.
Ιστορική αναδρομή
Τα πρώτα συστήματα ανάφλεξης δημιουργήθηκαν μαζί με τους πρώτους κινητήρες εσωτερικής καύσης με καύσιμο την βενζίνη. Είναι τόσο άρρηκτες οι σχέσεις του κινητήρα βενζίνης με το σύστημα ανάφλεξης που δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Τα πρώτα συστήματα ανάφλεξης στις μηχανές εσωτερικής καύσης ήταν είτε με σπόγγο λευκοχρύσου ή με εξωτερικό καυστήρα. Για το πρώτο σύστημα τοποθετούνταν μέσα στο θάλαμο καύσης ένα τεμάχιο σπογγώδους λευκοχρύσου, το οποίο, με καταλυτικό τρόπο, πραγματοποιούσε την ανάφλεξη. Στο δεύτερο σύστημα υπήρχε μια μεταλλική ράβδος, που διέτρεχε την κεφαλή του κυλίνδρου με ένα εξωτερικό καυστήρα γινόταν πυράκτωση της ράβδου, ώστε να πραγματοποιείται η ανάφλεξη του μίγματος αέρα - βενζίνης στο εσωτερικό του κυλίνδρου.
Το 1860 πρώτος ο Ζαν Λενουάρ (Jean Lenoir) υπέβαλε αίτηση για ευρεσιτεχνία για έναν κινητήρα που διέθετε σύστημα ανάφλεξης πανομοιότυπο με το σημερινό και χρησιμοποιούσε αναφλεκτήρες (μπουζί) ως συσκευή παραγωγής του σπινθήρα. Όμως, τα μονωτικά υλικά που απαιτούσε ένα τέτοιο σύστημα, δεν μπορούσαν να παραχθούν με τα τότε τεχνολογικά μέσα. Το σύστημα του Λενουάρ δεν εξελίχθηκε μέχρι τις αρχές του 1900, οπότε αναπτύχθηκε αρκετά η τεχνολογία των μονωτικών υλικά, ώστε να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των καλωδιώσεων και των αναφλεκτήρων ενός τέτοιου συστήματος.
Τα μέρη του συστήματος ανάφλεξης
Πλατίνες
Το ρεύμα του συστήματος ανάφλεξης προέρχεται από τον συσσωρευτή (μπαταρία) κατά την εκκίνηση ή από τη γεννήτρια (δυναμό ή μεταλλάκτη). Το ρεύμα και στις δύο περιπτώσεις είναι συνεχές, κάτι που δεν επιτρέπει στον πολλαπλασιαστή να λειτουργήσει. Οι "πλατίνες", που στην πραγματικότητα είναι ένας απλός διακόπτης που, ανοίγοντας και κλείνοντας, δημιουργεί συνεχείς μεταβολές στην τάση στα άκρα του πολλαπλασιαστή και του επιτρέπει, έτσι, να λειτουργήσει. Οι πλατίνες, που είναι συνήθως δύο στους τετρακύλινδρους κινητήρες, αποτελούνται από το κινούμενο τμήμα, το ακίνητο τμήμα και δύο πλακίδια, τα οποία είναι αυτά που έρχονται σε επαφή όταν λέγεται ότι "κλείνουν οι πλατίνες". Λόγω της συνεχούς λειτουργίας τους, οι επαφές φθείρονται. Σε αυτό βοηθάει και το ότι η μεταξύ τους απόσταση είναι πολύ μικρή και είναι συχνή η δημιουργία σπινθήρων ανάμεσα στις επαφές. Γι’ αυτό το λόγο οι κατασκευαστές χρησιμοποίησαν υλικό μικρής ηλεκτρικής αντίστασης αλλά μεγάλης ανθεκτικότητας όπως ο λευκόχρυσος (πλατίνα).
[Επεξεργασία] Διανομέας
Ο διανομέας είναι μια συσκευή που αποτελείται από μια περιστρεφόμενη επαφή (ράουλο) και ένα ειδικά κατασκευασμένο κάλυμμα, πάνω στο οποίο τοποθετούνται τα καλώδια των αναφλεκτήρων, οι επαφές και το καλώδιο υψηλής τάσης, το οποίο μεταφέρει το ρεύμα υψηλής τάσης από τον πολλαπλασιαστή. Το ράουλο βρίσκεται σε μόνιμη περιστροφή. Έτσι, όταν κλείσουν οι πλατίνες και το ρεύμα υψηλής τάσης διοχετευθεί στο δευτερεύον κύκλωμα, το ράουλο έχει ρυθμιστεί έτσι ώστε να βρίσκεται στην κατάλληλη επαφή με αποτέλεσμα το ρεύμα να περάσει στον σωστό αναφλεκτήρα και να δημιουργηθεί σπινθήρας.
