολογία μου δι' όσα εν τη παρούση μεταφράσει ενδέχεται να θεωρηθώσιν ως μη αρκούντως σεμνοπρεπή. Εξ άλλου, καθ' α ο αυτός Άγγλος αρθρογράφος ορθώς επιλέγει, η γυμνότης πολλών εκφράσεων, αίτινες επετρέποντο κατά την εποχήν του Σαικσπείρου, δεν είναι τοσούτον επιλήψιμος, όσον τα υποκρυπτόμενα συχνάκις υπό την κατ’ επιφάνειαν ευπρέπειαν ή την κομψότητα της σημερινής δραματολογίας. Αλλά, ούτως ή άλλως, αναγκάζομαι να ομολογήσω, ότι η μετάφρασις των τοιούτων χωρίων και των υβριστικών εν γένει λέξεων του αγγλικού κειμένου, δεν ήτο η ελαχίστη των δυσχερειών του έργου μου, ως μεταφραστού.
5) Οι οπαδοί του Μοντέκη φέρουσιν επί του πίλου σημείον, δι' ου διακρίνονται από των του Καπουλέτου, αναγνωρίζονται δε ούτω επί της σκηνής και μακρόθεν.
6) Σημείον περιφρονήσεως. Κατά τους σχολιαστάς, σύρεται μετά βίας ο όνυξ του αντίχειρος επί των άνω οδόντων· ο εστίν, οίον το παρ' ημίν ισοδυναμούν τω γρυ σχήμα.
7) Ο πρίγκηψ προσκαλεί τους δύο γέροντας να έλθωσι
Το old Free-town, our common judgement pace.
Ο Γάλλος μεταφραστής (Fr. Hugo) μεθερμηνεύει το Free-town εις vieux Chateau de Villa-franca, ο δε Γερμανός zür alten Burg. Κατά σχολιαστήν Άγγλον old Free-town ήτο το φρούριον των Καπουλετών.
8) Αι αλλεπάλληλοι αλληγορίαι, των οποίων βρίθει το πρώτον ιδίως μέρος της προκειμένης τραγωδίας, μαρτυρούσιν ότι, καθ' ην εποχήν έγραφεν αυτήν, δεν είχεν εισέτι ο μέγας ποιητής απαλλαγή της επιδράσεως της συγχρόνου αυτού φιλολογίας. Η Ιταλία ήτο τότε το πρότυπον του πολιτισμού και ο οδηγός του συρμού. Εκεί δε τους μεγάλους συγγραφείς της προηγουμένης εκατονταετηρίδος είχε διαδεχθή σχολή ποιητική, της οποίας ιδιάζων χαρακτήρ ήσαν τα λεγόμενα concetti, αι μέχρι κόρου αλληγορικαί εκφράσεις. Άλλως τε, κατά την παρατήρησιν του Guizot, (Shakspeare et son temps), «ο Σαικσπείρος αυτός εναργώς υποδεικνύει, ότι δεν ηρέσκετο φύσει εις τον τρόπον τούτον του εκφράζεσθαι, ότε διά του μοναχού Λαυρεντίου επιπλήττει τον Ρωμαίον διά το γριφώδες του ύφους του.» (Εν σκηνή Γ' της Α' πράξεως.)
9) Μεταφράζων τα μεν πεζά εις πεζόν λόγον, τους δε στίχους εμμέτρως, δεν ετήρησα ίσην ακρίβειαν και ως προς την ομοιοκαταληξίαν. Αλλ' ως θέλει παρατηρήσει ο αναγνώστης, οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι είναι πολυαριθμότεροι εν τη μεταφράσει της προκειμένης τραγωδίας ή εις τας δύο επομένας. Τα πρώτα του Σαικσπείρου δράματα περιέχουν πολλώ τελειότερους ομοιοκαταλήκτους στίχους, ή τα εις ωριμωτέραν της ζωής αυτού εποχήν γραφέντα. Ούτως εκ των τριών τούτων τραγωδιών, εις μεν τον Ρωμαίον και την Ιουλιέταν εκ των 3002 στίχων του αγγλικού κειμένου (συμπεριλαμβανομένων και των εις πεζόν χωρίων), οι 486 είναι ομοιοκατάληκτοι εν δε τω Οθέλλω εκ 3324 στίχων, οι 86 μόνον ομοιοκατάληκτοι, και εν τω Βασιλεί Ληρ 74 μόνον εκ 3298 στίχων. (Ίδε την εισαγωγήν του F. F. Furnivall εις την αγγλικήν μετάφρασιν των επί του Σαικσπείρου σχολίων του Γερβίνου και τον εν αύτη υπό του Κ. Fleay επεξεργασθέντα πίνακα). Οφείλω δ' ενταύθα να προσθέσω, ότι δεν συμφωνούσι πάντες οι εκδόται ως προς χωρία τινά, πού μεν ως πεζά, αλλαχού δ' ως έμμετρα διδόμενα. Ούτω τα της παραμάνας, εν σκηνή Γ' της Α' πράξεως, είς τινας των νεωτέρων της προκειμένης τραγωδίας εκδόσεων δημοσιεύονται ως στίχοι αντί πεζού.
