.
Η κομητεία της Ριβαγόρθα (Ribagorza) ή κομητεία της Ριμπαγόρσας ήταν μια από τις ήδη υπάρχουσες κομητείες στα εδάφη, που κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 9ου αιώνα, αναφέρονται από κάποιους ιστορικούς του καρολίγγειου κύκλου ως Ισπανική Μαρκιωνία (Marca Hispanica). Αποτελείται από τις λεκάνες των ποταμών Έσερα και Ισάβενα, όπως επίσης και από ένα μεγάλο μέρος της λεκάνης του Νογέρα Ριβαγορσάνα. Αυτό ισοδυναμεί περίπου με την σημερινή περιοχή που ονομάζεται Ριβαγόρθα στην αυτόνομη κοινότητα της Αραγωνίας.
Μαζί με τις κομητείες της Αραγωνίας και του Σοβράρμπε σχημάτισε αργότερα το Βασίλειο της Αραγωνίας.
Ιστορία
Προέλευση της κομητείας
Κατά την φραγκική κατάκτηση νότια των Πυρηναίων, οδηγούμενη από τον Καρλομάγνο, ο Γουλιέλμος Α´ της Τουλούζης πραγματοποίησε ο ίδιος την κατάληψη των κομητειών Παλιάρς και Ριβαγόρθα και τις ενσωμάτωσε στην κομητεία του, παρά την αντίθεση της τοπικής ελίτ. Κατά το έτος 833 ο Γκαλίντο Αθνάρεθ, γιος του κόμη του Ουρζέλ και της Σερδάνια, Αθνάρ Γκαλίντεθ, κατάσχεσε αυτές τις περιοχές από την κυριαρχία της Τουλούζης. Χάρη στο αυτόχθονο συναίσθημα, κατάφερε να αντισταθεί και να κρατήσει το Παλιάρς και τη Ριβαγόρθα μέχρι το 844, παρά το γεγονός ότι έχασε εντωμεταξύ την κομητεία του Ουρζέλ και την κομητεία της Σερδάνια (χορηγήθηκαν το έτος 834 στον Σουνιφρέδο του Ουρζέλ-Σερδάνια από τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή). Ο Γκαλίντο εξορίστηκε το 844 από τον κόμη Φρέδολ της Τουλούζης.
Το αυτόχθονο συναίσθημα συνέχισε να υπάρχει παρά ταύτα. Το 872 η κομητεία της Τουλούζης υπέστη μια κρίση στην ηγεσία μετά από τη δολοφονία του κόμη Βερνάρδου Β΄ της Τουλούζης από τους πιστούς του Βερνάρδου Πλανταπιλόσα, ο οποίος αναγνωρίστηκε στη συνέχεια ως κόμης από τον Κάρολο τον Φαλακρό. Στη συνέχεια, ένας τοπικός άρχοντας, ο Ραϋμόνδος, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία ώστε να ανεξαρτητοποιηθούν τα εδάφη νότια των Πυρηναίων από τις κομητείες και να δημιουργήσει την δική του δυναστεία κομητών.