Πολλαπλασιαστής
Ο πολλαπλασιαστής είναι ένα επαγωγικό πηνίο (πηνίο Ruhmkorf). Αποτελείται από δύο μονωμένα μεταξύ τους πηνία κατασκευασμένα συνήθως από χαλκό, τα οποία χωρίζει ένα έλασμα. Το πρώτο πηνίο αποτελείται από λίγες σπείρες και σύρμα μεγάλης διαμέτρου. Αυτό το πηνίο διαρρέεται από ρεύμα χαμηλής τάσης (πχ 12 V). Το δεύτερο πηνίο αποτελείται από πολλές σπείρες και σύρμα μικρής διαμέτρου. Όταν το πρώτο πηνίο διαρρέεται από ρεύμα, δημιουργείται μαγνητικό πεδίο γύρω του. Η απότομη διακοπή του ρεύματος συνεπάγεται τη δημιουργία υψηλής τάσης στο δεύτερο πηνίο (φαινόμενο επαγωγής). Στους σύγχρονους πολλαπλασιαστές η τάση μπορεί να φτάσει τα 20.000 V και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και τα 30.000 V. Για να δημιουργηθεί σπινθήρας στους αναφλεκτήρες σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, μερικές χιλιάδες βολτ θα ήταν αρκετά. Στις συνθήκες, όμως, που επικρατούν στον θάλαμο καύσης κατά τη διάρκεια της συμπίεσης αυτό δεν είναι δυνατό και απαιτείται υψηλότερη τάση.
Καλώδια
Όπως προαναφέρθηκε, η δυσκολία υλοποίησης του παραπάνω συστήματος ανάφλεξης ήταν τα καλώδια. Οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται, η υγρασία και οι υδρογονάνθρακες ταλαιπωρούν πολύ τα καλώδια, τα οποία πρέπει να είναι πολύ καλά μονωμένα. Τα όποια προβλήματα που υπήρχαν στην αρχή ξεπεράστηκαν με τη βοήθεια των συνθετικών υλικών.
Αναφλεκτήρας
Ο αναφλεκτήρας (κοινώς "μπουζί", γαλλ. bougie) μπορεί να είναι απλός στη λειτουργία του, αλλά η κατασκευή του είναι πολύ δύσκολη. Αυτό γιατί, ενώ το ηλεκτρόδιο στο οποίο δημιουργείται ο σπινθήρας βρίσκεται μέσα στο θάλαμο καύσης και δέχεται υψηλές θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 800 οC, το υπόλοιπο τμήμα του βρίσκεται εκτός θαλάμου καύσης και δέχεται πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες. Το ηλεκτρόδιο, επίσης, πρέπει να έχει υψηλή αντοχή, γιατί η συνεχής παραγωγή σπινθήρων προκαλεί τη φθορά του. Επίσης, θα πρέπει να απάγει θερμότητα, γιατί σε περίπτωση που παραμένει θερμός υπάρχει κίνδυνος το καύσιμο μείγμα να αναφλέγεται από το σώμα του και όχι από τον σπινθήρα. Αν, από την άλλη, ο αναφλεκτήρας απάγει θερμότητα υπερβολικά, τότε δεν θα έχει την απαραίτητη θερμοκρασία για να κάψει τα κατάλοιπα της καύσης, τα οποία μπορούν να «μονώσουν» το ηλεκτρόδιο και έτσι να μη δημιουργείται σπινθήρας.
Η Ηλεκτρονική Ανάφλεξη
Στους σύγχρονους βενζινοκινητήρες αυτά τα συστήματα ανάφλεξης έχουν παραγκωνιστεί, καθώς είχαν και αρκετά προβλήματα. Το κόστος παραγωγής τους είναι μεγάλο, η συντήρησή τους δαπανηρή, δεν είχαν την απαραίτητη αξιοπιστία, η καύση δεν ήταν πάντα τέλεια, με αποτέλεσμα η κατανάλωση και οι εκπεμπόμενοι ρύποι να αυξάνονται Οι απαιτήσεις για μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούν καλύτερη καύση.