10) «Ο Ρωμαίος παρουσιάζεται κατά πρώτον εν τη τραγωδία ως αγαπών την Ροζαλίναν. Αύτη είναι ανεψιά του Καπουλέτου, νέα λευκόχρους και μελανόφθαλμος, υπερτέρα δε της Ιουλιέτας κατά την δύναμιν του τε νοός και του σώματος. Αλλ' ούτε φλογερών αισθημάτων ευεπίδεκτος είναι, ούτε την λατρείαν του Ρωμαίου προσδέχεται. Ώστε διά του έρωτος τούτου δεν ικανοποιούνται οι αόριστοι της καρδίας του πόθοι, και υποφέρει ο δυστυχής του Ταντάλου το μαρτύριον, το δε κενόν, εντός του οποίου ζη βασανιζόμενος απορροφά, της ψυχής αυτού την ικμάδα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον αν αιφνίδιος μέθη ανεκλαλήτου ευδαιμονίας πλημμυρίζει μετέπειτα την σφριγώσαν, αλλ' αλγούσαν καρδίαν του.» (Gervinus, Shakespeare Commentaries.)
Ούτω και ο Άγγλος Coleridge: «Ο Ρωμαίος παρίσταται ερωτευμένος ήδη. Η ανάγκη αγάπης ωθεί τον άνθρωπον εις αναζήτησιν αντικειμένου τινός του έρωτός του. Αλλ' υπάρχει ως προς τούτο διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός. Εάν η Ιουλιέτα παρίστατο ως κυριευομένη ήδη, ή και ως νομίζουσα ότι κυριεύεται υπ' άλλου ήδη έρωτος, το τοιούτον ήθελε προξενήσει αλγεινήν εις ημάς εντύπωσιν. Αλλ' ουδείς φρονώ θεωρεί ως άτοπον, ότι ο Ρωμαίος μετά τοσαύτης ευκολίας λησμονεί την Ροζαλίναν και παραδίδεται διά μιας εις τον έρωτα, τον οποίον η Ιουλιέτα τω εμπνέει. Διότι η Ροζαλίνα ουδέν ήτο πλέον, ή το όνομα, εν ω ενεσαρκούτο, ούτως ειπείν, η ερωτική κλίσις της θαλεράς αυτού φαντασίας.»
11) Κατά τον Άγγλον Steevens ο ποιητής διά των στίχων τούτων υπαινίττεται την βασίλισσαν της Αγγλίας Ελισσάβετ, ήτις ηρέσκετο ακούουσα εξυμνουμένην την τε ωραιότητα και την αγνότητα αυτής.
12)Επί Σαικσπείρου έφερον προσωπίδας αι εις τας θεατρικάς παραστάσεις παρευρισκόμεναι Κυρίαι.
13) Της αυτής ηλικίας ήτο και η Αρετή του Ερωτοκρίτου.
«Λοιπόν τον έρωτα κι' αυτή να την γελάση αφήκε, πούναι δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων 'μπήκε. »
(Ίδε σελ. 216 της Δ' εκδόσεως του Ερωτοκρίτου)
14) Plantain. Το πεντάνευρον ή αρνόγλωσσον (φύλλον φυτού) έχον ιαματικήν ιδιότητα τίθεται επί πληγών.
15) Εν τω κειμένω υπάρχει Lammas-tide, τούτο δε, εκ της αρχαίας Αγγλο - σαξωνικής παραγόμενον, σημαίνει εορτή τον άρτου, ήτοι εορτή των πρώτων οπωρών, τα πρωτόλεια. Ετελείτο δ' η εορτή αύτη την πρώτην Αυγούστου. Επροτίμησα να μεταφέρω το συμβάν, το οποίον η παραμάνα διηγείται, εις την εορτήν των Αγίων Αποστόλων, καίτοι μη ακριβώς συμπίπτουσαν μετά της αγγλικής του κειμένου εορτής· καθόσον είναι αύτη εκ των επισημοτέρων των καθ' ημάς εορτών, εξ εκείνων δηλονότι, τας οποίας Ελληνίς παραμάνα ήθελεν εκλέξει, όπως χαράξη γεγονός τι εις την μνήμην αυτής.
16) Και εν' Ερωτοκρίτω τριετή απέκοψε την Aρετήν η Νένα.
