.
ΤΡΑΓΩΔΙΑI ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, EΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ.
ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟY ΤΡΑΓΩΔIΑΙ
ΕΚ TΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟY ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕIΣΑI YΠO ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ.
ΜΕΡΟΣ Β'. ΟΘΕΛΛΟΣ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΔΕΠΑΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΑΙ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΑΙ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1876
ΟΘΕΛΛΟΣ, Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ. (1)
ΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ. ΟΘΕΛΛΟΣ, ο Μαύρος της Βενετίας. ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, πατήρ της Δυσδαιμόνας. ΚΑΣΙΟΣ, υπασπιστής. ΙΑΓΟΣ, σημαιοφόρος. ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ, ευγενής Βενετός. Ο ΔΟΓΗΣ της Βενετίας. ΑΡΧΟΝΤΕΣ γερουσιασταί. ΜΟΝΤΑΝΟΣ, διοικητής της Κύπρου. ΑΡΧΟΝΤΕΣ Κύπριοι. ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του Βραβαντίου. ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, συγγενής του Βραβαντίου. ΝΑΥΤΑΙ. ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ, υπηρέτης του Οθέλλου. ΚΗΡΥΞ. ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, σύζυγος του Οθέλλου. ΑΙΜΙΛΙΑ, σύζυγος του Ιάγου. ΒΙΑΓΚΑ, εταίρα.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ, ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ, ΝΑΥΤΑΙ, Κ.Τ.Λ.
Η σκηνή κατά μεν την πρώτην πράξιν εν Βενετία, μετέπειτα δ' εν Κύπρω.
ΟΘΕΛΛΟΣ, Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ. (1)
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'.
Οδός εν Βενετία. Εισέρχονται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να μη μου δώκης είδησιν! (2) Δεν το 'λεγα ποτέ μου,
εσύ, που είχες πάντοτε πουγγί σου το πουγγί μου,
δεν το 'λεγα ότι εσύ μπορούσες να το ξεύρης!
ΙΑΓΟΣ
Πλην δεν μ' ακούεις. Αν ποτέ μ' επέρασ' απ' τον νουν μου,
να στραβωθώ!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Και μ' έλεγες ότι του έχεις έχθραν!
ΙΑΓΟΣ Κι' αν είπα ψεύμα, πτύσε με· — Επήγαν τρεις τρανοί μας και τον επαρακάλεσαν, και είπαν να με κάμη υπασπιστήν· και μα το Ναι! ηξεύρω πως τ' αξίζω! Κ' εκείνος ούτε πείθεται, ούτε σκοπόν αλλάζει, αλλά τους προφασίζεται το ένα και το άλλο, με ύφος στρατιωτικόν και λόγια φουσκωμένα, και τέλος τους το έκοψε τους καλοθελητάς μου, διότι λέγει, έ κ λ ε ξ α ε γ ώ υ π α σ π ι σ τ ή ν μου! Ποιος είν' αυτός που έκλεξε; Λογαριαστής μεγάλος! Κάποιος Μιχάλης Κάσιος από την Φλωρεντίαν, που δια 'μάτια γυναικός πουλεί και την ψυχήν του! Ένας, που στράτευμα ποτέ 'ς τον πόλεμον δεν είδε, ούτε γνωρίζει τι θα πη παράταξις εις μάχην. Αν ήναι διά γράμματα, κι' αν φθάνουν τα βιβλία, τότε ας κάμωμεν στρατόν από Καλαμαράδες! 'ς τα λόγια είν' η τέχνη του· την πράξιν πού την ηύρε; Και όμως επροτίμησεν εκείνον να εκλέξη, κ' εγώ, που επολέμησα μαζή του τόσα χρόνια και μ' είδε με τα 'μάτια του 'ς την Ρόδον, κ' εις την Κύπρον, κ' εις άλλους τόπους χριστιανών κι' απίστων, εγώ πρέπει ν' ακούω τας διαταγάς του κυρ καταστιχάρη, που 'ξεύρει Δ ο ύ ν αι και Λ α β ε ί ν, διότι αυτός είναι του στρατηγού υπασπιστής, κ' εγώ … σημαιοφόρος!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Μα τον Θεόν! καλλίτερα να ήμουν δήμιός του.
ΙΑΓΟΣ
Υπομονή! Αυτό θα 'πη βρωμο-υπηρεσία.
Σου γίνονται προβιβασμοί προς χάριν, με συστάσεις,
και όχι, καθώς έπρεπε, με το δικαίωμά του
κατά σειράν ο δεύτερος ν' ακολουθή τον πρώτον.
Κρίνε και μόνος σου λοιπόν εάν αιτίαν έχω
τον Μαύρον να τον αγαπώ.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Και πώς δεν τον αφίνεις;
ΙΑΓΟΣ Ω! έννοια σου. Υπηρετώ, να κάμω τον σκοπόν μου. Δεν ημπορεί τον κύριον να κάμη ο καθένας, και ούτε κάθε κύριος δούλους πιστούς να έχη. Θα ιδής πολλούς, που ταπεινοί και με λαιμόν σκυμμένον δουλεύουν ημερόνυκτα, και το 'χουν προς τιμήν των να ζουν 'σάν του κυρίου των τον γάιδαρον, που έχει όσον δουλεύει άχυρον, κι' άμα γηράση: έξω! Ξύλον που ήθελαν αυτοί οι τιμημένοι δούλοι! Άλλους θα ιδής, καμόνονται τον αφοσιωμένον, πλην την καρδιάν των την κρατούν διά τον εαυτόν των, κ' ενώ εις τον αυθέντην των πουλούν ψευτολατρείαν, παχαίνουν εις την ράχην του, κι' αφού καλοχορτάσουν τον εαυτόν των προσκυνούν. Εκείνοι έχουν γνώσιν, και απ' αυτούς είμαι κ' εγώ· διότι, κύριέ μου, να είσαι βέβαιος, καθώς με βλέπεις και σε βλέπω, πως Ιάγον δεν θα μ' έβλεπες, αν ήμουν ο Οθέλλος. Εκείνον αν υπηρετώ, υπηρετώ εμένα. Δεν με κρατούν κοντά 'ς αυτόν ή χρέος ή αγάπη, πλην μόνον, σου τ' ορκίζομαι, οι μυστικοί σκοποί μου. Αν ήναι με τους τρόπους μου και με το φέρσιμόν μου να φανερόνω τα κρυφά που τρέφω 'ς την καρδιάν μου, τότ' ας την βάλω την καρδιάν 'ς το χέρι μου επάνω να την τσυμπούν οι κόρακες! Δεν είμ' εκείνος που 'μαι.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Τύχην που έχει ο χειλάς να σου το καταφέρη!
ΙΑΓΟΣ
Εξύπνα τον πατέρα της. Κυνήγησε τον Μαύρον·
φαρμάκευσέ του την χαράν και διαλάλησέ τον!
Φωτιάν να πάρουν κύτταξε οι συγγενείς της νέας.
Αν και το κλίμα όπου ζη ήναι τερπνόν, με μυίγαις
βασάνιζε και κέντα τον! Αν κ' η χαρά του ήναι
χαρά, εσύ προσπάθησε να την ανακατώσης
μ' όσους χωρέσης πειρασμούς, να του την ξεθωρίσης!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να! του πατρός της είν' εδώ το σπίτι. Θα φωνάξω.
ΙΑΓΟΣ
Με παραζάλην φώναξε και με φωναίς τρομάρας,
καθώς οπόταν έξαφνα εις της νυκτός τα βάθη
φανή φωτιά εις γειτονιαίς πυκνοκατοικημέναις.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αι, κυρ Βραβάντιε, αι! αι! Βραβάντιε! Αυθέντα!
ΙΑΓΟΣ
Αι, ξύπνα, κυρ Βραβάντιε! Έχε καλά τον νουν σου
'ς το σπίτι, 'ς ταις σακκούλαις σου, 'ς την κόρην σου. Σε
[κλέπτουν!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (ανοίγων το παράθυρον).
Τι είν' αυτός ο τρομερός ο θόρυβος; τι τρέχει;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Κανένας δεν σου έλειψε;
ΙΑΓΟΣ
Είναι κλεισταίς αι θύραις;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι μ' ερωτάτε; διατί;
ΙΑΓΟΣ
Σε έκλεψαν, αυθέντα! 'πάγει η καρδιά σου!
Την 'μισήν ψυχήν σου σού την 'πήραν,
και τώρα, τώρα που λαλώ, ο μαύρος γερο-τράγος
την άσπρην προβατίναν σου την χαίρεται! Ενδύσου,
με σήμαντρα την γειτονιάν που ρουχαλίζει 'ξύπνα!
Κινήσου, 'ξύπνα, πριν παππούν ο διάβολος σε κάμη!
Κινήσου, λέγω.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Άνθρωπε, πού έχεις τα μυαλά σου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ω άρχον ευγενέστατε, γνωρίζεις την φωνήν μου;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Όχι· ποιος είσαι;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Είμ' εγώ, ο Ροδερίκος είμαι,
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Και τι ζητείς; 'ς την θύραν μου, μη τριγυρνάς σου είπα!
Σου είπα πως η κόρη μου δεν είναι δι' εσένα·
και σου το είπα παστρικά! Δαιμονισμένος είσαι,
κι' από το φαγοπότι σου καπνούς γεμάτος ήλθες
με την αναισχυντίαν σου να με ανησυχήσης;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα μου, αυθέντα μου!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλλ' όμως βεβαιώσου
πως τόσος είναι ο θυμός κ' η δύναμίς μου τόση,
που θα πληρώσης ακριβά αυτό σου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Άκουσέ με.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι κράζεις ότι μ' έκλεψαν; αυτ' είν' η Βενετία,
δεν είν' αχούρι έρημον το σπίτι μου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα,
ήλθα εδώ με καθαράν καρδιάν, διά καλόν σου.
ΙΑΓΟΣ
Είσαι και συ απ' εκείνους, οι οποίοι δεν δουλεύουν ούτε τον
Θεόν, αν ήναι ο διάβολος όπου τους το λέγει. Ερχόμεθα
να σου κάμωμεν δούλευσιν, και συ μας παίρνεις διά
νυκτοκλέπτας. Καλά! Την κόρην σου την χαίρεται έν άλογον
αράπικον. Θα έχης εγγονάκια να σου χρεμετίζουν, και
θα συμπεθερεύσης με φοράδαις.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι βλάσφημος παληάνθρωπος εσύ 'σαι;
ΙΑΓΟΣ
Είμαι ένας οπού έρχεται να σου ειπή, ότι η κόρη σου και ο
Μαύρος σου κάμνουν τώρα γάμους και χαραίς. (3)
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Είσ' ένας αδιάντροπος!
ΙΑΓΟΣ
Είσ' ένας… σενατόρος!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Θα δώσης λόγον δι' αυτό. Σε 'ξεύρω, Ροδερίκε.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Εγώ σου αποκρίνομαι, αυθέντα μου, δι' όλα·
πλην δύο λόγια σου ζητώ. Αν ήναι μ' άδειάν σου
και μ' ιδικόν σου θέλημα (καθώς μισοπιστεύω),
που η ωραία κόρη σου εδιάλεξε την ώραν
ς' τα βάθη μέσα της νυκτός, με μόνην συνοδείαν
ενός ανθρώπου μισθωτού, ενός κοινού βαρκάρη,
κ' επήγε να παραδοθή 'ς την αγκαλιάν του Μαύρου,
αν είναι με την είδησιν και με το θέλημά σου,
τότ' εφερθήκαμεν κακά και δίκαια θυμόνεις.
Αν όμως δεν το ήξευρες, τότε, συμπάθησέ με,
μας επιπλήττεις άδικα. Μη σου περνά ιδέα
ότι εξέχασα εγώ τι πρέπει και αρμόζει,
κ' ήλθα εδώ να σε γελώ και να σε περιπαίζω.
Η κόρη σου, αν άδειαν δεν έχη απ' εσένα,
το ξαναλέγω, έκαμε παρακοήν μεγάλην,
χρέος και τύχην κ' ευμορφιάν και νουν να θυσιάση
δι' ένα κακορρίζικον τυχοδιώκτην ξένον,
οπού κυλά εδώ κ' εκεί αφότου εγεννήθη.
Αν ήναι 'ς το κρεββάτι της ή μέσα εις το σπίτι,
ας πέση 'ς το κεφάλι μου του Νόμου τιμωρία
διότι σε εγέλασα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (προς τους εν τη οικία). Φέρετε φως αμέσως! Ξυπνήσατε τους δούλους μου! Ανάψατε τα φώτα! Αυτό εδώ με τ' όνειρον που είδα ομοιάζει κι' αρχίζει να μου φαίνεται ωσάν αλήθεια. — Φώτα!
(Αποσύρεται).
ΙΑΓΟΣ
Ώρα καλή. Αναχωρώ διότι δεν αρμόζει,
ούτε συμφέρει 'ς τον βαθμόν που έχω, να με φέρουν
κατά του Μαύρου μάρτυρα, ως θα συμβή αν μείνω.
Διότι όσον κι' αν αυτά τον χανδακώσουν τώρα,
δεν ημπορεί χωρίς αυτόν να κάμη η Βενετία.
Θα έχουν την ανάγκην του 'ς τον πόλεμον της Κύπρου, (4)
κι' ούτ' έχουν άλλον άξιον 'ς τον τόπον του να βάλουν.
Ώστε κ' εγώ, κι' αν τον μισώ καθώς τα κρίματά μου,
αλλ' όμως η περίστασις το θέλει κ' η ανάγκη
κάπως φιλίας πρόσχημα και χρώμα να του δείχνω.
Πλην είναι μόνον πρόσχημα. — Αν θέλης να τον εύρης,
'ς το Ναυαρχείον (5) φέρε τους να τον ανακαλύψουν.
Εκεί θα είμαι και εγώ μαζή του. Καλήν νύκτα.
(Απέρχεται).
(Εισέρχεται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ μετά υπηρετών κρατούντων δάδας).
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλήθεια ήτον! Έφυγε! Από εδώ και πέρα
πικρή μου είναι η ζωή και καταφρονημένη. —
Ειπέ μου, πού την είδες; πού; — Δυστυχισμένη κόρη! —
Με τον Οθέλλον; — Ω! παιδιά ποιος θέλει ν' αποκτήση; —
Τους είδες; είσαι βέβαιος; ήτον εκείνη λέγεις; —
Ω! με ηπάτησε φρικτά! — Και τι σου είπε; — Φώτα!
Φέρετε φως! Ξυπνήσετε τους συγγενείς μου όλους! —
Ο γάμος τάχα έγεινε, νομίζεις;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Το φοβούμαι.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πώς να ξεφύγη απ' εδώ! Θεέ, τι προδοσία!
Μη πιστευθήτε 'ς το εξής ταις κόραις σας, πατέρες!
Άλλα οι τρόποι μαρτυρούν, κι' άλλα 'ς τον νουν των έχουν!
Δεν έχει μάγια που πλανούν την παρθενιάν των νέων;
ειπέ μου, δεν εδιάβασες ποτέ σου περί τούτου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και βέβαια, αυθέντα μου.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πού είν' ο αδελφός μου;
Ξυπνήσετέ τον. — Διατί εσέ να μη την δώσω! —
Εσείς πηγαίνετ' απ' εδώ, οι άλλοι άλλον δρόμον. —
Πού λέγεις θα τους εύρωμεν, εκείνην και τον Μαύρον;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα τους ανακαλύψωμεν, νομίζω, εάν θέλης
με συνοδείαν αρκετήν να με ακολουθήσης.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Οδήγησέ μας. Θα κτυπώ οπού περνώ ταις θύραις·
και να προστάζω ημπορώ, αν το καλέση χρεία,
'ς τα όπλα! Νυκτοφύλακας φωνάξετε να έλθουν.
Εμπρός! Θα σου ανταμειφθούν οι κόποι, Ροδερίκε.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β' .
Ετέρα οδός εν Βενετία
Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, ο ΙΑΓΟΣ και υπηρέται δαδούχοι.
ΙΑΓΟΣ
Εάν κ' εσκότωσα πολλούς 'ς την τέχνην του πολέμου,
επάνω 'ς την συνείδησιν τρέχω, να μη κάμω
με προμελέτην φονικόν. Το άδικον δεν θέλω,
και ζημιόνομαι συχνά. Εννηά φοραίς ή δέκα
να του τρυπήσω τα πλευρά με το σπαθί μου ήλθε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά που δεν το έκαμες.
ΙΑΓΟΣ
Αλλ' εμωρολογούσε,
και τόσα λόγια έλεγε προσβλητικά κι αχρεία
κατά της ευγενείας σου, που μόλις ημπορούσα,
με την ολίγην αρετήν κ' υπομονήν που έχω,
να τον αφίνω να λαλή. Αλλά, παρακαλώ σε,
ο γάμος έγεινε σωστά; Διότι, βεβαιώσου,
τον αγαπούν τον γέροντα, και η φωνή του έχει
και δύναμιν και πέρασιν 'σάν την φωνήν του Δόγη.
Θα σας χωρίση. Ή αλληώς είν' άξιος να φέρη
εμπόδια και βάσανα· και το σχοινί του Νόμου
να το τεντώση ημπορεί με την επιρροήν του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ας κάμη ό,τι αγαπά. Αι εκδουλεύσεις πώχω
θ' αποστομώσουν ταις φωναίς και τα παράπονά του.
Και δεν ηξεύρουν κάθε τι ακόμη. Όταν μάθω
πως είναι τα καυχήματα τιμή, θα φανερώσω,
ότι μ' εγέννησαν γονείς εις θρόνον καθισμένοι,
κ' η τύχη που απέκτησα εδώ δεν μ' εξιππάζει!
Κι' ας είσαι, Ιάγο, βέβαιος, πως αν δεν αγαπούσα
την Δυσδαιμόναν την γλυκειάν, διά τον κόσμον όλον
ποτέ μου την ελεύθερην και άστεγην ζωήν μου
δεν την επεριόριζα εγώ, να την σκλαβώσω!
Αλλά, τι φώτα είν' αυτά που έρχονται; Ιδέ τα.
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΚΑΣΙΟΣ και αξιωματικοί κρατούντες
δάδας).
ΙΑΓΟΣ
Θα είναι ο πατέρας της, κ' οι φίλοι του μαζή του.
Σου δίδω γνώμην να κρυφθής.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι· να μ' εύρουν πρέπει.
Ο χαρακτήρ μου, ο βαθμός, και η συνείδησίς μου
με προστατεύουν αρκετά. — Αλλά δεν είν' εκείνοι.
ΙΑΓΟΣ
Μα των πολέμων τον Θεόν, δεν είν' εκείνοι· όχι!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είναι του Δόγη άνθρωποι, και ο υπασπιστής μου. —
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή, ω φίλοι. Τι ζητείτε;
ΚΑΣΙΟΣ
Σε χαιρετά, ω στρατηγέ, ο Δόγης και αμέσως
επιθυμεί να σε ιδή.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι τρέχει; δεν ηξεύρεις;
ΚΑΣΙΟΣ
Της Κύπρου είναι πράγματα, μου φαίνεται, σπουδαία.
Του στόλου καταποδιαστά μηνύματα μας ήλθαν
αυτήν την νύκτα δώδεκα, το έν μετά το άλλο.
Πολλοί από τους άρχοντας εξύπνησαν ως τώρα,
και όλοι συναθροίζονται 'ς του Δόγη. Σ' εζητούσαν
επάνω κάτω, και αφού 'ς το σπίτι σου δεν σ' ηύραν,
τρεις συνοδείας έστειλαν να σε ζητούν 'ς την πόλιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά λοιπόν που έτυχε να μ' εύρης συ. Δυο λόγια
πηγαίνω μέσα να ειπώ, κ' έρχομ' ευθύς μαζή σας.
(Εξέρχεται).
ΚΑΣΙΟΣ Εδώ τι θέλει άραγε;
ΙΑΓΟΣ
Επήρεν εξ εφόδου
μίαν φρεγάδα της ξηράς απόψε, και θα κάμη
μιαν και καλήν την τύχην του, εάν του την αφήσουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι πράγμα; δεν 'κατάλαβα.
ΙΑΓΟΣ
Γυναίκα 'πήρε.
ΚΑΣΙΟΣ
Ποίαν;
ΙΑΓΟΣ
Την θυγατέρα…
(Επιστρέφει ο ΟΘΕΛΛΟΣ )
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ, πηγαίνωμεν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Οδήγει.
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, και άλλοι έρχονται να σ' εύρουν, στρατηγέ μου.
(Εισέρχονται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ,
και αξιωματικοί φέροντες δάδας).
ΙΑΓΟΣ
Είν' ο Βραβάντιος αυτός. Φυλάξου· πρόσεχέ τον,
και ήλθε με κακούς σκοπούς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι θέλετε; Σταθήτε!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να τος ο Μαύρος.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πιάσετε τον κλέπτην· πιάσετέ τον!
ΙΑΓΟΣ
Α, Ροδερίκε, είσαι συ; εγώ σε διορθόνω.
(Σύρουν πάντες τα ξίφη.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ ταις θήκαις μέσα τα σπαθιά, δροσιά μην τα σκουριάση!
Τ' άσπρα μαλλιά σου δύναμιν μεγαλειτέραν έχουν
από τα όπλα των.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Ληστή, πού την κρατείς κρυμμένην
την κόρην μου; την 'μάγευσες εσύ ο κολασμένος.
Το πράγμα είναι φανερόν εις όποιον έχει γνώσιν.
Αν δεν την αλυσόδενες με τα κρυφά σου μάγια,
μια κόρη τόσον ευτυχής και τρυφερά κι' ωραία,
που 'πανδρειάν δεν ήθελε, και ούτε είχε 'μάτια
να ιδή τους πλέον εκλεκτούς γαμβρούς της Βενετίας,
τον γενικόν περίγελων του κόσμου θ' αψηφούσε,
και θ' άφινε την σκέπην της την πατρικήν, να τρέξη
'ς ταις μαύραις αγκαλιαίς ενός καθώς εσέ, που φρίκην
εμπνέεις, όχι έρωτα! Ο κόσμος ας το κρίνη
αν φως δεν ήναι φανερόν, πως με φρικώδη μάγια,
με βότανα και μέταλλα, που εξυπνούν την σάρκα
και την νεότητα πλανούν, εμάγευσες την νέαν!
Το πράγμα θα εξετασθή· αλλ' όποιος εξετάση
θα το πεισθή χειροπιαστά! Λοιπόν σε συλλαμβάνω
ως πλάνον, που μ' αθέμιτα κ' εμποδισμένα μέσα
γελάς τον κόσμον! Πιάσετε τον πλάνον. Πιάσετέ τον! (6)
κι' αν τύχη κι' αντιστέκεται κακόν της κεφαλής του!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα χέρια κάτω όλοι σας, κ' οι φίλοι μου κ' οι άλλοι!
Σκοπόν αν είχα με σπαθιαίς απόκρισιν να δώσω,
ανάγκην άλλος να το 'πη δεν είχα. — Πού να 'πάγω
εις την κατηγορίαν σου απόκρισιν να δώσω;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
'ς την φυλακήν! 'ς την φυλακήν, ως που να έλθη ώρα
'ς αρμόδιον κριτήριον ο Νόμος να σε κρίνη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και αν σ' ακούσω, τι θα' πη ο Δόγης, οπού θέλει
δι' υποθέσεις σοβαράς να με ιδή του Κράτους,
και οι αποσταλμένοι του προσμένουν 'ς το πλευρόν μου;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αληθινά, συμβούλιον ο Δόγης έχει τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Βεβαίως θα εμήνυσε κ' εσένα, ω αυθέντα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Μεσάνυκτα συμβούλιον! Κι' αυτός εκεί ας έλθη!
Αυτό που έπαθα εγώ μικρόν δεν είναι πράγμα.
Ως ιδικήν του προσβολήν κι' ο Δόγης θα το πάρη,
κ' οι άλλοι μου συνάδελφοι, οι άρχοντες του Κράτους.
Αν μένουν ατιμώρητα καμώματα τοιούτα,
εις χέρια δούλων και ληστών θα πέση η Πολιτεία.
(Απέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Γ.
Το συμβούλιον του Δόγη.
(Ο ΔΟΓΗΣ και ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ κάθηνται. Αξιωματικοί ίστανται όπισθεν αυτών.)
ΔΟΓΗΣ
Αλλά τα νέα ως εδώ δεν συμφωνούν διόλου
και φαίνονται απίστευτα.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Τω όντι διαφέρουν.
Τα πλοία εκατόν επτά εμένα με τα γράφουν.
ΔΟΓΗΣ
Σαράντα κ' εκατόν εμέ·
Β’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Κ' εμένα διακόσια
Αλλά και αν 'ς τον αριθμόν διαφορά υπάρχη,
(και θα υπάρχη, επειδή συμπερασμούς μας γράφουν),
απ' όλα τα μηνύματα εξάγετ' εκ συμφώνου
πως ένας στόλος Τουρκικός κατά την Κύπρον πλέει.
ΔΟΓΗΣ
Ναι τούτο είναι πιθανόν και έρχεται 'ς τον λόγον.
Των αριθμών τ' ασύμφωνον δεν με καθησυχάζει,
αλλά τον βλέπω φανερά τον κίνδυνον εμπρός μου.
(Εισέρχεται ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ συνοδεύων ΝΑΥΤΗΝ.)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Από τον στόλον μήνυμα.
ΔΟΓΗΣ
Τι νέα; τι μας φέρνεις;
ΝΑΥΤΗΣ
Οι Τούρκοι έκαμαν πανιά προς τα νερά της Ρόδου.
Ο ναύαρχός σας μ' έστειλε την είδησιν να φέρω.
ΔΟΓΗΣ
Περί αυτής της αλλαγής τι λέγετε, αυθένται;
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Αδύνατον μου φαίνεται, κι' ούτε χωρεί 'ς τον νουν μου·
των Τούρκων είναι τέχνασμα διά να μας γελάσουν.
Αν λογαριάσωμεν 'ς αυτούς η Κύπρος τι σημαίνει,
και πόσον περισσότερον την θέλουν απ' την Ρόδον,
και πόσον ευκολώτερον τους είναι να την πάρουν,
διότι και τα φρούρια της Ρόδου δεν τα έχει,
και ούτε τόσην δύναμιν και προετοιμασίαν,
αν τα ζυγίσωμεν αυτά, πιστεύω θα μας πείσουν
ότι ο Τούρκος δεν 'μπορεί να κάμη τόσον λάθος,
το πρώτον του και κύριον 'ς το τέλος να το κάμη,
εκείνο δε που εύκολα μας παίρνει, να τ' αφήση,
και ν' αψηφά και να ζητή ανωφελείς κινδύνους. (7)
ΔΟΓΗΣ
Δεν το πιστεύω ούτ' εγώ 'ς την Ρόδον να πηγαίνη.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ιδού και άλλο μήνυμα.
(Εισέρχεται έτερος Ναύτης.)
Β’. ΝΑΥΤΗΣ
Αυθένται σεβαστοί μου,
οι Τούρκοι, οπού έπλεαν προς τα νερά της Ρόδου,
ενώθηκαν 'ς το πέλαγος με' τ' άλλα των τα πλοία.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Δεν σας το έλεγα εγώ; — Ως πόσα πλοία είναι;
Β’. ΝΑΥΤΗΣ
Τριάντα πλοία· κ' ήλλαξαν τον δρόμον ενωμένοι
οι δύο στόλοι, και μαζή πηγαίνουν προς την Κύπρον.
Και ο Μοντάνος, ο πιστός κι' ανδρείος στρατηγός σας
με ταπεινούς προσκυνισμούς την είδησιν σας στέλνει,
και πίστιν να του δώσετε παρακαλεί, αυθένται.
ΔΟΓΗΣ
Λοιπόν, 'ς την Κύπρον βέβαια πηγαίνουν! Ποιος ηξεύρει
εάν εδώ ευρίσκεται ο Μάρκος ο Λουκίκος; (8)
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ 'Σ την Φλωρεντίαν είν' αυτός ακόμη.
ΔΟΓΗΣ Γράψετέ του ότι εδώ επιθυμώ αμέσως να γυρίση.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ Ιδού και ο Βραβάντιος και ο γενναίος Μαύρος.
(Εισέρχονται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, ο ΟΘΕΛΛΟΣ, ο ΙΑΓΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ,
και έτεροι αξιωματικοί).
ΔΟΓΗΣ
Έλα, γενναίε στρατηγέ, και σ' έχομεν ανάγκην
'ς τον Τούρκον να σε στείλωμεν, τον γενικόν εχθρόν μας.
(Προς τον Βραβάντιον).
Α! δεν σ' επαρατήρησα, ω άρχον, καλώς ήλθες· η γνώμη σου μας έλειπε και η βοήθειά σου.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Εγώ, αυθένται μου, εγώ την ιδικήν σας θέλω.
Ούτε τα νέα του εχθρού, ούτε τ' αξίωμά μου
δεν μ' έκαμαν την κλίνην μου ν' αφήσω. Δεν με μέλει
διά συμφέροντα κοινά. Η λύπη η δική μου
μου πλημμυρίζει την καρδιάν και ξεχειλίζει τόσον,
που κάθε άλλην συλλογήν και λύπην καταπνίγει!
ΔΟΓΗΣ
Τι έπαθες;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Η κόρη μου! Η κόρη μου, αυθέντα!
ΔΟΓΗΣ
Απέθανε;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Απέθανε αλήθεια δι' εμένα!
Την 'πλάνεσαν, την έκλεψαν, την 'χάλασαν με μάγια,
με μάγια και με βότανα οπού πουλούν αγύρται!
Διότι τόσον τρομερά να πλανηθή εκείνη,
ενώ δεν είν' ούτε τυφλή, ούτε ο νους της λείπει,
ποτέ δεν ήτο δυνατόν χωρίς να την μαγεύσουν…
ΔΟΓΗΣ
Όποιος κι' αν ήναι, που μ' αυτόν τον άνομον τον τρόπον
επλάνεσε την κόρην σου από τον εαυτόν της
κι' απ' τον πατέρα της, ιδού του Νόμου το βιβλίον
γραμμένον μ' αίμα. Την πικρήν σελίδα διάβασέ την
κ' εξήγησέ την μόνος σου, κ' εάν αυτός ο υιός μου
ήναι ο πταίστης!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, αυθέντα.
Ιδού ο πταίστης! Είν' αυτός, ο Μαύρος, οπού τώρα
εδώ τον επροσκάλεσες, καθώς πληροφορούμαι,
διά συμφέροντα κοινά.
ΔΟΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ
Αυτός; Πολύ λυπούμαι!
ΔΟΓΗΣ
Δεν έχεις τι ν' αποκριθής προς υπεράσπισίν σου
'ς αυτά που λέγει;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τίποτε, παρά πως είν' αλήθεια!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μεγάλοι, παντοδύναμοι και σεβαστοί αυθένται,
σεις όλοι, ευγενέστατοι και φίλοι άρχοντές μου,
την έκλεψα του γέροντος αυτού την θυγατέρα,
και την εστεφανώθηκα· αυτό είν' η αλήθεια·
το έγκλημά μου είν' αυτό· αυτό και όχι άλλο!
Χονδρά τα λέγω· εύμορφα να ομιλώ δεν 'ξεύρω·
'ς ειρήνης γλυκομίλημα δεν είμαι γυμνασμένος.
Απ' τον καιρόν που έκαμαν αυτά εδώ τα χέρια
μόνον επτά ετών μυαλόν, ως προ μηνών εννέα,
δουλεύουν εις τον πόλεμον και παίζουν με τα όπλα,
κι' από τον κόσμον άλλο τι δεν 'ξεύρω τον μεγάλον
παρά πολέμων πράγματα και των μαχών συμβάντα·
ώστε κακά θα στολισθή η υπεράσπισίς μου
εάν την κάμω μόνος μου. Αλλά, με άδειάν σας,
μ' ολίγα λόγια στρογγυλά κι' αστόλιστα σας λέγω
πώς ήλθε η αγάπη μας· τι βότανα, τι μάγια,
(αφού ως μάγος σήμερα εδώ κατηγορούμαι),
επλάνεσαν την κόρην του.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Μια κόρη σεμνοτάτη,
και ήσυχη, κ' εντροπαλή, που ως και την σκιάν της
εντρέπετο! Και γίνεται τα πάντα ν' αψηφήση,
την ηλικίαν, την τιμήν, τον τόπον της, την φύσιν,
και τώρα να ερωτευθή μ' αυτόν, που εφοβείτο
να τον ιδή; Πρέπει κανείς ή να μην έχη κρίσιν,
ή να την έχη παλαβήν, διά να το πιστεύση,
ότ' ημπορεί τους νόμους της η φύσις να πατήση,
και τόσον να παρεκτραπή απ' την εντέλειάν της,
εάν δεν ήναι Σατανά ενέργεια 'ς την μέσην,
οπού να κάμη το κακόν! Λοιπόν και πάλιν λέγω,
ότι αυτός με βότανα που ενεργούν 'ς το αίμα,
με δύναμιν σατανικήν και φίλτρα μαγευμένα
την 'πλάνεσε!
ΔΟΓΗΣ
Ο λόγος σου απόδειξις δεν είναι.
Αντί με πιθανότητας και με συμπερασμούς σου,
πρέπει εδώ με ασφαλείς, γνησίας αποδείξεις
να έλθης εναντίον του.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Δεν ομιλείς, Οθέλλε;
Ειπέ μας αν μ' αφύσικα κ' εντροπιασμένα μέσα
'φαρμάκευσες κ' εκέρδισες της κόρης την αγάπην,
ή με πειθώ και με γλυκά και τιμημένα λόγια
οπού ενόνουν δυο καρδιαίς;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Παρακαλώ, αυθένται,
'ς το Ναυαρχείον στείλετε να φέρετε την νέαν,
κ' εμπρός εις τον πατέρα της η ίδια ας λαλήση.
Αν ένοχον με κρίνετε απ' τα 'δικά της λόγια,
τότ' όχι μόνον τον βαθμόν και την υπόληψίν μου
να με καταδικάσετε να χάσω, αλλ' ακόμη
και την ζωήν μου·
ΔΟΓΗΣ
Φέρετε εδώ την Δυσδαιμόναν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Οδήγησέ τους, Ιάγο μου· συ 'ξεύρεις πού την έχω.
(Εξέρχεται ο ΙΑΓΟΣ).
Κι' ως που να έλθη, καθαρά 'σάν να ξεμολογούμαι 'ς την παρουσίαν του Θεού τα κρίματα που έχω, με τόσην ειλικρίνειαν εμπρός σας θα εκθέσω πώς έγινε κ' εκέρδισα της νέας την αγάπην, και πώς κι' αυτή εκέρδισε την ιδικήν μου.
ΔΟΓΗΣ Λέγε
ΟΘΕΛΛΟΣ Με αγαπούσ' ο γέροντας· συχνά μ' επροσκαλούσε· την ιστορίαν μ' έβαζε να λέγω της ζωής μου· τας μάχας, τους πολέμους μου και τας πολιορκίας, τον δρόμον οπού πέρασα. Και του εδιηγούμην από τα παιδιακίσια μου τα χρόνια την ζωήν μου, ως την στιγμήν που 'κάθητο και μ' ήκουε να λέγω. Και έλεγα την τύχην μου, τους φοβερούς κινδύνους, τα τρομερά συμβάντα μου 'ς τον κάμπον ή 'ς το κύμα, τους παρά τρίχα γλυτωμούς 'ς εφόδους και καρτέρια, πώς έπεσα εις του εχθρού τ' αγριευμένα χέρια και σκλάβος επωλήθηκα· την ελευθέρωσίν μου, και τα ταξείδια τα πολλά που έκαμα κατόπιν. Τα σπήλαια τ' απέραντα και τας ξηράς ερήμους, τους βράχους, τα 'ψηλά βουνά που φθάνουν ως τα νέφη· αυτά του επερίγραφα, και τους ανθρωποφάγους, και τους αγρίους τους φρικτούς, και τέρατα που έχουν την κεφαλήν ανάμεσα 'ς ταις πλάταις φυτρωμένην. (9) Η Δυσδαιμόνα ήρχετο περίεργη ν' ακούη, αλλ' αι φροντίδες του σπιτιού την έκαμναν να φεύγη, και βιαστική επήγαινε τα χρέη της να κάμη, κ' επέστρεφε, τα λόγια μου ν' ακούση διψασμένη. Κ' εγώ το παρετήρησα και ηύρα ευκαιρίαν, και ηύρα τρόπον μόνη της να μου ξεμυστερεύση τον πόθον τον εγκάρδιον, να της εξιστορήσω καταλεπτώς τον βίον μου απ' την αρχήν 'ς το τέλος, που άκραις μέσαις ήξευρεν απ' όσα είχ' ακούσει. Της είπα όλα· και συχνά της 'δάκρυσε το 'μάτι, ενώ της πρώτης μου ζωής της έλεγα τα πάθη· και όταν ετελείωσα, μ' επλήρωσε τον κόπον με ένα κόσμον δάκρυα και αναστεναγμούς της. Μου είπε πως εθαύμασε, εθαύμασε εις άκρον, ότι λυπάται δι' εμέ, κατάκαρδα λυπάται, πως ήθελε καλλίτερα να μη τα είχ' ακούσει, κι' όμως μακάρι και αυτή να λάβη τέτοιον άνδρα. Μου είπε πως μ' ευχαριστεί, κι' ανίσως έχω φίλον, οπού την ερωτεύεται και θέλει την καρδιάν της, να τον διδάξω να της' πη όσα εγώ της είπα. 'Σ αυτήν την νύξιν της κ' εγώ ανοίχθηκα μαζή της. Δι' όσα εκινδύνευσα μ' ηγάπησεν εκείνη, και την ηγάπησα εγώ, διότι μ' ελυπήθη. Τα μάγια που της έκαμα είναι αυτά και μόνα. Ιδού, η νέα έρχεται και ας το μαρτυρήση. (10)
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΙΑΓΟΣ, και υπηρέται).
ΔΟΓΗΣ
Νομίζω και την κόρην μου αυτά θα επλανούσαν.
Ω αγαθέ Βραβάντιε, μη τα παραξεσχίζης,
αλλ' όπως πλέον ημπορείς εξοικονόμησέ τα.
Κάλλια σπασμένα τ' άρματα, παρά γυμνά τα χέρια.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Παρακαλώ, αφήσετε να ομιλήση πρώτα.
Αν 'πή ότι τον ήθελε και τον ενοστιμεύθη,
η κεφαλή μου να κοπή εάν κατηγορήσω
εις το εξής τον άνθρωπον. — Πλησίασε, Κυρία·
'ς αυτήν εδώ την ευγενή ομήγυριν που βλέπεις,
που χρεωστείς υποταγήν προ πάντων. Αποκρίσου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω σεβαστέ πατέρα μου, το βλέπω πως εις δύο
μοιράζεται το χρέος μου· διότι εις εσένα
και την ζωήν μου χρεωστώ και την ανατροφήν μου.
Κι' ανατροφή μου και ζωή μ' εδίδαξαν πως πρέπει
να σε τιμώ. Ο κύριος του χρέους μου συ είσαι·
είσαι πατέρας μου· αλλά, ιδού ο σύζυγός μου.
Την ίδιαν την υποταγήν οπού σου είχε δείξει
η μάνα μου, κ' επρόκρινε κι' από γονείς εσένα,
τώρα κ' εγώ την χρεωστώ 'ς τον άνδρα μου, τον Μαύρον.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αρκεί· μαζή σου ο Θεός! 'τελείωσα· — Αυθέντα,
αν αγαπάς, ας έλθωμεν 'ς τα πράγματα του κράτους. —
Παρά παιδί, καλλίτερα να είχα ψυχοπαίδι! —
Άκουσε, Μαύρε· πάρε την με όλην την καρδιάν μου,
καθώς επίσης ήθελα με όλην την καρδιάν μου
να μη την δώσω εις εσέ, αν δεν την είχες πάρει.
Ως προς εσένα, χαίρομαι π' άλλα παιδιά δεν έχω,
διότι τύραννον 'ς αυτά θα μ' έκαμν' η φυγή σου,
να τα κρατώ 'ς τα σίδερα! — 'τελείωσα, Αυθέντα.
ΔΟΓΗΣ
Ας ομιλήσω και εγώ και ας ειπώ μιαν γνώμην,
που ίσως χρήσιμη σταθή εις τούτο το ζευγάρι,
ως σκαλοπάτι ν' αναιβούν 'ς την εύνοιάν σου πάλιν.
Άμα που γίνη το κακόν κι' ούτ' έχει θεραπείαν,
αν πάρης την απόφασιν ο πόνος τελειόνει.
Το να θρηνής ένα κακόν που πέρασε και 'πάγει,
είναι ο τρόπος να ζητής νέον κακόν να φέρης.
Ό,τι δεν έχει γλυτωμόν αν σου το πάρ' η τύχη,
την τύχην την περιγελάς, υπομονήν αν δείξης.
Ένας κλεμμένος που γελά κάτι απ' τον κλέπτην κλέπτει·
αν όμως κλαίη του κακού, τον εαυτόν του κλέπτει.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Την Κύπρον τώρα το λοιπόν ο Τούρκος ας την πάρη.
Όσω γελούμεν, βέβαια χαμένη δεν θα είναι.
Τα γνωμικά είναι καλά 'ς εκείνον οπού θέλει
ν' ακούη ανακούφισιν και άλλο δεν τον μέλει.
