.
Ο Μωάμεθ (Μεχμέτ) Γ΄ (τουρκ.: Mehmed III, αραβικά: محمد ثالث), ο επιλεγόμενος «Γαζή» (=νικητής) και «Πορθητής του Εγκέρ» (Ουγγαρίας), ήταν γιος και διάδοχος του Σουλτάνου Μουράτ Γ΄ (1574-1595) και της ευνοουμένης συζύγου του Σαφιγέ (=Καθαρή), χριστιανής από ευγενή ενετική οικογένεια. Βασίλευσε το διάστημα 1595-1603.
Γεννήθηκε στη Μαγνησία της δυτικής Μικράς Ασίας το 1566. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, στα σουλτανικά ανάκτορα. Μεταξύ άλλων, είχε δάσκαλο και τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Παχώμιο Β΄, ο οποίος τον δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά[1]. Η άνοδό του στο θρόνο το 1595 εγκαινιάσθηκε με τον ομαδικό φόνο των 19 αδελφών του και 12 έγκυων «οδαλίσκων» του πατέρα του, αλλά και από αλλεπάλληλες στάσεις του οθωμανικού στρατού.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ο πόλεμος με την Αυστρία, στο πλευρό της οποίας μάλιστα είχαν προσχωρήσει και οι υποτελείς στους Οθωμανούς ηγεμονίες της Βλαχίας, της Τρανσυλβανίας και της Μολδαβίας. Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του ο Χριστιανικός συνασπισμός είχε καταφέρει να τους αποσπάσει το Γκραν και κάποιες θέσεις στην Ουγγαρία. Το 1596 ο Μεχμέτ ανέλαβε την ηγεσία του στρατού και αντεπιτέθηκε, καταφέρνοντας να νικήσει τους Χριστιανούς. Τα επόμενα χρόνια την ηγεσία του στρατού ανέλαβαν στρατηγοί του, τη διοίκιση του κράτους η δυναμική μητέρα του Σαφιγέ, ενώ ο ίδιος απορροφούνταν όλο και περισσότερο από τις απολαύσεις και τις ηδονές των ανακτόρων. Ο πόλεμος με τους Αυστριακούς γρήγορα έλαβε στατικό χαρακτήρα, με τους Οθωμανούς να αρκούνται στην υπεράσπιση των οχυρών θέσεών τους και τους Αυστριακούς να επιχειρούν χωρίς επιτυχία να αποσπάσουν κάποια από τα οχυρά των Οθωμανών[2].
Η παρακμή των διοικητικών θεσμών, η κατάρρευση της οικονομίας και οι συνεχείς πολεμικές αποτυχίες προκάλεσε μια γενικευμένη εξέγερση των σπαχήδων της Μικράς Ασίας, κλονίζοντας της οθωμανική εξουσία στην περιοχή. Ο Μεχμέτ αναγκάστηκε να εκστρατεύσει προσωπικά για να την καταστείλει, αλλά τότε ξέσπασε νέα επανάσταση στην Κωνσταντινούπολη κατά του «καθεστώτος του Χαρεμιού». Για να ελέγξει την κατάσταση ο Μεχμέτ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια έντονη σύγκρουση μεταξύ των δύο στρατιωτικών σωμάτων, με καταστροφικές για την αυτοκρατορία συνέπειες. Σαν αποκορύφωμα των κρίσεων οι Σαφαβίδες της Περσίας επιτέθηκαν το 1603 και κατέλαβαν την Ταυρίδα και το Ερεβάν. Σε συγκεχυμένες και κρίσιμες συνθήκες ο Μεχμέτ ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον δευτερότοκο γιο του Αχμέτ (1603-1617). Τότε (Δεκέμβριος του 1603) πέθανε, πιθανόν δολοφονήθηκε από παλατιανούς αξιωματούχους. Η Βασιλεία του είναι η πρώτη κατά την οποία σημειώθηκε υποχώρηση της Οθωμανικής ισχύος στην Ευρώπη.
Υποσημειώσεις
1. ↑ Πηγή: Οικουμενικό Πατριαρχείο
2. ↑ Ο πόλεμος θα λήξει το 1606 με ασήμαντα εδαφικά οφέλη για τους Οθωμανούς, οι οποίοι όμως θα αναγκαστούν να παραιτηθούν από το φόρο υποτέλειας που εισέπρατταν πριν από τους Αυστριακούς. Η υποχώρηση αυτή, σε συνάρτηση με την οικονομική κατάρρευση λόγω των πολεμικών δαπανών θα επισπεύσει την Οθωμανική κάμψη των αρχών του 17ου αιώνα.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License