«Μεγάλη αγάπη σου βαστώ, παιδί μου και κυρά μου,
Διά το γάλα πώφαγες τρεις χρόνους ‘ς τα βυζιά μου.»
(Ίδε σελ. 165.)
17) Εις τας παλαιάς εκδόσεις τα επί του κειμένου σχόλια ετυπούντο εν τω περιθωρίω της σελίδος. Ένθεν η παρομοίωσις αύτη της μητρός της Ιουλιέτας.
18) Κατά τα τότε ειθισμένα οι προσωπιδοφόροι εζήτουν την άδειαν του οικοδεσπότου πριν εισχωρήσωσιν εις συναναστροφήν τινα.
19) Προ της εφερεύσεως (λέγει Άγγλος σχολιαστής) των κηροπηγίων, chandeliers, αι αίθουσαι, εν αις ετελούντο εορταί, εφωτίζοντο δι' υπηρετών κρατούντων εις χείρας λαμπάδας. Δεν εθεωρείτο δε ταπεινωτικόν το υπούργημα τούτο, ώστε ηδύνατο ο Ρωμαίος να εισέλθη μετά δαυλού εις χείρας, και να μη εκληφθή ως υπηρέτης.
20) Προτού γενικευθή των ταπήτων η χρήσις εστρώνοντο ψάθαι επί του εδάφους.
21) Επροσπάθησα και ενταύθα και αλλαχού δι' ισοδυνάμου τινός λογοπαιγνίου ν' αντικαταστήσω τα εν τω πρωτοτύπω, όπως διατηρηθή, καθ' όσον τούτο μοι ήτο δυνατόν, το ύφος του κειμένου. Αλλά συχνάκις ηναγκάσθην να υποχωρήσω ενώπιον της δυσκολίας και να παραλείψω αυτά. Εννοείται δε ότι λογοπαίγνια δεν μεταφέρονται επιτυχώς από μιας γλώσσης εις ετέραν. Αλλά και εν τω κειμένω αυτώ, τα του Σαικσπείρου, είτε λογοπαίγνια είτε αστειότητες, δυσκόλως εννοούνται άνευ σχολίων και επεξηγήσεων.
22) Πιστεύω ότι δεν θα κατηγορηθώ, διότι μετέφρασα το fairy, (fée γαλλιστί) διά του Νεράιδα. She is fairies midwife. Κατά λέξιν: είναι η μαία των Νεράιδων. Αλλά κατ’ Άγγλον σχολιαστήν, τον Watson, «εκ των Νεράιδων, η Mab είναι η εκτελούσα μαίας καθήκοντα» το δε κείμενον έπρεπε να έχη ούτω: she is the fairy midwife. Το κύριον της Μαb έργον ήτο να κλέπτη τα νεογνά την νύκτα, αντικαθιστώσα αυτά δι άλλων πάλιν νεογνών. Εκτός δε τούτου ήτο αύτη και του εφιάλτου η προσωποποίησις. Αλλ' ο ποιητής αποκαλεί αυτήν μαίαν, ως εκ του ιδιάζοντος αυτής προσόντος, καθόσον και τα υπό του Μερκουτίου αποδιδόμενα εις αυτήν εξετελούντο την νύκτα επί κοιμωμένων.
23) And sometimes comes she with a tithe pig's tail tickling a parson's nose as a’ lies asleep, then dreams he of another benefice.
Παρέλειψα την ουράν του χοίρου, και τα δέκατα και το benefice, καθ' ο άγνωστα παρ' ημίν, προς ζημίαν βεβαίως του ελληνικού κλήρου· αντικατέστησα δε ταύτα διά των αντιστοιχούντων ευτελεστέρων ωφελημάτων των ημετέρων εφημερίων.
24) Επιστεύετο κοινώς, ότι αι μάγισσαι και υπερφυσικά όντα περιέπλεκον διά νυκτός την χαίτην των ίππων, στάζουσαι επ' αυτών αναλελυμένον κηρόν από λαμπάδων ανημμένων.
25) Ο Ιταλός μεταφραστής Leoni δικαίως απορεί πώς ν' αναφθώσιν αι εστίαι του Καπουλέτου κατά την θερμοτέραν του έτους ώραν. Εκ της διηγήσεως της Παραμάνας γνωρίζομεν τω όντι, ότι τα εν τω δράματι συμβαίνουσι 15 περίπου ημέρας προ της εορτής Lammas-tide, ήτοι περί τας 15 Ιουλίου.
26) Ίδε σημείωσιν (43).