Αλλ' όποιος έχει τον καϋμόν δεν θέλει να του λέγουν
υπομονήν να δανεισθή, την λύπην να πληρώση!
Τα γνωμικά, είτε χολή ή μέλι, δεν αξίζουν·
έχουν εξήγησιν διπλήν. Τα λόγια είναι λόγια,
και δεν τρυπάτ' από τ' αυτί μία καρδιά καμμένη. —
Παρακαλώ ας έλθωμεν 'ς τα πράγματα του Κράτους.
ΔΟΓΗΣ
Ο Τούρκος εκστρατεύει με μεγάλην δύναμιν εναντίον
της Κύπρου. Εσύ, Οθέλλε, γνωρίζεις από κάθε άλλον
καλλίτερα πού στέκει η δύναμίς της. Και μολονότι έχομεν
εκεί άξιον τοπορητήν, η κοινή όμως γνώμη, ο μέγας
αυτός Κυβερνήτης των πραγμάτων, αποζητεί εσένα διά
μεγαλειτέραν ασφάλειαν. Ανάγκη λοιπόν να σκιάσης την
λάμψιν της νέας σου ευτυχίας, με αυτής της εκστρατείας
την ανεμοζάλην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυθένται μου, ο τύραννος, που λέγεται Συνήθεια,
μου κάμνει απαλώτατον, 'σαν πουπουλένιον στρώμα,
το σιδερένιον των μαχών ή λίθινον κρεββάτι.
Τ' ομολογώ· εις την ζωήν την σκληραγωγημένην
την φυσικήν μου την ορμήν κ' ενέργειαν ευρίσκω.
Μετά χαράς τον δέχομαι κ' επάνω μου τον παίρνω
τον νέον πόλεμον αυτόν κατά των Μουσουλμάνων!
'Σ τους ορισμούς σας ταπεινώς την κεφαλήν μου κλίνω
και μόνον τούτο σας ζητώ: να έχη η σύζυγός μου
την πρέπουσαν περίθαλψιν, και ό,τι λάβη χρείαν
διά να ζη ανάλογα με το αξίωμά μου
και με το γένος της.
ΔΟΓΗΣ
Ας ζη, αν θέλης, 'ς του πατρός της.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Εγώ δεν θέλω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ούτ' εγώ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και ούτ' εγώ δεν θέλω,
να μ' έχη ο πατέρας μου εμπρός του, να με βλέπη,
και να θυμόνη. Το αυτί 'ς την δέησίν μου κλίνε,
ω Δόγη κραταιότατε, και άφες με να εύρω
από την προστασίαν σου κι' από την δύναμίν σου
την φύλαξιν και σκέπην μου.
ΔΟΓΗΣ
Τι θέλεις, Δυσδαιμόνα;
ΔΥΣΔΑΙΜΌΝΑ
Ότι τον Μαύρον αγαπώ διά να ζω μαζί του,
τ' ορμητικόν μου κίνημα κι' αυτή η παραζάλη
τρανά το διελάλησαν 'ς τον κόσμον. Την καρδιάν μου
εγώ την αφιέρωσα 'ς την τύχην του ανδρός μου.
Εις του ΟΘέλλου την ψυχήν το πρόσωπόν του είδα,
και επιστεύθηκα το παν, και βίον και ψυχήν μου
εις την 'δικήν του την τιμήν και την παλλικαριάν του.
Κι' αν απομείνω 'γώ εδώ, ειρήνης πεταλούδα,
ενώ, αυθένται μου, αυτός πηγαίνει 'ς τους πολέμους
θα μου φανή πως αφαιρούν από τον έρωτά μου
τα δίκαιά του, κ' η ζωή βαρεία θα μου ήναι
χωρίς εκείνον. — Άφησε μαζή του να με πάρη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω άρχοντες, αφήσατε παρακαλώ να γείνη
το θέλημά της. Δεν ζητώ εγώ αυτήν την χάριν,
διά να θρέψω μ' ηδονήν το ιδικόν μου πάθος,
και ούτε της αγάπης μου την φλόγα να χορτάσω,
πλην μόνον επειδή ποθώ να γείνη όπως θέλει.
Και να φυλάξη ο θεός, 'ς τον νουν σας μη περάση
πως θ' αστοχήσω σοβαρά κ' επίσημά μου χρέη,
διότι θάχω 'ς το πλευρόν εκείνην. Εάν ήναι
του Έρωτος του πτερωτού τα ελαφρά παιγνίδια
να μου θολώσουν και τον νουν και την ενέργειάν μου
ή να χαλάσουν ηδοναί την τέχνην της ζωής μου,
τότε αγγείον μαγειρειού ας κάμουν αι γυναίκες
την περικεφαλαίαν μου, και την υπόληψίν μου
του κόσμου καταφρόνησις ας την καταμαυρίση!
ΔΟΓΗΣ
Εσείς αποφασίσετε· ας μείνη ή ας φύγη.
Το πράγμα είναι βιαστικόν κι' αναβολήν δεν θέλει.
Α’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Απόψε φεύγεις απ' εδώ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με όλην την καρδιάν μου!
ΔΟΓΗΣ (προς τους Γερουσιαστάς).
Εις τας εννέα την αυγήν εδώ σας περιμένω. —
(Προς τον Οθέλλον).
Εδώ κανένας ας σταθή αξιωματικός σου, και με αυτόν σου στέλλομεν και τον διορισμόν σου και ό,τι άλλο χρειασθή να σου σταλθή ακόμη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να ο σημαιοφόρος μου, αν ήναι ορισμός σας.
Είν' άνθρωπος ενάρετος και της εμπιστοσύνης.
Εις τούτον την γυναίκα μου θ' αφήσω να μου φέρη,
και ό,τι η εκλαμπρότης σου νομίση αναγκαίον.
ΔΟΓΗΣ Πολύ καλά. Σας εύχομαι εις όλους καλήν νύκτα.
(Προς τον Βραβάντιον.)
Και, άρχον ευγενέστατε, εάν δεν ήναι ψεύμα, ότι δεν έχει ευμορφιάς η αρετή ανάγκην, τότ' ο γαμβρός σου κάτασπρος και όχι μαύρος είναι.
Α’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ Χαίρε, κι' αγάπα την καλά, γενναίε Μαύρε· χαίρε!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αν έχης 'μάτια κύτταζε, ω Μαύρε. Πρόσεχέ την·
καθώς εμένα 'γέλασε, 'μπορεί να σε γελάση.
ΟΘΕΛΛΟΣ Την παίρνω 'ς την ψυχήν μου! Ναι!
(Απέρχονται, ο ΔΟΓΗΣ, οι ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ, ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ κ.τ.λ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τώρα, πιστέ μου Ιάγο,
την Δυσδαιμόναν μου εγώ 'ς εσένα την αφίνω·
να βάλης την γυναίκα σου, παρακαλώ, κοντά της,
κι' όπως καλλίτερα 'μπορείς 'ς την Κύπρον να τας φέρης.
Έλα· μια ώρα μοναχή μου μένει, Δυσδαιμόνα,
μια ώρα έννοιας κ' έρωτος μαζή σου να περάσω.
Είμεθα σκλάβοι του καιρού.
(Απέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ).
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ιάγο!
ΙΑΓΟΣ
Τι λέγεις, παλλικαρά μου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ηξεύρεις τι θα 'πάγω να κάμω τώρα;
ΙΑΓΟΣ
Να πλαγιάσης και να κοιμηθής.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα 'πάγω ίσα να πνιγώ!
ΙΑΓΟΣ
Αν το κάμης, δεν θα σε αγαπώ ύστερα. Τι ανοησία
είναι αυτή;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ανοησία είναι να ζη κανείς, όταν η ζωή καταντήση
βάσανον. Το μόνον ιατρικόν είναι ο θάνατος, όταν γείνη
ιατρός μας ο Χάρος.
ΙΑΓΟΣ
Ω τον άνανδρον! Τον κόσμον τον είδα τέσσαραις
φοραίς επτά χρόνους· και αφότου έμαθα να ξεχωρίζω τι
θα ειπή φίλος και τι θα ειπή εχθρός, ακόμη δεν ηύρα
τον άνθρωπον, ο οποίος να ηξεύρη ν' αγαπά τον εαυτόν
του! Καλλίτερα να γείνω πίθηκος, παρά να καταντήσω
να βάλω εις τον νουν μου να πνιγώ διά την αγάπην
ενός χηνοπούλου!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τι θέλεις να κάμω; Το ηξεύρω κ' εγώ ότι είναι
εντροπή να ήμαι τόσον ερωτευμένος, αλλά δεν είναι εις
την εξουσίαν μου ν' αλλάξω.
ΙΑΓΟΣ
Δεν είναι εις την εξουσίαν σου! Κολοκύθια! Μόνοι
μας γινόμεθα τούτο ή εκείνο. Το σώμα μας είναι περιβόλι,
και περιβολάρης η θέλησίς μας. Θέλεις τσουκνίδα
να φυτεύσης, ή μαρούλι; Θέλεις να σπείρης ύσσωπον, ή
να φυτρώση θυμάρι; Θέλεις να έχης ένα μόνον είδος χόρτου,
ή λογής λογής βότανα; Θέλεις να το ερημώσης με
την ακαμωσιάν, ή να το κοπρίσης με τον ιδρώτα σου; Εις
την θέλησίν σου στέκει ό,τι θέλεις να το κάμης. — Εάν
η ζυγαριά της ζωής δεν είχε το βάρος του λογικού,
ν' αντιζυγίζη τα αισθητήριά μας, αλλοίμονον πού
θα μας εκουτρουβαλούσε το αίμα μας και η σιχαμένη η
φύσις μας! Αλλά το λογικόν το έχομεν διά να μας
δροσίζη τα αναμμένα αισθήματά μας, τας σαρκικάς ορέξεις
μας, τα αχαλίνωτα πάθη μας. Εκείνο λοιπόν,
οποίον εσύ ονομάζεις έρωτα, εγώ το ονομάζω φέλιασμα
και παραβλάσταρον.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Άλλ' αντ' άλλων!
ΙΑΓΟΣ Ο έρωτας είναι ασωτεία του αίματος και χαλάρωσις της θελήσεως, σου λέγω. Έλα· σε θέλω άνδρα! Ακούς εκεί, να πνιγής! Πνίξιμον ταις γάταις και τα τυφλά γατόπουλα! Εγώ σου έταξα φιλίαν και εδέθηκα μαζή σου με σχοινιά σφιχτά και δυνατά. Αλλά δεν ημπορούσα ποτέ να σου σταθώ τόσον χρήσιμος, καθώς τώρα. Βάλε αργύριον εις το πουγγί σου, πήγαινε κατόπιν από το στράτευμα, κρύψε τα κάλλη σου με γένεια ψεύτικα. Σου λέγω βάλε αργύριον εις το πουγγί σου! Δεν είναι δυνατόν να βαστάξη πολύν καιρόν η αγάπη της Δυσδαιμόνας διά τον Μαύρον· — βάλε αργύριον εις το πουγγί σου· — ούτε η ιδική του δι' εκείνην. Ήρχισαν ορμητικά, και με τον ίδιον τρόπον θα τελειώσουν. Θα το ιδής! Βάλε αργύριον εις το πουγγί σου μόνον. Αυτοί οι Μαύροι αλλάζουν γνώμην εύκολα. — Παραγέμισε το πουγγί σου. — Η τροφή οπού τώρα του φαίνεται γλυκειά ωσάν ξυλοκέρατον, θα του φανή εις ολίγον άνοστη ωσάν ξυλάγγουρον. Κ' εκείνη θ' αλλάξη, επειδή είναι τόσον νέα. Αφού τον χορτάση τον Μαύρον της, θα ιδή ότι η εκλογή της ήτο στραβή. — Βάλε λοιπόν αργύριον εις το πουγγί σου. — Αν θέλης και καλά να κολασθής, εύρε κανένα τρόπον καλλίτερον από το πνίξιμον. — Μάζευσε όσα περισσότερα χρήματα ημπορείς. — Αν η ευλογία ενός παππά, και ένας όρκος οπού επέρασε μεταξύ ενός βαρβάρου τυχοδιώκτου, και μιας πονηράς Βενετής, δεν είναι με το παρεπάνω δυνατά διά το μυαλόν μου και δι' όλα τα δαιμόνια της Κολάσεως, θα την απολαύσης! Λοιπόν, εύρε χρήματα. Να πάρη η ζάλη το πνίξιμον! Δεν είναι δουλειά σου να πνιγής. Κύτταξε καλλίτερα να κρεμασθής αφού χαρής τον πόθον σου, παρά να πνιγής πριν το καταφέρης.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και αν προσκολληθώ εις αυτήν την ελπίδα, θα μου
παρασταθής πιστά;
ΙΑΓΟΣ
Μην έχης φόβον δι' εμένα. Πήγαινε να εύρης χρήματα.
Σου το είπα πολλαίς φοραίς και σου το ξαναλέγω!
Τον Μαύρον τον μισώ. Έχω λόγους να τον μισώ με την
καρδιάν μου. Δεν πηγαίνεις και συ παρακάτω. Ας γείνωμεν
και οι δύο μας ένα εις την εκδίκησίν μας. Αν κατορθώσης
να τον κερατώσης, εσύ θα το χαρής, και εγώ
θα το διασκεδάσω. Ο Καιρός είναι εγγαστρωμένος με
πολλά περιστατικά, και θα τα ξεγεννήση! Εμπρός! Πήγαινε
να εύρης χρήματα. Αύριον τα ξαναλέγομεν. Ώρα
καλή.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Πού θα σ' εύρω την αυγήν;
ΙΑΓΟΣ
Εις το κατάλυμά μου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα έλθω πρωί πρωί.
ΙΑΓΟΣ
Καλά· ώρα σου καλή. — Ακούεις, Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τι είπες;
ΙΑΓΟΣ
Δεν έχει πνίξιμον πλέον. Ακούεις;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ήλλαξα γνώμην. Πηγαίνω να πωλήσω τα χωράφια μου.
ΙΑΓΟΣ
Καλά. Παραγέμισε το πουγγί σου.
(Απέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ)
ΙΑΓΟΣ Ας χρησιμεύη ο κουτός πουγγί μου να τον έχω. Θα ήτο κρίμα, κ' εντροπή 'ς την πείραν και 'ς τον νουν μου, να χάνω 'γώ την ώραν μου μ' αυτήν την καλοιακούδαν, χωρίς ή διασκέδασις ή κέρδος να μου μένη. Αλλά τον Μαύρον τον μισώ. Και τρέχει λόγος έξω πως έλαβε την θέσιν μου εις τα 'παπλώματά μου. Αν ήν' αλήθεια τ' αγνοώ· πλην κ' υποψία μόνη μου φθάνει, ώστε να φερθώ ωσάν να ήν' αλήθεια! Μ' έχει αυτός περί πολλού. Θα βοηθήση τούτο να γείνουν ευκολώτερα κοντά του οι σκοποί μου. — Ο Κάσιος είν' εύμορφος και νέος. Πώς να γείνη; Να πάρω και την θέσιν του και την εκδίκησίν μου με μιαν διπλήν κατεργαριάν. — Πλην πώς; Πώς να το [κάμω; — Με τον καιρόν εις το αυτί του Μαύρου να σφυρίξω, πως τάχα ξεθαρρεύονται πολύ, η Δυσδαιμόνα κι' ο Κάσιος. Το πρόσωπον, οι νόστιμοί του τρόποι 'ς την υποψίαν έρχονται. Σου έχει ίσα ίσα εκείνα που χρειάζονται γυναίκας να πλανέση. Ο δε Οθέλλος είν' απλός, με την καρδιάν 'ς το χέρι, κι' όποιον ως τίμιος περνά και τίμιον τον παίρνει. Από την μύτην εύκολα 'σάν γάιδαρος τραβιέται. Το ηύρα! Το κοιλοπονώ! Η Κόλασις κ' η Νύκτα το τέρας τούτο εις το φως θα μου το ξεγεννήσουν!
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α' .
Λιμήν εν Κύπρω (11) παρά τον αιγιαλόν.
Εισέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ και δύο άρχοντες ΚΥΠΡΙΟΙ.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι φαίνεται 'ς το πέλαγος από το ακρωτήρι;
Α’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Δεν διακρίνω τίποτε. Βουνόν το κάθε κύμα·
δεν ξεχωρίζω μεταξύ συννέφων και θαλάσσης
ούτε πανί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εις την ξηράν ο άνεμος μουγκρίζει.
Τόσον πολύ τους πύργους μας δεν έσεισε ποτέ του.
Εάν και εις το πέλαγος φυσά με τόσην λύσσαν,
ποια τάχα ξύλινα πλευρά θα δυνηθούν ν' ανθέξουν
εις τα βουνά οπού βουτούν! Να ιδούμεν τι θα γείνη;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Θα γείνη μέγας σκορπισμός του τουρκικού του στόλου.
Αν ημπορέσης να σταθής εις του 'γιαλού την άκρην,
θα ιδής τα νέφη να κτυπά μ' αφρούς το κάθε κύμα.
Η θάλασσ' ανεμόδαρτη, με χαίτην ορθωμένην,
να καταβρέξη προσπαθεί τ' αστέρια, και να σβύση
'ς τον Ουρανόν τους φύλακας του ακινήτου πόλου.
Ποτέ μου τόσην ταραχήν 'ς το πέλαγος δεν είδα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εάν ο στόλος των εχθρών δεν ήναι αραγμένος
'ς απανεμιάν, δεν θα σωθή· τον έχω και πνιγμένον.
Των αδυνάτων να βαστά 'ς ανεμοζάλην τόσην
(Εισέρχεται τρίτος Κύπριος.)
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Νέα, παιδιά! Ο πόλεμος τελειωμένος είναι.
Τους Τούρκους τους επρόκοψεν αυτή η τρικυμία,
και τους χαλνά τα σχέδια. Βενέτικον καράβι
απήντησε τα τουρκικά και είδε την ζημίαν
και την φρικτήν καταστροφήν όλου σχεδόν του στόλου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αληθινά;
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Ναι· είν' εδώ αγκυροβολημένον.
Ο Μιχαήλ ο Κάσιος, του Μαύρου του Οθέλλου
υπασπιστής, ήλθε μ' αυτό. Κι' ο Μαύρος ταξειδεύει
και έρχεται διοικητής και στρατηγός της Κύπρου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Πολύ το χαίρομαι. Καλόν διοικητήν μας στέλνουν.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Αλλά ο Κάσιος αυτός, ενώ παρηγορίαν
μας φέρνει με την είδησιν πως 'χάθηκαν οι Τούρκοι,
είναι ανήσυχος πολύ και καταλυπημένος,
και τον Θεόν παρακαλεί να σώση τον Οθέλλον,
διότι τους εχώρισε φρικτή ανεμοζάλη.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Να τον φυλάγη ο Θεός! Εδούλευσα μαζή του
και είν' ανδρείος στρατηγός, αλήθεια παλλικάρι!
Ελάτε 'ς την ακρογιαλιάν τον Κάσιον να ιδούμεν,
και εις τον ίδιον καιρόν να ρίξωμεν το 'μάτι
έως εκεί που θάλασσα κ' αιθέρας δεν χωρίζουν,
με την ελπίδα μη φανή το πλοίον του Οθέλλου.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Και άλλο ίσως φθάσιμον κάθε στιγμή μας φέρη.
Ελάτε!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ ακολουθούμενος υπό Κυπρίων.)
ΚΑΣΙΟΣ
Σας ευχαριστώ, της Κύπρου παλλικάρια,
που τόσον καλοδέχεσθε το όνομα του Μαύρου.
Παρακαλείτε τον Θεόν να τον κατευοδώση,
διότι 'χωρισθήκαμεν εις κίνδυνον μεγάλον.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Είναι το πλοίον του καλόν;
ΚΑΣΙΟΣ
Γερόν το σκάφος είναι,
και ο πιλότος του γνωστός, και άνθρωπος της τέχνης·
εις τούτο την ελπίδα μου στηρίζω μέχρι τέλους.
(Φωναί έξωθεν.)
Ένα πανί! Ένα πανί.
ΚΑΣΙΟΣ Τι θόρυβος; τι τρέχει;
Δ'. ΚΥΠΡΙΟΣ
Η πόλις όλη άδειασε· 'ς την άκρην της θαλάσσης
ο κόσμος εσωρεύθηκε, κ' έ ν α π α ν ί φωνάζουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Κάτι μου λέγει πως αυτό του στρατηγού θα ήναι
το πλοίον.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Κανονοβολούν χαιρετισμόν 'ς το Κάστρον
Φθάσιμον φίλου είν' αυτό.
ΚΑΣΙΟΣ
Παρακαλώ πηγαίνεις
να μάθης ποίος έφθασε; κ' ειπέ μας το.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ Πηγαίνω.
(Εξέρχεται.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ Κι' ο στρατηγός, υπασπιστά, στεφανωμένος είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Διά την ευτυχίαν του! Επέτυχε μιαν νέαν,
που ξεπερνά περιγραφάς, κι' ό,τι κι' αν 'πή η φήμη,
κι' ό,τι να γράψη ημπορεί εξακουστόν κονδύλι.
Χαριτωμένη και καλή κι' ωραία…
(Επιστρέφει ο Β' . ΚΥΠΡΙΟΣ).
Ποίος ήλθε;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ Σημαιοφόρος είν' αυτός του Μαύρου· κάποιος Ιάγος.
ΚΑΣΙΟΣ
Κατευοδώθη γρήγορα με την καλήν την ώραν!
Και πέλαγος, και κύματα, και η ανεμοζάλη,
βράχοι που βράζει το νερόν, και άμμοι σωριασμένοι,
προδόται που το άκακον παραμονεύουν σκάφος,
τα πάντα, 'σάν να ήξευραν τι κάλλος διαβαίνει,
την αγριάδα έχασαν που είναι φυσική των
κ' επέρασεν απείρακτη η θεία Δυσδαιμόνα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Και ποία είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Είν' αυτή που σ' έλεγα, ω φίλε·
του στρατηγού ο στρατηγός! Ο Ιάγος ο γενναίος
την εσυνόδευσεν εδώ. Αλλά το φθάσιμόν της
επρόλαβε τους πόθους μας κατά επτά ημέρας.
Θεέ μεγάλε, φύλαγε και σώσε τον Οθέλλον
εις τ' άρμενά του ας φυσά η δυνατή πνοή σου!
Αξίωσέ τον εις αυτόν ν' αράξη τον λιμένα,
της Δυσδαιμόνας την γλυκειάν αγκάλην ν' απολαύση,
εις το σβυσμένον θάρρος μας νέαν φωτιάν να δώση,
κι' όλον της Κύπρου το νησί να το παρηγορήση!
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, η ΑΙΜΙΛΙΑ, ο ΙΑΓΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
και συνοδεία.)
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, κατέβη 'ς την ξηράν ο θησαυρός του πλοίου!
Της Κύπρου άνδρες, πέσατε 'ς τα γόνατα εμπρός της.
Κυρία, καλώς ώρισες. Η χάρις του Υψίστου
εμπρός, οπίσ' , από παντού να σε περικυκλόνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ευχαριστώ σε, Κάσιε γενναίε. Του ανδρός μου
τι νέα έχεις να μου 'πής;
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν έφθασεν ακόμη,
αλλά τον άφησα καλά, κ' ελπίζω δεν θ' αργήση.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Φοβούμαι όμως… Διατί δεν ήλθετε συγχρόνως;
ΚΑΣΙΟΣ
Η Θάλασσα κι' ο Ουρανός επιάσθηκαν εις μάχην
κ' εχώρισαν τον δρόμον μας 'ς το πέλαγος… Ακούεις;
Ένα πανί!
(Φωναί έξωθεν).
Ένα πανί! Ένα πανί!
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ 'Σ το Κάστρον το χαιρετούν με κανονιαίς. Και τώρα φίλος είναι.
ΚΑΣΙΟΣ Ιδέ τι τρέχει.
(Εξέρχεται ο Κύπριος.) (Πρoς τον Ιάγον.)
Είσαι συ; Καλώς μας ήλθες, Ιάγο.
(Προς την Αιμιλίαν.)
Κυρά μου, καλώς ώρισες.
(Την φιλεί.)
Μη σε πειράζει, Ιάγο, αν ξεθαρρεύωμαι πολύ. Οι τρόποι μου το έχουν να ήμαι μάλλον τολμηρός εις την φιλοφροσύνην.
ΙΑΓΟΣ
Αν τόσον σου εχάριζε κ' εσένα με τα χείλη,
όσον η γλώσσα της συχνά 'ς εμένα χαριτόνει,
θα σου εφαίνετο πολύ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλέ, φωνήν δεν έχει.
ΙΑΓΟΣ
Ω! έχει, μα την πίστιν μου, και με το παρεπάνω!
Εγώ το' ξεύρω πώς λαλεί όταν μου έρχετ' ύπνος.
Εμπρός 'ς την ευγενείαν σου την γλώσσαν, εννοείται,
την συμμαζεύει 'ς την καρδιάν, και μέσα της γρυνιάζει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αυτά να λέγης αφορμήν δεν έχεις.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα·
σεις όλαις εικονίσματα είσθ' έξω απ' το σπίτι,
πλην μέσα αγριόγατοι, κ' η γλώσσα σας καμπάνα·
όταν πειράζετ' άγιοι, διαβόλοι αν σας πειράζουν,
και ακαμάτραις 'ς την δουλειάν, δουλεύτραις 'ς το κρεββάτι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! Εντροπή, κακόγλωσσε.
ΙΑΓΟΣ
Αν σε γελώ τουρκεύω!
'ς τον ύπνον σας δουλεύετε, και παίζετε 'ς τον ξύπνον.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν σ' έβαλα εγκώμιον να γράψης.
ΙΑΓΟΣ
Μη με βάλης.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι θάγραφες, εγκώμιον αν είχες να μου κάμης;
ΙΑΓΟΣ
Παρακαλώ, Κυρία μου, μη μου ζητής επαίνους,
και δεν αξίζω τίποτε εάν δεν ψεγαδιάζω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμπρός. Δοκίμασε. — Κανείς επήγε 'ς τον λιμένα;
ΙΑΓΟΣ
Επήγε· ναι, Κυρία μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Διάθεσιν δεν έχω·
τον εαυτόν μου απατώ την εύθυμην αν κάμω.
Ας ήναι. — Λέγε μας λοιπόν· πώς θα μ' εγκωμιάσης;
ΙΑΓΟΣ
Κοντεύω. Αλλ' η έμπνευσις 'βγαίνει απ' το καύκαλόν μου,
καθώς εβγαίνει ο ιξός απ' την προβιάν που πιάση·
μου ξεκολνά και τα μυαλά και κάθε τι. Εν τούτοις
η Μούσα μου κοιλοπονά. Να το ξεγέννημά της:
Η κάτασπρη και γνωστική έχει ευμορφιάν και γνώσιν·
το ένα είναι χρήσιμον το άλλο κάμνει χρήσιν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλόν εγκώμιον αυτό. Κ' η γνωστική και μαύρη;
ΙΑΓΟΣ
Αν ήναι μαύρη κ' έχη νουν, κ' εκείνη δίχως άλλο
θα εύρη την μαυρίλαν της με άσπρον να ταιριάξη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Κακά τα πηγαίνομεν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Και η κουτή και ωραία;
ΙΑΓΟΣ
Ποτέ κουτή δεν ημπορεί να ήναι η ωραία,
αφού κ' η κουταμάδα της θα φέρη κληρονόμον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτά είναι παραδοξολογίαις να ταις ακούουν οι
βλάκες εις το καπηλειόν και να γελούν. Και τι κακορρίζικον
εγκώμιον έχεις να ειπής δι' εκείνην, η οποία είναι
και κουτή και άσχημη;
ΙΑΓΟΣ
Κουτή γυναίκα κι' άσχημη δεν έχει, που δεν κάμνει
τα ίδια τα καμώματα με ξυπνηταίς κι' ωραίαις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι χονδρή αμάθεια! Το καλλίτερόν σου εγκώμιον
είναι διά την χειροτέραν γυναίκα! Και τι θα έλεγες δι'
εκείνην, η οποία πραγματικώς αξίζει, και δεν έχει να
φοβηθή ούτε την κακογλωσσιάν;
ΙΑΓΟΣ
Εκείνη που είν' εύμορφη και όμως δεν το 'ξεύρει,
που έχει γλώσσαν και φωνήν και όμως δεν φωνάζει,
που δεν της λείπουν χρήματα αλλά δεν τα σκορπίζει,
που λέγ' είν' εις το χέρι μου και όμως δεν το κάμνει,
που αν και την επείραξαν δεν τιμωρεί, κι' αφίνει
να φύγ' η δυσαρέσκεια και τ' άδικον να μείνη,
που έχει γνώσιν, και τον νουν δεν έχασε ν' αλλάξη
διά ουράν του σολομού κεφάλι της μουρούνας, (12)
που της περνούν συλλογισμοί πλην 'ξεύρει να τους
[κρύπτη,
που αν κανείς την κυνηγά το νοιώθει, πλην δεν στρέφει,
τέτοια γυναίκα, αν ποτέ υπήρξε τέτοια, πρέπει…
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να κάμη τι;
ΙΑΓΟΣ
'ς τους παλαβούς να δίδη το βυζί της,
και να πωλή 'ς το καπηλειόν κρασί με το ποτήρι. (13)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι μισερόν και ανούσιον συμπέρασμα! Μη τον
ακούης, Αιμιλία, και ας ήναι και άνδρας σου. Τι λέγεις
Κάσιε; Δεν είναι αδιάντροπα τα γνωμικά του;
ΚΑΣΙΟΣ
Τα λέγει ξάστερα, Κυρία μου· είναι καλλίτερος διά
στρατιώτης παρά διά λογιώτατος.
(Συνομιλεί μετά της Δυσδαιμόνας).
ΙΑΓΟΣ
Την παίρνει από το χέρι… Μάλιστα! Λέγε τα
σιγαλά. Με αυτήν την μικρήν αραχνιάν θα πιάσω εγώ
μίαν μυίγαν μεγάλην μεγάλην, οπού την λέγουν Κάσιον!
— Βέβαια, χαμογέλα, θα σε μαγκώσω με ταις
νοστιμάδαις σου. — Τω όντι! Ωραία τα λέγεις! Αν με
αυτά σου τα τσακίσματα σε κάμω να χάσης τον βαθμόν
σου, καλά θα ήτο να μην είχες φιλήσει τόσαις φοραίς
τα τρία σου δάκτυλα, καθώς ετοιμάζεσαι να ξανακάμης
διά να μας δείξης την χάριν σου… Περίφημα! ωραίος
ασπασμός! Χαριέστατος χαιρετισμός! Ωραία, μα την
αλήθειαν!… Τι; πάλιν τα δάκτυλα εις τα χείλη;
Καλλίτερα δι' εσένα να ήσαν τόσα μασούρια γλυστηριού
τα δάκτυλά σου….
(Σάλπιγγες έξωθεν).
Ο Μαύρος! Γνωρίζω την σάλπιγγά του.
ΚΑΣΙΟΣ
Αλήθεια!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να τον προϋπαντήσωμεν, να τον δεχθώμεν!
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού! έρχεται.
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ μετά της συνοδείας του).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ωραία ηρωίνα μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αγαπητέ Οθέλλε!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μεγάλος είν' ο θαυμασμός, μεγάλη κ' η χαρά μου
εδώ να σ' εύρω προ εμού φθασμένην, ω ψυχή μου!
Αν κάθ' ανεμοστρόβιλος τέτοιαν γαλήνην φέρνη,
μην παύης τότε να φυσάς αέρα, έως ότου
απ' τον βαθύν τον ύπνον του τον Χάρον να 'ξυπνήσης
κι' ας κουρασθή το σκάφος μου ν' αναιβοκαταιβαίνη
εις του πελάγους τα βουνά, κι' από την κορυφήν των,
ωσάν τον Όλυμπον 'ψηλά, να πέφτη — 'σαν να πέφτη
'ς τον Άδην απ' τον Ουρανόν! Αν ήτο ν' αποθάνω,
απέθνησκα μετά χαράς αυτήν την ώραν! Τόσον
είν' η ψυχή μου ήσυχη κι' αναπαυμένη τώρα,
ώστε φοβούμαι μη ποτέ η άγνωστή μου Μοίρα
τόσην χαράν και ηδονήν δεν μου ξαναχαρίση!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να δώση πάντα ο Θεός ν' αυξάνουν με τα χρόνια
κ' οι έρωτές μας κ' η χαρά!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν, αγαπητή μου!
Δεν έχω λόγια να ειπώ την ευχαρίστησίν μου!
Είν' η χαρά τόσον πολλή, που πνίγει τον λαιμόν μου.
Κι' αυτό, κι' αυτό…
(Την ασπάζεται επανειλημμένως).
Ω! πάντοτε αυτήν την αρμονίαν να κάμνουν αι καρδίαι μας!
ΙΑΓΟΣ (καθ' εαυτόν). Καλά τα 'πάτε τώρα· όμως αυτήν την μουσικήν εγώ θα την χαλάσω, ή να μην ήμαι άνθρωπος!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πηγαίνωμεν 'ς το Κάστρον.
'Τελείωσεν ο πόλεμος· επνίγησαν οι Τούρκοι. —
Τι γίνονται οι φίλοι μου οι παλαιοί της Κύπρου; —
Εσύ θα γείνης του νησιού η χαδευμένη τώρα.
Έχω πολλούς, που μ' αγαπούν εδώ, γλυκό μου μέλι.
Απ' την χαράν μωρολογώ και λέγω αλλ' αντ' άλλων.
Παρακαλώ σε, Ιάγο μου, καταίβα 'ς τον λιμένα,
ξεφόρτωσε τα πράγματα, και φέρε μου 'ς το Κάστρον
τον πλοίαρχον· πάσα τιμή και έπαινος του πρέπει·
είν' άξιος θαλασσινός. — Ω Δυσδαιμόνα, έλα·
και πάλιν καλώς ώρισες, αγάπη μου, 'ς την Κύπρον.
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και αι συνοδείαι των).
ΙΑΓΟΣ
Έλα να μ' ενταμώσης αμέσως κάτω εις τον λιμένα.
Έλα εδώ. Αν ήσαι παλλικάρι — (αφού το λέγει ο λόγος
ότι, όταν κανείς ερωτευθή γίνεται καλλίτερος από
ό,τι είναι το φυσικόν του (14)), άκουσέ με. Απόψε ο
υπασπιστής φρουρεί εις την αυλήν του Κάστρου. Πρώτα
και αρχή όμως πρέπει να σου ειπώ το εξής: η Δυσδαιμόνα
είναι ερωτευμένη μαζή του.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Μαζή του! Εκείνη; Αδύνατον!
ΙΑΓΟΣ Βάλε το δάκτυλόν σου εις τα χείλη και άκουε να μάθης. Ενθυμήσου πόσον ορμητικά ερωτεύθηκεν απ' αρχής, μόνον και μόνον από τα καυχήματα και τα παραμύθια οπού της έλεγεν ο Μαύρος. Και θέλεις να εξακολουθή ακόμη να τον αγαπά διά τα φλυαρήματά του; Αν έχης άσπρου γνώσιν δεν θα το πιστεύσης αυτό. Το 'μάτι της θέλει να χορτάση. Και τι ευχαρίστησιν θα έχη να βλέπη εμπρός της τον Διάβολον; Αφού το αίμα κορεσθή και ησυχάση, πρέπει να ελκυσθή από τίποτε θέλγητρον διά να ξανανάψη και να του ανοίξη πάλιν η όρεξις· πρέπει να εύρη κάποιαν συμπάθειαν εις την ευμορφιάν, εις τους τρόπους, εις την ηλικίαν. Αλλά ο Μαύρος τίποτε από αυτά δεν έχει. Αφού λοιπόν του λείπουν όλα τα συστατικά διά να ευχαριστήση την τρυφερότητά της, είναι φυσικόν να της έλθη αναγούλα, να τον σιχαθή και να τον μισήση τον Μαύρον. Η φύσις θα την δασκαλεύση και θα την σπρώξη να κάμη νέαν εκλογήν. Λοιπόν, Κύριέ μου, αν τα παραδέχεσαι αυτά, — και είναι όλα σωστά και αναμάρτητα, — ποίος άλλος θαρρείς ότι θα ωφεληθή από την περίστασιν, παρά ο Κάσιος; ο ευλύγιστος αυτός κατεργάρης, ο οποίος καμόνεται τον ευγενικόν και τον φρόνιμον, μόνον και μόνον διά να καταφέρη καλλίτερα τον ασελγή και μυστικόν σκοπόν του; — Κανείς άλλος, κανείς! Αυτός μόνον, ο επιτήδειος κατεργάρης, οπού ηξεύρει πώς να ωφεληθή από την ευκαιρίαν, και έχει την τέχνην να προσποιήται κάθε αρετήν, αν και αρετήν δεν έχη. Διάβολο-κατεργάρης! Και εκτός τούτου είναι και εύμορφος ο κατεργάρης, είναι νέος και σου έχει όλα τα συστατικά οπού αρέσουν τα ανόητα και κλούβια κεφάλια. Πανούκλα να τον εύρη τον κατεργάρην! Τον ηύρεν όμως προτήτερα η ευγενεία της.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Δεν το πιστεύω απ' αυτήν· είναι τόσον καθώς πρέπει
νέα.
ΙΑΓΟΣ
Κολοκύθια καθώς πρέπει! Το κρασί οπού πίνει είναι
καμωμένον από σταφύλι. Αν ήτο τόσον καθώς πρέπει
δεν θα έκαμνε την αγάπην με τον Μαύρον. Καθώς
πρέπει, λέγει! Δεν την είδες πώς έπαιζε με το χέρι του
Κασίου; Την παρετήρησες;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Την είδα· και τι μ' αυτό; Ήτον απλή ευγένεια.
ΙΑΓΟΣ
Αν δεν ήτο λαγνεία, να μου κόπτης το χέρι. Ήτον
ο κρυφός πρόλογος, η αρχή των αισχρών στοχασμών
και της ασελγείας. Τα στόματά των εσίμωσαν τόσον,
ώστε ανεκατώθησαν αι αναπνοαί των. Σιχαμένοι
στοχασμοί, Ροδερίκε! Όταν αυτά τα ξεθαρρεύματα ανοίξουν
μίαν φοράν τον δρόμον, δεν αργεί να έλθη και η κυρία
υπόθεσις, το συσσωματωμένον συμπέρασμα. Πιςτ! Αλλά
κάμε ό,τι σου λέγω εγώ· εγώ οπού σ' έφερα εδώ από
την Βενετίαν. Απόψε να έλθης εις την φρουράν το
σύνθημά σου το δίδω εγώ· ο Κάσιος δεν σε γνωρίζει·
εγώ θα ήμαι κοντά σου· κύτταξε να εύρης αφορμήν να
τον θυμώσης· είτε φώναζε δυνατά, είτε απείθησε εις την
διαταγήν του, είτε όπως η περίστασις το φέρει.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Καλά.
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος είναι αψύς και οξύθυμος. Ίσως σε κτυπήση.
Κύτταξε να τον θυμώσης, ώστε να σε κτυπήση. Από
το κτύπημα τούτο εγώ θα κάμω να σηκωθή η Κύπρος
εις το ποδάρι, και να μην έχη ησυχίαν ενόσω δεν τον
πετάξουν απ' εδώ τον Κάσιον. Και τότε θα σου εύρω
τρόπον να συντομεύσης τον δρόμον του πόθου σου, φθάνει
να έβγη από την μέσην το εμπόδιον αυτό.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
θα κάμω καθώς μου λέγεις, αν μου το φέρης βολικά.
ΙΑΓΟΣ
Σου το υπόσχομαι. Έλα εις ολίγον να μ' εύρης εις το
Κάστρον. Τώρα πηγαίνω να ξεφορτώσω τα πράγματά
του. Ώρα καλή.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Έχε υγείαν.
(Απέρχεται)
ΙΑΓΟΣ Ο Κάσιος την αγαπά· αυτό δεν τ' αμφιβάλλω. Ότι κι' αυτή τον αγαπά, απίθανον δεν 'μοιάζει. Ο Μαύρος, — πρέπει να το 'πώ και αν δεν τον χωνεύω, — είν' άνθρωπος ειλικρινής, κ' ευαίσθητος, και ίσιος, κι' άνδρα πιστόν και ακριβόν η Δυσδαιμόνα έχει. Αλλά κ' εγώ την αγαπώ· κ' εγώ, μα την αλήθειαν! Όχι με πόθον σαρκικόν μονάχα· (μολονότι δεν είμαι αναμάρτητος και απ' αυτό το κρίμα·) αλλά διά να κορεσθή και η εκδίκησίς μου. Διότι φόβος μου περνά ότι ο λάγνος Μαύρος εις το θρονί μου 'κάθησε· κ' εκείν' η υποψία μου τρώγει τα εντόσθια και μου τα φαρμακεύει, και ησυχίαν 'ς την ψυχήν ποτέ μου δεν θα έχω, πριν ίσα κ' ίσα γίνωμεν γυναίκα με γυναίκα! Ή, αν δεν γίνεται αυτό, τουλάχιστον να χώσω μιαν ζήλειαν τόσον δυνατήν εις την ψυχήν του Μαύρου, που ιατρικόν να μη χωρή! Διά να επιτύχω, (εάν αυτός, οπού τραβώ 'σαν σκύλον 'ς το κυνήγι όπου του δείξω μυρισθή και τρέξη όσον θέλω), (15) πρέπει τον Κάσιον καλά 'ς το χέρι να τον βάλω, και να τον κάμω μισητόν 'ς τα 'μάτια του Οθέλλου. Διότι και ο Κάσιος τον νυκτικόν μου σκούφον φοβούμαι τον εφόρεσε. Κ' ενώ θα καταστρέφω μ' αυτά του Μαύρου και ζωήν, και νουν, και ησυχίαν, και τον τρελλαίνω εξ ενός, εξ άλλου θα τον έχω να μ' αγαπά, να με τιμά και να με ανταμείβη. Τα έχω μέσα εις τον νουν, αλλά συγκεχυμένα. Η πονηριά τα μούτρα της δεν θα τα ξεσκεπάση, παρ' όταν έλθη 'ς την στιγμήν το πράγμα να ξεσπάση.