Δυναστεία της κομητείας του Ραϋμόνδου
Ο Ραϋμόνδος Α΄ του Παλιάρς-Ριβαγόρθα (872–920), ήταν γιος του κόμη Λόπε ντε Βιγόρα και τρισέγγονος του Λόπε Θεντούλο, που το 818 είχε λάβει τον τίτλο του δούκα των Βασκόνων, ένα λαό κυρίαρχο στις εσωτερικές περιοχές των Πυρηναίων. Προκειμένου να εδραιώσει την ανεξαρτησία του, ο Ραϋμόνδος Α΄ προσπάθησε να ιδρύσει μια δική του επισκοπή στο Παλιάρς, και το κατάφερε χάρη στις δολοπλοκίες του κληρικού της Σερδάνια, Εσκουέλα και βρίσκοντας συμμάχους ενάντια στους κόμητες της Τουλούζης, που φιλοδοξούσαν να ανακτήσουν την κυριαρχία επί των εδαφών τους νότια των Πυρηναίων. Έτσι, ο κόμης του Παλιάρς-Ριβαγόρθα κοίταζε να επηρεάσει τα γειτονικά κράτη. Στη Ναβάρρα, παρενέβη το 905 στο πραξικόπημα που ενθρόνισε τον ανιψιό του, Σάντσο Γκαρθές Α΄, ενώ στη Σαραγόσα ενίσχυσε τους δεσμούς με την μουσουλμανική δυναστεία Μπάνου-Κάσι (Banu-Qasi). Όμως, το 904, το μέλος των Μπανού Κάσι, Λόπε ίμπιν Μοχάμετ, έσπασε την γραμμή που ακολούθησε ο πατέρας του, κάνοντας επίθεση ενάντια στις κομητείες των Παλιάρς και Ριβαγόρθα. Αργότερα, το 907, πραγματοποιήθηκε μια νέα εκστρατεία αυτή την φορά από τον Μοχάμετ αλ-Ταβίλ της Ουέσκας καταλαμβάνοντας στη Ριβαγόρθα, τη Ροδα ντε Ισάβενα και το Μοντπεδρός, με αποτέλεσμα ο κόμης να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πολιτική της συνεννόησης με τους μουσουλμάνους.
Με το θάνατο του Ραϋμόνδου Α´ το 920, η εξουσία του χωρίζεται ανάμεσα τους γιους του: Οι Μιρό της Ριβαγόρθα και Βερνάρδο θα κυβερνήσουν την Ριβαγόρθα, ενώ οι Ίσαρν και Λόπε θα συν-διοικήσουν την κομητεία του Παλιάρς.
Η δυναστεία της Ριβαγόρθα
Ο Βερνάρδος Ουνιφρέδο κατάφερε να ανακτήσει τα εδάφη που κατέλαβαν οι μουσουλμάνοι το 907, ενώ ενσωμάτωσε και το Σοβράρμπε ως προίκα από το γάμο του με την Τόδα Γκαλίνεθ, κόρη του Γκαλίντο Β΄ Αθνάρεθ.[1] Καθώς ο Μιρό πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, ο Ραϋμόνδος Β´, γιος του Βερνάρδου Ουνιφρέδο και της Τόδας, ήταν ο μόνος κληρονόμος της Ριβαγόρθα. Μετά το θάνατο του Ραϋμόνδου Β´ το 970, τον διαδέχτηκαν στη κομητεία της Ριβαγόρθα τα παιδιά του Ουνιφρέδος (970–979), Αρνάλδο (979–990) και Ισάρνο (990–1003). Όταν πέθανε και ο τελευταίος γιος, η αδελφή του η Τόδα, που ήταν παντρεμένη με τον Σουνιέρ του Παλιάρς, κυβέρνησε την κομητεία. Το 1011 όταν χήρεψε συσχέτισε την κομητεία με τον ανιψιό της, Γουλιέλμο, νόθο γιό του Ισάρνο, ο οποίος με τη βοήθεια του εξαδέλφου του, κόμη της Καστίλης Σάντσο Γκαρθία, αντιστάθηκαν στις επιθέσεις των μουσουλμάνων. Με τον θάνατο του Γουλιέλμου το 1017, η Ριβαγόρθα προσαρτήθηκε στοβασίλειο της Παμπλόνα, που περιλάμβανε επίσης την παλιά κομητεία της Αραγωνίας.
Σάντσο Γ´ο Μέγας της Παμπλόνα
Μετά από μια σύγκρουση εναντίον των ανδρών της Κοιλάδας του Αράν, που αντιτίθενταν στην εξουσία του, το 1017 πέθανε ο κόμης Γουλιέλμος της Ριβαγόρθα χωρίς να έχει απογόνους και χωρίς να έχει αφήσει διάδοχο. Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση κρίσης, με αποτέλεσμα οι άραβες να βρουν την ευκαιρία να επιτεθούν στο κέντρο και στα νότια της κομητείας, παίρνοντας στην κατοχή τους τις περιοχές της Ρόδας και του Σανταλιέστρα.