27) Ο Σαικσπείρος και οι πρώτοι της τραγωδίας του θεαταί δεν εθεώρουν ουδαμώς ανάρμοστα τα εν πλήρει συναναστροφή φιλήματα, καθόσον ήτο συνήθης χαιρετισμού τρόπος ούτος εν τη τότε Αγγλία. Ιδού τι περί τούτου γράφει ο ημέτερος Νίκανδρος Νούκιος, επισκεφθείς την Αγγλίαν είκοσι μόλις έτη προ της του Σαικσπείρου γεννήσεως: «Απλοϊκώτερον δε προς τας γυναίκας σφίσιν είθισται και ζηλοτυπίας άνευ. Φιλούσι γαρ ταύτας εν τοις στόμασιν, ασπασμοίς και αγκαλισμοίς, ουχ οι συνήθεις και οικείοι μόνοι, αλλ' ήδη και οι μηδέπω εωρακότες· και ουδαμώς σφίσιν αισχρόν τούτο δοκεί.» (Travels of N. Nucius, London 1846, σελ. 10.)
28) Ήτοι, να εύρης την καρδίαν σου.
29) Παραλείπονται ενταύθα οι δύο στίχοι:
Young Abraham Cupid, he that shot so trim when King Cophetua loved the beggar-maid.
Το δημοτικόν άσμα, εις ο ανάγονται, επραγματεύετο τας ερωτικάς περιπετεiας βασιλέως τινός, όστις επαγγελλόμενος περιφρόνησιν προς το ωραίον φύλον, ερωτεύεται επί τέλους ψωμοζήτριαν και νυμφεύεται αυτήν, προς ικανοποίησιν του τυφλού της Αφροδίτης υιού.
30) Αντί ελαίας ο Άγγλος ποιητής λέγει μεσπιλέαν, καθόσον τα μέσπιλα είχον παρ' αυτώ αλληγορικήν τινα σημασίαν, της οποίας η παράφρασίς μου διατηρεί ασθενή αντήχησιν·
that kind of fruit as maids call medlars, when they laugh alone.
31) Μη λατρεύσης την Σελήνην, ο έστι, μη αφιερωθής εις την Άρτεμιν· μη θελήσης να διαμείνης παρθένος ες αεί.
32) Οι γελωτοποιοί έφερον, ως γνωστόν, ποικιλόχρουν ενδυμασίαν.
33) Παραθέτω περιέργειας χάριν την υπό του C. R. Kennedy εις αρχαίαν ελληνικήν μετάφρασιν του χωρίου τούτου. Εβραβεύθη αύτη εν τω διαγωνισμώ του της Κανταβριγίας Πανεπιστημίου κατά το έτος 1830 μ. Χ. Προς ενθάρρυνσιν των σπουδαζόντων την ελληνικήν και την λατινικήν, τελούνται εν τοις αγγλικοίς παιδευτηρίοις διαγωνισμοί τοιούτοι. Το θέμα της μεταφράσεως ή της συνθέσεως ορίζεται εκάστοτε υπό των αρχών της σχολής, οι δε διαγωνιζόμενοι είναι αποκλειστικώς φοιτηταί· δίδεται δε εις βράβευσιν μετάλλιον, ή πολύτιμόν τι βιβλίον. Εν Κανταβριγία τα βραβεία ταύτα δίδονται εκ κληροδοτήματος του ιατρού Sir William Browne, προς δε και εκ του εισοδήματος ποσού τινος, όπερ οι θαυμασταί του ελληνιστού Porson επί τούτω συνέλεξαν, προς τιμήν του διδασκάλου αυτών. Τα μέχρι του 1837 βραβευθέντα στιχουργήματα εξεδόθησαν υπό τον τίτλον: The Greek and Latin Prize Poems of the University of Cambridge. Ιδού η περί ης ο λόγος μετάφρασις:
ΡΩΜΕΩΝ, ΙΟΥΛΙΑ
ΡΩΜ. Ουλαίς γελά τις τραυμάτων άπειρος ων. Τι χρήμα λεύσσω; τις ποθ' υψόθεν δόμων αυγή διήξεν; ηλίου μεν αντολαί φάος τόδ' έστιν, ήλιος δ' Ιουλία. Αλλ' ει εγείρου καλλιφεγγές ήλιε, φθονεράν σελήνην φθείρε, και γαρ άλγεσι τέτηκεν ήδη πάσα και μαραίνεται, σου της γε δούλης καλλονή νικωμένη. Μη νυν φθονούση τήδε δουλεύσης έτι· και παρθένειον ην σ' επαμπίσχει στολήν, χλωρά γαρ έστι και σαθρά, μόνοι δε νιν μωροί φορούσιν, ως τάχιστ’ έκδυέ συ. Δέσποιν' εμή πέφηνε, καρδίας εμής τα φίλταθ'· ως τόδ' ώφελε ξυνειδέναι. Φωνεί τι, φωνεί, κουδέν είφ' όμως. Τι μην; Όσσων με σαίνει φθέγμ', εγώ δ' αμείψομαι. Τι δήτ’ αναιδής είμ'; Εμ' ου προσεννέπει, εν ουρανώ γαρ οία καλλιστεύεται άστρω τιν' ασχολούντε της νεάνιδος λίσσεσθον όμματ’, εστ’ αν ικνήσθον πάλιν, εν τοίσιν αυτών εγκαταυγάζειν κύκλοις. Τι δ' ει μετοικισθέντ’ εν αιθέρος πτυχαίς τα μεν γένοιτο, τω δε παρθένου κάρα; Προς δη φαεννήν παρθένου παρηίδα μαυροίτ’ αν άστρα, λαμπάς ως παρ' ήλιον, μετάρσιός τ’ οφθαλμός αιθέρος διά πέμποι σέλας τηλαυγές, ορνίθων μέλη εώα κινών, ως σκότου πεφευγότος. Ίδ' ως παρειάν εις χέρ' αγκλίνασ' έχει· είθ' ην εκείνης δεξιάς χειρίς έπι, όπως εκείνης ηπτόμην παρηίδος.