(Εξέρχεται)
ΣΚΗΝΗ Β' .
Πλατεία εν Κύπρω. (Εισέρχεται Κήρυξ αναγινώσχων προκήρυξιν, ακολουθούμενος δε υπό του πλήθους.)
ΚΗΡΥΞ
Ο ευγενής και γενναίος στρατηγός μας Οθέλλος θέλει
και ορίζει να δείξη ο καθένας την χαράν του, διά την
καλήν είδησιν, ότι εχάθηκε ο στόλος των Τούρκων.
Χορεύσετε, ανάψατε φωτιαίς, χαρήτε και ξεφαντώσετε,
ο καθένας κατά την προαίρεσίν του. Διότι εκτός της
καλής αυτής ειδήσεως, ο στρατηγός εορτάζει και τους
γάμους του σήμερα. Είναι θέλημα του στρατηγού να κηρύξω
αυτά. Τα μαγειρειά του κάστρου είναι ανοικτά, και
όποιος αγαπά ας ορίση να φάγη και να πιη από τώρα
πέντε η ώρα, έως να σημάνη η καμπάνα τας ένδεκα.
Ζήτω η Κύπρος και ο στρατηγός Οθέλλος! Πολλά τα
έτη του!
(Απέρχονται πάντες.)
ΣΚΗΝΗ Γ' .
Αυλή εν τω φρουρίω. (Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ μετά συνοδείας, και ο ΚΑΣΙΟΣ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έχε τον νουν σου 'ς την φρουράν απόψε, Κάσιέ μου,
και πρόσεχε να μείνωμεν έως εκεί που πρέπει·
να μη το παρακάμωμεν εις το ξεφάντωμά μας.
ΚΑΣΙΟΣ
Τον Ιάγον τον ωδήγησα τι χρεωστεί να κάμη·
αλλά και με τα 'μάτια μου ο ίδιος θα προσέχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο Ιάγος είναι άξιος. Μιχάλη, καλήν νύκτα,
και αύριον πρωί πρωί να σου 'μιλήσω έχω. —
Έλα, γυναίκα μου γλυκειά. Εκείνος π' αγοράση,
της αγοράς του τον καρπόν τον χαίρεται κατόπιν,
κ' είναι ανοικτοί λογαριασμοί ακόμη μεταξύ μας. —
Καλή σας νύκτα.
(Απέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η συνοδεία των.)
(Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΚΑΣΙΟΣ
Καλώς τον Ιάγον! Ώρα διά την φρουράν.
ΙΑΓΟΣ
Όχι από τώρα, υπασπιστά. Δεν είναι ακόμη δέκα η
ώρα. Ο στρατηγός μας εξεφορτώθη από τώρα διά την
αγάπην της Δυσδαιμόνας του. Ας τον συμπαθήσωμεν,
διότι ακόμη δεν εχάρηκε νύκτα μαζή της· και είναι
κομμάτι διά τον Δία αυτή!
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν έχει ταίρι!
ΙΑΓΟΣ
Και γεμάτη παιγνίδι, να ήσαι βέβαιος.
ΚΑΣΙΟΣ
Νόστιμον και τρυφερόν πλάσμα, τω όντι.
ΙΑΓΟΣ
Σου έχει ένα 'μάτι· φωνάζει «έλα εδώ».
ΚΑΣΙΟΣ
Ελκυστικόν 'μάτι, αλλ' εις τον ίδιον καιρόν και
σεμνότατον.
ΙΑΓΟΣ
Και όταν λαλή, δεν είναι ωσάν σήμαντρον του έρωτος
η φωνή της;
ΚΑΣΙΟΣ
Μα την αλήθειαν, είναι εντέλεια!
ΙΑΓΟΣ
Ας ήναι. Μακαρίζω τα σεντόνια των. — Ορίζεις,
υπασπιστά; Έχω εδώ μίαν λαγήναν κρασάκι· και απ' έξω
περιμένουν δύο τρία παλλικάρια της Κύπρου, και
νοστιμεύονται να σφίξουν μίαν εις την υγείαν του Μαύρου
Οθέλλου.
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι απόψε, καλέ μου Ιάγο. Το μυαλόν μου είναι
αδύνατον και δεν αντέχει εις το κρασί. Καλά θα ήτο να
εφευρίσκετο κανένας άλλος τρόπος να φιλεύωνται οι
άνθρωποι, και όχι με το πιοτόν.
ΙΑΓΟΣ
Είναι φίλοι αυτοί εδώ. Ένα ποτηράκι. Το πίνω εγώ
δι' εσένα.
ΚΑΣΙΟΣ
Επήρα προτήτερα ένα ποτήρι, κ' εκείνο νερωμένον.
Και όμως βλέπεις τι αλλαγήν μου έφερεν εδώ. Έχω
την ατυχίαν να ήναι αδύνατον το κεφάλι μου, και δεν
τολμώ να το βάλω εις μεγαλείτερον πειρασμόν.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, άνθρωπε! Απόψε είναι ξεφάντωσις. Έλα· θα
υποχρεώσης τους φίλους μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Πού είναι;
ΙΑΓΟΣ
Εδώ απ' έξω. Φέρε τους μέσα, να ζης.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά· ας έλθουν. Αλλά δεν μου έρχεται το πράγμα.
(Εξέρχεται).
ΙΑΓΟΣ
Αν του καθίσω μέσα του και δεύτερον ποτήρι,
κοντά 'ς το άλλο το κρασί που 'πήρε προ ολίγου,
θα σου τον κάμω 'σάν σκυλί να γείνη χαδευμένον,
όλος θυμός και μάλωμα! Ο δε κυρ Ροδερίκος,
που ο πολύς ο έρωτας τον έχει άνω κάτω,
κανάταις εκεράσθηκεν απόψε 'ς την υγείαν
της Δυσδαιμόνας· και αυτός εις την φρουράν θα ήναι.
Και τρεις λεβένταις του νησιού, κεφάλια αναμμένα,
πώχουν το χέρι εύκολον και υψηλά την μύτην,
απόψε τους εζέσταινα μ' επανωτά ποτήρια·
κι' αυτοί θα ήναι 'ς την φρουράν. 'Σ αυτό το μεθοκόπι
τον Κάσιον εις κάμωμα κανένα θα τον σπρώξω,
που το νησί να ταραχθή. — Αλλά, ιδού που ήλθαν.
Αν όσα ονειρεύωμαι καθώς τα θέλω έλθουν,
με φουσκωμένα τα πανιά τότ' αρμενίζω πρύμα!
(Επιστρέφει ο ΚΑΣΙΟΣ μετά του ΜΟΝΤΑΝΌΥ και ετέρων
αξιωματικών).
ΚΑΣΙΟΣ
Μα τον Θεόν! Ηθέλησαν και καλά να με κεράσουν.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Μικρόν πράγμα, μα την πίστιν μου. Να μην ήμαι
στρατιώτης αν ήτο περισσότερον από ένα ποτήρι.
ΙΑΓΟΣ Αι! φέρετέ μας κρασί.
(Ψάλλει)
Κλιγκ, κλιγκ, παιδιά μου· η πλώσκ' ας γυρίση Μη άνδρας δεν είναι κι' ο στρατιώτης; 'σάν αστραπή θα περάσ' η νεότης· ο στρατιώτης λοιπόν ας μεθύση!
Κρασί, παιδιά!
ΚΑΣΙΟΣ Μα τον Θεόν! ωραίον τραγούδι.
ΙΑΓΟΣ
Το έμαθα εις την Αγγλίαν. Εκεί δα οι άνθρωποι δεν
την φοβούνται την κρασοκανάταν. Ο Δανός σου, και ο
Γερμανός σου, και ο κοιλάς ο Ολλανδός σου δεν αξίζουν
τίποτε εμπρός εις τον Άγγλον μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Τόσον παλλικαρίσια πίνει ο Άγγλος σου;
ΙΑΓΟΣ
Σου καταπίνει ολάκαιρον τον Δανόν, ψόφιον από το
μεθύσι. Σου αναποδογυρίζει τον Γερμανόν πριν ιδρώση η
μύτη του. Και σου κάμνει τον Ολλανδόν να εμέση, ενώ
αυτός ξαναγεμίζει το ποτήρι του.
ΚΑΣΙΟΣ
Εις την υγείαν του στρατηγού μας!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Κ' εγώ μαζή σου, υπασπιστά! Ως τον πάτον!
ΙΑΓΟΣ
Ω γλυκειά μου Αγγλία!
Ένα καιρόν ο Στέφανος εκεί 'φορούσε το βασιλικόν στεφάνι Μίαν φοράν παρήγγειλε βρακί, πλην ακριβόν παρά πολύ του 'φάνη. ο ράπτης του 'ζητούσεν ένα γρόσι· του έκοψεν αυτός ένα παρά. Να βασιλέας οπού είχε γνώσιν! Να βασιληάς καλός μίαν φοράν! (16)
Φέρετέ μας κρασί! Αι!
ΚΑΣΙΟΣ
Αυτό σου το τραγούδι μου αρέσει περισσότερον από
τ' άλλο.
ΙΑΓΟΣ
Να σου το ξαναπώ;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι· διότι όποιος κάμνει τέτοια πράγματα δεν είναι
άξιος διά την θέσιν του. Ο Ουρανός είναι επάνω από
όλον τον κόσμον και μερικαί ψυχαί θα σωθούν, και
άλλαι δεν θα σωθούν.
ΙΑΓΟΣ
Καλά λέγεις υπασπιστά μου
ΚΑΣΙΟΣ
Όσον δι' εμένα, — μη προς βάρος του στρατηγού, ούτε
κανενός άλλου άρχοντος, — ελπίζω να σωθή η ψυχή μου.
ΙΑΓΟΣ
Και η 'δική μου, υπασπιστά.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά· αλλά, με συμπάθειον, ύστερα από την ιδικήν
μου. Πρώτα ο υπασπιστής και έπειτα ο σημαιοφόρος.
— Φθάνουν αυτά. Πηγαίνωμεν εις την δουλειάν
μας. — Άφες ημίν τας αμαρτίας ημών. — Κύριοι, να
κυττάξωμεν την δουλειάν μας. — Μη νομίζετε, Κύριοι,
ότι είμαι μεθυσμένος. Να, αυτός είναι ο σημαιοφόρος.
Να το δεξί μου χέρι - να το αριστερόν. Δεν είμαι
μεθυσμένος. Στέκομαι 'ς τα πόδια μου και ηξεύρω τι μου
γίνεται.
ΠΑΝΤΕΣ
Και βέβαια, και βέβαια.
ΚΑΣΙΟΣ 'Πάγει καλά· λοιπόν μη με θαρρήτε μεθυσμένον.
(Εξέρχεται).
ΜΟΝΤΑΝΟΣ Εις τον προμαχώνα Κύριοι. Ώρα αλλαγής.
ΙΑΓΟΣ
Ιδέ τον άνθρωπον αυτόν που 'βγήκε τώρα έξω·
είν' άξιος να στέκεται 'ς του Καίσαρος το πλάγι
και να προστάζη. Αλλ' ιδέ και το ελάττωμά του!
Του κάμνει 'ς την αξίαν του σωστήν ισημερίαν,
και είναι ίσα και τα δυο: ελάττωμα κι' αξία.
Κρίμα 'ς τον νέον, κρίμα 'ς τον! Φοβούμαι καμμιάν ώραν,
καθώς του έχει τα πιστά ο στρατηγός μας, μήπως
αναστατώση το νησί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αλλά το συνειθίζει;
ΙΑΓΟΣ
Ο πρόλογός του είν' αυτός ο τακτικός του ύπνου.
Κ' είν' άξιος 'μερόνυκτον σωστόν να ξαγρυπνήση,
εάν του λείψη το πιοτόν διά νανούρισμά του.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Πλην έπρεπεν ο στρατηγός να το γνωρίζη τούτο.
Δεν θα το παρετήρησε. Ή μήπως η καρδιά του
η αγαθή τας αρετάς κυττάζει του Κασίου
χωρίς να θέλη να ιδή τα ελαττώματά του;
(Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ (κρυφίως προς τον Ροδερίκον.) Εδώ τι θέλεις; Πήγαινε. Τον Κάσιον κηνύγα.
(Εξέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αλλ' είναι κρίμα, και πολύ, ο ευγενής Οθέλλος
να εμπιστεύεται αυτήν την υψηλήν την θέσιν
εις άνθρωπον με φυσικόν παραλυμένον τόσον.
Σωστόν θα ήτο να το 'πή κανείς εις τον Οθέλλον.
ΙΑΓΟΣ
Όχι εγώ, κι' ολάκαιρην την Κύπρον να μου δώσης.
Τον αγαπώ τον Κάσιον πολύ, κ' επιθυμούσα
να ιάτρευα το πάθος του… Αλλ' άκουσε. — Τι κρότος!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ κυνηγών τον ΡΟΔΕΡΙΚΟΝ).
ΚΑΣΙΟΣ
Α κατεργάρη! Κνώδαλον!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι τρέχ' υπασπιστά μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Το κάθαρμα! Τα χρέη μου εμένα θα μου μάθη!
Ακούς εκεί! Το κνώδαλον! Θα τον ξυλοφορτώσω!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ξύλον εμένα!
ΚΑΣΙΟΣ
Φλυαρείς ακόμη;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ Έλα, έλα. Παρακαλώ, υπασπιστά, χαμήλωσε το χέρι.
ΚΑΣΙΟΣ (προς τον Μοντάνον).
Φύγ' απ' εμπρός μου ειδεμή το καύκαλόν σου σπάνω.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Ησύχασε, ησύχασε και είσαι μεθυσμένος.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι! μεθυσμένος!
(ο ΚΑΣΙΟΣ και ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ σύρουσι τα ξίφη και μάχονται.)
ΙΑΓΟΣ (κρυφίως προς τον Ροδερίκον) Γρήγορα, τρέξε και κράξε «στάσις!»
(Προς τους μαχομένους).
Μη, μη καλέ υπασπιστά. Αλλοίμονον! Ω φίλοι! Βοήθεια! Ω υπασπιστά καλέ μου! Ω Μοντάνε! Βοήθεια! Να τι φοβερή φρουρά, μα την αλήθειαν! Σταθήτε! Ποίος διάβολος σημαίνει ταις καμπάναις; Θα εξυπνήση το νησί. Υπασπιστά μου, στάσου. Θ' ατιμασθής επί ζωής!
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ μετά συνοδείας.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι τρέχει εδώ κάτω;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Μ' επλήγωσε θανάσιμα. Τα αίματά μου τρέχουν.
(Εφορμά κατά του Κασίου)
ΟΘΕΛΛΟΣ Σταθήτε, ή μα τον Θεόν!…
ΙΑΓΟΣ
Ακούσατε, σταθήτε!
Υπασπιστά μου, — Κάσιε, — Μοντάνε, — Κύριοί μου!
Εχάσατε καθ' αίσθημα του χρέους, του βαθμού σας;
Ο στρατηγός σας ομιλεί. Σταθήτε. Εντροπή σας!
(Χωρίζονται επί τέλους οι μαχόμενοι).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είν' αυτό; Τι έτρεξε, και πώς συνέβη τούτο;
Μη Τούρκοι εγενήκαμεν, και κάμνομεν μονάχοι
όσα δεν θέλει ο Θεός οι Τούρκοι να μας κάμουν;
Αφήτ', αν ήσθε χριστιανοί, το μαλοκόπημά σας!
Όποιος τολμήση από σας το χέρι να σηκώση
ζωήν δεν έχει! Έσφαξα εκείνον που σαλεύση!
Παύσατ' αυτήν την τρομερήν καμπάναν που ταράζει
την ησυχίαν του νησιού! — Τι έγεινε; τι τρέχει;
Αι Ιάγο; συ που φαίνεσαι νεκρός από την λύπην,
ειπέ μου, ποιος πρωτάρχισε; — Αν μ' αγαπάς ομίλει.
ΙΑΓΟΣ
Δεν 'ξεύρω. Είμεθα εδώ αγαπημένοι όλοι,
φίλοι, 'σαν νύμφη και γαμβρός που 'πάν εις το κρεββάτι.
Κ' εκεί, 'σαν να 'ξεμυάλισαν τα άστρα τους ανθρώπους,
αμέσως έξω τα σπαθιά και δος του ένας τ' άλλου!
Κ' εγώ δεν 'ξεύρω να ειπώ ποιος ήρχισεν ο πρώτος.
Καλλίτερα 'ς τον πόλεμον χαμένα να τα είχα
τα πόδια αυτά μου, που εδώ με έφεραν κ' εμένα!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Κάσιε, πώς έγεινε να ξεχασθής; Ειπέ μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Συμπάθησέ με στρατηγέ. Τι να ειπώ δεν έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και συ, Μοντάνε; Άξιον και γνωστικόν σε ξεύρω·
τον τρόπον σου τον ήσυχον, τα φρόνιμά σου νειάτα
ο κόσμος όλος επαινεί, κ' οι γέροι τ' όνομά σου
το φέρνουν ως παράδειγμα 'ς τους νέους. Πώς συνέβη
αυτήν σου την υπόληψιν να ριψοκινδυνεύσης,
και τ' όνομά σου το καλόν να χάσης, και να γείνης
μαχαιροβγάλτης καπηλειού; Ν' αποκριθής προσμένω.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Οθέλλε, το αισθάνομαι· βαρειά είν' η πληγή μου.
'ς τον Ιάγον έχεις τα πιστά, κι' ας σου ειπή εκείνος
(διότι τώρα τα πολλά τα λόγια με πειράζουν),
όσα θα είχα να σου 'πώ. Αλλ' όμως δεν ηξεύρω
να είπα ή να έκαμα τι άτοπον απόψε,
εκτός εάν το ν' αγαπά κανείς τον εαυτόν του,
ή να υπερασπίζεται οπόταν τον προσβάλλουν,
είν' άτοπον ή έγκλημα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μα τον Θεόν, αρχίζει
το αίμα μου την φρόνησιν να κυριεύη τώρα,
και να θολόνη ο θυμός τον καθαρόν τον νουν μου,
και να με σπρώχνη 'ς τα εμπρός! Αν μιαν φοράν κουνήση,
αν σηκωθή το χέρι μου, και τον καλλίτερόν σας
θέλει τον πάρει η οργή! Ειπήτε μου να μάθω
πώς ήρχισε το μάλωμα; Ποιος ήτον η αιτία;
Και όποιος κι' αν φανερωθή πως έπταισεν ο πρώτος,
και αδελφός μου δίδυμος να ήναι, θα με χάση.
Ακούς εκεί! Εις φρούριον ακόμη άνω κάτω,
με των κατοίκων την καρδιάν γεμάτην από φόβους,
να γίνωνται μαλώματα, και τα σπαθιά να βγαίνουν
'ς του φρουραρχείου την αυλήν, εις την φρουράν, την νύκτα!
Τι φρίκη και τι εντροπή! Ποιος ήτον πρώτος, Ιάγο;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εάν από συμπάθειαν ή φιλοπροσωπίαν,
ή 'πης ή κρύψης τίποτε, δεν σ' έχω στρατιώτην.
ΙΑΓΟΣ Μη με τα λόγια σου αυτά κατάκαρδα μ' εγγίζης. Καλλίτερα να μ' έκοπταν την γλώσσαν απ' το στόμα, παρά να 'πώ μιαν συλλαβήν προς βλάβην του Κασίου. Αλλ' όμως, είμαι βέβαιος, δεν θα τον αδικήσω αν την αλήθειαν ειπώ. — Ιδού, ω στρατηγέ μου. Ενώ συνωμιλούσαμεν, εγώ και ο Μοντάνος, Βλέπομεν ένα και ορμά κ' εφώναζε Βοήθεια! Κι' ο Κάσιος κατόπιν του με το σπαθί 'ς το χέρι να τον κτυπήση προσπαθεί. Αμέσως ο Μοντάνος πηγαίνει προς τον Κάσιον να τον καθησύχαση, ενώ τον άλλον κυνηγώ εγώ να τον προφθάσω μη τύχη (καθώς έτυχε), και τα ξεφωνητά του παραζαλίσουν το νησί. Πλην έτρεχεν εκείνος και μου εξέφυγε. Κ' εγώ εγύρισα τρεχάτος εδώ, που ήκουα σπαθιά να σμίγουν να κτυπιούνται, και του Κασίου ταις φωναίς, και λόγια τα οποία δεν ήκουσ' απ' το στόμα του άλλην φοράν ποτέ μου. Γυρίζω, — και δεν ήργησα, — κ' ευρίσκω και τους δύο πιασμένους εις το μάλωμα και να σπαθοκοπούνται, εκεί που ήλθες, στρατηγέ, και συ να τους χωρίσης. Τίποτε άλλο να ειπώ δεν έχω, ούτε 'ξεύρω. Πλην όλοι άνθρωποι είμεθα. Καμμιάν φοράν ξεχνιέται κι' ο πλέον αξιέπαινος. Και τώρα, μολονότι κάπως εφέρθηκε κακά προς τον Μοντάνον ίσως, (εις τον θυμόν κτυπά κανείς κ' εκείνον που λατρεύει,) πλην βέβαια ο Κάσιος θα ήκουσε πιστεύω από εκείνον πώφυγε κανένα τέτοιον λόγον, οπού κανείς υπομονήν δεν έχει να χωνεύση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το βλέπω, Ιάγο, προσπαθείς 'σαν φίλος τιμημένος
να ελαφρώσης το κακόν. — Κάσιε, σ' έχω φίλον,
αλλ' όχι απ' εδώ κ' εμπρός αξιωματικόν μου.
(Εισέρχεται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ μετά θεραπαινίδων.)
Ιδέτε, κ' η αγάπη μου εξύπνησε.
(Προς τον Κάσιον)
Θα γείνη το πάθημά σου μάθημα 'ς τους άλλους.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι συμβαίνει;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όλα ησύχασαν, γλυκειά. Έλα να κοιμηθούμεν.
(Προς τον Μοντάνον)
Μη την πληγήν σου φοβηθής. Εγώ θα σε ιατρεύσω. Σηκώσατέ τον.
(Μεταφέρεται ο Μοντάνος έξω της σκηνής.)
Πήγαινε 'ς την πόλιν μέσα, Ιάγο, και κύτταξ' αν ετρόμαξαν, κ' ησύχασε τον κόσμον. Έλα, καλή μου· η ζωή του στρατιώτου το 'χει, μαλώματα του ύπνου του την γλύκαν να ταράζουν
(Εξέρχονται πάντες εκτός του ΙΑΓΟΥ και του ΚΑΣΙΟΥ)
ΙΑΓΟΣ
Είσαι πληγωμένος, υπασπιστά;
ΚΑΣΙΟΣ
Πληγωμένος οπού δεν έχει θεραπείαν.
ΙΑΓΟΣ
Θεός να φυλάγη!
ΚΑΣΙΟΣ
Υπόληψις! υπόληψις! υπόληψις! Ω! έχασα την
υπόληψίν μου! Έχασα ό,τι είχα αθάνατον μέσα μου,
και τώρα δεν μου μένει παρά το κτήνος! Την υπόληψίν
μου, Ιάγο, την υπόληψίν μου!
ΙΑΓΟΣ
Να μην ήμαι τίμιος άνθρωπος αν δεν επίστευα, ότι
έχεις αληθινήν πληγήν εις το κορμί σου. Εκείνο πονεί
περισσότερον από την υπόληψιν. Η υπόληψις είναι
πρόληψις, ψευτιά και ματαιότης. Συχνά κανείς την
αποκτά χωρίς να την αξίζη, και την χάνει χωρίς να
πταίη. Την υπόληψίν σου δεν την έχεις χαμένην, εκτός
εάν σου περάση από την φαντασίαν ότι την έχασες.
Έλα, άνθρωπε, και θα ευρεθή ο τρόπος να φιλιωθής
πάλιν με τον στρατηγόν. Σου κάμνει τώρα τον ωργισμένον
και σε παιδεύει από πολιτικήν, όχι από κακίαν,
καθώς κτυπά κανείς έν απείρακτον σκυλί διά να τρομάξη
κανένα φοβερόν λέοντα. Καλόπιασέ τον και θα
τον έχης πάλιν ιδικόν σου.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλλίτερα να έχω την καταφρόνησίν του, παρά να
τον καλοπιάσω ένα τέτοιον καλόν αρχηγόν, διά να
πάρη κοντά του ένα αξιωματικόν ανίκανον, ελαφρόμυαλον
και μεθύστακα! Μεθυσμένος, εγώ; και να παπαγαλίζω,
και να μαλοκοπώ; και να υβρίζω, και να
βλασφημώ; και να πιάνωμαι με τον ίσκιον μου; Ω
αόρατον πνεύμα του κρασιού, αν δεν έχης άλλο όνομα,
σου αξίζει να σε ονομάσουν διάβολον!
ΙΑΓΟΣ
Ποιον εκυνηγούσες ξεσπαθωμένος;
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν γνωρίζω.
ΙΑΓΟΣ
Πώς γίνεται;
ΚΑΣΙΟΣ
Ενθυμούμαι ένα σωρόν πράγματα, όλα ανακατωμένα·
ένα μάλωμα, αλλ' αφορμήν… τίποτε. Ω! τι
βάζουν οι άνθρωποι μέσα εις το στόμα των τον εχθρόν,
διά να τους κλέπτη τα μυαλά; Και το έχομεν χαράν
μας και ηδονήν και ξεφάντωμα να γινώμεθα μόνοι μας
κτήνη!
ΙΑΓΟΣ
Και όμως τώρα είσαι αξιόλογα. Πώς έκαμες και
συνήλθες;
ΚΑΣΙΟΣ
Ο ένας διάβολος, η Μέθη, έδωκε τόπον εις τον
άλλον διάβολον, την οργήν. Το ένα ελάττωμα μου δείχνει
το άλλο, διά να σιχαθώ τον εαυτόν μου ολότελα.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα· μην το παρακάμης. Καθώς ήλθαν τα
πράγματα, — η ώρα, ο τόπος, η κατάστασις της χώρας,
καλλίτερα ήτο να μη εγίνετο ό,τι έγεινε. Αλλ' αφού
έγεινε πλέον, κύτταξε τώρα να το διορθώσης.
ΚΑΣΙΟΣ
Αν του ξαναζητήσω τον βαθμόν μου, θα μου ειπή
ότι είμαι ένας κρασοπότης. Και όλα τα στόματα της
Λερναίας Ύδρας να τα είχα, θα με απεστόμονε η
απόκρισίς του! — Να ήναι κανείς εις τα σωστά του, και
διά μιας να τα χάνη, και να γίνεται κτήνος! Τι πράγμα!
Κάθε ποτήρι περισσότερον οπού πίνει κανείς είναι
κατηραμένον, και έχει τον διάβολον μέσα του!
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα! Το κρασί είναι καλός φίλος, όταν κανείς
του φέρνεται καλά. Μη φωνάζης εναντίον του, και
άκουσε εμένα τι σου λέγω. Πιστεύω να πιστεύης ότι
σ' αγαπώ, υπασπιστά.
ΚΑΣΙΟΣ
Μου το απέδειξες αρκετά, φίλε μου. — Εγώ μεθυσμένος!
ΙΑΓΟΣ
Και συ και κάθε άλλος άνθρωπος ημπορεί να μεθύση
μίαν φοράν εις την ζωήν του, άνθρωπε! Άκουσε
τώρα τι να κάμης. Η γυναίκα του στρατηγού μας
είναι τώρα ο στρατηγός. Αυτό ημπορεί κανείς να το
λέγη, αφού είναι δοσμένος και αφιερωμένος εις το
να κυττάζη, να θαυμάζη και να λογαριάζη τα
προτερήματα και ταις χάραις της. Ειπέ της ελεύθερα τον
πόνον σου. Παρακάλεσέ την να σε βοηθήση διά να
ξαναλάβης τον βαθμόν σου. Είναι τόσον καλοδιάθετη,
τόσον υποχρεωτική, τόσον αγαθή, ώστε το έχει αμαρτίαν
να μη κάμη περισσότερον από ό,τι της ζητεί κανείς.
Παρακάλεσέ την λοιπόν να διορθώση εκείνη αυτήν την
χαλασμένην κλείδωσιν μεταξύ σου και του ανδρός της.
Και σου στοιχηματίζω — την τύχην μου με ό,τι
θέλεις, — ότι ύστερον από το χάλασμα τούτο, η φιλία σας
θα ξαναγείνη γερή περισσότερον από πριν.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά με συμβουλεύεις.
ΙΑΓΟΣ
Σου ομιλώ ως φίλος σου ειλικρινής και καλοθελητής
σου.
ΚΑΣΙΟΣ
Το γνωρίζω, φίλε μου. Και αύριον πρωί πρωί θα
παρακαλέσω την ενάρετην Δυσδαιμόναν να μεσιτεύση
δι' εμένα. Αν αποτύχω εκεί, απελπισία τότε!
ΙΑΓΟΣ
Αυτό είναι το σωστόν. Καλήν νύκτα, υπασπιστά.
Πρέπει να 'πάγω εις την φρουράν.
ΚΑΣΙΟΣ Καλήν νύχτα, τίμιε Ιάγο.
(Απέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ)
ΙΑΓΟΣ Και ποίος τώρα θα μου 'πή πως είμαι κατεργάρης, ενώ του δίδω συμβουλήν σωστήν και τιμημένην, που έρχεται εις την πειθώ και είν' ο μόνος τρόπος να ξανακάμη φίλον του τον χολωμένον Μαύρον; Διότι ευκολόπιαστη η Δυσδαιμόνα είναι, άμα κανείς διά καλόν ζητεί την συνδρομήν της· έχει γενναίαν την καρδιάν και ανοικτόν το χέρι. Και έπειτα τον άνδρα της τον κάμνει ό,τι θέλει· κι' αν του ζητήση ν' αρνηθή ως και το βάπτισμά του και όλα τα μυστήρια της θείας Σωτηρίας, τον έχει 'ς την αγάππν της σφικτοδεμένον τόσον, ώστε τα πάντα ημπορεί να κάμη, να ξεκάμη, κι' ό,τι 'ς τον νουν της καταιβή, 'μπορεί να τ' απολαύση απ' την αδυναμίαν του. — Πώς είμαι κατεργάρης λοιπόν, αφού τον Κάσιον του έδειξα τον δρόμον διά να φθάση ασφαλώς εις την επιτυχίαν; Έχει κ' η Κόλασις Θεόν! Όταν εβγάζουν έξω οι Δαίμονες τα κρίματα τα πλέον σκοτεινά των, με χρώματα ουράνια να τα στολίζουν 'ξεύρουν. Αυτό κατώρθωσα κ' εγώ. Διότι ενώ τώρα αυτός ο τίμιος κουτός από την Δυσδαιμόναν την συνδρομήν της θα ζητή και θα την καλοπιάνη, κ' εκείνη θα φορτόνεται προς χάριν του τον Μαύρον, εγώ 'ς τ' ανδρός της το αυτί θα στάζω το φαρμάκι ότι αυτή επιθυμεί τον Κάσιον κοντά της δι' όρεξίν της σαρκικήν και όσον επιμένει να του ζητή την χάριν του και την συγχώρησίν του, τόσον ο Μαύρος δι' αυτήν θα παίρνη υποψίαν, και τόσον θα του φαίνεται η αρετή της πίσα. Από την καλοσύνην της δίχτυ εγώ θα πλέξω, και θα τους πιάσω όλους των!
(Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
Τι θέλεις Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Είμαι εδώ, όχι ωσάν λαγωνικόν εις το κυνήγι, αλλ'
ωσάν σκύλος οπού δεν ηξεύρει άλλο παρά να γαυγίζη.
Τα χρήματά μου κοντεύω να τα ξεπατώσω, απόψε ταις
έφαγα όχι και καλλίτερα· και άλλο δεν βλέπω εμπρός
μου παρά ότι τα παθήματα θα μου γείνουν μαθήματα,
και ότι θα επιστρέψω εις την Βενετίαν χωρίς γρόσι,
αλλά με κάτι περισσοτέραν γνώσιν.
ΙΑΓΟΣ
Όποιος δεν έχ' υπομονήν τι πτώχειαν που την έχει!
Και ποια πληγή να ιατρευθή δεν παίρνει τον καιρόν της;
Ημείς δουλεύομεν με νουν, και όχι με τα μάγια,
κι' ο νους χρειάζεται καιρόν. Και τι παραπονείσαι;
Μη δεν πηγαίνομεν καλά; Έφαγες ξύλον, λέγεις·
πλην παύεται ο Κάσιος διά το ξύλον τούτο.
Έχει φυτά που γρήγορα 'ς τον Ήλιον μεγαλόνουν·
αλλ' ό,τι πρωτοάνθησε και πρωτοωριμάζει.
Έχε λοιπόν υπομονήν. — Να! 'ξημερόνει κι' όλα!
Με την χαράν ή την δουλειάν πώς ξεγλιστρά η ώρα!
Τραβήξου τώρα· πήγαινε εις το κατάλυμά σου·
τραβήξου· περισσότερα θα μάθης μετ' ολίγον.
Ώρα καλή.
(Απέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
Δυο πράγματα έχω να κάμω τώρα. Θα βάλω την γυναίκα μου το μέρος του Κασίου κοντά εις την κυρίαν της να πάρη. Και συγχρόνως εγώ τον Μαύρον απ' εκεί θα τον απομακρύνω, και θα τον φέρω έξαφνα, τον Κάσιον να εύρη μαζή με την γυναίκα του, ενώ θα της γυρεύη την προστασίαν της αυτός. Ιδού τα σχέδιά μου. Μη τύχη κ' η αναβολή μου τα κρυολογήση!
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α' .
Έμπροσθεν του φρουρίου. (Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ μετά ΜΟΥΣΙΚΩΝ).
ΚΑΣΙΟΣ
Παίζετ' εδώ, καλά παιδιά, και θα σας το πληρώσω.
Όχι πολύ· 'ς τον στρατηγόν ειπήτε καλή 'μέρα. (17)
(Η μουσική παιανίζει. Εισέρχεται ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ).
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Αι, παιδιά, από την Νεάπολιν έρχονται τα όργανα
και λαλούν με την μύτην;
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Τι, κύριε; τι;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Αέρα φυσούν τα όργανα αυτά;
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Μάλιστα, κύριε· μάλιστα.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Εδώ έχουν την ουράν; (18)
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Πού είδες ουράν, Κύριε;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Πού! εις πολλά όργανα οπού φυσούν αέρα. Να, παιδιά
μου, χρήματα. Ο στρατηγός τόσον αρέσει την
μουσικήν σας, ώστε σας παρακαλεί και καλά να την αφήσετε
ήσυχην.
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Πολύ καλά· παύομεν.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Αν έχετε μουσικήν να μην ακούεται, εμπρός παιδιά.
Αλλά την μουσικήν οπού ακούεται, δεν την
πολυνοστιμεύεται ο στρατηγός.
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Δεν την ηξεύρομεν τέτοιαν μουσικήν, Κύριε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Τότε λοιπόν, την φλογέραν 'ς το σακκί, και σας
εχαιρέτησα! Πηγαίνετε 'ς τον άνεμον! Κατευόδιόν σας!
(Εξέρχονται οι Μουσικοί.)
ΚΑΣΙΟΣ
Ακούεις, καλό παιδί;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Δεν ακούω Καλό παιδί. Εσένα ακούω.
ΚΑΣΙΟΣ
Άφησε να ζης ταις νοστιμάδες. Πάρε αυτό το χρυσόν
κομματάκι· αν εξύπνησε η κυρά, η οποία υπηρετεί την
αρχόντισσαν του στρατηγού, ειπέ της, ότι ένας κάποιος
Κάσιος παρακαλεί να της ειπή δύο λογάκια. Μου κάμνεις
την χάριν;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Εξύπνησε, Κύριε. Αν θέλη να κοπιάση εδώ, ίσως
της το ειπώ.
ΚΑΣΙΟΣ Ειπέ της το, καλό παιδί.
(Εξέρχεται ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΚΑΣΙΟΣ
Καλώς σε ηύρα, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Και κάτι; δεν επλάγιασες λοιπόν απόψε;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι.
Εχάραζ' όταν έφευγες . — 'Πήρα το θάρρος, Ιάγο,
να στείλω 'ς την γυναίκα σου. Θα την παρακαλέσω,
αν ήναι τρόπος κ' ημπορή, να με παρουσιάση
'ς την Δυσδαιμόναν την καλήν.
ΙΑΓΟΣ
Ευθύς να σου την στείλω.
Και εις τον ίδιον καιρόν εγώ θα προσπαθήσω
να τραβηχθή ο στρατηγός, διά να ημπορέσης
με την ελευθερίαν σου μαζή της να 'μιλήσης.
ΚΑΣΙΟΣ Με υπεχρέωσες πολύ.
(Εξέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
Ποτέ 'ς την Φλωρεντίαν δεν ηύρα φίλον 'σαν αυτόν, καλόν και τιμημένον.
(Εισέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Καλή σου' μέρα, Κάσιε καλέ μου. Πώς λυπούμαι
μ' αυτά οπού σου έτυχαν. Αλλά θα 'σιάσουν όλα.
Ο Μαύρος κ' η γυναίκα του 'μιλούσαν δι' εσένα.
Αυτή σ' εδιαφέντευε· και έλεγεν ο Μαύρος,
ότι κ' υπόληψιν πολλήν και συγγενείς 'ς την Κύπρον
έχει αυτός που 'πλήγωσες, και γνωστικόν δεν είναι
να μείνης ατιμώρητος· αλλ' ότι σ' έχει φίλον,
και ότι δεν χρειάζεσαι καλλίτερον μεσίτην
απ' την καλήν του θέλησιν, εις πρώτην ευκαιρίαν
τον παλαιόν σου τον βαθμόν και πάλιν να σου δώση.
ΚΑΣΙΟΣ
Αλλ' όμως σε παρακαλώ, εάν εσύ νομίζης,
ότι δεν είν' αταίρειαστον κι' ότι ημπορεί να γείνη,
κατάφερέ μου μοναχήν να ιδώ την Δυσδαιμόναν
κι' ολίγα λόγια να της πω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αν θέλης έλα μέσα,
κ' εγώ σου τα οικονομώ διά να της 'μιλήσης
ελεύθερα.
ΚΑΣΙΟΣ Σ' ευχαριστώ, καλή μου Αιμιλία.
(Απέρχονται.)
ΣΚΗΝΗ Β' .
Θάλαμος εν τω φρουρίω. (Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ ο ΙΑΓΟΣ και ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα γράμματά μου δόσε τα εις τον πιλότον, Ιάγο,
και ας ειπή 'ς τους άρχοντας τα προσκυνήματά μου.
Έλα να μ' εύρης έπειτα 'ς τα τείχη.
ΙΑΓΟΣ
Ορισμός σου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Λοιπόν, αυθένται, θέλετε τα τείχη να ιδούμεν;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ακολουθούμεν, στρατηγέ, την γενναιότητά σου.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ' .
Έμπροσθεν του φρουρίου. (Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΚΑΣΙΟΣ και η ΑΙΜΙΛΙΑ)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να ήσαι βεβαιότατος, ω Κάσιε, θα κάμω
ό,τι μου είναι δυνατόν προς χάριν ιδικήν σου.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Προσπάθησε, Κυρία μου. Ο Ιάγος το επήρε
κατάκαρδα, ωσάν αυτός ο ίδιος να επαύθη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι άνθρωπος εξαίρετος που είν' αυτός! — Σου λέγω
ότι τον άνδρα μου εγώ, κ' εσένα, θα σας κάμω
και πάλιν φίλους καθώς πριν.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλότατη Κυρία,
ο Μιχαήλ ο Κάσιος, ό,τι και αν του τύχη,
θα ήναι πάντα, όσο ζη, πιστότατός σου δούλος.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Το 'ξεύρω και σ' ευχαριστώ. Τον άνδρα μου γνωρίζεις·
φίλος του είσαι παλαιός· να ήσαι πεπεισμένος
πως η ψυχρότης του με σε θα διαρκέση μόνον
ενόσω η πολιτική το απαιτεί.
ΚΑΣΙΟΣ
Αλλ' όμως
αν ίσως η πολιτική αυτή πολυχρονίση,
εάν εις μάκρος τραβηχθή το πράγμα και παληώση,
και λείψω 'γώ, κι' άλλος κανείς με αντικαταστήση,
μη κ' εκδουλεύσεις ξεχασθούν και παλαιά φιλία;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ησύχασε και μη φοβού. Εμπρός 'ς την Αιμιλίαν
εγώ σου το υπόσχομαι· δεν χάνεις, τον βαθμόν σου.