Το 1018, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με παρότρυνση κάποιων ευγενών της κομητείας, ο βασιλιάς Σάντσο Γ´ της Παμπλόνα, που ήταν παντρεμένος με την Μουνιαδόνα της Καστίλης (μια δισέγγονη του κόμη Ραϋμόνδου Β´ της Ριβαγόρθα), κατέλαβε τα εδάφη που αντιστοιχούσαν στον Γουλιέλμο της Ριβαγόρθα, δηλαδή το κεντρικό μέρος της Ριβαγόρθα, που βρίσκεται στα βόρεια του κάστρου της Λαγουάρες, στις λεκάνες ανάμεσα στους ποταμούς Έσερα και Ισάβενα και παρενόχλησε τους Σαρακηνούς. Με αυτό τον τρόπο, το βόρειο τμήμα της κομητείας (η Κοιλάδα του Σος, οι λεκάνες ψηλά του Έσερα και του Ισάβενα, στο βόρειο τμήμα της sierra de Ballabriga και του Τουρμπόν) μαζί με ολόκληρη την λεκάνη του Νογέρα Ριβαγορσάνα ήρθαν στην κατοχή του κόμη Ραϋμόνδου Γ´ του Κάτω Παλιάρς, που ήταν παντρεμένος με τη Μαγιόρ Γκαρθία, κόρη του Γκαρθία Φερνάντεθ, κόμη της Καστίλης, και της Άβα της Ριβαγόρθα, και ήταν επίσης και εγγονή του Ραϋμόνδου Β´ της Ριβαγόρθα.
Κατά το έτος 1020 ο Ραϋμόνδος Γ´ του Κάτω Παλιάρς αποκήρυξε τη γυναίκα του, που κατέφυγε στη βόρεια περιοχή της κομητείας της Ριβαγόρθα, από όπου η κομητεία του Κάτω Παλιάρς προσπάθησε να την απελάσει προκειμένου να την αποβάλει από την περιοχή της. Τέλος, μετά από μια εξέγερση που έλαβε χώρα το 1025, η Μαγιόρ έχασε την κατοχή της κομητείας, η οποία πέρασε στα χέρια του Σάντσο Γ´ της Παμπλόνα. Στη συνέχεια, η Μαγιόρ αποσύρθηκε στην Καστίλη, όπου κατέληξε να γίνει ηγουμένη της μονής του San Miguel de Pedroso, στα παλιά της εδάφη στη Ριβαγόρθα. Ο Ραϋμόνδος Γ´ του Κάτω Παλιάρς διατήρησε μόνο τη λεκάνη του Νογέρα Ριβαγορσάνα, ενώ την υπόλοιπη κομητεία κατείχε ο Σάντσο Γ´ ο Μέγας.
Το βασίλειο της Αραγωνίας
Μετά το θάνατό του Σάντσο Γ´ της Παμπλόνα, το 1035, η κληρονομιά του χωρίζεται τους γιους του: Φερδινάνδο Α' της Καστίλης, Γκαρθία Σάντσεθ Γ´ της Παμπλόνα, Γκονθάλο Α´ της Ριβαγόρθα και Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας, κάθε ένας από αυτούς τους κληρονόμους θα λάβει στην διοίκησή του μία εκ των κληρονομικών κτήσεων.
Ο Γκονθάλο Α´ πέθανε το 1043 και οι κτήσεις του (το Σοβράρμπε και η Ριβαγόρθα) προσαρτήθηκαν στο βασίλειο του Ραμίρο Α´, το οποίο περιελάμβανε μόνο την παλιά κομητεία της Αραγωνίας, δηλαδή τη περιοχή των Πυρηναίων της Χάκας.