Στα συστήματα ηλεκτρονικής ανάφλεξης οι πλατίνες αντικαθίστανται από τρανζίστορ, το οποίο αναλαμβάνει να ανοίγει και να κλείνει το πρωτεύον κύκλωμα. Το σήμα για το άνοιγμα και κλείσιμο δίδεται από μαγνητικό αισθητήρα (αισθητήρας Hall). Ο διανομέας, σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να απαλειφθεί τελείως από το σύστημα. Υπάρχει παράλληλη σύνδεση δύο αναφλεκτήρων, με τον ένα να δίνει σπινθήρα σε κενό. Γενικά, τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα απάλλαξαν το σύστημα ανάφλεξης από τις επαφές μεταξύ μετάλλων, οι οποίες δημιουργούσαν φθορές και κακή λειτουργία.
Η ηλεκτρονική ανάφλεξη, που αποτελείται από ένα μόνο τρανζίστορ, ήταν βραχύβια και είχε ελάχιστες εφαρμογές. Πράγματι, η εξέλιξη που σημειώθηκε στον τομέα αυτό μέσα σε ελάχιστα χρόνια ήταν τόσο γρήγορη, ώστε να θεωρούνται απαρχαιωμένα τα συστήματα που μόλις ένα χρόνο πριν θεωρούνταν αξεπέραστα. Οι διατάξεις ηλεκτρονικής ανάφλεξης των τελευταίων ετών αποτελούνται, συνήθως, από τρία βασικά τμήματα και διαφοροποιούνται ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία. Στα συστήματα χωρίς πλατίνες (breakerless) έχουν καταργηθεί τελείως οι πλατίνες, τη θέση των οποίων έχει καταλάβει ένας ηλεκτρομαγνητικός αισθητήρας (πικ-άπ) ή ένας αισθητήρας Hall. Τα συστήματα με στατικές διατάξεις προπορείας έχουν καταργηθεί, όπως επίσης και οι μηχανικού τύπου διατάξεις προπορείας και διαπίστωσης της φάσης, που υποκαταστάθηκαν με ηλεκτρονικές.
Στα συστήματα με στατική διανομή, τέλος, ο «παραδοσιακός» διανομέας της υψηλής τάσης έχει αντικατασταθεί από ειδικά ηλεκτρονικά κυκλώματα, που βρίσκονται στην κεντρική μονάδα (μικροεπεξεργαστή).
Οι αισθητήρες
Ένα μεγάλο βήμα στην κατασκευή συστημάτων ανάφλεξης αποτέλεσε η εισαγωγή αισθητήρων, δηλαδή διατάξεων που μετατρέπουν ένα φυσικό μέγεθος (σ.α.λ., θερμοκρασία, πίεση κτλ) σε ηλεκτρικό σήμα, το οποίο αξιοποιείται από τον μικροεπεξεργαστή, αφού μετασχηματισθεί, ενισχυθεί και συγκριθεί με άλλα σήματα, για να προσαρμοσθεί στις ανάγκες του κινητήρα. Ο αισθητήρας διακύμανσης μαγνητικής αντίστασης αποτελείται από ένα πυρήνα από μαγνητισμένο σίδηρο, που φέρει περιέλιξη από χάλκινο σύρμα: όταν μπροστά από το άκρο του πυρήνα, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη του 1,5 mm, διέλθει με ταχύτητα ένα "δόντι" από μαγνητικό υλικό (σίδηρος, χάλυβας), στα άκρα του πηνίου δημιουργείται ηλεκτρική τάση. Εμπρός από τον αισθητήρα αυτού του τύπου, που χρησιμοποιείται στην ανάφλεξη breakerless, περιστρέφεται ένας οδοντωτός τροχός, που φέρει τόσα "δόντια" όσοι είναι οι κύλινδροι, δηλαδή ισάριθμα με τους λοβούς του έκκεντρου που κινούσε το μηχανισμό των πλατίνων. Ο τροχός αυτός εδράζεται στον ίδιο άξονα που πριν έφερε το έκκεντρο, και η διάμετρος του είναι τέτοια, ώστε να χωρά στον κορμό του διανομέα.