Αν τάξω πράγμα μιαν φοράν εις φίλον, το πληρόνω.
Ω! ήσυχον τον άνδρα μου ούτε στιγμήν θ' αφήσω·
θα χάση και τον ύπνον του και την υπομονήν του·
νυστάζει θα καλαναρχώ, πεινά θα 'ξαγορεύω·
εις κάθε ομιλίαν του, εις κάθε πάτημά του
θα χώνω και τον Κάσιον. Λοιπόν παρηγορήσου,
αφού ο δικηγόρος σου καλλίτερ' αποθνήσκει,
ή την υπόθεσιν αυτήν να μη σου την κερδίση.
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΟΘΕΛΛΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κυρία, να ο στρατηγός.
ΚΑΣΙΟΣ
Κυρία μου πηγαίνω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μείνε, ν' ακούσης τι θα 'πώ.
ΚΑΣΙΟΣ
Κυρία, όχι τώρα·
είμ' άνω κάτω· δεν τολμώ· τι να ειπώ δεν' ξεύρω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Ας ήναι· όπως αγαπάς.
(Αναχωρεί ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Α! τούτο δεν μ' αρέσει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι λέγεις, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Τίποτε. Ή, αν… Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτός, που τώρα έφευγε, ο Κάσιος δεν ήτο;
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος, αυθέντα μου! Α! όχι· δεν πιστεύω,
ότι θα έφευγε κρυφά εκείνος, ωσάν κλέπτης,
άμα σε είδε να φανής.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτός θαρρώ πως ήτο.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλώς τον άνδρα μου! Εδώ με ωμιλούσε κάποιος,
οπού την χάριν του ζητεί, και είν' απελπισμένος
διότι εψυχράθηκες μαζή του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και ποιος ήτο;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ποιος ήτον; Ο υπασπιστής, ο Κάσιος! Καλέ μου,
αν μ' αγαπάς, κι' ο λόγος μου έχη εμπρός σου χάριν,
συγχώρησε το σφάλμα του και συμφιλιωθήτε.
Διότι, αν δεν σ' αγαπά ειλικρινώς εκείνος,
και αν αυτό που έτυχε δεν έγειν' άθελά του,
δεν 'ξεύρω ποιος είν' ο καλός κι' ο τίμιος ποιος είναι.
Παρακαλώ σε, κράξε τον οπίσω να γυρίση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνος έφευγ' απ' εδώ την ώραν οπού ήλθα;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εκείνος, βεβαιότατα· και τόσον πικραμένος,
οπού εκόλλησα κ' εγώ απ' την 'δικήν του λύπην,
και τον πονώ. Αγάπη μου, να έλθη μήνυσέ του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Άλλην φοράν, γυναίκα μου γλυκειά μου· όχι τώρα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πλην γρήγορα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όσον 'μπορώ, αφού εσύ το θέλεις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Απόψε εις το δείπνον μας;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι απόψε, όχι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Σ το γεύμα τότε, αύριον;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν θα γευθώ μαζή σου·
'ς το Κάστρον έχω να δεχθώ αξιωματικούς μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Λοιπόν το βράδυ αύριον; ή την αυγήν την Τρίτην;
το μεσημέρι, ή αργά την Τρίτην; την Τετάρτην;
Την ώραν προσδιόρισε, παρακαλώ· πλην όχι
απ' την Τετάρτην ύστερα. Μετάνοιωσ' ο καϋμένος.
Αλλά η αμαρτία του, όσον χωρεί ο νους μου,
(εκτός οπού 'ς τον πόλεμον είναι ανάγκη, λέγουν,
να γίνωνται παράδειγμα και οι καλλίτεροί μας),
σφάλμα μου φαίνετ' ελαφρόν, και που αξίζει μόλις
μίαν επίπληξιν κρυφήν. Πότε λοιπόν να έλθη;
Λέγε, Οθέλλε. — Απορώ, κ' εντός μου εξετάζω,
αν ήναι πράγμα, που εγώ να σ' αρνηθώ 'μπορούσα,
ή καν να έχω δισταγμόν; Τι; τον Μιχάλην Κάσιον,
που ήτο φίλος σου πιστός και ήρχετο μαζή σου
'ς του έρωτός σου τον καιρόν, κι' αν σ' εκακολογούσα
εκείνος πάντα έπαιρνε το μέρος σου; Και τώρα
διά να έλθη να σ' ιδή να θέλη τόσον κόπον;
Και ημπορούσα, πίστευσε…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Παρακαλώ σε, φθάνει
και δεν θ' αρνούμαι τίποτε. Ας έλθη όταν θέλη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μήπως μ' αυτό που σου ζητώ κάμνεις 'ς εμένα χάριν;
Είναι ωσάν να γύρευα να μη κρυολογήσης,
να βάλης το χειρόφτι σου, κάτι καλόν να φάγης,
να κάμης κάτι δι' εσέ που θα σε ωφελήση.
Εάν ποτέ ζητήσω τι διά να δοκιμάσω
αλήθεια την αγάπην σου, θα σου ζητήσω πράγμα
πολύ βαρύ και φοβερόν και μέγα να μου κάμης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ποτέ μου δεν θα σ' αρνηθώ. Πλην κάμε μου την χάριν
να με αφήσης μοναχόν, παρακαλώ, ολίγον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όχι να 'πώ; δεν γίνεται. Οθέλλε μου, πηγαίνω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ώρα καλή, γυναίκα μου. Τώρα θα έλθω μέσα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όταν και όπως αγαπάς· 'ς τους ορισμούς σου είμαι
εις ό,τι κι' αν επιθυμής. — Ω Αιμιλία, έλα.
(Απέρχεται μετά της ΑΙΜΙΛΙΑΣ).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω πλάσμα μου εξαίσιον! Να κολασθή η ψυχή μου,
εάν εγώ δεν σ' αγαπώ! Το παν θα ήναι χάος,
αν η αγάπη μου ποτέ περάση.
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι λέγεις, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ, ο Μιχαήλ ο Κάσιος,
'ς του έρωτός σας τον καιρόν, πριν να στεφανωθήτε,
τα ήξευρε τα πράγματα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Απ' την αρχήν 'ς το τέλος·
τα πάντα τα εγνώριζε. Πλην το ερώτημά σου
προς τι;
ΙΑΓΟΣ
Προς ευχαρίστησιν απλώς των στοχασμών μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Των στοχασμών σου; διατί; τι στοχασμών σου, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Δεν ήξευρα ο Κάσιος πριν να στεφανωθήτε,
αν την εγνώριζε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω, ναι! Και αναμεταξύ μας
μας εχρησίμευσεν αυτός πολλαίς φοραίς.
ΙΑΓΟΣ
Αλήθεια!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αλήθεια! Ναι, αληθινά. Εις όλ' αυτά τι βλέπεις;
Μη δεν τον έχεις τίμιον;
ΙΑΓΟΣ
Τίμιον, στρατηγέ μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τίμιον! Ναίσκε, τίμιον!
ΙΑΓΟΣ
Απ' όσον τον γνωρίζω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ειπέ μου, τι στοχάζεσαι;
ΙΑΓΟΣ
Στοχάζομαι, αυθέντα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Στοχάζομαι! — (Μα τον Θεόν, κατήντησε ηχώ μου,
ωσάν να κρύπτη μέσα του κανέν φρικώδες τέρας,
οπού να δείξη δεν τολμά!) — Τι έχεις εις τον νουν σου
Τώρα σε ήκουσα εδώ να λέγης, «Δεν μ' αρέσει»,
που έφευγεν ο Κάσιος. Τι πράγμα δεν σ' αρέσει;
Κι' όταν σου είπα πως αυτόν τον είχα σύμβουλόν μου
'ς του έρωτός μου τον καιρόν, Εφώναξες, «Αλήθεια!»
κ' εσήκωσες το μέτωπον, κ' εσούφρωσες τα φρύδια,
ωσάν να κρυφοέκλειες εις το μυαλόν σου μέσα
καμμιάν ιδέαν τρομεράν! Αν θέλης το καλόν μου,
τους στοχασμούς σου δείξε μου.
ΙΑΓΟΣ
Αυθέντα μου, το 'ξεύρεις
αν σ' αγαπώ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με αγαπάς· ναι, Ιάγο, το πιστεύω.
Και επειδή σε θεωρώ και τίμιον και φίλον,
κ' ηξεύρ' ότι τα λόγια σου ζυγίζεις πριν λαλήσης,
τρομάζω περισσότερον μ' αυτούς τους δισταγμούς σου.
Εις ένα ψεύτην ποταπόν θα ήτο φυσικόν του
αυτά τα πράγματα. Αλλά, όταν τα λέγη ένας,
οπού γνωρίζει το σωστόν, είναι κατηγορίαι
που να κρατήση δεν 'μπορεί κι' απ' την καρδιάν του 'βγαίνουν.
ΙΑΓΟΣ
Ως προς τον Κάσιον, εγώ τον όρκον μου τον παίρνω
πως τον νομίζω τίμιον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Κ' εγώ αυτό νομίζω.
ΙΑΓΟΣ
Μακάρι όπως φαίνονται οι άνθρωποι να ήσαν,
ή να μη φαίνεται κανείς εκείνο που δεν είναι.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι· ό,τι φαίνεται κανείς και έπρεπε να ήναι.
ΙΑΓΟΣ
Λοιπόν νομίζω τίμιος κι' ο Κάσιος να ήναι.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι. Τα λόγια σου αυτά μου κρύπτουν κάτι άλλο.
Ομίλει όπως ομιλείς 'ς τον λογισμόν σου μέσα·
ειπέ μου ό,τι σου περνά από τον νουν, και δόσε
'ς τους χειροτέρους στοχασμούς τας χειροτέρας λέξεις.
ΙΑΓΟΣ
Αγαπητέ μου στρατηγέ, 'ς αυτό συμπάθησέ με.
Σου χρεωστώ υποταγήν εις κάθε τι, πλην όχι
'ς εκείνο που ελεύθερος κι' ο κάθε σκλάβος είναι.
Τους στοχασμούς μου να ειπώ; Καλά· και πού ηξεύρεις
αν δεν ήν' άτοποι κ' αισχροί; Πού είναι το παλάτι,
ειπέ μου, όπου κάποτε δεν χώνονται και λέραις;
Ποια είν' η τόσον καθαρά καρδιά, οπού ποτέ της
σκέψεις δεν κρύπτει βρωμεράς κι' αδίκους υποψίας,
κοντά 'ς τους πλέον καθαρούς κ' εντίμους λογισμούς της;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τον αδικείς τον φίλον σου, ω Ιάγο, αν νομίζης
πως άδικον τού έγεινε, και τους συλλογισμούς σου
δεν του ξεμυστηρεύεσαι.
ΙΑΓΟΣ
Θερμοπαρακαλώ σε!….
Ο νους μου ίσως άδικα εις το κακόν πηγαίνει,
διότι σου τ' ομολογώ, το φυσικόν μου είναι
να ψεγαδιάζω πάντοτε, και κάποτε να θέλω
ανύπαρκτα πταισίματα να βλέπω…. Σ' εξορκίζω
να μη πιστεύης ό,τι' πη ένας, που συνειθίζει
να συμπεραίνη 'ς τα τυφλά· κι' από παρατηρήσεις,
που έκαμα εδώ κ' εκεί αστόχαστα, μη πλάσης
το βάσανόν σου μόνος σου. Δεν πρέπει, δεν αρμόζει
ούτε 'ς την ευτυχίαν σου κ' εις την ανάπαυσίν σου,
ούτε 'ς την τιμιότητα και εις την φρόνησίν μου
τους λογισμούς μου να σου' πώ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι έχεις εις τον νουν σου;
ΙΑΓΟΣ
Αυθέντα, όνομα καλόν, εις άνδρα ή γυναίκα,
είναι το μόνον της ψυχής ατίμητον διαμάντι.
Όποιος μου κλέψει το πουγγί, πράγμα μικρόν μου κλέπτει·
κάτ' είναι, είναι τίποτε· το είχα, μου το πήραν
εις χίλια χέρια 'πέρασε και θα ξαναπεράση.
Πλην τ' όνομά μου το καλόν κανείς αν μου το κλέψη,
μου παίρνει πράγμα, που αυτόν, τον κλέπτην, δεν
[πλουτίζει,
και με αφίνει πάμπτωχον εμένα, τον κλεμμένον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Από τον νουν τι σου περνά θέλω να μάθω.
ΙΑΓΟΣ
Όχι·
δεν ημπορείς, 'ς το χέρι σου κι' αν είχες την καρδιάν μου·
κι' ούτε ποτέ θα δυνηθής, όσον εγώ την έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ Α!
ΙΑΓΟΣ
Από ζήλειαν στρατηγέ, Θεός να σε φυλάγη!
Αυτ' είναι η δρακόντισα η πρασινοματούσα,
που μέσα εις τα σπλάγχνα της ευρίσκει την τροφήν της(19).
Ευτυχισμένην ζη ζωήν ο γελασμένος άνδρας,
που την κυράν δεν αγαπά, κ' ηξεύρει τι παθαίνει.
Αλλά τι κόλασιν περνά εκείνος, ο οποίος
έχ' υποψίαν κι' αγαπά, λατρεύει κι' αμφιβάλλει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω συμφορά!
ΙΑΓΟΣ
Ο πάμπτωχος αλλ' ευχαριστημένος,
βαθύπλουτος, υπέρπλουτος εκείνος είναι. Όμως
τα πλούτη τ' αναρίθμητα πτώχεια και πάγος είναι,
'ς εκείνον που αιώνια φοβείται μη πτωχεύση.
Να με φυλάγη ο Θεός, και όλην την φυλήν μου,
από την ζήλειαν!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πλην προς τι, προς τι μου λέγεις τούτα;
Νομίζεις ότι δύναμαι να ζήσω με την ζήλειαν;
με καθ' αλλαξοφεγγαριάν να έχω νέους φόβους;
Α! όχι. Φθάνει μιαν φοράν να λάβω υποψίαν,
κι' αμέσως εσχημάτισα και την απόφασίν μου.
Ειπέ με τράγον, αν μ' ιδής να τρέφω την ψυχήν μου
μ' αυτάς τας υποψίας σου τας παραφουσκωμένας
και με τους φόβους σου. Εγώ δεν γίνομαι ζηλιάρης
αν ήναι η γυναίκα μου ωραία, ή αν βλέπω
πως αγαπά την συντροφιάν και τας διασκεδάσεις,
ότι χορεύει, τραγουδεί, κι' αρέσει ομιλίας.
Αυτά είν' όλα αρεταί 'ς ενάρετην γυναίκα.
Πλην και τα ελαττώματα που έχω δεν με κάμνουν
να φοβηθώ μην ήλλαξε· διότι 'μάτια είχε
και μ' είδε, και μ' εδιάλεξε. Α! Όχι, Ιάγο. Θέλω
πριν αμφιβάλω να ιδώ· αν αμφιβάλω, θέλω
απόδειξιν και αν πεισθώ, τότε μου φθάνει τούτο!
Εις το καλόν διά μιας και ζήλεια και αγάπη!
ΙΑΓΟΣ
Τώρα σ' αρέσω. Κ' ημπορώ να σ' αποδείξω τώρα,
χωρίς διόλου δισταγμόν, τι σέβας και φιλίαν
τρέφω προς σε, ω στρατηγέ. Λοιπόν, αφού το θέλεις
σου λέγω ό,τι μου περνά. — Απόδειξιν δεν έχω,
πλην βλέπε την γυναίκα σου. Να την παρατηρήσης
πώς είναι με τον Κάσιον. Έχ' ανοικτά τα 'μάτια,
μη διά ζήλειαν έτοιμα, πλην ούτε ξεννοιασμένα.
Δεν θέλω η ευγενική κ' ειλικρινής ψυχή σου
απ' άκραν καλοσύνην σου να γελασθή. — Φυλάξου!
Εσπούδασα πολύ καλά του τόπου μας τα ήθη.
Τα κρύπτουν απ' τον άνδρα των, κι' ο κόσμος ας τα βλέπη,
τ' αναίσχυντα καμώματα· η δε μεγάλη τέχνη
είν' όχι να μη γίνωνται, αλλά πώς να τα κρύπτουν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Νομίζεις;
ΙΑΓΟΣ
Τον πατέρα της 'γελούσε και σ' επήρε·
κι' απ' ένα μέρος έκαμνε, ότι σε τρέμει τάχα,
ότι φοβείται να σ' ιδή, κι' απ' τ' άλλο σ' αγαπούσε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αληθινά· το έκαμνε.
ΙΑΓΟΣ
Λοιπόν, τι περιμένεις;
Αν να καμόνεται αυτά 'μπορούσε, τόσον νέα,
και του πατρός της ήξευρε τα 'μάτια να τα κλείση
τόσον καλά… ενόμιζε πως ήσαν όλα μάγια… (20)
Πλην είμαι ασυγχώρητος, και να με συμπαθήσης
διά την αφοσίωσιν που σ' έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ Διά βίου σου είμ' υπόχρεως.
ΙΑΓΟΣ
Τον νουν σ' ετάραξα ολίγον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ούτ' ένα ιώτα· τίποτε.
ΙΑΓΟΣ
Σ' ετάραξα φοβούμαι.
Ελπίζω να ενόησες, ότι αυτά τα λέγω
μόνον διότι σ' αγαπώ. Πλην είσαι συγχυσμένος·
το βλέπω. Χρέος θεωρώ να σε παρακαλέσω
τα λόγια μου εις κίνημα κανέν να μη σε φέρουν·
μη λησμονής, ότι αυτά δεν είναι τίποτ' άλλο
πλην μόνον υποψίαι μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! έννοια σου.
ΙΑΓΟΣ
Αλλέως,
θα έχουν αποτέλεσμα κακόν και σιχαμένον,
που δεν το έβαζα 'ς τον νουν. Είναι καλός μου φίλος
ο Κάσιος. — Αυθέντα μου, σε βλέπω συγχυσμένον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι, δεν εσυγχύσθηκα πολύ. Δεν το πιστεύω,
ότι πιστή κ' ενάρετη δεν είν' η Δυσδαιμόνα.
ΙΑΓΟΣ
Χρόνους πολλούς να ζη πιστή, και συ να το πιστεύης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και όμως, πώς παραστρατεί η φύσις!
ΙΑΓΟΣ
Να ο φόβος!
Αυτό δα είναι το κακόν! Διότι, μη προς βάρος,
το ν' αρνηθή τόσους γαμβρούς οπού την εζητούσαν
του τόπου της, του γένους της, της καταστάσεώς της,
πράγματα όλα ταιριαστά και που τα θέλ' η φύσις,…
φούχι! Αυτό σιχαμεραίς ορέξεις μου μυρίζει
κ' αισχρά επιθυμήματα, και στοχασμούς ατόπους…
Πλην σου ζητώ συμπάθειον· δεν λέγω δι' εκείνην
ότι θα κάμη και καλά τα ίδια· μολονότι
ο φόβος είναι μη στραφή 'ς τα παλαιά ο νους της,
και με τους συντοπίτας της αρχίση να συγκρίνη
τον άνδρα που εδιάλεξε, και να μετανοήση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ώρα καλή. Να μου ειπής εάν ιδής και άλλο.
Και βάλε την γυναίκα σου να την παραμονεύη.
Τώρ' άφησέ με.
ΙΑΓΟΣ Στρατηγέ, 'ς τους ορισμούς σου είμαι.
(Αποσύρεται).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι την εστεφανώθηκα; Ω! το καταλαμβάνω,
αυτός ο νέος ο καλός και είδε και ηξεύρει
πολλά, και περισσότερα από αυτά που λέγει.
ΙΑΓΟΣ (επιστρέφων).
Να σ' εξορκίσω, στρατηγέ, τολμώ, αυτό το πράγμα
να μείνη τώρα ως εδώ. Μη το παρασκαλίζης.
Περίμενε και πρόσεχε. Μη βία. Αν και πρέπη
την θέσιν του ο Κάσιος και πάλιν να την λάβη, —
διότι είναι ικανός κι' αξίζει να την έχη, —
αν αγαπάς, μου φαίνεται καλόν να τ' αναβάλης,
ώστε να λάβης αφορμήν να τον παρατήρησης
κ' εκείνον και τους τρόπους του. Την προσοχήν σου έχε·
αν η γυναίκα σου ζητή να λάβη τον βαθμόν του,
με ζωηρότητα πολλήν κι' ανυπομονησίαν,
από αυτό θα φωτισθής πολύ. Αλλ' εντοσούτω,
μη βάζης βάσιν, στρατηγέ, 'ς τους ιδικούς μου φόβους,
καθώς ελπίζω 'ς τον Θεόν ότι δεν έχουν βάσιν,
και άφησέ την ήσυχην εκείνην. Σ' εξορκίζω!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ησύχασε· θα κρατηθώ.
ΙΑΓΟΣ
Σε προσκυνώ και πάλιν.
(Αναχωρεί.)
ΟΘΕΛΛΟΣ Αυτός ο άνθρωπος πιστός και τιμημένος είναι, κ' ηξεύρει να παρατηρή με γυμνασμένον 'μάτι τ' ανθρώπινα καμώματα. — Εάν την πιάσω ψεύτραν, την αλυσίδα που μ' αυτήν με δένει θα την κόψω, κι' αν μου κοπή και η καρδιά μαζή, και θα την 'ρίξω εις τ' ανεμογυρίσματα της Τύχης! (21) Μήπως είναι διά το μαύρον χρώμα μου; (22) Ή επειδή μου λείπει η γλώσσα και το φέρσιμον των δουλομαθημένων; Ή επειδή κατηφορώ 'ς των χρόνων την κοιλάδα; Κι' αρκεί αυτό; Με απατά! Και άλλο δεν μου μένει, παρά να την σιχαίνωμαι! Ω βάσανον του γάμου! Αυτά τα πλάσματα κανείς να τα θαρρή 'δικά του, και όμως η αγάπη των 'δική του να μην ήναι! Χίλιαις φοραίς καλλίτερα να ήμουν μολυντήρι (23) κ' εις τα υγρά μιάσματα μιας φυλακής να 'ζούσα, παρά εις ό,τι αγαπώ, εγώ ν' αφίνω άλλον και μίαν τρίχα να χαρή! Ιδού· αυτά παθαίνουν οι άρχοντες! Καλλίτερα περνούν οι τιποτένιοι. Αλλά την Μοίραν δεν 'μπορεί κανείς να την ξεφύγη. Τα κέρατα 'ς το μέτωπον εκείνη μας χαράζει από την πρώτην μας στιγμήν!… Ιδού η Δυσδαιμόνα.
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η ΑΙΜΙΛΙΑ)
Αν μ' απατά!.. . Τότ' ο Θεός γελά τον εαυτόν του! Δεν το πιστεύω!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Άνδρα μου, τι έγεινες; Το γεύμα
και οι προσκαλεσμένοι σου νησιώται σε προσμένουν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πταίω εγώ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι έπαθες; τι τρέμει η φωνή σου;
Καλά δεν είσαι;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με πονεί εδώ, — το μέτωπόν μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Είναι διότι 'ξαγρυπνάς. Θα σου περάση τώρα.
Να σου το δέσω άφησε σφικτά. Θα σε περάση
αμέσως.
(Προτείνει να του δέση την κεφαλήν.)
ΟΘΕΛΛΟΣ Το μαντίλι σου είναι μικρόν δεν φθάνει.
(Το ρίπτει καταγής.)
Παραίτησέ το· έννοια σου. Έλα μαζή μου μέσα.
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Η ΑΙΜΙΛΙΑ λαμβάνει εις χείρας το πεσόν χειρόμακτρον.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Καλά οπού μου έτυχε να εύρω το μαντίλι·
το πρώτον δώρον είν' αυτό που έλαβ' απ' τον Μαύρον.
Ο άνδρας μ' ο παράξενος χίλιαις φοραίς μου είπε
να της το κλέψω και καλά. Πλην τ' αγαπά εκείνη,
διότι της εσύστησε ποτέ να μη το χάση·
το αγαπά και πάντοτε επάνω της το έχει,
και το φιλεί, και του λαλεί. Το σχέδιον θα πάρω,
να κάμω απαράλλακτον μ' αυτό, να του το δώσω.
Τι να το θέλη; Ο Θεός (κι' όχι εγώ) το ξεύρει.
Αλλά την φαντασίαν του ας την ευχαριστήσω.
(Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Α! είσαι συ; Τι γίνεσαι; Κάτι εδώ μονάχη;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Μη γρύναις σε παρακαλώ, και θα σου δώσω κάτι…
ΙΑΓΟΣ
Εσύ εμένα; Από σε δεν περιμένω άλλο
παρά. ..
ΑΙΜΙΛΙΑ
Παρά;
ΙΑΓΟΣ
Λόγια κουτά.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Έχεις να' πης και άλλο;
Τι δίδεις, αν σου έφερα εκείνο το μαντίλι …
ΙΑΓΟΣ
Ποίον μαντίλι;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποίον, αι; Εκείνο το μαντίλι,
το πρώτον πρώτον χάρισμα που έδωσε ο Μαύρος
'ς την Δυσδαιμόναν, και που συ τόσαις φοραίς μου είπες
να της το κλέψω.
ΙΑΓΟΣ
Το 'κλεψες;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Το άφησε να πέση,
κ' εκεί ευρέθηκα κοντά και το επήρα. Να το·
το βλέπεις;
ΙΑΓΟΣ
Δος μου το εδώ. Ιδού καλή γυναίκα!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τι θα το κάμης; Διατί τόσον πολύ το θέλεις,
που να το κλέψω μ' έβαζες;
ΙΑΓΟΣ Δος μου το.
(Το αρπάζει εκ των χειρών αυτής.)
Τι σε μέλει;
ΑΙΜΙΛΙΑ.
Εάν δεν ήναι σοβαρός ο λόγος που το θέλεις,
δος μου το 'πίσω. Η πτωχή! Ο νους της θα της φύγη
όταν ιδή πως το 'χασε.
ΙΑΓΟΣ
Να κάμης πως δεν 'ξεύρεις
πού είναι. Μου χρειάζεται. Τραβήξου. Άφησέ με.
(Απέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΙΑΓΟΣ
Θα' πάγω εις τον Κάσιον ν' αφήσω να μου πέση,
και να το εύρη έπειτα εκείνος το μαντίλι.
Του ψύλλου τα πηδήματα 'ς εκείνον που ζηλεύει
του φαίνοντ' ευαγγέλια, τεκμήρια τα έχει.
Κάτι θα έβγη απ' αυτό. Εις την ψυχήν του Μαύρου
δουλεύει το φαρμάκι μου κ' έγεινε άλλος τώρα.
Είναι οι μαύροι στοχασμοί αληθινόν φαρμάκι·
Όποιος το πίνει, 'ς την αρχήν την πίκραν δεν την νοιώθει·
πλην όταν φθάση και χυθή 'ς το αίμα του ανθρώπου,
ωσάν θειάφι την καρδιάν την καίει. — Δεν το είπα;
(Έρχεται μακρόθεν ο ΟΘΕΛΛΟΣ.)
Έρχεται. — Ούτ' η θερειακή, ούτε ο μανδραγόρας, ούτ' όλα τα υπνωτικά και ιατρικά του κόσμου δεν ημπορούν πλέον ποτέ τον ύπνον να σου δώσουν, που χθες γλυκοκοιμήθηκες.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! Άπιστη 'ς εμένα!
ΙΑΓΟΣ
Μη, στρατηγέ· ησύχασε και άφησέ τα τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τραβήξου! Φύγε! Μ' έβαλες 'ς τον φάλαγγα επάνω!
Καλλίτερα κανείς πολύ να ήν' απατημένος,
παρά να υποπτεύεται ολίγον.
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ μου!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι μ' έμελαν οι έρωτες που μ' έκλεπτεν εμένα;
Δεν έβλεπα, δεν ήξευρα, αλλά και δεν 'πονούσα.
Καλά 'κοιμούμουν, έτρωγα, 'γελούσα, κ' ευθυμούσα.
Εκείνος που τον έκλεψαν, ενόσω δεν γνωρίζει
ότι του έγεινε κλοπή, κλεμμένος δεν λογιέται.
ΙΑΓΟΣ
Πολύ με κακοφαίνεται ν' ακούω τέτοια λόγια.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μακάρι όλη η φρουρά κ' οι στρατιώται όλοι
το εύμορφόν της το κορμί να είχαν δοκιμάσει,
κ' εγώ να μη το ήξευρα μονάχα! — Τώρα 'πάγει,
'πάγει ο ήσυχός μου νους και η ανάπαυσίς μου,
και των πολέμων η βοή, και των σπαθιών η λάμψις,
και όσα κάμνουν αρετήν τον έρωτα της δόξης!
'Παν τ' άλογα που χλημηντρούν, κι' ο ήχος των σαλπίγγων,
τα τύμπανα οπού καρδιάν 'ς τους στρατιώτας δίδουν,
και το παγιαύλι που τ' αυτιά ξεσχίζει, κ' αι σημαίαι,
κι' όλ' η χαρά, και η πομπή, κ' η δόξα του πολέμου!
Και σεις θανάτου μηχαναί που με τον λάρυγγά σας
του αθανάτου του Διός τους κεραυνούς μιμείσθε!
'Παν όλα! Τώρα τίποτε δεν μέλει τον Οθέλλον!
ΙΑΓΟΣ
Τι λέγεις; Είναι δυνατόν, ω στρατηγέ;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αχρείε!
Σε θέλω την γυναίκα μου να μου την δείξης πόρνην!
Θέλω απόδειξιν να ιδούν τα 'μάτια μου! Ακούεις;
(Τον αρπάζει από τον λαιμόν).
Αλλέως, μα την άπλαστην ψυχήν μου, θα σε κάμω να προτιμάς καλλίτερα να ήσουν ένας σκύλος, ή 'ς την οργήν που 'ξύπνησες νάχης να δώσης λόγον!
ΙΑΓΟΣ Εις τούτο κατηντήσαμεν λοιπόν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να μου το δείξης!
Κι' αν δεν το ιδώ, τουλάχιστον απόδειξιν να φέρης,
αλλά χωρίς χαραγματιάν, ή άνοιγμα, ή τρύπαν
απ' την οποίαν να χωρή καμμιά αμφιβολία!
Ακούεις; ή άλλοίμονον 'ς εσένα!
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ μου!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνην αν συκοφαντής κ' εμένα βασανίζης,
μη κάμης πλέον προσευχήν, συνείδησιν μην έχης,
ταις φρίκαις όλαις σώρευσε 'ς την κεφαλήν της φρίκης
κάμε την γην να 'ξιππασθή, τον ουρανόν να κλαίη,
διότι τότε ξεπερνάς τον Άδην, κολασμένε!
(Απολύει τον ΙΑΓΟΝ απωθών αυτόν.)
ΙΑΓΟΣ
Καλέ! Θεέ μου φύλαγε! Τι πράγμα! Άνδρας είσαι;
Ψυχήν δεν έχεις, ούτε νουν; Α! ο Θεός μαζή σου.
Να σε δουλεύω έπαυσα. — Ανόητος που είμαι!
Να! Έχε τιμιότητα, να σου την κάμνουν κρίμα.
Ο κόσμος είν' αλλόκοτος! Ο κόσμος ας το μάθη,
δεν ωφελεί να ήναι τις και τίμιος και ίσιος.
Το μάθημα μ' ωφέλησε. Δεν θέλω πλέον φίλον,
αφού με τόσην προσβολήν πληρόνετ' η φιλία.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μη φεύγης. Όχι. Τίμιος πρέπει να ήσαι, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Θα ήμαι μόνον γνωστικός. Η τιμιότης τρέλλα,
και χάνεται ο κόπος της.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μα τον Θεόν, πιστεύω
πως είναι η γυναίκα μου πιστή, και πως δεν είναι.
Πιστεύω τίμιος εσύ πως είσαι, και δεν είσαι.
Θέλω σημάδι να ιδώ! — Το όνομά μου ήτον (24)
λευκόν 'σάν της Αρτέμιδος την όψιν, κ' είναι τώρα
κατάμαυρον και σκοτεινόν ωσάν το πρόσωπόν μου! —
Σκοινί αν έχη, ή φωτιάν, μαχαίρι ή φαρμάκι,
ή ποταμούς και πνίξιμον, δεν θα το υποφέρω!
Θέλω να το βεβαιωθώ.
ΙΑΓΟΣ
Σε τρώγ' η ζήλεια βλέπω.
Πολύ λυπούμαι, στρατηγέ, αν σ' έδωσα αιτίαν.
Ήθελες να βεβαιωθής.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ήθελα; Όχι. Θέλω!
ΙΑΓΟΣ
Και ημπορείς. Άλλ' όμως πώς; πώς να σε βεβαιώσω;
Τι θέλεις; Απ' επάνω των να βλέπης και να χάσκης;
Να τους ιδής να…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θάνατος και Κόλασις!
ΙΑΓΟΣ
Νομίζω
ότι θα ήναι δύσκολον αυτό να σου το δείξω.
Τι διάβολον! Πώς γίνεται ν' αφήσουν άλλα 'μάτια
τα μυστικά των να ιδούν και τα καμώματά των;
Λοιπόν τι θέλεις; Τι να 'πώ; Πώς να σε καταπείσω;
Είναι αδύνατον αυτό να το ιδής, κι' αν ήσαν
ωσάν τους τράγους βιαστικοί, ζεστοί 'σάν τους πιθήκους,
ή λυσασμένοι κι' άγριοι 'σάν λύκοι, ή κι' αν ήσαν
κτήνη χονδρά, 'σάν άνθρωπον κουτόν αφού μεθύση.
Αν όμως συμπεράσματα και πειστικά σημάδια
που οδηγούν ολόισια 'ς την θύραν της αλήθειας
είν' αρκετά, τότ' ημπορώ αυτά να σου τα δείξω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Σημάδι της απάτης της, που να φωνάζη, θέλω!
ΙΑΓΟΣ
Α! τούτο το υπούργημα διόλου δεν μ' αρέσει.
Αλλ' όμως αφού έγεινε κ' έως εδώ εμβήκα,
από ανοησίαν μου κι' από πολλήν φιλίαν,
ας ήναι. — Με τον Κάσιον επλάγιασα εσχάτως·
αλλ' επειδή πονόδοντος φρικτός μ' ετυραννούσε,
ολόνυκτα 'ς το πλάγι του δεν έκλεισα το 'μάτι.
Είν' άνθρωποι που την ψυχήν τόσον ρηχά την έχουν,
πού ό,τι έχουν εις τον νουν, 'ς τον ύπνον το φωνάζουν.
Ο Κάσιος είν' απ' αυτούς. Εκεί πού εκοιμάτο
τον ήκουσα που έλεγε: «Γλυκειά μου Δυσδαιμόνα!
τον έρωτά μας πρόσεχε κανείς να μη τον 'νοιώση.»
Και ύστερα μου ήρπασε και μ' έσφιγγε το χέρι
κ' εφώναζε: Αγάπη μου! — και μ' εθερμοφιλούσε,
'σάν νάθελ' απ' τα χείλη μου φιλιά να ξερριζώση.
Κ' εκεί μ' εσφικταγκάλιασε κ' εστέναξε, και είπε:
Κατηραμέν' η Μοίρα σου που σ' έδωκε 'ς τον Μαύρον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω φρίκη, φρίκη!
ΙΑΓΟΣ
Πλην αυτό εις τ' όνειρόν του ήτο.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αλλ' όμως είν' ενθύμησις πραγμάτων περασμένων,
κι' ας ήναι όνειρον. Πολύ, πάρα πολύ σημαίνει.
ΙΑΓΟΣ
Και ίσως κι' άλλα πράγματα μ' αυτό ξεκκαθαρίσουν,
που τώρα φαίνονται θολά.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θα την καταξεσχίσω!
ΙΑΓΟΣ
Μη! Έχε γνώσιν. Τίποτε δεν είδαμεν ακόμη,
και ίσως δεν σου έπταισεν εκείνη. — Δεν μου λέγεις,
είδες ποτέ σου να κρατή 'ς το χέρι της μαντίλι,
που έχει χαμοκέρασα 'ς ταις άκραις κεντημένα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Της το εχάρισα εγώ. Το πρώτον χάρισμά μου.
ΙΑΓΟΣ
Αυτό δεν το εγνώριζα· πλην με μαντίλι τέτοιον
(και είμαι βεβαιότατος της γυναικός σου ήτο),
τον Κάσιον τα γένεια του τον είδα να σκουπίζη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν ήν' αυτό!…
ΙΑΓΟΣ
Αν ήν' αυτό ή άλλο ιδικόν της,
τότ' εναντίον της λαλεί κι' αυτό κοντά εις τ' άλλα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! Διατί χίλιαις ζωαίς ο σκύλος να μην έχη!
Η μία μόνη δεν αρκεί εις την εκδίκησίν μου!
Α! Τώρα την αλήθειαν την βλέπω, Ιάγο!…Ιάγο,
ιδέ με· εις τον άνεμον πετώ τον ερωτά μου.
Επέρασε. — Απ' τα βαθειά του άδου έλα τώρα
μαύρη Εκδίκησις! Και συ Αγάπη, εις το Μίσος
παράδοσε τα στέφανα και το θρονί που είχες
εις την καρδιάν μου. Φούσκωσε και συ βαρύ μου στήθος,
κ' είσαι γεμάτον έχιδναις!
ΙΑΓΟΣ
Ησύχασε ολίγον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! αίμα! αίμα! αίματα!
ΙΑΓΟΣ
Ησύχασε ολίγον.
Ίσως αλλάξ' η γνώμη σου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ποτέ! ποτέ μου, Ιάγο!
Ωσάν του Πόντου το γοργόν και παγωμένον ρεύμα,
οπού αιώνια κυλά 'ς την Προποντίδα κάτω
κ' εις τον Ελλήσποντον, χωρίς να οπισθοδρομήση,
και η 'δική μου η οργή παρόμοια θα τρέξη
χωρίς ποτέ της να σταθή κι' οπίσω να κυττάξη,
χωρίς ποτέ να ξαναϊδή του έρωτος γαλήνην!
Ποτέ, — ως που την δίψαν της βαθειά να την χορτάση
με φοβεράν εκδίκησιν!
(Γονατίζει).
Ιδού οπού τ' ομνύω, κ' οι μαρμαρένιοι Ουρανοί επάνω 'κει ας ήναι οι μάρτυρες του όρκου μου.
ΙΑΓΟΣ (γονατίζων).
Μη σηκωθής ακόμη. —
Ω φώτα, σεις που λάμπετε αιώνια επάνω,
και σεις ολόγυρα 'ς την γην αόρατα στοιχεία,
να ήσθε μάρτυρες! Ιδού, εδώ αφιερόνει
ο Ιάγος σώμα και ψυχήν, νουν και καρδιάν και χέρι
εις του Οθέλλου την τιμήν κ' εις την εκδίκησίν του!
Ας διατάξη! πρόθυμος εγώ θα υπακούσω,
ό,τι κι' αν ήν' η προσταγή· και σκοτωμός να ήναι!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Την θέλω την αγάπην σου· και το ευχαριστώ μου
δεν είναι λόγια. Δέχομαι το φιλικόν σου τάγμα,
κι' αμέσως τώρα σου ζητώ να μου το ξεπληρώσης.
Εις τρεις ημέραις απ' εδώ, ν' ακούσω να μου λέγης
ότι ο Κάσιος δεν ζη.
ΙΑΓΟΣ
Θα γείνη όπως θέλεις·
απέθανε ο φίλος μου· αλλά - ας ζη εκείνη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Η βρώμα, η αναίσχυντη! Κατάρα να την εύρη!
Έλα μαζή μου. Ήθελα τρόπον ταχύν να εύρω
τον δαίμονα τον εύμορφον αυτόν να τον σκοτώσω.
Έλα· πηγαίνωμεν. Εσύ εις το εξής θα ήσαι
υπασπιστής μου.
ΙΑΓΟΣ Εις ζωήν και θάνατον 'δικός σου.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ' .
Η αυτή σκηνογραφία. (Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, η ΑΙΜΙΛΙΑ και ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ.)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ηξεύρεις του λόγου σου που καταλύει ο υπασπιστής,
ο Κάσιος;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Δεν τολμώ να σου ειπώ πού καταλεί, Κυρά μου. (25)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και διατί, άνθρωπε;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Διότι αυτός είναι αξιωματικός, και αν μάθη, ότι λέγω
πως καταλεί, θ' αρπάξω κατακεφαλιαίς.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Έλα, έλα· πού κατοικεί;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Ό,τι σου ειπώ σε γελώ, αφού δεν ηξεύρω πού κατοικεί.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πήγαινε, κ' ερώτησε να το μάθης.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Θα κάμω ερωταποκρίσεις, καθώς τον παππάν εις την
κατήχησιν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εύρε τον και ειπέ του να έλθη εδώ. Ειπέ του, ότι ωμίλησα
του ανδρός μου, και ελπίζω όλα να διορθωθούν.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Αυτά πού λέγεις τώρα τα χωρεί νους ανθρώπου, και
θα κάμω τα δυνατά μου να σου τα καταφέρω.
(Εξέρχεται).