Μετά την προσάρτηση της Ναβάρρας στην Αραγωνία από το βασιλιά Σάντσο Ραμίρεθ (1076) και την κρίση που προκλήθηκε στον μουσουλμανικό κόσμο από το θάνατο του βασιλιά Αλ-Μουκταδίρ της Σαραγόσας το 1081, άρχισε η επέκταση της Αραγωνίας. ο Πέτρος, γιος του βασιλιά Σάντσο Ραμίρεθ, κατά την περίοδο που πατέρας του ήταν ακόμη εν ζωή, πήρε υπό την διοίκησή του την Εστάδα (1087) και το Μονθόν (1089). Αργότερα έγινε βασιλιάς (1096–1104), και πήρε τον έλεγχο της Ουέσκας (1096) και του Μπαρμπάστρο (1100). Ο Αλφόνσος ο Μαχητής (1104–1134), αδελφός και διάδοχος του Πέτρου, συνέχισε την επέκταση με τη κατάληψη της Σαραγόσας (1118), και λίγο μετά, των Τουδέλα και Ταραθόνα. Έπειτα προσπάθησε να καταλάβει τη Λιέιδα και τη Τορτόζα, που όμως απέτυχε λόγω της συμμαχίας του εμίρη της Λιέιδα με τον Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Γ´. Ο Αλφόνσος ο Μαχητής πέθανε το 1134 μετά από την μάχη της Φράγας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αποκαταστάθηκαν οι επισκοπές της Ουέσκας, της Ταραθόνα και της Σαραγόσας.
Μετά το θάνατο του Αλφόνσου του Μαχητή, ο οποίος δεν άφησε απογόνους, ύστερα από διαβουλεύσεις κατέληξε να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο αδελφός του Ραμίρο Β´ ο Μοναχός (1134–1147). Το 1137, ο Ραμίρο Β΄ συμφώνησε να δώσει σε γάμο την κόρη του Πετρονίλια στον κόμη της Βαρκελώνης Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ´. Ο γάμος αυτός αποτέλεσε την αφορμή της δημιουργίας του Στέμματος της Αραγωνίας.
Η νέα δυναστεία της Ριβαγόρθα
Το κεφάλαιο των Συνταγμάτων της Καταλονίας, αφιερωμένο στην Ειρήνη και την Ανακωχή.
Η ένωση της Αραγωνίας με την Καταλονία έθεσε το ζήτημα της οριοθέτησης των εδαφών αυτών, τα οποία δεν ήταν εντελώς ενοποιημένα κατά την εποχή του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Δ΄, αν και κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, οι περιοχές της κομητείας της Ριβαγόρθα ακολουθούσαν πάντα το διοικητικό σύστημα της αραγωνικής φεουδαρχίας και όχι αυτό της καταλανικής διοίκησης. Ανάμεσα στα αραγωνικά φέουδα, που εμφανίζονται σε σταθερή βάση σε έγγραφα μεταξύ των ετών 1000 και 1200, αναφέρονται τα Μπεναβάρε, Μπενάσκε, Cajigar, Calvera, Cornudella, Estada, Estadilla, Falces, Fantova, Φράγα, Laguarres, Lascuarre, Luzás, Mequinenza, Monclús, Monesma, Μονθόν, Perarrúa, Puente de Montañana, San Esteban de Λιτέρα, San Esteban de Mall, Ταμαρίτε ντε Λιτέρα, Troncedo και Viacamp.[2]
Τον Ιανουάριο του 1244, ο Ιάκωβος Α΄ όρισε τα σύνορα μεταξύ της Αραγωνίας και της Καταλονίας επί του ποταμού Σίνκα, από την κοιλάδα του Μπιέλσα μέχρι τον ποταμό Έβρο, συμπεριλαμβάνοντας τμήμα της κομητείας του Σοβράρμπε στην Καταλονία, παρά τις διαμαρτυρίες των Αραγωνέζων. Έπειτα, το 1300 η Σύνοδος της Αραγωνίας που συνεδρίασε στην Σαραγόσα από τον Ιάκωβο Β΄ τον Δίκαιο, ψήφισε ένα κεφάλαιο που επικυρώθηκε από τον βασιλιά, συμπεριλαμβάνοντας τις κομητείες της Ριβαγόρθα και του Σοβράρμπε και την περιοχή της Λα Λιτέρα (συμπεριλαμβανομένου του Αλμαθέγιας) εντός του βασιλείου της Αραγωνίας. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, η Σύνοδος της Καταλονίας που συνεδρίασε στην Βαρκελώνη το 1305, ενέκρινε ένα κεφάλαιο αντίθετο με το ψήφισμα της Σαραγόσας, δηλώνοντας ότι η Καταλονία εκτείνεται από το Σάλσες μέχρι τον ποταμό Σίνκα. Όμως ο Ιάκωβος Β΄ δεν το ενέκρινε αυτό το κεφάλαιο, και έτσι οι περιοχές πέρασαν οριστικά στην Αραγωνία.