Αισθητήρας με γεννήτρια Hall
Ο αισθητήρας με γεννήτρια Hall αποτελείται από έναν ημιαγωγό κρύσταλλο, ικανό να παραγάγει ηλεκτρικό σήμα, όταν βρίσκεται σε μαγνητικό πεδίο. Μπορεί να τοποθετηθεί, όπως και ο προηγούμενος, μέσα στον κορμό του διανομέα όπου, αντί του τροχού με τέσσερα ή έξι δόντια, αναλόγως του αριθμού των κυλίνδρων, υπάρχει ένα "κύπελλο", πάντα από μαγνητικό υλικό, με τέσσερα (ή έξι) μαγνητικά θωρακισμένα τμήματα, ικανά να ανακόψουν ή να αφήσουν να διέλθει το μαγνητικό πεδίο που δημιουργεί ένας μαγνήτης και κατευθύνεται προς τον ημιαγωγό. Όπως και στον προηγούμενο αισθητήρα, το αποτέλεσμα είναι να παράγεται μια παλλόμενη ηλεκτρική τάση, με τόσες κορυφές, όσοι ήταν πριν οι λοβοί του έκκεντρου (δηλαδή, όσα είναι τώρα τα τμήματα του "κυπέλλου").
Άλλοι αισθητήρες
Ο αισθητήρας με ποτενσιόμετρο είναι μια αντίσταση από γυμνό σύρμα, περιελιγμένο σε μονωμένη βάση, πάνω στον οποίο ολισθαίνει μια κινητή επαφή. Η αντίσταση μπορεί να είναι ευθεία (για τη μέτρηση ευθύγραμμων κινήσεων) ή κυκλική (για τη μέτρηση γωνιακών κινήσεων, όπως της "πεταλούδας" στο γκάζι).
Ο αισθητήρας με φύσιγγα υποπίεσης χρησιμοποιείται για τη διαπίστωση του φορτίου του κινητήρα με βάση την υποπίεση στον αυλό εισαγωγής, ώστε να μεταβάλλεται αναλόγως η προπορεία. Έτσι, υποκαθιστά την αυτόματη προπορεία με υποπίεση, που χρησιμοποιούταν στις συμβατικές διατάξεις• όμως, αντί το διάφραγμα του να συνδέεται, μέσω ράβδου, με τον πλατινοφόρο άξονα, η κίνηση του μετράται ηλεκτρικά: συνήθως το διάφραγμα φέρει ειδικές αντιστάσεις, αποτελούμενες από ημιαγωγούς, η αντίσταση των οποίων παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις όταν υφίστανται παραμόρφωση, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται η έκταση της κίνησης του διαφράγματος.
Ο θερμικός αισθητήρας χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θερμοκρασίας του ψυκτικού υγρού, καθώς και του περιβάλλοντος. Συνήθως ως αισθητήρες θερμοκρασίας χρησιμοποιούνται θερμικά μεταβλητές αντιστάσεις (θερμίστορ), υλικά που η αντίσταση τους παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις με τη μεταβολή της θερμοκρασίας: μπορούν να είναι τύπου ΝΤC (οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενοι), στους οποίους η αντίσταση μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, ή τύπου ΡΤC, η αντίσταση των οποίων αυξάνει παράλληλα με τη θερμοκρασία. Οι διαστάσεις και το σχήμα τους προσεγγίζουν τα αντίστοιχα ενός αναφλεκτήρα.
Ηλεκτρονική Μονάδα Ελέγχου
Βρίσκεται αμέσως μετά τους αισθητήρες και επεξεργάζεται τα στοιχεία που της μεταδίδουν. Η ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου (E.C.U.) είναι το καθαυτό ηλεκτρονικό τμήμα της όλης αλυσίδας που απαρτίζουν τα στοιχεία της ανάφλεξης. Στο εσωτερικό της E.C.U. υπάρχουν τα κυκλώματα εισόδου, που παραλαμβάνουν τα ηλεκτρικά σήματα από τους διάφορους αισθητήρες και τα μετασχηματίζουν έτσι, ώστε να είναι κατανοητά και αξιοποιήσιμα από τα επόμενα κυκλώματα.