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πού τάχα να το έχασα νομίζεις το μαντίλι;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πίστευσε, να χάσω το πουγγί μου
είχα καλλίτερα πολύ, όλον φλωριά γεμάτον
Καλά οπού ο άνδρας μου κακόν 'ς τον νουν δεν βάζει,
ούτε το έχει φυσικόν 'ς την ζήλειαν να ξεπέφτη·
ειδέ θα είχεν αφορμήν να έμβη 'ς υποψίαν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τι; δεν ζηλεύει;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ποιος; αυτός; Μου φαίνεται ο Ήλιος,
εκεί που εγεννήθηκε, του 'ρούφησ' από μέσα
κάθε χυμόν τέτοιας λογής.
ΑΙΜΙΛΙΑ Να· έρχεται. Ιδέ τον.
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ).
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν τον αφίνω ήσυχον εάν δεν προσκαλέση
τώρα τον Κάσιον εδώ. — Αυθέντα μου, πώς είσαι;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά, γυναίκα μου. Και συ πώς είσαι, Δυσδαιμόνα;
(Δεν ημπορώ να κρύπτωμαι!)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πολύ καλά, Οθέλλε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δος μου το χέρι σου εδώ. — Τι απαλόν που είναι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν είδ' ακόμη γηρατειά και λύπην δεν γνωρίζει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτό θα 'πή, καλή καρδιά και απλοχεροσύνη.
Ζεστόν ζεστόν, και απαλόν, κ' υγρόν. Το χέρι τούτο
θέλει ταπείνωσιν ψυχής, μετάνοιαν, νηστείαν,
και κάκωσιν του σώματος, και συντριβήν καρδίας·
διότι ένας δαίμονας ιδροπερεχυμένος
είν' εδώ μέσα, και ζητεί να επαναστατήση.
Καλόκαρδον και ανοικτόν το χέρι τούτο είναι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τούτο 'μπορείς να το ειπής, διότι την καρδιάν μου
το χέρι σου την έδωκεν αυτό.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Γενναίον χέρι!
Ήτο καιρός που την καρδιάν την έδιδε το χέρι.
Το πράγμα τώρα ήλλαξε· καρδιαίς δεν έχει, χέρια!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Σ αυτά δεν έχω τι να 'πώ· δεν τα καταλαμβάνω.
Ειπέ μου, τι μου έταξες;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι σ' έταξα, πουλί μου;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμήνυσα τον Κάσιον να έλθη να τα 'πήτε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μία κακή καταρροή με καταβασανίζει.
Μου δίδεις το μαντίλι σου;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ιδού, καλέ μου άνδρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνο που σ' εχάρισα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Επάνω μου δεν το' χω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν το 'χεις;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όχι, άνδρα μου, αλήθεια δεν το έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτό δεν το 'καμες καλά. Εκείνο το μαντίλι
μια γύφτισσα την μάναν μου το έχει χαρισμένον.
Μάγισσα ήτο, κ' ήξευρε σχεδόν ν' αναγινώσκη
κάθε κρυμμένον λογισμόν και είπε της μητρός μου,
ότι ενόσω το κρατεί, θα ήν' αγαπημένη
και θα' χη τον πατέρα μου εις τα θελήματά της
υποταγμένον κι' αν ποτέ το χάση ή το χαρίση,
αμέσως θα την σιχαθούν τα 'μάτια του πατρός μου.
και νέους έρωτας αλλού εκείνος θα ζητήση.
Κ' εκείνη όταν 'πέθανε μου το 'δωσε και μ' είπε,
όταν θελήσ' η Μοίρα μου γυναίκα ν' αποκτήσω
να το χαρίσω εις αυτήν. Το έδωσα εσένα,
και έχε το πολύτιμον ωσάν τα δυο σου 'μάτια!
Εάν το χάσης, ή αλλού το δώσης, είναι κρίμα
που μεγαλείτερον ποτέ δεν γίνεται!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι λέγεις!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αλήθεια! Εις το ύφασμα εκείνο έχει μάγια.
Μία Σιβύλλα, που 'ς την γην εμέτρησε τον Ήλιον
διακόσια γυρίσματα να κάμη 'ς την ζωήν της,
εις έξαψιν προφητικήν το έχει κεντημένον.
Από σκουλήκια ιερά εβγήκε το μετάξι,
και η βαφή από καρδιαίς παρθένων μουμιασμέναις.(26)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Τι λέγεις; Είναι δυνατόν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αληθινά σου λέγω·
να το προσέχης το λοιπόν καλά.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μακάρι τότε
να μη το είχα ιδεί ποτέ!
ΟΘΕΛΛΟΣ Και διατί;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι έχεις,
και μου λαλείς τόσον σκληρά κι' απότομα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εχάθη;
Ομίλει· τι το έκαμες; τι έγεινε; πού είναι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ελέησόν με ο Θεός!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είπες;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Δεν εχάθη· αλλά και αν εχάνετο;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Λέγω δεν εχάθη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να μου το δείξης! Φέρε το!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Μπορώ, πλην όχι τώρα.-
Τα κάμνεις εξεπίτηδες ν' αλλάξης ομιλίαν.
Την θέσιν του 'ς τον Κάσιον ξανάδοσέ την πάλιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να φέρης το μαντίλι σου! — Κάτι κακόν θα γείνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω έλα, κι' άλλον 'σάν αυτόν δεν θαύρης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Παρακαλώ, τον Κάσιον ειπέ μου…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτόν που 'ς την αγάπην σου την τύχην του βασίζει,
και τόσον εκινδύνευσε μαζή σου..
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλήθεια, το παράκαμες.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να φύγης απ' εμπρός μου!
(Αναχωρεί βιαίως).
ΑΙΜΙΛΙΑ Αυτός ο άνδρας θα μου 'πής ζηλιάρης πως δεν είναι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτό ποτέ άλλην φοράν, ποτέ μου, δεν το είδα!
Πρέπει να είχε μαγικό τω όντι το μαντίλι,
και ήτο δυστυχία μου μεγάλη να το χάσω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ούτ' ένας χρόνος ούτε δυο τον άνδρα δεν τον δείχνουν.
Οι άνδρες όλ' είναι κοιλιά, κι' όλαις ημείς τροφή των·
μας τρώγουν όσον που πεινούν· μας διώχνουν αν χορτάσουν.
Ο άνδρας μου κι' ο Κάσιος. (27)
(Εισέρχονται ο ΙΑΓΟΣ κι' ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Δεν έχει άλλον τρόπον·
εκείνη μόνον ημπορεί… Ιδού! τι ευτυχία!
Ομίλησέ της· πήγαινε, ειπέ της τα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Τι κάμνεις; Τι νέα έχεις, Κάσιε;
ΚΑΣΙΟΣ
Κυρία μου, και πάλιν
τα ίδια έχω να ειπώ και να παρακαλέσω.
Βοήθησέ με την ζωήν την πρώτην μου να εύρω,
και ν' αποκτήσω από σε την παλαιάν αγάπην
εκείνου, οπού σέβομαι με όλην την ψυχήν μου.
Μ' εσκότωσ' η αναβολή. — Εάν το πταίσιμόν μου
τόσον το έχη τρομερόν και τόσον μέγα, ώστε
ούτ' εκδουλεύσεις παλαιαί, ούτε παρούσα λύπη,
ούτ' ο σκοπός μου 'ς το εξής καλλίτερος να γείνω,
την εύνοιάν του δεν 'μπορούν να την εξαγοράσουν,
ας το γνωρίζω τούτο καν. — Κέρδος κι' αυτό θα ήναι,
διότι την απόφασιν τουλάχιστον θα πάρω,
κ' εις άλλους δρόμους θα ζητώ να μ' ελεήσ' η Τύχη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον ω Κάσιε, καλέ και τρις καλέ μου,
δεν έχει τώρα πέρασιν η μεσολάβησίς μου·
ο κύριός μου σήμερα δεν είναι κύριός μου,
και ούτε θα εγνώριζα πως είν' αυτός ο ίδιος,
αν με την γνώμην του μαζή του ήλλαζε κ' η όψις.
Να μην ιδώ απ' τον Θεόν καλόν, εάν δεν είπα
ό,τι ημπορούσα διά σε, και αν δεν είπα τόσα,
ώστ' εναντίον μου σκληρά εξέσπασ' η οργή του.
Έχε ακόμ' υπομονήν ό,τι ημπορώ θα κάμω·
θα κάμω περισσότερον παρά που θα' τολμούσα
και δι' εμένα. Με αυτό λοιπόν ευχαριστήσου.
ΙΑΓΟΣ Ο στρατηγός εθύμωσε;
ΑΙΜΙΛΙΑ Έφυγε μόλις τώρα, και άνω κάτω έφυγε και καταθυμωμένος.
ΙΑΓΟΣ
Εθύμωσε! Πώς γίνεται; Τον είδα, το κανόνι
να του σκορπά 'ς τον άνεμον κομμάτια τους στρατούς του,
και μέσ' από τα χέρια του 'σαν Δαίμονας ν' αρπάζη
τον αδελφόν του! Πώς! Αυτός να ήναι θυμωμένος;
Κάτι θα τρέχη σοβαρόν. Να τον ιδώ πηγαίνω.
Κάτι θα ήναι φοβερόν, αν ήναι θυμωμένος.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Ω, πήγαινε, παρακαλώ.
(Απέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
Ναι τίποτε του Κράτους θα ήναι, — είτε είδησις από την Βενετίαν, ή θ' ανεκάλυψεν εδώ κρυφήν συνωμοσίαν, και τούτο θα εθόλωσε τον νουν του. Και καθένας αν τον βαρύνουν συλλογαίς εις τα μικρά ξεσπάνει· διότι αν το δάκτυλον ολίγον μας πονέση, και τ' άλλα μέλη τα γερά αισθάνονται τον πόνον. (28) Δεν είν' οι άνθρωποι Θεοί, ας μη το λησμονούμεν· κι' ούτε κανένας απαιτεί τους άνδρας να τους βλέπη να ήναι πάντα πρόσχαροι, καθώς εις ταις χαραίς των. Αλήθεια, μάλωμα πολύ μου πρέπει, Αιμιλία· είχα παράπονον κρυφόν εις την ψυχήν μου μέσα, (τι στρατιώτης απειθής και άτακτος που είμαι), ότι μ' εφέρθηκε κακά· αλλά το βλέπω τώρα, ότι τον ψευδομαρτυρώ αν τον κατηγορήσω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Μακάρι να τον 'τάραξεν υπόθεσις του Κράτους,
κι' όχ' υποψία του καμμιά ή ζήλεια δι' εσένα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον, τι αφορμήν του έδωσα ποτέ μου;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν συλλογίζετ' απ' αυτά διόλου ο ζηλιάρης·
δεν του χρειάζετ' αφορμή κ' αιτία να ζηλεύση.
Ζηλεύει μόνον, επειδή το έχει να ζηλεύη.
Να μη το έχη μέσα του! Η ζήλεια είναι τέρας,
οπού γεννάται μοναχόν και μόνον μεγαλόνει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! του Οθέλλου την ψυχήν από αυτό το τέρας
να την φυλάγη ο Θεός!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αμήν, αμήν, Κυρία.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πηγαίνω μέσα. — Κάσιε, εδώ περίμενέ με·
εάν τον εύρω ήσυχον θα του ξαναμιλήσω,
καθώς μ' επαρεκάλεσες. Θα κάμω δι' εσένα
ό,τι ημπορέσω.
ΚΑΣΙΟΣ
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, Κυρία.
(Απέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η ΑΙΜΙΛΙΑ )
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ.)
ΒΙΑΓΚΑ
Καλώς σε ηύρα, Κάσιε.
ΚΑΣΙΟΣ
Συ είσαι; τι γυρεύεις
έξω εδώ; τι γίνεσαι αγαπητή μου Βιάγκα;
Τώρα ηρχόμην να σ' ιδώ, αγάπη μου, — αλήθεια.
ΒΙΑΓΚΑ
Κ' εγώ ηρχόμην να' σ' ιδώ, εσένα, Κάσιέ μου.
Επτά 'μερόνυκτα σωστά να με ιδής δεν ήλθες!
Μιαν εβδομάδα! Εκατόν εξήντα τόσαις ώραις!
και φαίνονται χίλιαις φοραίς μακρύτεραις αι ώραις,
όταν δεν έχωμεν κοντά εκείνον π' αγαπούμεν·
όχι, δεν έχουν μετρημόν!
ΚΑΣΙΟΣ
Συμπάθησέ με, Βιάγκα·
είχα μεγάλαις συλλογαίς αυτήν την εβδομάδα.
Αλλά θα εύρω τον καιρόν να σου ταις ξεπληρώσω
ταις ώραις οπού έλειψα. Να ζης, γλυκειά μου Βιάγκα,
αντίγραψε το σχέδιον αυτό.
(Τη δίδει το χειρόμακτρον της Δυσδαιμόνας.)
ΒΙΑΓΚΑ
Και πού το ηύρες;
Είν' από χέρι, Κάσιε, από αγάπην νέαν.
Τώρα το βλέπω διατί τόσον καιρόν δεν ήλθες.
Α! μ' εβαρέθηκες; Καλά!
ΚΑΣΙΟΣ
Έλα, γυναίκα, έλα·
πέταξ' αυτούς τους στοχασμούς 'ς τα δόντια του διαβόλου,
εκεί απ' οπού σ' έρχονται. Θα με ζηλεύσης τώρα,
πως είναι τούτο χάρισμα απ' αγαπητικήν μου;
Όχι, αλήθεια, Βιάγκα μου.
ΒΙΑΓΚΑ
Λοιπόν, και τίνος είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Ούτε ηξεύρω να σου' πώ. 'Σ το σπίτι μου το ηύρα·
μου ήρεσε το κέντημα, και πριν μου το ζητήσουν
(καθώς πιστεύω θα συμβή), να τ' αντιγράψω θέλω.
Πάρε λοιπόν και βγάλε το. Και τώρα — άφησέ με.
ΒΙΑΓΚΑ
Πώς να σ' αφήσω; διατί;
ΚΑΣΙΟΣ
Διότι περιμένω
τον στρατηγόν, και σύστασις δεν είναι δι' εμένα
γυναικωμένον να μ' ιδή.
ΒΙΑΓΚΑ
Και διατί, να ζήσης;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι πως δεν σε αγαπώ.
ΒΙΑΓΚΑ
Αλλ' ότι δεν με θέλεις.
Έλα μαζή, παρακαλώ· συντρόφευσέ μ' ολίγον,
κ' ειπέ μου αν θα σε ιδώ, πλην ενωρίς, απόψε;
ΚΑΣΙΟΣ
Πολύ μακράν δεν ημπορώ νάλθω μαζή σου τώρα·
εδώ να μείνω χρεωστώ. Θα σε ιδώ απόψε.
ΒΙΑΓΚΑ Αφού δεν γίνεται αλληώς, ας γείνη όπως θέλεις.
(Εξέρχονται).
ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α' .
Έμπροσθεν του φρουρίου. (Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Λοιπόν νομίζεις, στρατηγέ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν το νομίζω, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Τι; ένα μυστικόν φιλί;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Φιλί της ανομίας!
ΙΑΓΟΣ
Ή με τον φίλον της γυμνή να ήναι 'ς το κρεββάτι
μιαν ώραν ή πλειότερον, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εις το κρεββάτι, και γυμνοί, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
Είναι ψευτιά! Τον διάβολον μ' αυτά θα τον γελάσουν;
Εκείνοι πώχουν αρετήν και κάμνουν τέτοιον πράγμα,
τους σκανδαλίζει ο Σατανάς την αρετήν που έχουν,
και σκανδαλίζουν τον Θεόν με τα καμώματά των!
ΙΑΓΟΣ
Εάν δεν κάμουν τίποτε, είναι μικρόν το κρίμα.
αλλ' αν εις την γυναίκα μου ένα μαντίλι δώσω …
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αι, τι;
ΙΑΓΟΣ
Της το εχάρισα, κι' αφού είν' ιδικόν της,
εις όποιον θέλει δύναται κ' εκείνη να το δώση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και την τιμήν 'ς το χέρι της την έχει. Να την δώση
κ' εκείνην;
ΙΑΓΟΣ
Είναι η τιμή αόρατος ουσία·
πολλοί οπού την έχασαν περνούν ότι την έχουν.
Πλην το μαντίλι…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Θεέ! ας το ελησμονούσα!
Μου είπες…(Επανέρχεται εις την ενθύμησίν μου
'σαν κόρακας που έρχεται εις σπίτι μολυσμένον,
σημάδι της καταστροφής!) (29) Μου είπες, το μαντίλι
το είδες εις τα χέρια του;
ΙΑΓΟΣ
Το είπα! τι με τούτο;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είναι κακόν!
ΙΑΓΟΣ
Κι' αν έλεγα πως είδα να σου κάμη
το άδικον; Κι' αν έλεγα πως ήκουσα να λέγη…
Υπάρχουν και παληάνθρωποι, που αν το καταφέρουν,
(ή με κυνήγημα πολύ, ή και ξελόγιασμά της),
και απατήσουν και χαρούν την αγαπητικήν των,
το θεωρούν 'σαν τίποτε να φλυαρούν κατόπιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Σου είπε τίποτε αυτός;
ΙΑΓΟΣ
Και βέβαια μου είπε·
αλ' όμως θα σου ορκισθή, ότι δεν είπε λέξιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είπε;
ΙΑΓΟΣ
Ότι έκαμε… Τι έκαμε δεν 'ξεύρω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι; τι;
ΙΑΓΟΣ
Ότι εχάρηκε…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνην; Αι;
ΙΑΓΟΣ Εκείνην, — μ' εκείνην, — όπως αγαπάς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εχάρηκε μ' εκείνην! Εχάρηκεν εκείνην! Εχάρηκε
μ' εκείνην, θα ειπή εδιασκέδασε. Την εχάρηκε. Φρίκη!
Το μαντίλι! Να το ομολογήση! Το μαντίλι!… Να τον
κάμω να το ομολογήση και κρέμασμα! Πρώτα κρέμασμα
και έπειτα ας το ομολογήση! Ανατριχιάζω να το
συλλογίζωμαι! Δεν είναι φυσικόν να βλέπη κανείς εις τ'
όνειρόν του την σκιάν, χωρίς να υπάρχη το πράγμα.
Δεν είναι λόγια οπού με κάμνουν άνω κάτω… Πιστ!…
Μύταις, αυτιά, και χείλη!… Πώς γίνεται; Το μαντίλι!..
Να το ομολογήση!… Το μαντίλι!… Ω διάβολε!
(Πίπτει καταγής λειποθυμισμένος.)
ΙΑΓΟΣ
Φαρμάκι, δούλευε! Ιδού, πώς οι κουτοί γελιούνται.
Ιδού ο τρόπος να χαθή μιας γυναικός τιμίας
και όνομα κ' υπόληψις, χωρίς αυτή να πταίη. —
Δεν με ακούεις, στρατηγέ; Ω στρατηγέ! Οθέλλε!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Αι, Κάσιε!
ΚΑΣΙΟΣ
Τι έπαθε;
ΙΑΓΟΣ
Επιληψίαν έχει.
Είναι δευτέρα προσβολή· και χθες του ήλθεν άλλη.
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν τρίβεις τα μηλίγγια του;
ΙΑΓΟΣ
Μη τον ταράξης. Όχι.
Καλλίτερα το βύθος του τον δρόμον του να κάμη.
Αν ταραχθή, το στόμα του αφρίζει, και κατόπιν
μία μανία φοβερά του έρχεται… Σαλεύει.
Απομακρύνσου μιαν στιγμήν. Αμέσως θα συνέλθη.
Και όταν φύγη απ' εδώ να σου μιλήσω έχω
κάτι πολύ σημαντικόν.
(Αποσύρεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
Πώς είσαι, στρατηγέ μου; Εκτύπησες την κεφαλήν; πονεί;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με περιπαίζεις;
ΙΑΓΟΣ
Να περιπαίξω; ποιος; εγώ; Μα την ζωήν μου, όχι!
Να υποφέρης σ' ήθελα την τύχην σου 'σαν άνδρας.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο άνδρας πώχει κέρατα ζώον και τέρας είναι.
ΙΑΓΟΣ
Γεμάτη τέρατα λοιπόν η κάθε χώρα είναι,
γεμάτη ζώα λογικά.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το εξωμολογήθη;
ΙΑΓΟΣ
Σε θέλω άνδρα, στρατηγέ. Δεν συλλογείσαι, ότι
όποιος γενάτος εμπλεχθή εις τον ζυγόν του γάμου,
'μπορεί σκυμμένος να τράβα ζευγαρωτά μ' εσένα;
Πόσαις χιλιάδες άνθρωποι πλαγιάζουν κάθε βράδυ
εις μολυσμένα στρώματα, και τα θαρρούν 'δικά των!
Πάλιν καλλίτερα εσύ! — Είναι διαβόλου πλάνη,
περίγελως του Σατανά, να σφίγγης μίαν βρώμαν
εις αγκαλιάν συζυγικήν, κι' αγνήν να την νομίζης!
Όχι· ας 'ξεύρω κάθε τι. Κι' αν 'ξεύρω τι μου κάμνει,
τότε κ' εγώ θα' ξεύρω καν τι πρέπει κ' εις εκείνην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εσύ 'σαι άνδρας γνωστικός, αληθινά.
ΙΑΓΟΣ
Αν θέλης
κρύψου εδώ· πλην κύτταξε υπομονήν να έχης.
Ενώ εσύ εκείτεσο 'ς την λύπην βυθισμένος,
(πραγμ' άτοπον κι' αταίριαστον εις άνδρα 'σάν εσένα,)
ήλθεν ο Κάσιος εδώ. Τον έδιωξα αμέσως,
με τρόπον του εξήγησα το λιγοθύμισμά σου,
και τον επαρακάλεσα να επιστρέψη πάλιν
να του λαλήσω. Μ' έταξε, ότι θα έλθη. Κρύψου,
και βλέπε τον 'ς το πρόσωπον, τι μορφασμούς θα κάμη,
τι νεύματα, τι σχήματα. Διότι θα τον βάλω
να ξαναπή απ' την αρχήν την ιστορίαν όλην,
το πώς, και πού, πόσαις φοραίς, και πότε, κι' από πότε
με την γυναίκα σου μαζή τα 'ταίριαξε, και πότε
θα ξαναρχίση. Κύτταζε το κάθε κίνημά του.
Αλλά, να ζης, υπομονή! Αλλέως θα με κάμης
να λέγω πως τα έχασες κι' ότι δεν είσαι άνδρας.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Άκουσε, Ιάγο· θα μ' ιδής· υπομονή δεν λείπει,
πλην κ' αιμοβόρον θα μ' ιδής. Ακούεις;
ΙΑΓΟΣ
Δεν πειράζει·
πλην 'ς τον καιρόν του κάθε τι. Αν αγαπάς τραβήξου.
(Αποσύρεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και κρύπτεται)
ΙΑΓΟΣ
Θα φέρω εις τον Κάσιον την ομιλίαν τώρα
της Βιάγκας. Η κυρά αυτή πουλεί την ευμορφιάν της
και αγοράζει το ψωμί και τα φορέματά της.
Αλλά διά τον Κάσιον τρελλαίνετ' η αθλία,
καθώς αυτών των γυναικών το 'χει συχνά η Μοίρα·
πολλοί τα χάνουν δι' αυταίς, κι' αυταίς δι' ένα μόνον.
Κι' ο Κάσιος κάθε φοράν π' ακούση τ' όνομά της
δεν ημπορεί να κρατηθή από τα γέλοια. — Νάτος
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
Το κάθε του χαμόγελον τον Μαύρον θα τρελλαίνη, κ' η τυφλωμένη ζήλεια του στραβά θα εκλαμβάνη κάθε του νεύμα ή ματιάν. — Υπασπιστά πώς είσαι;
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά να ήμαι ημπορώ ενώ μ' αυτόν τον τίτλον
με χαιρετάς; Μ' εσκότωσε η στέρησίς του, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ Τον έχεις, αν με το καλόν την Δυσδαιμόνας πιάσης.
(Χαμηλή τη φωνή.)
Αν ήτο εις της Βιάγκας σου το χέρι να τον λάβης, τελειωμένην την δουλειάν την είχες.
ΚΑΣΙΟΣ (γελών).
Η καϋμένη!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν).
Ήρχισε κι' όλα να γελά.
ΙΑΓΟΣ
Δεν μ' έτυχε ποτέ μου
γυναίκα τόσον ν' αγαπά, όσον αυτή εσένα.
ΚΑΣΙΟΣ
Η κατεργάρα! Μ' αγαπά τω όντι· το πιστεύω.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν).
Δεν το αρνείται, και γελά.
ΙΑΓΟΣ
Ακούεις, Κάσιέ μου.
(Συνομιλεί μετ' αυτού κρυφίως).
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν). Του λέγει τώρα να τα 'πή. Εμπρός, εμπρός! Ωραία!
ΙΑΓΟΣ
Κηρύττει και διαλαλεί πως θα στεφανωθήτε.
Σκοπόν το έχεις;
ΚΑΣΙΟΣ (γελών).
Χα! χα! χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν).
Σ' αρέσει; Αι; σ' αρέσει!
ΚΑΣΙΟΣ
Να την στεφανωθώ! Μίαν νυκτογυρίστραν! Μη μ' έχης
δα, ότι τα έχω χαμένα όλως διόλου. Χα, χα, χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Ω βέβαια! ω βέβαια! Γελά όποιος κερδίζει.
ΙΑΓΟΣ
Αλήθεια σου λέγω· εβγήκε λόγος, ότι την στεφανόνεσαι.
ΚΑΣΙΟΣ
Ομίλει με τα σωστά σου, παρακαλώ.
ΙΑΓΟΣ
Να μην ήμαι άνθρωπος, αν δεν το ήκουσα.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν).
Κ' εμένα μ' εξεβγάλετε; Καλά!
ΚΑΣΙΟΣ
Η μαϊμού τα έβγαλεν αυτά! Η αγάπη της την
επλάνεσε και θαρρεί, ότι θα την πάρω γυναίκα μου· όχι
βέβαια ιδική μου υπόσχεσις.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Ο Ιάγος νεύμα μ' έκαμε· Θ' αρχίση να τα λέγη.
ΚΑΣΙΟΣ
Τώρα ήτον εδώ. Όπου ευρεθώ, νά σου την κατόπιν
μου! Προχθές ήμουν εις την ακρογιαλιάν με μερικούς
Βενετούς, και έξαφνα παρουσιάζεται η λωλή και χύνεται
επάνω μου…
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Και κράζει: ω αγάπη μου! αυτό λέγει η έκφρασίς του.
ΚΑΣΙΟΣ
Και μ' αγκαλιάζει, σειστή και κουνιστή, και αρχίζει τα
κλαύματα, και με τραβά και με σκουντά … Χα, χα, χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.) Τώρα λέγει, πώς τον έσυρε εις το κρεββάτι μου. Ά! την μύτην σου την βλέπω, αλλά πού είναι ο σκύλος εις τον οποίον θα την πετάξω;
ΚΑΣΙΟΣ
Μα την αλήθειαν, πρέπει πλέον να την παραιτήσω.
ΙΑΓΟΣ
Κύτταξ' εμπρός μου. Να την κ' έρχεται.
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ).
ΚΑΣΙΟΣ
Τέτοια Αλωπού μοσχομυρωδάτη!… Τι θέλεις και με
κυνηγάς;
ΒΙΑΓΚΑ
Να σε κυνηγήση ο Διάβολος και η μάνα του! Τι
μαντίλι ήτον εκείνο που μου έδωσες; Ανόητη εγώ να το
πάρω! Να σου αντιγράψω το σχέδιον! Ποίον τα πουλείς,
ότι το ηύρες εις το σπίτι σου, και ότι δεν ηξεύρεις ποίος
το άφησεν εκεί; Σου το εχάρισε καμμία βρώμα, και μου
το δίδεις εμένα να σου το αντιγράψω! Να, δος το εις την
φιληνάδα σου. Όπου κι' αν το ηύρες, σχέδιον εγώ δεν
σου βγάζω!
ΚΑΣΙΟΣ
Τι είν' αυτά Βιάγκα μου γλυκειά; Τι είν' αυτά; Τι
είν' αυτά;
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Μα τον Θεόν! Το μαντίλι μου είναι τούτο.
ΒΙΑΓΚΑ
Αν σου αρέση να δειπνήσης απόψε μαζή μου, κόπιασε.
Αν δεν σου αρέση, έλα όταν αγαπάς.
(Αναχωρεί).
ΙΑΓΟΣ Το κατόπιν της! Το κατόπιν της!
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν ημπορώ να κάμω διαφορετικά. Ειδέ, δεν το έχει
τίποτε να βάλη ταις φωναίς μέσα εις τους δρόμους.
ΙΑΓΟΣ
Θα δειπνήσης μαζή της;
ΚΑΣΙΟΣ
Το έχω σκοπόν.
ΙΑΓΟΣ
Καλά. Ίσως έλθω κ' εγώ να σ' εύρω εκεί· διότι έχω
να σου 'μιλήσω.
ΚΑΣΙΟΣ
Έλα σε παρακαλώ. Έρχεσαι;
ΙΑΓΟΣ
Πήγαινε, πήγαινε. Καλά!
(Αναχωρεί ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ (προχωρών επί της σκηνής.) Πώς να τον σκοτώσω, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Τον είδες πώς έπαιρνε εις το αστείον την
αισχρότητά του;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! Ιάγο!
ΙΑΓΟΣ
Και το μαντίλι το είδες;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το ιδικόν μου ήτο;
ΙΑΓΟΣ
Το ιδικόν σου, μα το χέρι τούτο! Και ιδέ πώς την
έχει την ανόητην την γυναίκα σου. Του χαρίζει το μαντίλι
της, και αυτός το δίδει εις την λεγάμενήν του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ήθελα να τον έχω εννέα χρόνους να τον σκοτόνω. —
Τέτοια εύμορφη γυναίκα, τέτοια νόστιμη, τέτοια
γλυκειά γυναίκα!
ΙΑΓΟΣ
Αυτά να τα λησμονήσης τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι! Να σαπίση και να χαθή και να κολασθή — απόψε!
Δεν έχει ζωήν! Όχι! Η καρδιά μου έγεινε πέτρα· την
κτυπώ και μου πονεί το χέρι. — Ω! Δεν έχει ο κόσμος
πλάσμα γλυκύτερον. Της ήξιζε να κάθηται εις ενός
βασιλέως πλευρόν και να προστάζη!
ΙΑΓΟΣ
Αυτά δεν είναι λόγια δι' εσένα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να χαθή! Λέγω μόνον το τι είναι. Τόσον επιτήδεια
εις το κέντημα! Και πώς ετραγωδούσε! Ω! Και αρκούδαις
ημέρονε το τραγούδημά της. Και τόσον ξυπνητή
και προκομμένη!
ΙΑΓΟΣ
Τόσον χειρότερα, λοιπόν, δι' εκείνην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω, χίλιαις, χίλιαις φοραίς χειρότερα! Και τόσον
γλυκειά συμπεριφορά.
ΙΑΓΟΣ
Γλυκειά με το παρεπάνω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έχεις δίκαιον. Και όμως τι κρίμα, Ιάγο! Ω Ιάγο,
τι κρίμα!
ΙΑΓΟΣ
Αν σου αρέση η ανομία της, δος της την άδειαν να
εξακολουθήση. Αφού εσένα δεν σε πειράζει, ποίος έχει
να παραπονεθή;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θα την κάμω κομμάτια! Να με κερατώση εμένα!
ΙΑΓΟΣ
Εντροπή της!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και με ποίον; με τον αξιωματικόν μου!
ΙΑΓΟΣ
Ακόμη μεγαλειτέρα εντροπή της!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εύρε μου φαρμάκι, Ιάγο, — απόψε …Δεν θ' αλλάξω
λόγια μαζή της, μήπως μου γυρίση και πάλιν την γνώμην
το κορμί της και η ευμορφιά της… Απόψε, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Μη με φαρμάκι. Πνίξε την εις το κρεββάτι της· το
κρεββάτι το οποίον σου εμόλυνε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά, καλά! Μου έρχεται αυτή η δικαιοσύνη. Πολύ
καλά!
ΙΑΓΟΣ
Διά τον Κάσιον, εγώ επάνω μου τον παίρνω.
Κοντά εις τα μεσάνυκτα έχεις ν' ακούσης κι' άλλα.
ΟΘΕΛΛΟΣ Εξαίρετα! πολύ καλά!
(Σάλπιγγες έξωθεν).
Τι σάλπιγγες σημαίνουν;
ΙΑΓΟΣ
Της Βενετίας τίποτε…Ο Λοδοβίκος είναι·
του Δόγη φέρνει μήνυμα· μαζή κ' η
Δυσδαιμόνα.
(Εισέρχονται ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και συνοδεία).
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Καλώς σε ηύρα, στρατηγέ γενναίε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλώς ήλθες.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ο Δόγης και οι άρχοντες χαιρετισμούς σου στέλλουν.
(Τω εγχειρίζει φάκελλον)
ΟΘΕΛΛΟΣ Τον υψηλόν των ορισμόν ασπάζομαι με σέβας.
(Ανοίγει τον φάκελλον και αναγινώσκει).
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Τι νέα; Λέγ' εξάδελφε, καλέ μου Λοδοβίκε.
ΙΑΓΟΣ
Αυθέντα μου σε χαιρετώ. Μετά χαράς σε βλέπω·
'ς την Κύπρον καλώς ώρισες.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ευχαριστώ σε, Ιάγο,
Τι κάμνει ο υπασπιστής, ο Κάσιος;
ΙΑΓΟΣ
Υπάρχει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εξάδελφέ μου, μεταξύ αυτού και του ανδρός μου
Έγεινε χάλασμα κακόν. Εσύ θα τους το 'σιάσης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είσαι βεβαία δι' αυτό;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ (αναγινώσκων).
«Και πρέπει
να πράξης ό,τι γράφομεν αφεύκτως, εάν θέλης»…
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Εσένα δεν ωμίλησε. Τα γράμματα διαβάζει.
Ο Κάσιος κι' ο άνδρας σου τα έχουν χαλασμένα;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ναι, δυστυχώς. Και ήθελα παραπολύ, — διότι
τον Κάσιον τον αγαπώ, — να τους συμφιλιώσω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Φωτιά και λαύρα!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Άνδρα μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ τα λογικά σου είσαι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, (προς τον Λοδοβίκον).
Εθύμωσε;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Τα γράμματα φοβούμαι τον συγχύζουν,
διότι φέρνουν προσταγήν οπίσω να γυρίση,
και εις την θέσιν του εδώ τον Κάσιον ν' αφήση.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! πίστευσε, το χαίρομαι…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αληθινά;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα:
ΟΘΕΛΛΟΣ
Χαίρομαι που 'σαι παλαβή!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Οθέλλε μου, τί έχεις;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Σατανά!
(Την ραπίζει)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Δεν τ' άξιζα!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ω! Δεν θα το πιστεύσουν
'ς την Βενετίαν, κι' αν ειπώ με όρκους πως το είδα!
Ήτο πολύ. Συγχώρησιν να της ζητήσης. Κλαίει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα δάκρυα σου, Σατανά, 'ς την γην εάν φυτρόνουν,
κάθε που πέφτει σταλαγμός, κροκόδειλος γεννάται!
Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Αν σε πειράζω φεύγω.
(Αποσύρεται).
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αληθινά υπήκοη γυναίκα! Στρατηγέ μου,
παρακαλώ σε, κάμε με την χάριν να την κράξης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εδώ, κυρά.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ (επιστρέφουσα.)
Αυθέντα μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ (προς τον Λοδοβίκον.)
Τι θέλεις να την κάμης;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ποίος; εγώ;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εζήτησες οπίσω να γυρίση.
Ω! να γυρίση δύναται, και πάλιν να γυρίση,
και να πηγαίνη 'ς τα εμπρός, και να ξαναγυρίση.
Ω! και να κλαίη δύναται, να κλαίη· κι' όπως είπες
είναι υπήκοη πολύ, υπήκοη γυναίκα!
Πολύ υπήκοη! — Εμπρός· το κλαύσιμον μη παύης. —
Ως προς αυτό… — Καμόνεται καλά την λυπημένην! —
Οι άρχοντες με προσκαλούν 'ς την Βενετίαν. — Φύγε·
Όταν σε θέλω σε μηνώ. — 'Σ τους ορισμούς των κλίνω,
και όσον το ταχύτερον αναχωρώ. — Κρημνίσου!
(Αναχωρεί η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ.)
Ο Κάσιος την θέσιν μου θα λάβη. Πλην απόψε παρακαλώ, αν αγαπάς, μαζή μου να δειπνήσης. 'Σ την Κύπρον καλώς ώρισες. — Ω! πίθηκοι και τράγοι! (30)
(Εξέρχεται)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αυτός ο άνθρωπος εδώ είν' ο γενναίος Μαύρος,
που καύχημα και στήριγμα τον έχ' η Βενετία;
Αυτή εδώ είν' η ψυχή που δεν καταπονείται;
Αυτό είναι τ' αδάμαστον το στήθος, το οποίον
ούτε κλονίζει συμφορά ούτε πληγόνει τύχη;
ΙΑΓΟΣ
Δεν είν' ο ίδιος άνθρωπος.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αλλ' είναι 'ς τα σωστά του;
Μη του εσάλευσε ο νους;
ΙΑΓΟΣ
Είναι αυτός που είναι.
Φωνήν δεν έχω να ειπώ το τι φρονώ. Μακάρι
να ήτον όπως έπρεπε… αν δεν ήν' όπως πρέπει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Να δείρη την γυναίκα του!
ΙΑΓΟΣ
Μα την αλήθειαν, τούτο
δεν ήτο κάμωμα σωστόν. Και όμως ας 'μπορούσα
να σου ειπώ, πως απ' αυτό χειρότερα δεν έχει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Του έγεινε συνήθεια; Ή μήπως εξ αιτίας
του γράμματος που έλαβε του ήναψε το αίμα;
ΙΑΓΟΣ
Αλλοίμονον, αλλοίμονον! 'Σ εμένα δεν αρμόζει
και ούτε πρέπει να ειπώ τι είδα και τι 'ξεύρω.
Θα τον ιδής, και περιττά τα λόγια τα 'δικά μου.
Τα ίδια του καμώματα θα σου τον μαρτυρήσουν·
Φθάνει να δώσης προσοχήν και θα ιδής τι κάμνει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ Πολύ λυπούμαι εις αυτόν να έβγω γελασμένος.
(Απέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β' .
Θάλαμος εν τω φρουρίω (Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Λοιπόν δεν είδες τίποτε;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ούτ' ήκουσα, ούτ' είδα,
ούτ' υπωπτεύθηκα ποτέ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι, πλην μαζή τους είδες,
εκείνην και τον Κάσιον.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλά κακόν δεν είδα,
κ' ήκουσα κάθε συλλαβήν και κάθ' αναπνοήν των.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Κρυφά δεν εψιθύρισαν ποτέ;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποτέ, αυθέντα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και δεν σε έστειλαν ποτέ να μακρυνθής;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποτέ των!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να φέρης τα χειρόφτια της, ή φυσερόν, ή άλλο;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποτέ, ποτέ!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Παράδοξον!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αυθέντα, βεβαιώσου
είν' η γυναίκα σου πιστή. Την παίρνω 'ς την ψυχήν μου.
Αν άλλο υποπτεύεσαι, από τον νουν σου βγάλ' το
και άδικα κολάζεσαι. Αν το 'βαλε 'ς τον νουν σου
κανένας άνθρωπος κακός, κατάρα να τον εύρη!
Ναι, η κατάρα πώδωσε ο Πλάστης εις τον όφιν!
Αν τιμημένη και σεμνή δεν ήν' αυτή, ποιος άνδρας
θα λογισθή καλότυχος; Και ποιαν σεμνήν γυναίκα
δεν θα λερώση διαβολή;
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Πέ της εδώ να έλθη.
Πήγαινε.
(Εξέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ).
Είπεν αρκετά. Αλλ' όμως ποια μαυλίστρα τα ίδια δεν θα έλεγε; Εξεύρει την δουλειάν της η πόρνη, — τα αισχρά κρυφά να κλειδομανταλόνη. Και κάμνει ταις μετάνοιαίς της, και κάμνει τον σταυρόν της! Την είδα να καμόνεται!
(Επιστρέφει η ΑΙΜΙΛΙΑ μετά της ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑΣ).
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα μου, τι θέλεις;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έλα, πουλάκι μου, εδώ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι είν' ο ορισμός σου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θέλω τα 'μάτια σου να ιδώ. 'Σ το πρόσωπον ιδέ με.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι φαντασία σου φρικτή;
ΟΘΕΛΛΟΣ (προς την Αιμιλίαν.) Να 'πας εις την δουλειάν σου, εσύ κυρά, και άφινε μονάχα τα ζευγάρια. Κλείσε την θύραν. — Κράξε χμ, ή βήξε όποιος έλθη. Την τέχνην σου! την τέχνην σου! Με ήκουσες; Να φεύγης!
(Εξέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Σ τα γόνατά μου σου ζητώ να μου ειπής τι έχεις;
Μίαν μανίαν εννοώ 'ς τα λόγια οπού λέγεις,
αλλ' όμως δεν τα εννοώ τα λόγια.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν μου λέγεις
ποια είσαι συ;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΟΑ
Αυθέντα μου, η σύζυγός σου είμαι·
η σύζυγός σου η πιστή και αφοσιωμένη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έλα, ορκίσου το λοιπόν ορκίσου και κολάσου,
μη γελασθούν οι δαίμονες, που 'μοιάζεις τους αγγέλους,
και να σ' αρπάξουν φοβηθούν 'ς την Κόλασιν. Ορκίσου,
διά να διπλοκολασθής, πως είσαι τιμημένη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! το ηξεύρει ο Θεός!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι, ο Θεός το 'ξεύρει,
πως είσαι 'σαν την Κόλασιν και άπιστη και ψεύτρα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Με ποιόν είμ' άπιστη; με ποιον; Πώς; Άπιστη πώς είμαι;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αχ, Δυσδαιμόνα, άφες με' φύγ' απ' εμένα· φύγε!
(Κλαίει.)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον! Ώρα κακή που είν' αυτή! Τι κλαίεις;
Μην είμ' εγώ η αφορμή διά τα δάκρυά σου;
Αν τύχη κ' υποπτεύεσαι πως την ανάκλησίν σου
την έκαμ' ο πατέρας μου, εγώ 'ς αυτό τι πταίω;
Εσύ αν δεν τον αγαπάς, δεν θέλω να τον 'ξεύρω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν την ψυχήν μου ήθελε να μου την δοκιμάση
ο Ουρανός με βάσανα, αν ήθελε να βρέξη
εις την γυμνήν μου κεφαλήν καθ' εντροπήν και πίκραν,
να με βυθίση αν ήθελε 'ς την πτώχειαν ως τα χείλη,
κ' εμέ και τας ελπίδας μου εις την σκλαβιάν να θάψη,
κάπου, 'ς τα βάθη της ψυχής, θα είχα πού να εύρω
σταλαγματιάν υπομονής. Αλλά να καταντήσω
τώρα εγώ, (ω συμφορά!) το σταθερόν σημάδι,
οπού η καταφρόνησις το χέρι θα σηκόνη
να δείχνη, με το δάχτυλον το αργοκινημένον!…
Πλην το υπέφερα κι' αυτό! Ας ήναι, — ναι, ας ήναι!
Αλλά, εκεί που έβαλα να τρέφετ' η καρδιά μου,
έχει απ' όπου προσδοκώ να ζω ή ν' αποθάνω,
την βρύσιν όθεν χύνεται το ρεύμα της ζωής μου,
ή που στειρεύει, — απ' εκεί να με αποτινάξουν!
Ή στέρναν να την έχω 'γώ διά βρωμοβατράχους
να ζευγαρόνωνται εκεί και να γεννοβολούνται!…
Ω! Άλλαξε την όψιν σου, υπομονή, και γίνου
από αφράτον Χερουβήμ με δροσερά χειλάκια,
γίνου αγριοπρόσωπη και μαύρη 'σάν τον Άδην!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ελπίζω ο αυθέντης μου διά τιμίαν μ' έχει
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω, ναι· 'σάν μυίγαν μακελειού 'ς το καλοκαίρι μέσα,
που μόνον με το φύσημα γγαστρόνεται… Ω άνθος,
χαριτωμένον κ' εύμορφον και γλυκομυρωδάτον,
τόσον που αν σε μυρισθή κανείς 'λιγοψυχίζει,
ω! να μην είχες γεννηθή ποτέ, ποτέ!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Η μαύρη, τι κρίμα είναι πώκαμα, χωρίς να το γνωρίζω;
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ αυτό το κάτασπρον χαρτί, το εύμορφον βιβλίον
πώς έγεινε νάχη κανείς να γράψη μέσα: «πόρνη»!
Τι κρίμα, λέγει, έκαμε! Τι κρίμα! — Δημοσία!
Θα μ' άναπταν τα μάγουλα 'σάν φλογερά καμίνια
να καύσουν κάθε εντροπήν και να την κάμουν στάκτην,
αν είχα στόμα να ειπώ τι έκαμες! Τι κρίμα;
Κρίμα, που τα ρουθούνια του ο Ουρανός τα φράζει,
και η Σελήνη κρύπτεται, κι' ο ασελγής Αέρας
που ό,τι απαντά φιλεί, εχώθη εντροπιασμένος
μέσα 'ς τα τάρταρα της γης, μη τύχη και τ' ακούση!
Τι κρίμα, λέγει, έκαμε! Ξεντροπιασμένη πόρνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μα τον Θεόν με αδικείς!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι; μη δεν ήσαι πόρνη;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! Να μην ήμαι χριστιανή αν ήμαι τέτοιον πράγμα!
Εάν διά τον άνδρα μου αυτό εδώ το σκεύος
να το κρατώ αμόλυντον κι' ανέγγικτον, — αν τούτο
πόρνη δεν λέγεται, κ' εγώ δεν είμαι τέτοια! Όχι!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν είσαι πόρνη;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όχι, ή — να μη σωθή η ψυχή μου!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Συμπάθησέ με το λοιπόν σ' επήρα δι' εκείνην
την βρώμαν την παμπόνηρην από την Βενετίαν,
που του Οθέλλου έγεινε γυναίκα.
(Προς την ΑΙΜΙΛΙΑΝ εισερχομένην.)
Συ κυρία,
που κάμνεις την αντίθετην δουλειάν τ' Αγίου Πέτρου,
και που φυλάγεις τα κλειδιά του Άδου, — 'σένα λέγω·
ιδού διά τον κόπον σου· 'τελείωσ' η δουλειά μας·
γύρισε τώρα το κλειδί και… λέξιν να μη' βγάλης!
(Εξέρχεται.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλοίμονον, τι είν' αυτά; τι έχει μέσ' τον νουν του;-
Τι έπαθες Κυρία μου! Τι έπαθες Κυρία!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μισοκοιμούμαι· τίποτε.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κυρία μου, τι έχει
ο κύριός μου;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ποιος σου;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο κύριός μου λέγω,
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και ποιον έχεις κύριον;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποιον; τον ιδικόν σου,
γλυκειά κυρία μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εγώ δεν έχω ιδικόν μου.
Μη, Αιμιλία, μου λαλείς. Δεν ημπορώ να κλαύσω,
και όμως άλλην δεν 'μπορώ απόκρισιν να δώσω,
παρά με μόνον δάκρυα. — Παρακαλώ, απόψε
τα νυμφικά σεντόνια μου να στρώσης. Μη ξεχάσης.
Και κράξε μου τον άνδρα σου.
ΑΙΜΙΛΙΑ Να αλλαγή, αλήθεια!
(Εξέρχεται)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μ' αυτόν τον τρόπον να φερθή τ' αξίζω· ναι, τ' αξίζω.
Ω! πώς εστραβοπάτησα και έδωσα αιτίαν
να του περάση απ' τον νουν πως ημπορώ να πταίω;
(Επανέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ μετά τον ΙΑΓΟΝ.)
ΙΑΓΟΣ Τι αγαπάς, Κυρία μου; Τι έχεις;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν ηξεύρω. Όταν κανείς μωρόν παιδί να δασκαλεύση έχει,
με εύκολα μαθήματα, με το καλόν αρχίζει.
Κ' εμένα ας μ' εμάλονε με το καλόν διότι
είμαι 'ς το μάλωμα παιδί.
ΙΑΓΟΣ
Τι έτρεξε, Κυρία;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Καλέ, την εξεντρόπιασε, την είπε πόρνην, Ιάγο! (31)
Τόσαις της έρριξε 'βρυσιαίς και τόσα χονδρά λόγια,
που μια ευαίσθητη ψυχή ποτέ δεν υποφέρει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μ' αξίζει, Ιάγο, τ' όνομα;
ΙΑΓΟΣ
Τι όνομα, Κυρία;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτό, που η γυναίκα σου σού λέγει πως με είπε
ο άνδρας μου;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Να την ειπή μιαν πόρνην! Τέτοιον λόγον
δεν θα 'λεγε ς' το ταίρι του ζητιάνος μεθυσμένος.
ΙΑΓΟΣ Και διατί να το ειπή;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν ξεύρω· πλην δεν είμαι
τέτοια γυναίκα βέβαια!
ΙΑΓΟΣ
Μη κλαίης, ω! μη κλαίης.
Αλλοίμονον!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Παραίτησε τόσους που την 'ζητούσαν,
αφήκε τον πατέρα της και φίλους και πατρίδα,
διά να εξυβρίζεται! …Πώς θέλεις να μην κλαίη;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ήτον της Μοίρας μου κι' αυτό!
ΙΑΓΟΣ
Θα το μεταννοήση!
Πλην πώς του εκαταίβηκε;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αχ, ο Θεός το 'ξεύρει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κακόν να μ' έλθη αν κανείς αχρείος κατεργάρης,
κανένας επιτήδειος εις το να βάζη λόγια,
κανένας ασυνείδητος κ' αισχρός δεν εφευρήκε
αυτήν την βρωμοδιαβολήν διά σκοπούς 'δικούς του.
Αν δεν ήν' έτσι, να χαθώ!
ΙΑΓΟΣ
Πώς γίνεται; Δεν έχει
'ς τον κόσμον τέτοιον άνθρωπον. Αδύνατον!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αν ήναι
τέτοιος κανείς, απ' τον Θεόν συγχώρησιν να εύρη!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κρεμάλ' αντί συγχώρησιν! Και να του καταφάγη
τα κόκκαλα η κόλασις! Πώς να την κράξη πόρνην;
Ποιος είν' ο φίλος της; Πού; πώς; πού 'φάνηκε; ποιον
['μοιάζει;
Τον Μαύρον τον εγέλασε κανένας κατεργάρης·
κανείς βρωμάνθρωπος κακός και κνώδαλον αχρείον!
Τέτοιους ανθρώπους, ω Θεέ, πώς δεν τους ξεσκεπάζεις;
Κ' εις κάθε χέρι τίμιον πώς βούνευρον δεν βάζεις,
να τους ξυλίζουν 'σάν σκυλιά, ολόγυμνους 'ς τους
[δρόμους,
'ς τα τετραπέρατα της γης, 'ς Ανατολήν και Δύσιν;
ΙΑΓΟΣ
Λέγε τα μέσα σου αυτά.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κατάρα να τους εύρη!
Κανένας τέτοιος σύμβουλος περίφημος, κ' εσένα
σου 'γύρισε ανάποδα τον νουν, τα μέσα έξω,
οπόταν υποπτεύθηκες εμένα με τον Μαύρον.
ΙΑΓΟΣ
Τα 'χεις χαμένα; Σώπαινε.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον, ω Ιάγο,
πώς ημπορώ τον άνδρα μου να τον ξανακερδίσω;
Πήγαινε, φίλε, κ' εύρε τον. Ναι, μα το φως που βλέπω,
δεν 'ξεύρω πώς τον έχασα. Ιδέ με· γονατίζω.
Εάν εις την αγάπην του ημάρτησα ποτέ μου,
εάν ποτέ με στοχασμόν, εάν ποτέ με πράξιν,
αν με τα 'μάτια μου, τ' αυτιά, με πάσαν αίσθησίν μου
ηύρα ποτέ μου ηδονήν 'ς άλλην μορφήν ανθρώπου,
ή αν και τώρα, ή και πριν, κι' όσον ακόμη ζήσω,
(και αν να με ξεφορτωθή θελήση, και με ρίψη
'ς την συμφοράν του χωρισμού), αν 'ς όλην την ζωήν μου
δεν τον ηγάπησα πιστά και μ' όλην την καρδιάν μου,
τότ' ο Θεός παρηγοριάν κ' ελπίδα μη μου δώση!
Ω! η σκληρότης ημπορεί παραπολύ να κάμη,
και η σκληρότης του 'μπορεί να κόψη την ζωήν μου,
πλην την αγάπην μου ποτέ δεν θα μου την αλλάξη!
Την λέξιν π ό ρ ν η δεν 'μπορώ να την προφέρω. Φρίκην,
φρίκην μου φέρνει μοναχά και να την λέγω τώρα!
Αλλά, να κάμω το κακόν διά να την αξίζω…
όχι, δι' όλα τα καλά τα μάταια του κόσμου!
ΙΑΓΟΣ
Ησύχασε, παρακαλώ· Θα ήτον συγχυσμένος.
Θα του ετάραξαν τον νουν τα πράγματα του κράτους,
κ' εξέσπασεν επάνω σου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτό να ήτο μόνον!
ΙΑΓΟΣ
Αυτό είν', είμαι βέβαιος.
(Σάλπιγγες έξωθεν).
Ακούεις, που σημαίνει του γεύματος η πρόσκλησις; Θα σε προσμένουν τώρα 'ς την τράπεζαν οι άρχοντες από την Βενετίαν. Πήγαινε μέσα· μη θρηνείς, και διορθόνοντ' όλα.
(Εξέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η ΑΙΜΙΛΙΑ.) (32) (Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
ΙΑΓΟΣ
Τι γίνεσαι, Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Δεν μου φαίνεται να μου φαίρνεσαι καλά, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Και τι κακόν σου έκαμα;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Με τραβάς εμπρός από ημέραν εις ημέραν, πότε
με το ένα και πότε με το άλλο. Και από ό,τι εκατάλαβα,
αντί να μου πληθαίνης τας ελπίδας μου, μου
ολιγοστεύεις το έχειν μου. Αλλά μου φθάνει έως εδώ.
Και ακόμη δεν το απεφάσισα, αν πρέπη να καθίσω
ήσυχος, ύστερον από όσα εξ αιτίας σου υπέφερα, σαν
κουτός.
ΙΑΓΟΣ
Θέλεις να με ακούσης, Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Σε ήκουσα με το παρεπάνω· και τα λόγια σου δεν
είναι εξαδέλφια με τα έργα σου.
ΙΑΓΟΣ
Έχεις άδικον να με κατηγορής.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Σου λέγω εκείνο οπού είναι. Εξωδεύθηκα περισσότερον
από τα μέσα μου. Τα διαμαντικά, τα οποία μου
επήρες να τα δώσης της Δυσδαιμόνας, ήσαν καλά να
πλανέσουν και μίαν ασκήτριαν. Μου είπες, ότι τα
εκαλοδέχθηκε και ότι μου λέγει να παρηγορούμαι και να
ελπίζω, ότι θα με καλοδεχθή κ' εμένα. Πού είναι όλα
αυτά; δεν τα βλέπω.
ΙΑΓΟΣ
Καλά· πολύ καλά· εξακολούθει.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Πολύ καλά! Εξακολούθει! — Δεν ημπορώ να εξακολουθώ,
άνθρωπε, και δεν είναι καθόλου π ο λ ύ κ α λ ά.
Εξ εναντίας, πολύ βρώμικα τα βλέπω, και αρχίζω να
καταλαμβάνω, ότι με παίζεις.
ΙΑΓΟΣ
Πολύ καλά.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Σου λέγω, ότι δεν είναι πολύ καλά! Θα 'πάγω να
την ιδώ, την Δυσδαιμόναν. Αν μου δώση οπίσω τα
διαμαντικά μου, θα παραιτηθώ από το κυνήγημά της
και θα μετανοήσω, ότι έβαλα κακόν εις τον νουν
μου. Αν όχι, ήξευρέ το καλά, ότι θα λογαριασθώ
μαζή σου.
ΙΑΓΟΣ
Τα είπες όλα;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Μάλιστα· και δεν είπα τίποτε, το οποίον να μην
ήμαι αποφασισμένος και να κάμω.
ΙΑΓΟΣ
Α! Τώρα το βλέπω, ότι δεν σου λείπει νεύρον, και
από αυτήν την στιγμήν σε παίρνω εις υπόληψιν,
περισσότερον από πριν. Δος μου το χέρι σου, Ροδερίκε.
Είχες δίκαιον να τα βάλης μαζή μου, και όμως σου
ορκίζομαι, ότι την δουλειάν σου την εκύτταξα καλά.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυτό δεν εφάνηκε διόλου.
ΙΑΓΟΣ
Τ' ομολογώ, ότι δεν εφάνηκε. Και η υποψία σου έχει
τον λόγον της. Αλλά, Ροδερίκε, αν έχης μέσα σου
εκείνο, το οποίον μου έδωσες τώρα περισσότερον από
πριν αφορμήν να πιστεύω, ότι το έχεις, — αν έχης απόφασιν,
θάρρος και ανδρείαν, — απόδειξέ το απόψε,
και αν αύριον δεν την χαρής την Δυσδαιμόναν, ξεπάστρευσέ
με από τον κόσμον, και σοφίσου πώς να μου
κόψης την ζωήν.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και τι έχει να γείνη; Είναι πράγμα, οπού έρχεται
εις τον λογαριασμόν;
ΙΑΓΟΣ
Ήλθε προσταγή από την Βενετίαν να λάβη ο Κάσιος
την θέσιν του Οθέλλου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αλήθεια; Λοιπόν θα γυρίσουν εις την Βενετίαν ο
Οθέλλος και η Δυσδαιμόνα;
ΙΑΓΟΣ
Όχι· πηγαίνει εις την Μαυριτανίαν ο Μαύρος, και
παίρνει μαζή του την ωραίαν Δυσδαιμόναν εκτός εάν
συμβή τίποτε και εμποδισθή. Και τι εμπόδιον καλλίτερον,
παρά να έβγη από την μέσην ο Κάσιος;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τι λογής να έβγη από την μέσην;
ΙΑΓΟΣ
Εις τρόπον ώστε να μην ημπορή να πάρη την θέσιν
του Οθέλλου. Να ξεπατωθή!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και θέλεις εγώ να το κάμω;
ΙΑΓΟΣ
Εσύ, αν έχης την καρδιάν να εύρης με μιαν και το
δίκαιόν σου και το κέρδος σου. — Απόψε δειπνά με μίαν
προκομένην, και θα υπάγω κ' εγώ να τον σμίξω. Ακόμη
δεν έμαθε τον προβιβασμόν του. Αν τον παραμονεύσης
όταν φεύγη απ' εκεί, (και θα καταφέρω να φύγη από
τα μεσάνυκτα έως την μίαν), ημπορείς εύκολα εύκολα
να τον διορθώσης. Θα ήμαι εκεί κοντά να σε βοηθήσω,
και οι δύο μας μαζή σου τον τελειόνομεν. Έλα· μη
στέκεσαι και χάσκεις. Έλα μαζή μου και θα σε καταπείσω
τόσον, ότι πρέπει ν' αποθάνη, ώστε θα το ιδής και
συ, ότι είναι χρέος σου να τον σκοτώσης. Κοντεύει η ώρα
του δείπνου, και η νύκτα περνά. Μη χάνωμεν καιρόν.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Πρέπει να μου ειπής και άλλα διά να καταπεισθώ.
ΙΑΓΟΣ
Θα σε καταπείσω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ' .
Ετέρα αίθουσα εν τω φρουρίω. (Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, η ΑΙΜΙΛΙΑ και συνοδεία.)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Παρακαλώ, αυθέντα μου, μακρύτερα μην έλθης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω, άφησε· με ωφελεί περίπατος ολίγος.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ευχαριστώ σε ταπεινώς, Κυρία· καλήν νύκτα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλώς μας ώρισες εδώ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Λοιπόν περιπατούμεν; —
Αι, Δυσδαιμόνα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πρόσταξε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πήγαινε να πλαγιάσης ευθύς. Τώρα θα γυρίσω. Να
διώξης την παραστεκάμενήν σου αυτήν. Κύτταξε να
κάμης ό,τι σου λέγω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Ορισμός σου, αυθέντα μου.
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ και η συνοδεία).
ΑΙΜΙΛΙΑ Πώς τα πηγαίνει; φαίνεται ημερωμένος τώρα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μου είπεν, ότι γρήγορα οπίσω θα γυρίση,
κι' αμέσως 'ς το κρεββάτι μου να 'πάγω να πλαγιάσω,
κ' εσένα με διέταξε να διώξω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Να με διώξης;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μου το επρόσταξε. Λοιπόν, καλή μου Αιμιλία,
τα νυκτικά μου δόσε μου και πήγαινε. Δεν πρέπει
αιτίαν να του δώσωμεν δυσαρεσκείας τώρα.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Να μη τον είχες 'δει ποτέ!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! Δεν το λέγω τούτο,
διότι η αγάπη μου τον στέργει καθώς είναι.
Ως κ' εις το πείσμα, 'ς τον θυμόν, και 'ς τα μαλώματά του
(ξεκάρφωσέ μ' εδώ να ζης·) εις όλα του μ' αρέσει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Καθώς μου είπες έστρωσα εκείνα τα σεντόνια.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και τι εβγήκε απ' αυτό; Αλήθεια, τι κεφάλια
ανόητα που έχομεν! — Αν τύχη κι' αποθάνω
πριν απ' εσέ, μ' έν απ' αυτά τα ίδια τα σεντόνια
σαβάνωσέ μ' αν μ' αγαπάς.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τι λόγια! Έλα, έλα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μιαν δούλαν είχ' η μάνα μου· την έλεγαν Βαρβάραν.
Ηγάπησε, κι' απίστησεν ο αγαπητικός της
και την 'παραίτησε. Αυτή συνείθιζε να λέγη
ένα τραγούδι της ιτιάς, — παμπάλαιον τραγούδι,
πλην έλεγε τον πόνον της. Κι' απέθαν' η καϋμένη
μ' εκείνο εις το στόμα της. Δεν 'ξεύρω πώς απόψε
δεν μου εβγαίνει απ' τον νουν διόλου, κι' όλον θέλω
να γείρω το κεφάλι μου, και να το τραγουδήσω
'σάν την Βαρβάραν την πτωχήν… Πλην μην αργής, να
[ζήσης.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Το νυκτικόν σου φόρεμα να σου το φέρω;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όχι.
Ξεκάρφωσέ μου το αυτό. Αυτός ο Λοδοβίκος
τι καθώς πρέπει άνθρωπος.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Και τι ωραίος νέος!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι νόστιμα που ομιλεί.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Γνωρίζω μίαν αρχόντισσαν εις την Βενετίαν· θα επήγαινε
γυμνοπόδι εις την Παλαιστίνην, διά ν' αξιωθή να
του εγγίση τα χείλη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ (άδει). (33)
Α’.
«Η αθλία ψυχή καθήμενη σε χόρτο, σε λουλούδι, »με μια φωνή νεκρώσιμη αρχίναε το τραγούδι. »Ελάτε, τραγουδήσετε την πράσινην ιτιά. »Ακίνητο το χέρι της εις την καρδιά βαστάει, »την κεφαλήν 'ς τα γόνατα τ' αδύνατ' ακουμπάει. »κι' ο ρύαξ εκεί 'ς τα πόδια της εφλοίσβιζε τερπνά.
(Δίδει εις την ΑΙΜΙΛΙΑΝ κοσμήματά της τινά.)
Κρύψε μου τα αυτά.
»Ελάτε τραγουδήσετε την πράσινην ιτιά.
Κάμε γρήγορα, σε παρακαλώ. Θα έλθη όπου και αν ήναι.
»Όλοι, όλοι τραγουδήσετε ιτιά, ιτιά, ιτιά.
Β’.
»Έως που 'μιλεί το χείλι μου δεν φταίει θε να φωνάζη.
Όχι· δεν έρχεται αυτός ο στίχος τώρα. — Ακούεις; ποίος κτυπά;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αέρας ήτον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
»Μια 'μέρα εγώ του 'κλαύθηκα πως πέφτει 'ς άλλα στήθη,
»κ' εμένα με παράτησε· κ' εκείνος απεκρίθη,
»μιμήσου με κι' αγάπησε άλλη και συ αγκαλιά.»
Πλην φύγε· Καλήν νύκτα σου. Τα 'μάτια μου με τρώγουν.
Αυτό σημαίνει δάκρυα;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Μήδ' άλλο, μήτε τούτο.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Κάπου το ήκουσα θαρρώ. — Οι άνδρες, ω! οι άνδρες!..
Νομίζεις, — εις την πίστιν σου, ειπέ μου, Αιμιλία, —
είναι γυναίκες πού γελούν ξεντροπιασμένα τόσον
τους άνδρας των;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω, βέβαια! Ευρίσκονται και τέτοιαις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Πέ μου, το έκαμνες εσύ, διά τον κόσμον όλον.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Συ δεν το έκαμνες;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ποτέ, μα τ' Ουρανού την λάμψιν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κ' εγώ 'ς την λάμψιν τ' Ουρανού δεν το 'καμνα ποτέ μου.
'Σ τα σκοτεινά καλλίτερα 'μπορούσα να το κάμω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ημπορούσες να κάμης τέτοιον πράγμα, δι' όλον τον
κόσμον;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο κόσμος είναι θεώρατον πράγμα. Θα ήτο μεγάλη
η πληρωμή διά τόσον μικρόν κρίμα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αληθινά, πιστεύω ότι δεν το έκαμνες.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αληθινά, πιστεύω, ότι το έκαμνα, …διά να το
ξεκάμω έπειτα. Δεν σου λέγω, — δεν το έκαμνα ούτε
δι' ένα δακτυλίδι, ούτε δι' ένα κομμάτι πανί, ούτε διά
φορέματα, ή φούσταις, ή σκούφιαις, ούτε διά μικρά
στολίδια, αλλά… δι' όλον τον κόσμον!… Καλέ, ποία
είναι εκείνη, οπού δεν έβαζε κέρατα του ανδρός της,
αν ήτο να του βάλη και μίαν κορώναν μαζή! Διά
τόσον κέρδος, εγώ έτρεχα την τύχην να μην ιδώ τον
παράδεισον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να μην έχω καλόν αν έκαμνα εγώ αυτό το άδικον,
διά τον κόσμον όλον;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Το άδικον θα ήναι άδικον μέσα εις τον κόσμον.
Όταν έχης όμως ιδικόν σου τον κόσμον, το άδικον θα
γίνεται μέσα εις τον ιδικόν σου κόσμον, και εύκολα
το διορθόνεις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Τέτοια γυναίκα εις την γην εγώ θαρρρώ δεν έχει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Έχει καμμιά δωδεκαριά, και όσαις παρεπάνω
χωρεί ο κόσμος σου αυτός, αν πληρωμήν τον βάλης.
Πλην, να σου 'πώ την γνώμην μου; Αν σφάλουν αι γυναίκες
πταίουν οι άνδρες των. — Εάν μας αμελούν εκείνοι,
εάν εις ξέναις αγκαλιαίς σκορπούν τον θησαυρόν μας,
με ζήλειαν χωρίς νόημα εάν μας βασανίζουν,
και κλειδωμέναις μας κρατούν, ή αν σηκώσουν χέρι,
ή αν από το πείσμα των 'ς το έξοδον μας σφίξουν,
χολήν δεν έχομεν κ' ημείς; Η γλύκα δεν μας λείπει,
πλην έχομεν κ' εκδίκησιν. — Οι άνδρες ας το' ξεύρουν,
πως έχουν αι γυναίκες των καθώς αυτούς αισθήσεις.
Μυρίζομεν, και βλέπομεν, και νοιώθομεν την γεύσιν
και του ξυνού και του γλυκού, το ίδιον με τους άνδρας. —
Και όταν άλλαις κυνηγούν εκείνοι, τι γυρεύουν;
Γυρεύουν διασκέδασιν; Αυτό νομίζω θέλουν.
Και ποία είν' η αφορμή; Η κλίσις των νομίζω.
Και η αδυναμία των τους σπρώχνει; Έτσι λέγουν. —
— Κλίσεις δεν έχομεν κ' ημείς, κ' ημείς αδυναμίας,
κ' ημάς η διασκέδασις δεν μας αρέσει τάχα;
Ας μας μεταχειρίζωνται καλά, και ας το μάθουν
πως αν τους αδικήσωμεν, αυτοί μας δασκαλεύουν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλήν σου νύκτα! Του Θεού την χάριν την γυρεύω
να μην ξεπέφτω 'ς το κακόν, πλην να καλλιτερεύω.
(Εξέρχονται.)
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'.
Οδός εν Κύπρω. (Εισέρχονται ο ΙΑΓΟΣ και ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
ΙΑΓΟΣ
Κρύψου οπίσω απ' εδώ. Να έλθη δεν θ' αργήση.
Βάστα το ξίφος σου γυμνόν, και χώσ' το καθώς πρέπει.
Εμπρός, εμπρός! Μη φοβηθής· θα ήμαι 'ς το πλευρόν σου.
Μ' αυτό ή εχαθήκαμεν ή θα σωθούμεν, ώστε
να πάρης την απόφασιν, και σφίξε την καρδιάν σου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Κοντά να ήσαι. Ημπορώ να μη τον επιτύχω.
ΙΑΓΟΣ
θα ήμ' εδώ, 'ς το πλάγι σου, Καρδιά! Και ετοιμάσου.
(Απομακρύνεται ολίγον.)
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Διά το επιχείρημα πολύ ζεστός δεν είμαι·
και όμως μου απέδειξε πως πρέπει να το κάμω.
Αι! Ένας ολιγώτερος 'ς την γην! Σπαθί μου έξω!
(Κρύπτεται.)
ΙΑΓΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Τον έτριψα ως το κόκκαλον εκεί που επονούσε,
και τον ερέθισα καλά. — Είτε αυτός σκοτώση
τον Κάσιον, είτε αυτόν ο Κάσιος σκοτώση,
είτε κ' οι δύο σκοτωθούν, θα έβγω κερδισμένος.
Ο Ροδερίκος ζωντανός, θα μου γυρεύη 'πίσω
διαμαντικά και χρήματα, που έχω σουφρωμένα
να τα προσφέρω απ' αυτόν 'ς την Δυσδαιμόναν δώρα.
Δεν μου συμφέρει. — Αλλ' εάν ο άλλος απομείνη,
μια αιωνία ευμορφιά θα ήναι η ζωή του,
που θα με κάμνη άσχημον εμένα! Κ' εκτός τούτου
ο Μαύρος έξαφνα 'μπορεί να του τα ξεσκεπάση,
και τότε τρέχω κίνδυνον μεγάλον. Όχι, όχι!
Πρέπει αυτός να σκοτωθή. — Σιμόνει. Τον ακούω.
(Κρύπτεται).
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Το πάτημά του· -Είν' αυτός. — Σ' εσκότωσα, αχρείε!
(Εφορμά κατά του ΚΑΣΙΟΥ και τον πληγόνει).
ΚΑΣΙΟΣ
Α! Η σπαθιά σου μ' έτρωγε τω όντι, αν δεν είχα
τον θώρακα καλλίτερον απ' ό,τι εθαρρούσες.
Τον ιδικόν σου να ιδώ.
(Πληγόνει τον Ροδερίκον).
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Ω! Είμ' αποθαμένος!
(Ο ΙΑΓΟΣ ορμά, πληγόνει όπισθεν τον ΚΑΣΙΟΝ εις τον μηρόν, και
φεύγει.)
ΚΑΣΙΟΣ Βοήθεια! Μ' εκολόβωσαν! ω! Φονικόν! Βοήθεια!
(Ο ΟΘΕΛΛΟΣ εισέρχεται μακρόθεν).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο Κάσιος! Τον λόγον του εφύλαξεν ο Ιάγος.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ω! κακορρίζικος εγώ!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αλήθεια είναι τούτο.
ΚΑΣΙΟΣ
Βοήθεια! Αι! Φέρετε φως! Ένα ιατρόν! Βοήθεια!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνος είναι. — Δίκαιε, πιστέ, γενναίε Ιάγο,
που τ' άδικον του φίλου σου επάνω σου το 'πήρες.
Μου δίδεις το παράδειγμα. — Ο αγαπητικός σου
να τος, ω άπιστη, νεκρός! Η μαύρη σου η Μοίρα
σε κυνηγά. Επλάκωσεν η ώρα! — Ήλθα, πόρνη!
Ιδού! Τα εξερρίζωσα τα μάγια της καρδιάς μου,
τα 'μάτια σου! Την κλίνην σου, που 'λέρωσ' ανομία,
με τ' άνομον το αίμα σου απόψε θα την βάψω!
(Εξέρχεται).
ΚΑΣΙΟΣ Εδώ! Τι έγειν' η φρουρά; ποιος είν' εκεί; Βοήθεια!
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ και ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ.)
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Κάποιος 'κακόπαθε· ακούς; Κραυγαί απελπισίας.
ΚΑΣΙΟΣ
Εδώ! Βοήθεια!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ηχούσες;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ω! κακομοιριασμένος!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Δύο ή τρεις βογγούν εδώ. Είναι βαθύ σκοτάδι·
μην ήναι παραμόνευμα; Της γνώσεως δεν είναι
να πολυπλησιάσωμεν πριν έλθη κανείς άλλος.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ποιος είν' εκεί; Το αίμα μου το έχασα.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ακούεις;
(Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ άνευ επενδύτου, κρατών δαυλόν και ξιφήρης.)
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Να ένας χωρίς φόρεμα· δαυλόν κρατεί και όπλα.
ΙΑΓΟΣ
Ποιος είν' εκεί; Ποιος φονικόν φωνάζει και βοήθεια;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Δεν 'ξεύρω
ΙΑΓΟΣ
Δεν ηκούσατε να κράζουν εδώ κάτω;
ΚΑΣΙΟΣ
Εδώ δι' όνομα Θεού! Εδώ. Βοήθησέ με.
ΙΑΓΟΣ
Τι έτρεξε;
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ (προς τον Λοδοβίκον).
Είν' άνθρωπος νομίζω του Οθέλλου.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Είν' ο σημαιοφόρος του. Γενναίον παλλικάρι!
ΙΑΓΟΣ
Εσύ ποιος είσαι, που εκεί με τόσον πόνον κράζεις;
ΚΑΣΙΟΣ
Ω Ιάγο, έλα· μ' έσφαξαν, μ' αφάνισαν κακούργοι.
Βοήθησέ με·
ΙΑΓΟΣ
Συμφορά! Εσύ, υπασπιστά μου!
Ποιος σου το έκαμεν αυτό;
ΚΑΣΙΟΣ
Εδώ νομίζω κάπου
είναι ο ένας απ' αυτούς, και δεν 'μπορεί να φύγη.
ΙΑΓΟΣ Ω τους προδότας!
(Προς τον ΛΟΔΟΒΙΚΟΝ και τον ΓΡΑΤΙΑΝΟΝ).
Αι, εσείς, ελάτε, βοηθήτε.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Εδώ, βοήθεια!
ΚΑΣΙΟΣ
Να! Αυτός είν' ένας απ' εκείνους.
ΙΑΓΟΣ
Μαχαιροβγάλτη, μιαρέ!
(Πληγόνει δι' εγχειριδίου τον ΡΟΔΕΡΙΚΟΝ.)
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ Ω Ιάγο κολασμένε, ω σκύλε άπιστε!
ΙΑΓΟΣ
Ακούς! Τον κόσμον να σκοτόνουν
'ς τα σκοτεινά! — Τι έγειναν, πού είν' οι σύντροφοί του; —
'Σ όλην την χώραν σιωπή! — Αι, φονικόν! Σκοτόνουν!
(Προς τον ΛΟΔΟΒΙΚΟΝ και τον ΓΡΑΤΙΑΝΟΝ).
Ποιοι είσθε σεις; Καλοί; κακοί; Τι είσθε; τι ζητείτε;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Δοκίμασέ μας να ιδής.
ΙΑΓΟΣ
Συ είσαι, Λοδοβίκε;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Εγώ.
ΙΑΓΟΣ
Συμπάθειον ζητώ. — Επλήγωσαν κακούργοι
τον Κάσιον.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Τον Κάσιον!
ΙΑΓΟΣ (προς τον Κάσιον.)
Πώς είσαι, αδελφέ μου;
ΚΑΣΙΟΣ
Μου έκοψαν το πόδι μου. (34)
ΙΑΓΟΣ
Θεός φυλάξοι! — Φίλοι,
το φως εδώ. — Το δένω 'γώ με το 'ποκάμισόν μου.
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ.)
ΒΙΑΓΚΑ
Τι είναι τούτο το κακόν; Τι τρέχει; ποιος φωνάζει;
ΙΑΓΟΣ
Ποιος φωνάζει;
ΒΙΑΓΚΑ (αναγνωρίζουσα τον Κάσιον.)
Κάσιε! Ω Κάσιε, ζωή μου!
Γλυκέ μου Κάσιε, εσύ; Κάσιε, Κάσιέ μου!
ΙΑΓΟΣ
Α! Σκρόφα συ πασίγνωστη! — Δεν έχεις υποψίαν
ποιοι τάχα σ' εμαχαίρωσαν, ω Κάσιέ μου;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Με κακοφαίνεται πολύ εδώ να σ' απαντήσω
ς αυτήν την θέσιν, Κάσιε. Να σ' εύρω εζητούσα.
ΙΑΓΟΣ
Μιαν καλτζοδέταν δότε μου. Καλά. — Ω! μιαν καθέκλαν
να τον σηκώσωμεν σιγά και χωρίς να πονέση.
ΒΙΑΓΚΑ
Αλλοίμονον! Λιγοθυμά! — Ω Κάσιε, ψυχή μου!
ΙΑΓΟΣ
Αυθένται, υποπτεύομαι αυτήν την σιχαμένην,
ότι 'ς αυτό το φονικόν είν' ανακατωμένη. —
Υπομονή, ω Κάσιε! — Ελάτ' εδώ, ελάτε.
(Πλησιάζει προς το πτώμα του ΡΟΔΕΡΙΚΟΥ).
Δότε μου φως. Ποιος είν' αυτός; Τον 'ξεύρομεν, ή όχι; Αλλοί! Ο συντοπίτης μου και ο καλός μου φίλος, ο Ροδερίκος! Όχι, — ναι! — Ο Ροδερίκος είναι!
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Ο Βενετός;
ΙΑΓΟΣ
Εκείνος· ναι. Τον 'ξεύρεις;
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Αν τον 'ξεύρω!
ΙΑΓΟΣ
Ο Γρατιάνος! Σου ζητώ συμπάθειον αυθέντα,
αν με αυτά τα φονικά εφάνηκα χωριάτης,
και δεν σε παρετήρησα.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Δεν βλάπτει. Καλώς σ' ηύρα.
ΙΑΓΟΣ
Πώς είσαι τώρα, Κάσιε; — Ω! δότε μιαν καθέκλαν.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Ο Ροδερίκος!
ΙΑΓΟΣ
Ναι· αυτός! — Ω! Ήλθεν η καθέκλα.
(Την φέρουν επί της σκηνής.)
Ας έχη δόξαν ο Θεός! — Καλά μου παλλικάρια σηκώσατέ τον απ' εδώ με προσοχήν… αγάλια. Εγώ θα τρέξω τον ιατρόν του στρατηγού να φέρω.
(Προς την Βιάγκαν).
Εσύ, Κυρά, τον κόπον σου τον χάνεις. — Κάσιέ μου, αυτός που κείτεται νεκρός πιστός μου φίλος ήτο. Πώς εμαλώσατε μαζύ; η αφορμή ποια ήτο.
ΚΑΣΙΟΣ
Ούτε γνωρίζω αφορμήν, ούτε αυτόν τον 'ξεύρω.
ΙΑΓΟΣ (προς την Βιάγκαν).
Τι εκιτρίνισες εσύ; — Ω, δότε του αέρα!
(Μεταφέρονται έξω της σκηνής ο ΚΑΣΙΟΣ και ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ.)
Σεις, άρχοντές μου, μείνατε. — Κυρά, τι κιτρινίζεις; - Κυττάξετε το 'μάτι της πώς είναι θολωμένον. — Κάτι θα 'ξεύρης βέβαια, διά να τρέμης τόσον. — Παρατηρείτε την καλά· ιδέτε την, αυθένται. Την είδατε; Έχει φωνήν το κρίμα και φωνάζει, και αν ακόμ' ήναι βωβή και σιωπά η γλώσσα!
(Εισέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ).
ΑΙΜΙΛΙΑ Αλλοίμονον, ω άνδρα μου, τι έγεινε; τι τρέχει;
ΙΑΓΟΣ
'Σ τα σκοτεινά τον Κάσιον ο Ροδερίκος, μ' άλλους
που 'ξέφυγαν, τον 'κτύπησε. Μισοθανατωμένος
έμείν' ο Κάσιος. Νεκρός ο Ροδερίκος είναι.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αχ! Τον καλόν τον Κάσιον! Κρίμα 'ς τον νέον, κρίμα!
ΙΑΓΟΣ
Να της πορνείας οι καρποί! — Προσπάθησ', Αιμιλία,
να μάθης πού εδείπνησεν ο Κάσιος απόψε.
(Προς την Βιάγκαν).
Εσύ τι τρέμεις εις αυτό;
ΒΙΑΓΚΑ
Εδείπνησε μαζή μου,
αλλά δεν είναι δι' αυτό που τρέμω.
ΙΑΓΟΣ
Α! Μαζή σου;
Τότ' ακολούθει με λοιπόν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω εντροπή σου, βρώμα!
ΒΙΑΓΚΑ
Βρώμα δεν είμαι. Ζω κ' εγώ εξ ίσου τιμημένα
μ' εσένα, που με ύβρισες.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Μ' εμένα; εντροπή σου!
ΙΑΓΟΣ
Αυθένται, να φροντίσωμεν τον Κάσιον ελάτε. —
Εσύ, κυρά, έλα μαζή να μας ειπής και άλλα. —
Συ, Αιμιλία, πήγαινε κ' ειπέ του στρατηγού μας
και της κυρίας σου αυτά. Εμπρός! (Αυτήν την νύκτα
ή γίνεται η τύχη μου, ή η καταστροφή μου!)