ΙΟΥΛ. Ω μοι.
ΡΩΜ. Εφθέγξατ’· ω θεός φαιδίμη φθέγξαι πάλιν.
Ούτω γαρ ούτω διαπρέπεις ύπερθέ μου
άγαλμα νυκτίσεμνον, οι' απ' ουρανού
πτηνός βροτοίσιν άγγελος φαντάζεται,
οι δ' υπτιάζουσ' όμματ’ εκπαγλούμενοι,
και τούμπαλιν κλίνουσι, και βραδυστόλων
νεφελών εφιππεύοντα δέρκονται θεόν
πτεροίσι ναυστολούντα κόλπον αιθέρος.
ΙΟΎΛ. Ω Ρωμέων, τι δήτα Ρωμέων έφυς;
πατέρα τ’ αναίνου κώνομ'· ει δε μη θέλεις,
όμνυ φιλήτωρ τήςδε πιστώς εμμενείν,
καγώ δόμων τε και γένους εξίσταμαι.
34) Οι όροι της ξιφομαχίας διετήρουν τας ιταλικάς αυτών ονομασίας εν Αγγλία.
35) Επροσπάθησα δι αντιστοιχουσών τίνων εκφράσεων να διατηρήσω και ενταύθα μέρος του διαλόγου τούτου, το σύνολον του οποίου είναι αμετάφραστον ως εκ της αλληλουχίας των αγγλικών λογοπαιγνίων.
36) Κατά τα τότε ειθισμένα ο Πέτρος προηγείται της παραμάνας. Ούτω κατά την παιδικήν μου ηλικίαν πολλάκις είδον εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως τους υπηρέτας βαδίζοντας προ των Αρμενίων Κυριών αυτών, όπως ταις ανοίγωσι τον δρόμον.
37) Κατά τον Dryden, ο Σαικσπείρος έλεγεν, ότι εβιάσθη να θανατώση εν τω μέσω του δράματος τον Μερκούτιον, διότι άλλως εκινδύνευε να θανατωθή αύτος υπό του Μερκουτίου. Αμφισβητείται το ακριβές της παραδόσεως ταύτης· αλλ' ο φόνος ούτος ανακουφίζει βεβαίως τον μεταφραστήν.
38) Ούτω και Ρήγας εξορίζει τον Ερωτόκριτον:
Ο υιός σου μην πατήση πλειο ‘ς τους τόπους οπ' ορίζω· τέσσαρες 'μέραις κι' όχι πλειο του δίδω να μισέψη, τόπους μακρούς κι' αδιάβατους ας 'πάγη να γυρέψη, και μην πατήση ώστε που ζω ‘ς τα μέρη τα 'δικά μου, αλλιώς του δίδω θάνατον, κ.τ.λ (Ίδε σελ.193)
39) That run away's eyes may wink.
Μεταξύ διαφόρων του χωρίου τούτου εξηγήσεων εθεώρησα προτιμητέαν την έχουσαν το κύρος του Γερβίνου. Ίδε σημείωσιν 43.
40) Παραλείπω τέσσαρας στίχους λογοπαιγνικούς, βασιζομένους επί της προφοράς του φωνήεντος I. I εγώ, Ay ναι, eye οφθαλμός. Και τα τρία ταύτα προφέρονται ομοιοτρόπως· ένθεν το λογοπαίγνιον.
41) Some say the lark makes sweet division.
κατά λέξιν: λέγουν ότι ο κορυδαλός κάμνει γλυκειάν διαίρεσιν. Οι δε σχολιασταί προσθέτουσιν ότι η λέξις division ήτο τεχνικός όρος, σημαίνων τροπήν ήχου εν τη μουσική.