Το σημαντικότερο κύκλωμα εισόδου είναι ο αναλογικός / ψηφιακός μετατροπέας, που αναλαμβάνει να μετασχηματίσει σε ψηφιακά τα αναλογικά σήματα που παραλαμβάνει. Η κεντρική μονάδα επεξεργασίας είναι το κεντρικό τμήμα της E.C.U., ο εγκέφαλος της ηλεκτρονικής μονάδας, στην οποία φθάνουν τα ψηφιοποιημένα από τον μετατροπέα σήματα. Η κεντρική μονάδα αποτελείται από μια προσωρινή μνήμη (RΑΜ), που αποθηκεύει τα εισερχόμενα στοιχεία και μια μόνιμη μνήμη (ROM), η οποία περιέχει όλα τα στοιχεία του προγράμματος που πρέπει να εκτελέσει της E.C.U., σύμφωνα με τις προβλέψεις του κατασκευαστή. Τέλος, υπάρχει ο μικροεπεξεργαστής, που εκτελεί όλους τους απαραίτητους υπολογισμούς.
Μηχανισμοί ενεργοποίησης
H E.C.U. επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παραλαμβάνει από τους αισθητήρες και στέλνει εντολές στους μηχανισμούς ενεργοποίησης, διατάξεις που επενεργούν στην ανάφλεξη (χρόνος, διάρκεια και ένταση του σπινθήρα) έτσι, ώστε να βελτιστοποιούνται οι επιδόσεις του κινητήρα. Μεταξύ των μηχανισμών ενεργοποίησης πρώτος πρέπει να αναφερθεί ο πολλαπλασιαστής. Στους περισσότερο πρόσφατους τύπους ηλεκτρονικής ανάφλεξης χρησιμοποιήθηκαν πολλαπλασιαστές, όπου η πρωτεύουσα περιέλιξη έχει αντίσταση πολύ χαμηλότερη του «παραδοσιακού» τύπου, δηλαδή 0,35-0,80 Ω, αντί 3 Ω. Με τόσο χαμηλή αντίσταση, το ρεύμα της πρωτεύουσας περιέλιξης έχει τη δυνατότητα να φθάσει στη μέγιστη προβλεπόμενη τιμή, ακόμη και όταν η τάση της μπαταρίας είναι πολύ χαμηλή (μπαταρία μερικώς αποφορτισμένη).
Άλλοι μηχανισμοί ενεργοποίησης είναι οι διατάξεις μεταβολής της προπορείας. Αυτές που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, με τις φυγοκεντρούμενες μάζες και με φύσιγγα υποπίεσης, υπάρχουν μόνο στα συμβατικά συστήματα ανάφλεξης, καθώς και στα breakerless.
Στα περισσότερο πρόσφατα και περισσότερο ηλεκτρονικά συστήματα ανάφλεξης, η ρύθμιση αυτή γίνεται μόνο από την E.C.U., αναλόγως των σημάτων που λαμβάνει από τους αισθητήρες. Έτσι, η μεταβολή της προπορείας δεν γίνεται πλέον χάρη στην κίνηση κάποιων στοιχείων, αλλά ύστερα από εντολή της E.C.U βάσει των στοιχείων που διατηρεί στη μνήμη RΟΜ. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να παρασταθούν με τη μορφή τρισδιάστατου χάρτη από τον οποίο γίνεται αντιληπτό πώς η E.C.U, έχοντας παραλάβει τις πληροφορίες σχετικά με τις σ.α.λ. και με την υποπίεση στον αυλό εισαγωγής (δηλαδή το φορτίο του κινητήρα), μπορεί να δώσει εντολή να αχθεί η προπορεία στον αριθμό μοιρών που προβλέπει ο κατασκευαστής για τη συγκεκριμένη συνθήκη λειτουργίας του κινητήρα. Το σύστημα αυτό λέγεται στατικής μεταβολής προπορείας ή, απλούστερα, στατικής προπορείας. Ο διανομέας έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το χρησιμοποιούμενο στη συμβατική ανάφλεξη, εκτός της εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικής ανάφλεξης, στην οποία η διανομή του ρεύματος υψηλής τάσης στους αναφλεκτήρες δεν γίνεται πλέον με περιστρεφόμενη ψήκτρα, αλλά στατικά, δηλαδή χωρίς κινητά στοιχεία, όπως στην περίπτωση του 16-βάλβιδου κινητήρα της εταιρείας Saab-Scania, όπου έχει εφαρμοστεί ένας μικρός πολλαπλασιαστής σε κάθε αναφλεκτήρα. Στην ηλεκτρονική ανάφλεξη, τέλος, χρησιμοποιούνται οι ίδιοι αναφλεκτήρες που εφαρμόζονται και στις συμβατικές αναφλέξεις.