(Εξέρχονται πάντες).
ΣΚΗΝΗ Β'.
(Ο κοιτών της ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑΣ, ήτις κοιμάται επί της κλίνης. Παρ' αυτήν λαμπάς καίουσα. Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το αίτιον! Το αίτιον! Αυτό είν', ω ψυχή μου! (35)
Ω άστρα σεις εντροπαλά, ας μη σας τ' ονομάσω!
Είναι το αίτιον! Αλλά, το αίμα δεν της χύνω,
και το κορμί δεν της χαλνώ, το άσπρον 'σάν το χιόνι,
τ' αφράτον και υαλιστερόν 'σάν μαρμαροκολώνα!
(Αποθέτει το ξίφος).
Πλην ν' αποθάνη! Ή αλληώς και άλλους θα προδώση. — Το φως να σβύσω, κ' έπειτα… το φως αυτό να σβύσω! Συ φωτοδότη λειτουργέ, αν τώρα σε φυσήσω, την λάμψιν πάλιν ημπορώ να σου την ξαναδώσω, αν μεταννοιώσω. Αλλ' εάν σου πάρω μιαν το φως σου, σε, που η φύσις σ' έπλασε την τέχνην της να δείξη, ποιος Προμηθεύς θα δυνηθή την φλόγα να μου φέρη να ξανανάψω τέτοιον φως! Το ρόδον αν το κόψω, δεν ημπορώ την βλάστησιν και πάλιν να του δώσω. Θα μαραθή! — Εις το κλαδί επάνω ας σε μυρίσω.
(Την φιλεί).
Ω συ, μοσχάτη αναπνοή, που την δικαιοσύνην την μισοπείθεις το σπαθί να σπάση, — έν ακόμη· ακόμη έν. Παρόμοια κ' αποθαμένη μείνε, να σ' αγαπώ και ύστερα…. αφού σε θανατώσω. Ακόμη ένα, και αυτό να ήναι τελευταίον. Δεν εξανάγεινε ποτέ τόσον γλυκειά η πίκρα! Πρέπει να κλαύσω. Πλην σκληρά τα δάκρυά μου είναι· είναι ωσάν τον Ουρανόν και η 'δική μου λύπη· παιδεύει όπου αγαπά. — Εξύπνησε.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Ποιος είναι; Ποιος είν' εκεί; Οθέλλε μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εγώ 'μαι, Δυσδαιμόνα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα μου, επιθυμείς να έλθης να πλαγιάσης;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Την προσευχήν σου σήμερα την είπες, Δυσδαιμόνα;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Την είπα, ω αυθέντα μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν έχης να ζητήσης
από τον Θεόν συγχώρησιν διά κανένα κρίμα
που σου βαραίνει την ψυχήν, αμέσως προσευχήσου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον! Τι είν' αυτά τα λόγια;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Προσευχήσου,
και σύντομα. Περιπατώ έως να τελειώσης.
Δεν θέλω ανετοίμαστην να πάρω την ψυχήν σου.
Και την ψυχήν σου δεν ζητώ να σου την θανατώσω.
Να με φυλάξη ο Θεός!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να θανατώσης είπες;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το είπα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τότε ο Θεός λοιπόν να μ' ελεήση!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν εκ βάθους της ψυχής!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Αφού το λέγης τούτο, να με σκοτώσης το λοιπόν ελπίζω δεν σκοπεύεις.
ΟΘΕΛΛΟΣ Ω!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Κι' όμως είσαι φοβερός! Τι άγριος που είσαι!
Είναι τα 'μάτια σου θολά! Δεν 'ξεύρω τι φοβούμαι,
αφού δεν 'ξεύρω ένοχη να ήμ' εγώ, και όμως
φοβούμαι· το αισθάνομαι.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα κρίματά σου σκέψου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ότι σ' αγάπησα πολύ. Δεν έχω άλλο κρίμα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και θ' αποθάνης δι' αυτό.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Η φύσις δεν το θέλει
να θανατόνεται κανείς διά πολλήν αγάπην.
Αλλοίμονον! Τα χείλη σου τι τα δαγκάνεις έτσι;
Σου τρέμει όλον το κορμί από φρικτήν μανίαν!
Κακά σημάδια είν' αυτά. Ελπίζω πλην, ελπίζω,
ότι αν έρχεται κακόν δεν είναι δι' εμένα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ησύχασε και σώπαινε.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ησύχασα. Τι θέλεις;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνο το μαντίλι μου, που τόσον αγαπούσα
και που σ' εχάρισα εγώ, το έχεις χαρισμένον
'ς τον Κάσιον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μα την ζωήν και την ψυχήν μου, όχι!
Κράξ' τον εδώ κ' ερώτησε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ψυχίτσα μου, φυλάξου,
μη κάμης όρκον ψεύτικον, και θάνατος προσμένει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Η ώρα του θανάτου μου δεν ήλθε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι· αμέσως.
Λοιπόν την αμαρτίαν σου εξομολόγησέ την
ειλικρινώς. Το ν' αρνηθής τα πράγματα με όρκους
δεν πνίγει, ούτε αφαιρεί την βεβαιότητά μου,
που μου θερίζει μέσα μου τα σπλάγχνα. Θ' αποθάνης!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ελέησέ με ο Θεός, την μαύρην!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν, είπα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και συ ελέησε, και συ! Διότι 'ς την ζωήν μου
δεν σε αδίκησα, ποτέ! Τον Κάσιον ποτέ μου
δεν τον ηγάπησα, ποτέ, εκτός μ' αγάπην τόσην,
όσην το θέλει κι' ο Θεός και η συνείδησίς μου·
αλλά ποτέ του χάρισμα δεν έλαβ' απ' εμένα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μα τον Θεόν, 'ς τα χέρια του το είδα το μαντίλι!
Το είδα, ω επίορκη! Πετρόνεις την καρδιάν μου!
κ' εκείνο πώχω εις τον νουν, με θέλεις να το κάμω
ως φονικόν, ενώ εγώ το είχα ως θυσίαν! (36)
Το είδα το μαντίλι σου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τότε λοιπόν το ηύρε·
δεν του το έδωσα ποτέ. Κράξ' τον εδώ να έλθη,
κ' εμπρός μου την αλήθειαν ας την ομολογήση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα ωμολόγησεν αυτός.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι πράγμα;
ΟΘΕΛΛΟΣ Ότι… ότι σ' εχάρηκε …
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμένα!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν θα το 'πή ποτέ του!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν θα το' πή. Το στόμα του είναι κλεισμένον τώρα.
Τα μέτρα του τα έλαβε ο τιμημένος Ιάγος.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμάντευσεν ο φόβος μου! Αποθαμένος είναι;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εάν η κάθε τρίχα του και μια ζωή του ήτο,
δεν θα του άφινα εγώ ζωήν!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω δυστυχία!
Αδικημένος είν' αυτός, κ' εγώ αφανισμένη!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πόρνη! Δεν έχεις εντροπήν; Εμπρός μου θα τον κλαύσης;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! διώξέ με, αυθέντα μου, αλλά μη με σκοτώσης!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αχρεία! πέσε.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αύριον, αν θέλης, σκότωσέ με·
απόψε όμως άφησε να ζήσω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν παλεύης …
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ολίγον μόνον…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έγεινε· αναβολήν δεν έχει!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μόνον να 'πώ μιαν προσευχήν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν είναι πλέον ώρα!
(Την πνίγει διά του προσκεφαλαίου αυτής).
ΑΙΜΙΛΙΑ, (έξωθεν). Αυθέντα μου, αυθέντα μου! Ω! άνοιξε αυθέντα!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είν' ο θόρυβος αυτός; — Ακόμη ζη; Ακόμη;
Εγώ, ο άγριος εγώ, θα δείξω ευσπλαγχνίαν.
Ιδού την αγωνίαν σου δεν σου την προμακρύνω.
Να, να!
(Την μαχαιρώνει.) (37)
ΑΙΜΙΛΙΑ (έξωθεν).
Αυθέντα, άκουσε· αυθέντα!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ποιος είναι;
ΑΙΜΙΛΙΑ (Έξωθεν).
Εγώ, αυθέντα μου καλέ· να σου 'μιλήσω θέλω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Η Αιμιλία. — Αι, καλά· ευθύς. — Αποθαμένη…
Θα ήλθεν ίσως να μου 'πή τον φόνον του Κασίου·
έγεινε θόρυβος πολύς. — Α! δεν σαλεύει πλέον…
Ωσάν τον τάφον ήσυχη. — Να την αφήσω τώρα
να έμβη; — Α! μου φαίνεται, ότι σαλεύει πάλιν.
Όχι .. . — Τι είναι το σωστόν; Αν έμβη, θα 'μιλήση
της γυναικός μου… Γυναικός; Ποιας γυναικός; Γυναίκα
εγώ δεν έχω. Τι φρικτόν! Ω! Δεν το υποφέρω!
Ώρα βαρειά! Μου φαίνεται μια έκλειψις μεγάλη
θα γείνη τώρα, να χαθή και Ήλιος και Σελήνη,
κ' εδώ κ' εκεί να κουτουλά η τρομασμένη Σφαίρα!
ΑΙΜΙΛΙΑ (έξωθεν).
Αυθέντα μου, παρακαλώ, να σου 'μιλήσω θέλω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εσένα σ' ελησμόνησα. — Σ' ανοίγω, Αιμιλία. —
Σιγά. — Αμέσως έρχομαι. — Να κρύψω το κρεββάτι.
(Καταβιβάζει τα παραπετάσματα της κλίνης. Ανοίγει την θύραν.
Εισέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ).
ΟΘΕΛΛΟΣ Πού είσαι; Αι; τι έπαθες; τι θέλεις;
ΑΙΜΙΛΙΑ Ω αυθέντα, έγεινε κάτω φονικόν φρικτόν!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι πράγμα; τώρα;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ναι, τώρα, ω αυθέντα μου!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα έχασ' η Σελήνη·
ήλθε σιμώτερα 'ς την γην απ' ό,τι συνειθίζει,
και τους ανθρώπους 'τρέλλανε.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο Κάσιος, αυθέντα,
εσκότωσ' ένα Βενετόν, που λέγουν Ροδερίκον.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τον Ροδερίκον! Και αυτός επίσης σκοτωμένος;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο Κάσιος εγλύτωσε· δεν είναι σκοτωμένος.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο Κάσιος εγλύτωσε! Τότ' η δολοφονία
έχει χαμένα τα νερά, και η εκδίκησίς μου
παραστρατίζει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Άδικα, ω, άδικ' αποθνήσκω!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλοίμονον! Αυτ' η φωνή…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ποία φωνή; Τι είναι;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω! της Κυρίας μου φωνή ήτον αυτή. Βοήθεια!
Βοήθεια! Ω! τι συμφορά! Ομίλησε ακόμη,
Κυρία, Δυσδαιμόνα μου, Κυρία μου γλυκειά μου,
ομίλησέ με, λέγε μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αθώα αποθνήσκω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ποίος το έκαμεν αυτό;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ Κανείς. Εγώ μονάχη. Να 'πής πολλά υπέρ εμού εις τον καλόν μου άνδρα. (38)
(Αποθνήσκει).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πώς τάχα εσκοτώθηκε;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλοίμονον! Ποιος 'ξεύρει;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Την ήκουσες; Μονάχη της· όχι εγώ. Το είπε.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Το είπε. Την αλήθειαν να μαρτυρήσω πρέπει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ την φλογισμένην Κόλασιν 'σάν ψεύτρα οπού ήτο
πηγαίνει. Την εσκότωσα εγώ!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω! Τότ' εκείνη
ακόμη πλέον άγγελος, κι' ακόμη πλέον μαύρος
εσύ, ω μαύρε Σατανά!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εγύρισε 'ς την τρέλλαν
κ' έγεινε πόρνη.
ΑΙΜΙΛΙΑ Ψεύματα, ω κολασμένε!
ΟΘΕΛΛΟΣ Ήτον 'ς την απιστίαν θάλασσα.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Είσαι φωτιά και φλόγα,
εάν την λέγης άπιστην εκείνην, οπού ήτον
πιστή ωσάν τον Ουρανόν!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Την είχεν ιδικήν του
ο Κάσιος. Καλλίτερα τον άνδρα σου ερώτα.
Θα μ' ήξιζεν η Κόλασις και τα βαθύτερά της,
εάν δεν είχα δίκαιον εγώ να καταντήσω
έως εδώ. Ο άνδρας σου εγνώριζε τα πάντα.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο άνδρας μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο άνδρας σου.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ότι 'ς τα στέφανά της
αυτή απίστησεν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτή σου λέγω με τον Κάσιον.
Ω! Εάν έμενε πιστή!… Και ένα νέον κόσμον
να μου εχάριζ' ο Θεός, και όλον ζυμωμένον
από χρυσάφι καθαρόν, μ' αυτόν τον νέον κόσμον
ποτέ μου δεν την ήλλαζα!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο άνδρας μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνος
μου είπεν όλ' απ' την αρχήν. Είν' άνδρας τιμημένος
εκείνος, κι' αποστρέφεται την λάσπην, οπού σέρνουν
τα βρωμερά καμώματα.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ο άνδρας μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είναι
η επανάληψις αυτή, γυναίκα; Σου το είπα·
ο άνδρας σου!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλοίμονον! Κυρία, την αγάπην
την έπαιξ' η κατεργαριά! — Ο άνδρας μου σου είπε,
πως ήτον άπιστη;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτός, γυναίκα· σου το είπα,
ο άνδρας σου! Δεν εννοείς η λέξις τι σημαίνει;
Ο φίλος μου, ο άνδρας σου, ο τιμημένος Ιάγος!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αν το 'πε, η παμπόνηρη ψυχή του να σαπίζη
σπυρί σπυρί κάθε στιγμήν! Ψεύδος αισχρόν σου είπε!
Ηγάπησε παραπολύ τ' ακάθαρτόν της ταίρι!
ΟΘΕΛΛΟΣ (απειλών αυτήν.)
Α!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κάμε ό,τι αγαπάς. Το κάμωμά σου τούτο
αξίζει τον παράδεισον, όσον εσύ εκείνην!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Διά καλόν σου σώπαινε.
ΑΙΜΙΛΙΑ
'Σ το χέρι σου δεν είναι
ούτε το ήμισυ κακόν εμένα να μου κάμης,
από εκείνο πού 'μπορώ να υποφέρω τώρα.
Κουτέ! Βρωμοαπάτητε! Το κάμωμά σου είναι…
Δεν σου φοβούμαι το σπαθί. Ω! θα σε καταδώσω,
κι' ας είχα είκοσι ζωαίς να χάσω! Ω, βοήθεια!
Εδώ! βοήθεια! φονικόν! βοήθεια! Την κυράν μου
ο Μαύρος την εσκότωσε. Ω! φονικόν! βοήθεια!
(Εισέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ, ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ Τι τρέχει; τι ακολουθεί, ω στρατηγέ,
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω Ιάγο,
έλα. Τι έκαμες εσύ, και τα εγκλήματά των
τα ρίχνουν εις την ράχην σου οι άλλοι;
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Τι συνέβη;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τον ασυνειδήτον αυτόν απόδειξέ τον ψεύτην,
αν ήσαι άνδρας. Μ' έλεγεν, ότι εσύ του είπες,
πως ήτον η γυναίκα του μια άτιμη. Το 'ξεύρω,
συ δεν το είπες, επειδή τόσον πολύ αχρείος
δεν είσαι! 'Πέ μου, κ' η καρδιά μου ξεχειλίζει πλέον!
ΙΑΓΟΣ
Του είπα ό,τι 'πίστευα· και άλλο δεν του είπα
παρ' ό,τι μόνος του αυτός και ήκουσε και είδε.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αλλά πως ήτον άπιστη ποτέ σου του το είπες;
ΙΑΓΟΣ
Το είπα.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ήτο ψεύμα σου· αισχρόν και μαύρον ψεύμα!
Μα την ψυχήν μου, ψεύματα! ξεντροπιασμένον ψεύμα!
Εκείνη με τον Κάσιον! Τον Κάσιον; Το είπες;
ΙΑΓΟΣ
Το είπα· με τον Κάσιον. Την γλώσσαν δεν μαζεύεις;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Να ομιλήσω χρεωστώ. Την γλώσσαν δεν μαζεύω.
Εκεί, εις το κρεββάτι της επάνω, σκοτωμένη
είν' η κυρία μου, εκεί!
ΠΑΝΤΕΣ
Θεός να μας φυλάξη!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κ' αιτία του θανάτου της, τα ιδικά σου λόγια!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μη, άρχοντες, 'ξιππάζεσθε. Σας λέγει την αλήθειαν.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Μαύρη αλήθεια και φρικτή.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι πράξις τερατώδης!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω, προδοσία έγεινε, Θεέ μου! προδοσία!
Τώρα το βλέπω η τυφλή· το βλέπω. Προδοσία!
Μ' είχε περάσει απ' τον νουν! Θα με σκοτώση η λύπη!
Ω! προδοσία!
ΙΑΓΟΣ
Τα 'χασες; 'ς το σπίτι! Σε προστάζω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Καλοί μου άρχοντες εσείς, αφήτε να λαλήσω.
Του χρεωστώ υποταγήν, αλλ' όμως όχι τώρα.
Ίσως ς' το σπίτι μου ποτέ δεν θα γυρίσω, Ιάγο.
ΟΘΕΛΛΟΣ (πίπτων επί της κλίνης)·
Ω! Ω! Ω! Ω!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ναι, πέσ' εκεί και μούγγριζε, θηρίον,
αφού το εθανάτωσες το πλάσμα το αθώον,
οπού γλυκύτερον ποτέ ο Ουρανός δεν είδε.
ΟΘΕΛΛΟΣ (εγειρόμενος). Ω! έγεινε σιχαμερή!
(Προς τον Γρατιάνον).
Μόλις σε βλέπω, θείε. Η ανεψιά σου είν' εκεί. Ναι, την αναπνοήν της την εσταμάτησαν αυτά τα χέρια οπού βλέπεις. Το κάμωμά μου φοβερόν σου φαίνεται· το 'ξεύρω.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Η Δυσδαιμόνα η πτωχή! Ω! Τον Θεόν δοξάζω
που ο πατέρας σου δεν ζη. Ο γάμος σου του ήτο
θανατηφόρος, κ' έκοψε το νήμα της ζωής του
το γέρικον η λύπη του. Εάν εζούσε τώρα,
θα τον απέλπιζεν αυτό το θέαμα, και ίσως
τον αγαθόν του άγγελον θα τον εβλασφημούσε
και η αθλία του ψυχή θα 'πήγαινε 'ς τον Άδην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι· είν' αξιοδάκρυτον. Αλλά ο Ιάγος 'ξεύρει
πως με τον Κάσιον αύτη της εντροπής την πράξιν
χίλιαις φοραίς την έκαμε. Το εξωμολογήθη
ο Κάσιος. Κ' επλήρωσε αυτή τους έρωτάς του
μ' εκείνο το τεκμήριον και δώρον της αγάπης,
που της επρωτοχάρισα· 'ς τα χέρια του το είδα·
ένα μαντίλι κεντητόν, ενθύμημα αρχαίον
που έδωσ' ο πατέρας μου 'ς την μάναν μου.
ΑΙΜΙΛΙΑ Θεέ μου, Θεέ μου παντοδύναμε!
ΙΑΓΟΣ Σιώπησε σου λέγω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Θα τα ειπώ, θα τα ειπώ. Να σιωπήσω; Όχι!
Ελεύθερη 'σάν τον Βορειάν θα πεταχθή η φωνή μου!
Κι' ο Ουρανός, κ' οι άνθρωποι, κ' οι διάβολοι, τα πάντα,
κι' αν κράζουν όλα εντροπή 'ς εμένα, θα λαλήσω!
ΙΑΓΟΣ
Σου λέγω, έσο γνωστική και πήγαινε 'ς το σπίτι.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν σε ακούω.
(Ο Ιάγος την απειλεί σύρων το ξίφος).
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ Εντροπή! Σπαθί, εις μιαν γυναίκα!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ω Μαύρε συ ανόητε! Εκείνο το μαντίλι
το ηύρα κατά σύμπτωσιν και το 'δωσα τ' ανδρός μου,
αφού αυτός πολλαίς φοραίς, μ' επιμονήν μεγάλην
που τέτοιον πράγμ' ασήμαντον δεν ήξιζε βεβαίως,
μ' εθερμοπαρακάλεσε να της το κλέψω.
ΙΑΓΟΣ
Βρώμα!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Εκείνη εις τον Κάσιον να το χαρίση! Όχι!
Το ηύρα' γώ, ώρα κακή! και το 'δωσα τ' ανδρός μου.
ΙΑΓΟΣ
Ω βρώμα, λέγεις ψεύματα!
ΑΙΜΙΑΙΑ
Μα τον Θεόν δεν λέγω,
μα τον Θεόν μου, ψεύματα δεν λέγω, άρχοντές μου!
Ω συ, ανόητε φονηά! Τι ήθελε να πάρη
ένα μωρόν ωσάν κ' εσέ τέτοια καλή γυναίκα!
(Ο ΙΑΓΟΣ πληγόνει την ΑΙΜΙΛΙΑΝ και φεύγει δρομαίος).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πώς τώρα δεν πετροβολεί εδώ τους κεραυνούς του
ο Ουρανός! Παμπόνηρε!
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, (δεικνύων την Αιμιλίαν).
Κλονίζεται· θα πέση·
Ιδέτε! Την γυναίκα του εσκότωσ' ο αχρείος!
ΑΙΜΙΛΙΑ
'Σ το πλάγι της Κυρίας μου ξαπλώσατε κ' εμένα.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Την 'σκότωσε κ' εξέφυγε!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αισχρός κακούργος είναι!
Το ξίφος τούτο φύλαξε· το 'πήρ' από τον Μαύρον.
Απ' έξω έλα, φύλαγε την θύραν. Πρόσεχέ τον.
Μη τον αφήσης ζωντανόν από εδώ να φύγη.
Τον άλλον δαίμονα εγώ να κυνηγήσω τρέχω.
(Εξέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ και ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ούτε ανδρείος είμαι καν, και μέσ' από τα χέρια
το πρώτον σάψαλον 'μπορεί να πάρη το σπαθί μου!
Πλην αφού πάγ' η αρετή και η τιμή ας πάγη,
και όλα!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τι επρόλεγεν εκείνο το τραγούδι;
Μ' ακούεις, ω Κυρία μου; 'Μπορείς να με ακούσης;
Ιδού· κ' εγώ με μουσικήν να ξεψυχήσω θέλω,
'σάν κύκνος. Ω! ι τ ι ά, ι τ ι ά! — Αγνή, ω Μαύρε, ήτο.
Μαύρε σκληρέ, ηγάπησεν εσένα κι' όχι άλλον.
Να μην ιδώ παράδεισον, αν δεν σου λέγω αλήθειαν.
Ό,τι πιστεύω σου λαλώ με την ψυχήν 'ς το στόμα.
(Αποθνήσκει).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ακόμη μου ευρίσκεται έν όπλον εδώ μέσα·
ένα σπαθί Ισπανικόν, 'ς το κρύσταλλον βαμμένον.
Το ηύρα· να το. — Άνοιξε. Θέλω να έβγω, θείε.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ (Έξωθεν).
Θα το πληρώσης ακριβά εάν το δοκιμάσης.
Δεν έχεις όπλον πρόσεχε και ίσως κακοπάθης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έμβα λοιπόν να με ιδής και να σου ομιλήσω·
ή και γυμνός και άοπλος επάνω σου θα πέσω!
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ (Εισερχόμενος).
Τι θέλεις;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Κύτταξέ μ' εδώ. Κρατώ σπαθί 'ς το χέρι
'ς την μέσην του δεν έζωσε ποτέ του στρατιώτης
καλλίτερον. Ήτο καιρός και είδα την ημέραν,
που το καλόν αυτό σπαθί 'ς αυτό το μικρόν χέρι
εμπόδια θα έκοπτε τον δρόμον να μ' ανοίξη,
μεγάλα είκοσι φοραίς 'σαν το εμπόδιόν σου!
Πλην, μάταια καυχήματα! Την Μοίραν ποιος ορίζει;
Δεν είμαι τώρα τίποτε. Να φοβηθής δεν έχεις,
και ας κρατώ και το σπαθί ολόγυμνον 'ς το χέρι.
Του ταξειδιού μου είν' εδώ το τέλος και η άκρη·
εδώ, εδώ το ύστερον πανί μου αρμενίζει!
Τι 'πίσω ετραβήχθηκες; Ο φόβος σου του κάκου.
Καμώσου ότι χύνεσαι 'ς το στήθος του Οθέλλου·
θα τον ιδής να τραβηχθή. Ο Μαύρος πού να' πάγη;
(Προς το πτώμα της Δυσδαιμόνας.)
Να σε ιδώ πώς φαίνεσαι; Δυστυχισμένη νέα! Ωσάν το σάβανον χλωμή! Όταν ενταμωθώμεν 'ς την κρίσιν μας την ύστερην, αυτή σου η χλωμάδα θα μου κρημνίση την ψυχήν απ' τ' Ουρανού τα ύψη να την αρπάξουν Δαίμονες! Κόρη μου! Κρύα, κρύα! Ωσάν το μάρμαρον αγνή και κρύα!… Κολασμένε! Ω! διώξατέ με, Δαίμονες, με ξύλα, με μαχαίρια, κ' εβγάλετέ με απ' αυτήν την ουρανίαν θέαν! Ω! ρίξετέ με να χαθώ εις την ανεμοζάλην! 'ς του θειαφιού ολόγυμνον ταις φλόγαις ψήσατέ με! Βουτήξατέ μ' εις πέλαγος από φωτιάν λυωμένην! Ω Δυσδαιμόνα μου! Νεκρά, νεκρά — ω Δυσδαιμόνα!
(Εισέρχονται ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ, ο ΚΑΣΙΟΣ επί φορείου, και αξιωματικοί συνοδεύοντες τον ΙΑΓΟΝ αλυσσόδετον.)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Πού είναι ο ταλαίπωρος αυτός ο μανιώδης;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτός που ήτο μιαν φοράν Οθέλλος; Εδώ είμαι.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Πού είν' εκείν' η έχιδνα; Πού είναι ο κακούργος;
(Ο ΙΑΓΟΣ φέρεται έμπροσθεν της σκηνής).
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θέλω τα πόδια σου να ιδώ… πλην είναι παραμύθια. (39)
Δεν ημπορώ, ο Σατανάς αν ήσαι, να σε σφάξω.
(Εφορμά και πληγόνει τον ΙΑΓΟΝ.)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ Α! πάρετέ του το σπαθί!
ΙΑΓΟΣ
Τα αίματά μου τρέχουν,
αλλά δεν μ' εθανάτωσε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν το λυπούμαι· όχι·
έχω καλλίτερα να ζης· 'ς την γνώμην την 'δικήν μου
ο θάνατος ευτύχημα μου φαίνεται.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Οθέλλε,
εσύ, που ήσουν μιαν φοράν τόσον καλός, και τώρα
'ς τα δίκτυα έπεσες ενός κατηραμένου σκύλου,
τι περιμένεις να σε 'πή ο κόσμος;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ό,τι θέλει·
και δολοφόνον ας με 'πούν, πλην έντιμον, διότι
τα πάντα χάριν της τιμής και όχι από έχθραν (40)
τα έκαμα.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ο άθλιος αυτός μας είπεν, ότι
εσυμφωνήσατε μαζή τον φόνον του Κασίου.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι.
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν σου έδωκ' αφορμήν ποτέ, ω στρατηγέ μου,
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και σου ζητώ συγχώρησιν, διότι σε πιστεύω…
(Προς τον Λοδοβίκον).
Παρακαλώ, τον δαίμονα ερώτησέ τον τούτον, να παγιδεύση διατί και σώμα και ψυχήν μου;
ΙΑΓΟΣ
Μη μ' ερωτήσης τίποτε. Ηξεύρεις ό,τι 'ξεύρεις·
διότι απ' εδώ κ' εμπρός δεν θα προφέρω λέξιν.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Τι; ούτε να προσευχηθής;
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Το στόμα θα σ' ανοίξουν τα βάσανα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλλίτερα να κάμης όπως λέγεις.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Να σ' εξηγήσω χρεωστώ πώς κάθε τι συνέβη,
που δεν τα 'ξεύρεις βέβαια. Αυτό εδώ το γράμμα
'ς του Ροδερίκου του νεκρού το φόρεμα ευρέθη,
καθώς κι' αυτό το γράμμα του. Το πρώτον φανερόνει,
ότι επήρ' επάνω του τον φόνον του Κασίου
ο Ροδερίκος.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μιαρέ!
ΚΑΣΙΟΣ
Τι μαύρη προδοσία!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ιδού και τ' άλλο γράμμα του, παράπονα γεμάτον.
Ήτο επάνω του κι' αυτό. Ο Ροδερίκος τούτο
εσκόπευεν ως φαίνεται 'ς τον Ιάγον να το στείλη,
αλλ' εις το αναμεταξύ επρόκαμεν εκείνος
και τον μετέπεισε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω συ, φαρμακερέ κακούργε!
Πλην το μαντίλι, Κάσιε, της γυναικός μου ήτο.
Πώς έτυχε 'ς τα χέρια σου;
ΚΑΣΙΟΣ
'Σ το σπίτι μου το ηύρα.
Και μας το εμαρτύρησεν ο ίδιος προ ολίγου,
πως τ' άφησεν επίτηδες εκεί διά σκοπούς του,
και ότι του επέτυχε καθώς επεθυμούσε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μωρός εγώ! Μωρός, μωρός!
ΚΑΣΙΟΣ
Και εις το ίδιον γράμμα
'ς τον Ιάγον με παράπονον ο Ροδερίκος γράφει,
πως να τον βάλη 'ς την φρουράν μαζή μου να μαλώση
τότε που έγειν' αφορμή να χάσω τον βαθμόν μου.
Κ' ενώ τον ενομίζαμεν νεκρόν τον Ροδερίκον,
πριν ξεψυχήση 'μίλησε: τον έβαλεν ο Ιάγος
να με σκοτώση, και αυτόν τον 'σκότωσεν ο Ιάγος.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ (προς τον Οθέλλον.) Πρέπει να φύγης απ' εδώ και να μας συνοδεύσης. Σου αφαιρείται η αρχή και το αξίωμά σου, και εις την Κύπρον 'ς το εξής ο Κάσιος ορίζει. Ως προς τον άνομον αυτόν, ό,τ' η σκληρότης 'ξεύρει ό,τ' ημπορεί πλειότερον να καταβασανίζη και ζωντανόν να τον κρατή, θα έχη να το πάθη.
(Προς τον Οθέλλον.)
Θα μείνης εις τα σίδερα φυλακισμένος, έως το έγκλημά σου να κριθή από την εξουσίαν της Βενετίας. Πήγαινε. — Σεις οδηγήσατέ τον.
ΟΘΕΛΛΟΣ Σιγά. Προτού να φύγετε θέλω να' πώ δυο λέξεις. Κάπως εδούλευσα εγώ το Κράτος, και το 'ξεύρει. Ας ήναι. — Σας παρακαλώ, 'ς τα γράμματά σας τώρα, που θ' αναφέρετε αυτά τα θλιβερά συμβάντα, περί εμού παρακαλώ να γράψετε ως είμαι· μη τίποτε μικραίνετε, αλλά και εις κακίαν μη τίποτ' αποδώσετε. Να γράψετε δι' ένα οπού ηγάπησε πολύ, αν όχι και με γνώσιν δι' ένα, οπού εύκολα δεν 'ζήλευεν, αλλ' όμως αφού ν' ανάψη έτυχεν, επήγεν ως την άκρην δι' ένα, που 'τυφλώθηκε και 'σάν τον Ιουδαίον επέταξ' απ' το χέρι του ένα μαργαριτάρι, που ήξιζε πλειότερον απ' όλην την φυλήν του· (41) δι' ένα, που τα 'μάτια του πεσμέν' από την λύπην, αν ίσως κι' ασυνείθιστα ως τώρα να βουρκόνουν, σταλάζουν δάκρυα πικρά, καθώς της Αραβίας το δένδρον στάζει τον χυμόν, που ταις πληγαίς ιατρεύει. Αυτά να γράψετε, αυτά. Και να ειπήτ' ακόμη, ότι οπόταν μιαν φοράν εις το Χαλέπι μέσα μου έτυχ' ένας άπιστος σαρικωμένος Τούρκος, κ' εκτύπησ' ένα Βενετόν κ' επρόσβαλε το Κράτος, απ' τον λαιμόν τον ήρπασα τον βρωμισμένον σκύλον κ' ιδού πώς τον 'μαχαίρωσα.
(Αυτοχειριάζεται).
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ημέρα των αιμάτων!
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
Χαμένοι λόγοι ό,τι 'πή κανείς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πριν σε σκοτώσω,
σ' εφίλησα, γυναίκα μου. Θα σε ξαναφιλήσω,
κ' επάνω εις τα χείλη σου κ' εγώ ας ξεψυχήσω.
(Αποθνήσκει επί της κλίνης).
ΚΑΣΙΟΣ
Αυτό το επερίμενα. Αλλ' όμως εθαρρούσα
πως ήτον άοπλος. Καρδιάν, καρδιάν μεγάλην είχε!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ (προς τον Ιάγον). Ω σκύλε ασυνείδητε! Ανήμερον θηρίον, (42) χειρότερον κι' από φωτιάν και θάλασσαν και πείναν! Ιδέ αυτού του κρεββατιού το τραγικόν φορτίον. Είναι τα έργα σου αυτά! Τα 'μάτια φαρμακεύει η θέα. Ας την κρύψωμεν. —
(Σύρονται τα παραπετάσματα της κλίνης).
Και τώρα, Γρατιάνε, κλείσε το σπίτι. Φύλαξε τα πράγματα του Μαύρου και την περιουσίαν του, διότι σου ανήκουν. — Και εις εσέ, διοικητά, να τιμωρήσης μένει αυτόν τον καταχθόνιον. Την ώραν να ορίσης, το μέρος, και τα βάσανα· φρικτά να του τα κάμης! Κ' εγώ ευθύς αναχωρώ, 'ς το Κράτος ν' αναφέρω το πράγμα τούτο το βαρύ με την βαρειάν καρδιάν μου.
(Απέρχονται).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Η τραγωδία του Οθέλλου, εδημοσιεύθη το πρώτον κατά το 1622 μ.Χ., αλλά κατά τας εικασίας των νεωτέρων σχολιαστών εγράφη περί το 1602 ή το 1604. Τινές θεωρούσι αυτήν κατά τινα έτη μεταγενεστέραν. Όπως δήποτε εγράφη δέκα τουλάχιστον έτη μετά την τραγωδίαν «του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας,» ο εστί κατά την ακμήν της ποιητικής του Σαικσπείρου ενεργείας· θεωρείται δε δικαίως ως έν των αριστουργημάτων του Άγγλου ποιητού. «Εξ απάντων αυτού των δραμάτων, ως λέγει ο Γερβίνος, ουδέν τοσούτον εξεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστου ή του θεατού, όσον ο Οθέλλος· τούτο δε, διότι η μεν πλοκή δεν είναι ουδαμώς περιπεπλεγμένη, η δ' έννοια είναι απλή και η πράξις περιστρέφεται περί έν και μόνον μέγα πάθος, ούτινος την αρχήν, την ανάπτυξιν, και τας περιπετείας ακολουθούμεν άνευ διακοπής, καθ' όλην αυτού την διάρκειαν.»
Και ταύτης δε της τραγωδίας η υπόθεσις ελήφθη εξ ιταλικής πηγής, εκ των εκατομμύθων, (Hekatomithi) του Giraldi Cinthio. Επειδή δε ουδεμία Αγγλική μετάφρασις του Ιταλού τούτου μυθογράφου περιεσώθη, εικάζεται, ότι ο Σαικσπείρος ανέγνωσε αυτόν εν πρωτοτύπω. Αλλά και εξ ετέρων τεκμηρίων εξάγουσί τινες το συμπέρασμα, ότι κατείχεν ο μέγας δραματουργός την γνώσιν της Ιταλικής.
(2) Αι πρώται του Οθέλλου εκδόσεις φέρουσι το πρώτον της τραγωδίας ημιστίχιον ως εξής: «Never tell me.» Εις τας μετά ταύτα εκδόσεις προσετέθη η λέξις Tush, και ούτω τινές των νεωτέρων εκδόσεων φέρουσι: Tush, never tell me. Τούτο ο πρώτος Γάλλος μεταφραστής Letourmeur εξήγησε: ne m' en parlez jammais. Μετ' αυτόν δε ο F.V. Hugo (ως και ο Alfred de Vigny εις την έμμετρον αυτού μετάφρασιν), εξήγησαν κατά τον αυτόν τρόπον το χωρίον τούτο. Ούτω και ο Γερμανός μεταφραστής («Sag' mir nur nichts») και οι Ιταλοί Leoni και Valetta, την αυτήν σημασίαν έδωκαν εις τας πρώτας ταύτας του Ροδερίκου λέξεις. Αλλ' αι τρεις αύται λέξεις επιδέχονται και διάφορον εξήγησιν, παραφραζόμεναι Αγγλιστί ως εξής: «never to have told me.» Τούτο ήθελον εκφράσει οι Γάλλοι γράφοντες parler εν απαρεμφάτω αντί της προστακτικής: Ne m' en parler jammais! όπερ έχει πάντη αλλοίαν έννοιαν του «ne m'en parlez jammais.
Εθεώρησα αναγκαίαν την επεξήγησιν ταύτην προς διεκδίκησιν της μεταφράσεώς μου απέναντι των προτιθεμένων να παραβάλωσι αυτήν προς ετέρας μεταφράσεις, όπως πείσω αυτούς, ότι δεν προέβην άνευ κόπου και μελέτης εις την εξελλήνισιν των δυσκόλων του ποιητού χωρίων. Αλλά δεν επαγγέλομαι, ότι επέτυχον πάντοτε και παντού εις την κατάληψιν αυτών. Η δε δυσκολία περί την μεθερμήνευσιν των τριών τούτων μονοσυλλάβων λέξεων, έστω ελάχιστον δείγμα των δυσκολιών, προς ας ο μεταφραστής έχει να παλαίση, προς δε και δικαιολόγησίς του, αν πού κατεβλήθη υπ' αυτών. Άλλως τε εις την μετάφρασιν των τριών τούτων τραγωδιών η προσπάθειά μου ήτο, να μεταφράσω ακριβώς την έννοιαν του κειμένου, αλλ' αποκαθιστών αυτό καταληπτόν εις τον Έλληνα αναγνώστην. Ίσως δε χάριν του δευτέρου, διεκινδύνευσεν εστίν ότε του πρώτου η επίτευξις. Αλλά περί τούτου άλλοι θα κρίνωσι.
(3) Ως προς την συγκάλυψιν ή μετρίασιν των βωμολοχιών του Αγγλικού κειμένου, παραπέμπω τον αναγνώστην εις την σημείωσιν (4) της προλαβούσης τραγωδίας.
(4) Οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρον από των Βενετών το 1571 μ.Χ, ήτοι 30 περίπου έτη προ της εποχής, καθ' ην ο Σαικσπείρος έγραφε τον Οθέλλον. Ώστε κατά την παιδικήν αυτού ηλικίαν ήκουσε βεβαίως ο ποιητής αντηχούσαν εν Αγγλία την φήμην της αλώσεως της χριστιανικής εκείνης νήσου.
(5) Sagitary Αγγλιστί. Κατά τους σχολιαστάς τούτο ήτο παράρτημα του εν Βενετία ναυστάθμου, χρησιμεύον ως κατάλυμα αξιωματικών. Επί της θύρας δ' αυτού υπήρχε ξόανον τοξότου. Ένθεν η ονομασία του οικοδομήματος. Ίσως το «Ναυαρχείον» ευλόγως θεωρηθή ως ελευθέρα μάλλον της λέξεως μετάφρασις.
(6) Επί Σαικσπείρου η μαγεία ήτο έγκλημα τιμωρούμενον υπό του νόμου. Μετά την πρώτην έτι παράστασιν του Οθέλλου, ο της Αγγλίας βασιλεύς Ιάκωβος Α' εξέδοτο νομοθέτημα, καθ' ο οι αναδεικνυόμενοι ένοχοι χρήσεως φίλτρων ή μαγείας προς έμπνευσιν έρωτος παρανόμου, ετιμωρούντο κατά πρώτον διά φυλακίσεως. Η δ' επανάληψις του εγκλήματος ηδύνατο να επιφέρη εις τον ένοχον και θανάτου ποινήν. Ώστε, η κατηγορία του Βραβαντίου είχεν ως προς τους πρώτους της τραγωδίας θεατάς σημασίαν, την οποίαν την σήμερον δεν καταλαμβάνομεν. Και εν Βενετία δε ο νόμος προέβλεπε και ετιμώρει την χρήσιν φίλτρων ερωτικών, «maleficii amatorii».