Το 1322, ίσως σε μία προσπάθεια να ξεπεραστούν τα αποτελέσματα της απόφασης του 1305, ο Ιάκωβος Β´ αποφάσισε να χορηγήσει την κομητεία της Ριβαγόρθα, αποκλείοντας την βαρωνία του Κάστρο, τη βαρωνία του Μονκλούς, τη Λα Φουέβα, τη κοιλάδα του Γισταίν και της Μπιέλσα και την πόλη του Μονθόν, στον γιο του, πρίγκηπα Πέτρο. Ο κόμης της Ριβαγόρθα θα είναι η υποτελής του βασιλιά, που θα οφείλει να συμμετέχει στη Σύνοδο της Αραγωνίας.
Ο Αλφόνσος Δ΄και ο Αλφόνσος Ε΄ ήταν επίσης δούκες της Γανδία. Δεδομένου ότι ο Αλφόνσος Ε΄ πέθανε χωρίς να αφήσει κληρονόμους, η κομητεία πέρασε στον βασιλιά Αλφόνσο τον Μεγαλόψυχο, που την παραχώρησε στον αδελφό του Ιωάννη, ο οποίος θα γινόταν αργότερα βασιλιάς (1458–1479), παραχωρώντας την με την σειρά του στον γιο του Φερδινάνδο τον Καθολικό, μέχρι το 1469, που θα χορηγηθεί στην συνέχεια στον νόθο γιο του Ιωάννη, Αλφόνσο της Αραγωνίας και του Εσκομπάρ, δούκα της Βιλαερμόσα, που θα γίνει έπειτα γνωστός ως ο Αλφόνσος ΣΤ' της Ριβαγόρθα (1469–1485).
Η διακυβέρνηση της κομητείας
Οι κάτοικοι της Ριβαγόρθα δεν ήταν υποτελείς του κόμη, αλλά φεουδάρχες. Σε θέματα ιδιοκτησιών διοικούνταν με βάση τους τοπικούς νόμους, με πολύ παρόμοιο τρόπο όπως συνέβαινε και στην κομητεία του Παλιάρς, ή από τις Διατάξεις της Αραγωνίας (fueros), και χρησιμοποιούνταν ως κοινή γλώσσα η αραγωνική διάλεκτος της Ριβαγόρθα, ακόμη και σε περιοχές όπου σήμερα ομιλούνται τα ισπανικά. Πάντα επικαλούνταν το αραγωνικό δίκαιο στα δημόσια έγγραφα.
Η κομητεία διοικούνταν από το Γενικό Συμβούλιο της Ριβαγόρθα, που απαρτίζονταν από αντιπροσώπους από όλα τα μέρη και τις πόλεις, που συνεδρίαζε την ημέρα του Αγίου Βικεντίου του μάρτυρος (στις 22 Ιανουαρίου) στο Μπεναβάρε.
Μέχρι το 1149 η κομητεία της Ριβαγόρθα εξαρτώταν από τρεις διαφορετικές εκκλησιαστικές περιοχές: Αρχικά από την επισκοπική έδρα της Ρόδας και τις δικαιοδοσίες της, με εξαίρεση τα βασιλικά μοναστήρια της Αλαόν και του Σαν Βικτοριάν. Μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, η Ρόδα προστάτευε και ενσωμάτωνε στη δικαιοδοσία της την Λιέιδα. Το 1096, ενώ η έδρα ήταν ακόμα στη Ρόδα, μετακόμισε η επισκοπή στο Μπαρμπάστρο. Το 1149 διαγράφηκε η έδρα της Ρόδας, επιστρέφοντας τη δικαιοδοσία στην επισκοπή της Λιέιδα , και μοιράστηκαν τα εδάφη μεταξύ των δικαιοδοσιών του Μπαρμπάστρο και της Λιέιδα. Έπειτα, το 1571, μέρη της Ριβαγόρθα που ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Λιέιδα (η κοιλάδα του Έσερα, ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Ισάβενα και τα εδάφη από τον Σίνκα προς τα βόρεια του Μονθόν), ενσωματώθηκαν στην επισκοπή του Μπαρμπάστρο.
Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, η κομητεία της Ριβαγόρθα αποτελείται από τα εδάφη που ξεκινούν από το Μπενάσκε και φτάνουν μέχρι το Μονθόν στον ποταμό Σίνκα και τις πεδιάδες του Ράφαλες στα νότια των Αλτορικόν και Μπινέφαρ, όπως καταγράφεται σε έγγραφο που τυπώθηκε στη Σαραγόσα στο τέλος του 16ου αιώνα, στο οποίο απογράφονται και περιγράφονται το κάθε ένα από τα χωριά που απαρτίζουν την κομητεία της Ριβαγόρθα και καταγράφεται που είχε ο κόμης τη δικαιοδοσία του, τηρώντας την Δικαιοσύνη της Αραγωνίας σε περιπτώσεις διαφορών.
Επίσης, οι αρμοδιότητες της κάθε αστικής δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις που αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τον επίσκοπο της Λιέιδα, ο οποίος είχε πάνω από εκατό ενορίες στο έδαφος της Αραγωνίας, που συμπίπτουν στο όριο με τη δεξιά όχθη του ποταμού Νογέρα Ριβαγορσάνα, και με τους πληθυσμούς των Albelda, Altorricón και λοιπών άλλων που συνθέτουν μέρος της κομητείας, εξαρτώνται από τον επίσκοπο της Λιέιδα. Αυτό καταγράφεται στο βιβλίο επισκεπτών που ξεκίνησαν μετά τη Σύνοδο του Τρέντο και στο οποίο αναλύονται οι φόροι της κάθε ενορίας της Αραγωνίας.
Οι ταραχές και η παρέμβαση του Φίλιππου Β´
Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του κόμη Martín de Gurrea y Aragón (1550–1578) γίνονται συνεχώς επαναστάσεις στην κομητεία επειδή πολλοί κάτοικοι της Ριβαγόρθα ήθελα να προσχωρήσουν σε βασιλική διοίκηση. Το 1554, οι νομικοί του δικαστηρίου του Φίλιπππου Β´, δήλωσαν την εξάλειψη του φέουδου, αλλά το δικαστήριο της Ανωτάτης Δικαστικής αρχής της Αραγωνίας, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα του κόμη. Στον απόηχο της εξέγερσης του Μπεναβάρε (1578), με τη κρυφή βοήθεια από το βασιλικό δικαστήριο, ο Martín de Gurrea y Aragón παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Φερδινάνδου Β´ της Ριβαγόρθα, ο οποίος κατέστειλε μια νέα εξέγερση στο Μπεναβάρε το 1587. Όμως οι κάτοικοι της Ριβαγόρθα συνέχισαν την επανάσταση με τη βοήθεια των Καταλανών ανταρτών και με την υποστήριξη του κόμη της Τσιντσόν, γενικού ταμία του Συμβουλίου της Αραγωνίας και εχθρό της Βιλαερμόσα.
Αυτές οι εξεγέρσεις, που οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο στη κομητεία μεταξύ των υποστηρικτών του κόμη και των υποστηρικτών του βασιλιά, συνέπεσαν με τις μεταβολές της Αραγωνίας. Έτσι το 1591, ο Φίλιππος Β´ προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη, εξανάγκασε τον κόμη Φερδινάνδο να παραιτηθεί δίνοντας του ως αντάλλαγμα οικονομική αποζημίωση, και η κομητεία επανήλθε στο Στέμμα.[3]
Το τέλος της κομητείας
Το 1633 ο Φίλιππος Δ´ χορήγησε στο Γκράους μια δεύτερη δικαστική αρχή της Ριβαγόρθα, με ξεχωριστή δικαιοδοσία του Μπεναβάρε.