Λειτουργικές διαφορές
Το σύστημα σώρευσης της ενέργειας, που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία του σπινθήρα, μπορεί να είναι επαγωγικό ή με εκφόρτιση. Στην ανάφλεξη με επαγωγικό σπινθήρα, αυτός δημιουργείται χάρη στο φαινόμενο της επαγωγής. Το μαγνητικό κύκλωμα συσσωρεύει, με τη μορφή μαγνητικού πεδίου, την ενέργεια που του παρέχει το ρεύμα, το οποίο κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα περιέλιξη. Η ενέργεια αυτή είναι τόσο υψηλότερη, όσο μεγαλύτερη είναι η επαγωγή του κυκλώματος και όσο υψηλότερο είναι το ρεύμα που το διατρέχει. Όταν το ρεύμα διακόπτεται, η ενέργεια αυτή μετακινείται, μέσω της μεταβολής μαγνητικής ροής, στο χώρο γύρω από τη δευτερεύουσα περιέλιξη, προκαλώντας επαγωγικά την υψηλή τάση, που εκφορτίζεται μεταξύ των ηλεκτροδίων του αναφλεκτήρα. Η διάρκεια του σπινθήρα αυτού εξαρτάται από την ποσότητα ενέργειας που έχει συσσωρευτεί στο μαγνητικό κύκλωμα του πολλαπλασιαστή.
Στην ανάφλεξη με εκφόρτιση ο σπινθήρας παράγεται από την εκφόρτιση ενός πυκνωτή μέσω της πρωτεύουσας περιέλιξης του πολλαπλασιαστή. Ο πυκνωτής αυτός έχει πολύ μεγαλύτερη χωρητικότητα από αυτούς που χρησιμοποιούνται συνήθως στα συστήματα ανάφλεξης και φορτίζεται, μέσω ειδικού κυκλώματος, με τάση τουλάχιστον 400V. Η εκφόρτιση του πυκνωτή στην πρωτεύουσα περιέλιξη του πολλαπλασιαστή επιτυγχάνεται μέσω ενός ημιαγωγού που ονομάζεται θυρίστορ και ο οποίος ενεργοποιείται, την κατάλληλη στιγμή, από τις πλατίνες ή, όταν αυτές δεν υπάρχουν, από την E.C.U. Στο σύστημα εκφόρτισης, η διάρκεια του σπινθήρα είναι πολύ βραχύτερη από του επαγωγικού συστήματος (0,1 - 0,2 msec αντί 1,5 - 1,8 msec), αλλά είναι ταχύτατη η άνοδος της τάσης και πολύ υψηλή η μέγιστη τιμή της όπου σχηματίζεται ο σπινθήρας. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σπινθήρα που επιτυγχάνεται με το σύστημα εκφόρτισης πυκνωτή, καθιστούν αυτή τη διάταξη κατάλληλη να παρέχει τάση ανάφλεξης μόνο σε κινητήρες υψηλών επιδόσεων ή σε κινητήρες που εμφανίζουν έντονη περιδίνηση.
[Επεξεργασία] Στατική ηλεκτρονική προπορεία
Στην ηλεκτρονική ανάφλεξη με στατική προπορεία, ο αισθητήρας μέτρησης στροφών ανά λεπτό (σ.α.λ.) δεν βρίσκεται πλέον στο διανομέα, αλλά τοποθεται απέναντι από την εξωτερική οδόντωση του σφονδύλου. Η συνεχής διέλευση των δοντιών του σφονδύλου μπροστά στον αισθητήρα δημιουργεί, στην περιέλιξη του, μια παλμικά μεταβαλλόμενη τάση που αξιοποιείται από την E.C.U. για να μετρά τις σ.α.λ. Μια (ή περισσότερες) ασυνέχειες στα δόντια του σφονδύλου, επιτρέπουν, εξάλλου, στην E.C.U. να αντιλαμβάνεται τη θέση του Άνω Νεκρού Σημείου (ΑΝΣ) ενός ή περισσοτέρων κυλίνδρων.
Πηγές
Auto & Auto
Ηλεκτρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα Αυτοκινήτου
Σημειώσεις Ηλεκτροτεχνίας, Τ.Ε.Ι.Θ.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License