42) Του φρύνου οι οφθαλμοί ελέγοντο ωραιότεροι των του κορυδαλού· ένθεν η αρχαία αγγλική ρήσις περί ανταλλαγής των οφθαλμών αυτών. Επροτίμησα δε την λέξιν φρύνος, εν ελλείψει ή εν αγνοία μου κοινής τινος ονομασίας προς διαστολήν αυτού από του κοινού βατράχου.
43) Ιδού του Γερβίνου η κρίσις περί της σκηνής ταύτης και των δύο προηγουμένων ερωτικών σκηνών (Σκην. Ε' εν πράξει Α', και Σκην. Β' εν πράξει Β'). «Ανεξαρτήτως του δραματικού χαρακτήρος του συνόλου της προκειμένης τραγωδίας, ιδιάζων λυρικός τύπος επικρατεί είς τινα αυτής χωρία. Τοιαύτα είναι η εκδήλωσις του έρωτος του Ρωμαίου εν τω χορώ του Καπουλέτου, ο μονόλογος της Ιουλιέτας, ότε περιμένει τον νυμφίον την εσπέραν του γάμου αυτής, και ο αποχωρισμός των νεονύμφων την επιούσαν πρωίαν. Εν εκάστω των χωρίων τούτων παρεδέχθη ο ποιητής προϋπάρχοντας και κοινώς παραδεδεγμένους τύπους λυρικής ποιήσεως, ήτοι το sonnet, τον επιθαλάμιον ύμνον και το άσμα της αυγής(*).
(*)Down-song; Tage lied; aubade; ο έστι το παρ' ημίν μ α τ ι ν ά δ α, ή κοινότερον π α τ ι ν ά δ α.
Κατά την πρώτην ερωτικήν εξομολόγησιν εν τω χορώ, υφίσταται το ύφος και η συναρμολογία του sonnet, καίτοι μη τηρηθέντων των συνήθων αυτού εξωτερικών τύπων. Ο Πετράρχης είχε καθιερώσει το είδος τούτο της λυρικής ποιήσεως προς έκφρασιν του έρωτος. Εξεφράζετο δ' έκτοτε δι’ αυτού ο αγνός έρως εν πάση αυτού τη λάμψει και τη ιερότητι, αλλ' ουδέποτε σχεδόν ο υλικός, ο σαρκικός έρως. Ούτω κατά την πρώτην ταύτην των δύο εραστών συνέντευξιν, ότε ο Ρωμαίος πλησιάζει προς την Ιουλιέταν, ως εις άγιον εικόνισμα ή προσκυνητάριον (holy shrine), μετά του σεβασμού, τον οποίον η αθωότης εμπνέει, και εκδηλοί τον αγνόν αυτού έρωτα, ο ποιητής παραδέχεται τον συνήθη λυρικής ποιήσεως τύπον, τον εν χρήσει προς έκφρασιν των πρώτων του έρωτος συγκινήσεων.
Ο δε μονόλογος της Ιουλιέτας, ότε αναμένει τον νυμφίον, ανακαλεί τον εν χρήσει κατ’ εκείνην την εποχήν επιθαλάμιον ύμνον. Το θαυμάσιον τούτο χωρίον πρέπει ν' αναγινώσκηται, μάλλον δε ν' απαγγέλληται επί της σκηνής, μετ’ ευαισθησίας ενδομύχου, και αι προφερόμεναι λέξεις να εξέρχωνται των χειλέων ως αν ήσαν στοχασμοί σιωπηλοί. Ο Halpin υπέδειξεν ήδη, ότι εν τω αλληγορικώ του Υμεναίου μύθω, ως και εις τα επιθαλάμια ποιήματα, ο Υμέναιος πρωταγωνιστεί, ο δ' Έρως μένει κεκρυμμένος, μέχρις ου προ της θύρας του νυμφικού θαλάμου παραχωρεί ο Υμέναιος την θέσιν αυτού εις τον δευτερότοκον αδελφόν του. Η Ιουλιέτα υποτίθεται ως ούσα εν γνώσει των τε ποιημάτων εκείνων και των ιδεών, τας οποίας συνήθως περιέχουσιν. Όθεν προϋποθέτει την παρουσίαν του Έρωτος, τον αποκαλεί δε δραπέτην run-away, ως δραπετεύσαντα από της μητρός αυτού, κατά το ειδύλλιον του Μόσχου (Δραπετίδας εμός εστίν). Εύχεται δε να νυκτώση ταχέως, όπως ο Ρωμαίος έλθη αόρατος εις τας αγκάλας αυτής. Εύχεται να κλείση τους οφθαλμούς ο δραπέτης Έρως, ο εστι να μη φωταγωγήση τον νυμφικόν θάλαμον, διότι η ανάγκη επιβάλλει μυστικότητα και σκότος…. Εν ελλείψει άλλης φωνής αδούσης τον επιθαλάμιον, άδει μόνη αυτή. Τούτο δ' επιπροσθέτει χροιάν μελαγχολίας εις τον μονόλογόν της· διότι εθεωρείτο ως κακός οιωνός η παράλειψις της γαμηλίου τελετής· και οικτρώς απέληξε τω όντι ο επί κακοίς οιωνοίς τελεσθείς γάμος ούτος.