Κατά τη διάρκεια των αραγωνικών εξεγέρσεων ενάντια στον Φίλιππο Δ´, όλη η Ριβαγόρθα προσχώρησε στην εξέγερση της Αραγωνίας, μέχρι που ο αραγωνικός στρατός νίκησε οριστικά στη Φράγα για λογαριασμό των στρατευμάτων του Φιλίππου Δ´, τα οποία κατέλαβαν μετά την Ριβαγόρθα, την Λα Λιτέρα και τη Λιέιδα.
Με το ξέσπασμα του Πολέμου της Διαδοχής, το 1705 η κομητεία της Ριβαγόρθα, όπως και άλλα μέρη της Αραγωνίας, αποφάνθηκαν υπέρ του αρχιδούκα Καρόλου, ενώ το υπόλοιπο της Αραγωνίας ήταν ακόμα στην κατοχή του Φίλιπππου Δ´. Με τα Διατάγματα Nueva Planta, η Ριβαγόρθα είναι πλέον μία επαρχία της Αραγωνίας, η οποία αργότερα το 1834 θα μετατραπεί σε περιφερειακό δικαστήριο του Μπεναβάρε κατά την ίδρυση της νέας επαρχίας της Ουέσκας.
Ο πολιούχος της κομητείας
Ως πολιούχος της κομητείας της Ριβαγόρθα αναγνωρίζεται ο επίσκοποςΆγιος Μεδάρδος, η φιγούρα του οποίου εμφανίζεται σε μια γκραβούρα του 16ου αιώνα, τυπωμένη στη Σαραγόσα. Η αξία της θεωρείται πως είναι το αντικείμενο προσευχής για βροχή σε εποχές ξηρασίας. Ο Άγιος Μεδάρδος είναι ακόμα και σήμερα ο πολιούχος του Μπεναβάρε και μπροστά από τον Άγιο τραγουδάνε και χορεύουν οι πομπές του Μπεναβάρε που διαδόθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του σαράντα και του πενήντα του εικοστού αιώνα από τον ερευνητή από τη Γρανάδα Ρικάρντο ντελ Άρκο, στου οποίου τα βιβλία μπορεί να διαβάσει κανείς τις εκδόσεις που έχει συλλέξει.
Παραπομπές
Salas Merino, Vicente. «Η γενεαλογία των βασιλιάδων της Ισπανίας». Μαδρίτη: Vision Net. σελ. 89. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011. «El condado de Ribagorza se amplió ya desde un principio con la anexión de Sobrarbe, que llevó como dote Toda Galíndez, hija del último conde de Aragón-Sobrarbe, al casarse con Bernardo I de Ribagorza».
Ubieto Arteta, Antonio (1981). «Ιστορία της Αραγωνίας, 1». Σαραγόσα: Anubar. σελ. 316. ISBN 84-7013-181-8. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011. Δείτε ειδικά το χάρτη στη σελ. 317.
Iglesias Costa, Manuel (2001). Ινστιτούτο Αραγωνικών Σπουδών, εκδ. «Η ιστορία της κομητείας της Ριβαγόρθα» (pdf). Ουέσκα. σελ. 299. ISBN 84-8127-121-7. Αρχειοθετήθηκε από το αυθεντικό στις 28 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2012. «El conde-duque renunciaba a todos sus derechos sobre el condado a cambio de compensaciones [...] Se le nombró conde de Luna y en el reino de Valencia le cedieron las encomiendas de Bexis y Castell de Castells, Terés y Teresa, valoradas en 8000 ducados de renta anuales. [...] Estos trámites daban por zanjada la cuestión hacia 1591,».
Βιβλιογραφία
Iglesias Costa, Manuel (2001). Ινστιτούτο Αραγωνικών Σπουδών, Συμβούλιο της Ουέσκας, εκδ. Ιστορία της Κομητείας της Ριβαγόρθα. Ουέσκα. ISBN 84-8127-121-7. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2012.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License