(7) Ο Δόγης και οι γερουσιασταί δεν ηδύναντο να λησμονήσωσιν, ότι η Ρόδος ήτον ήδη Τουρκική, καθ' ην εποχήν εκινδύνευον οι Βενετοί ν' απολέσωσι την Κύπρον. Η Ρόδος ηλώθη τω 1522 μ.Χ. υπό των Τούρκων. Έκτοτε δε οι μεν ιππόται εγκατέστησαν εν Μελίτη, οι δε Τούρκοι ανενοχλήτως κυριεύουσιν αυτής. Τοιούτου είδους λάθη δεν είναι δύσκολον ν' ανεύρη τις εις τα έργα του Σαικσπείρου. Αλλά το προτέρημα αυτών δεν είναι η ιστορική ακρίβεια, όσον η ζωή, την οποίαν ανευρίσκει τις εις παν ό,τι η δημιουργός φαντασία του μεγάλου ποιητού εκυοφόρησε. Τις αναγινώσκων τον Οθέλλον δεν φαντάζεται, ότι θα ανεύρη εν Κύπρω τα ίχνη της διαβάσεως αυτού, και την παράδοσιν της τραγικής της Δυσδαιμόνας ιστορίας;
(8) «Μarcus Luccicos, κατά τας πρώτας του κειμένου εκδόσεις. Το όνομα τούτο εκδόται τινές ηθέλησαν να μεταβάλωσιν εις Μarcus Luchese, επί λόγω, ότι η κατάληξις icos δεν είναι Ιταλική. Αλλά τις άραγε είναι ο υπό του Δόγη ζητούμενος; Κατά πάσαν πιθανότητα Έλλην τις εκ Κύπρου οπλαρχηγός (Estradiote), δυνάμενος, καθ' ό εντόπιος, να δώση χρησίμους περί των της νήσου πληροφορίας. Είναι δ' επάναγκες μήπως να φέρη Ιταλικόν ο Έλλην όνομα; Και δεν συντελεί η κατάληξις αυτή του ονόματος προς μεθερμήνευσιν του αληθούς του ποιητού διανοήματος, κατά την προκειμένην περίστασιν;» Ταύτα επιφέρει Άγγλος σχολιαστής περί του Μάρκου Λουκίκου, ή μάλλον ίσως Λουτσίκου.
(9) Περιγραφαί τοιούτων τεράτων απαντώνται εις τας αφηγήσεις των περιηγητών της εποχής εκείνης. Ιδίως αναφέρουσιν οι σχολιασταί, ως πηγήν των περί τούτου του κεφαλαίου γνώσεων του Σαικσπείρου, την κατά το 1595 δημοσιευθείσαν υπό του Sir W. Raleigh περιήγησιν εις Γουιάναν, εν η αναφέρονται και περιγράφονται ανθρωποφάγοι, αμαζόνες και ακέφαλοι άνθρωποι. Ώστε του Οθέλλου η αφήγησις δεν εθεωρείτο ως πάντη μυθώδης υπό των συγχρόνων του ποιητού, μολονότι ο δύσπιστος Ιάγος έχει τας αμφιβολίας του και αποκαλεί βραδύτερον «παραμύθια» τας διηγήσεις του ταύτας.
(10) Παραθέτω και ενταύθα περιεργείας χάριν την εις αρχαίαν Ελληνικήν έμμετρον του χωρίου τούτου μετάφρασιν, ποιηθείσαν μεν υπό του Άγγλου W. Barham, βραβευθείσαν δε εν τω του έτους 1824 διαγωνισμώ, εν τω Πανεπιστημίω της Κανταβριγίας. (Ίδε Greek and Latin Prize Poems of the University of Cambridge from 1814 to 1837).
0ΘΕΛΛΩΝ. ΤΑΓΟΣ ΕΝΕΤΩΝ.
Οθ. Εν τώδε δ' , ώσπερ και θεοίς αεί λέγω όσ', ιμέρου πλάναισιν, εξαμαρτάνω, ούτω τα τούδ' έρωτος, ως κόρη τ' εμού εμοί τ' εκείνης ήλθε, πάνθ' υμίν φράσω.
ΤΑΓ. μάλιστ', Όθελλον, ειπέ ταύθ' όπως έχει.
Οθ. εμοί πατήρ ο της δ' ετύγχανεν φίλος γεγώς· καλεί δε πολλάκις προς δώματα, και του βίου με ξυμφοράς ανιστορεί, μάχας θ', όσων μετέσχον, αστέων τ' αεί χρήζων ακούειν δυσμενείς προσεδρίας. Άπαντα δ' αυτώ τον λόγον διέρχομαι, και παιδός, ως ην, μέχρι της τόθ' ημέρας. Ενταύθα δ' ηύδων τλημονεστάτας τύχας, και πήματ' οικτρά, ναυσί καπί γης πέδου· χώπως επ' άτης εσχάτοισι σώζομαι όροισι, τειχέων θανασίμοις εν εισβολαίς· χώπως υπ' ανδρών πολεμίων αλίσκομαι, βίον τ' έχω δούλειον· είτ' ελεύθερος πολλήν θάλασσαν γην τ' εποίχομαι πλάνης. κανταύθ', (οράτε μηχανάς) λέγειν παρήν μέγιστα τ' άντρα, καβάτους ερημίας, κρημνούς, πέτρας τε, καξισούμεν' ουρανώ ορέων κάρηνα· και τον ωμηστήν λεών, ανθρωποφάγους, δάπτοντας αλλήλων κρέα, και τους υπ' ώμοις τον πελώριον βρωτούς κράτ' αυξάνοντας. Ταύτ' άρ' εξηγουμένου κράτ' ην πρόθυμος Δεσδεμώνη μου κλύειν. ου μην τα γ' οίκου των δε λιμπάνει χάριν, αεί δε, πορσύνασα κείν' όσον τάχος, πάλιν στραφείσ' άπληστον ους παρείχε μοι. α 'γώ νοήσας, καιρίαν αυτήν ποτε λαβών, πόρον τιν' εύρον άψασθαι φρενών, ώστ' εκ προθύμου καρδίας μ' αιτείν κόρην τέλειον ειπείν της εμής πλάνης λόγον, ης ην εκείνη βραχέα μεν πεπυσμένη, αλλ' ουκ ακριβώς, γ', ώσθ' άπασαν ειδέναι. Καγώ μεν ουν επήνεσ', η δε πολλάκις τέγγει κλύουσα δακρύοις παρηίδα, εμού τι σημαίνοντος ων νέος πότ' ων εδυστύχησα. Πάντα δ' ως ειρημέν' ην, μισθόν δίδωσι μυρία στενάγματα· ως ταύτ' αληθώς, φήσι, θαύματος πλέα, ως δ' οίκτρ' έλεξας, και ποθείν' οδύρμασιν. και μην πεπύσθαι μηδέν ηύχετ', αλλ' όμως ίσον λαβείν θεών ηύχετ' άνδρα· και χάριν τώνδ' έσχεν· είπε δ' , είτιν' οίδα που φίλον αυτής ερώντα, τονδ', άπερ καγώ, λέγειν πάντ' εκδιδάξαι, τάλλα δ' ην πεπεισμένα. Προς ταύτα, τάμ' εξείπον· ηράσθη δε πως εμού μεν αύτη, των δ' έκατι συμφορών, κείνης δ' ανήρ όδ', οίκτον ως είδον φρενών· τοιοίς δ' έγωγε φαρμάκοις εχρησάμην· αύτη δ' ελέγξουσ' ήδε ταύτ' εγγύς γυνή.
(11) Ο Σαικσπείρος δεν ορίζει εις οποίαν της Κύπρου πόλιν διαδραματίζονται τα συμβεβηκότα των τεσσάρων τελευταίων πράξεων του Οθέλλου. Πιθανώς αι γνώσεις αυτού ως προς την γεωγραφίαν της νήσου περιωρίζοντο εις μόνον το όνομα αυτής. Αλλά τι προς τούτο; Μη διά λεπτομερεστέρας γεωγραφικής ακριβείας ηδύνατο να εμφυσήση πλειοτέραν εις το προϊόν της γονίμου φαντασίας αυτού ζωήν; Ή, εάν έθετε την σκηνήν εν Αμμοχώστω αντί αορίστως εν Κύπρω, ήθελε πλειότερον διά τούτου συγκινήσει τους αναγνώστας ή τους θεατάς, οίτινες επί δύο ήδη εκατονταετηρίδας και ημίσειαν εδάκρυσαν και δακρύουσιν επί της σκληράς μοίρας της εναρέτου Δυσδαιμόνας;
(12) Η ουρά του σολομού είχε πολλήν παρά τοις γαστριμάργοις υπόληψιν. Κατά τον Pope, η σημασία του αρχαίου τούτου Αγγλικού ρητού είναι, ότι ο φρόνιμος προκρίνει πρωτοκαθεδρίαν εν ταπεινώ κοινωνικώ κύκλω, ή την δευτέραν θέσιν εν υψηλοτέρα περιωπή.
(13) Ιδού τι περί του διαλόγου τούτου λέγει ο Ιταλός μεταφραστής Μ. Leoni. «Μολονότι η καταφορά αύτη του Ιάγου κατά του ωραίου φύλου φαίνεται κατά πρώτην έποψιν απρεπής και άκαιρος, ανάγκη όμως να ομολογήσωμεν, ότι διαφαίνεται καθ' όλον τον διάλογον τούτον πολλή τέχνη δραματική. Εν πρώτοις, αντί να θέση εις το στόμα της Δυσδαιμόνας κοινάς εκφράσεις θλίψεως και οδυρμούς επί της κινδύνοις του θαλασσοπορούντος Οθέλλου, παριστά αυτήν ο ποιητής ως προσπαθούσαν να διασκεδάση την ανησυχίαν και την ανυπομονησίαν και να υποκρύψη την αδημονίαν αυτής. Και ερωτά ούτω τον Ιάγον τι περί γυναικών φρονεί. Ο δε Ιάγος αποκρίνεται μετά παρρησίας δήθεν και ειλικρινείας, επί σκοπώ να εξαπατήση την Δυσδαιμόναν και τον Κάσιον ως προς το ύπουλον του δολίου αυτού χαρακτήρος. Προσλαμβάνει λοιπόν ύφος στρατιωτικόν δήθεν και εκφράζεται μετά πάσης αυθαδείας, ωσεί μη δυνάμενος να υποκριθή λέγων άλλα ή όσα ενδομύχως σκέπτεται. Οι πρώτοι κατά της Αιμιλίας υπαινιγμοί είναι προοίμιον των γενικωτέρων κατά του ωραίου φύλου προσβλητικών αυτού εκφράσεων. Φαίνεται ωσεί αποστρεφόμενος παν ό,τι επαινετικόν, και προκειμένου περί εκφράσεως της ιδίας αυτού γνώμης αρνείται ευθύς εξ υπαρχής πάσαν αρετήν εις τας γυναίκας. Ούτω δε και ο Κάσιος αυτός εξαπατάται ως προς τον χαρακτήρα του Ιάγου. Η δε Δυσδαιμόνα, όσω ενάρετος και αν υποτεθή, είναι όμως γυνή. Καίτοι ανήσυχος ως εκ της μη αφίξεως του συζύγου αυτής, δεν δύναται να περιστείλη την φυσικήν αυτής επιθυμίαν του ν' ακούση την περιγραφήν αυτής, έστω και εκ χειλέων τοιούτων γενομένην, επί τη ελπίδι, ότι θ' ακούση ίσως εαυτήν υπερυψουμένην. Αλλ' εξαπατηθείσα δεν απελπίζεται, και επιμένει ζητούσα τουλάχιστον εγκώμιόν τι υπέρ της αρετής. Και παρεκτός δε τούτων πάντων, δεν είναι ουδαμώς άτεχνος η αναβολή της επί της σκηνής παρουσιάσεως του Οθέλλου. Ούτως η προσδοκία της εμφανίσεως αυτού υπεκκαίεται, δίδεται δε μεγαλειτέρα εις την άφιξιν αυτού επισημότης.» Ταύτα μεν ο Ιταλός. Ως προς δε το κυνικόν του Ιάγου συμπέρασμα (to suckle fools and chronicle small beer), αγνοώ κατά πόσον πολλοί των Σαικσπειριστών θα παραδεχθώσι την παράφρασίν μου.
(14) Την αυτήν ιδέαν εκφράζει και ο Κορνάρος εν τω Ερωτοκρίτω.
Γροικήσετε του Έρωτος θαυμάσματα που κάνει, εισέ θανάτους εκατόν τους αγαπούν τους βάνει….. Κάνει τον ακριβό 'φθηνό, τον άσχημο ερωτάρη, και κάνει τον ανήμπορον άνδρα και παλλικάρι, τον φοβιτσιάρην άφοβον, πρόθυμον τον οκνιάρη, κάνει και τον ακάτεχον να ξεύρη κάθε χάρι.
(15) If this poor trash of Venice whom I trash κ.τ.λ. Την σημασίαν των κυνηγετικών τούτων όρων ο αναγνώστης δύναται να ίδη εις τας σημειώσεις των Αγγλικών εκδόσεων. Και ενταύθα, ως και εις έτερα τινα τοιαύτα χωρία επροσπάθησα μόνον να διατηρήσω, το κατά δύναμιν, την εικόνα του Άγγλου ποιητού, καίτοι μη ευρίσκων όρους ακριβώς αντιστοιχούντας προς τους του κειμένου.
(16) Τα άσματα, άτινα ο Σαικσπείρος παρενθέτει συχνάκις εις τα δράματα αυτού, δεν είναι πάντοτε ίδια αυτού ποιήματα, αλλά δημοτικά στιχουργήματα, γνωστά ήδη εις τους ακροατάς, χάριν των οποίων έγραφε τα δράματά του εκείνα. Αι δύο στροφαί, την ετέραν μόνον των οποίων μετέφρασα ενταύθα, ελήφθησαν εκ τοιούτου ποιήματος, περισωθέντος υπό του Percy εν τη συλλογή αυτού: Relics of ancient English Poetry. Ούτω και το άσμα της Δυσδαιμόνης εν τη τελευταία σκηνή της Δης πράξεως.
(17) Συνειθίζεται εισέτι, κατ' Άγγλον σχολιαστήν, είς τινας των αρκτικών της Αγγλίας επαρχιών κατά τας νυκτερινάς συναυλίας (waits), αφού οι μουσικοί παιανίσωσι, ν' ανακράζωσι «Καλή ημέρα κύριε ή κυρία δείνα.» Εις δε το επιφώνημα τούτο προσθέτουσι και την ώραν, και οποίος είναι ο καιρός. Φαίνεται, ότι και έκτοτε επεκράτει η συνήθεια αύτη εις την πατρίδα του ποιητού. Μετεχειρίζοντο δε τότε εις τας τοιαύτας συναυλίας αυλούς (hautboys), όργανα άτινα «φυσούν αέρα.»
(18) Ενταύθα γίνεται λογοπαίγνιον επί των λέξεων tale και tail, μη μεταφράσιμον και τούτο.
(19) which doth make the meat it feeds on.
Ότι ο ζηλότυπος εφευρίσκει αφορμάς προς ζηλοτυπίαν.
(20) «Οι συλλογισμοί ούτοι του Ιάγου είναι άξιοι παρατηρήσεως. Το ψεύδος και ο δόλος όσω και αν κατά το φαινόμενον παράσχωσιν ωφέλειαν επί τινα καιρόν, επί τέλους αντί να προάξωσι παρεμποδίζουσι την ευτυχίαν του προσφεύγοντος εις ταύτα. Αυτοί οι εκ του ψεύδους ωφελούμενοι δυσπιστούσι προς τον ψευδόμενον, το δε ψεύδος καταστρέφει την εμπιστοσύνην και ότε είναι τούτο αγάπης απόρροια και απόδειξις. Τούτο δ' εφαρμόζεται εν μέρει και επί συνοικεσίων αναρμόστων, άτινα γίνονται εξ απερισκέπτου γενναιοφροσύνης. Αφού παρέλθη η πρώτη του έρωτος ορμή, επέρχεται η υποψία. Αι δε ορμητικαί εκείναι ροπαί, αφ' ων το πρώτον επήγασε σφάλμα, φέρουσιν εις νέα λάθη, και οι δείξαντες ότι δεν έχουσι την απαιτουμένην φρόνησιν προς χαλίνωσιν των παθών αυτών θα υποπέσωσιν εις την κατηγορίαν, ότι δεν έχουσι και την απαιτουμένην αρετήν, όπως νικήσωσι τα πάθη ταύτα. » Johnson.
(21) Eνταύθα η παρομοίωσις του κειμένου βασίζεται επί εκφράσεων και όρων αναγομένων εις την ιερακοτροφίαν. Η ακριβολογία περί την μετάφρασιν του χωρίου τούτου, δεν ήθελε βοηθήσει τον Έλληνα αναγνώστην προς κατάληψιν της ιδέας του ποιητού, όστις συχνάκις ποιείται χρήσιν τοιούτων εικόνων. Ούτω και η Ιουλιέτα ήθελε να έχη την φωνήν του ιερακοτρόφου, όπως προσκαλέση οπίσω τον ωραίον αυτής ιέρακα. Και οι ημέτεροι δε ποιηταί, οι γράψαντες καθ' ην εποχήν η διά των ιεράκων θήρα ήτο εν χρήσει, συχνάκις αναφέρουσι τους ιέρακας εις τα στιχουργήματα αυτών. Ούτως ο Ερωτόκριτος εξέρχεται
κάθε αυγή και κάθ' αργά 'ς τ' άλογο καβαλλάρης, και με γεράκια και σκυλιά, σαν νάτον κυνηγάρης.
Και εν τη Βυζαντινή δ' εποποιία του Διγενούς Ακρίτα, τη εσχάτως εν Παρισίοις υπό των κ. κ. Σάθα και Legrand δημοσιευθείση, ο πενθερός του Ακρίτα τω προσφέρει μεταξύ άλλων δώρων και «ιέρακας καν δώδεκα μουτάτους.» (στ : 1,395). Άλλως τε εις τους Βυζαντινούς οφείλεται και τούτο το συμπλήρωμα του μεσαιωνικού της Δύσεως πολιτισμού. Ο Jean de Francières ο κατά τον 15ον αιώνα πρώτος γράψας γαλλιστί συστηματικόν ιερακοσόφιον, ομολογεί εν προοιμίω, ότι συνέγραψε τούτο επί τη βάσει του Ελληνικού ιερακοσοφίου του Αγαπητού Κασσιανού. Ο Ρόδιος ούτος διετέλεσε ιερακοτρόφος των μεγάλων Μαγίστρων του εν τη πατρίδι αυτού άρχοντος τότε τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. (Ίδε Σάθα, Νεοελληνικήν φιλολογίαν, σελ: 109.) Δεν είναι δε, ως φαίνεται, ο Κασσιανός ο μόνος συγγραφεύς ιερακοσοφίων Έλλην. Παρά του Κου Σάθα πληροφορούμαι, ότι διεσώθησαν πολλά χειρόγραφα Βυζαντινών τοιούτων ιερακοσοφίων, άτινα ούτε εδημοσιεύθησαν, ούτε εξητάσθησαν μέχρις ώρας.
(22) Πολλά εγράφησαν περί του χρώματος του Οθέλλου. Το επίθετον χειλάς (thick-lips), διά του οποίου χαρακτηρίζει αυτόν ο Ροδερίκος, ενισχύει προ πάντων τους θέλοντας να παραστήσωσι αυτόν ως καθ' εαυτό Αιθίοπα. Εξ άλλου, η λέξις Μoor, Μαύρος, ισοδύναμος προς το Άραψ ή Μαυριτανός, υποβοηθεί τους διεκδικούντας την καλαισθησίαν της Δυσδαιμόνας και μη ανεχομένους, ότι ο τοσούτον εις εκείνην εμπνεύσας έρωτα ηδύνατο να έχη γνησίαν Αιθίοπος μορφήν. Μεταξύ των τελευταίων τούτων συγκαταριθμείται ο Γάλλος μεταφραστής Francois Victor Hugo, όστις ανακράζει μετ' αγανακτήσεως:
«Όχι! Ό,τι και αν λέγωσιν οι επικριταί εν »Γερμανία και εν Αμερική, δεν ήτο Αιθίοψ ο εραστής της »θυγατρός των Δογών. Επί της ευγενούς του Οθέλλου όψεως »ο Σαικσπείρος επέρριψε το χρώμα της δείλης, ουχί το της »νυκτός!»
(23) Η έλλειψις ιδίας λέξεως εν τη κοινή (ή η άγνοιά μου λέξεως τοιαύτης) προς διάκρισιν του φρύνου από του βατράχου, έστω η δικαιολόγησίς μου δια την ληφθείσαν ενταύθα ελευθερίαν, του να μεταβάλω εις σαύραν τον φρύνον.
(24) Το όνομά μου. Αι πλείσται των νεωτέρων εκδόσεων (λέγει Άγγλος σχολιαστής) φέρουσι: το όνομά της: her name. Αλλ' η τοιαύτη του κειμένου γραφή αντίκειται εις την αληθή του χαρακτήρος του Οθέλλου αντίληψιν. Το αίσθημα της τιμής τω αποκαθιστά αφόρητον την υποψίαν, ότι η σύζυγος αυτού είναι ένοχος. Ουχί της Δυσδαιμόνας το όνομα, αλλά το ιδικόν του αμαυρούται και εξευτελίζεται. Το αίσθημα τούτο, πρώτον ήδη ενταύθα υποδεικνύμενον, επικρατεί μέχρι τέλους, ότε αληθώς λέγει, ότι ουδέν έπραξεν εκ μίσους αλλά τα πάντα υπέρ της τιμής.
For nought I did in hate, but all in honour.
Αναλογιζόμενος ότι το άσπιλον αυτoύ όνομα εμολύνθη, παραφέρεται υπό ακρατήτου μανίας. Εζήτει απόδειξιν. Ότε δε πείθεται, ότι ητιμάσθη, γίνεται άλλος εξ άλλου..
If there be cords, or knives,
poison, or fire, or suffocating streams,
I' ll not endure it.
(25) Ατυχής και αύτη απόπειρα προς διατήρησιν του ύφους του κειμένου, όπου ο διάλογος βασίζεται επί σειράς λογοπαιγνίων επί της λέξεως lies; he lies= μένει, κατοικεί. Lies = ψεύδη και he lies πάλιν = ψεύδεται.
(26) Το αποστάζον εκ των μωμιών εκχύλισμα εθεωρείτο ως φάρμακον κατά της επιληψίας. Καίτοι απωλέσαν την φήμην της τοιαύτης ιδιότητος, το μυθολογικον τούτο υγρόν, λέγει Άγγλος σχολιαστής, πωλείται όμως εισέτι είς τινα φαρμακεία, οι δε ζωγράφοι εκτιμώσιν αυτό προς χρωματισμόν σκιών.
(27) Ούτω και το δημοτικόν δίστιχον:
«Εσείς οι νέοι τόχετε, το δένδρον ν' αγαπάτε,
κι' απόντες φάτε τον καρπόν, το δένδρον λησμονάτε.»
(Passow. Disticha Νο 321.)
(28) Ούτω και εν Ερωτοκρίτω (σελ: 241).
«Αν και βαρής 'ς την χέρα σου τόνα δαχτύλι μόνον, γροικάς εις όλον το κορμί το βάρος και τον πόνον.»
(29) Κατ' αρχαίαν Αγγλικήν πρόληψιν, οι κόρακες περιίπταντο άνωθι των οικιών, ένθα μόλυσμά τι υπήρχε.
(30) «Το επιφώνημα τούτο του Οθέλλου μαρτυρεί την δραματικήν του Σαικσπείρου τέχνην. Ότε πρώτον ο Ιάγος (εν σκηνή Γ' της τρίτης πράξεως) προσπαθεί να εξάψη την ζηλοτυπίαν του Οθέλλου, ούτος δε ζητεί αποδείξεις, ο Ιάγος αποκρίνεται, ότι είναι δύσκολον να τω φέρη απόδειξιν οίαν ζητεί, και αν έτι οι δύο ερωμένοι ήσαν
«Ωσάν τους τράγους βιαστικοί, ζεστοί 'σάν τους πιθήκους.»
Αι λέξεις εκείναι αντηχούσιν έτι εις τα ώτα του Οθέλλου, όστις πεπεισμένος ήδη περί της απιστίας της συζύγου αυτού, απέρχεται άλλος εξ άλλου, εκφωνών τας λέξεις ταύτας ωσεί έλεγε: Είχε δίκαιον ο Ιάγος· το βλέπω τώρα, ότι είναι ωσάν πίθηκοι και τράγοι!» Malone.
(31) Η Αιμιλία έχει, ως φαίνεται, την κακήν του ωτακουστείν συνήθειαν. Άλλως θα ηγνόει οποίας λέξεις απηύθυνε προς την ατυχή αυτού σύζυγον ο Οθέλλος.
(32) Εις τας Αγγλικάς εκδόσεις δεν σημειούται ενταύθα νέα σκηνή, ούτε μεταβολή σκηνογραφίας. Αλλ' ο Ιάγος και ο Ροδερίκος δεν ηδύναντο ευκόλως να συναντηθώσιν εντός της κατοικίας αυτής του Οθέλλου, όπως κατ' αυτού συνομόσωσι. Καθ' α παρατηρεί ο Γάλλος μεταφραστής Fr. V. Hugo, η μεταβολή σκηνής διορθοί την δυσκολίαν ταύτην. Δεν ετόλμησα όμως να παραδεχθώ την τοιαύτην διόρθωσιν και να διχοτομήσω την σκηνήν, εναντίον της γενικής των Άγγλων εκδοτών παραδόσεως.
(33) Παρενθέτω ενταύθα τους στίχους του Σολωμού. Διά της μεταφράσεώς του ο μέγας της Ζακύνθου ποιητής έδωκε δια παντός την Ελληνικήν αυτού μορφήν εις το άσμα της Δυσδαιμόνας.
(34) Ο Ιάγος επλήγωσεν εκ προθέσεως τον Κάσιον κατά τον μηρόν, αφού ήκουσεν αυτού λέγοντος, ότι έχει άτρωτον τον θώρακα.
(35) «Ο μονόλογος ούτος αποκαθίσταται σκοτεινός ως εκ της συντομίας αυτού. Η έννοια, νομίζω, είναι η εξής: Ιδού εγώ ενταύθα, λέγει ο Οθέλλος καθ' εαυτόν, καταβεβλημένος υπό φρίκης. Τις ο λόγος της ταραχής μου; Ο δισταγμός μου προς τιμωρίαν της ενόχου; ή ο φόβος μη χύσω αίμα; Ουχί. Δεν με καταβάλλει η πράξις αύτη, αλλά το αίτιον ένεκα του οποίου διαπράττεται!» Johnson. Είς των επιτυχεστέρων κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους διερμηνευτών του προσώπου του Οθέλλου επί της Αγγλικής σκηνής έδιδε, καθ' α πληροφορούμαι, ετέραν εις το χωρίον τούτο εξήγησιν. Εισήρχετο εν τω θαλάμω της κοιμωμένης Δυσδαιμόνας κρατών κάτοπτρον ανά χείρας. Βλέπων δ' εν αυτώ το μέλαν πρόσωπόν του ανέκραζε: «Το αίτιον! Τούτο είναι το αίτιον!» Επαναλαμβάνων δ' εν τω τρίτω στίχω τας λέξεις ταύτας έρριπτε μετ' απελπισίας το κάτοπτρον κατά γης και συνέτριβεν αυτό.
(36) Αποσπώ την εξής περικοπήν εκ της του Γερβίνου φιλοσοφικωτάτης του όλου δράματος αναλύσεως. «Ο Οθέλλος αποφασίζει τον φόνον της συζύγου του, μεθ' όσης αταραξίας ήθελε καταδικάσει αυτήν εις θάνατον, εάν επείχε θέσιν απλώς δικαστού. Αλλά τούτο δεν καταπνίγει εν αυτώ τα αισθήματα του ανδρός, του συζύγου· ουδέ σμικρύνει την συναίσθησιν της γενομένης εις την τιμήν και εις τον έρωτα αυτού προσβολής. Όπως υπό την ιδίαν αυτού έποψιν εννοήσωμεν τους λόγους της αποφάσεώς του, ανάγκη να αναπολήσωμεν μεθ' οπόσης αυστηρότητος εξετέλει τα προς την εν Βενετία αρχήν καθήκοντα αυτού και μεθ' οπόσης πειθαρχικής αμεροληψίας ετιμώρησε του Κασίου το ατόπημα… Ηθέλησε να παραδειγματίση τον Κάσιον ουχί υπό της οργής κινούμενος, αλλ' υπό της φρονήσεως και υπό του αισθήματος του καθήκοντος. Κατ' εκείνην την περίστασιν, ότε η ψυχή αυτού ούτε υπό έρωτος ούτε υπό ζηλοτυπίας επηρεάζεται, τιμωρεί τον Κάσιον, ως ήδη τιμωρεί την Δυσδαιμόναν. Ναι μεν και τότε και ήδη παροργίζεται. Ήδη πιστεύει, ότι έχει αποδείξεις της συζυγικής της Δυσδαιμόνας απιστίας. Αλλά το καθήκον ουχί η οργή κινεί την τιμωρόν αυτού χείρα. Δεν τον ωθεί, λέγει εν τω μονολόγω αυτού το πάθος, αλλά το αίτιον. Ουδέ τον αναχαιτίζει η σκέψις μη μετανοήση αφού φονεύση αυτήν. Η θέα του κάλλους της κοιμωμένης Δυσδαιμόνας συγκινεί αυτόν μέχρι δακρύων, αλλά δεν κλονίζει την απόφασίν του. Γοητεύεται υπό ηδυπαθείας ασπαζόμενος αυτήν και αισθανόμενος την ευώδη αναπνοήν, ήτις πείθει σχεδόν αυτόν να θραύση το ξίφος της Δικαιοσύνης, αλλά μένει ακλόνητος. Υψηλή τις Δικαιοσύνη ενυπάρχει εις τα σκληρά αυτού δάκρυα. Η λύπη του είναι καθώς ο Ουρανός· παιδεύει όπου αγαπά.» (Gervinus, Shakespeare Commentaries. σελ. 542).
(37) Ο Οθέλλος έρχεται με την απόφασιν να μη χύση το αίμα της συζύγου αυτού και πνίγει αυτήν διά του προσκεφαλαίου, διά του οποίου κρύπτει συγχρόνως και το πρόσωπον αυτής, όπως μη το βλέπη και κλονισθή. Αλλά διά να μη προμακρύνηται η αγωνία αυτής, καθόσον δεν είχεν εντελώς θανατωθή διά της ασφυξίας, προσφεύγει εις την μάχαιραν αυτού και την πληγόνει θανασίμως. Αι πληγαί αύται αποκαθιστώσι πιθανήν την προφοράν των λέξεων, τας οποίας προ του θανάτου αυτής λέγει. Άλλως, εάν η πρώτη του προσκεφαλαίου απόπειρα επετύγχανε, δεν ηδύνατο να λαλήση πλέον. Εις τας Αγγλικάς του κειμένου εκδόσεις ουδεμία συνήθως προστίθεται προς τον ηθοποιόν οδηγία μετά τους στίχους τούτους του Οθέλλου.
I would not have thee linger in thy pain.
So. So.
Ως εκ της τοιαύτης δ' ελλείψεως και σχολιασταί τινες και ηθοποιοί αποδίδουσιν εις τον Σαικσπείρον το λάθος, ότι δήθεν η Δυσδαιμόνα ομιλεί αφού άπαξ επνίγη. — Αλλ' οι στίχοι ούτοι φαίνονται προφανώς μαρτυρούντες, ότι ο Οθέλλος βλέπων την Δυσδαιμόναν ζώσαν έτι και αναπνέουσαν, αποφασίζει διά μιας να την αποτελειώση, λησμονών δε την προτέραν αυτού απόφασιν, «της χύνει το αίμα και της χαλνά το κορμί.»
(38) «Το πρόσωπον της Δυσδαιμόνας, λέγει ο Mezières, είναι εκ των θελκτικοτέρων του Σαικσπείρου πλασμάτων. Κατά την διάνυσιν της ειμαρμένης αυτής η σύζυγος του Οθέλλου δεν αναδεικνύει ούτε την επιδεξιότητα, ούτε την δραστικότητα Ιταλίδος γυναικός, ουδέ φαίνεται ουδαμώς ανήκουσα εις την αυτήν ως ο Ιάγος φυλήν. Αφού άπαξ υπό ενός κυριευθή αισθήματος, καταβάλλεται και απορροφάται υπ' αυτού, ωσεί ήτο της Άρκτου γέννημα. Ο έρως, όστις συνήθως αποκαθιστά τας γυναίκας τοσούτον ευμηχάνους, πληροί την καρδίαν αλλά δεν εξεγείρει την διάνοιαν αυτής. Τα συζυγικά καθήκοντα περικλείουσι πανταχόθεν τον ορίζοντα αυτής, πέραν δε του ορίζοντος εκείνου, ουδέν βλέπει ειμή σκότος. Ούτω δεν υποπτεύεται τους επαπειλούντας αυτήν κινδύνους, ουδέ φροντίζει να υπερνικήση αυτούς. Δεν απητείτο πολλή οξύνοια, όπως εννοηθώσιν οι σκοποί του Ιάγου. Αλλ' η Δυσδαιμόνα καταβάλλεται άνευ αμύνης. Εν πλήρει αθωότητι φέρεται προς τον σύζυγον αυτής εις τρόπον ώστε να τον παροξύνη, και παρέχει εις αυτόν αφορμάς υποψίας, τας οποίας άλλη επιδεξιωτέρα γυνή ήθελε διεκφύγει. Υπερασπίζεται τον Κάσιον, αναφέρει το όνομα αυτού εις πάσαν μετά του Οθέλλου συνομιλίαν, και μέχρι της εσχάτης αυτής πνοής έτι. Το απόνηρον αυτής γίνεται του θανάτου της η αιτία. Αλλά το απόνηρον ήτο ανέκαθεν το ιδιάζον αυτής χαρακτηριστικόν. Κατά τον ηθικόν νόμον, καθ' ον διελίσσονται πάντες οι εν τω Σαικσπειρείω θεάτρω χαρακτήρες, η Δυσδαιμόνα, καίτοι αθώα, τιμωρείται ένεκα του πρώτου αυτής παραπτώματος. Καθώς ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, υπεχώρησε και αύτη εις του πάθους την ορμήν, παρήτησε τον πατέρα, περιεφρόνησε το καθήκον. Η κόρη, ήτις αποδιδράσκει εκ της πατρικής οικίας, όπως παρακολουθήση τον σύζυγον, τον οποίον αυτή μόνη εξελέξατο, δεν θα ευδαιμονήση. Η αρά του γέροντος γερουσιαστού μένει επί της κεφαλής της Δυσδαιμόνης. «Πρόσεχε, λέγει προς τον Οθέλλον ο Βραβάντιος· ως ηπάτησε τον πατέρα, δύναται και τον σύζυγον ν' απατήση.» Τα πάντα όσα υπέρ του έρωτος εθυσίασεν, η τρυφερότης, η γενναιότης αυτής, τα πάντα στρέφονται εις καταμαρτυρίας κατ' αυτής. Καθ' ο εξ αρχής αγαπήσασα τοσούτον αυτογνωμόνως, θα εκληφθή ως δολία κατόπιν. Παραιτεί την πατρίδα· και επί ξένης γης, μακράν πάσης προστασίας, ακούει εαυτήν εξυβριζομένην· βλέπει σύνοφρυν τον Οθέλλον και κυριεύεται υπό αθυμίας. Ουδεμία τη απολείπεται πικρία. Προσβάλλεται και ο έρως και η τιμή αυτής. Η αβρά και ευαίσθητος νέα, ήτις ούτε δυσανασχετεί ούτε παραπονείται, αλλά προσπαθεί να εφεύρη δικαιολογήματα προς συγκάλυψιν της αδικίας του ανδρός αυτής, κατηγορείται ως άτιμος και περιφρονείται δημοσία, μέχρις ου επί τέλους εν τη ακμή της νεότητος θανατόνεται υπ' αυτού εκείνου, χάριν του οποίου τα πάντα εθυσίασε. Εκ τούτου δεν έπεται, ότι ο Σαικσπείρος καταδικάζει το ψυχικόν πάθος. Απ' εναντίας και αισθάνεται και εμπνέει βαθείαν υπέρ των θυμάτων του τοιούτου πάθους συμπάθειαν. Αλλ' υποδεικνύει εις ημάς πού το πάθος απολήγει, ότε χάριν αυτού θραύονται οι κοινωνικοί δεσμοί και καταπατούνται τα οικογενειακά καθήκοντα. (Mezières: Shakespeare, ses œuvres et ses critiques.)
(39) θέλει να ίδη αν ο Ιάγος ήναι τραγόπους, ως ο Διάβολος· αλλά τα περί τούτου λεγόμενα είναι μύθοι, επιλέγει.
(40) «Η υπερέχουσα εν τω βίω του Οθέλλου αρχή, είναι η συναίσθησις της τιμής. Το συνοικέσιον αυτού το θεωρεί ως σύνδεσμον στηριζόμενον επί της τιμής και της αμοιβαίας υπολήψεως. Ενταύθα έχομεν νέαν τινά και διάφορον του έρωτος φάσιν· ουχί την ορμητικήν και ακάθεκτον μέθην, ήτις παραφέρει τον Ρωμαίον και την Ιουλιέταν, αλλά κλίσιν πηγάζουσαν εκατέρωθεν εξ απεριορίστου εμπιστοσύνης εις τον έντιμον εκατέρου χαρακτήρα. Αμφότεροι, παραδιδόμενοι εις την φοράν του αισθήματος αυτών, γινώσκουσιν εκ προκαταβολής, ότι απαιτούνται εκατέρωθεν θυσίαι, όπως οι δύο αυτών βίοι εις έν συνενωθώσιν. Ότε δε η υπόληψις και η εμπιστοσύνη εκλείπουσι, παύει και η ευτυχία, ήτις επί τούτων εστηρίζετο. Την δ' ευτυχίαν εκείνην καταστρέφει η ζηλοτυπία, ήτις έξωθεν διά σατανικών δολοπλοκιών εισχωρεί εντός της συζυγικής ταύτης δυάδος· καθόσον εντός αυτής, και εν μέσω της απεριορίστου εκατέρωθεν εμπιστοσύνης, δεν δύναται να παραχθή αίτιον προς διατάραξιν της ευδαιμονίας αυτών. Όπως δ' εξεγερθή η ζηλοτυπία, απαιτείται η δολία διαγωγή του Ιάγου, επωφελουμένου της ακακίας των δύο συζύγων και αποδίδοντος αισχράς εννοίας εις πράγματα, άτινα η Δυσδαιμόνα εν πλήρει αθωότητι και απειρία πράττει. Αι ελάχισται συμπτώσεις, πράγματα, άτινα έτερός τις έχων πλειοτέραν των του κόσμου πείραν ουδέ ήθελε παρατηρήσει, προξενούσιν εις τον απλοϊκόν και άπειρον Οθέλλον βαθυτάτην εντύπωσιν, ότε ο δόλιος Ιάγος πειράται να δώση εις ταύτα σημασίαν μεγαλειτέραν, αφ' όσην ηδύναντο άλλως να έχωσι. Προσπαθεί ο δυστυχής να μην αφεθή εις το πάθος της ζηλοτυπίας, αλλά κατακυριεύεται υπ' αυτού. Θέλει να κρίνη δικαίως το πταίσμα της γυναικός, εις την οποίαν ενεπιστεύθη την τιμήν αυτού. Λησμονεί, όμως, ότι είναι επισφαλές να γείνη τις συνάμα ενάγων, κατήγορος και κριτής. Δεν είναι δολοφονία ο θάνατος της Δυσδαιμόνης, αλλά θυσία εις την Δικαιοσύνην. Η οργή όμως παραφέρει τον Οθέλλον, ότε η Δυσδαιμόνα εν τη συναισθήσει της αθωότητος αυτής τε και του Κασίου, και επιλήσμων του ιδίου κινδύνου, θρηνεί του Κασίου τον θάνατον, και τότε τελείται η δολοφονία. (W. Wagner. Shakespeare und die neûste Kritik.)
(41) Οι σχολιασταί διαφέρουσι ως προς την εξήγησιν του χωρίου τούτου. Τινές μεν εκλαμβάνουσιν αυτό ως αναγόμενον εις τον Ηρώδην, φονεύσαντα εν στιγμή ζηλοτυπίας την σύζυγον αυτού Μαριάμ, έτεροι δε ως εις Ιουδαίον καταστρέψαντα μαργαρίτην πολύτιμον, τον οποίον δεν εύρισκε να πωλήση κατ' αξίαν. Αλλ' ίσως άνευ σχολίων εννοείται αφ' εαυτής η παρομοίωσις του Οθέλλου.
(42) Ο Λοδοβίκος αποκαλεί τον Ιάγον Σπαρτιάτην κύνα: o Spartan dog! Διατί Σπαρτιάτην; Οι κύνες της Σπάρτης ήσαν περιβόητοι διά την ωμότητα και την εν τω διώκειν ταχύτητα. Ώστε καλείται ούτως ο Ιάγος ως διώκων σκληρώς και μέχρι θανάτου τα ατυχή αυτού θύματα. Οπωςδήποτε, αν μετέφραζα μετ' ακριβείας «Σκύλε της Σπάρτης,» υποπτεύομαι, ότι δεν θα μετεφέρετο η έννοια του κειμένου εις την μετάφρασίν μου.