Εν δε τη σκηνή του αποχωρισμού ο ποιητής παρεδέχθη ως πρότυπον το εν είδει διαλόγου ποίημα, το κατά την εποχήν των Γερμανών αοιδών (Minnesinger) εισαχθέν, επιλεγόμενον δε άσμα της αυγής, καθ' α προείρηται. Σύνηθες των τοιούτων ποιημάτων θέμα ήτο η νυκτερινή συνέντευξις δύο εραστών, εχόντων έξωθεν φύλακα, όπως εξυπνήση αυτούς την αυγήν, ότε μη θέλοντες εισέτι ν' αποχωρισθώσιν ερίζουσι προς αλλήλους, ή και μετά του φύλακος, και φιλονεικούσιν εάν το φως προέρχεται εκ του ηλίου ή εκ της σελήνης, εάν ψάλλη κορυδαλός ή αηδών.
Τοιουτοτρόπως εν τοις χωρίοις τούτοις του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας περιλαμβάνονται τα τρία κύρια είδη, τα εκπροσωπούντα την λυρικήν ερωτικήν ποίησιν, καθ' ην εποχήν έγραφεν ο Σαικσπείρος.» (Gervinus, εν τω προμνημονευθέντι συγγράμματι, σελ. 206 και εφεξής).
44) Ενταύθα και εις τους εφεξής της σκηνής ταύτης στίχους η Ιουλιέτα εκφράζεται γριφωδώς, οι δε λόγοι της επιδέχονται διπλήν εξήγησιν. Αλλά κατά την ορθήν του Johnson παρατήρησιν δεν φαίνεται φυσική η επιδεξιότης της αύτη περί το υποκρύπτειν τας εννοίας της, ενώ η ψυχή της είναι εισέτι τεταραγμένη εξ όσων περί του Ρωμαίου επληροφορήθη.
45) Η λέξις νεκρόν δύναται να προσαρμοσθεί είτε εις την προηγουμένην, είτε εις την επομένην φράσιν.
46) Ούτω και ο Ρήγας εν Ερωτοκρίτω:
Θυγατέρα μου, από την ώραν 'κείνη που φανερώθηκες στην γην, η έννοια σου με κρίνει, κι ο λογισμός σου, 'μάτια μου, πάντα 'ναι μετ’ εμένα, να σε τιμήσω και να 'δώ κληρονομιά από 'σένα.
Αλλ' η παρακοή της Αρετής εξεγείρει την οργήν του πατρός αυτής, καθώς η της Ιουλιέτας παροργίζει τον γέροντα Καπουλέτον. Ενώ δε ούτος απειλεί την Ιουλιέταν ότι θα την σύρη μέχρι της εκκλησίας και ότι θα την ραπίση, ότι τον τρώγουν τα δάκτυλά του, κατά την αγγλικήν έκφρασιν, ο Ρήγας, βιαιότερος του Καπουλέτου,
Σηκόνεται απ' το θρονί και προς εκείνην 'πάγει, με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τα χέρια, κ.τ.λ.
Και η μήτηρ δε της Αρετής, καθώς την μητέρα της Ιουλιέτας,
Ωσάν εχθροί εις τα παιδί τους 'κάναν.
Αλλά διαμαρτύρεται ο ευαίσθητος Κορνάρος κατά της τοιαύτης μητρικής ασπλαγχνίας·
Εγώ μεγάλο τα κρατώ 'σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
να δείξη η μάνα στο παιδί τέτοια απονιά μεγάλη.
47) Ούτω και η Νένα παρακινεί κατ’ αρχάς την Αρετήν να ενδώση εις του πατρός αυτής το θέλημα·
Θυγατέρα μου, ‘πέιδή ο καιρός δεν ’σάζει, κι ο κύρις σου για 'πανδρειά μ' άλλον σε λογαριάζει, άφες τον Ερωτόκριτον, διώξε την έγνοια τούτη, να 'μπης κυρά στην αφεντιά και στα μεγάλα πλούτη.
Καίτοι πολύλογος μέχρι κόρου, και υπέρ το δέον δακρυρροούσα, και εν συνόλω πληκτική, η Νένα όμως της Αρετής έχει καρδίαν πλέον ευαίσθητον και ηθικότητα ανωτέραν ή η παραμάνα της Ιουλιέτας. «Η παραμάνα, ως λέγει ο Γερβίνος, είναι η αληθής οικοδέσποινα· αύτη υπηρετεί μεν την θυγατέρα, αλλά διευθύνει την μητέρα, δεν φοβείται δε και τον πατέρα αυτόν εν τη στιγμή της εξάψεώς του, αλλά τω αντιλέγει. Φλυαρεί ουχί λίαν σεμνοπρεπώς, η δε συναναστροφή αυτής δεν είναι τοιαύτη ώστε ν' αναδείξη σώφρονα Άρτεμιν την Ιουλιέταν. Αύτη είναι της νέας η μυστικοσύμβουλος· αλλ' η πίστις αυτής δεν είναι διαρκής και επί τέλους η Ιουλιέτα την απωθεί.» Πού η αφοσίωσις, η πίστις, και η αρετή της πτωχής Νένας!
48) Κατά τε το ιταλικόν διήγημα και την μετάφρασιν, εξ ης ηρύσθη την υπόθεσιν του δράματος ο Σαικσπείρος, η Ιουλιέτα εκηδεύθη κατά την παλαιάν συνήθειαν· η παλαιά αύτη συνήθεια είναι η επικρατούσα παρ' ημίν.
49) Κάπως ασυμβίβαστον το περί είκοσι μαγείρων πρόσταγμα τούτο, με την πρόθεσιν του Καπουλέτου να προσκαλέση πέντε ή έξ μόνον φίλους.
50) Κατ’ αρχαίαν δεισιδαιμονίαν, το φυτόν του μανδραγόρα ενομίζετο ότι έχει αίσθησιν, και ότι αποσπώμενον της γης εκραύγαζε κραυγάς τοιαύτας, ώστε ο ακούων παρεφρόνει από του τρόμου, ή απέθνησκε. Προς αποφυγήν του τοιούτου κινδύνου, οι θέλοντες να εκριζώσωσι το φυτόν, έσκαπτον περί την ρίζαν αυτού το χώμα, και προσαρτώντες επί του στελέχους σχοινίον, η ετέρα του οποίου άκρα εδένετο περί τον τράχηλον κυνός, έφραζον τα ώτα και προσεκάλουν τον κύνα, όστις τρέχων απέσπα μεν το φυτόν, αλλ' έπιπτε νεκρός κατά γης.
51) Αρχαία εν Αγγλία συνήθεια, διατηρουμένη μέχρι τούδε παρ’ ημίν.
52) «Τους θρήνους και την θλίψιν επί τω θανάτω της Ιουλιέτας, διαδέχεται σκηνή ακαίρως κωμική. Ο σκοπός του διαλόγου τούτου μεταξύ του υπηρέτου και των μουσικών, είναι ν' αποδείξη την αδιαφορίαν, μεθ' ης οι ξένοι παρίστανται εις τας συμφοράς των προϊσταμένων αυτών. Αλλ' ενταύθα η φύσις άπασα ώφειλε να θεωρή μετά λύπης την καταστροφήν ταύτην της ζωής, της νεότητος, του κάλλους και του έρωτος. Πάντες ώφειλον να θλίβωνται. Άλλως τραγωδία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ανθρώπινος φύσις συμπαθούσα προς του ανθρώπου την δυστυχίαν· ώστε η σκηνή αύτη δεν είναι ουδαμώς κωμική, αλλ' εμπνέει φρίκην». (Lammartine, Shakespeare et son œuvre). Ο Γάλλος ποιητής συχνάκις εκφέρει κρίσεις στρεβλάς ή αδίκους περί Σαικσπείρου· αλλ’ ως προς την σκηνήν ταύτην, μόνοι οι εκ συστήματος μη θέλοντες να ίδωσι σφάλμα εις τον Σαικσπείρον, θα εύρωσι πάντη άδικον την κατάκρισίν του.
53) Κατά τας περιοδείας αυτών οι δυτικοί μοναχοί υπεχρεούντο να προσλαμβάνωσι συνοδοιπόρον εκ του τάγματος αυτών, όπως αμοιβαίως επιβλέπωνται.
54) Κατά το διήγημα, εξ ου η υπόθεσις του δράματος ελήφθη, η μεν παραμάνα κατεδικάσθη εις εξορίαν, ο υπηρέτης του Ρωμαίου απελύθη, ο φαρμακοπώλης υπεβλήθη εις βασανιστήρια και απηγχονίσθη, καθ' ο πωλήσας το δηλητήριον, ο δε πάτερ Λαυρέντιος εκλείσθη εν μοναστηρίω, όπου εξεμέτρησε το ζην εν συντριβή και μετανοία.